Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας η(10)

Συνέχεια από 18. Απριλίου 2025

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας η

Του Friedrich Schelling

Μετάφραση Χρήστου Μαρσέλλου, Εκδόσεις Ίνδικτος, 1997

Τὸ θέαμα ποὺ παρουσιάζει σύνολη ἡ φύση μᾶς πείθει γι᾿ αὐτὴν τὴν διέγερση [Erregung] ποὺ συντελέ-στηκε, μέσῳ τῆς ὁποίας ἡ κάθε ζωὴ πρωτοέφτασε στὸν ἔσχατο βαθμὸ ἀκμῆς καὶ προσδιορισμοῦ. Τὸ ἄλογο καὶ τὸ τυχαῖο, ποὺ στὴ διαμόρφωση τῶν ὄντων, ἰδίως τῶν ὀργανικῶν, μοιάζει ἑνωμένο μὲ τὸ ἀναγκαῖο, ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ἔχει δράσει ἐδῶ μιὰ γεωμετρικὴ ἀναγκαιότητα, παρὰ ὅτι συνήργησαν ἐλευθερία, πνεῦμα καὶ ἴδιον θέλημα. Παντοῦ ἀκριβῶς ὅπου ὑπάρχει πόθος [Lust] καὶ ἐπιθυμία [Begierde] ὑπάρχει ἤδη καθ᾽ ἑαυτὴν μιὰ μορφὴ ἐλευθερίας, καὶ κανεὶς δὲν θὰ πιστέψη ὅτι ἡ ἐπιθυμία ποὺ συγκροτεῖ τὸ θεμέλιο τῆς κάθε φυσικῆς ζωῆς καὶ τὴν ὁρμὴ νὰ διατηρηθῆ κανεὶς ὄχι γενικά, παρὰ σ᾽ αὐτὴ τὴν συγκεκριμένη ὕπαρξή του, προστέ-θηκαν ἐκ τῶν ὑστέρων στὸ ἤδη τελειωμένο δημιούργημα, ἀλλὰ μᾶλλον ὅτι ἦταν αὐτὲς τὸ ἴδιο τὸ δημιουρ-γικὸ στοιχεῖο. Ακόμα καὶ ἡ ἔννοια τῆς βάσης [Basis], ποὺ βρέθηκε μέσῳ τῆς ἐμπειρίας, καὶ ἡ ὁποία πρόκει-ται νὰ παίξη ἕναν σημαντικό ρόλο γιὰ τὴν ὅλη φυσική ἐπιστήμη, ὁδηγεῖ κατ᾿ ἀνάγκην, ἂν ἀξιολογηθῆ ἐπιστημονικά, στὴν ἑαυτότητα καὶ τὴν ἐγώτητα. Ὑπάρχουν ὅμως στὴ φύση τυχαῖοι προσδιορισμοὶ οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν μόνο ἀπὸ μιὰν ἤδη στὴν πρώτη δημιουργία ἐπισυμβᾶσα διέγερση τῆς ἄλογης ἢ σκο-τεινῆς ἀρχῆς τῆς δημιουργίας – μόνο ἀπὸ τὴν ἐνεργοποιημένη ἑαυτότητα. Ἐξ οὗ μέσα στὴ φύση – δίπλα στὶς προσχηματισμένες ἠθικὲς σχέσεις – τὰ σημάδια ποὺ ἀγγέλλουν τὸ κακό, μολονότι ἡ δύναμίς του διεγείρεται μόνο μέσῳ τοῦ ἀνθρώπου· ἐξ οὗ φαινόμενα ποὺ καὶ χωρὶς ἀναφορὰ στὸν κίνδυνο ποὺ ἀποτελοῦν γιὰ τὸν ἄνθρωπο πάντως προκαλοῦν ἕνα γενικὸ καὶ φυσικὸ ἀποτροπιασμό.[ΤΣΟΥΝΑΜΙ ΠΟΙΟΣ ΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕ ΑΝΑΡΩΤΙΕΤΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ23 Ὅτι ὅλα τὰ ὀργανικὰ ὄντα (377) ἀντιστέκονται στὴ διάλυσή τους δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ ἐκληφθῆ ὡς μιὰ πρωταρχικὴ ἀναγκαιότητα· ὁ δεσμός τῶν δυνάμεων ποὺ συνιστοῦν τὴ ζωὴ θὰ μποροῦσε κάλ-λιστα νὰ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του ἀδιάλυτος, καὶ ἕνα δημιούργημα ποὺ συμπληρώνει βασιζόμενο στὶς δικές του δυνάμεις ὅ,τι προέκυψε ἐλλειπτικὸ μοιάζει κατ᾿ ἐξοχὴν προορισμένο νὰ εἶναι ἕνα perpetuum mobile. Τὸ κακὸ παρουσιάζεται ὅμως στὴ φύση μόνο μέσῳ τῶν ἐνερ-γειῶν του· τὸ ἴδιο σὲ ἄμεση ἐμφάνιση μπορεῖ μόνο ὅταν ἡ φύση φτάση τὸν σκοπό της νὰ ἀνακύψη. Διότι, ὅπως στὴν ἀρχικὴ δημιουργία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ γέν-νηση τοῦ φωτός, ἡ σκοτεινὴ ἀρχὴ ὄφειλε νὰ ὑπάρχη ὡς θεμέλιο, ὥστε τὸ φῶς νὰ ὑψωθῆ ὑπεράνω του (ὡς ἀπὸ τὴν ἁπλῆ δύναμη στὴν ἐνέργεια)· ἔτσι πρέπει νὰ ὑπάρχη ἕνα ἄλλο θεμέλιο τῆς γέννησης τοῦ πνεύματος, καὶ ἑπομένως μιὰ δεύτερη ἀρχὴ τοῦ σκότους, τόσο ὑψη-λότερη, ὅσο εἶναι ὑψηλότερο τὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸ φῶς. [Ο ΚΑΚΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΜΕΤΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΕ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΤΙΑΤΟ ΥΠΟΘΕΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΑ ΥΠΟΘΕΤΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ]Αὐτὴ ἡ ἀρχὴ εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀφυπνισμένο στὴ δημι-ουργία μέσῳ διεγέρσεως τοῦ σκοτεινοῦ φυσικοῦ θεμε-λίου πνεῦμα τοῦ κακοῦ, ἤτοι τοῦ διχασμοῦ φωτὸς καὶ σκότους, στὸ ὁποῖο τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης, ὅπως πρὶν στὴν ἀκανόνιστη κίνηση τῆς ἐναρκτήριας φύσης τὸ φῶς, ἀντιπαραθέτει ἕνα ὑψηλότερο ἰδεῶδες. Γιατὶ ὅπως ἡ ἑαυτότητα προσοικειώθηκε στὸ κακὸ τὸ φῶς ἢ τὸν λόγο [Wort] καὶ γι' αὐτὸ ἐμφανίζεται ὡς μιὰ ἀνώτερη πηγή τοῦ σκότους, ἔτσι πρέπει ὁ εἰπωμένος σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸ κακὸ μέσα στὸν κόσμο λόγος νὰ προσοικειωθῆ τὴν ἀνθρωπότητα ἢ τὴν ἑαυτότητα καὶ νὰ γίνη ὁ ἴδιος προσωπικός. Αὐτὸ συμβαίνει μόνο μὲ τὴν ἀποκάλυψη, στὴν πιὸ συγκεκριμένη ἔννοια τῆς λέξης, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἔχη τὰ ἴδια ἀκριβῶς στάδια μὲ τὴν πρώτη φανέρωση μέσα στὴ φύση, ἔτσι ἀκριβῶς ποὺ καὶ ἐδῶ ἐπίσης ἡ ὑψηλότερη κορυφὴ τῆς ἀποκάλυψης εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ πρότυπος καὶ θεῖος ἄνθρωπος, αὐτὸς ποὺ ἦταν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν θεόν, καὶ μὲ βάση τὸν ὁποῖο δημιουργήθηκαν ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα καὶ ὁ ἄνθρωπος.

Ἡ γέννηση τοῦ πνεύματος εἶναι τὸ βασίλειο τῆς ἱστορίας, ὅπως ἡ γέννηση τοῦ φωτὸς τὸ βασίλειο τῆς φύ-σεως. Οἱ ἴδιες περίοδοι τῆς δημιουργίας (378) ποὺ ὑπάρχουν στὸ ἕνα ὑπάρχουν καὶ στὸ ἄλλο· καὶ τὸ ἕνα εἶναι ἡ εἰκόνα καὶ ἡ διασάφηση τοῦ ἄλλου. Ἡ ἴδια ἀρχὴ ποὺ ἦταν στὴν πρώτη δημιουργία τὸ θεμέλιο, εἶναι καὶ ἐδῶ ἐπίσης, ἀλλὰ σὲ μιὰ ἀνώτερη μορφή, σπόρος καὶ φυτό, ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο ἀναπτύσσεται ἕνας ἀνώτερος κόσμος. Διότι τὸ κακὸ δὲν εἶναι ἀκριβῶς παρὰ τὸ πρωταρχικό θεμέ-λιο τῆς ὕπαρξης στὸν βαθμὸ ποὺ τείνει νὰ ἐνεργοποιηθῆ μέσα στὸ δημιουργημένο ὄν, καὶ ἑπομένως στὴν πραγματικότητα ἡ ἀνώτερη ἁπλῶς δύναμη τοῦ δρῶντος μέσα στὴ φύση θεμελίου. Καθώς ὅμως ἐτοῦτο εἶναι εἰς τὸν αἰῶνα θεμέλιο καὶ μόνο, χωρὶς τὸ ἴδιο νὰ ὑπάρχη, δὲν μπορεῖ τὸ κακὸ νὰ πραγματωθῆ ποτέ, καὶ χρησι-μεύει μόνο ὡς θεμέλιο, ὥστε τὸ καλό, παίρνοντας ἰδίαις δυνάμεσι μορφὴ καθὼς ἐξέρχεται ἀπὸ αὐτό, νὰ ὑπάρχη ὡς κάτι λόγῳ τοῦ θεμελίου του ἀνεξάρτητο καὶ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν θεό, στὸ ὁποῖο ὁ θεὸς βρίσκει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν γνωρίζει, καὶ τὸ ὁποῖο ὡς τέτοιο (ὡς κάτι ἀνεξάρτητο) εἶναι μέσα του. Καθὼς ὅμως ἡ ἀμέ-ριστη δύναμη τοῦ ἀφετηριακοῦ θεμελίου ἀναγνωρίζεται ἐν πρώτοις μέσα στὸν ἄνθρωπο ὡς ἐσωτερικό (βάση ἢ κέντρον) τοῦ καθενός, ἔτσι καὶ μέσα στὴν ἱστορία τὸ κακὸ παραμένει ἀρχικὰ κρυμμένο στὸν βυθό, καὶ τῆς ἐποχῆς τῆς ἐνοχῆς καὶ τῆς ἁμαρτίας προηγεῖται μιὰ ἐποχὴ ἀθωότητας ἢ ἀσυνειδησίας [Bewußtlosigkeit] τῆς ἁμαρτίας. Μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο, ὅπως ἡ ἀρχική πηγὴ τῆς φύσης δροῦσε ἴσως ἀπὸ μόνη της καιρὸ πρὶν καὶ ἐπιχειροῦσε γιὰ λογαριασμό της, μὲ τὶς θεῖες δυ-νάμεις ποὺ περιέχει, μιὰ δημιουργία, δημιουργία ποὺ ὅμως πάντοτε ξαναβυθιζόταν (ἐπειδὴ ἔλειπε ὁ δεσμὸς τῆς ἀγάπης [Liebe]) στὸ χάος, (πρᾶγμα ποὺ ὑποση-μαίνουν ἴσως οἱ σειρὲς τῶν χαμένων πρὶν ἀπὸ τὴν παροῦσα δημιουργία καὶ μὴ ἀναφανέντων εἰδῶν), ὥσπου ἐπῆλθε ὁ λόγος [Wort] τῆς ἀγάπης καὶ μαζί του ἔλαβε ἀρχὴ μιὰ δημιουργία μὲ διάρκεια, ἔτσι καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης δὲν ἀποκαλύφθηκε μέσα στὴ δημιουργία ἀμέσως· ἀλλά, ἐπειδὴ ὁ θεὸς αἰσθάνθηκε τὴ βούληση τοῦ θεμελίου ὡς τὴ βούληση τῆς ἀποκαλυψής του καὶ μὲ τὴν πρόνοιά του ἀνεγνώρισε ὅτι ὄφειλε νὰ ὑπάρχη ἕνα ἀνεξάρτητο ἀπὸ αὐτὸν (ὡς πνεῦμα) θεμέλιο τῆς ὑπάρξεώς του, ἄφησε τὸ θεμέλιο νὰ δρᾶ ἀνεξάρτητο, ἤ, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἀλλιῶς, Αὐτὸς κινήθηκε μόνο σύμφωνα μὲ τὴ φύση του καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν καρδιά του, δηλαδή σύμφωνα μὲ τὴν ἀγάπη. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ τὸ θεμέλιο περιείχε μέσα του ὅλη τὴ θεία οὐσία, ἀλλὰ ὄχι ὡς ἑνότητα, δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ὁρισμένα θεῖα (379) ὄντα ποὺ διηύθυναν σ᾽ αὐτὸ τὴν δι᾽ ἑαυτὸν δράση. Αὐτὴ ἡ προϊστορία ἀρχίζει λοιπὸν μὲ τὴ χρυσῆ ἐποχὴ τοῦ κόσμου, τῆς ὁποίας στὸ σημερινὸ ἀνθρώπινο εἶδος παρέμεινε ἀμυδρὴ μόνο ἀνάμνηση μέσα στὸν μῦθο, μιὰ ἐποχὴ εὐτυχισμένης ἀδιακρισίας [Unentschiedenheit], ὅπου δὲν ὑπῆρχε οὔτε κακό, οὔτε καλό·[Ο ΟΥΡΟΒΟΡΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ. Ο ΣΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗΣ. ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ.] ἀκολούθησε ἡ ἐποχὴ τῶν θεῶν καὶ τῶν ἡρώων, ἢ τῆς παντοδυναμίας τῆς φύσεως, κατὰ τὴν ὁποία τὸ θεμέλιο ἔδειξε τί δυνατότητες εἶχε αὐτόνομο. Ὁ νοῦς καὶ ἡ σοφία ἔρχονταν τότε στοὺς ἀνθρώπους μόνο ἀπὸ τὰ βάθη· ἡ δύναμη μαντείων ποὺ βγαίνανε ἀπὸ τὴ γῆ καθοδηγοῦσε καὶ διαμόρφωνε τὴ ζωή τους· ὅλες οἱ θεϊκὲς δυνάμεις τοῦ θεμελίου κυριαρχοῦσαν πάνω στὴ γῆ, καὶ καθίζαν σὰν παντοδύναμοι ἀρχηγοὶ πάνω σὲ βέβαιους θρόνους. Ἦρθε ἡ ἐποχὴ τῆς ὕψιστης δόξας τῆς φύσης στὴν ὁρατὴ ὀμορφιὰ τῶν θεῶν καὶ σ' ὅλη τὴ λάμψη τῆς τέχνης καὶ μιᾶς ἐπιστήμης μεστῆς νοήματος, ὥσπου ἡ δρῶσα ἐν βυθῷ ἀρχὴ ἐντέλει ξεπρόβαλε κοσμοκράτειρα, γιὰ νὰ ὑποτάξη τὰ πάντα καὶ νὰ θεμελιώση τὸ σταθερὸ καὶ διαρκὲς παγκόσμιο κράτος της. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ οὐσία τοῦ θεμελίου δὲν μπορεῖ ἀπὸ μόνη της νὰ γεννήση τὴν ἀληθινὴ καὶ τέλεια ἑνότητα, ἦρθε καιρὸς ποὺ ὅλο αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο διαλύθηκε καὶ τὸ ὄμορφο σῶμα τοῦ μέχρι τότε κόσμου σὰν ἀπὸ φρικιαστικὴ ἀρρώστια καταστράφηκε, γιὰ νὰ ἐπανέλθη ἐντέλει τὸ χάος.[Ο ΠΑΝ ΠΕΘΑΝΕ] Ἤδη ἀπὸ πρίν, πρὶν ἀκόμα ἀπὸ τὴν ὁλικὴ ἀποσύνθεση, οἱ δυνάμεις ποὺ ἐξουσίαζαν σ' αὐτὸ τὸ ὅλο πῆραν τὴ μορφὴ κακῶν πνευμάτων, ὅπως ἐκεῖνες ἀκριβῶς οἱ δυνάμεις, ποὺ στὸν καιρὸ τῆς ὑγείας ἦταν εὐεργετικά, προστατευτικὰ τῆς ζωῆς πνεύματα, καθὼς πλησιάζει ἡ διάλυση ἀποχτοῦν φύση κακὴ καὶ φαρμακερή: ἡ πίστη σὲ θεοὺς ἐξαφανίστηκε, καὶ μιὰ πλανερὴ μαγεία, μὲ ξόρκια καὶ θεουργικούς τύπους, προσπάθησε νὰ ἀνακαλέση τοὺς φευγάτους θεοὺς καὶ νὰ κατευνάση τὰ κακὰ πνεύματα. Ὅλο καὶ ἀποφασι-στικότερα φαινόταν ἡ ἑλκτικὴ δύναμη τοῦ θεμελίου πού, προαισθανόμενο τὸ φῶς ποὺ πλησίαζε, ἔβγαλε προκα-ταβολικὰ ὅλες τὶς δυνάμεις ἀπὸ τὴν ἀδιακρισία, γιὰ νὰ τὸ ἀντιμετωπίση σὲ μιὰ συνολικὴ ἀντιπαράθεση.[Η ΕΚΑΤΗ Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΗΤΕΡΑ] Ὅπως ἡ καταιγίδα ξεσηκώνεται ἔμμεσα ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἄμεσα ὅμως ἀπὸ μιὰ ἀντιδρῶσα δύναμη τῆς γῆς, ἔτσι καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ (ποὺ τὴν μετεωρικὴ φύση του ἀνα-γνωρίσαμε προηγουμένως), διεγείρεται καθὼς πλησιά-ζει τὸ καλό, ὄχι συμμεριζόμενο τὶς δυνάμεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ μερίζονται. Γι᾿ αὐτὸ πρωτοπροβάλλει (380) τὸ κακὸ χωρισμένο καὶ ὡς αὐτὸ ποὺ εἶναι, ὅταν προβάλη τὸ καλὸ χωρισμένο, (ὄχι ἐπειδὴ τότε θὰ προέκυπτε γιὰ πρώτη φορά, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὑπάρχει πλέον ἡ ἀντίθεση, μέσῳ τῆς ὁποίας καὶ μόνο μπορεῖ νὰ ἐμφανιστῆ πλήρως καὶ ὡς αὐτὸ ποὺ εἶναι)· ὅπως πάλι ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ γῆ ἐρημώνεται καὶ ἀδειάζει γιὰ δεύτερη φορὰ εἶναι ἀκριβῶς ἡ στιγμὴ ποὺ γεννιέται τὸ ἀνώτερο φῶς τοῦ πνεύματος, * τὸ ὁποῖο ἦταν στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀλλὰ ποὺ τὸ δι᾽ ἑαυτὸ δρῶν σκότος δὲν τὸ εἶχε καταλάβει, καὶ ποὺ ἡ ἀποκάλυψή του ἦταν κλειστὴ καὶ περιορισμένη· καὶ ὅμως ἐμφανίζεται, γιὰ ν᾿ ἀντιταχτῆ στὸ προσωπικὸ καὶ πνευματικὸ κακό, σὲ προσωπικὴ καὶ τὸ ἴδιο, ἀνθρώπινη μορφή, καὶ ὡς μεσολαβητής, γιὰ νὰ ἀποκαταστήση τὴ σχέση τῆς δημιουργίας μὲ τὸν θεὸ στὸν ὕψιστο βαθμό.[Ο ΖΕΥΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΚΡΟΝΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΑΒΥΣΣΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ] Γιατὶ μόνο κάτι προσωπικὸ μπορεῖ νὰ σώση κάτι προσωπικό, καὶ ὁ θεὸς πρέπει νὰ γίνη ἄνθρωπος γιὰ νὰ γυρίση ὁ ἄνθρωπος στὸν θεό. Μὲ τὴν ἐκτεθεῖσα σχέση τοῦ θεμελίου πρὸς τὸν θεὸ μᾶς πρωτοδίνεται ξανὰ ἡ δυνατότητα τῆς ἰάσεως [Heilung], τῆς σωτηρίας [Heil]. ᾿Αφετηρία της εἶναι μιὰ κατάσταση ὀξυδέρκειας [Hellsehen] ποὺ μὲ θεία ἀπόφαση [Verhängnis] εἶναι ὁ κλῆρος μερικῶν ἀνθρώπων (ὡς ἐπὶ τούτου ἐκλεγμένων ὀργάνων), μιὰ ἐποχὴ σημείων καὶ τεράτων, στὴν ὁποία ἡ θεία δύναμις ἀντιδρᾶ στὸ δαιμονικὸ ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ παντοῦ, καὶ ἡ πραϋντικὴ ἑνότητα ἀντιδρᾶ στὸν μερισμὸ τῶν δυνάμεων. Τελικῶς προκύπτει ἡ κρίση στὴν turba gentium, ἡ ὁποία ξεχειλίζει τὸ θεμέλιο τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὅπως κάποτε τὰ νερὰ τῆς ἀρχῆς [Anfang] ξανασκέπασαν τὰ δημιουργήματα τῆς προϊστορίας [Urzeit], γιὰ νὰ καταστήσουν δυνατὴ μιὰ δεύτερη δημιουργία – ἕναν νέο χωρισμὸ [Scheidung] λαῶν καὶ γλωσσῶν, ἕνα νέο βασίλειο, ὅπου ὁ ζῶν λόγος πρόβαλε ὡς ἕνα σταθερὸ καὶ μόνιμο κέντρο στὴ μάχη κατὰ τοῦ χάους [Chaos], καὶ ὅπου ἀρχίζει ἕνας κηρυγμένος πόλεμος, ποὺ θὰ κρατήση μέχρι τὸ τέλος τῆς τωρινῆς ἐποχῆς, τοῦ καλοῦ μὲ τὸ κακό, στὸν ὁποῖο πόλεμο ἀποκαλύπτεται καὶ ὁ θεὸς ὡς πνεῦμα, δηλαδὴ ὡς ἐνεργείᾳ πραγματικός [actu wirklich].24[Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ, Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΠΟΥ ΛΥΤΡΩΣΕ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ, ΤΟ ΒΑΡΕΤΟ ΟΛΟΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ]

Ὑπάρχει γι᾿ αὐτὸ ἕνα καθολικό, καίτοι ὄχι ἀφετηριακό, ἀλλὰ ἀποκεκαλυμμένο γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὸ ποὺ ἄρχισε ἡ ἀποκάλυψη τοῦ θεοῦ, μέσῳ ἀντιδράσεως (381) τοῦ θεμελίου ἀφυπνισμένο κακό, ποὺ βέβαια δὲν φτάνει ποτὲ στὴν πραγμάτωση, ἀλλὰ ποὺ τείνει σταθερὰ πρὸς αὐτήν. Μόνο μετὰ τὴ γνώση τοῦ καθολικοῦ κακοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐννοήσωμε τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ μέσα στὸν ἄνθρωπο ἐπίσης. Ἐὰν πράγματι ἤδη στὴν πρώτη δημιουργία εἶχε διεγερθῆ μαζὶ καὶ τὸ κακὸ καὶ εἶχε ἐξελιχτῆ ἐντέλει, μέσῳ τῆς αὐτονομημένης δράσης [für sich wirken] τοῦ θεμελίου σὲ καθολικὴ ἀρχή, τότε μιὰ κάποια κλίση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ κακὸ μοιάζει νὰ ἐξηγῆται ἤδη, ἀφοῦ ἡ ἀταξία τῶν δυνάμεων ποὺ εἰσήλασε κάποτε στὴ δημιουργία μὲ τὸ ξύπνημα τοῦ ἰδίου θελήματος [Eigenwille] τοῦ μεταδίδεται ἤδη μὲ τὴ γέννησή του. ᾿Αλλὰ ὁ βυθός δρᾶ ἀδιάκοπα μέσα στὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστὰ καὶ ἀνακινεῖ τὴν ἰδιαιτε-ρότητα [Eigenheit] καὶ τὴ μερική βούλησή του, προ-κειμένου νὰ μπορέση νὰ προβάλη, ἀντιτιθέμενη σὲ αὐτά, ἡ βούληση τῆς ἀγάπης. Ἡ βούληση τοῦ θεοῦ εἶναι νὰ δώση καθολικότητα στὰ πάντα, νὰ κάνη τὰ πάντα ἕνα μὲ τὸ φῶς, ἢ νὰ τὰ διατηρήση μέσα σὲ αὐτό· ἐνῶ ἡ βούληση τοῦ βυθοῦ εἶναι νὰ τὰ κάνη ὅλα μερικὰ ἢ κτιστά [kreatürlich]. Ἡ βούληση τοῦ θεοῦ θέλει τὴν ἀνισότητα μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ γίνη ἡ ἰσότητα αἰσθητὴ στὸν ἑαυτό της καὶ σὲ αὐτὸν τὸν ἴδιο. Γι᾿ αὐτὸ ἀντιδρᾶ κατ᾿ ἀνάγκην στὴν ἐλευθερία ὡς αὐτὸ ποὺ ὑπερβαίνει τὴν κτιστότητα [das Überkreatürliche] καὶ ξυπνᾶ μέσα της τὴν ἐπιθυμία τοῦ κτιστοῦ, ὅμοια ὅπως αὐτὸν ποὺ πάνω σὲ ὑψηλὴ καὶ ἀπόκρημνη κορφή, ἐνῶ τὸν πιάνει ίλιγγος, συγχρόνως μιὰ μυστική φωνή μοιάζει νὰ τὸν καλῆ νὰ γκρεμιστῆ, ἤ, ὅπως στὸν ἀρχαῖο μῦθο, ἕνα ἀκαταμάχητο τραγούδι σειρήνων ἀντηχεῖ ἀπὸ τὰ βάθη γιὰ νὰ τραβήξη μέσα στὸν στρόβιλο τὸν ποντοπόρο διαβάτη. Ἤδη μοιάζει καθ' ἑαυτὴν ἀντιφατικὴ ἡ συνένωση τῆς καθολικῆς βούλησης μὲ μιὰ βούληση μερικὴ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἡ ἀποτέλεσή της εἶναι δύσκολη, ἂν ὄχι ἀδύνατη. Ἡ ἀγωνία τῆς ζωῆς ἡ ἴδια ἀποτραβᾶ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ κέντρο, στὸ ὁποῖο ἐδημιουργήθηκε· διότι τοῦτο ὡς ἡ καθαρότατη οὐσία τῆς βούλησης εἶναι πῦρ καταναλίσκον κάθε μεμονωμένη βούληση· γιὰ νὰ ζήση μέσα του ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ πεθάνη γιὰ κάθε ἰδιαιτερότητα [Eigenheit], ὥστε εἶναι σχεδὸν ὑποχρεωμένος νὰ ἐπιδιώκη νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ κέντρο πηγαίνοντας πρὸς τὴν περιφέρεια, ζη-τώντας ἐκεῖ ν᾿ ἀναπαύση τὴν ἑαυτότητά του. Ἀπὸ ἐδῶ προκύπτει ἡ καθολικὴ ἀναγκαιότητα τοῦ θανάτου, ὡς πραγματικῆς νέκρωσης τῆς ἰδιαιτερότητας [Eigenheit], ἀπὸ τὴν ὁποία πρέπει νὰ περάση κάθε ἀνθρώπινη βούληση ὡς ἀπὸ καθαρτήριο πῦρ. Παρὰ τὴν καθολικὴ αὐτὴ (382) ἀναγκαιότητα, τὸ κακὸ παραμένει ἀνθρώπινη ἐπιλογή· ὁ βυθὸς δὲν μπορεῖ νὰ προκαλέση τὸ κακὸ ὡς τοιοῦτο, καὶ κάθε δημιούργημα φέρει τὴν ὑπαιτιότητα τῆς πτώσης του. Πῶς ὅμως τώρα φτάνει ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ ἀποφασίση γιὰ τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό, αὐτὸ καλύπτεται ἀπὸ ἀπόλυτο σκοτάδι καὶ μοιάζει νὰ ἀπαιτῆ μιὰ εἰδικὴ ἔρευνα.

Μέχρι τώρα ἔχουμε πολύ λίγο γενικῶς ἐξετάσει τὴν τυπικὴ [formelle] ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, καίτοι ἡ ἐμβάθυνσή της μοιάζει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ δυσκολίες ὄχι μι κρότερες ἐκείνων τῆς ἐξηγήσεως τῆς κατὰ τὸ πρᾶγμα [reale] ἐννοίας της.

Συνεχίζεται

Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. ΜΙΜΟΥΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΜΠΑΣΤΑΡΔΑ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΙ ΕΠΙΝΟΟΥΝ ΤΗΝ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. ΤΗΝ ΝΕΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΟΣ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: