Συνέχεια από: Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ - ΑΠΘ
Σύμβουλος Καθηγητής κ. Χρ. Σταμούλης
Μεταπτυχιακός Φοιτητής: Δημήτριος Δουμάνης
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
ΚΕΦΆΛΑΙΟ Γ΄: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΘΕΟΥ.
Γ). Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Αν θέλουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα τι είναι Εκκλησία οφείλουμε αρχικώς να τονίσουμε ότι εννοιολογικά και ετυμολογικά προέρχεται από την αρχαία κλασική Ελληνική γλώσσα και συγκεκριμένα από την πρόθεση «εκ» και το ρήμα «καλέω-ώ». Η αρχική της δηλαδή σημασία είχε την έννοια της συγκεντρώσεως, της συνάξεως, της συναθροίσεως, της συνελεύσεως, ανθρώπων για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Με αυτή την σημασία χρησιμοποιήθηκε από όλους τους αρχαίους συγγραφείς (Σόλωνα, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Θουκυδίδη, Πολύβιο, Πλούταρχο κ.α.)304.
Για την προ του Χριστού εποχή στους εθνικούς, σήμαινε την συνέλευση ή συγκέντρωση των πολιτών μετά από κάλεσμα των αρχόντων της εποχής, για πολιτικούς στρατιωτικούς κ.α. σκοπούς ή απλά για τον εορτασμό κάποιου σημαντικού γεγονότος. Αυτή η συνέλευση ονομάζονταν ως γνωστόν «Εκκλησία του Δήμου». Με αυτόν τον τρόπο επικοινωνούσαν οι πολίτες μεταξύ τους για θέματα τα οποία αφορούσαν την ζωή τους, τις σχέσεις τους και γενικότερα την κοινωνία τους. Για τους Εβραίους εκτός από αυτή την έννοια είχε και την έννοια της σύναξης του λαού του Θεού305. Μάλιστα στις περισσότερες των περιπτώσεων στην Π.Δ ο όρος Εκκλησία και το εξ αυτής παραγόμενο ρήμα «εκκλησιάζω», αναφέρονται στο λαό του Θεού ως εκκλησία του Θεού και στον Θεό, η στον άρχοντα κατ’ εντολή του Θεού, ως εκκλησιαστή.306
β. Η εκκλησία ως κοινωνία προσώπων
Στα πρωτοχριστιανικά χρόνια και ιδιαίτερα «τον καιρό του Παύλου η λέξη «Εκκλησία» ήταν σε χρήση από την «ελληνική Π. Διαθήκη». Εκεί σημαίνει τον συναγμένο δια του ιεραποστολικού κηρύγματος λαό του Θεού…. Η Εκκλησία στην περίπτωση αυτή, και προφανώς ίσχυσε αυτό καιρό μετά την εποχή του Παύλου, σήμαινε όχι το κτιριακό δόμημα, αλλά τη συνάθροιση καθεαυτή…. Ναός Θεού, λοιπόν, κατ’ εξοχήν, αν θέλουμε να κατανοήσουμε ορθά τον Παύλο, δεν πρέπει να εννοείται ως η κτιριακή δόμηση, αλλά είναι πραγματικά η ίδια η δυναμική συνάθροιση πάνω στη σάρκα του Λόγου, του μόνου πραγματικού κτίστη και καλλιτέχνη οικοδόμου» 307. Έτσι λοιπόν η Εκκλησία προσλαμβάνει και την οριστική της έννοια και σημασία, δηλαδή «κοινωνία προσώπων»[ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΤΣΙ ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ ΚΑΘΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΟΙ ΟΡΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΟΥΝ ΕΝΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΟΛΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΒΙΑΣ, ΣΤΟ ΚΑΤΩΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ, ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΑΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ] 308: «Η θεανθρώπινη κοινωνία των μελών της λειτουργικής κοινότητας με τον Θεό φτάνει σε χαρισματικές καταστάσεις σχέσεως, όπου ισχύει το «ενώπιος ενωπίω» και το «πρόσωπον προς πρόσωπον». Φράσεις της υμνολογίας της Εκκλησίας, όπως «πως οφθώ σοι» και «πως σε βλέψω», πιστοποιούν ότι στο χώρο αυτόν θεμελιώθηκε, όχι μόνο με λεκτικά σχήματα αλλά κυρίως ως πράξη, η διαπροσωπική κοινωνία και σχέση»[ ΚΑΤΙ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΚΑΛΑ. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΡΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ Ή ΤΙΣ ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ;]309. Είναι ξεκάθαρο πλέον, ότι η συνάθροιση ποτέ δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά ο σκοπός ήταν η επικοινωνία γι’ αυτό και ο κόσμος ονομάζεται «κοινωνία ανθρώπων»: «η αντιθετική διάκριση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο ανήκει στο παρελθόν. Ήδη γίνεται αποδεκτό ότι το «εγώ» και το «σύ» αναδύονται μέσα από την κοινωνική πραγματικότητα, και ότι το «εμείς» παρουσιάζεται πρίν από το «εγώ» και το «σύ». Η αφετηρία άλλωστε αυτή υπάρχει και στη μυθική σκέψη και στις ρίζες της ανθρώπινης ζωής(π. χ. τρόπος σκέψεως του παιδιού). Ο άνθρωπος δεν υφίσταται ως μονάδα, αλλ’ ως πρόσωπο, σε σχέση και κοινωνία με άλλα πρόσωπα και με ολόκληρο τον κόσμο. Και η κοινωνία δεν αποτελεί απλό άθροισμα ατόμων, αλλά πολύμορφο σύνολο προσώπων με αμοιβαίες αλληλεξαρτήσεις και αλληλεπιδράσεις» 310.[ΜΑΛΛΟΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΗ ΣΥΓΧΥΣΗ. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ, ΕΓΩ, ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ; ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ; ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΚΙΝΗΤΑ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΉΤΑΝ ΦΤΩΧΟΊ ΚΑΊ ΜΩΡΟΊ ΜΑΛΛΟΝ ΘΑ ΕΝΝΟΕΙ Ο ΞΕΦΤΕΡΗΣ Ο ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ].]
γ. Ετυμολογία του όρου «κοινωνία προσώπων».
Για να γίνει αντιληπτή η έννοια της «κοινωνίας προσώπων», θα πρέπει να αναφερθούμε και στην ετοιμολογία της λέξης «πρόσωπον» και στη σημασία της. Από την αρχαιότητα ο Αριστοτέλης στο «Ιστορία των ζώων» (1,8,49 ib9), διατυπώνει την άποψη ότι το «πρόσωπον» αναφέρεται μόνο στον άνθρωπο επειδή έχει την δυνατότητα ν’ αντιλαμβάνεται το ον ως ον, να βρίσκεται απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι ως όντα , να έχει δηλαδή όψη και κατ’ επέκταση κοινωνία με κάποιον ή με κάτι.;;;[ ΛΟΙΠΟΝ ΜΑΛΛΟΝ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΔΙΑΒΑΖΑΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΩΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΑΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ!!!]
Κατά την Ορθόδοξο Χριστιανική Φιλοσοφία311, το «όν» εκείνο της δημιουργίας το οποίο έχει λογική, έχει επίγνωση υπάρξεως, έχει ελευθερία βουλήσεως, έχει δημιουργικότητα, κ.τ.λ., είναι το «πρόσωπον» ή «υπόστασις». Ο Τριαδικός Θεός του Χριστιανισμού ως γνωστόν είναι τρία πρόσωπα και γι’ αυτό το λόγο και αποκαλείται Τρισυπόστατος. Συνεπώς, κατά την Ορθόδοξο Χριστιανική Φιλοσοφία312 και Ηθική313, αλλά και την Κοινωνιολογία της θρησκείας314, η κοινωνία του Θεού με τα κτιστά λογικά όντα (αγγέλους και ανθρώπους), είναι «κοινωνία προσώπων», είναι «Εκκλησία»315.[ΕΝΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΓΙΑ ΚΛΑΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ, ΚΡΙΝΕΙ ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ.]
δ. Εκκλησία και πρόσωπο
Με την προσωποκεντρική και κενωτική θεώρηση του Τριαδικού θεού, αντανακλάται η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας από τη θεώρηση αυτή του προσώπου. Σε αντίθεση με την δυτική θεολογία, η ορθόδοξη θεολογία προβάλλει την πρωταρχική σπουδαιότητα του προσώπου.[ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ] Η ενότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδος ανάγεται στο πρόσωπο του Πατρός, που γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα.[ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΤΟΝΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ. ΜΠΡΑΒΟ ΣΤΟΧΑΣΤΗ ΓΙΑΤΙ ΕΙΧΑΜΕ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ.] «Έτσι υποδηλώνεται και η κατάφαση στο παράδοξο της εν κοινωνία ζωής, που πραγματοποιείται με την κενωτική κοινωνία των προσώπων, αλλά και με την απόλυτη διατήρηση της προσωπικής ετερότητας και πληρότητάς τους μέσα σε αυτήν316». Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι εάν βλέπουμε την κοινωνία ως σύνολο προσώπων και το πρόσωπον ως προηγούμενο, ως δομικό υλικό της κοινωνίας, είναι μόνο δια τον εγωκεντρισμό μας. Τόσο η οντογένεση του προσώπου, όσο και η γέννηση της προσωπικής ηθικής ευθύνης, προϋποθέτουν μία κοινωνία. Το πρόσωπο έπεται της κοινωνίας και αναδεικνύεται εντός της κοινωνίας ως πρόσωπο. Ο Αδάμ προήλθε κατόπιν του «ποιήσωμεν άνθρωπον»317. Η Εύα κατόπιν του «ου καλόν τον άνθρωπον μόνον είναι»318. Οι απόγονοι των πρωτοπλάστων τέλος από την κοινωνία των πρωτοπλάστων.[ΑΦΟΥ ΒΕΒΑΙΩΣ Ο ΑΔΑΜ ΕΙΧΕ ΚΥΤΤΑΞΕΙ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΡΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΝ ΕΥΑ. ΜΑΣ ΑΡΕΣΟΥΝ ΚΑΙ ΕΜΑΣ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ] Εδώ για αποφυγή παρεξηγήσεως, θα πρέπει να τονιστεί, ότι η όποια προτεραιότητα του προσώπου ανάγεται μόνο σε ανθρωπολογικό επίπεδο. Όσον αφορά τις ενδοαγιοτριαδικές σχέσεις, η ορθόδοξη πατερική γραμματεία, δεν έθεσε ποτέ θέμα προτεραιότητας φύσεως ή προσώπου.
ε. Οντολογική διάσταση της πίστεως
Η διάκριση ουσίας και ενεργειών στο Θεό, από εδώ ξεκινάει και η μεγάλη διαφορά με την δυτική εκκλησία, μας δίνει την δυνατότητα, μέσα από αυτό το γεγονός να αντιληφθούμε όχι μόνο την θεωρητική, αλλά και την οντολογική διάσταση της πίστεως, η οποία εκφράζεται ως κοινωνία αγάπης με τον Θεό, μια εξάπαντος όχι κοινωνία κατά φύσιν, αλλά μια κατά χάριν και υιοθεσία κοινωνία προσώπων. Έξω από αυτήν την οντολογική σχέση και την δυνατότητα προσωπικής όχι μόνο υπάρξεως αλλά και κοινωνίας, υπάρχει μόνο το απόλυτο μηδέν. Αν ο άνθρωπος αποξενώσει τον εαυτό του από την σχέση του αυτή με τον Θεό, τότε τείνει προς το σημείο από το οποίο ξεκίνησε, το απόλυτο μηδέν. Ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο σαν ένα απρόσωπο όν, αλλά σαν ένα μοναδικό και συνάμα καθολικό όν, ένα δηλαδή προσωπικό όν, μετά του οποίου να μπορεί να διαλεχθή, εξ ου και η ονοματοδοσία του πρώτου ανθρώπου του Αδάμ: «Όνομα τω κτισθέντι ανθρώπω, ούχ ο τις. Αλλ’ ο καθόλου εστίν».319 [Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ; ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΡΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟ;]
[ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΘΑ ΕΚΤΙΜΟΥΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΑΤΥΡΑ, ΝΤΥΜΕΝΗ ΕΝΔΥΜΑ ΦΩΤΟΣ.]
304. Παρότι είναι ευρέως γνωστή και αποδεκτή η θέση αυτή για την σημασία της λέξεως Εκκλησία στην αρχαία Ελλάδα, παραθέτουμε εδώ μόνο ένα σχόλιο από την εξαίρετη εργασία του HEINZ-GUNTHER NESSELRATH, Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία, τόμος Α’ Αρχαία Ελλάδα, Επιμέλεια Δ. ΙΑΚΏΒ-Α. ΡΕΓΚΆΚΟΣ, Εκδ. Δ. Παπαδήμα, Αθήνα 2005, σελ. 388: «Αλλά και στην κατώτερη τάξη των θειτών ο Σόλων παραχώρησε τη συμμετοχή στην συνέλευση του Δήμου (εκκλησία) και στο λαϊκό δικαστήριο (ηλιαία) προσφέροντας έτσι εντελώς συνειδητά τη βάση για την ενεργό συμμετοχή τους στην πολιτική (βλ. π.χ. Σόλων απ. 5 West).
305. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια(Θ.Η.Ε.), εκδ. Α. Μαρτίνος 1962-1968, τομ 5, σ.σ. 465-467.
306. Α. ΓΙΈΒΤΙΤΣ, Η εκκλησιολογία του Απ. Παύλου, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1984, σ.σ. 98-101.
307. Ι. ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΈ, Λόγος Θεολογίας Β΄, Θεσ/νίκη 2009 σ. 27, 30, 34 αντίστοιχα.
308. Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄ εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2010, σ.σ.355-356, «Αν προσέξει κανείς τα βιβλικά κείμενα, που κάνουν λόγο για το λαό του Θεού, για την κοινότητα του λαού, για το σώμα αυτής της κοινότητας, και τα συγκρίνει με τα αντίστοιχα πατερικά κείμενα κάθε είδους, ακόμα και τα λειτουργικά, θα διαπιστώσει ότι όλη η αποκάλυψη του Θεού ως αλήθειας και αγαθότητας, αναφέρεται στην κοινωνία των λογικών και νοερών όντων, η οποία αποτελεί την Εκκλησία. Θα έλεγε κανείς πως ο Θεός δημιούργησε την Εκκλησία, και μονάχα αυτήν. Όλα τα άλλα είναι χώρος της Εκκλησίας, αυτής της κοινωνίας των όντων, κατά το πρότυπο της αγαπητικής κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδα…… Ολόκληρη η κτίση δεν θα ήταν τίποτε ή καλύτερα δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση γνωριμίας και συνειδητής μετοχής στις ενέργειες του Θεού, αν δεν υπήρχε η Εκκλησία, αυτή η κοινωνία των λογικών και νοερών όντων.». σ. 365, «Η κοινωνία των λογικών και νοερών όντων, ως ένα σώμα, σε ναι πορεία μέσα στον αισθητό και νοητό χώρο όλης της κτίσης, λογίζεται ως Εκκλησία. Αυτός άλλωστε είναι ο κεντρικός σκοπός της δημιουργίας.».
309. Α.ΚΕΣΕΛΌΠΟΥΛΟΥ.: Προτάσεις ποιμαντικής θεολογίας ,εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2009 σελ.201-202. Ομοίως και Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και συμβολική θεολογία Γ΄ εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 1997, σ. 43. Στο ίδιο πλαίσιο είναι και η άποψη του γνωστού Ρώσου θεολόγου Α. ΣΜΈΜΑΝ, από το έργο του: Ευχαριστία (Μετάφραση από τα αγγλικά: Ιωσήφ Ροηλίδης) εκδ.: Ακρίτας, Αθήνα 2000 σελ.:21: « Κανείς ούτε από τους κληρικούς ούτε από τους λαϊκούς, δεν την αντιλαμβάνεται με το πνεύμα που φανερώνει η ευχαριστιακή ευχή: «Ημάς δε πάντας, τους εκ του ενός Άρτου και του Ποτηρίου μετέχοντας, ενώσαις αλλήλοις εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν».» και στην σελ.: 26 «Τελικά όλες αυτές οι ευχές περιέχουν την «εν αλλήλοις» δοξολογία, την «εν αλλήλοις» μετάνοια, την «εν αλλήλοις» ευχαριστία, την «εν αλλήλοις» κοινωνία-« Ημάς δε πάντας, τους εκ του ενός Άρτου και του Ποτηρίου μετέχοντας, ενώσαις αλλήλοις εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν». Χ.ΣΤΑΜΟΎΛΗ.: Φύση και Αγάπη και άλλα μελετήματα, β΄ εκδ.: το παλίμψηστον Θεσ/νίκη 2007, σ.59-60: «Είναι απόλυτα σαφές στην ορθόδοξη θεολογία, ότι η ενότητα των μελών της Εκκλησίας σε καμιά περίπτωση δεν καταργεί την «ιδία περιγραφή και υπόσταση» των προσώπων. Είναι αδύνατον π. χ. ο Παύλος να ονομάζεται Πέτρος, ή ο Πέτρος Παύλος, παρότι εξαιτίας της “δια Χριστόν ενώσεως” θεωρούνται οι δύο ως ένα. Θα λέγαμε αντιθέτως ότι η Εκκλησία μέσα από την ενότητα της, ή εξαιτίας της ενότητάς της αναδεικνύει τα μέλη της πρόσωπα. Τούτο, με άλλα λόγια, φανερώνει την Εκκλησία ως κοινωνία προσώπων, στον αντίποδα του απρόσωπου, της ανυπαρξίας και του μηδενισμού».
310. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΊΔΗ : Κοινωνιολογία του χριστιανισμού, εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2007 σ. 21.
311. Κ.Δ.ΓΕΩΡΓΟΎΛΗ, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2007 σ. 679, « Ο Λεόντιος θεωρεί την υπόστασιν ως όρον δηλούντα το ατομικώς υπάρχον συγκεκριμένον όν « Η μεν γαρ φύσις τον του είναι λόγον επιδέχεται, η δε υπόστασις και τον του καθ’ εαυτόν είναι» …. Σχετίζων δε την υπόστασιν με τα συμβεβηκότα λέγει ότι η υπόστασις είναι άθροισμα συμβεβηκότων, τα οποία δεν δύνανται να αποδοθούν εις άλλο υποκείμενον, αλλά μόνον εις εκείνο εις το οποίο προσιδιάζουν.», σελ. 689, "Οι Άγιοι Πατέρες, κατά τον Δαμασκηνόν, «παρεάσαντες τας πολλάς ερεσχελίας το ειδικώτερον είδος ουσίαν και φύσιν και μορφήν εκάλεσαν» (αφήσαντες τας πολλάς φλυαρίας ωνόμασαν το ειδικώτατον είδος ουσίαν και φύσιν και μορφήν). Εξισώνεται ούτω το «είναι» και το «πεφυκέναι», η φύσις και η ουσία. Κατόπιν τούτων η υπόστασις θεωρείται «ουσία μετά συμβεβηκότων», δυναμένη να υπάρξη αυτοτελώς. Ταύτην θεωρεί ο άνθρωπος αμέσως δια της πραγματικής αισθήσεως, «αισθήσει ήγουν ενεργεία». Η υπόστασις λέγεται και άτομον και πρόσωπον. «Χρή δε γινώσκειν ότι οι Άγιοι Πατέρες υπόστασιν και πρόσωπον και άτομον το αυτό εκάλεσαν. Το καθ’ εαυτό ιδιοσυστάτως εξ ουσίας και συμβεβηκότων υφιστάμενον και αριθμώ διαφέρον»."
312. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ, Ιστορία της φιλοσοφίας, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2009, σ. 558 «Η ενότητα αισθητού και νοητού, στις διαστάσεις του κόσμου, και η υπαρξιακή ενότητα του ανθρώπου, όπως όλα αυτά καθορίστηκαν πρωτύτερα με βάση τη σχέση κτιστού και ακτίστου, οδηγούν αβίαστα κατά την θεωρία και πράξη στην κατά φύση ένταξη των ανθρώπων σε σώμα κοινωνίας. Βέβαια τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης σχεδόν εξύμνησαν τη φυσική ορμή του ανθρώπου για σύσταση κοινωνίας. Η πατερική θεολογία και φιλοσοφία εντούτοις, ενώ καταρχήν δεν αρνείται, μάλλον τη δέχεται αυτονόητα, τούτη την ορμή, επισημαίνει την εξάρτησή της από τη σχέση Θεού και ανθρώπου…… Η εκκλησιολογία τονίζει με έμφαση τη χαρισματική κοινωνία, μέσω του συνεκτικού ιστού της αγάπης, της κοινότητας του σώματος του Χριστού, όπως αριστοτεχνικά την περιγράφει καταρχήν ο Απ. Παύλος (Α΄ Κορινθ. 12, 4-31)».
313. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΊΔΗ, Χριστιανική ηθική, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2009, σ. 49, «Στον χριστιανικό κόσμο ο άνθρωπος υπάρχει ως μέλος της Εκκλησίας, που είναι θεανθρώπινη κοινωνία ή κοινωνία θεώσεως. Στους κόλπους της κοινωνίας αυτής το ανθρώπινο πρόσωπο διανοίγεται στο άπειρο…. Έτσι η προσωπική ύπαρξη προσλαμβάνει δραματικό χαρακτήρα. Στην Εκκλησία το είναι δεν είναι απρόσωπο αλλά προσωπικό». Και σελ. 110 «Ο άνθρωπος δεν υπάρχει ως μονάδα, αλλά ως πρόσωπο σε σχέση και κοινωνία με άλλα πρόσωπα και με ολόκληρο τον κόσμο. Και η κοινωνία δεν υπάρχει ως απλό άθροισμα ατόμων, αλλά ως σύνολο προσώπων με αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις και αλληλεξαρτήσεις.»
314. Β. ΓΙΟΎΛΤΣΗ, Κοινωνιολογία της θρησκείας, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2007, σ.σ. 350-351 «Από το σημείο αυτό η θρησκευτική ομάδα μετασχηματίζεται σε αφετηρία για μία κίνηση προς τα έξω, προς τον κόσμο, κίνηση που διακρίνεται για την ευθύνη της μεταφοράς του μηνύματος σε “ευρύτερους ομόκεντρους κύκλους”. Ο “διδάσκαλος” “αποστέλλει” τους “μαθητές” του, που αποκτούν τώρα την ιδιότητα του “αποστόλου” ( Ματθ. 28,16-20). Με αυτόν το νέο χαρακτήρα ο αρχικός κύκλος μεταβάλλεται σε “εκκλησία”, σε “κοινωνία πιστών”, σε “περιούσιο λαό”, σε “εκλεκτό λήμμα”.
315. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΊΔΗ: Ορθόδοξη Θεολογία και Κοινωνική ζωή, εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 1996, σελ.: 92: «Ούτε η φθορά του χρόνου ούτε η απόσταση του χώρου ούτε η διάλυση του θανάτου είναι σε θέση να καταλύσουν το σώμα του Χριστού, τη Εκκλησία. Η Εκκλησία, ως θεανθρώπινη κοινωνία, συμπεριλαμβάνει την κοινωνία των ανθρώπων με το Θεό και μεταξύ τους. Η κοινωνία με τους ανθρώπους θεμελιώνεται και ολοκληρώνεται στην κοινωνία με το Θεό».
316. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΊΔΗ : Κοινωνιολογία του χριστιανισμού, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2007 σελ.:271-272.
317. Γένεσις Α΄, 26.
318. Αυτ. Β΄, 18.
319. ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΝΎΣΣΗΣ, Περί κατασκευής ανθρώπου, P.G. 44, 185.
305. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια(Θ.Η.Ε.), εκδ. Α. Μαρτίνος 1962-1968, τομ 5, σ.σ. 465-467.
306. Α. ΓΙΈΒΤΙΤΣ, Η εκκλησιολογία του Απ. Παύλου, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1984, σ.σ. 98-101.
307. Ι. ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΈ, Λόγος Θεολογίας Β΄, Θεσ/νίκη 2009 σ. 27, 30, 34 αντίστοιχα.
308. Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄ εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2010, σ.σ.355-356, «Αν προσέξει κανείς τα βιβλικά κείμενα, που κάνουν λόγο για το λαό του Θεού, για την κοινότητα του λαού, για το σώμα αυτής της κοινότητας, και τα συγκρίνει με τα αντίστοιχα πατερικά κείμενα κάθε είδους, ακόμα και τα λειτουργικά, θα διαπιστώσει ότι όλη η αποκάλυψη του Θεού ως αλήθειας και αγαθότητας, αναφέρεται στην κοινωνία των λογικών και νοερών όντων, η οποία αποτελεί την Εκκλησία. Θα έλεγε κανείς πως ο Θεός δημιούργησε την Εκκλησία, και μονάχα αυτήν. Όλα τα άλλα είναι χώρος της Εκκλησίας, αυτής της κοινωνίας των όντων, κατά το πρότυπο της αγαπητικής κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδα…… Ολόκληρη η κτίση δεν θα ήταν τίποτε ή καλύτερα δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση γνωριμίας και συνειδητής μετοχής στις ενέργειες του Θεού, αν δεν υπήρχε η Εκκλησία, αυτή η κοινωνία των λογικών και νοερών όντων.». σ. 365, «Η κοινωνία των λογικών και νοερών όντων, ως ένα σώμα, σε ναι πορεία μέσα στον αισθητό και νοητό χώρο όλης της κτίσης, λογίζεται ως Εκκλησία. Αυτός άλλωστε είναι ο κεντρικός σκοπός της δημιουργίας.».
309. Α.ΚΕΣΕΛΌΠΟΥΛΟΥ.: Προτάσεις ποιμαντικής θεολογίας ,εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2009 σελ.201-202. Ομοίως και Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και συμβολική θεολογία Γ΄ εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 1997, σ. 43. Στο ίδιο πλαίσιο είναι και η άποψη του γνωστού Ρώσου θεολόγου Α. ΣΜΈΜΑΝ, από το έργο του: Ευχαριστία (Μετάφραση από τα αγγλικά: Ιωσήφ Ροηλίδης) εκδ.: Ακρίτας, Αθήνα 2000 σελ.:21: « Κανείς ούτε από τους κληρικούς ούτε από τους λαϊκούς, δεν την αντιλαμβάνεται με το πνεύμα που φανερώνει η ευχαριστιακή ευχή: «Ημάς δε πάντας, τους εκ του ενός Άρτου και του Ποτηρίου μετέχοντας, ενώσαις αλλήλοις εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν».» και στην σελ.: 26 «Τελικά όλες αυτές οι ευχές περιέχουν την «εν αλλήλοις» δοξολογία, την «εν αλλήλοις» μετάνοια, την «εν αλλήλοις» ευχαριστία, την «εν αλλήλοις» κοινωνία-« Ημάς δε πάντας, τους εκ του ενός Άρτου και του Ποτηρίου μετέχοντας, ενώσαις αλλήλοις εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν». Χ.ΣΤΑΜΟΎΛΗ.: Φύση και Αγάπη και άλλα μελετήματα, β΄ εκδ.: το παλίμψηστον Θεσ/νίκη 2007, σ.59-60: «Είναι απόλυτα σαφές στην ορθόδοξη θεολογία, ότι η ενότητα των μελών της Εκκλησίας σε καμιά περίπτωση δεν καταργεί την «ιδία περιγραφή και υπόσταση» των προσώπων. Είναι αδύνατον π. χ. ο Παύλος να ονομάζεται Πέτρος, ή ο Πέτρος Παύλος, παρότι εξαιτίας της “δια Χριστόν ενώσεως” θεωρούνται οι δύο ως ένα. Θα λέγαμε αντιθέτως ότι η Εκκλησία μέσα από την ενότητα της, ή εξαιτίας της ενότητάς της αναδεικνύει τα μέλη της πρόσωπα. Τούτο, με άλλα λόγια, φανερώνει την Εκκλησία ως κοινωνία προσώπων, στον αντίποδα του απρόσωπου, της ανυπαρξίας και του μηδενισμού».
310. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΊΔΗ : Κοινωνιολογία του χριστιανισμού, εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2007 σ. 21.
311. Κ.Δ.ΓΕΩΡΓΟΎΛΗ, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2007 σ. 679, « Ο Λεόντιος θεωρεί την υπόστασιν ως όρον δηλούντα το ατομικώς υπάρχον συγκεκριμένον όν « Η μεν γαρ φύσις τον του είναι λόγον επιδέχεται, η δε υπόστασις και τον του καθ’ εαυτόν είναι» …. Σχετίζων δε την υπόστασιν με τα συμβεβηκότα λέγει ότι η υπόστασις είναι άθροισμα συμβεβηκότων, τα οποία δεν δύνανται να αποδοθούν εις άλλο υποκείμενον, αλλά μόνον εις εκείνο εις το οποίο προσιδιάζουν.», σελ. 689, "Οι Άγιοι Πατέρες, κατά τον Δαμασκηνόν, «παρεάσαντες τας πολλάς ερεσχελίας το ειδικώτερον είδος ουσίαν και φύσιν και μορφήν εκάλεσαν» (αφήσαντες τας πολλάς φλυαρίας ωνόμασαν το ειδικώτατον είδος ουσίαν και φύσιν και μορφήν). Εξισώνεται ούτω το «είναι» και το «πεφυκέναι», η φύσις και η ουσία. Κατόπιν τούτων η υπόστασις θεωρείται «ουσία μετά συμβεβηκότων», δυναμένη να υπάρξη αυτοτελώς. Ταύτην θεωρεί ο άνθρωπος αμέσως δια της πραγματικής αισθήσεως, «αισθήσει ήγουν ενεργεία». Η υπόστασις λέγεται και άτομον και πρόσωπον. «Χρή δε γινώσκειν ότι οι Άγιοι Πατέρες υπόστασιν και πρόσωπον και άτομον το αυτό εκάλεσαν. Το καθ’ εαυτό ιδιοσυστάτως εξ ουσίας και συμβεβηκότων υφιστάμενον και αριθμώ διαφέρον»."
312. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ, Ιστορία της φιλοσοφίας, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2009, σ. 558 «Η ενότητα αισθητού και νοητού, στις διαστάσεις του κόσμου, και η υπαρξιακή ενότητα του ανθρώπου, όπως όλα αυτά καθορίστηκαν πρωτύτερα με βάση τη σχέση κτιστού και ακτίστου, οδηγούν αβίαστα κατά την θεωρία και πράξη στην κατά φύση ένταξη των ανθρώπων σε σώμα κοινωνίας. Βέβαια τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης σχεδόν εξύμνησαν τη φυσική ορμή του ανθρώπου για σύσταση κοινωνίας. Η πατερική θεολογία και φιλοσοφία εντούτοις, ενώ καταρχήν δεν αρνείται, μάλλον τη δέχεται αυτονόητα, τούτη την ορμή, επισημαίνει την εξάρτησή της από τη σχέση Θεού και ανθρώπου…… Η εκκλησιολογία τονίζει με έμφαση τη χαρισματική κοινωνία, μέσω του συνεκτικού ιστού της αγάπης, της κοινότητας του σώματος του Χριστού, όπως αριστοτεχνικά την περιγράφει καταρχήν ο Απ. Παύλος (Α΄ Κορινθ. 12, 4-31)».
313. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΊΔΗ, Χριστιανική ηθική, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2009, σ. 49, «Στον χριστιανικό κόσμο ο άνθρωπος υπάρχει ως μέλος της Εκκλησίας, που είναι θεανθρώπινη κοινωνία ή κοινωνία θεώσεως. Στους κόλπους της κοινωνίας αυτής το ανθρώπινο πρόσωπο διανοίγεται στο άπειρο…. Έτσι η προσωπική ύπαρξη προσλαμβάνει δραματικό χαρακτήρα. Στην Εκκλησία το είναι δεν είναι απρόσωπο αλλά προσωπικό». Και σελ. 110 «Ο άνθρωπος δεν υπάρχει ως μονάδα, αλλά ως πρόσωπο σε σχέση και κοινωνία με άλλα πρόσωπα και με ολόκληρο τον κόσμο. Και η κοινωνία δεν υπάρχει ως απλό άθροισμα ατόμων, αλλά ως σύνολο προσώπων με αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις και αλληλεξαρτήσεις.»
314. Β. ΓΙΟΎΛΤΣΗ, Κοινωνιολογία της θρησκείας, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2007, σ.σ. 350-351 «Από το σημείο αυτό η θρησκευτική ομάδα μετασχηματίζεται σε αφετηρία για μία κίνηση προς τα έξω, προς τον κόσμο, κίνηση που διακρίνεται για την ευθύνη της μεταφοράς του μηνύματος σε “ευρύτερους ομόκεντρους κύκλους”. Ο “διδάσκαλος” “αποστέλλει” τους “μαθητές” του, που αποκτούν τώρα την ιδιότητα του “αποστόλου” ( Ματθ. 28,16-20). Με αυτόν το νέο χαρακτήρα ο αρχικός κύκλος μεταβάλλεται σε “εκκλησία”, σε “κοινωνία πιστών”, σε “περιούσιο λαό”, σε “εκλεκτό λήμμα”.
315. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΊΔΗ: Ορθόδοξη Θεολογία και Κοινωνική ζωή, εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 1996, σελ.: 92: «Ούτε η φθορά του χρόνου ούτε η απόσταση του χώρου ούτε η διάλυση του θανάτου είναι σε θέση να καταλύσουν το σώμα του Χριστού, τη Εκκλησία. Η Εκκλησία, ως θεανθρώπινη κοινωνία, συμπεριλαμβάνει την κοινωνία των ανθρώπων με το Θεό και μεταξύ τους. Η κοινωνία με τους ανθρώπους θεμελιώνεται και ολοκληρώνεται στην κοινωνία με το Θεό».
316. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΊΔΗ : Κοινωνιολογία του χριστιανισμού, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2007 σελ.:271-272.
317. Γένεσις Α΄, 26.
318. Αυτ. Β΄, 18.
319. ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΝΎΣΣΗΣ, Περί κατασκευής ανθρώπου, P.G. 44, 185.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου