Συνέχεια από Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020
1. Η πρόφασις την οποίαν επικαλείσθε, ότι δηλαδή, αφού μερικοί ισχυρίζονται ότι δεν θα είναι ίσος με τον Πατέρα ο Υιός αν δεν κατέχει και αυτός την εκπορευτικήν λειτουργίαν, σεις σπεύδοντες να δείξετε ότι είναι ίσος εισηγάγετε αυτήν την προσθήκην, δεν είναι καθόλου εύλογος. Διότι τότε, αν μερικοί έλεγαν ότι πρέπει αυτός να έχει και την γεννητικήν λειτουργίαν, αφού αυτή απουσιάζουσα αφαιρεί την ισότητα, θα ήταν ανάγκη να προσθέσουμε και τούτο πειθόμενοι στους ασύνετους· και γενικώς θα ήταν ανάγκη να μην θεωρούμε ανώτερο του Υιού τον Πατέρα κατά το αίτιον, για να μην αθετήσουμε την ισότητα του Υιού προς αυτόν.
Αυτό δε ακριβώς φαίνεται να υποβάλλετε δολίως σε αντίθεσιν προς τα ευαγγελικά δόγματα και διδάγματα. Διότι αυτός ο οποίος ισχυρίζεται ότι και ο Υιός είναι αίτιος της θεότητος αθετεί τον ίδιον τον Υιόν, ο οποίος είπε σαφώς στο ευαγγέλιο, «ο Πατήρ μου είναι μεγαλύτερος μου», όχι μόνον ως ανθρώπου, αλλά και ως Θεού, κατά το αίτιον της θεότητος. Δια τούτο δε δεν είπε «ο Θεός» αλλά «ο Πατήρ»· διότι δεν είναι μεγαλύτερος από τον Υιόν ως Θεός — τί ασέβεια θα ήταν τούτο! — αλλ’ ως αίτιος θεότητος, καθώς μας ερμήνευσαν τα πράγματα και οι θεοφόροι πατέρες. Όπως φαίνεται λοιπόν, αντιλέγετε σε αυτούς τους θεοφόρους και στον Χριστόν, τον Θεόν των θεοφόρων, οι οποίοι δεν θεωρούν ίσον προς τον Πατέρα τον Υιό κατά το αίτιον.
Αλλά εμείς και το ίσον του Υιού προς τον Πατέρα κατά την φύσιν γνωρίζομε και το μείζον του Πατρός κατά το αίτιον ομολογούμε, το οποίον συμπεριλαμβάνει αμφότερα, και το γεννάν και το εκπορεύεσθαι. Και σε αυτούς δε οι οποίοι το συνέταξαν πρώτοι, ενώ αγωνίζονταν για την συμφυΐα δηλαδή την ομοτιμία του Υιού προς τον Πατέρα, το σύμβολο της πίστεως εφάνη ικανοποιητικό χωρίς την δική σας προσθήκη.
Δεν ενεργείτε λοιπόν ευλόγως και ευσεβώς εισάγοντες την προσθήκην στο σύμβολο της πίστεως, το οποίο οι πρόκριτοι Πατέρες σε κοινή συνέλευσιν πνευματοκινήτως συνέταξαν και παρέδωσαν. Στο σύμβολο αυτό δεν επιτρέπεται καθόλου να προσθέσει ή αφαιρέσει κανείς μετά την χρονικώς δευτέρα από εκείνη σύνοδο των άγιων, υπό της οποίας όποιος τολμήσει κάτι τέτοιο υποβάλλεται σε κατάραν και εκβάλλεται από την Εκκλησία, και μάλιστα προσθήκη που δεν έχει λεχθεί με λόγον, όπως ανεφέρθη προηγουμένως, δεν έχει αποκαλυφθεί από το Πνεύμα, δεν έχει ευρεθεί στα γραμμένα λόγια των αγίων αποστόλων.
Σε συμφωνία με αυτούς οι εκθέσαντες τον θείον τούτον όρον (σύμβολον) της πίστεως τον εξέθεσαν και οι μετ’ αυτούς ελθόντες συνεφώνησαν, αν και δεν τον συνεξέθεσαν. Δεν μπορείτε πράγματι να ισχυρίζεστε ότι οι πρώτοι δεν τον εξέθεσαν ούτως, οι δε δεύτεροι δεν συνεφώνησαν με τους συντάξαντες από την αρχήν, διότι ελέγχεσθε τόσον από εκείνους που κατέγραψαν τα πρακτικά όλων των άγιων συνόδων, όσον και από την συμφωνία των τεσσάρων πατριαρχικών θρόνων από τότε έως τώρα, μάλλον δε και διαπαντός, καθώς και από τα πολλά και διάφορα γένη με τις διαφορετικές γλώσσες, στις οποίες φέρεται αδιαφοροποίητος και αμεταποίητος η εξ αρχής έκθεσις.
Επομένως και οι διακηρυκτικές φωνές όλων των θεοφόρων θεολόγων, ευαγγελιστών, αποστόλων, και των πριν από αυτούς καθ’ όλους τους αιώνες προφητών τόσον σύμφωνοι είναι περί του Πνεύματος και τόσον ομόλογοι προς τον Θεάνθρωπον Λόγον. Ομοίως και όλες οι για διαφόρους αιτίες και κατά διαφόρους καιρούς συγκροτηθείσες υπέρ της ευσεβείας σύνοδοι, με άλλα λόγια σχεδόν πάσα θεοφόρος γλώσσα· διότι σε καμμία από τις συνόδους αυτές δεν εθεολογήθη και εκ του Υιού το άγιον Πνεύμα. Θα μπορούσα δε να δείξω τώρα ότι και όλοι οι θεηγόροι, ο καθείς με τα κείμενα τα όποια συνέταξε, αποδέχονται με τη σειρά το ίδιο απαραλλάκτως.
Αλλά το φιλέρι του Λατίνου δεν θα ανεχθεί επί πολύ χρόνο να αποτείνουμε μακρούς λόγους, αλλά θα απαντήσει λέγοντας· πώς λοιπόν και σεις, και πού ευρόντες αυτήν την προσθήκην, δέχεσθε ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από μόνον τον Πατέρα, γι' αυτό και θεωρείτε εμάς ετεροδόξους, ενώ ούτε ο Χριστός είπε τούτο ούτε κανείς από τους μαθητές του;
Σε αυτήν την αντίρρηση εμείς θα απαντήσουμε ευθύς αμέσως λέγοντες τα έξης. Το πλήρωμα των ευσεβών μεταβαλλόμενοι χάριν του αγαθού σε έν χείλος οικοδόμησαν πύργον ευσεβείας, ανώτερον σε όλα από τον νοητόν κατακλυσμόν της ασεβείας. Διότι και σε αυτούς, καθώς επιχειρούν να οικοδομούν, επεδήμησε η τελεσιουργός των αγαθών Τριάς, όχι συγχέουσα αλλά συνδέουσα και τις γνώμες και τις γλώσσες σε ευσεβεστάτη και ορθόδοξον ομοφροσύνην. Ιστάμενοι λοιπόν εμείς επάνω σε αυτό το ασφαλές οχύρωμα, πρώτα μεν θα κτυπήσουμε από εδώ ευστοχότατα τους φερομένους αντίθετα προς τα ορθά δόγματα, συγχρόνως δε και επωφελώς δι' αυτούς, εάν θα ήθελαν. Έπειτα δε από αυτό θα φέρουμε ενώπιον τους τις από πολλά σημεία -μάλλον δε μερικές εκ των από πολλά σημεία- αναφαινόμενες (εμφανιζόμενες) αποδείξεις της αληθείας, αναβιβάζοντες και αυτούς προς πόθον αυτής, διά να είπω σύμφωνα με το γεγραμμένον: «μήπως τυχόν την ψηλαφήσουν και την εύρουν, αφού μάλιστα δεν είναι μακράν αυτών». Τώρα δε δεν θα τους κτυπήσουμε εμείς, αλλά μάλλον θα τους βάλει και θα τους πατάξει και θα τους κατατροπώσει, εάν δε θέλεις, και θα τους θεραπεύσει αυτό το ωσάν λογικόν περιτείχισμα της ευσεβείας.
Διότι τοιούτος είναι ο των θείων θείος όρος αυτός (το σύμβολον της Πίστεως)· όχι μόνον περιβάλλει και διασφαλίζει τους εμμένοντες σε αυτόν, αλλά υπερασπίζεται επίσης και αντιτάσσεται ακαταμαχήτως τους μαχομένους αυτόν· άκουε δε το πως.
2. «Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα», «καί εἰς ἕναν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων». Άραγε λοιπόν δεν υπονοείται ούτε συνυπακούεται το “μόνου”, ούτε έχει γεννηθεί ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, αν και δεν έχει προστεθεί το “μόνου”;
Και πολύ βεβαίως συνυπακούεται, και μάλιστα θα μπορούσες να πεις αν ήθελες κάπως να ευσεβείς, εξυπακούεται όχι ολιγότερο από όσον αν παρετίθετο. Από αυτό λοιπόν να διδάσκεσαι και περί του Πνεύματος. Και όταν στο ίδιον σύμβολον ακούεις «Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον», να νομίζεις ότι συνυπακούεται ευθύς εξ ανάγκης το “μόνου”, και να μην το θεωρείς προσθήκη, όταν ακούεις να το προσθέτουμε κατά τις συζητήσεις μας μαζί σας χάριν της αληθείας εξ αιτίας της αθετήσεώς σου. Ειδεμή, δεν θα αφήσεις να συνυπακούεται το “μόνου” ούτε επί της γεννήσεως του Υιού από τον Πατέρα· και έτσι θα πολλαπλασιάσεις το δυσσέβημα.
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
1. Η πρόφασις την οποίαν επικαλείσθε, ότι δηλαδή, αφού μερικοί ισχυρίζονται ότι δεν θα είναι ίσος με τον Πατέρα ο Υιός αν δεν κατέχει και αυτός την εκπορευτικήν λειτουργίαν, σεις σπεύδοντες να δείξετε ότι είναι ίσος εισηγάγετε αυτήν την προσθήκην, δεν είναι καθόλου εύλογος. Διότι τότε, αν μερικοί έλεγαν ότι πρέπει αυτός να έχει και την γεννητικήν λειτουργίαν, αφού αυτή απουσιάζουσα αφαιρεί την ισότητα, θα ήταν ανάγκη να προσθέσουμε και τούτο πειθόμενοι στους ασύνετους· και γενικώς θα ήταν ανάγκη να μην θεωρούμε ανώτερο του Υιού τον Πατέρα κατά το αίτιον, για να μην αθετήσουμε την ισότητα του Υιού προς αυτόν.
Αυτό δε ακριβώς φαίνεται να υποβάλλετε δολίως σε αντίθεσιν προς τα ευαγγελικά δόγματα και διδάγματα. Διότι αυτός ο οποίος ισχυρίζεται ότι και ο Υιός είναι αίτιος της θεότητος αθετεί τον ίδιον τον Υιόν, ο οποίος είπε σαφώς στο ευαγγέλιο, «ο Πατήρ μου είναι μεγαλύτερος μου», όχι μόνον ως ανθρώπου, αλλά και ως Θεού, κατά το αίτιον της θεότητος. Δια τούτο δε δεν είπε «ο Θεός» αλλά «ο Πατήρ»· διότι δεν είναι μεγαλύτερος από τον Υιόν ως Θεός — τί ασέβεια θα ήταν τούτο! — αλλ’ ως αίτιος θεότητος, καθώς μας ερμήνευσαν τα πράγματα και οι θεοφόροι πατέρες. Όπως φαίνεται λοιπόν, αντιλέγετε σε αυτούς τους θεοφόρους και στον Χριστόν, τον Θεόν των θεοφόρων, οι οποίοι δεν θεωρούν ίσον προς τον Πατέρα τον Υιό κατά το αίτιον.
Αλλά εμείς και το ίσον του Υιού προς τον Πατέρα κατά την φύσιν γνωρίζομε και το μείζον του Πατρός κατά το αίτιον ομολογούμε, το οποίον συμπεριλαμβάνει αμφότερα, και το γεννάν και το εκπορεύεσθαι. Και σε αυτούς δε οι οποίοι το συνέταξαν πρώτοι, ενώ αγωνίζονταν για την συμφυΐα δηλαδή την ομοτιμία του Υιού προς τον Πατέρα, το σύμβολο της πίστεως εφάνη ικανοποιητικό χωρίς την δική σας προσθήκη.
Δεν ενεργείτε λοιπόν ευλόγως και ευσεβώς εισάγοντες την προσθήκην στο σύμβολο της πίστεως, το οποίο οι πρόκριτοι Πατέρες σε κοινή συνέλευσιν πνευματοκινήτως συνέταξαν και παρέδωσαν. Στο σύμβολο αυτό δεν επιτρέπεται καθόλου να προσθέσει ή αφαιρέσει κανείς μετά την χρονικώς δευτέρα από εκείνη σύνοδο των άγιων, υπό της οποίας όποιος τολμήσει κάτι τέτοιο υποβάλλεται σε κατάραν και εκβάλλεται από την Εκκλησία, και μάλιστα προσθήκη που δεν έχει λεχθεί με λόγον, όπως ανεφέρθη προηγουμένως, δεν έχει αποκαλυφθεί από το Πνεύμα, δεν έχει ευρεθεί στα γραμμένα λόγια των αγίων αποστόλων.
Σε συμφωνία με αυτούς οι εκθέσαντες τον θείον τούτον όρον (σύμβολον) της πίστεως τον εξέθεσαν και οι μετ’ αυτούς ελθόντες συνεφώνησαν, αν και δεν τον συνεξέθεσαν. Δεν μπορείτε πράγματι να ισχυρίζεστε ότι οι πρώτοι δεν τον εξέθεσαν ούτως, οι δε δεύτεροι δεν συνεφώνησαν με τους συντάξαντες από την αρχήν, διότι ελέγχεσθε τόσον από εκείνους που κατέγραψαν τα πρακτικά όλων των άγιων συνόδων, όσον και από την συμφωνία των τεσσάρων πατριαρχικών θρόνων από τότε έως τώρα, μάλλον δε και διαπαντός, καθώς και από τα πολλά και διάφορα γένη με τις διαφορετικές γλώσσες, στις οποίες φέρεται αδιαφοροποίητος και αμεταποίητος η εξ αρχής έκθεσις.
Επομένως και οι διακηρυκτικές φωνές όλων των θεοφόρων θεολόγων, ευαγγελιστών, αποστόλων, και των πριν από αυτούς καθ’ όλους τους αιώνες προφητών τόσον σύμφωνοι είναι περί του Πνεύματος και τόσον ομόλογοι προς τον Θεάνθρωπον Λόγον. Ομοίως και όλες οι για διαφόρους αιτίες και κατά διαφόρους καιρούς συγκροτηθείσες υπέρ της ευσεβείας σύνοδοι, με άλλα λόγια σχεδόν πάσα θεοφόρος γλώσσα· διότι σε καμμία από τις συνόδους αυτές δεν εθεολογήθη και εκ του Υιού το άγιον Πνεύμα. Θα μπορούσα δε να δείξω τώρα ότι και όλοι οι θεηγόροι, ο καθείς με τα κείμενα τα όποια συνέταξε, αποδέχονται με τη σειρά το ίδιο απαραλλάκτως.
Αλλά το φιλέρι του Λατίνου δεν θα ανεχθεί επί πολύ χρόνο να αποτείνουμε μακρούς λόγους, αλλά θα απαντήσει λέγοντας· πώς λοιπόν και σεις, και πού ευρόντες αυτήν την προσθήκην, δέχεσθε ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από μόνον τον Πατέρα, γι' αυτό και θεωρείτε εμάς ετεροδόξους, ενώ ούτε ο Χριστός είπε τούτο ούτε κανείς από τους μαθητές του;
Σε αυτήν την αντίρρηση εμείς θα απαντήσουμε ευθύς αμέσως λέγοντες τα έξης. Το πλήρωμα των ευσεβών μεταβαλλόμενοι χάριν του αγαθού σε έν χείλος οικοδόμησαν πύργον ευσεβείας, ανώτερον σε όλα από τον νοητόν κατακλυσμόν της ασεβείας. Διότι και σε αυτούς, καθώς επιχειρούν να οικοδομούν, επεδήμησε η τελεσιουργός των αγαθών Τριάς, όχι συγχέουσα αλλά συνδέουσα και τις γνώμες και τις γλώσσες σε ευσεβεστάτη και ορθόδοξον ομοφροσύνην. Ιστάμενοι λοιπόν εμείς επάνω σε αυτό το ασφαλές οχύρωμα, πρώτα μεν θα κτυπήσουμε από εδώ ευστοχότατα τους φερομένους αντίθετα προς τα ορθά δόγματα, συγχρόνως δε και επωφελώς δι' αυτούς, εάν θα ήθελαν. Έπειτα δε από αυτό θα φέρουμε ενώπιον τους τις από πολλά σημεία -μάλλον δε μερικές εκ των από πολλά σημεία- αναφαινόμενες (εμφανιζόμενες) αποδείξεις της αληθείας, αναβιβάζοντες και αυτούς προς πόθον αυτής, διά να είπω σύμφωνα με το γεγραμμένον: «μήπως τυχόν την ψηλαφήσουν και την εύρουν, αφού μάλιστα δεν είναι μακράν αυτών». Τώρα δε δεν θα τους κτυπήσουμε εμείς, αλλά μάλλον θα τους βάλει και θα τους πατάξει και θα τους κατατροπώσει, εάν δε θέλεις, και θα τους θεραπεύσει αυτό το ωσάν λογικόν περιτείχισμα της ευσεβείας.
Διότι τοιούτος είναι ο των θείων θείος όρος αυτός (το σύμβολον της Πίστεως)· όχι μόνον περιβάλλει και διασφαλίζει τους εμμένοντες σε αυτόν, αλλά υπερασπίζεται επίσης και αντιτάσσεται ακαταμαχήτως τους μαχομένους αυτόν· άκουε δε το πως.
2. «Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα», «καί εἰς ἕναν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων». Άραγε λοιπόν δεν υπονοείται ούτε συνυπακούεται το “μόνου”, ούτε έχει γεννηθεί ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, αν και δεν έχει προστεθεί το “μόνου”;
Και πολύ βεβαίως συνυπακούεται, και μάλιστα θα μπορούσες να πεις αν ήθελες κάπως να ευσεβείς, εξυπακούεται όχι ολιγότερο από όσον αν παρετίθετο. Από αυτό λοιπόν να διδάσκεσαι και περί του Πνεύματος. Και όταν στο ίδιον σύμβολον ακούεις «Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον», να νομίζεις ότι συνυπακούεται ευθύς εξ ανάγκης το “μόνου”, και να μην το θεωρείς προσθήκη, όταν ακούεις να το προσθέτουμε κατά τις συζητήσεις μας μαζί σας χάριν της αληθείας εξ αιτίας της αθετήσεώς σου. Ειδεμή, δεν θα αφήσεις να συνυπακούεται το “μόνου” ούτε επί της γεννήσεως του Υιού από τον Πατέρα· και έτσι θα πολλαπλασιάσεις το δυσσέβημα.
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
1. Ἥν γάρ ὑπολογίζεσθε πρόφασιν, ὡς ἔστιν ὧν λεγόντων οὐκ ἴσον εἶναι τῷ Πατρί τόν Υἱόν, ὅτι μή καί αὐτός ἔχει τό ἐκπορεύειν, ὑμεῖς ἴσον δεικνύναι σπεύδοντες τήν προσθήκην εἰσηνέγκατε ταύτην, οὐδαμόθεν ἔχει τό εὔλογον. Εἰ γάρ τινες φαῖεν χρῆν εἶναι καί τό γεννᾶν ἔχειν τοῦτον, ὡς μή τούτου προσόντος τό ἴσον ἀφαιρουμένου, ἀνάγκη προστιθέναι καί τοῦτο πειθομένους τοῖς ἀσυνέτοις˙ καί ἁπλῶς μή μείζω λέγειν τῷ αἰτίῳ τοῦ Υἱοῦ τόν Πατέρα, ἵνα μή τό πρός αὐτόν ἴσον τοῦ Υἱοῦ ἀθετήσωμεν.
Ὅπερ ἄρα δοκεῖτε καί ὑποβάλλειν δολίως πρός ἀντίθεσιν τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων καί διδαγμάτων˙ ὁ γάρ καί τόν Υἱόν αἴτιον θεότητος λέγων αὐτόν ἀθετεῖ τόν Υἱόν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ σαφῶς εἰπόντα «ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστιν», οὐχ ὡς ἀνθρώπου μόνον, ἀλλά καί ὡς Θεοῦ, τῷ τῆς θεότητος αἰτίῳ. Διό καί οὐχ ὁ Θεός εἶπεν, ἀλλ᾿ ὁ Πατήρ˙ οὐ γάρ ὡς Θεός μείζων τοῦ Υἱοῦ, ἄπαγε τῆς ἀσεβείας, ἀλλ᾿ ὡς αἴτος θεότητος, καθάπερ καί οἱ θεοφόροι πατέρες ἡμῖν ἡρμήνευσαν. Τούτοις οὖν ὡς ἔοικε τοῖς θεοφόροις καί Χριστῷ τῷ Θεῷ τῶν θεοφόρων ἀντιλέγετε, τῷ Πατρί τόν Υἱόν οὐκ ἴσον κατά τό αἴτιον λέγουσιν.
Ἀλλ᾿ ἡμεῖς καί τό ἴσον ἴσμεν τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα κατά τήν φύσιν καί τό μεῖζον τοῦ Πατρός ὁμολογοῦμεν κατά τό αἴτιον, ὅπερ ἄμφω, τό τε γεννᾶν καί ἐκπορεύειν, συμπεριβάλλει. Καί αὐτοῖς δέ τοῖς συγγραψαμένοις τήν ἀρχήν ὑπέρ τῆς πρός τόν Πατέρα τοῦ Υἱοῦ συμφυΐας, ταὐτό δ᾿ εἰπεῖν ὁμοτιμίας, οὔσης τῆς ἀγωνίας, χωρίς τῆς παρ᾿ ὑμῶν προσθήκης ἀποχρῶν ἐνομίσθη τό τῆς πίστεως σύμβολον.
Οὐκοῦν εὐλόγως οὐδέ εὐσεβῶς ταύτην εἰσάγειν τήν προσθήκην ἐν τῷ τῆς πίστεως ὅρῳ, ὅν οἱ πρόκριτοι πατέρες κοινῇ συνειλεγμένοι, πνευματικινήτως συνεγράψαντό τε καί παραδεδώκασιν. Ὧ καί προσθῆναι ἤ ἀφελεῖν ὅλως οὐκ ἐφεῖται μετά τήν τῷ χρόνῳ δευτερεύουσαν ἐκείνης τῶν ἁγίων σύνοδον, δι᾿ ἧς καί ὁ τοῦτο τολμήσων ἀραῖς ὑποβάλλεται καί τῆς ἐκκλησίας ἐκβάλλεται, καί ταῦτα προσθήκην οὐκ εἰρημένην ὡς εἴρηται τῷ λόγῳ, οὐκ ἀποκεκαλυμμένην τῷ Πνεύματι, οὐχ εὑρημένην ἐν τοῖς τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἀναγράπτοις λογίοις.
Οἷς συμφώνως καί οἱ ἐκθέμενοι τόν τῆς πίστεως τοῦτον θεῖον ὅρον ἐξέθεντο καί οἱ μετ᾿ αὐτούς γεγονότες συνέθεντο, εἰ καί μή συνεξέθεντο. Οὐ γάρ ἔχετε λέγειν, ὡς οὐχί οὕτως οἱ μέν ἐξέθεντο, οἱ δέ τοῖς τήν ἀρχήν ἐκθεμένοις συνέθεντο, ὑπό τε τῶν ἀναγραψάντων τά καθέκαστα τῶν ἁγίων ἁπασῶν συνόδων ἐξελεγχόμενοι, καί αὐτῆς τῆς ἐξ ἐκείνων μέχρι καί νῦν, μᾶλλον δέ καί ἐσαεί συμφωνίας τῶν τεσσάρων πατριαρχικῶν θρόνων, καί αὐτῶν τῶν πολλῶν καί διαφόρων καί γενῶν καί γλωσσῶν ἀδίαφορον φερουσῶν τήν ἐξ ἀρχῆς ἔκθεσιν καί ἀμεταποίητον.
Καί τοίνυν αἱ μέν ἐκφαντορικαί κοιναί φωναί τῶν θεοφόρων θεολόγων, εὐαγγελιστῶν, ἀποστόλων, καί τῶν πρό αὐτῶν ἐξ αἰῶνος προφητῶν οὕτως ὁμολογουμένως ἔχουσι περί τοῦ Πνεύματος καί οὕτως ὁμολόγως τῷ Θεανθρώπῳ λόγῳ˙ πρός δέ καί αἱ κατά διαφόρους αἰτίας καί καιρούς ὑπέρ εὐσεβείας συγκροτηθεῖσαι πᾶσαι σύνοδοι, ταὐτό δέ σχεδόν εἰπεῖν πᾶσα γλῶσσα θεοφόρος˙ ἐν οὐδεμιᾷ γάρ τῶν συνόδων τούτων καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τεθεολόγηται τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Ἔδειξα δ᾿ ἄν ἀρτίως τοῦτ᾿ αὐτό καί τούς θεηγόρους πάντας αὖθις ἕκαστον ἐν μέρει στέργοντας ἀπαραλλάκτως διά τῶν ἰδίως ἑκάστῳ τούτων ἐξενηνεγμένων λόγων ἐφεξῆς.
Ἀλλ᾿ οὐκ ἐπί τοσοῦτον ἀνέξεται τό φίλερι τοῦ λατίνου μακρούς ἡμῶν ἀποτεινόντων λόγους, ἀλλ᾿ ἀπαντήσει λέγον˙ πῶς οὖν καί ὑμεῖς καί πόθεν εὑρόντες τήν προσθήκην ταύτην, παρά μόνου τοῦ Πατρός ἐννοεῖτε τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεσθαι, διό καί ἡμᾶς ἑτεροδόξους οἴεσθε, τοῦ Χριστοῦ τοῦτο μή εἰπόντος, ἀλλ᾿ οὐδέ τῶν ἐκείνου μαθητῶν τινος;
Πρός ὅ νῦν ἡμεῖς εὐθύς ἀναντήσομεν, οὕτω λέγοντες. Τό τῶν εὐσεβούντων πλήρωμα χεῖλος γεγονότες ἕν ἐπ᾿ ἀγαθῷ, πύργον εὐσεβείας ὠκοδόμησαν, δυσσεβείας νοητοῦ κατακλυσμοῦ παντάπασιν ἀνώτερον. Ἐπεδήμησε γάρ καί αὐτοῖς οἰκοδομεῖν ἐπιχειροῦσιν ἡ τελεσιουργός τῶν ἀγαθῶν τριάς οὐ συγχέουσα, ἀλλά συνδέουσα καί τάς δόξας καί τάς γλώσσας εἰς εὐσεβεστάτην καί ὀρθόδοξον ὁμοφροσύνην. Αὐτοῦ τοίνυν ἡμεῖς ἐπ᾿ ἀσφαλοῦς ὀχυρώματος ἱστάμενοι τούς ἀπεναντίας τῶν ὀρθῶν δογμάτων φερομένους πρῶτον μέν ἐντεῦθεν εὐστοχώτατα καί γενναιότατα βαλοῦμεν, ἅμα δέ καί λυσιτελῶς αὐτοῖς, εἰ βούλοιντο. Μετά τοῦτο δέ τάς πολλαχόθεν, μᾶλλον δέ τῶν πανταχόθεν ἀναφαινομένων ἀποδείξεων τῆς ἀληθείας, ἔστιν ἅς προκομίσομεν αὐτοῖς πρός πόθον ταύτης καί αὐτούς ἐπαίροντες, ἵν᾿ εἴπω κατά τό γεγραμμένον˙ «εἰ ἄραγε ψηλαφήσειαν αὐτήν καί εὕροιεν, καί γε οὐ μακράν ὑπάρχουσαν αὐτῶν». Νῦν δέ μᾶλλον τούτους οὐχ ἡμεῖς, ἀλλ᾿ αὐτό τό οἷον λογικόν τῆς εὐσεβείας περιτείχισμα καί βαλεῖ καί πατάξει καί τροπώσεται, εἰ δέ βούλει, καί ἰάσεται.
Τοιοῦτος γάρ ὁ τῶν θείων θεῖος ὅρος οὗτος˙ οὐ περιβάλλει μόνον τούς ἐμμένοντας καί καθίστησιν ἐν ἀσφαλείᾳ, ἀλλά καί προπολεμεῖ καί ἀνυποστάτως ἀντιτάττεται τοῖς ἐπανισταμένοις˙ τό δ᾿ ὅπως, ἄκουε.
2, «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα», «καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων». Ἆρ᾿ οὖν οὐ συννοεῖται οὐδέ συνυπακούεται τό μόνου, οὐδ᾿ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός γεγέννηται, εἰ καί μή προστέθειται τό μόνου; Καί πάνυ μέν οὖν συνυπακούεται, καί οὐχ ἦττον προσκείμενον, εἰ ὅλως εὐσεβεῖν ἐθέλεις, εἴποις ἄν. Ἐντεῦθεν τοίνυν καί περί τοῦ Πνεύματος διδάσκου. Καί ἡνίκ᾿ ἄν ἀκούοις ἐπί τοῦ αὐτοῦ συμβόλου, «τό Πνεῦμα τό ἅγιον τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον», εὐθύς ἐξ ἀνάγκης συνυπακουόμενον νόμιζε τό «μόνου» καί μή προσθήκην ἄλλως νόμιζε ἡμῶν, ὑπέρ ἀληθείας διά τήν σήν ἀθέτησιν ἐν ταῖς πρός ὑμᾶς διαλέξεσι προστιθέντων ἀκροώμενος. Εἰ δέ μή, οὐδ᾿ ἐπί τῆς ἐκ τοῦ Πατρός τοῦ Υἱοῦ γεννήσεως ἐάσεις συνυπακούεσθαι τό «μόνου»˙ καί οὕτω σου πολυπλασιάσεις τό δυσσέβημα.
ΣΧΟΛΙΟ: Πολλά, εμφανή ήδη καί δυσάρεστα γιά μάς τά συμπεράσματα πού απορρέουν από τούς λόγους τού Αγίου. «ο Πατήρ μου είναι μεγαλύτερος μου», όχι μόνον ως ανθρώπου, αλλά και ως Θεού, κατά το αίτιον της θεότητος. Δια τούτο δε δεν είπε «ο Θεός» αλλά «ο Πατήρ»· διότι δεν είναι μεγαλύτερος από τον Υιόν ως Θεός — τί ασέβεια θα ήταν τούτο! — αλλ’ ως αίτιος θεότητος, καθώς μας ερμήνευσαν τα πράγματα και οι θεοφόροι πατέρες.
Η σύγχρονη εμμονή λοιπόν στόν Πατέρα καί στήν υποταγή τού Υιού, όπως καί η αναβάθμιση τής Αγίας Τριάδος από τή προτεσταντική ψευδοθεολογία, οφείλονται στήν απώθηση καί τήν βαθμιαία κατάργηση τής ουσίας τού Θεού, τουτέστιν τού Θεού τού ιδίου. Μιά συνέπεια τής απωθήσεως τής Μεταφυσικής η οποία συμπαρέσυρε καί κάθε έννοια ουσίας τού αισθητού μέ τήν παράλληλη υποβάθμιση τών αριστοτελικών κατηγοριών εκ μέρους τού Κάντ. Μετά από αυτά στόν Θεό έμειναν τά Πρόσωπα σάν σχέσεις καί όχι σάν υποστάσεις όπως ακριβώς τά δίδαξε ο Αυγουστίνος. Ο Αυγουστίνος υποβάθμισε τίς Υποστάσεις σέ Πρόσωπα διότι στηρίχτηκε στήν έννοια τής Ουσίας καί στήν ενότητα τήν οποία εμπεριέχει. Μέ τήν εγκατάλειψη τής ουσίας όμως σάν μεταφυσικής έννοιας χάθηκε η ενότης καί στόν Θεό καί στόν άνθρωπο τού Θεού, στήν θεανθρωπότητα καί ευλόγως καί στήν εκκλησία, τόν οίκο τής θεανθρωπότητος Μέσα στίς μάταιες προσπάθειες επανεύρεσης τής χαμένης ενότητος η οποία έφερε καί τόν θάνατο τού Δυτικού Θεού , ανήκουν καί οι μάταιες προσπάθειες ενώσεως τών εκκλησιών. Η εκκοσμίκευση.
Αμέθυστος
ΣΧΟΛΙΟ: Πολλά, εμφανή ήδη καί δυσάρεστα γιά μάς τά συμπεράσματα πού απορρέουν από τούς λόγους τού Αγίου. «ο Πατήρ μου είναι μεγαλύτερος μου», όχι μόνον ως ανθρώπου, αλλά και ως Θεού, κατά το αίτιον της θεότητος. Δια τούτο δε δεν είπε «ο Θεός» αλλά «ο Πατήρ»· διότι δεν είναι μεγαλύτερος από τον Υιόν ως Θεός — τί ασέβεια θα ήταν τούτο! — αλλ’ ως αίτιος θεότητος, καθώς μας ερμήνευσαν τα πράγματα και οι θεοφόροι πατέρες.
Η σύγχρονη εμμονή λοιπόν στόν Πατέρα καί στήν υποταγή τού Υιού, όπως καί η αναβάθμιση τής Αγίας Τριάδος από τή προτεσταντική ψευδοθεολογία, οφείλονται στήν απώθηση καί τήν βαθμιαία κατάργηση τής ουσίας τού Θεού, τουτέστιν τού Θεού τού ιδίου. Μιά συνέπεια τής απωθήσεως τής Μεταφυσικής η οποία συμπαρέσυρε καί κάθε έννοια ουσίας τού αισθητού μέ τήν παράλληλη υποβάθμιση τών αριστοτελικών κατηγοριών εκ μέρους τού Κάντ. Μετά από αυτά στόν Θεό έμειναν τά Πρόσωπα σάν σχέσεις καί όχι σάν υποστάσεις όπως ακριβώς τά δίδαξε ο Αυγουστίνος. Ο Αυγουστίνος υποβάθμισε τίς Υποστάσεις σέ Πρόσωπα διότι στηρίχτηκε στήν έννοια τής Ουσίας καί στήν ενότητα τήν οποία εμπεριέχει. Μέ τήν εγκατάλειψη τής ουσίας όμως σάν μεταφυσικής έννοιας χάθηκε η ενότης καί στόν Θεό καί στόν άνθρωπο τού Θεού, στήν θεανθρωπότητα καί ευλόγως καί στήν εκκλησία, τόν οίκο τής θεανθρωπότητος Μέσα στίς μάταιες προσπάθειες επανεύρεσης τής χαμένης ενότητος η οποία έφερε καί τόν θάνατο τού Δυτικού Θεού , ανήκουν καί οι μάταιες προσπάθειες ενώσεως τών εκκλησιών. Η εκκοσμίκευση.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου