ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι ένας από τους τρεις Θεολόγους της Εκκλησίας, -οι άλλοι δύο είναι ο Ιωάννης ο ευαγγελιστής και Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Μέσα από το έργο γίνεται λόγος για το πώς κάποιος μπορεί να θεολογήσει και να «συγγίνει» με τον Τριαδικό Θεό. Μόνο έτσι θα μπορέσει κάποιος να γίνει μέτοχος των ενεργειών της Αγίας Τριάδος και να αποκτήσει μερική αλλά ασφαλή γνώση για το Θεό. Μερική, άλλωστε είναι η γνώση που μπορεί ο άνθρωπος ως κτίσμα να αποκτήσει για το Θεό, αφού μπορεί να γνωρίσει μόνο τις ενέργειές Του «τά περί αὐτόν» και ποτέ την ουσία Του, «τήν πρώτην τε καί ἀκήρατον φύσιν». Την τελευταία τη γνωρίζουν μόνο τα πρόσωπα του Τριαδικού Θεού.
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται την περί Τριαδικού Θεού διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού στο λόγο του «Περί Δόγματος και Καταστάσεως των Επισκόπων». Η γνώση για το Θεό δίδεται στους ανθρώπους μέσω της θεοπτίας και της θεολογικής αναζήτησης. Στόχος μας είναι η αναλυτική έκθεση της τριαδολογικής διδασκαλίας του Γρηγορίου του Θεολόγου, μέσω της οποίας δηλωνόταν απερίφραστα η ομοουσιότητα και η αϊδιότητα των Προσώπων του Ενός και συγχρόνως Τριαδικού Θεού.
Η διδασκαλία του Γρηγορίου περί Τριαδικού Θεού έχει βαρύνουσα σημασία για την εποχή εκείνη, κατά την οποία είχαν έντονα κάνει την εμφάνισή τους οι διάφορες κακοδοξίες –Αρείου, Ευνομίου, Μάρκελλου Αγκύρας κ.ά.- σχετικά με το τριαδικό δόγμα.
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται την περί Τριαδικού Θεού διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού στο λόγο του «Περί Δόγματος και Καταστάσεως των Επισκόπων». Η γνώση για το Θεό δίδεται στους ανθρώπους μέσω της θεοπτίας και της θεολογικής αναζήτησης. Στόχος μας είναι η αναλυτική έκθεση της τριαδολογικής διδασκαλίας του Γρηγορίου του Θεολόγου, μέσω της οποίας δηλωνόταν απερίφραστα η ομοουσιότητα και η αϊδιότητα των Προσώπων του Ενός και συγχρόνως Τριαδικού Θεού.
Η διδασκαλία του Γρηγορίου περί Τριαδικού Θεού έχει βαρύνουσα σημασία για την εποχή εκείνη, κατά την οποία είχαν έντονα κάνει την εμφάνισή τους οι διάφορες κακοδοξίες –Αρείου, Ευνομίου, Μάρκελλου Αγκύρας κ.ά.- σχετικά με το τριαδικό δόγμα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
Η ΖΩΗ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ
Η ΖΩΗ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ
1. Η ζωή, το έργο Γρηγορίου του Ναζιανζηνού
Η νομιμοποίηση και η εδραίωση της Χριστιανικής θρησκείας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον Δ’ αιώνα δεν είχε ως επακόλουθο και τον ακριβή προσδιορισμό των λεπτομερειών της δογματικής της υπόστασης. Δογματικές κακοδοξίες ταλάνιζαν το σώμα της Εκκλησίας και πολλές αιρέσεις, όπως ο Αρειανισμός, ο Απολλιναρισμός και οι αντιλήψεις του Ευνομίου εμφανίζονται στο προσκήνιο. Οι αιρέσεις αποτελούσαν για τους χριστιανούς σοβαρότερο κίνδυνο συγκριτικά με τους μεγάλους διωγμούς κατά του Χριστιανισμού που σημειώθηκαν τους προηγούμενους αιώνες. Η αιτία ήταν ότι νόθευαν σοβαρά το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης και διδασκαλίας. Η Εκκλησία αντιμετώπισε τις αιρέσεις με σύγκληση Συνόδων, Τοπικών και Οικουμενικών. Σκοπός των Συνόδων αυτών ήταν η επίλυση των διαφόρων θεολογικών προβλημάτων, η περιχαράκωση και διατύπωση με σαφήνεια των δογματικών αληθειών της χριστιανικής πίστης και η πνευματική θωράκιση των πιστών έναντι των αιρέσεων.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε σε μία εποχή που η Εκκλησία του Χριστού κλυδωνιζόταν από διάφορες αιρετικές ιδεολογίες όπως εκείνες του Αρείου , του Ευνομίου, του Μακεδονίου, του Απολλιναρίου καί πολλών άλλων αιρετικών, που διαδραμάτισαν μικρό ή μεγάλο ρόλο στή δημιουργία θεολογικών ερίδων κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Η Α” Οικουμενική Σύνοδος, αν και αντιμετώπισε με επιτυχία τις δογματικές πλάνες του Αρείου, όμως, δεν κατόρθωσε να κλείσει οριστικά το θέμα των αιρέσεων, οι οποίες συνέχιζαν να αποτελούν επικίνδυνο εχθρό για την ενότητα της Εκκλησίας του Χριστού. Ήδη, το 361 είχαν αναζωπυρωθεί οι διάφορες αιρετικές δοξασίες των Αρειανών, ενώ ταυτόχρονα νέες αιρετικές διδασκαλίες είχαν προστεθεί στις προϋπάρχουσες, όπως εκείνες του Ευνομίου και του Μακεδονίου.
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε γύρω στο 329/330 σε μία εύπορη οικογένεια στην Αριανζό ή Ναζιανζό της Μ. Ασίας. Πληροφορίες για το βίο του, μας δίνει ο ίδιος μέσα από τους στίχους των ποιημάτων του και μέσα από το περιεχόμενο των επιστολών και λόγων του. Οι γονείς του Γρηγόριος και Νόννα, λόγω της οικονομικής τους ευμάρειας, μπόρεσαν να παρέχουν αξιόλογη μόρφωση στο γιο τους Γρηγόριο. Έτσι ο άγιος μετά το πέρας των εγκύκλιων σπουδών του στη Ναζιανζό, φοιτά στις σημαντικότερες σχολές της εποχής του, στην Παλαιστίνη, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα. Εκεί παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και ρητορικής. Μελετάει κριτικά τη φιλοσοφία του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Στωικών, αλλά κυρίως τη διδασκαλία του νεοπλατωνισμού και κατ” εξοχήν του Πλωτίνου. Δάσκαλοί του υπήρξαν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Θεσπέσιος, ο Ιμέριος, ο Προαιρέσιος και ο Λιβάνιος.
Ο Γρηγόριος υιοθέτησε γόνιμα πολλούς όρους της ελληνικής φιλοσοφίας και τους χρησιμοποιεί να εκφράσει την ορθόδοξη θεολογία. Δεν ταυτίζεται με τις ιδέες των φιλοσόφων, τους οποίους μάλιστα κρίνει και επικρίνει αυστηρά όσον αφορά στη διδασκαλία τους «περί θεών». Χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ότι όλη η θεολογία αυτών των φιλοσόφων είναι τερατουργήματα και ληρήματα. Κατορθώνει να μην υποδουλώνει την πίστη στον ελληνικό λόγο, δηλαδή δεν εξελληνίζει το δόγμα. Αντίθετα οι αιρετικοί χρησιμοποιούσαν όχι μόνο την ορολογία των φιλοσόφων αλλά εγκλωβίζονται στο φιλοσοφικό νόημα και περιεχόμενο των λέξεων της θύραθεν παιδείας.
Ο θεολόγος Πατήρ προσπαθεί να μην αφήσει τον ορθολογισμό των Ελλήνων να παραγκωνίσουν το μυστήριο της αποκάλυψης και την πίστη που βρίσκονται στη βάση του Χριστιανισμού. Υποστηρίζει ότι η λανθασμένη χρήση της ελληνικής φιλοσοφίας από τους διάφορους αιρετικούς, υποβαθμίζει την αξία της και ταυτόχρονα τη μετατρέπει σε «καινόν ασεβείας εργαστήριον» . Η αλήθεια για το Θεό δε βρίσκεται μέσα στη φιλοσοφία των Ελλήνων σοφών, όπως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη αλλά στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, οι οποίες ερμηνεύονται από τους Πατέρες της Εκκλησίας με την έλλαμψη, δηλαδή το φωτισμό του Πνεύματος. Επιπροσθέτως τονίζει ότι μέσα από τη Βίβλο μπορεί κανείς να διαπιστώσει πόσο στενά συνδεδεμένες είναι η χριστιανική θεολογία με την ανθρωπολογία του χριστιανισμού και το γενικότερο τρόπο ζωής του εν Χριστώ πιστού: «Ἀρετὴν δὲ ἐπαινῶν, Θεὸν ἐπαινέσομαι͵ παρ΄ οὗ τοῖς ἀνθρώποις ἡ ἀρετὴ͵ καὶ τὸ πρὸς αὐτὸν ἀνάγεσθαι͵ ἢ ἐπανάγεσθαι διὰ τῆς συγγενοῦς ἐλλάμψεως».
Η ζωή του Γρηγορίου είναι γεμάτη από αντιφάσεις. Διαλέγει το μοναχικό βίο, για να μπορεί να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό, που τόσο αγαπά. Η μοναξιά παρείχε στον «αετό» της θεολογίας τη δυνατότητα για περισυλλογή και θεωρία, οι οποίες οδηγούσαν στην κάθαρση της ψυχής και στην ύψωσή της κοντά στο φιλάνθρωπο Θεό. Η μόνωση, λοιπόν, αποτελεί «ἔρως τοῦ καλοῦ τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀναχωρήσεως». Σε άλλο έργο του σημειώνει ότι ο απομόνωση από τον κόσμο είναι η συνεργός και η μητέρα της θείας και θεοποιού αναβάσεως. Μόνο έτσι η ψυχή θα μπορέσει να προσεγγίσει το Θεό. Η «απραξία», δηλαδή ο μοναχικό βίος που σκοπό έχει τη θεοπτία θεωρείται για το Γρηγόριο ως η μέγιστη πράξη της ζωής του.
Από την άλλη ενδιαφέρεται πολύ για να μορφωθεί, όσο καλύτερα γίνεται, και συγχρόνως θέλει να βοηθήσει του ανθρώπους που τον έχουν ανάγκη. Συνέπεια αυτών ήταν αρχικά να παραμείνει ως καθηγητής πια στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών, υποκύπτοντας στις παρακλήσεις των καθηγητών και των συμμαθητών του. Τη σχολή εγκαταλείπει το 356 ή το 357 και γυρίζει στη Ναζιανζό. Στη συνέχεια, πολλές φορές αφήνει την μοναξιά της εν Θεώ απομόνωσης για να βοηθήσει τους χριστιανούς είτε για να τους προσφέρει στήριξη έναντι των αρειανικών κακοδοξιών είτε για να τους βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορούσε.
Το 358/359 βαπτίζεται χριστιανός και μονάζει μαζί με το φίλο του το Μ. Βασίλειο κοντά στο ασκητήριο του τελευταίου στον Πόντο. Στο τέλος του 361 και στις αρχές του 362 χειροτονείται ιερέας και βοηθά τον υπέργηρο πατέρα του στα ιερατικά καθήκοντα του τελευταίου. Το 372 άκοντα χειροτονείται επίσκοπος Σασίμων από το Μ. Βασίλειο. Στην επισκοπή αυτή ποτέ δεν άσκησε τα καθήκοντά του ως επίσκοπος. Το 380 γίνεται αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, από όπου παραιτείται το 381 λίγο μετά την έναρξη των εργασιών της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, αφού πρώτα είχε διακηρύξει την ομοουσιότητα του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό, καθώς και την τελειότητα των δύο φύσεων του Χριστού, θείας και ανθρώπινης.
Κοιμήθηκε το 390 σε μεγάλη ηλικία, αφήνοντας πλούσιο ποιητικό και θεολογικό έργο. Ενώ η Εκκλησία τον τίμησε με το προσωνύμιο Θεολόγος.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε σε μία εποχή που η Εκκλησία του Χριστού κλυδωνιζόταν από διάφορες αιρετικές ιδεολογίες όπως εκείνες του Αρείου , του Ευνομίου, του Μακεδονίου, του Απολλιναρίου καί πολλών άλλων αιρετικών, που διαδραμάτισαν μικρό ή μεγάλο ρόλο στή δημιουργία θεολογικών ερίδων κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Η Α” Οικουμενική Σύνοδος, αν και αντιμετώπισε με επιτυχία τις δογματικές πλάνες του Αρείου, όμως, δεν κατόρθωσε να κλείσει οριστικά το θέμα των αιρέσεων, οι οποίες συνέχιζαν να αποτελούν επικίνδυνο εχθρό για την ενότητα της Εκκλησίας του Χριστού. Ήδη, το 361 είχαν αναζωπυρωθεί οι διάφορες αιρετικές δοξασίες των Αρειανών, ενώ ταυτόχρονα νέες αιρετικές διδασκαλίες είχαν προστεθεί στις προϋπάρχουσες, όπως εκείνες του Ευνομίου και του Μακεδονίου.
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε γύρω στο 329/330 σε μία εύπορη οικογένεια στην Αριανζό ή Ναζιανζό της Μ. Ασίας. Πληροφορίες για το βίο του, μας δίνει ο ίδιος μέσα από τους στίχους των ποιημάτων του και μέσα από το περιεχόμενο των επιστολών και λόγων του. Οι γονείς του Γρηγόριος και Νόννα, λόγω της οικονομικής τους ευμάρειας, μπόρεσαν να παρέχουν αξιόλογη μόρφωση στο γιο τους Γρηγόριο. Έτσι ο άγιος μετά το πέρας των εγκύκλιων σπουδών του στη Ναζιανζό, φοιτά στις σημαντικότερες σχολές της εποχής του, στην Παλαιστίνη, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα. Εκεί παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και ρητορικής. Μελετάει κριτικά τη φιλοσοφία του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Στωικών, αλλά κυρίως τη διδασκαλία του νεοπλατωνισμού και κατ” εξοχήν του Πλωτίνου. Δάσκαλοί του υπήρξαν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Θεσπέσιος, ο Ιμέριος, ο Προαιρέσιος και ο Λιβάνιος.
Ο Γρηγόριος υιοθέτησε γόνιμα πολλούς όρους της ελληνικής φιλοσοφίας και τους χρησιμοποιεί να εκφράσει την ορθόδοξη θεολογία. Δεν ταυτίζεται με τις ιδέες των φιλοσόφων, τους οποίους μάλιστα κρίνει και επικρίνει αυστηρά όσον αφορά στη διδασκαλία τους «περί θεών». Χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ότι όλη η θεολογία αυτών των φιλοσόφων είναι τερατουργήματα και ληρήματα. Κατορθώνει να μην υποδουλώνει την πίστη στον ελληνικό λόγο, δηλαδή δεν εξελληνίζει το δόγμα. Αντίθετα οι αιρετικοί χρησιμοποιούσαν όχι μόνο την ορολογία των φιλοσόφων αλλά εγκλωβίζονται στο φιλοσοφικό νόημα και περιεχόμενο των λέξεων της θύραθεν παιδείας.
Ο θεολόγος Πατήρ προσπαθεί να μην αφήσει τον ορθολογισμό των Ελλήνων να παραγκωνίσουν το μυστήριο της αποκάλυψης και την πίστη που βρίσκονται στη βάση του Χριστιανισμού. Υποστηρίζει ότι η λανθασμένη χρήση της ελληνικής φιλοσοφίας από τους διάφορους αιρετικούς, υποβαθμίζει την αξία της και ταυτόχρονα τη μετατρέπει σε «καινόν ασεβείας εργαστήριον» . Η αλήθεια για το Θεό δε βρίσκεται μέσα στη φιλοσοφία των Ελλήνων σοφών, όπως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη αλλά στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, οι οποίες ερμηνεύονται από τους Πατέρες της Εκκλησίας με την έλλαμψη, δηλαδή το φωτισμό του Πνεύματος. Επιπροσθέτως τονίζει ότι μέσα από τη Βίβλο μπορεί κανείς να διαπιστώσει πόσο στενά συνδεδεμένες είναι η χριστιανική θεολογία με την ανθρωπολογία του χριστιανισμού και το γενικότερο τρόπο ζωής του εν Χριστώ πιστού: «Ἀρετὴν δὲ ἐπαινῶν, Θεὸν ἐπαινέσομαι͵ παρ΄ οὗ τοῖς ἀνθρώποις ἡ ἀρετὴ͵ καὶ τὸ πρὸς αὐτὸν ἀνάγεσθαι͵ ἢ ἐπανάγεσθαι διὰ τῆς συγγενοῦς ἐλλάμψεως».
Η ζωή του Γρηγορίου είναι γεμάτη από αντιφάσεις. Διαλέγει το μοναχικό βίο, για να μπορεί να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό, που τόσο αγαπά. Η μοναξιά παρείχε στον «αετό» της θεολογίας τη δυνατότητα για περισυλλογή και θεωρία, οι οποίες οδηγούσαν στην κάθαρση της ψυχής και στην ύψωσή της κοντά στο φιλάνθρωπο Θεό. Η μόνωση, λοιπόν, αποτελεί «ἔρως τοῦ καλοῦ τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀναχωρήσεως». Σε άλλο έργο του σημειώνει ότι ο απομόνωση από τον κόσμο είναι η συνεργός και η μητέρα της θείας και θεοποιού αναβάσεως. Μόνο έτσι η ψυχή θα μπορέσει να προσεγγίσει το Θεό. Η «απραξία», δηλαδή ο μοναχικό βίος που σκοπό έχει τη θεοπτία θεωρείται για το Γρηγόριο ως η μέγιστη πράξη της ζωής του.
Από την άλλη ενδιαφέρεται πολύ για να μορφωθεί, όσο καλύτερα γίνεται, και συγχρόνως θέλει να βοηθήσει του ανθρώπους που τον έχουν ανάγκη. Συνέπεια αυτών ήταν αρχικά να παραμείνει ως καθηγητής πια στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών, υποκύπτοντας στις παρακλήσεις των καθηγητών και των συμμαθητών του. Τη σχολή εγκαταλείπει το 356 ή το 357 και γυρίζει στη Ναζιανζό. Στη συνέχεια, πολλές φορές αφήνει την μοναξιά της εν Θεώ απομόνωσης για να βοηθήσει τους χριστιανούς είτε για να τους προσφέρει στήριξη έναντι των αρειανικών κακοδοξιών είτε για να τους βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορούσε.
Το 358/359 βαπτίζεται χριστιανός και μονάζει μαζί με το φίλο του το Μ. Βασίλειο κοντά στο ασκητήριο του τελευταίου στον Πόντο. Στο τέλος του 361 και στις αρχές του 362 χειροτονείται ιερέας και βοηθά τον υπέργηρο πατέρα του στα ιερατικά καθήκοντα του τελευταίου. Το 372 άκοντα χειροτονείται επίσκοπος Σασίμων από το Μ. Βασίλειο. Στην επισκοπή αυτή ποτέ δεν άσκησε τα καθήκοντά του ως επίσκοπος. Το 380 γίνεται αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, από όπου παραιτείται το 381 λίγο μετά την έναρξη των εργασιών της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, αφού πρώτα είχε διακηρύξει την ομοουσιότητα του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό, καθώς και την τελειότητα των δύο φύσεων του Χριστού, θείας και ανθρώπινης.
Κοιμήθηκε το 390 σε μεγάλη ηλικία, αφήνοντας πλούσιο ποιητικό και θεολογικό έργο. Ενώ η Εκκλησία τον τίμησε με το προσωνύμιο Θεολόγος.
2. Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής του που γράφτηκε ο Κ΄ Λόγος.
Το 361 πέθανε ο Κωνστάντιος και στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης ανέβηκε ο εξάδερφός του Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363). Ο τελευταίος θιασώτης της αρχαίας ελληνικής θρησκείας συνέλαβε και υλοποίησε ένα σχέδιο με απώτερο σκοπό τη σταδιακή αποδυνάμωση του Χριστιανισμού. Ανεκάλεσε από την εξορία όλους τους εξόριστους επισκόπους ανεξάρτητα αν ήταν Ορθόδοξοι ή Ομοουσιανοί ή Όμοιοι ή Ανόμιοι, ώστε να αναθερμανθούν οι εκκλησιαστικές έριδες . Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί η επιρροή των Ομοίων και των Ανομοίων στα εκκλησιαστικά πράγματα, αλλά ταυτόχρονα να βρουν εκφραστή των αιρετικών πιστεύω τους στο πρόσωπο του Ευνομίου.
Το 364 στο θρόνο της αυτοκρατορίας ανέρχεται ο αρειανόφρονας Ουάλης (364-378), ύστερα από μία περίοδο σύντομης βασιλείας του Ιοβιανού (363-364). Ο Ουάλης ευνοούσε τη διδασκαλία του Ευνομίου. Στην προσπάθειά του ο αυτοκράτορας να υπερασπιστεί τον τελευταίο και τις δοξασίες του, κατέφυγε σε σκληρά μέτρα εναντίον των χριστιανών. Πολλοί από εκείνους που δεν ενστερνίζονταν τις αιρετικές δοξασίες του Ευνομίου, αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της εξορίας.
Το 378 πεθαίνει ο αυτοκράτορας Ουάλης και ο ανιψιός του Γρατιανός στην προσπάθειά του να διορθώσει τις ωμότητες του θείου του απέναντι στους χριστιανούς, ανακαλεί από την εξορία όλους τους εξόριστους ορθοδόξους και θεσπίζει νόμο να έχουν δικαίωμα όλοι, ανεξάρτητα από τι πιστεύουν, να συμμετέχουν σε θρησκευτικές συγκεντρώσεις. Στη συνέχεια ο Γρατιανός επιλέγει για αυτοκράτορα τον στρατηγό Θεοδόσιο, θερμό υποστηρικτή της Α” Οικουμενικής Συνόδου (325) . Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος συνεκάλεσε τη Β” Οικουμενική Σύνοδο για την τελική καταδίκη των λειψάνων του Αρειανισμού, των Πνευματομάχων και του Απολιναρισμού.
Το γενικότερο κλίμα της ταραγμένης αυτής εποχής αντικατροπίζεται μέσα στον εικοστό λόγο του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Από τις πρώτες σειρές ήδη του λόγου του, ο ιερός Πατήρ προϊδεάζει τον αναγνώστη για το περιεχόμενο του πονήματός του και ταυτόχρονα εκφράζει τήν αντίδρασή του προς όλους εκείνους που δηλώνουν ότι είναι θεολόγοι: «Ὅταν ἴδω τὴν νῦν γλωσσαλγίαν καὶ τοὺς αὐθημερινοὺς σοφοὺς͵ καὶ τοὺς χειροτονητοὺς θεολόγους οἷς ἀρκεῖ τὸ θελῆσαι μόνον πρὸς τὸ εἶναι σοφοῖς· ποθῶ τὴν ἀνωτάτω φιλοσοφίαν καὶ σταθμὸν ἔσχατον ἐπιζητῶ κατὰ τὸν Ἱερεμίαν καὶ ἐμαυτῷ μόνῳ συγγενέσθαι βούλομαι». Ενώ ο πραγματικός θεολόγος είναι εκείνος που έπειτα από αναζήτηση για το Θεό, φωτίζεται από Εκείνον και μπορεί να μιλήσει για τον άπειρο Θεό: «Οὐδὲν γάρ μοι δοκεῖ τοιοῦτον οἷον μύσαντα τὰς αἰσθήσεις ἔξω σαρκὸς καὶ κόσμου γενόμενον μηδενὸς τῶν ἀνθρωπίνων προσαπτόμενον ὅτι μὴ πᾶσα ἀνάγκη ἑαυτῷ προσλαλοῦντα καὶ τῷ Θεῷ ζῇν ὑπὲρ τὰ ορώμενα καὶ ἀεὶ τὰς θείας ἐμφάσεις καθαρὰς ἐν ἑαυτῷ φέρειν ἀμιγεῖς τῶν κάτω χαρακτήρων καὶ πλανωμένων οἷον ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον Θεοῦ καὶ τῶν θείων καὶ ὂν καὶ ἀεὶ γινόμενον φωτὶ προσλαμβάνοντα φῶς καὶ ἀμαυροτέρῳ τρανότερον, μέχρις ἂν πρὸς τὴν πηγὴν ἔλθωμεν τῶν τῇδε ἀπαυγασμάτων καὶ τύχωμεν τοῦ μακαρίου τέλους λυθέντων τῶν ἐσόπτρων τῇ ἀληθείᾳ…»
Το 364 στο θρόνο της αυτοκρατορίας ανέρχεται ο αρειανόφρονας Ουάλης (364-378), ύστερα από μία περίοδο σύντομης βασιλείας του Ιοβιανού (363-364). Ο Ουάλης ευνοούσε τη διδασκαλία του Ευνομίου. Στην προσπάθειά του ο αυτοκράτορας να υπερασπιστεί τον τελευταίο και τις δοξασίες του, κατέφυγε σε σκληρά μέτρα εναντίον των χριστιανών. Πολλοί από εκείνους που δεν ενστερνίζονταν τις αιρετικές δοξασίες του Ευνομίου, αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της εξορίας.
Το 378 πεθαίνει ο αυτοκράτορας Ουάλης και ο ανιψιός του Γρατιανός στην προσπάθειά του να διορθώσει τις ωμότητες του θείου του απέναντι στους χριστιανούς, ανακαλεί από την εξορία όλους τους εξόριστους ορθοδόξους και θεσπίζει νόμο να έχουν δικαίωμα όλοι, ανεξάρτητα από τι πιστεύουν, να συμμετέχουν σε θρησκευτικές συγκεντρώσεις. Στη συνέχεια ο Γρατιανός επιλέγει για αυτοκράτορα τον στρατηγό Θεοδόσιο, θερμό υποστηρικτή της Α” Οικουμενικής Συνόδου (325) . Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος συνεκάλεσε τη Β” Οικουμενική Σύνοδο για την τελική καταδίκη των λειψάνων του Αρειανισμού, των Πνευματομάχων και του Απολιναρισμού.
Το γενικότερο κλίμα της ταραγμένης αυτής εποχής αντικατροπίζεται μέσα στον εικοστό λόγο του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Από τις πρώτες σειρές ήδη του λόγου του, ο ιερός Πατήρ προϊδεάζει τον αναγνώστη για το περιεχόμενο του πονήματός του και ταυτόχρονα εκφράζει τήν αντίδρασή του προς όλους εκείνους που δηλώνουν ότι είναι θεολόγοι: «Ὅταν ἴδω τὴν νῦν γλωσσαλγίαν καὶ τοὺς αὐθημερινοὺς σοφοὺς͵ καὶ τοὺς χειροτονητοὺς θεολόγους οἷς ἀρκεῖ τὸ θελῆσαι μόνον πρὸς τὸ εἶναι σοφοῖς· ποθῶ τὴν ἀνωτάτω φιλοσοφίαν καὶ σταθμὸν ἔσχατον ἐπιζητῶ κατὰ τὸν Ἱερεμίαν καὶ ἐμαυτῷ μόνῳ συγγενέσθαι βούλομαι». Ενώ ο πραγματικός θεολόγος είναι εκείνος που έπειτα από αναζήτηση για το Θεό, φωτίζεται από Εκείνον και μπορεί να μιλήσει για τον άπειρο Θεό: «Οὐδὲν γάρ μοι δοκεῖ τοιοῦτον οἷον μύσαντα τὰς αἰσθήσεις ἔξω σαρκὸς καὶ κόσμου γενόμενον μηδενὸς τῶν ἀνθρωπίνων προσαπτόμενον ὅτι μὴ πᾶσα ἀνάγκη ἑαυτῷ προσλαλοῦντα καὶ τῷ Θεῷ ζῇν ὑπὲρ τὰ ορώμενα καὶ ἀεὶ τὰς θείας ἐμφάσεις καθαρὰς ἐν ἑαυτῷ φέρειν ἀμιγεῖς τῶν κάτω χαρακτήρων καὶ πλανωμένων οἷον ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον Θεοῦ καὶ τῶν θείων καὶ ὂν καὶ ἀεὶ γινόμενον φωτὶ προσλαμβάνοντα φῶς καὶ ἀμαυροτέρῳ τρανότερον, μέχρις ἂν πρὸς τὴν πηγὴν ἔλθωμεν τῶν τῇδε ἀπαυγασμάτων καὶ τύχωμεν τοῦ μακαρίου τέλους λυθέντων τῶν ἐσόπτρων τῇ ἀληθείᾳ…»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄:
Ο ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
Ο ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
1. Ο εικοστός λόγος
Ο εικοστός Λόγος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού «Περί δόγματος και Καταστάσεως των Επισκόπων», είναι ένας από τους δογματικούς του λόγους. Το έργο αυτό γράφτηκε το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του 380 μ.Χ. μετά τους πέντε Θεολογικούς Λόγους. Από πολλούς θεωρείται ότι είναι περίληψη του πρώτου θεολογικού λόγου «Περί θεολογίας». Αυτό, όμως, δε φαίνεται να ευσταθεί, αφού ο συγκεκριμένος λόγος γράφτηκε το 380 ή το 379 και οι θεολογικοί λόγοι γράφτηκαν στην αρχή του ίδιου έτους.
Η αιτία συγγραφής του ήταν το κλίμα που επικρατούσε τότε στα εκκλησιαστικά πράγματα. Σκοπός του ήταν να ψέξει τους διαφόρους ψευδοθεολόγους, εξηγώντας ποια οφείλουν να είναι τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί κάποιος θεολόγος. Ο ιερός συγγραφέας οικτίρει την ανικανότητα των υψηλά ισταμένων κληρικών, θυμώνει με την καταφανή έλλειψη των στοιχείων εκείνων που πρέπει να διέπουν τους θεολόγους. Οι περισσότεροι θεολόγοι είναι στο όνομα μόνο θεολόγοι και δεν έχουν την πραγματική σοφία, για να μπορούν να μιλούν για τα Θεία, ενώ οφείλουν να επιδιώκουν να είναι έμπλεοι αρετής και να γνωρίζουν επαρκώς τις Γραφές.
Στη συνέχεια του λόγου αναφέρονται γεγονότα με πρωταγωνιστές ασεβείς ανθρώπους της ΠΔ, οι οποίοι γίνονταν αιτία να επιτρέψει ο Θεός τιμωρηθεί ο Ισραήλ. Έτσι θέλει να τονίσει ο Ναζιανζηνός ότι όποιος είναι ασεβής ή δικαιολογεί ασεβείς ανθρώπους είναι ανάξιος να είναι λειτουργός του Θεού . Αντίθετα, όποιος είναι γνώστης της αναξιότητάς του αλλά προσπαθεί να εξαγνιστεί τότε μόνο χαριτώνεται από το Θεό για να θεολογήσει.
Ο λόγος αυτός σε σχέση με το όλο έργο του Γρηγορίου, δείχνει ότι ο Καππαδόκης Πατήρ είναι καλός γνώστης της ρητορικής τέχνης αλλά και δεξιός χειριστής της. Έτσι ο λόγος αυτός δεν είναι μόνο ένα μεστό δογματικό κείμενο αλλά ένα εξαίσιο λογοτεχνικό δημιούργημα.
Ο εικοστός Λόγος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού «Περί δόγματος και Καταστάσεως των Επισκόπων», είναι ένας από τους δογματικούς του λόγους. Το έργο αυτό γράφτηκε το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του 380 μ.Χ. μετά τους πέντε Θεολογικούς Λόγους. Από πολλούς θεωρείται ότι είναι περίληψη του πρώτου θεολογικού λόγου «Περί θεολογίας». Αυτό, όμως, δε φαίνεται να ευσταθεί, αφού ο συγκεκριμένος λόγος γράφτηκε το 380 ή το 379 και οι θεολογικοί λόγοι γράφτηκαν στην αρχή του ίδιου έτους.
Η αιτία συγγραφής του ήταν το κλίμα που επικρατούσε τότε στα εκκλησιαστικά πράγματα. Σκοπός του ήταν να ψέξει τους διαφόρους ψευδοθεολόγους, εξηγώντας ποια οφείλουν να είναι τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί κάποιος θεολόγος. Ο ιερός συγγραφέας οικτίρει την ανικανότητα των υψηλά ισταμένων κληρικών, θυμώνει με την καταφανή έλλειψη των στοιχείων εκείνων που πρέπει να διέπουν τους θεολόγους. Οι περισσότεροι θεολόγοι είναι στο όνομα μόνο θεολόγοι και δεν έχουν την πραγματική σοφία, για να μπορούν να μιλούν για τα Θεία, ενώ οφείλουν να επιδιώκουν να είναι έμπλεοι αρετής και να γνωρίζουν επαρκώς τις Γραφές.
Στη συνέχεια του λόγου αναφέρονται γεγονότα με πρωταγωνιστές ασεβείς ανθρώπους της ΠΔ, οι οποίοι γίνονταν αιτία να επιτρέψει ο Θεός τιμωρηθεί ο Ισραήλ. Έτσι θέλει να τονίσει ο Ναζιανζηνός ότι όποιος είναι ασεβής ή δικαιολογεί ασεβείς ανθρώπους είναι ανάξιος να είναι λειτουργός του Θεού . Αντίθετα, όποιος είναι γνώστης της αναξιότητάς του αλλά προσπαθεί να εξαγνιστεί τότε μόνο χαριτώνεται από το Θεό για να θεολογήσει.
Ο λόγος αυτός σε σχέση με το όλο έργο του Γρηγορίου, δείχνει ότι ο Καππαδόκης Πατήρ είναι καλός γνώστης της ρητορικής τέχνης αλλά και δεξιός χειριστής της. Έτσι ο λόγος αυτός δεν είναι μόνο ένα μεστό δογματικό κείμενο αλλά ένα εξαίσιο λογοτεχνικό δημιούργημα.
2. Οι προϋποθέσεις για να λέγεται κάποιος θεολόγος
Θεολόγος, θα μπορούσε να θεωρηθεί ο άνθρωπος που μιλάει ή γράφει δογματικές πραγματείες για το Θεό. Όσον αφορά στο Χριστιανισμό, ο θεολόγος είναι εκείνος που θα πετύχει τό «πλεῖον» και «πλέον» της θείας αλήθειας σε σχέση με την αλήθεια του Θεού, η οποία ούτε μειώνεται ούτε αυξάνεται. Αυτό το πετυχαίνει, ύστερα από το φωτισμό του από το Άγιο Πνεύμα . Ο θεολόγος «διασκέπτεται» με το ίδιο το Άγιο Πνεύμα και του αποκαλύπτει ένα ακόμη μέρος της, χάρη στο φωτισμό του από το Τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος .
Η επιδαψίλευση της χάρης του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος πετυχαίνεται, όταν κάποιος αγωνίζεται συνεχώς να απαλλαγεί από τα πάθη του, να πετύχει την εσωτερική του αγνότητα και την κάθαρση της ψυχής του με την προσευχή, τη νηστεία και τη συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας . Σημαντικό ρόλο στην προσπάθειά του αυτή έχει η μελέτη των ιερών κείμενων της Βίβλου και των έργων προγενέστερων εκκλησιαστικών πατέρων. Κυρίως αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η ορθή πίστη στο Θεό, η προσπάθεια να εναρμονίζεται η ζωή μας σύμφωνα με το θέλημα και τις εντολές του Τριαδικού Θεού.
Αν και πολλοί Πατέρες τηρούσαν τους συγκεκριμένους όρους, η Εκκλησία μας υπήρξε φειδωλή στο να απονείμει το χαρακτηρισμό αυτό στους Πατέρες, αγίους και διδασκάλους της. Έτσι μέσα στα δύο χιλιάδες χρόνια της επίγειας ύπαρξης της Εκκλησίας μόνο τρεις άγιοι αξιώθηκαν να ονομαστούν θεολόγοι˙ ο ένας ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού, ο υιός της βροντής, ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Ο άλλος ήταν ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο τρίτος ήταν ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Αυτοί μόνο κατάφεραν «ν' αποκτήσουν εμπειρία τη αλήθειας βαθύτερη και ευρύτερη από εκείνη που είχαν σχηματίσει οι άλλοι θεολόγοι μέχρι την εποχή τους».
Στο συγκεκριμένο λόγο ο Γρηγόριος τονίζει ότι θεολόγος δεν εκείνος που χειροτονήθηκε ιερέας και είναι σοφός σύμφωνα με τα ανθρώπινα κριτήρια, αλλά εκείνος που έχει καταληφθεί από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος . Αυτό τον κάνει να επιθυμεί διακαώς την ένωσή του με το Θείο. Ο πραγματικός θεολόγος βρίσκεται σε εσώτατη γαλήνη και ψυχική ησυχία. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση, για να πετύχει την αδιάπαυστη ανανέωση του εσωτερικού του κόσμου, έχοντας πάντα ως κρηπίδα την ορθή εν Χριστώ Ιησού πίστη του. Τότε μόνο ο άνθρωπος λειτουργεί ως «ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον τοῦ Θεοῦ» και μπορεί να θεολογεί ορθά.
Σε άλλο σημείο του λόγου ο Ναζιανζηνός σημειώνει ότι εκείνος που μιλάει για το Θεό πρέπει να είναι άξιος, αφού ο Θεός, το απόλυτον καθαρό, δεν μπορεί να προσεγγιστεί παρά μόνο από κάποιο μη κεκαθαρμένο. Δηλαδή, μπορούμε να θεολογούμε μόνο αν «ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις», ειδάλλως θα είναι σαν να αναμειγνύονται τα καλλιγραφημένα γράμματα με τα άσχημα ή η ευωδία των μύρων με την ακαθαρσία . Μόνο μέσω της καθάρσεως εν Χριστώ πετυχαίνει ο εν δυνάμει θεολόγος να απαλλαγεί από τα πάθη του αλλά αποδέχεται με όλο του το είναι το γεγονός της σωτηρίας. Επίρρωση στην άποψη αυτή θα αποτελέσει αργότερα ένα χωρίο από έργο ενός άλλου καππαδόκη Πατέρα, του Γρηγορίου Νύσσης: «Ὁ γὰρ πρὸς τὴν θεολογίαν ἀληθῶς καὶ καθ΄ ὃν δεῖ τρόπον βλέπων σύμφωνον ἀποδείξει πάντως τὸν βίον τῇ πίστει. τοῦτο δὲ οὐκ ἄλλως εἰ μὴ τῆς σαρκικῆς ἐπαναστάσεως διὰ τῶν τῆς ἀρετῆς ἐπιτηδευμάτων καταπεσούσης. ἀρετῆς δὲ κεφάλαιον ἡ τοῦ θεοῦ συμμαχία͵ ἧς ἀξιοῦται ο τὸν θεῖον ἔλεον ἑαυτῷ διὰ τῆς ζωῆς οἰκειούμενος».
Η θεολογία είναι ένα φοβερό εγχείρημα, υπογραμμίζει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ο άνθρωπος αδυνατεί να συλλάβει την προαιώνια, άναρχο αρχή, δηλαδή τον αΐδιο Θεό και να μιλήσει για Εκείνον ή καλύτερα περί Αυτού. Αυτό γίνεται δυσκολότερο, όταν ο άνθρωπος νους ευρίσκεται σε διάχυση. Οφείλει, λοιπόν, να απομακρυνθεί από οτιδήποτε έχει σχέση με τον αισθητό κόσμο και να αποκτήσει την απαιτούμενη εσωτερική γαλήνη. Το τελευταίο επιδίωκε σε όλη του τη ζωή ο ιερός Πατήρ. Ήταν εκείνο που τον έκανε να βρίσκεται σε συνεχή πάλη μεταξύ μοναστικής ζωής και κοινωνικής προσφοράς. Ο ίδιος ακολούθησε ένα μέσο δρόμο, αφού θεωρούσε ότι όποιος ζει μέσα στον κόσμο είναι χρήσιμος για τους άλλους, άχρηστος, όμως, για τον εαυτό του, αφού βρίσκεται τριγυρισμένος από τα πάθη που τον ταράζουν. Αντίθετα, όποιος ζει έξω από τον κόσμο, είναι βέβαια σταθερός και κοιτάζει το θεό και άρα χρήσιμος στον εαυτό του, αλλά έχει στενή και περιορισμένη αγάπη για το συνάνθρωπό του. Ο καλύτερος τρόπος θεολογίας για το Γρηγόριο είναι η θεοπτία. Μόνο έτσι πετυχαίνεται μεγαλύτερος βαθμός εμπειρίας της θείας αλήθειας που βρίσκεται σε πλήρη συνάφεια με τη θεολογική διδασκαλία της Ιεράς Παραδόσεως και της Εκκλησίας.
Το θεολογείν είναι αδύνατο και αδιανόητο χωρίς τη θεοπτία. Όπως αναφέρθηκε, η θεοπτία, η προσωπική εμπειρία της αλήθειας αποτελεί συνάρτηση της καθάρσεως: «Διὰ πολιτείας͵ ἄνελθε· διὰ καθάρσεως͵ κτῆσαι τὸ καθαρόν. Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτὲ͵ καὶ τῆς θεότητος ἄξιος; τὰς ἐντολὰς φύλασσε· διὰ τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· πρᾶξις γὰρ ἐπίβασις θεωρίας· ἐκ τοῦ σώματος τῇ ψυχῇ φιλοπόνησον». Μόνο, έτσι ο θεολόγος θα γνωρίσει και θα αποκτήσει γνώση του Θεού, δηλαδή των άκτιστων ενεργειών της Αγίας Τριάδος, όχι, όμως και της ουσίας Του που είναι ακατάληπτη σε όλους εκτός των Υποστάσεών του Τριαδικού Θεού.
Ο λόγος περί του Θεού είναι ανώτερος από κάθε φιλοσοφία, που ασχολείται με τα εγκόσμια πράγματα και με έννοιες που μεταλλάσσεται το νόημά τους ή καταρρίπτεται τελείως το φιλοσοφικό τους περιεχόμενο. Η άνοδος στο ύψος της Θεολογίας, μοιάζει με ανάβαση σε «δυσπρόσιτον όρος» και δεν επιτυγχάνεται μόνο με τη δύναμη και την άσκηση του έλλογου όντος, αλλά είναι καρπός της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος αλλά και ολόκληρης της Αγίας Τριάδος, αφού όλες οι θείες ενέργειες εκτός τα υποστατικά ιδιώματα, είναι κοινές σε όλα τα Πρόσωπα του Τριαδικού Θεού.
Η επιδαψίλευση της χάρης του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος πετυχαίνεται, όταν κάποιος αγωνίζεται συνεχώς να απαλλαγεί από τα πάθη του, να πετύχει την εσωτερική του αγνότητα και την κάθαρση της ψυχής του με την προσευχή, τη νηστεία και τη συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας . Σημαντικό ρόλο στην προσπάθειά του αυτή έχει η μελέτη των ιερών κείμενων της Βίβλου και των έργων προγενέστερων εκκλησιαστικών πατέρων. Κυρίως αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η ορθή πίστη στο Θεό, η προσπάθεια να εναρμονίζεται η ζωή μας σύμφωνα με το θέλημα και τις εντολές του Τριαδικού Θεού.
Αν και πολλοί Πατέρες τηρούσαν τους συγκεκριμένους όρους, η Εκκλησία μας υπήρξε φειδωλή στο να απονείμει το χαρακτηρισμό αυτό στους Πατέρες, αγίους και διδασκάλους της. Έτσι μέσα στα δύο χιλιάδες χρόνια της επίγειας ύπαρξης της Εκκλησίας μόνο τρεις άγιοι αξιώθηκαν να ονομαστούν θεολόγοι˙ ο ένας ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού, ο υιός της βροντής, ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Ο άλλος ήταν ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο τρίτος ήταν ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Αυτοί μόνο κατάφεραν «ν' αποκτήσουν εμπειρία τη αλήθειας βαθύτερη και ευρύτερη από εκείνη που είχαν σχηματίσει οι άλλοι θεολόγοι μέχρι την εποχή τους».
Στο συγκεκριμένο λόγο ο Γρηγόριος τονίζει ότι θεολόγος δεν εκείνος που χειροτονήθηκε ιερέας και είναι σοφός σύμφωνα με τα ανθρώπινα κριτήρια, αλλά εκείνος που έχει καταληφθεί από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος . Αυτό τον κάνει να επιθυμεί διακαώς την ένωσή του με το Θείο. Ο πραγματικός θεολόγος βρίσκεται σε εσώτατη γαλήνη και ψυχική ησυχία. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση, για να πετύχει την αδιάπαυστη ανανέωση του εσωτερικού του κόσμου, έχοντας πάντα ως κρηπίδα την ορθή εν Χριστώ Ιησού πίστη του. Τότε μόνο ο άνθρωπος λειτουργεί ως «ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον τοῦ Θεοῦ» και μπορεί να θεολογεί ορθά.
Σε άλλο σημείο του λόγου ο Ναζιανζηνός σημειώνει ότι εκείνος που μιλάει για το Θεό πρέπει να είναι άξιος, αφού ο Θεός, το απόλυτον καθαρό, δεν μπορεί να προσεγγιστεί παρά μόνο από κάποιο μη κεκαθαρμένο. Δηλαδή, μπορούμε να θεολογούμε μόνο αν «ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις», ειδάλλως θα είναι σαν να αναμειγνύονται τα καλλιγραφημένα γράμματα με τα άσχημα ή η ευωδία των μύρων με την ακαθαρσία . Μόνο μέσω της καθάρσεως εν Χριστώ πετυχαίνει ο εν δυνάμει θεολόγος να απαλλαγεί από τα πάθη του αλλά αποδέχεται με όλο του το είναι το γεγονός της σωτηρίας. Επίρρωση στην άποψη αυτή θα αποτελέσει αργότερα ένα χωρίο από έργο ενός άλλου καππαδόκη Πατέρα, του Γρηγορίου Νύσσης: «Ὁ γὰρ πρὸς τὴν θεολογίαν ἀληθῶς καὶ καθ΄ ὃν δεῖ τρόπον βλέπων σύμφωνον ἀποδείξει πάντως τὸν βίον τῇ πίστει. τοῦτο δὲ οὐκ ἄλλως εἰ μὴ τῆς σαρκικῆς ἐπαναστάσεως διὰ τῶν τῆς ἀρετῆς ἐπιτηδευμάτων καταπεσούσης. ἀρετῆς δὲ κεφάλαιον ἡ τοῦ θεοῦ συμμαχία͵ ἧς ἀξιοῦται ο τὸν θεῖον ἔλεον ἑαυτῷ διὰ τῆς ζωῆς οἰκειούμενος».
Η θεολογία είναι ένα φοβερό εγχείρημα, υπογραμμίζει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ο άνθρωπος αδυνατεί να συλλάβει την προαιώνια, άναρχο αρχή, δηλαδή τον αΐδιο Θεό και να μιλήσει για Εκείνον ή καλύτερα περί Αυτού. Αυτό γίνεται δυσκολότερο, όταν ο άνθρωπος νους ευρίσκεται σε διάχυση. Οφείλει, λοιπόν, να απομακρυνθεί από οτιδήποτε έχει σχέση με τον αισθητό κόσμο και να αποκτήσει την απαιτούμενη εσωτερική γαλήνη. Το τελευταίο επιδίωκε σε όλη του τη ζωή ο ιερός Πατήρ. Ήταν εκείνο που τον έκανε να βρίσκεται σε συνεχή πάλη μεταξύ μοναστικής ζωής και κοινωνικής προσφοράς. Ο ίδιος ακολούθησε ένα μέσο δρόμο, αφού θεωρούσε ότι όποιος ζει μέσα στον κόσμο είναι χρήσιμος για τους άλλους, άχρηστος, όμως, για τον εαυτό του, αφού βρίσκεται τριγυρισμένος από τα πάθη που τον ταράζουν. Αντίθετα, όποιος ζει έξω από τον κόσμο, είναι βέβαια σταθερός και κοιτάζει το θεό και άρα χρήσιμος στον εαυτό του, αλλά έχει στενή και περιορισμένη αγάπη για το συνάνθρωπό του. Ο καλύτερος τρόπος θεολογίας για το Γρηγόριο είναι η θεοπτία. Μόνο έτσι πετυχαίνεται μεγαλύτερος βαθμός εμπειρίας της θείας αλήθειας που βρίσκεται σε πλήρη συνάφεια με τη θεολογική διδασκαλία της Ιεράς Παραδόσεως και της Εκκλησίας.
Το θεολογείν είναι αδύνατο και αδιανόητο χωρίς τη θεοπτία. Όπως αναφέρθηκε, η θεοπτία, η προσωπική εμπειρία της αλήθειας αποτελεί συνάρτηση της καθάρσεως: «Διὰ πολιτείας͵ ἄνελθε· διὰ καθάρσεως͵ κτῆσαι τὸ καθαρόν. Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτὲ͵ καὶ τῆς θεότητος ἄξιος; τὰς ἐντολὰς φύλασσε· διὰ τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· πρᾶξις γὰρ ἐπίβασις θεωρίας· ἐκ τοῦ σώματος τῇ ψυχῇ φιλοπόνησον». Μόνο, έτσι ο θεολόγος θα γνωρίσει και θα αποκτήσει γνώση του Θεού, δηλαδή των άκτιστων ενεργειών της Αγίας Τριάδος, όχι, όμως και της ουσίας Του που είναι ακατάληπτη σε όλους εκτός των Υποστάσεών του Τριαδικού Θεού.
Ο λόγος περί του Θεού είναι ανώτερος από κάθε φιλοσοφία, που ασχολείται με τα εγκόσμια πράγματα και με έννοιες που μεταλλάσσεται το νόημά τους ή καταρρίπτεται τελείως το φιλοσοφικό τους περιεχόμενο. Η άνοδος στο ύψος της Θεολογίας, μοιάζει με ανάβαση σε «δυσπρόσιτον όρος» και δεν επιτυγχάνεται μόνο με τη δύναμη και την άσκηση του έλλογου όντος, αλλά είναι καρπός της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος αλλά και ολόκληρης της Αγίας Τριάδος, αφού όλες οι θείες ενέργειες εκτός τα υποστατικά ιδιώματα, είναι κοινές σε όλα τα Πρόσωπα του Τριαδικού Θεού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β:
Ο Τριαδικός Θεός
1. Αγία Τριάδα: Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι
Ο Τριαδικός Θεός
1. Αγία Τριάδα: Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι
Ενώ ο ιερός Γρηγόριος αρχίζει τον εικοστό λόγο του, δίνοντας τον ορισμό του θεολόγου και του τρόπου που οφείλει κάποιος να θεολογεί, στη συνέχεια δίνει τον ορισμό για το τι είναι θεολογία και ποιο το περιεχόμενό της . Θεολογία, λοιπόν, είναι ο λόγος περί Θεού λόγον, την ενασχόληση με τις ενδοτριαδιακές σχέσεις των Προσώπων των Θεού, τις ενέργειες και τα πρόσωπα. Θεολογία, λοιπόν, είναι ο λόγος, η ορθή διδασκαλία για την Αγία Τριάδα. Η διδασκαλία αυτή αποκαλύφθηκε στον κόσμο από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και κηρύχθηκε από τους Αποστόλους Του. Η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση αποτελούν τη βάση της θεολογίας για τον Τριαδικό Θεό.
Ο λόγος για το Θεό πρέπει να έχει αφετηρία την πίστη και όχι τη λογική . Το λογικό όν με τον πεπερασμένο νου του δεν μπορεί να συλλάβει την έννοια του άπειρου Θεού. Μόνο εάν κάποιος γίνει δοχείο της θείας και τελειοτάτης φρονήσεως, όπως ο Σολομών και μέτοχος των άκτιστων ενεργειών του Θεού, όπως ο θεόληπτος Παύλος, μπορεί να μιλήσει για τα περί Θεού .
Η αναφορά στην ύπαρξη των τριών θείων Προσώπων του Τριαδικού Θεού, έκαστο Πρόσωπο του Οποίου είναι τέλειος Θεός, καταρρίπτει τις αιρετικές δοξασίες του Σαβελλίου. Ο τελευταίος δίδασκε ότι δεν υπάρχει ένας Θεός με τρεις υποστάσεις αλλά μία «τριπρόσωπος υπόστασις», δηλαδή αναιρούσε την ύπαρξη και των τριών θείων προσώπων . Παράλληλα έκανε αναφορά για την ομοουσιότητα των Θείων Υποστάσεων, στρέφοντας τα θεολογικά βέλη του εναντίον της κακοδοξίας του Αρείου : «Αἱ δὲ τρεῖς ὑποστάσεις͵ μηδεμιᾶς ἐπινοουμένης συναλοιφῆς͵ ἢ ἀναλύσεως͵ ἢ συγχύσεως͵ ἵνα μὴ τὸ πᾶν καταλυθῇ͵ δι΄ ὧν τὸ ἓν σε μνύνεται πλέον ἢ καλῶς ἔχει».
Τα Πρόσωπα του Θεού έχουν κοινή ουσία, έχουν όμως διαφορετικά υποστατικά ιδιώματα –ιδιότητες, ίδιον. Υπογραμμίζει ότι είναι λάθος να θεωρούμε ότι υπάρχει ένας Θεός, χωρίς να δεχόμαστε σε Αυτόν τις προσωπικές διακρίσεις, δηλαδή τις Υποστάσεις. «… καὶ τὴν φαύλην συναίρεσιν παραιτούμενοι͵ καὶ τὴν ἀτοπωτέραν διαίρεσιν· ὡς μήτε εἰς μίαν ὑπόστασιν συναιρεθέντα τὸν λόγον͵ δέει πολυθεΐας͵ ψιλὰ ἡμῖν καταλιπεῖν τὰ ὀνόματα͵ τὸν αὐτὸν Πατέρα͵ καὶ Υἱὸν͵ καὶ Πνεῦμα ἅγιον ὑπολαμβάνουσι͵ καὶ μὴ μᾶλλον ἓν τὰ πάντα͵ ἢ μηδὲν ἕκαστον εἶναι οριζομένοις (φεύγοι γὰρ ἂν εἶναι ἅπερ ἐστὶν͵ εἰς ἄλληλα μεταχωροῦντα καὶ μεταβαίνοντα)· μήτε εἰς τρεῖς ἢ ξένας καὶ ἀνομοίους» . Έτσι για άλλη μία φορά στρέφεται εναντίον των κακοδοξιών του Σαβελλίου και γενικότερα του τροπικού μοναρχιανισμού, χωρίς, όμως, να εξαιρεί και τις κακοδοξίες το δυναμικού μοναρχιανισμού αλλά και του Αρείου. Μπορεί οι κακοδοξίες τους να καταδικάστηκαν από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325, αλλά τα απομεινάρια των διδασκαλιών τους παρέμεναν ακόμη ζωντανά. Άλλωστε οι κακοδοξίες αυτές επρόκειτο να ταλανίσουν για αρκετούς αιώνες την Εκκλησία.
Η χριστιανική διδασκαλία για το Θεό της Χριστιανικής Αποκαλύψεως – Θρησκείας διαφέρει ακόμα και από την ιουδαϊκή διδασκαλία περί θεού. Το μόνο κοινό των δύο διδασκαλιών είναι ότι κάνουν λόγο για τον ένα αληθινό και προαιώνιο Θεό, χωρίς οι Ιουδαίοι να δέχονται την ύπαρξη τριών Υποστάσεων στον ένα Θεό . Κάθε υπόνοια για την ύπαρξη πολυθεΐας ή για την ύπαρξη ενός προσώπου στον Θεό, κατά την ιουδαϊκή αντίληψη καταρρίπτεται.
Μέσα από το συγκεκριμένο έργο, ο άγιος Γρηγόριος επιδιώκει να κάνει σαφές ότι ο Θεός των Χριστιανών είναι Ένας αλλά με τρία ομοούσια και συναΐδια Πρόσωπα. Κάθε Πρόσωπο – Υπόσταση έχει κοινές ενέργειες με τα άλλα Πρόσωπα αλλά έχει διαφορετικά υποστατικά ιδιώματα: «Ἐπειδὴ χρὴ καὶ τὸν ἕνα Θεὸν τηρεῖν͵ καὶ τὰς τρεῖς ὑποστάσεις ὁμολογεῖν͵ εἴτ΄ οὖν τρία πρόσωπα͵ καὶ ἑκάστην μετὰ τῆς ἰδιότητος» . Παράλληλα ο Γρηγόριος αναφέρεται ξεχωριστά στις τρεις υποστάσεις, αν και πολύ συνοπτικά.
Ο λόγος για το Θεό πρέπει να έχει αφετηρία την πίστη και όχι τη λογική . Το λογικό όν με τον πεπερασμένο νου του δεν μπορεί να συλλάβει την έννοια του άπειρου Θεού. Μόνο εάν κάποιος γίνει δοχείο της θείας και τελειοτάτης φρονήσεως, όπως ο Σολομών και μέτοχος των άκτιστων ενεργειών του Θεού, όπως ο θεόληπτος Παύλος, μπορεί να μιλήσει για τα περί Θεού .
Η αναφορά στην ύπαρξη των τριών θείων Προσώπων του Τριαδικού Θεού, έκαστο Πρόσωπο του Οποίου είναι τέλειος Θεός, καταρρίπτει τις αιρετικές δοξασίες του Σαβελλίου. Ο τελευταίος δίδασκε ότι δεν υπάρχει ένας Θεός με τρεις υποστάσεις αλλά μία «τριπρόσωπος υπόστασις», δηλαδή αναιρούσε την ύπαρξη και των τριών θείων προσώπων . Παράλληλα έκανε αναφορά για την ομοουσιότητα των Θείων Υποστάσεων, στρέφοντας τα θεολογικά βέλη του εναντίον της κακοδοξίας του Αρείου : «Αἱ δὲ τρεῖς ὑποστάσεις͵ μηδεμιᾶς ἐπινοουμένης συναλοιφῆς͵ ἢ ἀναλύσεως͵ ἢ συγχύσεως͵ ἵνα μὴ τὸ πᾶν καταλυθῇ͵ δι΄ ὧν τὸ ἓν σε μνύνεται πλέον ἢ καλῶς ἔχει».
Τα Πρόσωπα του Θεού έχουν κοινή ουσία, έχουν όμως διαφορετικά υποστατικά ιδιώματα –ιδιότητες, ίδιον. Υπογραμμίζει ότι είναι λάθος να θεωρούμε ότι υπάρχει ένας Θεός, χωρίς να δεχόμαστε σε Αυτόν τις προσωπικές διακρίσεις, δηλαδή τις Υποστάσεις. «… καὶ τὴν φαύλην συναίρεσιν παραιτούμενοι͵ καὶ τὴν ἀτοπωτέραν διαίρεσιν· ὡς μήτε εἰς μίαν ὑπόστασιν συναιρεθέντα τὸν λόγον͵ δέει πολυθεΐας͵ ψιλὰ ἡμῖν καταλιπεῖν τὰ ὀνόματα͵ τὸν αὐτὸν Πατέρα͵ καὶ Υἱὸν͵ καὶ Πνεῦμα ἅγιον ὑπολαμβάνουσι͵ καὶ μὴ μᾶλλον ἓν τὰ πάντα͵ ἢ μηδὲν ἕκαστον εἶναι οριζομένοις (φεύγοι γὰρ ἂν εἶναι ἅπερ ἐστὶν͵ εἰς ἄλληλα μεταχωροῦντα καὶ μεταβαίνοντα)· μήτε εἰς τρεῖς ἢ ξένας καὶ ἀνομοίους» . Έτσι για άλλη μία φορά στρέφεται εναντίον των κακοδοξιών του Σαβελλίου και γενικότερα του τροπικού μοναρχιανισμού, χωρίς, όμως, να εξαιρεί και τις κακοδοξίες το δυναμικού μοναρχιανισμού αλλά και του Αρείου. Μπορεί οι κακοδοξίες τους να καταδικάστηκαν από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325, αλλά τα απομεινάρια των διδασκαλιών τους παρέμεναν ακόμη ζωντανά. Άλλωστε οι κακοδοξίες αυτές επρόκειτο να ταλανίσουν για αρκετούς αιώνες την Εκκλησία.
Η χριστιανική διδασκαλία για το Θεό της Χριστιανικής Αποκαλύψεως – Θρησκείας διαφέρει ακόμα και από την ιουδαϊκή διδασκαλία περί θεού. Το μόνο κοινό των δύο διδασκαλιών είναι ότι κάνουν λόγο για τον ένα αληθινό και προαιώνιο Θεό, χωρίς οι Ιουδαίοι να δέχονται την ύπαρξη τριών Υποστάσεων στον ένα Θεό . Κάθε υπόνοια για την ύπαρξη πολυθεΐας ή για την ύπαρξη ενός προσώπου στον Θεό, κατά την ιουδαϊκή αντίληψη καταρρίπτεται.
Μέσα από το συγκεκριμένο έργο, ο άγιος Γρηγόριος επιδιώκει να κάνει σαφές ότι ο Θεός των Χριστιανών είναι Ένας αλλά με τρία ομοούσια και συναΐδια Πρόσωπα. Κάθε Πρόσωπο – Υπόσταση έχει κοινές ενέργειες με τα άλλα Πρόσωπα αλλά έχει διαφορετικά υποστατικά ιδιώματα: «Ἐπειδὴ χρὴ καὶ τὸν ἕνα Θεὸν τηρεῖν͵ καὶ τὰς τρεῖς ὑποστάσεις ὁμολογεῖν͵ εἴτ΄ οὖν τρία πρόσωπα͵ καὶ ἑκάστην μετὰ τῆς ἰδιότητος» . Παράλληλα ο Γρηγόριος αναφέρεται ξεχωριστά στις τρεις υποστάσεις, αν και πολύ συνοπτικά.
2. Η Υπόσταση του Πατρός. Θεός Πατήρ
Η υπόσταση του Πατρός αποτελεί την αρχή της υπάρξεως του Υιού και του Πνεύματος, δηλώνει απερίφραστα ο Γρηγόριος ο Θεολόγος . Εκείνος είναι που αϊδίως γεννά τον Υιό και εκπορεύει αϊδίως το Άγιο Πνεύμα. Με τη φράση αυτή «εἷς μὲν Θεὸς͵ εἰς ἓν αἴτιον», τονίζεται η μοναρχία στην Αγία Τριάδα, για να διασαφηνιστεί στη συνέχεια ότι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα προέρχονται φυσικώς και κατ᾽ ουσίαν εκ του Πατρός, ως της μόνου «ἀνάρχου ἀρχῆς» ˙ «Πατρὸς μὲν͵ καὶ ἀνάρχου͵ καὶ ἀρχῆς ἐπινοουμένου καὶ λεγομένου (ἀρχῆς δὲ͵ ὡς αἰτίου͵ καὶ ὡς πηγῆς͵ καὶ ὡς ἀϊδίου φωτός)» . Αν κάποιος προσπαθήσει να μειώσει την αρχή του Πατρός, ταυτόχρονα μειώνει και την αξία των δύο άλλων Προσώπων, τα οποία προέρχονται από τον Πατέρα, «μήτε τῷ Πατρὶ τὸ τῆς ἀρχῆς κατασμικρύνειν ἀξίωμα͵ τῆς ὡς Πατρὶ καὶ γεννήτορι· μικρῶν γὰρ ἂν εἴη καὶ ἀναξίων ἀρχὴ͵ μὴ θεότητος ὢν αἴτιος τῆς ἐν Υἱῷ καὶ Πνεύματι θεωρουμένης».
Πατήρ ονομάζεται ὁ Θεός, όχι γιά κανένα άλλο λόγο, διότι γέννησε τον Υιό. Αυτό, όμως δεν τον κάνει πρεσβύτερο από τον Υιό Του, γιατί μεταξύ των Προσώπων του Τριαδικού Θεού, δεν υφίσταται ο χρόνος και η τάξη. Άλλωστε Εκείνος είναι ο δημιουργός του χρόνου.
Ο Πατήρ, όμως, προαναφέρθηκε ότι είναι αρχή και του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι η αιτία της προόδου του Πνεύματος, χωρίς και πάλι να υπάρχει η έννοια του χρόνου και της τάξης στις σχέσεις και αυτών των δύο Προσώπων. Ο Θεός, άλλωστε, είναι πάνω και πέρα από χρόνο, τόπο, ποσότητα και καθετί το υλικό και σωματικό. Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι ο Πατήρ «ως πηγή». Ο όρος «πηγή» δίνεται συχνά στον Θεό–Πατέρα από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, γιατί ο Ίδιος αποτελεί την πηγή της αίδιας ύπαρξης των δύο άλλων Προσώπων. Εξάλλου πολλοί προγενέστεροι Πατέρες, όπως ο Μ. Αθανάσιος, παρομοιάζουν τον Υιό με ποταμό, για να δείξουν την ομοουσιότητα των δύο Προσώπων αλλά και το συναΐδιο Αυτών ή χαρακτηρίζουν τον Πατέρα Φως και τον Υιό ως απαύγασμα Αυτού.
Το πρώτο Πρόσωπο του Τριαδικού Θεού γεννά τον Υιό απαθώς. Το πάθος υπάρχει μόνο στη γέννηση του ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτό, όμως, δεν έχει σχέση με το Θεό. Απλώς χρησιμοποιούνται λέξεις και εικόνες από τον ανθρώπινο βίο καταχρηστικά, για να αναφερθούμε στο Θεό. Πάντα, όμως, πρέπει να έχουμε υπ” όψιν μας ότι οι σχέσεις που περιγράφουμε αναφέρονται σε διαφορετικά Όντα. Ο Θεός είναι ασώματος και άκτιστος, ενώ ο άνθρωπος είναι σωματικός και κτιστός: «Εἰ δὲ͵ ὅτι τὰ σώματα ὑπὸ χρόνον͵ διὰ τοῦτο ἀξιώσεις κεῖσθαι καὶ τὸν Υἱὸν ὑπὸ χρόνον͵ περιθήσεις καὶ σῶμα τῷ ἀσωμάτῳ· καὶ εἰ ὅτι τὰ παρ΄ ἡμῖν γεννώμενα͵ οὐκ ὄντα ποτὲ͵ εἶτα γινόμενα͵ διὰ τοῦτο καὶ τὸν Υἱὸν ἀναγκάσεις ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παρεληλυθέναι͵ συγκρίνεις τὰ ἀσύγκριτα͵ Θεὸν καὶ ἄνθρωπον͵ σῶμα καὶ τὸ ἀσώματον».
Η διαφορά που υπάρχει στη φύση του Πατρός και κατά συνέπεια και των άλλων Προσώπων του Τριαδικού Θεού με εκείνη των ανθρώπων τονίζεται συνέχεια από το άγιο ιεράρχη. Έτσι εξηγεί ότι όπως ο όρος γέννησις για το Θεό –Υιό από τον Πατέρα δεν πρέπει να κατανοείται αναλογικά προς τον άνθρωπο. Έτσι και ο όρος «κτίζει» αλλιώς ερμηνεύεται σε ότι αφορά στη δημιουργία από το Θεό και διαφορετικά μέσα στο πλαίσιο της ανθρώπινης βιωτής. Ο πιστός εν Χριστώ, λοιπόν, οφείλει, να αρκείται στο ότι ο Πατήρ υπάρχει αγεννήτως, Υιός γεννάται από τον Πατέρα και το Πνεύμα εκπορεύεται από Αυτόν, χωρίς να θέλει να διεισδύσει με βάση τη λογική του στην απειρία Του Θεού. Άλλωστε οι ενδοτριαδικές σχέσεις, όπως και η ουσία του Θεού είναι ακατάληπτα για τον άνθρωπο και την παχυλή, υλόφρονα διάνοιά του. Και συμπληρώνει ο ιερός Θεολόγος ότι ο Θεός επιτρέπει στον άνθρωπο να γνωρίζει όσα πρέπει να γνωρίζει για την ωφέλειά του. Εάν ο άνθρωπος αναζητά το πλείον αυτών τότε κινδυνεύει να πάθει ό,τι παθαίνουν οι φωνές, οι οποίες από την πολλή ένταση, βραχνάζουν και σιγούν εντελώς, ή ό,τι παθαίνει ο οφθαλμός που ατενίζει την λάμψη του ηλίου. Όσο περισσότερο και ακριβέστερο θέλει κανείς να δει τον ήλιο, τόσο περισσότερο βλάπτει την όρασή του. Έτσι σταδιακά χάνει εντελώς το φως του, αφού με την υπερβολή το ατενιζόμενο νικά τον οφθαλμό. Η αιτία είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να βλέπει συνεχώς τον ήλιο όσο πιο βαθιά γίνεται, και να τον κοιτάζει τόσο όσο είναι ασφαλές για τα μάτια του.
Εν κατακλείδι, ο Καππαδόκης Πατήρ αναφέρεται στην υπόσταση του Θεού Πατρός, βασιζόμενος στην Αγία Γραφή και όχι στη θύραθεν σοφία. Έτσι αποφεύγεται η οποιαδήποτε δημιουργία αιρετικής σκέψης. Ο Πατήρ Θεός είναι η μόνη αιτία της αΐδιας ύπαρξης του Υιού και της αΐδιας εκπόρευσης του Πνεύματος στους κόλπους της Αγίας Τριάδος. Στη συνέχεια, υπογραμμίστηκε ότι ο χρόνος δεν εισέρχεται στις σχέσεις μεταξύ των θείων Προσώπων, αφού Εκείνα επέκεινται του χρόνου. Άλλωστε η έννοια του χρόνου είναι δημιούργημα του Τριαδικού Θεού. Τέλος, δηλώνεται η ομοουσιότητα του Πατρός προς τον Υιό και το Πνεύμα, η οποία αποτελεί βασικό παράγοντα για την ερμηνεία της μοναρχίας στον Τριαδικό Θεό.
Πατήρ ονομάζεται ὁ Θεός, όχι γιά κανένα άλλο λόγο, διότι γέννησε τον Υιό. Αυτό, όμως δεν τον κάνει πρεσβύτερο από τον Υιό Του, γιατί μεταξύ των Προσώπων του Τριαδικού Θεού, δεν υφίσταται ο χρόνος και η τάξη. Άλλωστε Εκείνος είναι ο δημιουργός του χρόνου.
Ο Πατήρ, όμως, προαναφέρθηκε ότι είναι αρχή και του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι η αιτία της προόδου του Πνεύματος, χωρίς και πάλι να υπάρχει η έννοια του χρόνου και της τάξης στις σχέσεις και αυτών των δύο Προσώπων. Ο Θεός, άλλωστε, είναι πάνω και πέρα από χρόνο, τόπο, ποσότητα και καθετί το υλικό και σωματικό. Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι ο Πατήρ «ως πηγή». Ο όρος «πηγή» δίνεται συχνά στον Θεό–Πατέρα από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, γιατί ο Ίδιος αποτελεί την πηγή της αίδιας ύπαρξης των δύο άλλων Προσώπων. Εξάλλου πολλοί προγενέστεροι Πατέρες, όπως ο Μ. Αθανάσιος, παρομοιάζουν τον Υιό με ποταμό, για να δείξουν την ομοουσιότητα των δύο Προσώπων αλλά και το συναΐδιο Αυτών ή χαρακτηρίζουν τον Πατέρα Φως και τον Υιό ως απαύγασμα Αυτού.
Το πρώτο Πρόσωπο του Τριαδικού Θεού γεννά τον Υιό απαθώς. Το πάθος υπάρχει μόνο στη γέννηση του ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτό, όμως, δεν έχει σχέση με το Θεό. Απλώς χρησιμοποιούνται λέξεις και εικόνες από τον ανθρώπινο βίο καταχρηστικά, για να αναφερθούμε στο Θεό. Πάντα, όμως, πρέπει να έχουμε υπ” όψιν μας ότι οι σχέσεις που περιγράφουμε αναφέρονται σε διαφορετικά Όντα. Ο Θεός είναι ασώματος και άκτιστος, ενώ ο άνθρωπος είναι σωματικός και κτιστός: «Εἰ δὲ͵ ὅτι τὰ σώματα ὑπὸ χρόνον͵ διὰ τοῦτο ἀξιώσεις κεῖσθαι καὶ τὸν Υἱὸν ὑπὸ χρόνον͵ περιθήσεις καὶ σῶμα τῷ ἀσωμάτῳ· καὶ εἰ ὅτι τὰ παρ΄ ἡμῖν γεννώμενα͵ οὐκ ὄντα ποτὲ͵ εἶτα γινόμενα͵ διὰ τοῦτο καὶ τὸν Υἱὸν ἀναγκάσεις ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παρεληλυθέναι͵ συγκρίνεις τὰ ἀσύγκριτα͵ Θεὸν καὶ ἄνθρωπον͵ σῶμα καὶ τὸ ἀσώματον».
Η διαφορά που υπάρχει στη φύση του Πατρός και κατά συνέπεια και των άλλων Προσώπων του Τριαδικού Θεού με εκείνη των ανθρώπων τονίζεται συνέχεια από το άγιο ιεράρχη. Έτσι εξηγεί ότι όπως ο όρος γέννησις για το Θεό –Υιό από τον Πατέρα δεν πρέπει να κατανοείται αναλογικά προς τον άνθρωπο. Έτσι και ο όρος «κτίζει» αλλιώς ερμηνεύεται σε ότι αφορά στη δημιουργία από το Θεό και διαφορετικά μέσα στο πλαίσιο της ανθρώπινης βιωτής. Ο πιστός εν Χριστώ, λοιπόν, οφείλει, να αρκείται στο ότι ο Πατήρ υπάρχει αγεννήτως, Υιός γεννάται από τον Πατέρα και το Πνεύμα εκπορεύεται από Αυτόν, χωρίς να θέλει να διεισδύσει με βάση τη λογική του στην απειρία Του Θεού. Άλλωστε οι ενδοτριαδικές σχέσεις, όπως και η ουσία του Θεού είναι ακατάληπτα για τον άνθρωπο και την παχυλή, υλόφρονα διάνοιά του. Και συμπληρώνει ο ιερός Θεολόγος ότι ο Θεός επιτρέπει στον άνθρωπο να γνωρίζει όσα πρέπει να γνωρίζει για την ωφέλειά του. Εάν ο άνθρωπος αναζητά το πλείον αυτών τότε κινδυνεύει να πάθει ό,τι παθαίνουν οι φωνές, οι οποίες από την πολλή ένταση, βραχνάζουν και σιγούν εντελώς, ή ό,τι παθαίνει ο οφθαλμός που ατενίζει την λάμψη του ηλίου. Όσο περισσότερο και ακριβέστερο θέλει κανείς να δει τον ήλιο, τόσο περισσότερο βλάπτει την όρασή του. Έτσι σταδιακά χάνει εντελώς το φως του, αφού με την υπερβολή το ατενιζόμενο νικά τον οφθαλμό. Η αιτία είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να βλέπει συνεχώς τον ήλιο όσο πιο βαθιά γίνεται, και να τον κοιτάζει τόσο όσο είναι ασφαλές για τα μάτια του.
Εν κατακλείδι, ο Καππαδόκης Πατήρ αναφέρεται στην υπόσταση του Θεού Πατρός, βασιζόμενος στην Αγία Γραφή και όχι στη θύραθεν σοφία. Έτσι αποφεύγεται η οποιαδήποτε δημιουργία αιρετικής σκέψης. Ο Πατήρ Θεός είναι η μόνη αιτία της αΐδιας ύπαρξης του Υιού και της αΐδιας εκπόρευσης του Πνεύματος στους κόλπους της Αγίας Τριάδος. Στη συνέχεια, υπογραμμίστηκε ότι ο χρόνος δεν εισέρχεται στις σχέσεις μεταξύ των θείων Προσώπων, αφού Εκείνα επέκεινται του χρόνου. Άλλωστε η έννοια του χρόνου είναι δημιούργημα του Τριαδικού Θεού. Τέλος, δηλώνεται η ομοουσιότητα του Πατρός προς τον Υιό και το Πνεύμα, η οποία αποτελεί βασικό παράγοντα για την ερμηνεία της μοναρχίας στον Τριαδικό Θεό.
3. Η Υπόσταση του Υιού. Θεός Υιός
Ο Υιός προέρχεται από την ουσία του Πατρός. Ως ομοούσιος με τον Πατέρα είναι άναρχος και αΐδιος. Άναρχος θεωρείται σε σχέση με το χρόνο και όχι με τη σημασία που έχει το επίθετο αυτό ως προσωνύμιο του Πατρός. Άλλωστε, Εκείνος προέρχεται από τον Πατέρα, αφού γεννάται απαθώς και αϊδίως από Εκείνον, κατά συνέπεια ο Υιός έχει αρχή, ή αιτία τον Πατέρα: «Ὁ δὲ Υἱὸς͵ ἐὰν μὲν ὡς αἴτιον τὸν Πατέρα λαμβάνῃς͵ οὐκ ἄναρχος· ἀρχὴ γὰρ Υἱοῦ Πατὴρ ὡς αἴτιος· ἐὰν δὲ τὴν ἀπὸ χρόνου νοῇς ἀρχὴν͵ καὶ ἄναρχος· οὐκ ἄρχεται γὰρ ὑπὸ χρόνου ὁ χρόνων Δεσπότης» .
Το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι Εκείνος διά του Οποίου ο Πατήρ δημιούργησε τον κόσμο, ορατό και αόρατο. Ο Υιός δεν είναι μεταγενέστερος του Πατρός αλλά είναι συναΐδιος με Εκείνον, αφού ο χρόνος δεν έχει καμμία σχέση με τη φύση της Θεότητας. Δημιουργήθηκαν οι αιώνες από τον προαιώνιο Θεό. Ούτε υπήρχε κάποια στιγμή που δεν υπήρχε ο Υιός. Έτσι είναι ανόητο να υποστηρίζεται ότι ο Υιός προήλθε «ἐξ οὐκ ὄντων» , όπως συμβαίνει mutatis mutandis με τους ανθρώπους και κάθε κτιστό δημιούργημα, έμψυχο ή άψυχο, υλικό ή πνευματικό . Με τη φράση αυτή «ἐξ οὐκ ὄντων», ο Γρηγόριος στρέφεται εναντίον της κακοδοξίας του Αρείου, ο οποίος χαρακτηριστικά χρησιμοποιούσε τη συγκεκριμένη έκφραση. Μέσω αυτής ο αιρεσιεράρχης προσπαθούσε να εξηγήσει ότι ο Υιός δεν ήταν προαιώνιος Θεός αλλά κτίσμα, που δημιουργήθηκε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ενώ πριν βρισκόταν στην ανυπαρξία: «Πάντων γάρ γενομένων ἐξ οὐκ ὄντων… καί αὐτός ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐξ οὐκ ὄντων γέγονε» . «῏Ην ποτε, ὅτε οὐκ ἦν· καί οὐκ ἦν πρίν γένηται, ἀλλ’ ἀρχήν τοῦ κτίζεσθαι ἔσχε καί αὐτός».
Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει τα περί του Θεού, όπως την γέννηση του Υιού, ούτε ότι ο Υιός δεν έχει κανένα από τα αδιάβλητα πάθη της ανθρώπινης φύσης Άλλωστε ο Θεός –Πατήρ μόνο Θεό θα μπορούσε να γεννήσει από την ουσία Του, αφού ο γεννήτωρ είναι όμοιος με το γέννημά του: «Ὧν γὰρ τὸ εἶναι οὐχ ὅμοιον, τούτων οὐδὲ τὸ γεννᾷν ὅμοιον· εἰ μὴ καὶ τἄλλα δουλεύσῃ ταῖς ὕλαις, οἷον πάσχων, καὶ λυπούμενος, καὶ πεινῶν, καὶ διψῶν, καὶ ὅσα ἢ σώματος, ἢ τοῦ συναμφοτέρου πάθη. Ἀλλὰ ταῦτα οὐ παραδέχεταί σου ὁ νοῦς· περὶ Θεοῦ γὰρ ὁ λόγος. Μὴ τοίνυν μηδὲ τὴν γέννησιν ἄλλως, ἢ ὡς θεϊκὴν παραδέχου».
Η γέννηση της δεύτερης Υπόστασης της Τριάδος επισημαίνεται ότι δεν υπάγεται στους νόμους της γέννησης που διέπουν το ανθρώπινο φύραμα. Ποτέ δεν υπήρξε ο Υιός και Λόγος του Θεού στην οσφύν του Πατρός και μετά γεννήθηκε, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά για τον Λευΐ. Ούτε υπήρξε ατελής κατά τη σύλληψή Του και έγινε τέλειος κατά τη γέννησή Του, όπως συμβαίνει σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα.
Εν κατακλείδι, ο Γρηγόριος μιλάει για τη θεότητα του Υιού με αρκετά έντονο ύφος σε αυτό το λόγο του, προφανώς γιατί η κακοδοξία του Αρείου παραμένει πληγή για την Εκκλησία. Έτσι θέλει με κάθε τρόπο να ανασκευάσει τις κακοδοξίες των αρειανοφρόνων για τον Υιό. Τονίζει ότι ο Λόγος γεννάται αϊδίως και αχρόνως από τον Πατέρα. Είναι ομοούσιος με Εκείνον. Αυτό οφείλουμε να δεχόμαστε και να μην προσπαθούμε να προσεγγίζουμε το μυστήριο των σχέσεων των Υποστάσεων της Αγίας Τριάδος με βάση την πεπερασμένη ανθρώπινη λογική. Άλλωστε εδώ δεν μπορεί το έλλογο ον να κατανοήσει τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, πώς είναι δυνατόν να μπορέσει να κατανοήσει τον απερινόητο και αχώρητο Θεό;
Το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι Εκείνος διά του Οποίου ο Πατήρ δημιούργησε τον κόσμο, ορατό και αόρατο. Ο Υιός δεν είναι μεταγενέστερος του Πατρός αλλά είναι συναΐδιος με Εκείνον, αφού ο χρόνος δεν έχει καμμία σχέση με τη φύση της Θεότητας. Δημιουργήθηκαν οι αιώνες από τον προαιώνιο Θεό. Ούτε υπήρχε κάποια στιγμή που δεν υπήρχε ο Υιός. Έτσι είναι ανόητο να υποστηρίζεται ότι ο Υιός προήλθε «ἐξ οὐκ ὄντων» , όπως συμβαίνει mutatis mutandis με τους ανθρώπους και κάθε κτιστό δημιούργημα, έμψυχο ή άψυχο, υλικό ή πνευματικό . Με τη φράση αυτή «ἐξ οὐκ ὄντων», ο Γρηγόριος στρέφεται εναντίον της κακοδοξίας του Αρείου, ο οποίος χαρακτηριστικά χρησιμοποιούσε τη συγκεκριμένη έκφραση. Μέσω αυτής ο αιρεσιεράρχης προσπαθούσε να εξηγήσει ότι ο Υιός δεν ήταν προαιώνιος Θεός αλλά κτίσμα, που δημιουργήθηκε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ενώ πριν βρισκόταν στην ανυπαρξία: «Πάντων γάρ γενομένων ἐξ οὐκ ὄντων… καί αὐτός ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐξ οὐκ ὄντων γέγονε» . «῏Ην ποτε, ὅτε οὐκ ἦν· καί οὐκ ἦν πρίν γένηται, ἀλλ’ ἀρχήν τοῦ κτίζεσθαι ἔσχε καί αὐτός».
Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει τα περί του Θεού, όπως την γέννηση του Υιού, ούτε ότι ο Υιός δεν έχει κανένα από τα αδιάβλητα πάθη της ανθρώπινης φύσης Άλλωστε ο Θεός –Πατήρ μόνο Θεό θα μπορούσε να γεννήσει από την ουσία Του, αφού ο γεννήτωρ είναι όμοιος με το γέννημά του: «Ὧν γὰρ τὸ εἶναι οὐχ ὅμοιον, τούτων οὐδὲ τὸ γεννᾷν ὅμοιον· εἰ μὴ καὶ τἄλλα δουλεύσῃ ταῖς ὕλαις, οἷον πάσχων, καὶ λυπούμενος, καὶ πεινῶν, καὶ διψῶν, καὶ ὅσα ἢ σώματος, ἢ τοῦ συναμφοτέρου πάθη. Ἀλλὰ ταῦτα οὐ παραδέχεταί σου ὁ νοῦς· περὶ Θεοῦ γὰρ ὁ λόγος. Μὴ τοίνυν μηδὲ τὴν γέννησιν ἄλλως, ἢ ὡς θεϊκὴν παραδέχου».
Η γέννηση της δεύτερης Υπόστασης της Τριάδος επισημαίνεται ότι δεν υπάγεται στους νόμους της γέννησης που διέπουν το ανθρώπινο φύραμα. Ποτέ δεν υπήρξε ο Υιός και Λόγος του Θεού στην οσφύν του Πατρός και μετά γεννήθηκε, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά για τον Λευΐ. Ούτε υπήρξε ατελής κατά τη σύλληψή Του και έγινε τέλειος κατά τη γέννησή Του, όπως συμβαίνει σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα.
Εν κατακλείδι, ο Γρηγόριος μιλάει για τη θεότητα του Υιού με αρκετά έντονο ύφος σε αυτό το λόγο του, προφανώς γιατί η κακοδοξία του Αρείου παραμένει πληγή για την Εκκλησία. Έτσι θέλει με κάθε τρόπο να ανασκευάσει τις κακοδοξίες των αρειανοφρόνων για τον Υιό. Τονίζει ότι ο Λόγος γεννάται αϊδίως και αχρόνως από τον Πατέρα. Είναι ομοούσιος με Εκείνον. Αυτό οφείλουμε να δεχόμαστε και να μην προσπαθούμε να προσεγγίζουμε το μυστήριο των σχέσεων των Υποστάσεων της Αγίας Τριάδος με βάση την πεπερασμένη ανθρώπινη λογική. Άλλωστε εδώ δεν μπορεί το έλλογο ον να κατανοήσει τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, πώς είναι δυνατόν να μπορέσει να κατανοήσει τον απερινόητο και αχώρητο Θεό;
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μέσα από το συγκεκριμένο έργο του Γρηγορίου του Θεολόγου τονίστηκε αρχικά οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να είναι κάποιος πραγματικά θεολόγος. Η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου δείχνει καθαρά ότι δίνεται μεγάλη σημασία στις προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας, γιατί όταν αυτές οι προϋποθέσεις αλλοιώνονται, τότε αναποδράστως ο άνθρωπος οδηγείται σε απόκλιση από την αλήθεια και, επομένως, στην κακοδοξία και την αίρεση. Ορίζει, λοιπόν, τη σημασία της θεολογίας συνδέοντάς την στενά με τη Θεοπτία και την επιδαψίλευση της χάρης του Θεού σε όποιον επιχειρεί να μιλήσει για το Θεό. Επομένως, οι απαραίτητες προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας είναι η ιερά ησυχία, η σχόλη κατά Θεόν, η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, ο φωτισμός του νου.
Στη συνέχεια γίνεται λόγος για το Θεό που είναι Ένας και συγχρόνως Τριαδικός. Δηλώνεται έμμεσα ότι έκαστο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι φορέας της απόλυτης πληρότητας του θείου Είναι και δίνεται η ερμηνεία της αίδιας αιτιώδους υπαρκτικής σχέσης του Πατρός με τον Υιό και το Πνεύμα το Άγιο. Μάλιστα η αναφορά στον τρόπο ύπαρξης του Υιού είναι εκτενής, ενώ για το Άγιο Πνεύμα είναι πολύ περιορισμένη. Αυτό, φυσικά, προκαλεί, μεγάλη εντύπωση σε μία εποχή που η συζήτηση για τη θεότητα του Πνεύματος κυριαρχεί. Έπειτα ο ιερός Γρηγόριος είναι από τους βασικότερους υπερασπιστές της θεότητας του Πνεύματος κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Ο Γρηγόριος τονίζει ότι δεν πρέπει να προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις σχέσεις των Προσώπων του Τριαδικού Θεού με βάση τις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτό δεν μπορεί να ισχύσει, γιατί το ανθρώπινο λεξιλόγιο χρησιμοποιείται καταχρηστικά για να μιλήσει ο άνθρωπος για το Θεό και για να μπορέσει ο Θεός να του αποκαλύψει το μέρος της αλήθειας που μπορεί να καταλάβει. Απλώς πρέπει να μας ενδιαφέρει ότι ο Θεός υπάρχει και να ζητάμε το φωτισμό Του για να εντρυφήσουμε στα περί του Θεού και όχι στο τι είναι Θεό.
Μέσα από το συγκεκριμένο έργο του Γρηγορίου του Θεολόγου τονίστηκε αρχικά οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να είναι κάποιος πραγματικά θεολόγος. Η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου δείχνει καθαρά ότι δίνεται μεγάλη σημασία στις προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας, γιατί όταν αυτές οι προϋποθέσεις αλλοιώνονται, τότε αναποδράστως ο άνθρωπος οδηγείται σε απόκλιση από την αλήθεια και, επομένως, στην κακοδοξία και την αίρεση. Ορίζει, λοιπόν, τη σημασία της θεολογίας συνδέοντάς την στενά με τη Θεοπτία και την επιδαψίλευση της χάρης του Θεού σε όποιον επιχειρεί να μιλήσει για το Θεό. Επομένως, οι απαραίτητες προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας είναι η ιερά ησυχία, η σχόλη κατά Θεόν, η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, ο φωτισμός του νου.
Στη συνέχεια γίνεται λόγος για το Θεό που είναι Ένας και συγχρόνως Τριαδικός. Δηλώνεται έμμεσα ότι έκαστο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι φορέας της απόλυτης πληρότητας του θείου Είναι και δίνεται η ερμηνεία της αίδιας αιτιώδους υπαρκτικής σχέσης του Πατρός με τον Υιό και το Πνεύμα το Άγιο. Μάλιστα η αναφορά στον τρόπο ύπαρξης του Υιού είναι εκτενής, ενώ για το Άγιο Πνεύμα είναι πολύ περιορισμένη. Αυτό, φυσικά, προκαλεί, μεγάλη εντύπωση σε μία εποχή που η συζήτηση για τη θεότητα του Πνεύματος κυριαρχεί. Έπειτα ο ιερός Γρηγόριος είναι από τους βασικότερους υπερασπιστές της θεότητας του Πνεύματος κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Ο Γρηγόριος τονίζει ότι δεν πρέπει να προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις σχέσεις των Προσώπων του Τριαδικού Θεού με βάση τις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτό δεν μπορεί να ισχύσει, γιατί το ανθρώπινο λεξιλόγιο χρησιμοποιείται καταχρηστικά για να μιλήσει ο άνθρωπος για το Θεό και για να μπορέσει ο Θεός να του αποκαλύψει το μέρος της αλήθειας που μπορεί να καταλάβει. Απλώς πρέπει να μας ενδιαφέρει ότι ο Θεός υπάρχει και να ζητάμε το φωτισμό Του για να εντρυφήσουμε στα περί του Θεού και όχι στο τι είναι Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου