Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2023

Καρλ Πόπερ: Οι Αρχές της Διαψευσιμότητας (2)

 Συνέχεια από: Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2023

Ο Αυστριακός φιλόσοφος Καρλ Πόπερ (1902 – 1994)
(Γερμανικά: Karl Raimund Popper)

Καταγόταν από εβραϊκή οικογένεια ευρείας μόρφωσης και κοινωνικής δραστηριότητας. Στην οικογένειά του υπήρχε μουσική παράδοση και ο ίδιος καλλιεργούσε την μουσική. Ενάντια στην απαισιοδοξία που ακολούθησε την κατάρρευση της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας και για να διαφοροποιήσει τον εαυτό του από τους αλαζονικούς διανοούμενους της εποχής, αποφάσισε ο Πόπερ να γίνει εργάτης και να μάθει χειρωνακτικό επάγγελμα. Έτσι, παράλληλα με τις σπουδές τού εκπαιδευτικού θετικών επιστημών, έγινε και μαραγκός. Στην συνέχεια δίδαξε σε Γυμνάσια της Βιέννης Μαθηματικά και Φυσική.

Ο Πόπερ έγραψε ότι την ζωή του χάραξαν τρεις εμπειρίες, οι οποίες τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κάποια οριστική και αμετάβλητη αλήθεια και ότι ο δογματισμός πρέπει να απορρίπτεται. Οι εμπειρίες αυτές ήταν: Ο θάνατος περίπου 20 νεαρών εργατών και ο βαρύς τραυματισμός άλλων 70 το 1919 κατά τις οδομαχίες στην Βιέννη για την απελευθέρωση εργατών που είχαν συλληφθεί σε διαδηλώσεις και ήταν κρατούμενοι σε ένα αστυνομικό τμήμα, η «Θεωρία της Σχετικότητας» του Αϊνστάιν και η συνάντησή του με τον Άλφρεντ Άντλερ.

Οι φιλοσοφικές και επιστημονικές ανησυχίες του Πόπερ και οι πνευματικές του ικανότητες δεν του επέτρεψαν να επαναπαυτεί στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού και τον οδήγησαν σε συμπληρωματικές σπουδές και μελέτες, με αποτέλεσμα να αναδειχθεί σ’ έναν από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της γνωσιολογίας και της κοινωνιολογίας του 20ού αιώνα, με έργο που καλύπτει τη φιλοσοφία των επιστημών, τη λογική, τη φιλοσοφία των μαθηματικών, της φυσικής και της βιολογίας, τη φιλοσοφία του νου, την πολιτική και την κοινωνική φιλοσοφία, τη φιλοσοφία της τέχνης, την ηθική φιλοσοφία και τη φιλοσοφία του αρχαίου ελληνικού κόσμου.

Την δεκαετία του 1930 ο Πόπερ ταξίδευσε στην Αγγλία, όπου συναντήθηκε με τους Schroedinger, Russell, Hayek και Gombrich, με τους οποίους είχε σημαντικές συζητήσεις για τη σύγχρονη φυσική της εποχής. Επισκέφτηκε, επίσης, την Κοπεγχάγη όπου γνώρισε τον Niels Bohr και εντυπωσιάστηκε από το επίπεδο ανάπτυξης της κβαντικής φυσικής στον κύκλο του, αν και ο ίδιος ο Πόπερ υποστήριζε μια διαφορετική εκδοχή αυτού του επιστημονικού τομέα.

Το έτος 1937 όμως ο Πόπερ κατέφυγε στο εξωτερικό, αρχικά στη Νέα Ζηλανδία, για να αποφύγει τις μεγάλες διώξεις των Εβραίων που ετοίμαζε το ναζιστικό κόμμα στην ενοποιημένη πλέον Γερμανία-Αυστρία. Από το 1946 μέχρι το θάνατό του ζούσε ο Πόπερ στην Αγγλία, όπου δίδασκε ως καθηγητής στο «London School of Economics and Political Sciences».

Η ανοικτή και κλειστή κοινωνία κατά τον Popper

Ο Πόπερ εισήγαγε και καθιέρωσε με το βιβλίο του «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της», το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1945 και επανεκδόθηκε συμπληρωμένο το 1952, τις έννοιες της ανοικτής και κλειστής κοινωνίας. Ως το αρχέτυπο της «κλειστής κοινωνίας», κατά τον Πόπερ, ορίζεται η κοινότητα του γένους ή της φυλής, στην οποία τα πάντα ρυθμίζονται από την θρησκεία, τις μαγικοθρησκευτικές απαγορεύσεις και όπου η εξουσία και η γενικότερη κοινωνική ζωή λειτουργεί με τέτοιους όρους, ώστε δεν υπάρχει η δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών από τα άτομα. Η κοινότητα-κοινωνία δηλαδή, λειτουργεί σχεδόν σαν βιολογικός οργανισμός, στον οποίο τα άτομα παίζουν το ρόλο των σωματικών μελών, όπου τα πάντα παραμένουν ομοιόμορφα, σταθερά και αναλλοίωτα και όπου δεν υπάρχει ούτε ατομική ελευθερία, ούτε δημιουργικότητα, ούτε δυνατότητα εξέλιξης προς ανώτερες κοινωνικές μορφές.

Δηλαδή, στο βιβλίο “Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της” ο κριτικός ορθολογισμός του Πόπερ επεκτείνεται όχι μόνο στα επιστημονικά μέχρι τότε πεδία, αλλά και στα κοινωνικά πράγματα. Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο Χανς Άλμπερτ

«Η Ανοιχτή κοινωνία, σχετίζεται με την Λογική της επιστημονικής ανακάλυψης, καθώς η κριτική διάθεση απέναντι στην επιστήμη επεκτείνεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Μια ανοιχτή κοινωνία είναι μια κοινωνία στην οποία είναι δυνατή η κριτική σε σχέση όχι μόνο με τους επιστημονικούς ισχυρισμούς αλλά και με τις πολιτικές προτάσεις. (…) Η ίδια η επιστήμη αντιπροσωπεύει ένα μοντέλο ανοιχτής κοινωνίας. Η θεωρία της επιστήμης βρίσκεται αναμφίβολα στο βάθος της ανοιχτής κοινωνίας» (συνέντευξη στο περιοδικό «Reset»).

Ο μεγαλύτερος εχθρός μιας ανοιχτής κοινωνίας είναι οι μεταφυσικές προτάσεις, εκείνες που δεν μπορούν να κριθούν από την πραγματικότητα. Αν αυτές, μάλιστα, γίνουν πλειοψηφικές τότε οδηγούμαστε στον ολοκληρωτισμό. Δεν υπάρχει επιχείρημα ανατροπής τους. Και ο δρόμος προς την δουλεία έχει πάρει ιστορικά πολλές μορφές, αλλά πάντα είχε ένα αποτέλεσμα.

Η κλειστή κοινωνία – Σπάρτη, απολυταρχικά σοβιετικού τύπου καθεστώτα, Πλάτων, Hegel


Η «κλειστή» αυτή κοινωνία είναι από την φύση της συντηρητική-αντιδραστική και η άσκηση της εξουσίας σε αυτήν είναι προσανατολισμένη ακριβώς στην κατάπνιξη οποιασδήποτε διάθεσης για αλλαγή. Η «κλειστή κοινωνία» ανατράπηκε δύο φορές στην ιστορία: στην ελληνική κλασική Αρχαιότητα, στην πόλη-κράτος της Αθήνας του 5ου αιώνα π.κ.ε. και στους νεότερους χρόνους, μετά την Αναγέννηση, με την ανάπτυξη των ελεύθερων κοινωνικών σχέσεων, του ανθρωπισμού και της δημοκρατίας. Και στις δύο ιστορικές περιπτώσεις, σημαντικό ρόλο για την εμφάνιση της νέας «ανοιχτής κοινωνίας» έπαιξε η ανάπτυξη του εμπορίου και της επικοινωνίας ανάμεσα στους λαούς, των τεχνικών εφευρέσεων και της επιστήμης, της κοσμικής (=μη θρησκευτικής) σκέψης και της πολιτικής.

Εξ αντιδιαστολής, ως «ανοιχτή» νοείται η κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας τα άτομα δικαιούνται και συχνά είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν προσωπικές αποφάσεις για όλα τα ζητήματα. Η εμφάνιση της «ανοιχτής κοινωνίας», κατά τον Πόπερ, αποτελεί μια τεράστια επανάσταση στον τρόπο δόμησης της κοινωνικής ζωής και δραστηριότητας, η οποία βέβαια συναντά την αντίδραση των «κλειστών κοινωνιών» που προϋπάρχουν και στηρίζονται από δύο κατηγορίες ανθρώπων, ανασφαλείς και ιδιοτελείς.

Έτσι η εμφάνιση της ανοιχτής κοινωνίας της κλασικής αρχαίας Αθήνας προκάλεσε την αντίδραση των κλειστών (ολιγαρχικών) κοινωνιών της ελληνικής Αρχαιότητας, επικεφαλής των οποίων τέθηκε η Σπάρτη. Σύμφωνα με τον Πόπερ η πολιτική της Σπάρτης βασιζόταν στις ακόλουθες αρχές, οι οποίες χαρακτηρίζουν και όλες τις κλειστές κοινωνίες:

*Υπεράσπιση της εσωτερικής οργάνωσης της κοινωνίας και αποφυγή κάθε είδους εξωτερικών επιδράσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην χαλάρωση των αυστηρών μαγικοθρησκευτικών κοινοτικών ταμπού, με βάση τα οποία ήταν δομημένη.
*Αντιανθρωπισμός (αντιουμανισμός), δηλαδή προστασία/διαφύλαξη της κοινότητας από κάθε είδους εξισωτικές, δημοκρατικές και άλλες ιδεολογίες ατομικής προόδου.
*Αυτάρκεια του κράτους, δηλαδή ανεξαρτησία από το εμπόριο και τις ανταλλαγές.
*Αντιοικουμενισμός, δηλαδή διατήρηση της διαφοράς μεταξύ της «δικής μας» φυλής και όλων των υπολοίπων, καθώς και αποφυγή της επιμιξίας με τις υποταγμένες (κατώτερες) φυλές.
*Κυριαρχία και υποδούλωση γειτονικών κοινοτήτων, κρατών και λαών.
*Αποφυγή υπερβολικής επέκτασης του κράτους, ώστε να μη χάνει τον ενιαίο χαρακτήρα του.

Ο Πόπερ συμπληρώνει ότι οι προαναφερόμενες έξι αρχές, στις οποίες βασιζόταν η πολιτική της αρχαίας Σπάρτης είναι και οι αρχές της πολιτικής των σύγχρονων «κλειστών» κοινωνιών του 20ού αιώνα, έχοντας υπόψη του κυρίως τις λεγόμενες, μέχρι τα τέλη της δεκαετία του 1980, «σοσιαλιστικές κοινωνίες», του τέως σοβιετικού πολιτικού μπλοκ. Σήμερα γνωρίζουμε;;; ότι, όποτε τα μετα-σπαρτιατικά κράτη, κυρίως οι αυτοκρατορίες (μακεδονική, ρωμαϊκή, βυζαντινή, οθωμανική κλπ.) παρέβησαν αυτούς τους κανόνες σε σημαντικό βαθμό, υπέστησαν διαλυτικές επιρροές.

Αλλά και στην σημερινή εποχή, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η σοβιετική «κλειστή κοινωνία» απέτυχε τελικά, επειδή έγινε επεκτατική. Το σοβιετικό καθεστώς «επιθυμούσε» ή «αισθανόταν υποχρεωμένο» να επεκταθεί, αναιρώντας τις δυτικές «ανοιχτές κοινωνίες» που συνιστούσαν απειλή γι’ αυτό. Αυτή η αναγκαιότητα για επέκταση προέκυπτε, γιατί οι τεχνολογικές εξελίξεις δεν επέτρεπαν πλέον την τήρηση των όρων για «αποφυγή εξωτερικών επιδράσεων» και για «αυτάρκεια του κράτους».

Ο Πόπερ τοποθετεί τους Πλάτωνα κι Αριστοτέλη, Hegel και Marx, ως διανοούμενους που προώθησαν ολοκληρωτικά πολιτικά συστήματα, τις «κλειστές κοινωνίες» που προαναφέρθηκαν. Οι κοινωνίες, γράφει ο Πόπερ, αναφερόμενος σε όλους τους «σχεδιαστές» κοινωνικών μοντέλων, δεν καταστρώνονται στο γραφείο, αλλά δημιουργούνται στην πράξη. Εξελίσσονται δε, αν δεν τους επιβληθεί δια της βίας κάποιο μοντέλο, μέσα από διαρκείς, πλουραλιστικές διεργασίες, με βελτιώσεις και διορθώσεις σφαλμάτων.

Ειδικότερα για τον Πλάτωνα, γράφει ο Πόπερ, ότι με τα ύστερα έργα του, «Πολιτεία» και «Νόμοι», επεξεργάζεται και προπαγανδίζει το θεμελιώδες μοντέλο του ολοκληρωτικού κράτους. Ο Πλάτων διαδίδει επίσης την «θεωρία της παρακμής», η οποία υιοθετήθηκε κατά καιρούς και μέχρι των ημερών μας από όλα τα αυταρχικά καθεστώτα, με αναφορές στον διάσημο εμπνευστή της. Σύμφωνα με αυτή την θεωρία, αρχικά λειτουργούσε μια καλή και αποδοτική κοινωνία των πρωτογόνων ανθρώπων με σταθερά ήθη και έθιμα, αλλά στην πορεία προέκυψε άνοιγμα προς νέα ήθη, μια φιλελευθεροποίηση και απελευθέρωση, η οποία οδήγησε στην παρακμή ή ό,τι αντιλαμβάνεται ο Πλάτων ως «παρακμή»!

Η απόρριψη της Αττικής Δημοκρατίας από τον Πλάτωνα, αλλά αργότερα κι από τον Αριστοτέλη, και η προτίμησή του σε ένα αυταρχικό καθεστώς που θα στηρίζεται σε «βασιλιάδες-φιλοσόφους», αναδεικνύουν τον εμπνευστή αυτών των ιδεών ως τον πρώτο συνειδητό υποστηρικτή και προπαγανδιστή δικτατορικών καθεστώτων. Έτσι, προδίδει ο Πλάτων και τον δάσκαλό του Σωκράτη, ο οποίος δεν θα γινόταν αποδεκτός στην πλατωνική «ιδανική πολιτεία».

Για τον Hegel έχει ο Πόπερ μόνο χλευαστικά σχόλια και τον αποκαλεί πρωτίστως «απατεώνα» και κατά δεύτερο λόγο «απολογητή της κρατικής εξουσίας». Η κατηγορία της απάτης κατά του Hegel, στοιχειοθετείται κατά τον Πόπερ με τις «διαλεκτικές μεθόδους» της εγελιανής φιλοσοφίας. Αυτές οι μέθοδοι έχουν διατυπωθεί, στον βαθμό που μπορούν να γίνουν κατανοητές, με σκοπό να αναιρέσουν τους κανόνες της λογικής και να αγιογραφήσουν την αυταρχική Πρωσία ως υλοποίηση της ελευθερίας. Ο Hegel ήταν, κατά την αντίληψη του Πόπερ, ένας επίσημος «κρατικός φιλόσοφος», ο οποίος επέλεγε να γράφει ορισμένα θέματά του επί τούτου ακατανόητα, ώστε να μην είναι δυνατή η άσκηση κριτικής από άλλους διανοούμενους.

Αυτές οι τεχνικές της επιτηδευμένης συγγραφής ώστε να προκύπτουν κατά το δυνατόν δυσνόητα κείμενα, μια διαδεδομένη τεχνική σε κύκλους των φιλοσοφικών και φιλολογικών επιστημών, φαίνεται να εκνεύριζε τον Πόπερ.

Δημοσίευσε μάλιστα και μια «συνταγή», πώς να κολακέψει ένας συγγραφέας τους αναγνώστες του: «Γράφεις δυσνόητες, στομφώδεις εκφράσεις και σταδιακά προσθέτεις τετριμμένες, καθημερινές κουβέντες. Έτσι χαίρεται ο ανίδεος αναγνώστης που βρίσκει σε υψηλά κείμενα ιδέες, τις οποίες σκέφτηκε και ο ίδιος…».

Στην δεκαετία του 1960 «μετέφρασε» ο Πόπερ κείμενα των γνωστών κοινωνιολόγων της εποχής Adorno και Habermas σε κατανοητά γερμανικά. Όπως έγραψαν σε κόσμιο ύφος σχολιαστές εκείνης της εποχής, τα κείμενα αυτά αποδείχθηκε ότι είχαν «μειωμένο πληροφοριακό περιεχόμενο» δηλαδή, σε απλή γλώσσα, δεν «έλεγαν» περίπου τίποτα.

Αν και για τον Μαρξ έχει ο Πόπερ πιο ήπια σχόλια και τον αναγνωρίζει ως σημαντικό οικονομολόγο και κοινωνιολόγο του 19ου αιώνα, τον κατακρίνει για την υιοθέτηση των εγελιανών διαλεκτικών και ιστορικιστικών μεθόδων, οι οποίες οδηγούν σε ένα κατασκεύασμα «κλειστής κοινωνίας». Θεωρεί ότι η μαρξιστική θεωρία για τον καπιταλισμό αποδείχθηκε λανθασμένη, σημειώνει όμως την οξυδέρκεια του Μαρξ να έχει προβλέψει και μη επαναστατικές διαδρομές για την επίτευξη του κομμουνιστικού οράματος. Επίσης, αναγνωρίζει στον Μαρξ ότι ασχολήθηκε με τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της εποχής του, όχι ως απόμακρος διανοούμενος, αλλά με προσωπική συμπάθεια για την διαβίωση των εξαθλιωμένων ανθρώπων της εργασίας.

Η καθοριστική επίδραση του Καντ


Η ιδέα της κριτικής διατρέχει το σύνολο του φιλοσοφικού έργου του Καρλ Πόπερ. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στην επιρροή του Καντ η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της σκέψης του Πόπερ. To γεγονός ότι ο Καντ συνδέει την ανάγκη για ελευθερία με την αναγκαιότητα κριτικής του ίδιου του Λόγου σχετίζεται με την αρχή του Διαφωτισμού, όπως ο Γερμανός φιλόσοφος την εξαγγέλλει στο δοκίμιο του «Απάντηση στο ερώτημα -Τι είναι ο Διαφωτισμός». Στο κείμενο αυτό ο Καντ αναπτύσσει τις αρχές της αυτονομίας του ατόμου και της δημοσιότητας (Öffentlichkeit) που είναι βασικές στην σκέψη τόσο την δική του όσο και του Πόπερ και συνδέονται άμεσα με το Διαφωτισμό, ο οποίος αναγγέλλει την ανάγκη χειραφέτησης του ανθρώπου. Κατά τον Καντ –και όσους άλλους όπως ο Πόπερ ακολουθούν το «πρόγραμμα» του Διαφωτισμού– ο άνθρωπος μπορεί να καθοδηγηθεί από τον Λόγο, αποδεχόμενος ελεύθερα τις αρχές του που δεν επιβάλλονται πια από μια υποτιθέμενα ανώτερη εξουσία. Το άτομο θεωρείται ότι κατέχει την δυνατότητα ορθολογικής κριτικής, που προϋποθέτει ότι το πνεύμα του είναι αυτενεργό και ότι δεν δέχεται παθητικά κάποιο δόγμα ή οποιοδήποτε πρόσταγμα του δίδεται άνωθεν.

Τόσο στον Καντ όσο και στον Πόπερ, (και στον Ηράκλειτο) κυριαρχεί ο Λόγος, όχι ως δύναμη που επιβάλλεται εκ των άνω, αλλά λόγω της δυνατότητας να υποβάλει τα πάντα σε κριτική, ακόμα και τον εαυτό του. Υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να υπάρξει και ανοιχτή κοινωνία, που είναι η δυνατότητα αυτοθέσπισης της τελευταίας. Ο άνθρωπος γίνεται νομοθέτης του εαυτού του, όπως λέει ο Καντ, και οι αρχές του δεν επιβάλλονται ούτε νομιμοποιούνται με την χρήση βίας, αλλά στο δικαστήριο του Λόγου.

Και ο Πόπερ συντάσσεται με το «πρόγραμμα» του Καντ που είναι συνυφασμένο με την ανάγκη δημιουργίας και διατήρησης κατάλληλων θεσμών που επιτρέπουν και προωθούν την κριτική μέσω της δημόσιας συζήτησης. Και η δυνατότητα δημόσιας συζήτησης απαιτεί την θέσπιση κανόνων διεξαγωγής της και την αναγνώριση αρχών που την διέπουν. Η ελεγξιμότητα των πολιτικών αποφάσεων και των επιστημονικών θεωριών προϋποθέτουν την κριτική συζήτηση και τον δημόσιο χαρακτήρα της γνώσης και των πολιτικών αποφάσεων.

Οι προϋποθέσεις αυτές της ανοιχτής κοινωνίας συνυφαίνονται τόσο με την επιστημολογία όσο και με την ηθική και πολιτική φιλοσοφία του Καρλ Πόπερ.

Σε τι συνίσταται, όμως, η κριτική ως γενική αρχή;

Ο Καντ την ορίζει ως προσπάθεια ανακάλυψης των ορίων του Λόγου, αποδίδοντας στον τελευταίο όχι συγκροτησιακό αλλά ρυθμιστικό ρόλο που συνυφαίνεται με την δυνατότητα που έχει να υποβληθεί σε ορθολογική κριτική. Από την στιγμή που ο Λόγος παίρνει τις αποστάσεις του από τον δογματισμό, ολοκληρώνει την πιο δύσκολη αποστολή του που είναι η αυτογνωσία του. Με άλλα λόγια, ο Καντ κληροδοτεί στον Πόπερ ένα φιλοσοφικό και πολιτικό ήθος που σχετίζεται άμεσα με την σημασία που έχει το κριτικό πνεύμα στο έργο των δύο φιλοσόφων.

Η κριτική μπορεί και πρέπει να αντικαταστήσει την βία ως τρόπος εφαρμογής λύσεων στα προβλήματα του ανθρώπου.

Αυτό είναι το μήνυμα του Καντ όσον αφορά την σχέση του Λόγου και της κριτικής με τις ανθρώπινες επιλογές σε συνθήκες κάτω από τις οποίες αναγνωρίζεται η χειραφέτηση του ανθρώπου ως φορέα Λόγου που έχει επίγνωση αυτής του της ιδιότητας και των συνεπειών της. Αυτό δεν διέφυγε από την προσοχή του Πόπερ ο οποίος τονίζει την ανάγκη αντικατάστασης του εξαλειπτικού ρόλου της βίας με τον εξαλειπτικό ρόλο της ορθολογικής κριτικής. Το τελευταίο τονίζει και συμπυκνώνει όλο το νόημα της «Ανοιχτής κοινωνίας» (1945).

Ο ρόλος της κριτικής: επιστήμη και κοινωνία

To έργο αυτό καθιέρωσε τον Πόπερ ως σημαντικό στοχαστή κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων, πολύ πριν αναγνωριστεί η αξία της καθαρά επιστημολογικής του συμβολής. Το σημαντικό είναι ότι κεντρικό ρόλο παίζει η ιδέα της κριτικής, τόσο στην επιστημολογία όσο και στην πολιτική και κοινωνική σκέψη του Καρλ Πόπερ. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ακόμα και η «Ανοιχτή κοινωνία», έργο κατ’ εξοχήν πολεμικό κατά της σκέψης που συνδέθηκε κατά τον συγγραφέα της με την έλευση του ολοκληρωτισμού, περιέχει πολλά γνωσιοθεωρητικά στοιχεία.

Ασφαλώς, αναγνωρίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της γνώσης και της επιστήμης: όχι με την έννοια ότι οι κοινωνικές ανάγκες καθορίζουν το περιεχόμενο της γνώσης ή ότι η κοινωνία ορίζει τι είναι γνώση, ή οποιαδήποτε από τις αιτιάσεις της «κοινωνιολογίας της γνώσης», αλλά το αντίθετο: η επιστήμη, όπως γράφει ο Ian Jarvie είναι κοινωνική δραστηριότητα με την έννοια των διϋποκειμενικών ελέγχων στους οποίους οι επιστήμονες υποβάλλουν την έρευνά τους και το θεσμικό χαρακτήρα της γενικότερα.

Ο Πόπερ αντιλαμβάνεται την κοινωνική φύση της επιστήμης σε σχέση με τον θεσμικό χαρακτήρα των κριτηρίων κριτικής και διάψευσης. Η επιστήμη είναι μια δημιουργική διαδικασία η οποία προϋποθέτει τον διϋποκειμενικό έλεγχο –κριτική– με αντικειμενικά κριτήρια, παραδεδεγμένες δηλαδή αρχές που σχετίζονται αποκλειστικά με την πρόοδο και την εγκυρότητα της γνώσης, απεμπλεγμένα από το συμφέρον ή το συναίσθημα.

Ο θεσμικός χαρακτήρας των κριτηρίων της κριτικής συνίσταται στο γεγονός ότι αυτά εκτός από αντικειμενικά (απρόσωπα) είναι και αυτόνομα ρυθμιστικά. Γίνονται δηλαδή αποδεκτά χωρίς να υπάρχει αναγκαστικά κεντρική απόφαση που να επιβάλλει την μονιμοποίηση τους. Η προσπάθεια διάψευσης μιας θεωρίας είναι επομένως μια κοινωνική δραστηριότητα που πραγματοποιείται μέσ από τον τιθασευμένο ανταγωνισμό –την κατά τον Πόπερ «φιλική-εχθρική συνεργασία»– των μελών της επιστημονικής κοινότητας.

Αυτό που ορθά τονίζει ο Jarvie είναι ότι οι κανόνες της επιστημονικής έρευνας που προκύπτουν από την εφαρμογή ορθολογικών κριτηρίων επιστημονικής εγκυρότητας είναι στην σκέψη του Πόπερ κατά βάσιν κοινωνικοί, για έναν απλό λόγο: ότι προϋποθέτουν την αρχή της διαψευσιμότητας, έναν «υπερκανόνα» που λειτουργεί ως «μετακανόνας» και που υποβάλλεται από τον Πόπερ ως πρόταση στην αρχική του επιστημολογική μελέτη (Logic of Scientific Discovery)

Την πρόταση – τη «σύμβαση» – αυτή την δέχεται κανείς ή δεν την δέχεται και είναι θέμα κοινωνικό, αν γίνεται αποδεκτή, διότι ενώ η διαψευσιμότητα είναι ιδιότητα μιας θεωρίας, η διάψευση είναι απόφαση που θα πάρουν τα μέλη μιας κοινότητας εφαρμόζοντας ορισμένα κριτήρια. Αυτό σημαίνει ότι η κοινότητα των επιστημόνων θα εφαρμόσει την αρχή της διαψευσιμότητας επειδή διέπεται από ορισμένες αρχές που την καθιστούν ανοιχτή κοινωνία. Αυτό συμβαίνει από τη στιγμή που η επιστημονική κοινότητα δεν αντιμετωπίζεται ως συλλογική οντότητα, αλλά ως ένα θεσμικό δίκτυο διαδράσεων εντός του οποίου λειτουργούν διϋποκειμενικοί έλεγχοι με αποδεγμένους κανόνες και ορθολογικά κριτήρια αξιολόγησης.


ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

@Ηώ Αναγνώστου / miastala.com / 2010 - 

Πηγή: https://terrapapers.com/karl-poper-oi-arches-tis-diapsefsimotitas/



2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αν το δεις από μία απλή ματιά φίλε αμέθυστε άνθρωποι σαν και αυτούς αποφεύγουν να μιλούν για τον άνθρωπο(στην ουσία χέστηκαν.....ο άνθρωπος είναι ένα απλό υποκείμενο των συλλογισμών τους) και μιλούν για την ανθρωπότητα. Αυτό μάλιστα, είναι ένα μέγεθος όντως αντάξιο της αξιοσύνης τους. Για μένα είναι ένα στοιχείο διάκρισης βασικό αν κάποιος μιλάει για τον άνθρωπο ή όχι και μάλιστα αν το κάνει αυτό χρησιμοποιώντας ή όχι πρώτο χρόνο. Όταν αρχίζει ο αόριστος χρόνος και η γενική πτώση αρχίζουν μοιραία και τα αόριστα και τα γενικά. Ο άνθρωπος λοιπόν καλά κάνει ότι κάνει. Πάνε τα πάθη και οι αμαρτίες περίπατο. Αυτά ορίστηκαν από μεταφυσικά συστήματα που οδηγούν στις απολυταρχίες. Ας είναι στην κοσμάρα του λοιπόν ο άνθρωπος, και αυτοί στην δική τους αλλά παραταύτα προσπαθούν να φτιάξουν την κοινωνία. Ψάχνουν λέει την ελευθερία από τι ακριβώς; και το κυριότερο ΠΟΥ; στη κοινωνία που πρέπει να είναι ανοικτή και όχι κλειστή ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο θα κατεβάσει η γκλάβα τους;
Σαν υποσημείωση αυτών των ανούσιων ένα ερωτηματικό έρχεται στο μυαλό μου αυθόρμητα.....αλήθεια πότε απασχόλησε τον Κύριο στον λόγο του η κοινωνία;

Ανώνυμος είπε...

Και συμπληρώνοντας να πω κάτι πάλι απλό.
Το λάθος (ΑΚΡΩΣ ΑΝΤΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΌ ΕΩΣ ΕΠΙΠΈΔΟΥ ΤΣΑΡΛΑΤΑΝΙΣΜΟΥ) των κοινωνιολόγων και των λεγόμενων κοινωνικών επιστημών (λέμε τώρα) ήταν και παραμένει η βασική τους προσέγγιση να είναι να μεταφέρουν νόμους θεωρίες αξιώματα και μεθοδολογίες από τον χώρο των θετικών επιστημών με σαφή τρόπον τινά αντικείμενα μελέτης σε σύνολα όπως κοινωνία ανθρωπότητα περιβάλλον κ.ο.κ.
Αυτή η μαλακία (κυριολεκτώ δεν βρίζω) έχει κρατήσει πολύ καιρό τώρα.