Συνέχεια από Σάββατο 13 Ιουνίου 2020
3. Και τούτο δε λάβε κατά νουν, ότι στο σύμβολο της πίστεως ακούοντες τον Υιό εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων και με το εκ του Πατρός έχοντες συννοούμενο και συνυπακουόμενο το «μόνου», ακριβώς όπως και σύ ομολογείς μαζί μας, όμως κανείς ποτέ δεν προσέθεσε εκεί το «μόνου», ώστε και η δική σου δοξασία ότι το Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, ακόμη και αν ήταν ομολογημένο και παραδεκτό τόσο από εμάς όσον και από όλη γενικώς την Εκκλησία του Χριστού, ούτε τότε δεν έπρεπε να προστεθεί από εσάς στο σύμβολο της πίστεως.
4. Άρα λοιπόν δικαιότατο βεβαίως θα ήταν να μην σας αξιώσουμε ούτε συζητήσεως (μηδέ λόγου), αν δεν παύσετε την προσθήκη στο ιερό σύμβολο· όταν δε η προσθήκη σας αφαιρεθεί πρώτα από εσάς, έπειτα να συζητήσουμε, εάν το Πνεύμα το άγιον προέρχεται και εκ του Υιού ή όχι και εκ του Υιού, και να επικυρώσουμε ό,τι φανεί ότι συμφωνεί με την γνώμη των θεοφόρων. Αλλά και πάλι δεν πρέπει να προσθέσουμε στο σύμβολο της πίστεως, όπως ακριβώς έπραξαν οι προηγούμενοι από εμάς επί των δύο φύσεων και θελημάτων και ενεργειών του ενός Χριστού, επίσης δε και της καθ’ υπόστασιν ενώσεως και του επωνύμου της παρθενομήτορος (Θεοτόκος), καλώς και φιλευσεβώς, διότι μαζί με την ευσέβεια εφρόντιζαν και για την κοινή ειρήνη, μολονότι πολλές φορές έπειτα συνήλθαν σε κοινή συνέλευσιν, όπου συνήρχοντο (συνεκκλησιάζονταν) και συμφωνούσαν (συνευδοκούσαν) μαζί τους και οι κατά καιρούς αρχιερατικώς προϊστάμενοι της παλαιάς Ρώμης. Δεν πρέπει λοιπόν να υπολογίζει κανείς την περιωπή του σημερινού πάπα· διότι δεν πρέπει, χάριν τούτου ή τούτων οι οποίοι ήλθαν έπειτα από εκείνους, να απορρίψουμε εκείνους τους πολυαρίθμους και τόσο μεγάλους σε αξία, τους κατακλείσαντες με μακάριο τέλος την αγιασμένη και πολυειδώς υπό του Θεού μαρτυρημένη ζωή.
5. Αλλά όχι μόνον το σύμβολο της ορθοδόξου πίστεως (διότι πρέπει να μιλούμε χάριν εκείνων οι οποίοι θα ακούσουν καλόγνωμα), αλλά επίσης και κάθε σχεδόν θεολογική γλώσσα κηρύττουσα ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός και ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται παρά του αυτού Πατρός, δεν προσθέτει το «μόνου». Έτσι, αν και δεν παρατίθεται η λέξις αυτή, κατ’ ανάγκη συνυπακούεται, και θα γνωρίσεις τούτο ανοίγοντας και διεξερχόμενος τα ίδια τα θεολογικά βιβλία. Προς χάριν σου όμως, θα προβάλουμε και εμείς ολίγα και σύντομα. Ο μέγας λοιπόν Αθανάσιος λέγει, «Τί είναι Θεός; Η πάντων αρχή κατά τον Απόστολον, λέγοντα, “είς Θεός o Πατήρ, από τον oποίον προέρχονται (εξ ου) τα πάντα”, και διότι από αυτόν προέρχεται (εξ αυτού) ο Λόγος γεννητώς και από αυτόν (εξ αυτού) το Πνεύμα εκπορευτώς». Βλέπεις να χρησιμοποιείται ομοίως και για τα δύο πρόσωπα το εξ αυτού και πουθενά να μην παρατίθεται αυτολεξεί το «μόνου»; Και σύ λοιπόν ομοίως ή την προσθήκη σου θα χρησιμοποιήσεις και στα δύο ή θα εννοήσεις εξ ανάγκης συνυπακουόμενο το «μόνου» και στα δύο.
Και μήπως δεν συμφωνεί και συμφρονεί με αυτόν ο ευθύς έπειτα από αυτόν κατά τον χρόνον (μέγας Βασίλειος), αλλά όχι μετ’ αυτόν κατά την μεγαλειότητα πλησίον του Θεού, το φερωνύμως βασίλειον ιεράτευμα; Άκουε λοιπόν και μάνθανε· «κυρίως ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ καὶ ὁ Υἱὸς παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐξῆλθε, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται. Ἀλλ' ὁ μὲν Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννητῶς, τὸ δὲ Πνεῦμα ἀρρήτως ἐκ τοῦ Θεοῦ». Ιδού ότι κατά πολλαπλό τρόπο ομοίως και για τα δύο έχει τεθεί το εκ του Πατρός. Μπορείς λοιπόν να συνεχίσεις να λέγεις οτι το άγιον Πνεύμα δέν εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, για τον λόγο ότι δεν παρατίθεται το «μόνου»;
Θέλεις δε να ακούσεις και τον μέγα θεολόγο Γρηγόριο, ο οποίος συνοψίζει συντόμως όλη τη διδασκαλία και αποκόπτει την προσθήκη σου ωσάν με σμίλη και εφαρμόζει σε αμφότερα το εκ μόνου; Το δε θαυμασιώτερο είναι όχι ότι το προσθέτει, αλλ’ ότι δεν το προσθέτει. «Δι’ ημάς», λέγει, «εις Θεός, διότι μία είναι η θεότης, και τα εξ αυτού έχουν την αναφοράν προς έν, αν και πιστεύονται ως τρία». Άκουσες; Εξ αυτού, είπε, και τα δύο. Άρα λοιπόν δεν θα εννοήσουμε το «μόνου» αλλά θα εννοήσουμε το «όχι εκ μόνου», και θα νομίσουμε δε και θα προσθέσουμε ότι αμφότερα προέρχονται από τον Πατέρα και από κάποιον άλλον, επειδή δεν παρατίθεται το «μόνου», ώστε διά τούτο να εκπέσουμε του μόνου Θεού, της ανωτάτης Τριάδος; Μην πάθεις το πράγμα τούτο εσύ, μάλλον δε μην διαμείνεις ανίατος, αφού το έπαθες· διότι ήδη σου έγινε γνωστόν το ορθόν.
6. Και όμως λέγουμε ότι ο Υιός είναι εκ του Πατρός, ως γεννηθείς εκ της θείας ουσίας, σαφώς κατά την πατρικήν υπόστασιν· διότι η ουσία είναι μία των τριών· ώστε το γεννάν είναι ίδιον της πατρικής υποστάσεως και δεν είναι δυνατό να είναι εκ του Πνεύματος ο Υιός. Επειδή λοιπόν και το άγιον Πνεύμα είναι εκ του Πατρός, εκπορεύεται και αυτό εκ της θείας ουσίας κατά την πατρικήν υπόστασιν· διότι η ουσία και των τριών είναι καθ’ όλα και οπωσδήποτε μία. Επομένως το εκπορεύειν ανήκει (εφαρμόζεται) στην πατρικήν υπόστασιν, και δεν είναι δυνατόν το Πνεύμα να προέρχεται και εκ του Υιού, διότι δεν είναι δυνατόν να έχει ο Υιός τις ιδιότητες της πατρικής υποστάσεως.
Κατά τον ιερόν Δαμασκηνόν, «την διαφοράν των θείων υποστάσεων αναγνωρίζουμε σε τρεις μόνες ιδιότητες, την άνευ αιτίας και πατρική, την αιτιατή και υιική, και την αιτιατή και εκπορευτή». Βλέπεις ότι η υπόστασις του Υιού δεν είναι και αίτια, αλλά μόνον αιτιατή; Διότι, λέγει, μόνον αυτήν την ιδιότητα έχει, όπως και η του Πνεύματος. Παρατηρείς δε και τούτο, ότι η πατρική ιδιότης, ως πατρική, συμπεριλαμβάνει αμφότερα, και το γεννάν και το εκπορεύειν; Διά τούτο λοιπόν, εάν το άγιον Πνεύμα προήρχετο και εκ του Υιού, θα ήταν και ο Υιός αίτιος συγχρόνως δε και Πατήρ ως αίτιος.
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
3. Καί τοῦτο δέ μοι λάβε κατά νοῦν, ὡς ἐπί τοῦ τῆς πίστεως συμβόλου τόν Υἱόν ἐκ τοῦ Πατρός ἀκούοντες γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων καί τῷ ἐκ τοῦ Πατρός συννοούμενόν τε καί συνυπακουόμενον ἔχοντες τό «μόνου», καθάπερ ἄν καί αὐτός ἡμῖν συμφήσαις, ὅμως οὐδείς οὐδέποτε τό «μόνου» προσέθηκεν ἐκεῖ, ὥστε καί τήν σήν δόξαν ὅτι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ἐκπορεύεται, εἰ καί ἀνωμολογημένον ἦν, καί ἡμῖν καί ἁπλῶς πάσῃ τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ συνδοκοῦν, οὐδ᾿ οὕτως ἐχρῆν ἐν τῷ τῆς πίστεως συμβόλῳ προστεθῆναι παρ᾿ ὑμῶν.
4. Ἦν οὖν ἄρα τῶν δικαιοτάτων μηδέ λόγου ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μή τοῦ προστιθέναι τῷ ἱερῷ συμβόλῳ παύσησθε˙ τῆς δέ παρ᾿ ἡμῶν προσθήκης παρ᾿ ὑμῶν ἐκβεβλημένης πρότερον, ἔπειτα ζητεῖν, εἰ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἤ οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί τό ἀναφανέν τοῖς θεοφόροις συνδοκοῦν κυροῦν˙ ἀλλ᾿ οὐδ᾿ οὕτω προστιθέναι τῷ συμβόλῳ τῆς πίστεως, καθάπερ ἐπί τῶν δύο τοῦ ἑνός Χριστοῦ φύσεων καί θελημάτων καί ἐνεργειῶν, τῆς τε καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνώσεως καί τοῦ ἐπωνύμου τῆς παρθενομήτορος, οἱ πρό ἡμῶν πεπράχασι καλῶς τε καί φιλευσεβῶς, ὡς μετά τῆς εὐσεβείας καί τῆς κοινῆς εἰρήνης ἀντιποιούμενοι, καίτοι πολλάκις ἔπειτα κοινῇ συνειλεγμένοι, συνεκκλησιαζόντων ἤ συνευδοκούντων καί τῶν κατά καιρούς τῆς παλαιᾶς Ρώμης ἀρχιερατικῶς προϊσταμένων. Οὔκουν ἔχει τις ὑπολογίζεσθαι τήν τοῦ περιόντος πάπα περιωπήν˙ οὐ γάρ διά τοῦτον ἤ τούτους τούς μετ᾿ ἐκείνους ἀποστερκτέον τούς τοσούτους καί τηλικούτους καί μακαρίῳ τέλει τήν ἡγιασμένην καί πολυειδῶς παρά Θεοῦ μεμαρτυρημένην κατακλείσαντας ζωήν.
5. Ἀλλά γάρ οὐ μόνον τό τῆς ὀρθοδόξου πίστεως σύμβολον, - δεῖ γάρ τῶν εὐγνωμόνως ἀκουσομένων ἕνεκα λέγειν˙- μή μόνον οὖν τό τῆς πίστεως σύμβολον, ἀλλά καί πᾶσα σχεδόν γλῶσσα θεολόγος ἐκ Πατρός γεννηθέντα τόν Υἱόν κηρύττουσα καί παρά τοῦ αὐτοῦ Πατρός τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορευόμενον, οὐ προστίθησι τό «μόνου»˙ ὡς κἄν μή προσκέηται, ἐξ ἀνάγκης συνυπακουόμενον, καί τοῦτ᾿ εἴσῃ ἀνελίττων καί διεξιών αὐτάς τάς θεολόγους βίβλους. Σήν δ᾿ ὅμως χάριν, καί ἡμεῖς ὀλίγ᾿ ἄττα προενέγκωμεν καί διά βραχέων γεγραμμένα. Ὁ γοῦν μέγας Ἀθανάσιος, «τί ἐστι», φησί, «Θεός; Ἡ πάντων ἀρχή κατά τόν Ἀπόστολον, λέγοντα, "εἷς Θεός ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ τά πάντα", καί γάρ ὁ λόγος ἐξ αὐτοῦ γεννητῶς καί τό Πνεῦμα ἐξ αὐτοῦ ἐκπορευτῶς». Ὁρᾷς ὁμοίως ἐπ᾿ ἀμφοῖν τό ἐξ αὐτοῦ καί οὐδαμοῦ ρήματι προσκείμενον τό «μόνου»; Καί σύ τοίνυν ὁμοίως ἐπ᾿ ἀμφοῖν ἤ τήν σήν προσθήκην λήψῃ ἤ τό μόνου ἐξ ἀνάγκης συνυπακουόμενον νοήσεις.
Τί δέ ὁ μετ᾿ αὐτόν εὐθύς τῷ χρόνῳ καί οὐ μετ᾿ αὐτόν τῇ μεγαλειότητι παρά Θεῷ, τό φερωνύμως βασίλειον ἱεράτευμα, ἆρ᾿ οὐ συμφωνήσει τε καί συμφρονήσει; Ἀλλ᾿ ἄκουε καί μάνθανε˙ «κυρίως ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ καὶ ὁ Υἱὸς παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐξῆλθε, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται. Ἀλλ' ὁ μὲν Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννητῶς, τὸ δὲ Πνεῦμα ἀρρήτως ἐκ τοῦ Θεοῦ». Ἰδού πολυπλασίως ὁμοίως ἐπ᾿ ἀμφοῖν τέθεικε τό ἐκ τοῦ Πατρός˙ ἔχεις οὖν ὅλως λέγειν ἔτι, ὡς οὐκ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅτι μή πρόσκειται τό «μόνου»;
Βούλει δή καί τοῦ μεγάλου θεολόγου ἀκοῦσαι Γρηγορίου, ἐν βραχεῖ τό πᾶν συνάγοντος καί τήν σήν ὥσπερ τινί σμιλίῳ ἀποσμιλεύοντος προσθήκην καί ἀμφοτέροις τό ἐκ μόνου ἐφαρμόζοντος; καί τό θαυμασιώτερον, οὐχ ὅτι προστίθησιν, ἀλλ᾿ ὅτι μή προστήθησιν. «Ἡμῖν εἷς Θεός», φησίν, «ὅτι μία θεότης, καί πρός ἕν τά ἐξ αὐτοῦ τήν ἀναφοράν ἔχει, κἄν τρία πιστεύηται». Ἀκήκοας; Ἐξ αὐτοῦ εἶπεν ἄμφω. Ἆρ᾿ οὖν οὐ νοήσομεν καί προσθήσομεν, ὅτι ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐξ ἑτέρου τινός προέρχεται ἀμφότερα, ὅτι μή πρόσκειται τό «μόνου», καί τοῦ μόνου Θεοῦ τῆς ἀνωτάτω Τριάδος διά τοῦτο ἐκπεσούμεθα; Μή σύ γε τοῦτο πάθῃς, μᾶλλον δέ μή διαμείνῃς ἀνίατος παθών˙ γνωστόν γάρ ἤδη γέγονέ σοι τό ὀρθόν.
6. Καί μήν ἐκ τοῦ Πατρός φαμεν εἶναι τόν Υἱόν, ὡς ἐκ τῆς θείας οὐσίας γεννηθέντα, δηλονότι κατά τήν πατρικήν ὑπόστασιν˙ ἡ γάρ οὐσία μία τῶν τριῶν ἐστιν˙ ὥστε τό γεννᾶν τῇ πατρικῇ ὑποστάσει ἐφαρμόζεται καί οὐκ ἔστιν εἶναι τόν Υἱόν ἐκ τοῦ Πνεύματος. Ἐπεί οὖν καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός, ἐκ τῆς θείας οὐσίας καί αὐτό κατά τήν πατρικήν ὑπόστασιν ἐκπορευόμενόν ἐστιν˙ ἡ γάρ οὐσία πάντῃ τε καί πάντως μία τῶν τριῶν. Οὐκοῦν τό ἐκπορεύειν τῇ πατρικῇ ὑποστάσει ἐφαρμόζεται καί οὐκ ἔστιν εἶναι τό Πνεῦμα καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, οὐ γάρ ἐστι τά τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως ἔχειν τόν Υἱόν.
Κατά γάρ τόν ἱερόν Δαμασκηνόν, «τήν διαφοράν τῶν θείων ὑποστάσεων ἐν μόναις τρισίν ἰδιότησιν ἐπιγινώσκομεν, τῇ ἀναιτίῳ καί πατρικῇ, τῇ αἰτιατῇ καί υἱϊκῇ, καί τῇ αἰτιατῇ καί ἐκπορευτῇ». Ὁρᾷς ὡς ἡ τοῦ Υἱοῦ ὑπόστασις οὐχί καί αἰτία, ἀλλ᾿ αἰτιατή μόνον ἐστί; Μόνην γάρ, φησί, ταύτην ἔχει τήν ἰδιότητα, καθάπερ καί ἡ τοῦ Πνεύματος. Συνορᾷς δέ καί τοῦτο, ὡς ἡ πατρική, καθό πατρική ἰδιότης, ἄμφω τό γεννᾶν καί ἐκπορεύειν συμπεριβάλλει; Τοιγαροῦν, εἰ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, εἴη ἄν καί ὁ Υἱός αἴτιός τε ἅμα καί Πατήρ ὡς αἴτιος.
3. Και τούτο δε λάβε κατά νουν, ότι στο σύμβολο της πίστεως ακούοντες τον Υιό εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων και με το εκ του Πατρός έχοντες συννοούμενο και συνυπακουόμενο το «μόνου», ακριβώς όπως και σύ ομολογείς μαζί μας, όμως κανείς ποτέ δεν προσέθεσε εκεί το «μόνου», ώστε και η δική σου δοξασία ότι το Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, ακόμη και αν ήταν ομολογημένο και παραδεκτό τόσο από εμάς όσον και από όλη γενικώς την Εκκλησία του Χριστού, ούτε τότε δεν έπρεπε να προστεθεί από εσάς στο σύμβολο της πίστεως.
4. Άρα λοιπόν δικαιότατο βεβαίως θα ήταν να μην σας αξιώσουμε ούτε συζητήσεως (μηδέ λόγου), αν δεν παύσετε την προσθήκη στο ιερό σύμβολο· όταν δε η προσθήκη σας αφαιρεθεί πρώτα από εσάς, έπειτα να συζητήσουμε, εάν το Πνεύμα το άγιον προέρχεται και εκ του Υιού ή όχι και εκ του Υιού, και να επικυρώσουμε ό,τι φανεί ότι συμφωνεί με την γνώμη των θεοφόρων. Αλλά και πάλι δεν πρέπει να προσθέσουμε στο σύμβολο της πίστεως, όπως ακριβώς έπραξαν οι προηγούμενοι από εμάς επί των δύο φύσεων και θελημάτων και ενεργειών του ενός Χριστού, επίσης δε και της καθ’ υπόστασιν ενώσεως και του επωνύμου της παρθενομήτορος (Θεοτόκος), καλώς και φιλευσεβώς, διότι μαζί με την ευσέβεια εφρόντιζαν και για την κοινή ειρήνη, μολονότι πολλές φορές έπειτα συνήλθαν σε κοινή συνέλευσιν, όπου συνήρχοντο (συνεκκλησιάζονταν) και συμφωνούσαν (συνευδοκούσαν) μαζί τους και οι κατά καιρούς αρχιερατικώς προϊστάμενοι της παλαιάς Ρώμης. Δεν πρέπει λοιπόν να υπολογίζει κανείς την περιωπή του σημερινού πάπα· διότι δεν πρέπει, χάριν τούτου ή τούτων οι οποίοι ήλθαν έπειτα από εκείνους, να απορρίψουμε εκείνους τους πολυαρίθμους και τόσο μεγάλους σε αξία, τους κατακλείσαντες με μακάριο τέλος την αγιασμένη και πολυειδώς υπό του Θεού μαρτυρημένη ζωή.
5. Αλλά όχι μόνον το σύμβολο της ορθοδόξου πίστεως (διότι πρέπει να μιλούμε χάριν εκείνων οι οποίοι θα ακούσουν καλόγνωμα), αλλά επίσης και κάθε σχεδόν θεολογική γλώσσα κηρύττουσα ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός και ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται παρά του αυτού Πατρός, δεν προσθέτει το «μόνου». Έτσι, αν και δεν παρατίθεται η λέξις αυτή, κατ’ ανάγκη συνυπακούεται, και θα γνωρίσεις τούτο ανοίγοντας και διεξερχόμενος τα ίδια τα θεολογικά βιβλία. Προς χάριν σου όμως, θα προβάλουμε και εμείς ολίγα και σύντομα. Ο μέγας λοιπόν Αθανάσιος λέγει, «Τί είναι Θεός; Η πάντων αρχή κατά τον Απόστολον, λέγοντα, “είς Θεός o Πατήρ, από τον oποίον προέρχονται (εξ ου) τα πάντα”, και διότι από αυτόν προέρχεται (εξ αυτού) ο Λόγος γεννητώς και από αυτόν (εξ αυτού) το Πνεύμα εκπορευτώς». Βλέπεις να χρησιμοποιείται ομοίως και για τα δύο πρόσωπα το εξ αυτού και πουθενά να μην παρατίθεται αυτολεξεί το «μόνου»; Και σύ λοιπόν ομοίως ή την προσθήκη σου θα χρησιμοποιήσεις και στα δύο ή θα εννοήσεις εξ ανάγκης συνυπακουόμενο το «μόνου» και στα δύο.
Και μήπως δεν συμφωνεί και συμφρονεί με αυτόν ο ευθύς έπειτα από αυτόν κατά τον χρόνον (μέγας Βασίλειος), αλλά όχι μετ’ αυτόν κατά την μεγαλειότητα πλησίον του Θεού, το φερωνύμως βασίλειον ιεράτευμα; Άκουε λοιπόν και μάνθανε· «κυρίως ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ καὶ ὁ Υἱὸς παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐξῆλθε, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται. Ἀλλ' ὁ μὲν Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννητῶς, τὸ δὲ Πνεῦμα ἀρρήτως ἐκ τοῦ Θεοῦ». Ιδού ότι κατά πολλαπλό τρόπο ομοίως και για τα δύο έχει τεθεί το εκ του Πατρός. Μπορείς λοιπόν να συνεχίσεις να λέγεις οτι το άγιον Πνεύμα δέν εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, για τον λόγο ότι δεν παρατίθεται το «μόνου»;
Θέλεις δε να ακούσεις και τον μέγα θεολόγο Γρηγόριο, ο οποίος συνοψίζει συντόμως όλη τη διδασκαλία και αποκόπτει την προσθήκη σου ωσάν με σμίλη και εφαρμόζει σε αμφότερα το εκ μόνου; Το δε θαυμασιώτερο είναι όχι ότι το προσθέτει, αλλ’ ότι δεν το προσθέτει. «Δι’ ημάς», λέγει, «εις Θεός, διότι μία είναι η θεότης, και τα εξ αυτού έχουν την αναφοράν προς έν, αν και πιστεύονται ως τρία». Άκουσες; Εξ αυτού, είπε, και τα δύο. Άρα λοιπόν δεν θα εννοήσουμε το «μόνου» αλλά θα εννοήσουμε το «όχι εκ μόνου», και θα νομίσουμε δε και θα προσθέσουμε ότι αμφότερα προέρχονται από τον Πατέρα και από κάποιον άλλον, επειδή δεν παρατίθεται το «μόνου», ώστε διά τούτο να εκπέσουμε του μόνου Θεού, της ανωτάτης Τριάδος; Μην πάθεις το πράγμα τούτο εσύ, μάλλον δε μην διαμείνεις ανίατος, αφού το έπαθες· διότι ήδη σου έγινε γνωστόν το ορθόν.
6. Και όμως λέγουμε ότι ο Υιός είναι εκ του Πατρός, ως γεννηθείς εκ της θείας ουσίας, σαφώς κατά την πατρικήν υπόστασιν· διότι η ουσία είναι μία των τριών· ώστε το γεννάν είναι ίδιον της πατρικής υποστάσεως και δεν είναι δυνατό να είναι εκ του Πνεύματος ο Υιός. Επειδή λοιπόν και το άγιον Πνεύμα είναι εκ του Πατρός, εκπορεύεται και αυτό εκ της θείας ουσίας κατά την πατρικήν υπόστασιν· διότι η ουσία και των τριών είναι καθ’ όλα και οπωσδήποτε μία. Επομένως το εκπορεύειν ανήκει (εφαρμόζεται) στην πατρικήν υπόστασιν, και δεν είναι δυνατόν το Πνεύμα να προέρχεται και εκ του Υιού, διότι δεν είναι δυνατόν να έχει ο Υιός τις ιδιότητες της πατρικής υποστάσεως.
Κατά τον ιερόν Δαμασκηνόν, «την διαφοράν των θείων υποστάσεων αναγνωρίζουμε σε τρεις μόνες ιδιότητες, την άνευ αιτίας και πατρική, την αιτιατή και υιική, και την αιτιατή και εκπορευτή». Βλέπεις ότι η υπόστασις του Υιού δεν είναι και αίτια, αλλά μόνον αιτιατή; Διότι, λέγει, μόνον αυτήν την ιδιότητα έχει, όπως και η του Πνεύματος. Παρατηρείς δε και τούτο, ότι η πατρική ιδιότης, ως πατρική, συμπεριλαμβάνει αμφότερα, και το γεννάν και το εκπορεύειν; Διά τούτο λοιπόν, εάν το άγιον Πνεύμα προήρχετο και εκ του Υιού, θα ήταν και ο Υιός αίτιος συγχρόνως δε και Πατήρ ως αίτιος.
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
3. Καί τοῦτο δέ μοι λάβε κατά νοῦν, ὡς ἐπί τοῦ τῆς πίστεως συμβόλου τόν Υἱόν ἐκ τοῦ Πατρός ἀκούοντες γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων καί τῷ ἐκ τοῦ Πατρός συννοούμενόν τε καί συνυπακουόμενον ἔχοντες τό «μόνου», καθάπερ ἄν καί αὐτός ἡμῖν συμφήσαις, ὅμως οὐδείς οὐδέποτε τό «μόνου» προσέθηκεν ἐκεῖ, ὥστε καί τήν σήν δόξαν ὅτι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ἐκπορεύεται, εἰ καί ἀνωμολογημένον ἦν, καί ἡμῖν καί ἁπλῶς πάσῃ τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ συνδοκοῦν, οὐδ᾿ οὕτως ἐχρῆν ἐν τῷ τῆς πίστεως συμβόλῳ προστεθῆναι παρ᾿ ὑμῶν.
4. Ἦν οὖν ἄρα τῶν δικαιοτάτων μηδέ λόγου ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μή τοῦ προστιθέναι τῷ ἱερῷ συμβόλῳ παύσησθε˙ τῆς δέ παρ᾿ ἡμῶν προσθήκης παρ᾿ ὑμῶν ἐκβεβλημένης πρότερον, ἔπειτα ζητεῖν, εἰ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἤ οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί τό ἀναφανέν τοῖς θεοφόροις συνδοκοῦν κυροῦν˙ ἀλλ᾿ οὐδ᾿ οὕτω προστιθέναι τῷ συμβόλῳ τῆς πίστεως, καθάπερ ἐπί τῶν δύο τοῦ ἑνός Χριστοῦ φύσεων καί θελημάτων καί ἐνεργειῶν, τῆς τε καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνώσεως καί τοῦ ἐπωνύμου τῆς παρθενομήτορος, οἱ πρό ἡμῶν πεπράχασι καλῶς τε καί φιλευσεβῶς, ὡς μετά τῆς εὐσεβείας καί τῆς κοινῆς εἰρήνης ἀντιποιούμενοι, καίτοι πολλάκις ἔπειτα κοινῇ συνειλεγμένοι, συνεκκλησιαζόντων ἤ συνευδοκούντων καί τῶν κατά καιρούς τῆς παλαιᾶς Ρώμης ἀρχιερατικῶς προϊσταμένων. Οὔκουν ἔχει τις ὑπολογίζεσθαι τήν τοῦ περιόντος πάπα περιωπήν˙ οὐ γάρ διά τοῦτον ἤ τούτους τούς μετ᾿ ἐκείνους ἀποστερκτέον τούς τοσούτους καί τηλικούτους καί μακαρίῳ τέλει τήν ἡγιασμένην καί πολυειδῶς παρά Θεοῦ μεμαρτυρημένην κατακλείσαντας ζωήν.
5. Ἀλλά γάρ οὐ μόνον τό τῆς ὀρθοδόξου πίστεως σύμβολον, - δεῖ γάρ τῶν εὐγνωμόνως ἀκουσομένων ἕνεκα λέγειν˙- μή μόνον οὖν τό τῆς πίστεως σύμβολον, ἀλλά καί πᾶσα σχεδόν γλῶσσα θεολόγος ἐκ Πατρός γεννηθέντα τόν Υἱόν κηρύττουσα καί παρά τοῦ αὐτοῦ Πατρός τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορευόμενον, οὐ προστίθησι τό «μόνου»˙ ὡς κἄν μή προσκέηται, ἐξ ἀνάγκης συνυπακουόμενον, καί τοῦτ᾿ εἴσῃ ἀνελίττων καί διεξιών αὐτάς τάς θεολόγους βίβλους. Σήν δ᾿ ὅμως χάριν, καί ἡμεῖς ὀλίγ᾿ ἄττα προενέγκωμεν καί διά βραχέων γεγραμμένα. Ὁ γοῦν μέγας Ἀθανάσιος, «τί ἐστι», φησί, «Θεός; Ἡ πάντων ἀρχή κατά τόν Ἀπόστολον, λέγοντα, "εἷς Θεός ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ τά πάντα", καί γάρ ὁ λόγος ἐξ αὐτοῦ γεννητῶς καί τό Πνεῦμα ἐξ αὐτοῦ ἐκπορευτῶς». Ὁρᾷς ὁμοίως ἐπ᾿ ἀμφοῖν τό ἐξ αὐτοῦ καί οὐδαμοῦ ρήματι προσκείμενον τό «μόνου»; Καί σύ τοίνυν ὁμοίως ἐπ᾿ ἀμφοῖν ἤ τήν σήν προσθήκην λήψῃ ἤ τό μόνου ἐξ ἀνάγκης συνυπακουόμενον νοήσεις.
Τί δέ ὁ μετ᾿ αὐτόν εὐθύς τῷ χρόνῳ καί οὐ μετ᾿ αὐτόν τῇ μεγαλειότητι παρά Θεῷ, τό φερωνύμως βασίλειον ἱεράτευμα, ἆρ᾿ οὐ συμφωνήσει τε καί συμφρονήσει; Ἀλλ᾿ ἄκουε καί μάνθανε˙ «κυρίως ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ καὶ ὁ Υἱὸς παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐξῆλθε, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται. Ἀλλ' ὁ μὲν Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννητῶς, τὸ δὲ Πνεῦμα ἀρρήτως ἐκ τοῦ Θεοῦ». Ἰδού πολυπλασίως ὁμοίως ἐπ᾿ ἀμφοῖν τέθεικε τό ἐκ τοῦ Πατρός˙ ἔχεις οὖν ὅλως λέγειν ἔτι, ὡς οὐκ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅτι μή πρόσκειται τό «μόνου»;
Βούλει δή καί τοῦ μεγάλου θεολόγου ἀκοῦσαι Γρηγορίου, ἐν βραχεῖ τό πᾶν συνάγοντος καί τήν σήν ὥσπερ τινί σμιλίῳ ἀποσμιλεύοντος προσθήκην καί ἀμφοτέροις τό ἐκ μόνου ἐφαρμόζοντος; καί τό θαυμασιώτερον, οὐχ ὅτι προστίθησιν, ἀλλ᾿ ὅτι μή προστήθησιν. «Ἡμῖν εἷς Θεός», φησίν, «ὅτι μία θεότης, καί πρός ἕν τά ἐξ αὐτοῦ τήν ἀναφοράν ἔχει, κἄν τρία πιστεύηται». Ἀκήκοας; Ἐξ αὐτοῦ εἶπεν ἄμφω. Ἆρ᾿ οὖν οὐ νοήσομεν καί προσθήσομεν, ὅτι ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐξ ἑτέρου τινός προέρχεται ἀμφότερα, ὅτι μή πρόσκειται τό «μόνου», καί τοῦ μόνου Θεοῦ τῆς ἀνωτάτω Τριάδος διά τοῦτο ἐκπεσούμεθα; Μή σύ γε τοῦτο πάθῃς, μᾶλλον δέ μή διαμείνῃς ἀνίατος παθών˙ γνωστόν γάρ ἤδη γέγονέ σοι τό ὀρθόν.
6. Καί μήν ἐκ τοῦ Πατρός φαμεν εἶναι τόν Υἱόν, ὡς ἐκ τῆς θείας οὐσίας γεννηθέντα, δηλονότι κατά τήν πατρικήν ὑπόστασιν˙ ἡ γάρ οὐσία μία τῶν τριῶν ἐστιν˙ ὥστε τό γεννᾶν τῇ πατρικῇ ὑποστάσει ἐφαρμόζεται καί οὐκ ἔστιν εἶναι τόν Υἱόν ἐκ τοῦ Πνεύματος. Ἐπεί οὖν καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός, ἐκ τῆς θείας οὐσίας καί αὐτό κατά τήν πατρικήν ὑπόστασιν ἐκπορευόμενόν ἐστιν˙ ἡ γάρ οὐσία πάντῃ τε καί πάντως μία τῶν τριῶν. Οὐκοῦν τό ἐκπορεύειν τῇ πατρικῇ ὑποστάσει ἐφαρμόζεται καί οὐκ ἔστιν εἶναι τό Πνεῦμα καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, οὐ γάρ ἐστι τά τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως ἔχειν τόν Υἱόν.
Κατά γάρ τόν ἱερόν Δαμασκηνόν, «τήν διαφοράν τῶν θείων ὑποστάσεων ἐν μόναις τρισίν ἰδιότησιν ἐπιγινώσκομεν, τῇ ἀναιτίῳ καί πατρικῇ, τῇ αἰτιατῇ καί υἱϊκῇ, καί τῇ αἰτιατῇ καί ἐκπορευτῇ». Ὁρᾷς ὡς ἡ τοῦ Υἱοῦ ὑπόστασις οὐχί καί αἰτία, ἀλλ᾿ αἰτιατή μόνον ἐστί; Μόνην γάρ, φησί, ταύτην ἔχει τήν ἰδιότητα, καθάπερ καί ἡ τοῦ Πνεύματος. Συνορᾷς δέ καί τοῦτο, ὡς ἡ πατρική, καθό πατρική ἰδιότης, ἄμφω τό γεννᾶν καί ἐκπορεύειν συμπεριβάλλει; Τοιγαροῦν, εἰ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, εἴη ἄν καί ὁ Υἱός αἴτιός τε ἅμα καί Πατήρ ὡς αἴτιος.
1 σχόλιο:
Τόσο απλά..γιατί δεν ομολογούν αυτήν την αλήθεια;;;γιατί επιμένουν στα τερατώδη ψέματα;ποιους μελετούν;δεν έχουν διαβάσει Γρ.Παλαμα;;μέχρι πότε;;.αντί για χαιρετουρες και εναγκαλισμους θα έπρεπε κάθε φορά που συναντούν έναν καθολικό να του δίνουν και ένα βιβλίο του Παλαμά,αυτό θα ήταν πράξη αγάπης και όχι οι δήθεν διάλογοι που βλέπουμε...ΑΠ.
Δημοσίευση σχολίου