Σάββατο, 14 Ὀκτωβρίου 2023
Μέγαρο Μουσικῆς Ἀθηνῶν
Εἰδική Διάλεξη
π. Νικολάου Λουδοβίκου*
Σκοπὸς τῆς παρούσας συμβολῆς εἶναι ἡ διερεύνηση θεμελιωδῶν φιλοσοφικοθεολογικῶν παραμέτρων, οἱ ὁποῖες ἐπηρεάζουν τὴν ἀνάδυση καὶ τὴν ἐξέλιξη τῶν προβλημάτων ποὺ ἐμφανίζονται μὲ τὴν ἄνοδο τοῦ μετανθρωπισμοῦ καὶ τῶν συναφῶν βιοτεχνολογικῶν ἐξελίξεων. Ἐξ ἀρχῆς θεωροῦμε πὼς κατὰ τὴν γνώμη μας δὲν εἶναι κάποια μορφὴ ἰδεαλισμοῦ ἢ ἀυλοκρατίας ποὺ ἀποτελοῦν τὸν πιθανὸ κίνδυνο ἐδῶ, ἀλλὰ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κατανοεῖται ἡ ψυχοσωματικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ τῶν περιπετειῶν τῆς ἐπιθυμίας/θέλησης στὴ Δύση. Πρώτη ἐξ αὐτῶν τῶν παραμέτρων εἶναι λοιπὸν ἡ Θέληση γιὰ Δύναμη καὶ δεύτερη, συνδεόμενη μὲ τὴν πρώτη, ὁ Βελούδινος Ὁλοκληρωτισμός. Ἡ ἐξέταση αὐτῶν τῶν ἐννοιῶν προσδιορίζει καὶ τὸ εἶδος τῆς παρέμβασης, ἡ ὁποία εἶναι τυχὸν ἐφικτή, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς θεολογίας. Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν πρώτη ἔννοια-παράμετρο, ὅπως αὐτὴ ἀναπτύσσεται στὴν φιλοσοφικὴ γραμμὴ ποὺ προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν τριάδα Αὐγουστῖνος – Descartes – Nietzsche1.
Παρὰ τὸ ὅτι εἶναι καὶ κάποιες ἄλλες ἀπὸ τὶς ἰδέες τοῦ Αὐγουστίνου ποὺ συνέχισαν νὰ ἐπηρεάζουν τὴ Χριστιανικὴ μεσαιωνικὴ σκέψη καὶ θὰ μᾶς ἐνδιέφεραν ἐδῶ, ὅπως εἶναι ἡ διάσχιση μεταξὺ φύσεως-χάριτος, ἢ ἡ ἄρνηση τῆς συνεργίας μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, αὐτὸ ποὺ θὰ ἐξετάσουμε εἶναι ἡ Αὐγουστίνεια βουλησιοκρατία (voluntarismus), ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ὁ Ivánka, θεωρώντας ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπαραίτητο χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν εἰδῶν τοῦ Χριστιανικοῦ Πλατωνισμοῦ2. Ὡστόσο ὑπάρχει, θεωρoῦμε, μία οὐσιαστικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς περὶ θελήσεως θέσεις τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἡ ὁποία πράγματι ἀνοίγει νέα μονοπάτια στὴ μελέτη μας γιὰ τὸ θέλημα3. Ἡ ἀντίληψη τοῦ Αὐγουστίνου γιὰ τὸ θέλημα μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ λοιπὸν ὡς «ὑπερβατική» ἤ «ἐκστατική», σὲ σύγκριση μὲ αὐτὴν τοῦ Μαξίμου. Πρῶτον, ἐπειδή, ὅπως εἶναι εὐρέως γνωστό, ὁ Αὐγουστῖνος ὑποτάσσει τὸ θέλημα στίς «ἀρετὲς τοῦ νοῦ»4, ὠθώντας το ἔτσι νὰ ξεπεράσει τὴν ὑλικὴ σωματικότητα καὶ νὰ πετάξει πρὸς τὰ θεῖα πράγματα. Δεύτερον, ἐπειδή, στὴ Χριστολογία του, φαίνεται νὰ κατανοεῖ τὸ ἀνθρώπινο θέλημα ὡς κάτι ποὺ πρέπει νὰ ξεπεραστεῖ ἀπὸ τὸ θεϊκὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ λόγους οἰκονομίας θὰ παραθέσουμε μόνον ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικώτερά του κείμενα, ὅπου ἀρθρώθηκε ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτός, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ ἑξῆς:
Πῶς ὁ Κύριός μας πάντρεψε δύο θελήσεις, ὥστε νὰ γίνουν ἕνα στὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ δανείστηκε; Στὸ σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία, θὰ ὑπῆρχαν μερικοὶ ἄνθρωποι πού, ἐνῶ θέλησαν νὰ κάνουν τὸ δικό τους θέλημα, ἀργότερα θὰ ἀκολουθοῦσαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος προεικόνισε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους στὸν ἑαυτό του. Ἐπιθύμησε νὰ δείξει πὼς μολονότι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἀδύναμοι, ἐξακολουθοῦν νὰ ἀνήκουν σὲ αὐτόν, καὶ ἔτσι τοὺς ἀντιπροσώπευσε ἐκ τῶν προτέρων στὸ δικό του πρόσωπο [...]. Ἀποκάλυψε τὸ ἀνθρώπινο θέλημα ποὺ ὑπῆρχε μέσα του, ἀλλὰ ἂν εἶχε συνεχίσει νὰ ἐμμένει σὲ αὐτό, θὰ εἶχε φανεῖ νὰ παρουσιάζει διαστροφὴ στὴν καρδιά. Ἂν ἀναγνωρίζετε ὅτι εἶχε εὐσπλαχνία γιὰ σᾶς, καὶ σᾶς ἐλευθερώνει ἐντὸς τοῦ ἑαυτοῦ του, μιμηθεῖτε τὴν προσευχὴ ποὺ ἔφτιαξε: «Ὅμως ὄχι ὅ,τι θέλω ἐγώ, ἀλλὰ ὅ,τι θέλεις ἐσὺ ἂς γίνει Πατέρα»5.
Σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο, ὁ ἐπίσκοπος Ἱππῶνος προσπαθεῖ νὰ δείξει πῶς τὰ δύο θελήματα τοῦ Χριστοῦ ἔγιναν ἕνα, ἀποδεικνύοντάς το μέσῳ τοῦ ἀμφιταλαντευόμενου θελήματος κάποιων πιστῶν, οἱ ὁποῖοι διστάζουν νὰ ἐπιλέξουν ἀμέσως τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀντὶ γιὰ τὸ δικό τους. Ἑπομένως, ἐπιμένει πὼς ὁ Χριστός «προεικονίζει» αὐτὴν τὴν ἀμφιταλάντευση, παλεύοντας μὲ τὸ δικό του ἀνθρώπινο θέλημα, ἕως ὅτου τὸ ξεπέρασε (σὰν νὰ ἦταν ἁμαρτωλὸ καθαυτό), καὶ τὸ ἐγκατέλειψε γιὰ χάρη τοῦ θελήματος τοῦ Πατέρα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ Αὐγουστῖνος, ταυτίζοντας ἀξιωματικὰ καὶ ἐκ προοιμίου τὸ ἀνθρώπινο θέλημα στὸν Χριστὸ μὲ τὴν τυχὸν ἁμαρτωλή του ἐκδοχή (ἐνῶ, τόσο γιὰ τὸν Μάξιμο ὅσο καὶ γιὰ τὴν Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ φυσικὸ ἀνθρώπινο θέλημα στὸν Χριστὸ δὲν εἶναι καθόλου φύσει ἀντιβαῖνον πρὸς τὸ θεῖο θέλημά Του), φαίνεται νὰ ἀγνοεῖ τὴν πιθανότητα νὰ ἀνοίξει τὸ ἀνθρώπινο θέλημα τοῦ Χριστοῦ στὸ θεῖο Του θέλημα, διατηρώντας καὶ μεταμορφώνοντάς το, ἀντὶ νὰ τὸ ξεπεράσει. Ἐδῶ τὸ ἀνθρώπινο θέλημα λοιπὸν συνεκδοχικὰ ἐμφανίζεται ὡς ἀναγκασμένο νὰ ὑπερβαίνει τὴν πρόσδεσή του πρὸς τὴ φύση, ἡ ὁποία τὸ καθιστᾶ ἀξιωματικὰ ἁμαρτωλὸ καὶ πεπτωκός. Ἔχουμε ἔτσι ἐδῶ τὴν πρώτη φιλοσοφικο-θεολογικὴ φανέρωση τῆς οὐσίας τοῦ θελήματος ὡς κατ’ ἀνάγκην ἐξισταμένου ἀπὸ τὸ φυσικό του ἀνθρώπινο ὑπόστρωμα: Πρόκειται γιὰ τὸ ἐκστατικὸ θέλημα, τὸ ὁποῖο θὰ πραγματοποιήσει μία μακρὰ καὶ πολυσήμαντη πορεία στὴ Δύση, κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες. Ἂς μελετήσουμε τὸ φιλοσοφικὸ σκέλος αὐτῆς τῆς πορείας.
Ὁ Descartes εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀνέλαβε τὴ φιλοσοφικὴ προσπάθεια νὰ δείξει τὶς ἀνθρωπολογικὲς συνέπειες τοῦ ἐκστατικοῦ αὐτοῦ θελήματος, μὲ τὸ χαμηλότερο δυνατὸ θεολογικὸ κόστος. Ἔχει βεβαίως προηγηθεῖ μία σειρὰ ἐπαναβεβαιώσεων τῆς σημασίας αὐτοῦ τοῦ θελήματος, στοὺς Σχολαστικούς, σὲ κάποιους Μυστικοὺς καὶ τὸν Λούθηρο, πλὴν ὅμως ὁ διατιθέμενος χῶρος δὲν ἐπαρκεῖ πρὸς πραγμάτευση. Ἡ στενὴ σύνδεση τοῦ Descartes μὲ τὸν Αὐγουστῖνο, ὅσον ἀφορᾶ τὴν πρωτοκαθεδρία τοῦ σκέπτεσθαι, ἔχει πρόσφατα μελετηθεῖ σὲ ἐξαντλητικὸ βαθμό (μολονότι, γιὰ ἀκόμη μία φορά, ἡ παρουσία τοῦ Ὠριγένη δὲν ἔχει παρατηρηθεῖ μέσα στήν «Αὐγουστίνεια» κληρονομιά). Ὡστόσο, ὁ Αὐγουστινισμὸς τοῦ Descartes ἐκτείνεται μακρύτερα. Ἡ πλησιέστερη Αὐγουστίνεια (καὶ ἀσυνείδητα Ὠριγένεια) συγγένεια τοῦ Descartes ἀφορᾶ τὴ θεωρία περὶ θελήματος, παρ’ ὅλο ποὺ αὐτὴ ἀντιπροσωπεύει παράλληλα ἕναν ἀξιοσημείωτο πνευματικὸ ἐπαναπροσανατολισμό, γιὰ τὸν Γάλλο φιλόσοφο.
Στὸν Αὐγουστῖνο, ἡ ἀνθρώπινη βούληση βρισκόταν σὲ μιὰν ὁρισμένη κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη αὐτόνομη, καθὼς αὐτὸ τείνει νὰ συμβεῖ στὸν Descartes: Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ κρίσιμη διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ αὐτὸν καὶ τὸν Αὐγουστῖνο. Ἡ θέληση γιὰ τὸν Descartes εἶναι ἡ κύρια ἔκφραση τῆς σκέψης, στὴν ὁποία ἀνήκουν οἱ ἰδέες καὶ ἡ κρίση6· ἀλλὰ εἶναι ἀπεριόριστη, ἡ μόνη ἀπεριόριστη ἱκανότητα μας, ὡς αὐτόνομη ἔκφραση τῆς αὐτόνομης ἐλευθερίας τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ὡς εἰκόνα Του σὲ ἐμᾶς, τὴν ὁποία εἰκόνα πρέπει νὰ μιμηθοῦμε7. Ὡστόσο, μέσῳ αὐτῆς τῆς μίμησης γινόμαστε ἀκριβῶς ὅλο καὶ περισσότερο αὐτόνομοι, ἀκριβῶς καθὼς γινόμαστε ἡ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ αὐτόνομου Θεοῦ. Ἡ αὐτονομία αὐτὴ τοῦ (πάντοτε) ἐκστατικοῦ θελήματος εἶναι τὸ καινούργιο προστιθέμενο χαρακτηριστικὸ στὴν κατανόηση τοῦ θελήματος. Ἐδῶ πλέον ἡ μίμηση τῆς θείας αὐτονομίας θέτει τὴν ἀνάγκη τῆς μετοχῆς στὴν ἄκτιστη τελειότητα τοῦ θείου θελήματος σὲ δεύτερη μοῖρα. Τὸ ἐκστατικὸ ἀνθρώπινο θέλημα εἶναι αὐθεντικὸ ἐπειδὴ εἶναι αὐτόνομο καὶ ὄχι ἐπειδὴ μπορεῖ ταυτόχρονα νὰ μετέχει ἐν ὑπακοῇ στὴν τελειότητα τοῦ θείου θελήματος.
Αὐτὴ ἡ μίμηση χωρὶς μετοχὴ τοῦ Descartes δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πρόσφατα ἔχουμε ὀνομάσει, ἀναφερόμενοι στὴν κατανόηση τοῦ ὅρου ἔκστασις ἀπὸ τὸν Heidegger, παράλληλες ἐκστάσεις (καὶ ἐν προκειμένῳ παράλληλες θελήσεις) μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ/Ὄντος8. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή, στὴν πράξη, ἀναπτύσσει κατὰ τὸ δοκοῦν τὸ περιεχόμενο τοῦ θελήματός του, παράλληλα πρὸς αὐτὸ ποὺ νομίζει πὼς εἶναι τὸ θεῖο θέλημα, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται καθόλου νὰ συμμορφώσει τὸ θέλημά του πρὸς τὸ θεῖο. Αὐτὸ ὡστόσο δὲν σημαίνει πὼς ὁ Θεὸς παραμένει, ὡς πραγματικότητα, ἀνεπηρέαστος: Ὁ Marion ἰσχυρίζεται ὅτι, μέσῳ αὐτῆς τῆς αὐτόνομης ἀνθρώπινης μίμησης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ὑποτάσσεται στὴ δομὴ τοῦ ἀνθρωπίνου Ἐγὼ καὶ θελήματος· μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, παραδόξως, εἴτε τὸ θεμέλιο (δηλαδὴ ὁ Θεός) παραμένει πρὸς ἀναζήτηση καὶ τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο παραμένει ἀνασφαλές, εἴτε τὸ Ἐγὼ καθίσταται τὸ μόνο ὀντολογικὸ θεμέλιο, ἀλλὰ ὀρφανὸ ἀπὸ Θεό9. Ἡ ἄποψή μας εἶναι πώς, ἀρχίζοντας ἤδη μὲ τὸν Descartes, ἀλλὰ κυρίως μετὰ ἀπὸ αὐτόν, ἡ Δυτικὴ φιλοσοφία τελικὰ συναίρεσε, κατὰ κάποιο τρόπο, τὶς δύο ἐπιλογές, ἀκολουθώντας ἕνα ρεῦμα σκέψης ποὺ ἔχει τὶς ρίζες του στὸν Αὐγουστῖνο καὶ τὸν Ὠριγένη, ἂν καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ ἕναν κοσμικὸ τρόπο, καὶ ἐν τέλει κατανόησε τὴν ὑποκειμενικότητα ὡς εἰκόνα Θεοῦ ἢ ὡς ἀμέσως καὶ αὐτάρκως θεοειδῆ, μέσῳ τοῦ αὐτόνομου θελήματος καὶ μέσα σὲ αὐτό, ὡς ἕνα ἐσωτερικὸ γεγονὸς μιᾶς θέλησης γιὰ ἐσωτερικὴ αὐθυπέρβαση μέσα στὸν ἀνθρώπινο ἑαυτό, καὶ ὄχι πλέον ἔξω του. Αὐτὸ χρειάστηκε τὸν Nietzsche γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Ἐπιπλέον αὐτὸ ὁδήγησε, σὲ μία δεύτερη φάση, σὲ ἕναν τρόπο πραγματοποίησης τῆς σχέσης μὲ τόν/τοὺς ἄλλον/ἄλλους ἀποκλειστικὰ μέσα στὸν ἑαυτό, ποὺ σημαίνει μέσα σὲ αὐτὸ ποὺ θὰ ἀποκαλούσαμε «αὐτο-αναφορικὸ ὑποκείμενο»10. Τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς ὑποκειμενικότητας ἀποτελεῖ ἕναν τρόπο ἐσωτερικῆς σχέσης μὲ τοὺς ἄλλους, κοινὸ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δὲν χρειάζεται μία ἀληθινὴ ἐκστατικὴ σχέση πρὸς ἕναν πραγματικὸ ἄλλο, ἀφοῦ πραγματοποιεῖ τὴν σχέση αὐτὴ ἐντός του καὶ μόνον. Ὡστόσο, αὐτὸ ἔχει νὰ κάνει ἀμετάκλητα μὲ αὐτὸ ποὺ στὸ πλαίσιο τῆς Δυτικῆς μεταφυσικῆς ἔχει ὀνομασθεῖ θέληση γιὰ δύναμη.
Διότι τελικὰ ἡ Νιτσεϊκὴ θέληση γιὰ δύναμη δὲν εἶναι ἡ θέληση γιὰ ἐξωτερικὴ ἐξουσία ἢ δύναμη, ἀλλά, σύμφωνα μὲ τὸν Heidegger, εἶναι «ὁ θεμελιώδης χαρακτήρας τοῦ ὑπάρχειν ὡς τέτοιου»11. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν χρειάζεται κανεὶς νὰ ἀναζητήσει κάτι ἐπιπλέον, τὸ ὁποῖο νὰ βρίσκεται ἔξω του, ἀλλὰ νὰ ἐπιθυμήσει, ὡς ἄλλος θεός, τὸ ἄπειρο ποὺ ὑπάρχει μέσα του, ὡς ἕνα ὂν ποὺ εἶναι πάντoτε περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι εἶναι, καὶ τελικὰ ἡ οὐσία του εἶναι ἀνεξάντλητη· καὶ στὴ συνέχεια, νὰ ἀναζητήσει νὰ γίνει αὐτὸ τὸ ἄπειρο, ἀντὶ νὰ τὸ ἐπιθυμεῖ ἁπλῶς ἢ νὰ τὸ προβάλλει στὸ μέλλον ἢ στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο. Ἑπομένως, ἡ ὕπαρξη γίνεται δύναμη ἀκριβῶς ὡς συνεχὴς αὐθυπέρβαση, ποὺ λαμβάνει χώρα μέσα καὶ μόνον στὸν ἑαυτό: Ἡ Αὐγουστινιανὴ ἐσωστρέφεια προστίθεται στὴν Αὐγουστινο-Καρτεσιανὴ ἀνεξαρτησία τῆς θέλησης (στὴν Καντιανή, καὶ στὴ συνέχεια στὴν Φιχτιανὴ καὶ Χεγκελιανὴ πιὸ κοσμικὴ ἐκδοχὴ τῆς τελευταίας) – καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὁ Νietzche. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ θέληση γιὰ δύναμη ἢ καλύτερα ἡ ἄνευ ἐξωτερικοῦ Θεοῦ, αὐτόνομη ἐσωτερικὴ αὐθυπέρβαση ἦταν ἡ τελικὴ τύχη τοῦ Χριστιανικοῦ Πλατωνισμοῦ στὸν Ἑλληνο-Δυτικὸ κόσμο. Ὁ Χριστιανισμὸς γιὰ τὸν Νίτσε, καὶ ἰδιαίτερα ὁ Αὐγουστίνειος Χριστιανισμός, εἶναι ἑπομένως τελικά «μηδενιστικός»12, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ καθιστᾶ τὸ ἀνθρώπινο ὄν «ὑπερβατικό»13 πρὸς τὰ ἔξω του. Τώρα, ἡ αὐθεντικὴ ἔκφραση τοῦ θελήματος ἀπελευθερώνεται, ἡ ὁποία εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν Deleuze, «μιὰ ἐσωτερικὴ ἐπιθυμία», μιά «πρωταρχικὴ σύνθεση δυνάμεων», καὶ μιά «σχέση κυριαρχίας»14 –στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἀκατάπαυστης ἐσωτερικῆς αὐθυπέρβασης, τὴν ὁποία ἤδη ἔχουμε περιγράψει. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐπίσης σημαντικό, σύμφωνα μὲ τὴν κατανόηση τοῦ Deleuze, εἶναι πὼς αὐτὴ ἡ θέληση ἐξηγεῖ καὶ ἀποτιμᾶ ὄντα καὶ ἔννοιες15, δημιουργεῖ ἀξίες16, γίνεται ἡ κρυφὴ οὐσία τῶν πραγμάτων17· ἐνάντια στὸν Kant, ἡ θέληση γιὰ δύναμη εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀρχὴ γιὰ ὁποιαδήποτε κριτική, στὸν βαθμὸ ποὺ ἕνας αὐθεντικὸς στοχαστὴς τείνει πρὸς τὴν προαναφερθεῖσα αὐθυπέρβαση, ἡ ὁποία βεβαίως ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν τελικὴ πραγματοποίηση τοῦ ὑπερανθρώπου. Ἂς σημειωθεῖ ἐδῶ πὼς αὐτὴ ἡ ἀνάδυση τῆς κλεισμένης στὸν ἑαυτό της θέλησης γιὰ δύναμη συνοδεύεται μὲ τὴ φιλοσοφική «ἀνακάλυψη» τοῦ σώματος στὴ Δύση (παγιώνοντας καὶ ριζικοποιώντας κάποιες Ἐγελιανὲς διαισθήσεις). Ἡ αὐθυπέρβαση λοιπὸν αὐτὴ τελεῖται διὰ τοῦ σώματος καὶ μέσα στὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο γίνεται ἔτσι τὸ μεταφυσικὸ ὅριο τοῦ νεωτερικοῦ ἀνθρώπου. Καὶ μάλιστα –ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἀτομικὸ σῶμα– δὲν εἶναι χωρὶς σημασία ἡ διορθωτικὴ ἔνσταση τοῦ Μερλώ-Ποντύ ἐδῶ ποὺ εἰσάγει τὴν ἔννοια τῆς «Διασωματικότητας» ἀκριβῶς γιὰ νὰ θέσει ἕνα ὅριο στὴ φαντασιωτικὴ ὑπερβολὴ τῆς ἀτομικῆς ἰσχύος ἐν προκειμένῳ. Ἂς προσέξουμε ὡστόσο πὼς ὅλη αὐτὴ ἡ συζήτηση διεξάγεται μέσα στὸν Χριστιανικὸ πνευματικὸ χῶρο, ἀκόμη καὶ ὅταν διαφωνεῖ μὲ τὸν πρῶτο...
(Συνεχίζεται)
* Ὁ π. Νικόλαος Λουδοβῖκος εἶναι Καθηγητὴς Θρησκειολογίας – Διδακτικῆς τῶν θρησκευτικῶν τοῦ Π.Τ.Δ.Ε. τῆς Σχολῆς Ἐπιστημῶν Ἀγωγῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων.
1. Γιὰ μιὰ ἐκτενέστερη ἀνάπτυξη τῶν σκέψεων ποὺ ἀκολουθοῦν βλ. τὸ βιβλίο μας Ἀναλογικὲς Ταυτότητες. Πατερικὲς Πηγὲς Ἐπανερμηνείας τοῦ Ἑλληνο-δυτικοῦ Ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἐν Πλῷ, Ἀθήνα 2020, σσ. 69-78, 57-62.
2. E. von Ivânka, Plato Christianus, La réception critique du Platonisme chez les Pères de l’ Église, γαλλική μετάφρ. E. Kessler, ἀναθεωρημένη ἀπὸ τοὺς R. Brague καὶ J.-Y. Lacoste, Presses Universitaires de France, Paris 1990, σ. 179.
3. Σημειωτέον ὅτι ὅποτε σχεδὸν ὁμιλοῦμε γιὰ τὸν Αὐγουστῖνο, πρέπει νὰ προσθέτουμε καὶ τὸν Ὠριγένη· ὁ τελευταῖος ἀποτελεῖ θεμελιώδη πηγὴ ἔμπνευσης τοῦ πρώτου καὶ γι’αυτό ὅλα ὅσα θὰ ἀναφέρουμε περὶ τῆς θέλησης στὸν Αὐγουστῖνο ἀφοροῦν ἐπίσης σὲ σημαντικὸ βαθμὸ καὶ τὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή, μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
4. Augustinus, De libero arbitrio libri tres, 2, 18, 50, W. M. Green (ed.), Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 74, Vindobonae 1956.
5. St. Augustine, Bishop of Hippo, Expositions of the Psalms (Enarrationes in Psalmos) 99-120, III, 19, Boniface Ramsey (ed.), transl. and notes Maria Boulding, New City Press, Hyde Park-New York 2003, σ. 395.
6. OEuvres de Descartes, Ch. Adam καὶ P. Tannery (ἐκδ.), τόμ. VII & IX, Vrin, Paris 1996, ἐδῶ Τρίτος Στοχασμός, VII, 37.
7. OEuvres de Descartes, ὅ.π., ἐδῶ Τέταρτος Στοχασμός, VII, 57.
8. Ν. Loudovikos, “Analogical Ecstasis: Maximus the Confessor, Plotinus, Heidegger, and Lacan”, στό: S. Mitralexis, G. Steiris, M. Podbielski, S. Lalla (eds.), Maximus the Confessor as a European Philosopher, Cascade Books, Eugene, OR 2017, σσ. 241-254, passim.
9. J. L. Marion, Sur la théologie blanche de Descartes, Analogies, création des vérités éternelles et fondement, Presses Universitaires de France, Paris 1990, σσ. 413-414, 421-422, 424-425. Στὸ ἔργο του Sur le prisme métaphysique de Descartes (1986), σ. 141, o Marion ὑποστηρίζει ἐπίσης ὅτι ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ Αὐγουστινιανό “cogito” καὶ στὸ Καρτεσιανό “cogito”, τὸ ὁποῖο ἀπορρέει ἀπὸ τὸ πρῶτο, εἶναι ἀκριβῶς πὼς τὸ Αὐγουστινιανό “falor” ποὺ προηγεῖται τοῦ “cogito”, καὶ ὡς ἐκ τούτου καὶ τὸ ἴδιο τό “cogito”, παραπέμπει τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα σέ «un fondement distant, loin de l’ériger en principe subsistant en soi», σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Descartes ποὺ θεωρεῖ τό “cogito” ὡς τὴ θεμελίωση μιᾶς οὐσίας: «et d’une substance qui joue comme premier principe».
10. Ν. Loudovikos, “Being and essence revisited: reciprocal logoi and energies in Maximus the Confessor and Thomas Aquinas, and the genesis of the self-referring subject”, Revista portuguesa de filosofia 72, 1 (2016), σσ. 117-146.
11. Μ. Heidegger, Nietzsches Lehre vom Willen zur Macht als Erkenntnis (Θερινό εξάμηνο 1939), E. Hanser (ed.), Vittorio Klostermann, Frankfurt am Main 1989, § 50, σ. 18.
12. Ὅ.π., § 156.
13. Ὅ.π., § 765.
14. G. Deleuze, Ὁ Νίτσε καὶ ἡ Φιλοσοφία, μετάφρ. Γ. Σπανός, ἐκδ. Πλέθρον, Ἀθήνα 2002, σσ. 77-79.
15. Ὅ.π., σσ. 83-84.
16. Ὅ.π., σ. 120.
17. Ὅ.π., σ. 114.
H TEXNH TOY ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟΥ ΔΗΛ. ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΙΣΜΟΣ. ΘΑ ΤΟ ΔΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΓΚΑΝΤΑΜΕΡ ΑΦΟΥ ΔΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ. ΤΟΝ ΕΝΔΟΜΥΧΟ ΛΟΓΟ.
ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΤΑΝ Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΕΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΥΠΑΡΞΕΙ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΕΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΝΙΚΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ; ΚΑΡΠΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ.
ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΤΑΝ; ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ. Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΤΟΥ ΗΧΩ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ. ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΡΧΕΣ ΜΕ ΜΟΝΗ ΑΡΧΗ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟ ΜΟΝΟΣΗΜΑΝΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ, ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΜΩΥΣΗ. ΤΗΝ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ.
Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ Η ΨΥΧΗ. Η ΟΠΟΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΥΒΕΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΕΠΕΣΕ ΚΑΙ ΕΞΗΛΘΕ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ ΤΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΗΣ ΑΓΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ.
Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΥΠΟΣ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ. ΑΥΤΟΣ Ο ΤΥΠΟΣ ΕΠΕΖΗΣΕ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΤΟΝ ΔΥΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΑΙΩΝΙΑ ΔΙΑΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΖΩΟ ΔΙΠΟΔΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ Β'ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ. Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ. ΕΝΑΣ ΤΥΠΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΥΝΟΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου