Συνέχεια από: Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022
Nihilism Before Nietzsche
Michael Allen Gillespie
Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΞΑΠΟΛΥΜΕΝΟΙ
Ο ρωσικός μηδενισμός και η επιδίωξη του προμηθεϊκού
Οι νέοι άνθρωποι και η γένεση του μηδενιστικού κινήματος
Ο ρωσικός πολιτικός και διανοητικός ορίζοντας αναδιαμορφώθηκε αποφασιστικά κατά το δεύτερο ήμισυ του δέκατου ένατου αιώνα λόγω της αποτυχίας των επαναστάσεων του 1848 και την άνοδο στον θρόνο του φιλελεύθερου τσάρου Αλέξανδρου Β΄ το 1855. Για τους Ρώσους δυτικόφρονες η αποτυχία των επαναστάσεων στη Γερμανία και στη Γαλλία ήταν συντριπτική. Η διαφαινόμενη προδοσία των άλλων τάξεων από τους φιλελεύθερους υπονόμευσε τη συζήτηση για ένα συνασπισμό των τάξεων που υποστήριζαν οι δυτικόφρονες μετά τη δεκεμβριανή εξέγερση. Επίσης, σκλήρυνε την τοποθέτηση της μοναρχίας απέναντι στους διανοούμενους.
Η άνοδος του Αλέξανδρου Β' και η περίοδος της φιλελευθεροποίησης που τελείωσε με την απελευθέρωση των δουλοπάροικων στις 19 Φεβρουαρίου 1861 έμοιαζαν να είναι η απάντηση σε όσους εύχονταν τον εκδυτικισμό. Εδώ τουλάχιστον υπήρχε ένας τσάρος ο οποίος ήταν σε θέση να συμφιλιώσει τα διάφορα στοιχεία μιας ανορθολογικής κοινωνίας σε νέα ενότητα. Ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις του τσάρου ήσαν περιορισμένες και αντιμετωπίζονταν από τους ριζοσπάστες ως δόλιο τέχνασμα για να αποφευχθεί η πραγματική αλλαγή. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπήρχε μόνο ένας δρόμος για να αντιμετωπιστεί η μοναρχία, ο δρόμος της άρνησης, του επαναστατικού μετασχηματισμού υπό την ηγεσία των "νέων ανθρώπων".
Αυτοί οι νέοι άνθρωποι κατά την άποψή τους θα έπρεπε να διαφέρουν ριζικά από τους ριζοσπάστες ηγέτες του παρελθόντος, να μην είναι άνθρωποι των λόγων αλλά των έργων, ούτε αριστοκράτες ήδη συμβιβασμένοι εξ αιτίας του παρελθόντος τους, αλλά «άνθρωποι διαφορετικών τάξεων»· δεν θα ήταν «περιττοί άνθρωποι», αλλά ακατανίκητοι άνθρωποι με ανηλεή βούληση. Η πραγματική αλλαγή, σύμφωνα με τον Herzen, θα απαιτούσε «να δοθεί προτεραιότητα στην πράξη μάλλον παρά στη θεωρία». Μόνο κάποιος νέος Προμηθέας θα μπορούσε να επιτελέσει κάτι τέτοιο, και ο στόχος του μηδενιστικού κινήματος ήταν να τον απελευθερώσει από τον μοναρχικό βράχο όπου ήταν αλυσοδεμένος.
Ο ρωσικός μηδενισμός συχνά ταυτίζεται με τον παροξυσμό της άρνησης που συντάραξε τη χώρα από το 1858 έως το 1863, αλλά αυτή η περίοδος της άρνησης είναι μόνο η πιο ορατή έκφραση του μηδενισμού. Αποτελεί ωστόσο σωστό σημείο εκκίνησης για να εξετάσουμε το φαινόμενο, αφού χαρακτηρίζει τη στιγμή κατά την οποία ο μηδενισμός πέρασε από τη σφαίρα των ιδεών στην πραγματικότητα. Αυτή η περίοδος σφραγίζεται από την απόπειρα ενός μεγάλου μέρους της ρωσικής νεολαίας να απελευθερωθεί από τη μοναρχία και την ορθοδοξία. Στην πλειονότητά τους αυτοί οι νέοι δεν ήσαν αριστοκράτες αλλά γόνοι γιατρών, δικηγόρων και άλλων επαγγελματιών, συχνά με ανάλογη εκπαίδευση και οι ίδιοι, και απέρριπταν την παλαιότερη, αριστοκρατική ηγεσία των ριζοσπαστικών κινημάτων. Οι ελπίδες τους δεν στηρίζονταν σε κάποιες μεταρρυθμίσεις αλλά στο ολοκληρωτικό ξεκαθάρισμα του εδάφους για μια νέα αρχή.
Αυτό το μηδενιστικό κίνημα ουσιαστικά ήταν προμηθεικό. Ο Αρκάδι Κιρσάνοφ του Ivan Turgenev προσδιορίζει τον μηδενιστή ως «άνθρωπο ο οποίος δεν υποκύπτει σε καμία εξουσία, ο οποίος δεν εμπιστεύεται καμία αρχή, οποιοδήποτε κύρος κι αν έχει αυτή η αρχή». Ο Alexander Herzen διευρύνει αυτό τον ορισμό:
Ο μηδενισμός είναι λογική χωρίς δομή, είναι επιστήμη χωρίς δόγματα, είναι άνευ προϋποθέσεων υποταγή στην εμπειρία και η καρτερική αποδοχή όλων των συνεπειών, όποιες κι αν είναι, εάν προκύπτουν από παρατήρηση ή εάν απαιτούνται από τον Λόγο. Ο μηδενισμός δεν μετασχηματίζει κάτι σε τίποτα, αλλά δείχνει ότι το τίποτα που εκλαμβάνεται ως κάτι είναι οπτική απάτη και ότι κάθε αλήθεια, οσοδήποτε κι αν αντιφάσκει προς τις φανταστικές μας ιδέες, είναι ευεργετικότερη απ' ό,τι αυτές, και, εν πάση περιπτώσει, είναι ό,τι οφείλουμε να αποδεχθούμε.
Έχει συχνά υποστηριχθεί ότι ο ρωσικός μηδενισμός ελάχιστα απέχει από τον σκεπτικισμό ή τον εμπειρισμό. Μολονότι αυτός ο ισχυρισμός είναι αρκετά εύλογος, τελικά απο τυγχάνει να συλλάβει τον χιλιαστικό ζήλο που χαρακτήριζε τον ρωσικό μηδενισμό. Αυτοί οι μηδενιστές δεν ήσαν σκεπτικιστές αλλά περιπαθείς συνήγοροι της άρνησης και της απελευθέρωσης. Επιπλέον, η μεθοδολογική απόρριψη των παραδοσιακών εξουσιών συνδεόταν με μια απλοϊκή πίστη στον δικό τους διαφωτισμό, σε πλήρη αντίθεση με τον σκεπτικισμό, που εκδηλωνόταν ως ολοκληρωτική περιφρόνηση για τις γνώμες των αντιπάλων.
Ο Sergey Kravchinsky συνέλαβε επακριβέστερα αυτό το στοιχείο όταν το 1883 περιέγραφε τον μηδενισμό ως «περιπαθή και πανίσχυρη αντίδραση, όχι ενάντια στον πολιτικό δεσποτισμό, αλλά ενάντια στον ηθικό δεσποτισμό που ταλαιπωρεί την ιδιωτική και εσωτερική ζωή του ατόμου». Αυτό φανερώνει τη βασική απαίτηση του μηδενισμού για ριζική αυτονομία. Ενώ αυτή η αυτονομία απαιτούσε την άρνηση όλων των καταπιεστικών θεσμών, οι μηδενιστές ήσαν πεπεισμένοι ότι κάποιος λαμπρός κόσμος ελευθερίας ανέμενε στην άλλη πλευρά αυτής της θάλασσας των καταστροφών. Η καταστροφική στιγμή του μηδενισμού είναι απλώς το προανάκρουσμα μιας νέας αναδημιουργικής φάσης για την ανθρώπινη ζωή. Ακόμη και ένας αντίπαλος των ριζοσπαστών, ο Peter Boboriukin, αναγνώριζε ότι οι αρχές και οι τάσεις του μηδενισμού «είναι πολύ περισσότερο θετικές [...] παρά αρνητικές. Εάν οι μηδενιστές είχαν ως αφετηρία μια καταστροφική κριτική, αυτό συνέβαινε για να κατορθώσουν να εισαγάγουν με μεγαλύτερο ενθουσιασμό και φλογερή πίστη τους δικούς τους κανόνες και τα δικά τους δόγματα σε κάθε πλευρά της διδασκαλίας τους».
Υπάρχουν, βέβαια, προβλήματα με αυτή την εποικοδομητική ερμηνεία του ρωσικού μηδενισμού. Κατά πρώτον, η θετική ή εποικοδομητική πλευρά του μηδενισμού ποτέ δεν προσδιορίστηκε με σαφήνεια. Για μερικούς ριζοσπάστες ήταν κάποιος ασαφής σοσιαλισμός, βασιζόμενος στην ιδέα της αγροτικής κοινότητας (mir). Κάποιοι θεωρούσαν ως βάση για τη νέα τάξη μια διαχειριστική τάξη. Οι περισσότεροι μηδενιστές όμως ήσαν πεπεισμένοι πως αυτός ο θετικός στόχος θα διατυπωνόταν κατά το πρέπον εφ' όσον τα δεσμά της καταπίεσης διαλύονταν. Η αλλόκοτη έλξη που ασκούσε ο μηδενισμός πάνω στη ρωσική νεολαία δεν μπορεί επομένως να εξηγηθεί ως απλός ουτοπισμός. Ωστόσο είναι δυνατόν να εξηγηθεί ως απλή απόρριψη του πραγματικού κόσμου. Η άρνηση για τους μηδενιστές δεν είναι ποτέ σκέτη άρνηση, αλλά κατανοείται πάντοτε με φιχτιανό ή εγελιανό τρόπο ως το θεμέλιο της ελευθερίας. Αυτή η ελευθερία είναι συνάμα αρνητική και θετική, ελευθερία από τους μοναρχικούς περιορισμούς του παρελθόντος και ελευθερία για τα μέχρι τώρα αδιανόητα θαύματα του μέλλοντος. Συνδυάζει μεταστροφή και άρνηση με την πίστη ότι κάποιος καλύτερος κόσμος αναμένει στο βάθος του ορίζοντα.
Είναι, επίσης, αμφισβητήσιμο κατά πόσο οποιοδήποτε εποικοδομητικό πρόγραμμα συμβιβάζεται με τον πόθο των ριζοσπαστών για καθολική άρνηση, δηλαδή κατά πόσο η προμήθεϊκή φλόγα μπορεί να μετατραπεί σε παραγωγική δύναμη που βρίσκεται στην υπηρεσία του πολιτισμού από τη στιγμή που τέθηκε στην υπηρεσία της καταστροφής. Ο Gutzkow αμφισβητούσε ότι ήταν πιθανό να συμφιλιωθούν ο καταστροφικός και ο εποικοδομητικός μηδενισμός, αλλά ο σκεπτικισμός του είχε μικρή απήχηση ανάμεσα στους Ρώσους ριζοσπάστες.
Ο ρωσικός μηδενισμός προσέγγιζε τον αριστερό εγελιανισμό εν γένει, και τον Feuerbach ειδικότερα. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή με την εξέλιξη του γερμανικού αριστερού εγελιανισμού, που αποδεχόταν την αναγκαιότητα της διαλεκτικής ανάπτυξης στην ιστορία, και κατά συνέπεια έναν αυστηρό περιορισμό στην ελευθερία και στην ισχύ της ανθρώπινης βούλησης, ο ρωσικός μηδενισμός απέδιδε στον άνθρωπο μια σχεδόν απόλυτη εξουσία όσον αφορά τον μετασχηματισμό της κοινωνικής και πολιτικής ύπαρξής του. Η θεωρητική βάση γι' αυτή τη μηδενιστική έποψη ήταν η πίστη πως η ιστορία δεν καθοριζόταν από αμετάβλητους νόμους αλλά από ελεύθερα άτομα. Ο ρωσικός μηδενισμός υπ' αυτή την έννοια προσεγγίζει περισσότερο τον Fichte παρά τον γερμανικό αριστερό εγελιανισμό. Αυτό είναι ιδιαίτερα έκδηλο στη σκέψη του Bakunin, ο οποίος γνώρισε τη σκέψη του Fichte από τον Stankevich το 1836 και αναμφίβολα επηρεάστηκε από τις ιδέες του περί ελευθερίας και άρνησης για το υπόλοιπο της ζωής του. Αυτός ο φιχτιανός μετασχηματισμός του αριστερού εγελιανισμού οφειλόταν επίσης στην επήρεια των Γάλλων ουτοπικών σοσιαλιστών, συμπεριλαμβανομένων των Considerat, Leroux, Fourier, και κυρίως των Saint-Simon, Comte και Proudhon, οι οποίοι γενικά απέδιδαν μεγαλύτερη ικανότητα στην ελευθερία για παραγωγή αιτιών απ' ό,τι οι Γερμανοί και Πολωνοί αριστεροί εγελιανοί.
Αυτή η πίστη στη δύναμη της ανθρώπινης ελευθερίας για παραγωγή αιτιών ήταν θεμελιώδης για τον προμηθεϊσμό των ριζοσπαστών και επιβεβαίωσε την έποψή τους ότι η Ρωσία ήταν δυνατό να ακολουθήσει διαφορετική πορεία ανάπτυξης, παρακάμπτοντας τον καπιταλισμό και κινόμενη απ' ευθείας προς τον σοσιαλισμό. Αυτή η άποψη, που τη συμμερίζονταν ο Comte, ο Marx και αρκετοί Ρώσοι συντηρητικοί, υποβοηθήθηκε από την ευρεία πίστη στον σοσιαλιστικό χαρακτήρα της ρωσικής κοινότητας. Αυτή η αντίληψη βοηθά επίσης να εξηγηθεί η λαϊκιστική μορφή την οποία προσέλαβε ο ρωσικός μηδενισμός.
Η πίστη σε μια τέτοια μοναδική ευκαιρία προσδίδει κάποια αίσθηση απόγνωσης στο μηδενιστικό εγχείρημα. Η άμεση μετάβαση στον σοσιαλισμό ήταν δυνατή, αλλά αυτή η ευκαιρία δεν θα διαρκούσε για πάντα. Πολλοί πίστευαν ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού θα κατέστρεφε το mir (αγροτική κοινότητα) και θα έριχνε τη Ρωσία στα χέρια των αποτελεσματικών αλλά ανήθικων διαχειριστών. Η ριζική μεταρρύθμιση έπρεπε, λοιπόν, να λάβει χώρα άμεσα.
Η επικέντρωση στον σοσιαλιστικό χαρακτήρα της αγροτικής κοινότητας οδήγησε πολλούς ερευνητές στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο μηδενισμός ήταν απλώς ένα στοιχείο σε κάποιο ευρύτερο σοσιαλιστικό κίνημα. Πολλοί μηδενιστές δεν ήσαν λαϊκιστές ή σοσιαλιστές. Ακόμη και ανάμεσα στους μηδενιστές οι οποίοι ήσαν λαϊκιστές δεν ήσαν όλοι σοσιαλιστές. Εξ άλλου πολλοί ήσαν μόνο δευτερευόντως λαϊκιστές ή σοσιαλιστές. Ο κύριος στόχος τους ήταν μια άρνηση που απέβλεπε στην απελευθέρωση των προμηθεϊκών δυνάμεων του ανθρώπου. Αυτός ο σκοπός ήταν καθοριστικός, γιατί, αν απελευθερωνόταν ο Προμηθέας, καθετί άλλο θα ακολουθούσε· εάν όμως όχι, τότε τα πάντα θα ήταν επί ματαίω. Εξ αιτίας αυτού οι ριζοσπάστες ήσαν πρόθυμοι να δώσουν τη δυνατότητα σε μελλοντικές γενιές να προσδιορίσουν τη μορφή της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η απελευθέρωση όμως του Προμηθέα απαιτούσε άρνηση και μηδενισμό.
Αυτή η προμηθεϊκή θεώρηση της ανθρώπινης ελευθερίας καθιέρωσε μια ηθική επιταγή για τους ριζοσπάστες. Εάν η ιστορία καθοδηγείται από δυνάμεις που δεν υπόκεινται στον ανθρώπινο έλεγχο, όπως υποστήριζε ο Marx, τότε κανείς δεν είναι υπεύθυνος ή υποχρεωμένος να κάνει κάτι για το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Εάν, αντιθέτως, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαμορφώσει τη μοίρα του, τότε η επαναστατική δραστηριότητα είναι ηθικό καθήκον. Έτσι, ο Ν.Κ. Mikhailovsky υποστήριζε ότι καθετί που ματαιώνει την πρόοδο «είναι ανήθικο, άδικο, επιζήμιο, ανορθολογικό». Από αυτή την προοπτική, τα οικονομικά και πολιτικά δεινά είναι το αποτέλεσμα των ηθικών ελαττωμάτων του κοινωνικού σώματος και θα εξαλειφθούν με την κοινωνική μεταρρύθμιση. Η αφοσίωση στην επανάσταση έγινε, λοιπόν, η ανώτερη ηθική επιταγή και η στράτευση στην υπόθεση συγχωρούσε κάθε προσωπικό ελάττωμα.
Εάν η ανάπλαση της ανθρώπινης κοινωνίας στηρίζεται αποκλειστικά στην ανθρώπινη βούληση, τότε, συμπέραιναν οι μηδενιστές, τέτοιες αλλαγές είναι δυνατόν να επιτευχθούν άμεσα. Αυτό το συμπέρασμα φανερώνει κάποιο χιλιαστικό, ή έστω αποκαλυπτικό στοιχείο στη μηδενιστική σκέψη. Ο Nikolai Dobrolyubov, για παράδειγμα, υποστήριζε ότι θα ήταν αναγκαίο να περιμένουν περίπου μια νύχτα μόνο για τον κοινωνικό μετασχηματισμό τον οποίο ανέμεναν. Η βάση γι' αυτή την πίστη στο επικείμενο του νέου κόσμου ήταν η απλοϊκή πεποίθηση των μηδενιστών ότι η απόλυτη αλήθεια γύρω από τη φύση και τον άνθρωπο είχε ανακαλυφθεί και μπορούσε να τεθεί στην υπηρεσία της ανθρώπινης απελευθέρωσης. Μολονότι αυτή η ιδέα ανέτρεχε στον Hegel, τώρα βασιζόταν σε ένα ριζοσπαστικό υλισμό που ήταν αρκετά διαφορετικός από τον ιδεαλισμό του. Αυτή η στροφή στον υλισμό δεν ήταν κάποια ιδιαιτερότητα των Ρώσων μηδενιστών -οι αριστεροί εγελιανοί ακολούθησαν παρόμοια πορεία-, αλλά οι Ρώσοι μηδενιστές ήσαν περισσότερο φλογεροί και λιγότερο οξυδερκείς υλιστές σε σχέση με τους Γερμανούς ομοϊδεάτες τους. Στηριζόμενοι κυρίως στους Γερμανούς υλιστές Jacob Moleschott, Karl Vogt και Ludwig Büchner, οι μηδενιστές υποστήριζαν ότι οι φυσικές επιστήμες προετοίμαζαν τον δρόμο για τη χιλιετία. Η στροφή στον υλισμό συνδεόταν επίσης με την ανάπτυξη του αθεϊσμού. Ο μηδενιστικός αθεϊσμός ρίζωνε στην αριστερή εγελιανή σκέψη, αλλά έλαβε συγκεκριμένη μορφή χάρη στον υλισμό, ιδίως σε συνδυασμό με τον δαρβινισμό, που γινόταν όλο και πιο δημοφιλής ανάμεσα στους μηδενιστές. Σε θεολογικές διαλέξεις, για παράδειγμα, οι μηδενιστές συχνά κραύγαζαν ότι «ο άνθρωπος είναι σκουλήκι», εν είδει επίθεσης ενάντια στον ιδεαλισμό και στη θρησκεία.
Οι ηγέτες του μηδενιστικού κινήματος συνδέονταν με δύο ανταγωνιστικά περιοδικά. Το σπουδαιότερο από αυτά ήταν ο Σύγχρονος, το οποίο εκδιδόταν από τους Nikolai Chernyshevsky και Nikolai Dobrolyubov. Οι δύο αυτοί άνδρες προορίζονταν για κληρικοί, αλλά, αφότου διάβασαν Hegel και Feuerbach, εγκατέλειψαν τη θρησκεία και στράφηκαν στη ριζοσπαστική κοινωνική μεταρρύθμιση. Αφοσιώθηκαν στον αγροτικό σοσιαλισμό και αντιμάχονταν τους Δεκεμβριστές, τους επαναστάτες του 1848 και τους φιλελεύθερους, οι οποίοι εξασφάλισαν τη χειραφέτηση των δουλοπάροικων, θεωρώντας τους όχι μόνο άχρηστους αλλά και διεφθαρμένους, υποκριτές πολιτικούς. Ο φιλελευθερισμός κατά την άποψή τους ήταν απλώς απάτη, για τον εξανδραποδισμό των ανθρώπων κάτω από τη σημαία των δικαιωμάτων. Ό,τι χρειαζόταν δεν ήταν οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις αλλά η ριζική επανάσταση. Αυτή η επανάσταση όμως θα υποδαυλιζόταν από κάποιο νέο τύπο ανθρώπου, από ανθρώπους των έργων και όχι των λόγων, οι οποίοι χαρακτήριζαν την προηγούμενη γενιά. Έτσι, ο Chernyshevsky παρουσίαζε τον Ροβεσπιέρρο και τον Luis-Auguste Blanqui ως υποδείγματα για τους μηδενιστές. Από αυτή την άποψη απηχούσε περισσότερο τις θέσεις του Carlyle παρά του Marx. Γνώριζε ελάχιστα από οικονομία και πίστευε πως η κατεύθυνση της ιστορίας δεν καθοριζόταν από αφηρημένες οικονομικές δυνάμεις αλλά από μεγάλους ανθρώπους.
Η άλλη πτέρυγα του μηδενιστικού κινήματος, καθοδηγούμενη από τον Dmitri Pisarev και το περιοδικό του Ρωσικός Κόσμος, ήταν λιγότερο λαϊκιστική απ' ό,τι η ομάδα του Σύγχρονου. Ο Pisarov πίστευε ότι η Ρωσία μπορούσε να μετασχηματιστεί μόνο από κάποια πνευματική ελίτ. Είχε επηρεαστεί από την αριστερή εγελιανή ιδέα μιας ηγετικής, καθολικής τάξης, αλλά στηριζόταν ακόμη πιο πολύ στην ιδέα του Comte για κάποια άρχουσα επιστημονική ελίτ. Αυτή η ελίτ όμως θα εμφανιζόταν μόνο ως αποτέλεσμα της καθολικής άρνησης για την υπάρχουσα τάξη: «Με μια λέξη, ιδού το τελεσίγραφο της παράταξής μας: ό,τι μπορεί να συντριβεί πρέπει να συντριβεί ό,τι μπορεί να αντέξει ας παραμείνει· ό,τι γίνεται κομμάτια είναι σκουπίδι· σε κάθε περίπτωση χτύπα δεξιά, χτύπα αριστερά, από τούτο κανένα κακό δεν συνέβη, ούτε θα συμβεί». Ο Pisarev είχε πειστεί ότι μονάχα ο ισχυρός θα άντεχε τέτοια καταστροφή και ότι θα έπρεπε επομένως να άρχει κάποια ελίτ. Οι οπαδοί του ἦσαν αφοσιωμένοι σε αυτή την αρνητική κατεύθυνση, και οι Varfolomey Zaytsev και Nikolai Sokolov, για παράδειγμα, έγιναν μαθητές του Bakunin μετά τον θάνατο του Pisarev.
Μολονότι οι δύο ηγετικές μηδενιστικές ομάδες διαφωνούσαν σε επιμέρους ζητήματα, αμφότερες επιδίωκαν να απελευθερώσουν την προμηθεϊκή δύναμη του ρωσικού λαού καταστρέφοντας την υπάρχουσα τάξη. Καμία από αυτές τις ομάδες δεν ήταν πολιτικά αποτελεσματική, επειδή καμία δεν ενδιαφερόταν για πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή η περίεργη έλλειψη ενδιαφέροντος ήταν προφανώς το αποτέλεσμα της πίστης τους ότι η πολιτική συνδεόταν με κάποιο ξεπερασμένο στάδιο της ανθρωπότητας. Οι άνθρωποι ήσαν ελεύθεροι και μπορούσαν να διαμορφώσουν το πεπρωμένο τους με την πιο μεστή έννοια του όρου. Εάν δεν το είχαν κάνει ήδη, αυτό συνέβαινε επειδή ήσαν εξαχρειωμένοι. Με τέτοιου είδους ανθρώπους δεν ήταν δυνατόν να γίνει κανένας συμβιβασμός. Μια νέα αρχή απαιτούσε τη συντριβή αυτών των ανθρώπων και των θεσμών τους. Η επανάσταση ήταν ηθική επιταγή.
Η ηθικότητα, λοιπόν, εμψυχώνει μια ιδεολογική πολιτική η οποία δεν παρακινείται από τον πόθο για εξουσία αλλά από έναν αποστολικό ζήλο που προτίθεται να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο προκειμένου να αφυπνίσει τους βάρβαρους και να διασφαλίσει τη σωτηρία. Εμπνεόμενη από τον Chernyshevsky, μια μικρή παράνομη οργάνωση, η «Νεαρή Ρωσία», είχε ήδη δημιουργηθεί το 1860 υπό την ηγεσία του P.G. Zaichnevsky. Άμεσος στόχος της ήταν «μια αιματηρή και αμείλικτη επανάσταση, που θα άλλαζε ριζικά τα θεμέλια της σύγχρονης κοινωνίας».
Αυτή η ιεραποστολική πολιτική αποδεικνύει το γεγονός ότι ο μηδενισμός δεν είναι κάποιο απλό δόγμα άρνησης αλλά ένα νέο είδος θρησκείας, ό,τι ο Comte αποκαλούσε θρησκεία της ανθρωπότητας. Ακόμη κι ένας αντίπαλος των μηδενιστών όπως ο Katkov αναγνώριζε ότι ο μηδενισμός ήταν «διαψευσμένη θρησκεία, πλήρης εσωτερικών αντιφάσεων και ασυναρτησιών, αλλά παρ' όλα αυτά θρησκεία, που διαθέτει τους δικούς της δασκάλους και φανατικούς [...]· η θρησκεία της άρνησης στρέφεται ενάντια σε όλες τις εξουσίες, αλλά η ίδια βασίζεται στην υπακοή στην εξουσία. Καθετί το οποίο έχει αρνητικό χαρακτήρα είναι eo ipso αδιαφιλονίκητο δόγμα στα μάτια αυτών των αιρετικών». Ο Katkoν πίστευε ότι σε αυτή τη νέα θρησκεία ελλοχεύει ο κίνδυνος να μεγαλοποιηθούν οι δυνάμεις της ανθρώπινης βούλησης, μολονότι αυτός ακριβώς ο προμηθεϊσμός καθιστούσε ελκυστικό το μηδενιστικό κίνημα.
Οι μηδενιστές πίστευαν ότι τα πρότυπα του νέου προμηθεϊκού ανθρωπισμού υφίσταντο ήδη στα στελέχη του επαναστατικού κινήματος. Αυτά τα προμηθεϊκά στελέχη αποκαλούνταν «νέοι άνθρωποι» από τον Chernyshevsky, "το σκεπτόμενο προλεταριάτο" από τους Pisarev και Nikolai Shelgunov,"κριτικά σκεπτόμενες προσωπικότητες" από τον P.L. Lavrov και «πρωτοπόροι του πολιτισμού» από άλλους. Ο Ν.Κ. Μikhailovsky τους αποκαλούσε διανόηση.
Η διανόηση, λοιπόν, εκλαμβανόταν ως η νέα καθολική τάξη, όμοια με τους λογίους του Fichte, τους δημόσιους λειτουργούς του Hegel και το προλεταριάτο του Marx. Για τον Pisarev και άλλους ήσαν οι προμηθεϊκοί ήρωες που καθοδηγούσαν την παγκόσμια ιστορία. Ο Hegel είχε υποστηρίξει πως η εποχή των κοσμοϊστορικών ατόμων παρήλθε επειδή η ιστορία τελείωσε. Η ανθρωπότητα επομένως απαιτούσε μόνο μια ορθολογική δημόσια υπηρεσία για να διατηρεί την τάξη που είχε καθιδρυθεί. Οι αριστεροί εγελιανοί υποστήριζαν, αντιθέτως, ότι η ιστορία δεν είχε τελειώσει ακόμη και θα τελείωνε εφ' όσον η πραγματικά καθολική τάξη, στην περίπτωση του Marx το προλεταριάτο, θα γινόταν κυρίαρχη. Η ιδέα του Hegel για τα κοσμοϊστορικά άτομα στα χέρια των αριστερών εγελιανών μετατράπηκε στην ιδέα της κοσμοϊστορικής τάξης. Οι Ρώσοι μηδενιστές ακολούθησαν αυτή την κατεύθυνση, αλλά αντικατέστησαν το προλεταριάτο, που ούτως ἡ άλλως σχεδόν ήταν ανύπαρκτο στη Ρωσία, με τους αγρότες.
Ούτε το προλεταριάτο ούτε οι αγρότες, ωστόσο, ήταν σε θέση να δράσουν χωρίς να αποκτήσουν ταξική συνείδηση, και αυτό θα επιτυγχανόταν μόνο υπό την ηγεσία υπερανθρώπων που μετασχηματίζουν τον κόσμο. Ο Marx πίστευε ότι αυτοί οι ηγέτες θα προέρχονταν από το προλεταριάτο και τους αστούς ιδεολόγους οι οποίοι συνδέθηκαν με τους προλετάριους στον κοσμοϊστορικό αγώνα τους ενάντια στην αστική τάξη. Οι Ρώσοι μηδενιστές πίστευαν ότι αυτοί οι ηγέτες θα προέρχονταν από τη διανόηση, την οποία αντιλαμβάνονταν ως κάποιο είδος μοναστικής τάξης τα μέλη της οποίας ήσαν έτοιμα να θυσιάσουν τη ζωή τους στην υπηρεσία της σπουδαίας ηθικής σταυροφορίας για την ανθρώπινη απελευθέρωση. Κατά τη γνώμη τους, αυτή η τάξη θα δημιουργούσε νέα υπερανθρωπότητα και κατόπιν θα συγχωνευόταν με αυτή. Επομένως οι επαναστάτες ηγέτες δεν διέφεραν από εκείνους που θα δημιουργούσαν· ήσαν απλώς ηρωικότεροι εξ αιτίας των δυσκολιών τις οποίες έπρεπε να αντιμετωπίσουν. Ο ηρωισμός της διανόησης ήταν συνάμα η πηγή της τραγωδίας τους, γιατί ως κατ' ουσίαν αρνητική δύναμη μπορούσαν μόνο να προλειάνουν το έδαφος γι' αυτό τον νέο κόσμο μέσω της καθολικής άρνησης. Η διανόηση ήταν, λοιπόν, καταδικασμένη να εξαφανιστεί, ή, όπως το θέτει ο Herzen, να να καταβροχθιστεί από τον κόσμο που δημιούργησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου