του Franz Courth
Συνέχεια από Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024
6. Ο Θεός: Η διατριαδική αγάπη (Hans Urs von Balthasar).
Εκτελώντας το καθήκον και το έργο που του ανέθεσε ο Πατήρ [δηλαδή δεν υπάρχει κάτι εκούσιο στην θυσία του Χριστού], ο Υιός εισχωρεί στο χάος όλου αυτού που αρνείται τον Θεό. [πώς να πιστέψουν λοιπόν στο αειπάρθενο της Θεοτόκου οι νεορθόδοξοι]. Απεσταλμένος από τον Πάτερα για να σώσει τον κόσμο, ο δρόμος του Υιού πρέπει να τον οδηγήσει μέχρι την κόλαση επίσης, την τελευταία συνέπεια της ελευθερίας των πλασμάτων: «αλλά στον Υιό είναι δυνατή η είσοδος στην κόλαση μόνον μέχρι τον θάνατό του, το Μ. Σάββατο»!
Ο λυτρωτικός χαρακτήρας της καθόδου του Ιησού στον Άδη συνίσταται στο γεγονός πως γι’ αυτή η αγάπη του Θεού είναι παρούσα ακόμη και στον Άδη. Αναστημένος από εκείνο τον τόπο ο Ιησούς μας βάζει απέναντι σ’ όλο το μέγεθος της αγάπης του Θεού.
Ο λυτρωτικός χαρακτήρας της καθόδου του Ιησού στον Άδη συνίσταται στο γεγονός πως γι’ αυτή η αγάπη του Θεού είναι παρούσα ακόμη και στον Άδη. Αναστημένος από εκείνο τον τόπο ο Ιησούς μας βάζει απέναντι σ’ όλο το μέγεθος της αγάπης του Θεού.
Με αναφορά στον Ρώσο Σέργιο Μπουλγκάκοφ (1871-1944), γνωστό θεολόγο και εκπρόσωπο τής φιλοσοφίας των θρησκειών, ο Μπαλτάσαρ γράφει: «Είναι δυνατόν να υπολογίσουμε την φανέρωση του εαυτού του η οποία ολοκληρώθηκε με την γέννηση του Υιού, σαν μια πρώτη διατριαδική κένωση, θεμέλιο όλου εκείνου που θα ακολουθήσει, καθότι ο Πατήρ μ’ αυτήν την κένωση, μ’ έναν ανεπίτρεπτο τρόπο, παραιτείται από την θεότητά του, μεταφέροντας τον Εαυτό του στον Υιό: δεν την μοιράζεται με τον Υιό, αλλά κοινωνεί ολοκληρωτικώς στον Υιό όλο εκείνο που του ανήκει. [πιο ανώμαλο μυαλό δεν ξανασυναντήσαμε]. «και τα εμά πάντα σα εστί και τα σα εμά, και δεδόξασμαι εν αυτοίς» (Ιωάν. 17,10) [Τα αφήνει σαν διαθήκη, ας πούμε. Και συμβολαιογράφος υποθέτουμε πως ήταν το Άγιο Πνεύμα, το οποίο έκτοτε πιστοποιεί την διαθήκη].
Ο Πατήρ, ο οποίος όμως δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο σκέψης, σύμφωνα με την αίρεση των Αρειανών, διότι ήταν υπαρκτός, υπήρχε, πριν από αυτή την συμμετοχή τού εαυτού του, είναι αυτό το δώρο το οποίο συμβαίνει χωρίς να κρατήσει τίποτε από τον εαυτό του. Αυτή η θεία πράξη, η οποία γεννά τον Υιό, σαν δεύτερη δυνατότητα συμμετοχής στην ίδια την θεότητα και σαν δυνατότητα απόκτησης τού είναι τής θεότητος, είναι η δημιουργία μιας απολύτου αποστάσεως, απείρου, η οποία περικλείει και αγκαλιάζει ανάμεσα στους δύο πόλους της όλες τις αποστάσεις που μπορούν να φανερωθούν στον φυσικό κόσμο συμπεριλαμβανομένης της αμαρτίας ! Στην αγάπη του Θεού υποφώσκει μια απόλυτη παραίτηση να είναι ο Θεός μόνος του, μια εγκατάλειψη της θεότητός του και μ’ αυτή την έννοια μια (θεία) αθεϊκότης (εννοείται στην Αγάπη) η οποία δεν έχει τίποτε κοινό εννοείται με την απάρνηση τού Θεού που συναντούμε στην γη, αλλά η οποία θεμελιώνει (υπερβαίνοντάς την ) την δυνατότητα. Η απάντηση του Υιού στο δώρο της μετοχής, στην ίδια την Ουσία, στην θεότητα του Πατρός δεν μπορεί παρά να είναι και αιώνια δοξολογία (Ευχαριστία) η οποία είναι στραμμένη στην πατρικής της καταγωγή, λόγω ενός τόσο ανιδιοτελούς δώρου και τόσο ελεύθερου από κάθε σκοπιμότητα. Εκπορευόμενο και από τους δύο σαν το εμείς που ενυπάρχει στην αγάπη τους, το Πνεύμα ενεργεί καθότι σφραγίδα που διατηρεί την άπειρη διαφορετικότητά τους (καθώς το Πνεύμα είναι της αγάπης), υπερβαίνοντάς την, την ίδια στιγμή, καθότι μοναδικό Πνεύμα και των δύο προσώπων, του Πατρός και του Υιού».
[Οι αρχαίοι Αιρετικοί είχαν κάποιο μεγαλείο σε σύγκριση με τους μοντέρνους προτεστάντες και καθολικούς. Πάντως, μόλις διαβάσαμε τον πυρήνα της Εκκλησιολογικής Ευχαριστίας του Ζηζιούλα, η οποία δεν πατάει σε καμμία πλευρά της Ορθοδόξου πίστεως, και θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ελαφρώς παιδαριώδης].
Υπολογιζόμενη μ’ αυτόν τον τρόπο, η Τριάδα φαίνεται σαν ο άπειρος χώρος μιας ελεύθερης αγάπης. Ο Πατήρ είναι η αιώνα καταγωγή, στον Υιό αυτή η αγάπη βρίσκει την απόλυτη απάντησή της, το Πνεύμα είναι το ζωντανό εμείς των δύο πρώτων προσώπων το οποίο μαρτυρεί το άπειρο άνοιγμα της θείας αγάπης, που πάει από τον Πατέρα, σαν η πηγή της, μέχρι το χάος των κάτω κόσμων. Η δραματικότης τού διαθεϊκού δώρου και της θείας αγάπης εμβαθύνεται στο παρακάτω κείμενο: «Η στάση με την οποία ο Πατήρ φανερώνει και παραδίδει όλη του την θεότητα (μια στάση με την οποία όχι μόνον πραγματοποιεί αλλά και είναι ταυτοχρόνως) δεν μπορεί παρά να είναι – στο ίδιο μέτρο με το οποίο γεννά τον Υιό σαν το τελείως Άλλο από τον εαυτό του – η αιώνια προϋπόθεση και η αιώνια υπέρβαση όλου αυτού που είναι χωρισμός, πόνος, αποξένωση πάνω στην γη, και όλου αυτού που είναι προσφορά του Εαυτού του, όλου αυτού που καθιστά εφικτή μια συνάντηση και την ευτυχία που βρίσκεται σ’ αυτή.
Δεν είναι μια άμεση ταυτότης με όλα αυτά τα φαινόμενα, αλλά η προϋπόθεσή τους, μια προϋπόθεση ανώτερή τους η οποία αντιπροσωπεύει επίσης και το ξεπέρασμά τους. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν πρόκειται για ένα απλό θεμέλιο μιας εν δυνάμει Ιστορίας του Θεού, που ξαναβρίσκει την ενότητα στον Εαυτό του μέσω του πόνου μιας διχοτομήσεως (στον εαυτό του και στον κόσμο), αλλά μια πραγματική προϋπόθεση ενωτική μιας τέτοιας διχοτομήσεως. [‘Ένα σχιζοφρενικό πραγματικά παραλήρημα χωρίς κανένα περιεχόμενο. Μια εννοιολαγνεία]. Το γεγονός ότι ο Θεός (σαν Πατήρ) μπορεί να δωρίσει μ’ έναν τέτοιο τρόπο την θεότητά του, το γεγονός ότι ο Θεός (σαν Υιός) δεν την προσλαμβάνει μόνον σαν δάνειο, αλλά την διαθέτει στην Ουσία της, μαρτυρεί έναν τόσο ακατανόητο και αξεπέραστο χωρισμό του Θεού από τον Εαυτό του, που κάθε δυνατός χωρισμός – ο οποίος έχει καταστεί δυνατός από τον Χωρισμό στον Θεό – ακόμη και ο πιο σκοτεινός και ο πιο πικρός, μπορεί να συμβεί μόνον στο εσωτερικό του θείου διαχωρισμού, στον χώρο που χωρίζει τους δύο πόλους. [Τύφλα νάχει ο Σαβέλλιος. Το κακό λοιπόν υπάρχει μέσα στον Θεό. Και αντιμετωπίστηκε με την αγάπη, με την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, από τον Θεό, και τώρα είναι η σειρά του ανθρώπου, να καλύψει με την αγαπολογία τον διαχωρισμό του από τον άλλο, και να νικήσει το κακό, όπως το πέτυχε πρώτος ο Θεός. Το κακό λοιπόν είναι η αδυναμία και η δύναμις του Θεού. Αυτά ακριβώς διδάσκουν στην Ορθοδοξία σήμερα ο Γιανναράς και ο Ζηζιούλας. Για να εξαλειφθεί η πτώση και να καταργηθεί η μετάνοια. Το μεγάλο αγκάθι της υπερηφανείας, που αρέσκεται στην αξιοπρέπεια, στην ευγένεια, στην αριστοκρατία, στην αυθυπέρβαση, η οποία σήμερα υποδύεται το πρόσωπο. Γι’ αυτό η ενσάρκωση δεν ήρθε να μας σώσει από την αμαρτία, αλλά να μας διδάξει να ζούμε με τον τρόπο του ακτίστου. Αναλόγως του ακτίστου ! Κάτι εφικτό εξ άλλου δεδομένου του κατ’ εικόνα και του καθ’ ομοίωσιν. Ο απαγορευμένος καρπός και η έξοδος από τον Παράδεισο μάς έκανε σαν θεούς, πέτυχε τον πρώτο διαχωρισμό που εικόνιζε τον πρωτογενή διαχωρισμό της Αγίας Τριάδος, ώστε να ακολουθήσει η Ένωση της αγάπης, αναλόγως της Αγίας Τριάδος ξανά. Αυτά διδάσκονται με πολλές λεπτομέρειες στο αίνιγμα του κακού του Γιανναρά ! Είναι τραγικό να πιστεύουμε σήμερα πως η αίρεση παρέμεινε η ίδια, διότι συμμετέχουμε στην εξέλιξή της, η οποία μετέφερε την ταυτότητα από το Είναι, του σχολαστικισμού, στην συνείδηση του Προτεσταντισμού]. Και αυτό ισχύει παρότι αυτός ο διαχωρισμός είναι ο καρπός μιας απολύτου αγάπης της οποίας η ευδαιμονία δεν βρίσκεται απλώς στην προσφορά κάποιου πράγματος, αλλά στην προσφορά του Εαυτού μας.
ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΟΡΘΩΣΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΚΟΔΟΞΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΥΑΛΥΟΥΝ ΘΑ ΖΗΤHΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΒΟHΘΕΙΑ του Karl Löwith, και συγκεκριμένα, θα δούμε ένα μικρό απόσπασμα από το κλασσικό πλέον βιβλίο του, «Από τον Χέγκελ στον Νίτσε !» Κεφάλαιο τρία, πρώτο μέρος, Μαρξ και Κίρκεγκαρντ: Η διάλυση των Εγελιανών διαμεσολαβήσεων στις ριζοσπαστικές θέσεις του Μαρξ και του Κίρκεγκαρντ: «Στην κοσμική κριτική του Μαρξ του αστικο-καπιταλιστικού κόσμου αντιστοιχεί, βασισμένη στην ίδια απόσταση από την υφιστάμενη πραγματικότητα, η εξίσου ριζοσπαστική κριτική του Κίρκεγκαρντ του αστο-χριστιανικού κόσμου, ο οποίος είναι τόσο ξένος στον πρώτο χριστιανισμό, όσο το αστικό κράτος είναι διαφορετικό από μια ΠΟΛΗ (αρχαιοελληνική). Ο Μαρξ υποβάλλει σε μια ριζική απόφαση τις εξωτερικές σχέσεις τής υπάρξεως της μάζας, και ο Κίρκεγκαρντ κάνει το ίδιο με την εσωτερική σχέση της υπάρξεως τού ατόμου απέναντι στον εαυτό του. Ο Μαρξ φιλοσοφεί χωρίς Θεό και ο Κίρκεγκαρντ απέναντι στον Θεό [πρόσωπο με πρόσωπο, λένε σήμερα οι νεορθόδοξοι του υπαρξισμού]. Αυτές οι αντιθέσεις έχουν σαν κοινή προϋπόθεση την απόσταση, τον χωρισμό, από τον Θεό και από τον κόσμο. Η ύπαρξη δεν είναι πλέον αυτό που ήταν για τον Χέγκελ, δηλαδή η απλή ύπαρξη, πώς θα δημιουργηθεί δηλαδή και θα εξέλθει, η οικεία ουσία στην ύπαρξη που της ταιριάζει. [την οποία πρέπει να κατασκευάσει, σύμφωνα με την επιταγή του Καντ, να κατασκευάσει το αντικείμενο, για να ενώσει υποκείμενο και αντικείμενο. Η αυτοκρατορία και η αποθέωση της θελήσεως, διότι καθίσταται δημιουργός ιστορίας]. Κατανοούν αυτό που είναι, σαν έναν κόσμο καθορισμένο από εμπορεύματα και χρήμα ή σαν μια ύπαρξη ποτισμένη με ειρωνεία και από τον ερχομό της ανίας, της πλήξεως. Το «βασίλειο του πνεύματος» της φιλοσοφίας του Χέγκελ γίνεται ένα φάντασμα στον κόσμο τής εργασίας και της απελπισίας. Και οι δύο παραμένουν σταθερά προσκολλημένοι σε εκείνο το ολοκληρωτικό σχίσμα του γήινου και του θείου, από την λογική της έννοιας, που συστηματοποίησε ο Χέγκελ.
Η συμφιλίωση του Χέγκελ «μ’ αυτό που είναι», αναδύεται από τον ίδιο χωρισμό στον οποίο στην συνέχεια διαλύθηκε. Από μια βασική αντίθεση με την πραγματικότητα. [Η σύνοδος στις λατινογενείς γλώσσες σημαίνει συμφιλίωση. Σύνθεση. Γι’ αυτό και η Καθολική Εκκλησία επινόησε την Βατικάνειο Σύνοδο, εγκαταλείποντας την σύνοδο της Εκκλησίας, η οποία αποκαθιστούσε την πίστη. Στην ίδια βάση κινείται και ο Οικουμενισμός].
Ο Χέγκελ αποφάσισε το 1800 μια θαρραλέα «ενοποίηση με τον Χρόνο», για να μην αναγκαστεί να κρυσταλλωθεί σε μια αντίθεση με τον εαυτό του και τον κόσμο. Για να υπερβεί το σχίσμα της πλήρους ζωής σε μια «απόλυτη περατότητα εναντίον ενός απόλυτου απείρου». Για την καθαυτή αντίθεση, δεν υπάρχει διαφορά στην γνώση του ανθρώπου ότι είναι απολύτως αυτόνομος ή απολύτως ανεξάρτητος από έναν μακρυνό Θεό. Είτε θεωρείται ένα απομονωμένο άτομο ή ένα κοινωνικό άτομο. Καθότι από το ένα άκρο προκύπτει ήδη το άλλο, και όσο πιο αυτόνομη και χωρισμένη είναι η εσωτερικότης, τόσο πιο αυτόνομη και χωρισμένη θα είναι και η εξωτερικότης. Έτσι ο Χέγκελ, σε ώριμη ηλικία, αποφάσισε να εισέλθει στο σύστημα του κόσμου, που απαιτεί αποτελέσματα. Πράξη. Αποφάσισε για την πραγματικότητα του κόσμου!
Ας προσθέσουμε μόνο την αναγέννηση του Μανιχαϊσμού μέσω της Γερμανικής εξελίξεως του Φιλιόκβε. Διότι ο Χώρος του χωρισμού ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, που είναι ο Χώρος του κακού και που καταργείται με το πρόσωπο του Αγίου πνεύματος, που συνθέτει και ενώνει τα αντίθετα, την ετερότητα του Υιού από τον Πατέρα, επαναλαμβάνει την Τριάδα του Μοναρχιανικού δυαλισμού: Θεός Πατήρ, ο πρωτογενής υιός, Σαταναήλ( ο χώρος τού χωρισμού) και ο δευτερογενής υιός, ο Ιησούς Χριστός !
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου