Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Περί Θειας και Θεοποιού Μεθέξεως ή περί τής Θείας και Υπερφυούς απλότητος

  

 Περί Θειας και Θεοποιού Μεθέξεως ή περί τής Θείας και Υπερφυούς απλότητος

-Τα ζώα και τα άψυχα δεν μετέχουν αγιότητας
-Κτιστές χάριτες δεν Θεώνουν
Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά
Κείμενο - Μετάφραση

Πηγή αρχαίου κειμένου: ΕΠΕ τ. 3 κεφ. 41. Σελ. 212-219.

 Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ξεκινώντας την αναίρεση τών επιχειρημάτων εκείνων τών Δυτικότροπων αιρετικών που βλασφημούσαν το Άκτιστο φως ως κτιστό, χρησιμοποιεί ένα πρώτο αμυντικό επιχείρημα που θα δούμε στο παρόν 1ο μέρος αυτού τού έργου του. Απαντώντας στο επιχείρημα που τού έλεγαν οι αιρετικοί, ότι αν οι άγιοι μετέχουν Ακτίστων ενεργειών τού Θεού, τότε μετέχουν δήθεν αγιότητας και τα άλλα κτίσματα, ξεκαθαρίζει ότι άλλο είναι η αγιαστική Χάρις και άλλο είναι οι λοιπές Άκτιστες ενέργειες στις οποίες μετέχουν τα λοιπά κτίσματα, γιατί αν η αγιότητα θα ήταν κοινή, θα οδηγούμασταν σε αγιοποίηση ακόμα και τών ζώων.

Λέει λοιπόν ο άγιος, ότι ακόμα και κτιστή αν λέγαμε ότι είναι η Χάρη τού Θεού, το αδιέξοδο θα παρέμενε, καθώς όπως μία δήθεν κτιστή χάρη θα αγίαζε τους ανθρώπους, θα αγίαζε ομοίως και όλα τα λοιπά κτίσματα, εφ' όσον μετέχουν όλα τής ίδιας Χάριτος. Συνεπώς πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ Αγιαστικής Ακτίστου Χάριτος και λοιπών "μοιρών" τής ιδίας Ακτίστου Χάριτος, αλλά με διαφορετικό αποτέλεσμα και όχι αγιαστικό, ανάλογα με το ον στο οποίο μετέχεται.

1. Εμπρός λοιπόν τώρα, ας προβάλουμε αυτό που λένε φανερά κάποιοι και θεωρούν ότι προκαλεί απορία. Επειδή μάς λένε:

«Αν λέτε τη Χάρη που βρίσκεται μέσα στους Αγίους Άκτιστη, δεν λέτε τίποτα άλλο, παρά μόνο ότι όλα τα κτίσματα μετέχουν του Θεού, επειδή ο Θεός διέρχεται μέσα απ' όλα και μεταδίδει σε όλα, σε άλλα μεν το "είναι", σε άλλα δε εκτός από το "είναι" και τη ζωή, αισθητικά ή λογικά ή νοερά. Τότε θα είναι Άκτιστο σε όλα αυτά, σε άλλα μεν το "είναι", σε άλλα η ζωή, και σε άλλα απ' αυτά, (μαζί με τα προηγούμενα), και η σκέψη (το λογίζεσθαι) και η λογική (το νοείν)».

Όσο για εμάς, συμφωνώντας με τους Αγίους, δεν θα τους αξιώναμε καμιάς συλλογιστικής απαντήσεως· επειδή στα Χριστιανικά δόγματα κυριαρχεί η πίστη, και όχι η απόδειξη. Για χάρη όμως των παρασυρόμενων από την επιχειρηματολογία εκείνων, χρειάζεται να απαντήσουμε προς αυτούς ως εξής:

Ώ λαμπρότατοι, αν λέτε κτιστή τη θεουργό Χάρη στους Αγίους, επειδή όλα τα κτιστά μετέχουν του Θεού, τότε όλα θα ονομασθούν από σάς άγια και θα θεοποιηθεί από σάς όλη η κτίση! Επειδή δεν θα είναι άγια μόνο τα λογικά, με την μεγαλύτερη μετοχή τής θεοποιού δωρεάς τού Πνεύματος σε κάποιους από τους λογικούς, αλλά και τα άλογα, καθώς επίσης μαζί με αυτά και τα άψυχα.

Τι σημασία έχει αν το ένα έχει λάβει καλύτερη ύπαρξη και ζωή από το άλλο; Θα παρατηρήσεις μάλιστα διαφορά και στα άγια. Έτσι θα σού φανεί αγιότερη η μέλισσα από τη μύγα, η προβατίνα από τη μέλισσα, άλλα πράγματα από την αμνάδα, και από αυτά ο άνθρωπος, έστω και αν τύχει να είναι Ιεζάβελ. Και επίσης, το μυρμήγκι είναι αγιότερο από τα κουνούπια, και από τα κουνούπια ο κριός· και αν θέλεις ο ταύρος ή ο ελέφαντας ή άλλο θηρίο· κι από αυτά πάλι ο άνθρωπος, ακόμη και αν είναι σάν τον Αχαάβ. Τέτοιος άγιος μπορεί να είναι και αυτός που μάς σύρει σε τέτοιες χαμηλού επιπέδου γελοιότητες εξ αιτίας των καταγέλαστων δοξασιών του, ο οποίος προφανώς είναι αντιτασσόμενος και στο Ευαγγέλιο του Χριστού.

2. Εάν πράγματι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος στους Αγίους είναι κτιστή, και μάλιστα ως συνήθεια ή μίμησις φυσική, (όπως τριγυρίζει διδάσκοντας αυτός που μάς διαβάλλει), τότε οι Άγιοι Θεούμενοι δεν υπερβαίνουν τη φύση· ούτε γεννώνται από τον Θεό, ούτε είναι πνεύμα ως γεννημένοι από Πνεύμα, ούτε είναι ένα πνεύμα μαζί με τον Κύριο ως ενωμένοι σ' Αυτόν· ούτε μόνο στους πιστεύοντες στο όνομά Του έδωσε ο Χριστός εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού με την ενανθρώπισή Του (Βλέπε Ιω. 1: 12 ε. 3: 6. Α' Κορινθίους 6: 17). Επειδή και πριν από την ενανθρώπησή Του υπήρχε αυτό σε όλα τα έθνη, (αν τουλάχιστον υπάρχει μέσα σ' εμάς με φυσικό τρόπο), και επίσης σε όλους τους τωρινούς δυσσεβείς και ασεβείς.

Άκουσε τον σεβαστό Μάξιμο κατά την ανάπτυξή του προς τον Πύρρο, λέγοντας: «με το νεύμα του Θεού εκινούντο και ο Μωυσής και ο Δαβίδ και όσοι χώρεσαν τη θεία ενέργεια μετά την απόθεση τών ανθρώπινων και σαρκικών ιδιωμάτων»(
Ζήτησις μετά Πύρρου, ΡG 91, 297Α).

Και πάλι αλλού, «έτσι ώστε η εικόνα να ανέλθει προς το αρχέτυπο και να προσλάβει τη θεία ενέργεια, (ή μάλλον να γίνει θεός με τη θέωση), και πλέον να απολαύσει την έκσταση αυτών που υπάρχουν και νοούνται φυσικά σ' αυτή, λόγω της χάριτος του Πνεύματος που τη γοήτευσε (την υπερενίκησε)»(Περί αποριών, ΡG 91, 1076C).

3Επομένως δεν βελτιώνονται απλώς κατά τη φύση οι θεωθέντες, αλλά προσλαμβάνουν την ίδια τη θεία ενέργεια, αυτό το Πνεύμα το άγιον· επειδή αυτό είναι το ίδιο κατά τον μέγα Βασίλειο: «όταν το κατανοούμε με τη συναφή του αξία, το αντιλαμβανόμαστε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, και όταν θυμηθούμε την ενεργούμενη Χάρη στους μετόχους, λέμε ότι είναι μέσα μας»(Περί Αγίου Πνεύματος 26, 63, ΡG 32, 184C).
Αν όμως είναι μέσα στα κτίσματα όλα όπως και μέσα στους Αγίους, και κατά τις σοφές σκέψεις σας κτίζει ως Θεός και στους Αγίους την αγιότητα, όπως και στα άλλα δημιουργεί ό,τι είναι κατάλληλο, τι χρειαζόταν ο Χριστός και η παρουσία του; Ποια είναι η ανάγκη τού κατά Χριστόν βαπτίσματος, και τής εξουσίας και δυνάμεως που προκύπτει σ' εμάς απ' αυτό; Ποια η ανάγκη Πνεύματος που εμφυσάται και πάλι απ' την αρχή, και στέλνεται να κατοικεί μέσα μας; Επειδή θα είναι μέσα μας όπως και μέσα στο κάθε τι. Και θα είναι και ο Θεός κατά τον ίδιο τρόπο και Κτίστης και Θεοποιός.
Και όμως ο μέγας Βασίλειος λέει σαφώς, «εάν ο Θεός ομοίως κτίζει και γεννά, κατά τον ίδιο τρόπο κτίστης μας και πατήρ είναι και ο Χριστός, αφού είναι Θεός, και δεν χρειάζεται η υιοθεσία του Αγίου Πνεύματος»(Μ. Βασιλείου, Κατά Ευνομίου 4, ΡG 29, 692Α). «Μάς συνανέστησε», -λέει ο Απόστολος-, και μάς συνεκάθισε στα επουράνια εν Χριστώ Ιησού, για να δείξει στους επερχόμενους αιώνες τον υπερβάλλοντα πλούτο της Χάριτός Του με καλοσύνη προς εμάς, εν Χριστώ Ιησού. Επειδή είστε σωσμένοι με την Χάρη μέσω της πίστεως· και αυτό δεν είναι από σάς· το δώρο είναι του Θεού, όχι από έργα, για να μη καυχηθεί κανείς».
Εσύ όμως μάς κατασκευάζεις τη θέωση μόνο από τα έργα τής κατά φύσιν μιμήσεως, λέγοντας ότι η εκ φύσεως μίμηση είναι θεοποιό δώρο και θεία Χάρη;
«Όποιος δεν έχει Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν είναι δικός Του», και «το Πνεύμα τού Θεού κατοικεί σ' εμάς», και «όλοι σε ένα Πνεύμα ποτισθήκαμε», και «αυτός που ενώνεται με τον Κύριο είναι ένα πνεύμα με Αυτόν», και «ο Χριστός κατοικεί στις καρδιές των πιστών δια του Πνεύματος», και «αφού ακούσαμε το λόγο τής αληθείας, στον οποίο αφού πιστέψαμε σφραγισθήκαμε μέσω του Αγίου Πνεύματος της επαγγελίας, το Οποίο είναι αρραβώνας της κληρονομιάς μας» και «απ' αυτό γνωρίζουμε ότι μένουμε σ' Αυτόν και Αυτός μένει σ' εμάς, επειδή μάς έδωσε από το Πνεύμα Του», και «δεν λάβατε πνεύμα δουλείας αλλά Πνεύμα υιοθεσίας».

4
. Εσύ μετόχους καί θεωρούς κτισμάτων αποκαλείς και τους από άκραν καθαρότητα καρδίας ιδόντες καί δοκιμάσαντες την λαμπρότητα του Θεού και υποδεχθέντες τον Υιόν ελθόντα μαζί με τον Πατέρα να κατασκευάσει διαμονήν εις αυτούς καί κατά τήν επαγγελίαν να έμφανίση εαυτόν εις αυτούς; Τί λέγεις, άνθρωπεΤο Πνεύμα του Χριστού, το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα τής επαγγελίας το άγιον, τον αρραβώνα της κληρονομιάς των άγιων, το Πνεύμα της υιοθεσίας, την επαγγελία του Πνεύματος, την οποία έλαβε από τον Πατέρα ο Υιός και εχάρισε στους πιστούς του, το εκκεχυμένο -από του Πνεύματος αυτού στους δούλους και τις δούλες του Θεού, κατά τον προφήτην Ιωήλ- Πνεύμα, θεωρείς κτίσμα και φυσική μίμησιν, και τριγυρίζεις κηρύσσοντας δυσσεβείς τους μή ανεχομένους να βλασφημούν κατά τον δικό σου τρόπο; Δεν σέβεσαι τον απόστολον, άνθρωπε, λέγοντα «ότι τα στόματα ημών είναι ναός του μέσα μας αγίου Πνεύματος»; Καί πάλιν, «είσθε ναός Θεού καί το Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα σας;». Άραγε θα κατεδέχετο ποτέ να τιμήσει με την προσηγορίαν τού ναού το δουλικόν κατοικητήριον; Εάν δέ αυτός είναι μέσα μας, με όποιον τρόπον είναι καί μέσα σ' όλα, τότε ναός του Θεού είναι και έκαστον των αλόγων και των θηρίων και των ερπετών, διότι παραλείπω να αναφέρω ότι είναι καί έκαστος τών λατρευσάντων ταύτα Ελλήνων, καί τών άλλων σεβασμάτων αυτών. Εις μάτην δε καί ο απόστολος κατά τούτο εγκωμιάζει τους πιστούς, και μάλιστα τους δοκίμους, λέγων, «δέν γνωρίζετε ότι είσθε ναός Θεού καί τό Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα σας;», «εάν βεβαίως δεν είσθε αδόκιμοι».

5. Aλλά, λέγει, «κατακερματίζετε το Πνεύμα το θείον, χαρακτηρίζοντες αυτό υφειμένον, άκτιστον καί υπερκείμενον, καί μετρείτε τον Θεόν λέγοντες ότι είς τον ένα μέν άγιον προσυπάρχει μεγαλυτέρα είς τόν άλλον δέ ολιγωτέρα χάρις καί ότι αυτη δεν είναι εκείνη η ομοίωσις την οποίαν προσέδωσεν έκαστος εις τόν εαυτόν του διά τής μιμήσεως του Θεού, αλλα κάτι διάφορον από αυτήν, ερχόμενον άνωθεν ως άκτιστον δώρον». Σε ποιον νομίζεις ότι απευθύνεις ταύτα, σ' εμας ή στον προφήτην; Μάλλον δε τα απευθύνεις εις τον Θεόν ο οποίος δι' ενός αυτών των προφητών είπε, «θα εκχύσω εις πάσαν σάρκα από το Πνεύμα» καί εις τον απόστολον λέγοντα «μερισμούς Πνεύματος άγιου» καί εις τον Διονύσιον γράφοντα σαφώς, «υπάρχει εν το οποίον επιθυμούν πάντες οι ενοειδείς, μετέχουν δε εις αυτό όχι ενιαίως, αν καί είναι ταυτό καί εν, αλλά όπως η θεία ζυγαριά διανέμει εις εκαστον κατ’ αξίαν τον κλήρον». Δεν ζυγίζεται ούτε μετρείται λοιπόν το Πνεύμα, αλλ' αυτό μάλλον μετρεί τα μετέχοντα, κατανέμον εις έκαστον εαυτό κατά την σωστικήν δικαιοσύνην του· ούτε εκείνο είναι το μεριζόμενον, αλλ' εμείς είμεθα οι μη δυνάμενοι να χωρέσωμεν τό όλον, όταν εκείνο επιλάμπει αμερώς.

6Είναι σχετικώς γεγραμμένον ότι καί ο Παύλος ήλθεν εις επαφήν με βραχείαν λάμψιν τού μεγάλου φωτός. Καί τήν επί τού όρους δόξαν τού Κυρίου είδαν οί συναναβάντες με αυτόν μαθητές «όχι ολόκληρον, για να μη χάσουν καί την ζωήν μαζί με την όρασιν». Εκείνο δέ όχι μόνον είναι αμέριστον εν τω μέσω μεριστών, αλλά καί τούς κατά το δυνατόν μετέχοντες ενώνει ως ενοποιός δύναμις πρός την ενότητα καί θεοποιόν απλότητα του συντονιστού (συναγωγού) Πατρός. Έτσι το Πνεύμα προβαίνοντας αγαθοπρεπώς καί πληθυνόμενον δια την ένωσιν των προνοουμένων μένει εντός εαυτού κατά υπερούσιον δύναμιν. Εάν δέ η τοιαύτη πρόχυσις καί αποστολή καί πρόοδος είναι επίσης καί φανέρωσις (διότι λέγει, «εις έκαστον δίδεται η φανέρωσις τού Πνεύματος πρός το συμφέρον του»), θά είναι μετρητόν τό Πνεύμα, μετρούν τήν φανέρωσιν κατά τήν αναλογίαν των μυστικώς συναντώντων αυτό; Καί ως ανωφελές εις όλους, αφού ποτέ δεν εκφαίνεται τελείως καί υπερέχει απειροπλασίως πάσης εκφάνσεως καί νοήσεως, μερίζεται ή είναι συντεθειμένον από κατώτερον καί ανώτερον; Καί ούτε εκείνο δέν καταλαμβάνετε, σείς οι εις όλα σοφοί, ότι το φαινόμενον ή νοούμενον ή μετεχόμενον δέν είναι μέρος του Θεού, διά να υποστεί έτσι καί μερισμόν ο Θεός κατά την άποψίν σας, αλλά κατά κάποιον τρόπον καί όλος έκφαίνεται καί μή όλος, καί νοείται καί δεν νοείται, καί μετέχεται καί δεν μετέχεται;

7. Εάν δε και κατά τον μέγαν Διονύσιον «θέωσις είναι η προς τόν Θεόν αφομοίωσις καί ένωσις», πώς θα ήταν δυνατόν νά δεχθούμε εμείς ότι η θέωσις είναι φυσική μίμησις; Βεβαίως μας είναι απαραίτητος η ομοίωσις, για να γίνουμε προσαρμοστικοί πρός την ένωσιν εκείνην, διά τής οποίας επιτελείται η θέωσις. Χωρίς όμως τήν ενωσιν η ομοίωσις δεν θα επαρκέσει πρός θέωσιν. Λέγω δέ ότι είναι αναγκαία εκείνη η θέωσις να προσγίνεται από την ενέργειαν καί τήρησιν των θείων εντολών, η οποία δεν τελείται απλώς από φυσικήν μίμησιν, αλλά από την δύναμιν του Πνεύματος, η οποια εφίπταται από άνω κατά την ιεράν αναγέννησίν μας καί προσφύεται απορρήτως στους βαπτισθέντες. Δι' αύτής «οι μη γεννηθέντες από αίματα, ούτε από θέλημα ανδρός, ούτε από θέλημα σαρκός, αλλά εκ Θεού ως αρτιγέννητα βρέφη «δύνανται να φθάσουν εις το μέτρον του πληρώματος του Χρίστου»Διότι λέγει, «εκείνος ο οποίος δεν έχει αποκτήσει ένθεον ύπαρξιν δέν δύναται ποτέ να γνωρίσει ούτε να ενεργήσει κάτι από τα θεοπαράδοτα». Διδάξου λοιπόν κατά το λόγιον από την βάσιν, ω φίλε, το υπερφυές τής θεώσεως· διότι αυτής της οποίας η φύσις δέν αναφύεται εν αρχή παρ' έαυτής, πώς θα είναι το τέλος φυσικόν καί κτιστόν; Καί άν υπέρκειται σε μεγάλον βαθμόν τής φυσικής μιμήσεως κατά τήν αρχήν της, πώς τελειωθείσα θα είναι κτιστή και φυσική μίμησις; Βαπτίζει καί ο Ιωάννης ο υιός του Ζαχαρία, αλλά μόνον είς τό ύδωρ· βαπτίζει καί ο Ιησούς ο Υιός του Θεού, αλλά είς ύδωρ καί Πνεύμα. Ποία λοιπόν είναι η πρόσληψις; Αραγε μόνον το όνομα; Καθόλου. Είναι αυτή η θεουργός χάρις καί δύναμις, το ίδιο το Πνεύμα το άγιον, όχι περιχεόμενον κατ' ουσίαν εις τον βαπτιζόμενον, αλλά περιφυόμενον κατά την εμφύτως ενυπάρχουσαν χάριν τού αγιασμού. Εάν δε αυτή είναι κτίσμα καί εμείς οι μεταλαβόντες αυτής μετελάβομεν κάτι κτιστόν, πώς είναι άκτιστον το άγιον Πνεύμα;
Η παραπάνω παράγραφος 7 σε πιο σύγχρονη γλώσσα:
[7. Εάν, όπως λέγει και ο μέγας Διονύσιος, «θέωση είναι η αφομοίωση και η ένωση με τον Θεό», πώς θα μπορούσαμε εμείς να δεχτούμε ότι η θέωση είναι απλώς φυσική μίμηση; Σαφώς και είναι απαραίτητη η ομοίωση, ώστε να γίνουμε ικανοί για εκείνη την ένωση μέσω της οποίας πραγματοποιείται η θέωση. Όμως, χωρίς την ένωση, η ομοίωση δεν επαρκεί για τη θέωση. Και λέγω ότι είναι αναγκαίο η θέωση αυτή να προέρχεται από την ενεργό εφαρμογή και τήρηση των θείων εντολών — πράξη που δεν είναι απλώς φυσική μίμηση, αλλά προέρχεται από τη δύναμη του Πνεύματος, το οποίο κατέρχεται από ψηλά κατά την ιερή μας αναγέννηση και ενώνεται μυστηριωδώς με τους βαπτισθέντες. Μέσω αυτής της ενέργειας, «εκείνοι που δεν έχουν γεννηθεί από αίματα, ούτε από θέλημα άνδρα, ούτε από θέλημα σαρκός, αλλά από τον Θεό», ως νεογέννητα βρέφη, μπορούν να φθάσουν «εις το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». Διότι, όπως λέγεται, «αυτός που δεν έχει αποκτήσει θεία ύπαρξη, δεν μπορεί ποτέ να γνωρίσει ή να ενεργήσει τίποτα από τα θεόπνευστα πράγματα». Μάθε, λοιπόν, φίλε μου, από την αρχή, σύμφωνα με τον λόγο, το υπερφυσικό της θέωσης· διότι, αν κάτι που στην αρχή του δεν είναι εκ φύσεως δικό μας, πώς είναι δυνατόν το τέλος του να είναι φυσικό και κτιστό; Κι αν υπερβαίνει τη φυσική μίμηση σε τόσο μεγάλο βαθμό στην αρχή του, πώς θα μπορούσε, όταν ολοκληρωθεί, να είναι κάτι κτιστό και απλώς φυσική μίμηση; Ο Ιωάννης, ο υιός του Ζαχαρία, βαπτίζει κι αυτός, αλλά μόνο με νερό· ενώ ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού, βαπτίζει με νερό και Πνεύμα. Ποια λοιπόν είναι η ουσία αυτής της πρόσληψης; Είναι άραγε μόνο στο όνομα; Καθόλου. Είναι η θεουργός χάρις και δύναμη, το ίδιο το Πνεύμα το άγιον, όχι ότι μεταδίδεται στον βαπτιζόμενο κατά την ουσία του, αλλά ενώνεται με αυτόν μέσω της εσωτερικά παρούσας χάρης του αγιασμού. Κι αν αυτό είναι κτίσμα, και εμείς που κοινωνήσαμε αυτής κοινωνήσαμε κάτι κτιστό, τότε πώς είναι άκτιστο το Άγιο Πνεύμα;]

8. Διά να πούμε δέ κατά τον μέγαν Αθανάσιον, «αν γινώμεθα θείας φύσεως κοινωνοί διά της μετουσίας τού Πνεύματος, παραφρονεί όποιος λέγει ότι το Πνεύμα είναι της κτιστής φύσεως και όχι της τού Υιού». Πώς δε και ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, αν βαπτίζει καί αυτός εν κτίσματι κατά τον Ιωάννην καί εμβάλλει κτιστήν δύναμιν καί χάριν εις τούς βαπτιζομένους, ο κατά τον Παύλον «ορισθείς», δηλαδή αναγνωρισθείς και επικυρωθείς, «Υιός του Θεού εν δυνάμει κατά το Πνεύμα της αγιωσύνης δια της αναστάσεως νεκρών»;. Τί είναι λοιπόν η δύναμις η οποία εφάνη και ανεκήρυξε τον Ιησούν Υιόν τού Θεού; Κτίσμα; Καί πώς εγνωρίσθη από αυτήν ότι είναι Θεός; Και μην υπολογίσεις τήν δύναμιν η οποια εκαθάρισε τούς λεπρούς, εφώτισε τούς τυφλούς, ανώρθωσε τούς κυρτούς, συνέσφιξε τούς παραλύτους, διότι είναι δείγμα φαρισαϊκής αμβλυωπίας να βλέπει κανείς πρώτα εκείνην, αλλά να προσέχεις πρώτα εκείνην η οποία έλυσεν αφανώς τήν σειράν τών αμαρτημάτων καί άνοιξε δρόμον είς το Πνεύμα τής αγιωσύνης, και ανορθώνει και φωτίζει τον έσω άνθρωπον διά τής πρός τόν Θεόν συνάφειας ανιστώσαν εκ νεκρών και επιτρέποντας στην ψυχήν να ζει θείως, δίδουσα θείαν αίδιον πράγματι ζωήν Θεού. Η δε ανάστασις του σώματος συνηθίζει να ακολουθεί αυτήν, καθώς και ο θάνατος αρχικώς ακολούθησε τόν θάνατον τής ψυχής· διότι τούτο είναι θάνατος της ψυχής, η αλλοτρίωσις της εν Θεώ ζωής. Και αυτός είναι πράγματι δεινός θάνατος, ο δε μετ' αυτόν, δηλαδή ο του σώματος είναι μετ’ αυτόν ευκταίος, διότι αποτελεί καρπόν φιλανθρωπίας, της οποίας φευ θα στερηθούν οι του ομίλου των καταδίκων κατά την μέλλουσαν κρίσιν. Διότι τοιαύτη ανάστασις αναμένει τους μη χρησιμοποιήσαντες καλώς το δοθέν από τον Θεόν τάλαντον της θείας χάριτος, η οποία είναι συνημμένη διηνεκώς με εκείνον τον δεύτερον θάνατον, όπως μας το εφανέρωσεν ο Ιωάννης δια της Απокαλύψεως! Και είναι χειροτέρα θανάτου. Αν δε εκείνοι με τον τρόπον αυτόν ζουν αθάνατα καί συγχρόνως έχουν αποθάνει, πολλοί των εδώ ζώντων είναι νεκροί, όπως έδειξε ό Κύριος ζωής καί θανάτου· υπάρχει λοιπόν καί ψυχής νέκρωσις, ενώ κατά την φύσιν αυτη μένει αθάνατος. Πώς λοιπόν θα ζήσει, αφού κατέχει κτιστήν ζωήν; Αλλά ζώσα κατ’ αύτήν είναι νεκρά. Εάν είναι να αναβιώσει αυτη είς ανωτέραν σφαίραν, πρέπει να μεταλάβει της ακτίστου ζωής, αυτής η οποία δεν χωρίζεται από το πνεύμα. Διά τούτο λέγει ο Βασίλειος, ο οποίος μετέσχε ταύτης καί ομιλεί έκ πείρας· «καί η ζωή τήν οποίαν μεταβιβάζει τό Πνεύμα είς τήν υπόστασιν άλλου δέν χωρίζεται από αυτό, αλλά καί αυτό έχει εν εαυτώ τήν ζωήν καί οι μετέχοντες αυτού ζούν θεοπρεπώς, κατέχοντες θείαν καί επουράνιον ζωήν». 
Η παραπάνω παράγραφος 8 σε πιο σύγχρονη γλώσσα:
[8. Σύμφωνα με τον μέγα Αθανάσιο, «εφόσον γινόμαστε μέτοχοι της θείας φύσης μέσω της μετουσίας (μετοχής) του Πνεύματος, είναι τρέλα να λέει κανείς ότι το Πνεύμα είναι δημιούργημα και όχι της ίδιας φύσης με τον Υιό». Πώς λοιπόν ο Χριστός μπορεί να είναι Υιός του Θεού, αν και αυτός, όπως ο Ιωάννης, βαπτίζει μέσα σε κτιστό στοιχείο και μεταδίδει κτιστή δύναμη και χάρη στους βαπτιζόμενους, ενώ σύμφωνα με τον Παύλο έχει «οριστεί» (δηλαδή αναγνωριστεί και επιβεβαιωθεί) Υιός του Θεού με δύναμη κατά το Πνεύμα της αγιοσύνης, μέσω της ανάστασης από τους νεκρούς; Ποια είναι, λοιπόν, αυτή η δύναμη που φανερώθηκε και ανέδειξε τον Ιησού ως Υιό του Θεού; Είναι κτίσμα; Και πώς τότε τον αναγνώρισε ως Θεό; Μη θεωρείς ως σπουδαιότερη τη δύναμη που καθάρισε τους λεπρούς, φώτισε τους τυφλούς, ίσιωσε τους καμπουριασμένους και δυνάμωσε τους παραλυτικούς· διότι είναι ένδειξη φαρισαϊκής τύφλωσης να βλέπει κανείς μόνο αυτά. Πρόσεξε καλύτερα εκείνη τη δύναμη που αόρατα διέλυσε την αλυσίδα των αμαρτιών, άνοιξε δρόμο στο Πνεύμα της αγιοσύνης, ανόρθωσε τον εσωτερικό άνθρωπο μέσω της ένωσης με τον Θεό, τον ανέστησε από τους νεκρούς και επέτρεψε στην ψυχή να ζήσει θεϊκά, δίνοντάς της αληθινά θεία και αιώνια ζωή. Η ανάσταση του σώματος ακολουθεί συνήθως αυτήν την πνευματική ανάσταση, όπως και ο σωματικός θάνατος ακολούθησε πρώτα τον θάνατο της ψυχής. Διότι αυτός είναι ο θάνατος της ψυχής: η αποξένωση από τη ζωή με τον Θεό. Κι αυτός είναι ο πιο τρομερός θάνατος· ο σωματικός θάνατος που έρχεται μετά είναι πιο επιθυμητός, γιατί αποτελεί καρπό φιλανθρωπίας — της οποίας, δυστυχώς, θα στερηθούν οι καταδικασμένοι κατά τη μέλλουσα κρίση. Μια τέτοια ανάσταση περιμένει εκείνους που δεν χρησιμοποίησαν σωστά το θείο τάλαντο της χάριτος που τους δόθηκε από τον Θεό, και αυτό συνδέεται άρρηκτα με τον δεύτερο θάνατο, όπως μας το φανέρωσε ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Και είναι χειρότερος και από τον θάνατο. Αν εκείνοι ζουν αθάνατα και όμως είναι πεθαμένοι, τότε πολλοί ζωντανοί εδώ στη γη είναι ήδη νεκροί — όπως το έδειξε ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Υπάρχει λοιπόν και νέκρωση της ψυχής, αν και από τη φύση της είναι αθάνατη. Πώς, λοιπόν, θα ζήσει, αφού κατέχει μια κτιστή ζωή; Ζει, και όμως είναι νεκρή. Αν θέλει να αναβιώσει σε ανώτερη σφαίρα, πρέπει να μετέχει στην άκτιστη ζωή, αυτήν που δεν διαχωρίζεται από το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό λέει ο Βασίλειος, που έλαβε αυτή τη χάρη και μιλάει από πείρα: «Η ζωή που μεταδίδει το Πνεύμα σε μια υπόσταση (ύπαρξη) δεν αποχωρίζεται από το Πνεύμα, αλλά και αυτό έχει εντός του τη ζωή, και όσοι μετέχουν σε αυτό ζουν με θεϊκό τρόπο, κατέχοντας θεία και ουράνια ζωή»].

9. Θέλεις όμως να διδαχθείς καί τούτο σαφώς, ότι οι καταξιωμένοι να θεωθούν λαμβάνουν το Πνεύμα το άγιον όχι κατά την ούσίαν αλλά κατά τήν άκτιστον ελλαμψιν καί χάριν; Ακούσε τόν λέγοντα, «σκοπός τής ουρανίου ιεραρχίας είναι η πρός τόν Θεόν κατά τό δυνατόν αφομοίωσις καί ένωσις, αφού ο Θεός καταστήσει τούς θιασώτες του θεία αγάλματα, διαυγέστατα καί ακηλίδωτα, δεκτικά τής αρχιφώτου καί θεαρχικής ακτίνος». Εάν δε το μεθεκτόν είς όλους, αν και είναι εν, μετέχεται όχι ενιαίως αλλά διαφόρως, τί εμποδίζει να μετέχουν μέν του Θεού καί οί άγιοι, καί οί μή άγιοι νά υπάρχει όμως διαφορά σ' αυτές τις μεθέξεις κατά τούτο, ότι η μία είναι άκτιστος ή δε άλλη κτιστή; Ό μέγας Αθανάσιος είπεν «εις Θεός υπάρχει, ο Πατήρ», η αρχή των πάντων κατά τόν άπόστολον, «διότι ο Λόγος προέρχεται εξ αυτού γεννητώς και τό Πνεύμα εξ αυτού εκπορευτώς». Αν τον ερώτα κανείς, πώς λοιπόν από όλα τα όντα εκ του Πατρός μόνον τον Υιόν και το Πνεύμα λέγεις αληθινόν Θεόν καί αδιαίρετον από τον Πατέρα, θα απεκρίνετο ευθέως, ότι τούτο συμβαίνει εξ αιτίας τής διαφοράς υπάρξεως, (διότι ο μέν Υιός καί τό Πνεύμα προέρχονται από τόν Πατέρα ως άπαύγασμα καί ακτίς φωτός, αυθυποστάτως όμως, όλα δε τα άλλα προέρχονται ώς κτίσματα από τόν δημιουργόν). Έτσι και εμείς θα πούμε ότι, αν καί όλα μετέχουν του Θεού, βλέπομεν πάντως πολλήν καί μεγίστην διαφοράν τής μεθέξεως τών άγιων. Πράγματι, πες μου, πώς έκ τών μετεχόντων εις τήν ζωήν του Θεού αίσθητικώς ή λογικώς ή νοερώς κανενός η ζωή δεν λέγεται θεοειδής ή ένθεος, καί κανένα από αυτά δέν γίνεται θείον ή θεόληπτον ή θεοφόρον, μάλλον δέ Θεός, αν δέν ανήκει εις τά θεωμένα; Οσα δέ ζουν κατ' αίσθησιν, ώς καί τά στερούμενα τελείως αίσθήσεως, δέν υπάρχει πιθανότης νά ζήσουν ποτέ ενθέως, μολονότι καί αυτά μετέχουν του Θεού. 
Η παραπάνω παράγραφος 9 σε πιο σύγχρονη γλώσσα:
[9. Θέλεις, λοιπόν, να μάθεις καθαρά και αυτό — ότι όσοι αξιώνονται να θεωθούν, λαμβάνουν το Πνεύμα το άγιον όχι ως προς την ουσία Του, αλλά ως προς την άκτιστη λάμψη και χάρη Του; Άκουσε αυτόν που λέει: «Ο σκοπός της ουράνιας ιεραρχίας είναι η, όσο είναι δυνατόν, ομοίωση και ένωση με τον Θεό, καθώς Εκείνος μεταμορφώνει τους πιστούς σε θεία ομοιώματα, διαυγέστατα και άσπιλα, δεκτικά της αρχέγονης και θεοποιού ακτίνας Του». Και αν το μεθεκτό (αυτό που μετέχεται) είναι ένα για όλους, όμως δεν μετέχεται με τον ίδιο τρόπο, τότε τι μας εμποδίζει να πούμε πως όλοι μπορούν να μετέχουν στον Θεό, άγιοι και μη, αλλά υπάρχει διαφορά στη μετοχή: η μία είναι άκτιστη, η άλλη κτιστή; Ο μέγας Αθανάσιος είπε: «Ένας είναι ο Θεός, ο Πατέρας», η αρχή όλων, όπως λέει και ο Απόστολος· διότι ο Λόγος γεννιέται από Αυτόν και το Πνεύμα εκπορεύεται από Αυτόν. Αν τον ρωτήσει κανείς: «Πώς, λοιπόν, μόνο τον Υιό και το Πνεύμα —και όχι όλα τα όντα— λες αληθινό Θεό και αχώριστο από τον Πατέρα;», θα απαντούσε ευθέως: εξαιτίας της διαφοράς ύπαρξης. Διότι ο Υιός και το Πνεύμα προέρχονται από τον Πατέρα ως ακτίνες φωτός με δική τους υπόσταση, ενώ όλα τα άλλα προέρχονται ως δημιουργήματα από τον Δημιουργό. Έτσι κι εμείς λέμε: Αν και όλοι μετέχουν στον Θεό, υπάρχει τεράστια διαφορά στη μετοχή των αγίων. Πες μου, πώς γίνεται να μετέχουν στη ζωή του Θεού αισθητά, λογικά ή νοερά, και όμως κανενός η ζωή να μην ονομάζεται θεοειδής ή θεόληπτη, αν δεν ανήκει στους θεωμένους; Αυτά που ζουν μόνο με τις αισθήσεις ή στερούνται τελείως αίσθησης, δεν είναι δυνατόν ποτέ να ζήσουν θεϊκά, παρότι κι αυτά μετέχουν στον Θεό].

10. Βλέπεις ότι, αν και το θειον είναι μέσα εις όλα καί μετέχεται από όλα, όμως μόνον εις τούς αγίους είναι κυρίως μέσα καί από αυτούς μόνον μετέχεται κυρίως; Καί τόσον είναι τούτο βέβαιον καί αληθές, ώστε όπως ενώ είναι καί λέγονται πολλοί θεοί, είς είναι δι' ημάς ο αληθινός Θεός, καί όπως, ενώ είναι καί λέγονται πολλοί υιοί, από εμάς κηρύσσεται είς αληθινά Υιός Θεού, διό καί μονογενής άλλωστε, έτσι, άν καί πολλοί μάλλον δέ πάντες μετέχουν του Θεού, μόνοι μέτοχοι Θεού καί μέτοχοι Χριστού λέγονται οι άγιοι. Διότι, λέγει ό Παύλος, «είναι αδύνατον οί άπαξ φωτισθέντες καί γευσάμενοι τής επουρανίου δωρεάς καί γενόμενοι μέτοχοι του άγιου Πνεύματος», εννοών οπωσδήποτε ότι δέν ήσαν μέτοχοι προηγουμένως. Καί ο Κύριος υπόσχεται νά έλθει καί νά εγκαταστήσει μονήν είς τούς αγαπήσαντας αυτόν καί αγαπηθέντας από αυτόν, πάντως μέ την έννοιαν ότι δέν ήταν παρών καί δέν κατώκει (δεν ήταν ενοικών) εις αυτούς προηγουμένως. "Επρεπε δέ πάντως oι θεωθέντες νά έχουν πολλήν ομοιότητα πρός τόν Θεόν καί οι υιοποιηθέντες πολλήν ομοιότητα πρός τόν Υιόν". Οπως λοιπόν ο Θεός είναι μόνος ών, μόνος ζών, μόνος άγιος, μόνος αγαθός, «μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών άπρόσιτον», μολονότι πολλοί υπάρχουν και πολλοί ζουν, είναι άγιοι και αγαθοί και αθάνατοι, κατοικούν εις φως καί χώρον ζώντων, έτσι και μόνοι οι άγιοι είναι μέτοχοι Θεού, μολονότι όλοι μετέχουν. 
Η παραπάνω παράγραφος 10 σε πιο σύγχρονη γλώσσα:
[10. Βλέπεις, λοιπόν, ότι ενώ το θείο υπάρχει σε όλα και μετέχεται απ’ όλα, εν τούτοις μόνο στους αγίους υπάρχει πραγματικά και μόνο αυτοί μετέχουν πραγματικά σε Αυτό; Και τούτο είναι τόσο βέβαιο, ώστε όπως ενώ υπάρχουν και λέγονται πολλοί θεοί, για εμάς υπάρχει ένας αληθινός Θεός· και ενώ υπάρχουν και λέγονται πολλοί υιοί, εμείς ομολογούμε έναν αληθινό Υιό του Θεού, τον μονογενή — έτσι, κι αν όλοι κατά κάποιον τρόπο μετέχουν του Θεού, μόνο οι άγιοι λέγονται μέτοχοι Θεού και μέτοχοι Χριστού. Διότι, όπως λέει ο Παύλος: «Είναι αδύνατον εκείνοι που μια φορά φωτίστηκαν και γεύτηκαν τη δωρεά του ουρανού και έγιναν μέτοχοι του Αγίου Πνεύματος», εννοώντας πως πριν δεν ήταν. Και ο Κύριος υπόσχεται να έρθει και να κατοικήσει σε όσους τον αγαπούν και αγαπιούνται απ’ αυτόν — προφανώς εννοώντας ότι προηγουμένως δεν κατοικούσε σ’ αυτούς. Αναγκαίο ήταν, λοιπόν, οι θεωμένοι να μοιάζουν πολύ με τον Θεό και οι υιοθετημένοι να μοιάζουν πολύ με τον Υιό. Όπως δηλαδή ο Θεός είναι ο μόνος υπάρχων, ο μόνος ζων, ο μόνος άγιος, ο μόνος αγαθός, «ο μόνος που έχει αθανασία και κατοικεί σε φως απρόσιτο», παρόλο που υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, ζωντανοί, άγιοι, αγαθοί και αθάνατοι, έτσι και μόνο οι άγιοι είναι πραγματικοί μέτοχοι του Θεού — παρόλο που όλοι μετέχουν κατά κάποιον τρόπο.]


ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΓΙΑ ΘΕΟ ΕΝΝΟΟΥΝ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ. Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΧΑΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΧΑΡΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΑΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Ο ΟΡΟΣ ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΝΟΜΑ ΟΠΩΣ ΣΤΗΝ Π.Δ.

 11. Δεν σου φαίνεται άραγε ότι η τόσον μεγάλη διαφορά μεθέξεως είναι ικανή να μας παραστήσει άκτιστον τήν μέθεξιν των θείως ζώντων, ακόμη καί αν δεν έλεγε ο Παύλος, «δεν ζω δε εγώ πλέον, αλλά μέσα μου ζει ο Χριστός», ακόμη καί αν δεν έλεγε επίσης ο Μάξιμος περί αυτού καί των συμφώνων με αυτόν ότι «δέν φέρουν μέσα των (εν ευατοίς) την χρονικήν ζωήν τήν έχουσαν αρχήν καί τέλος, αλλά τήν θείαν καί αΐδιον ζωήν του ενοικήσαντος Λόγου», καί πάλιν, «η θεία και ακατάληπτος ζωή, αν και δίδει απόλαυσιν εαυτής εις τους μέλλοντας να μετάσχουν κατά χάριν, αλλά δέν δίδει κατάληψιν, διότι μένει πάντοτε καί κατά τήν μέθεξιν των απολαυόντων αυτής ακατάληπτος, καθ' όσον ώς άκτιστος έχει κατά φύσιν την απειρίαν», καί πάλιν, «δωρίζοντος τήν αγένητον θέωσιν ώς μισθόν εις τούς πιστούς του»; Αγένητον θέωσιν λέγει «την κατ' είδος ενυπόστατον έλλαμψιν η οποια δεν έχει γένεσιν, αλλ' ακατάληπτον φανέρωσιν εις τους αξίους».
Η παραπάνω παράγραφος 11 σε πιο σύγχρονη γλώσσα:
[11. Δεν σου φαίνεται λοιπόν ότι η τόσο μεγάλη διαφορά στο είδος της μετοχής (μεθέξεως) είναι αρκετή για να μας δείξει ότι η μετοχή αυτών που ζουν θεϊκά είναι άκτιστη (δηλαδή δεν δημιουργήθηκε), ακόμη κι αν δεν έλεγε ο Παύλος: «Δεν ζω εγώ πια, αλλά μέσα μου ζει ο Χριστός»; Ακόμη κι αν δεν έλεγε ο Μάξιμος για εκείνον (τον Παύλο) και για όσους συμφωνούν με αυτόν, ότι «δεν φέρουν μέσα τους την χρονική ζωή, που έχει αρχή και τέλος, αλλά τη θεία και αιώνια ζωή του Λόγου που κατοίκησε μέσα τους». Και επίσης: «Η θεία και ακατάληπτη ζωή, παρόλο που δίνει απόλαυση σε όσους πρόκειται να συμμετάσχουν σ’ αυτήν κατά χάρη, δεν τους δίνει την πλήρη κατάληψή της, γιατί ακόμη και κατά την ώρα της μετοχής παραμένει ακατάληπτη, αφού, ως άκτιστη, έχει από τη φύση της την απειρία». Και αλλού λέει: «Χαρίζει στους πιστούς του την αγένητη θέωση ως μισθό». Με τον όρο «αγένητη θέωση» εννοεί τη μορφή της θείας φώτισης που έχει προσωπική υπόσταση και δεν έχει αρχή, αλλά αποκαλύπτεται με ακατανόητο τρόπο στους άξιους].

12. Ο δε μέγας Αθανάσιος λέγει, «από το ότι λεγόμεθα μέτοχοι Χριστού καί μέτοχοι Θεού δεικνύεται ότι το εις ημάς χρίσμα καί η σφραγίς δέν είναι τής φύσεως τών γενητών»· καί πάλιν, «αυτή είναι η φιλανθρωπία τού Θεού, ότι εκείνων των οποίων είναι ποιητής γίνεται καί πατήρ κατά χάριν, γίνεται δε όταν οι κτιστοί άνθρωποι λάβουν εις τας καρδίας των τό πνεύμα τού Υιού κράζον, Αββά ό Πατήρ, δεν είναι δε δυνατόν να γίνουν άλλως υιοί τού Πατρός, αφού φύσει (από τη φύση τους) είναι κτίσματα, παρά μόνον αν υποδεχθούν το Πνεύμα τού φύσει αληθινού Υιού του Θεού. Διά τούτο ό Λόγος έγινε σάρξ, δια να καταστήση δεκτικόν θεότητος τό ανθρώπινον»· καί πάλιν, «όπως πρός τούς Αποστόλους εδόθη η επαγγελία περί τού Πνεύματος καί τής δυνάμεως τού υψίστου, ούτω και προς την Παρθένον». Και ο μέγας Βασίλειος τονίζει ότι πρέπει κανείς «να γίνη κοινωνός τής χάριτος τού Χριστού διά τού άγιου Πνεύματος, νά καταστή τέκνον φωτός, νά μετάσχη αϊδίου δόξης»· καί πάλιν, «τό κινηθέν από άγιον Πνεύμα εις αΐδιον κίνησιν έγινεν άγιον ζώον. Έλαβε δε ο άνθρωπος, εισοικισθέντος εις αυτόν τό πνεύμα, αξίαν προφήτου, αποστόλου, αγγέλου, Θεού, ενώ προηγουμένως ήτο γή καί σκόνη». Καί πάλιν, «ο λαβών το δουλικόν στοιχείον δέν καθίσταται από δούλου υιός, ούτε λαμβάνει τό δικαίωμα νά καλή τόν Θεόν πατέρα διά τόν λόγον ότι μετέσχε τού δούλου». Καί πάλιν, «μετέχουν τού δημιουργού (Θεού) τα κατ’ εικόνα, καθιστάμενα ικανά πρός τούτο διά τού πνεύματος». Διότι είναι μέν άθλια όλα τα ποιήματα τού Θεού καί υπολείπονται τής δόξης τού δημιουργού κατά τήν κτιστήν φύσιν, εάν δέν μετέχουν τής θεότητος, αλλ’ ο λόγος περί Θεού είναι ανάξιος, αν αυτός εγκαταλείπει τήν κτίσιν γυμνήν τρόπον τινά και έρημον εαυτού. Αλλ’ ούτε η κτίσις είναι τόσον άθλια ούτε ο Θεός τόσον αδύνατος, ώστε να μην αποστέλλη πρός τα ποιήματα τήν αγίαν χάριν». Καί επίσης, «καινή γίνεται πάλιν η κτίσις μεταλαμβάνουσα τού Πνεύματος, μέ τού οποίου τήν στέρησιν είχε παλαιωθή», διότι η τωρινή ανακαίνωσις καί ανασυγκρότησις ανταποκρίνεται εις την κατ' αρχήν καινότης. Ενεφύσησε λοιπόν καί απετύπωσεν όχι κάποιος άλλος, διάφορος από τον εις τήν αρχήν εμφυσήσαντα, αλλ’ αύτός, διά τού οποόου ο Θεός έδωσε τήν εμφύσησιν, τότε μέν μετά ψυχής, τώρα δέ είς ψυχήν». Ο δε Χρυσόστομος πατήρ, εξυμνών την χάριν του θείου βαπτίσματος, λέγει, «τότε μεν ο άνθρωπος έγινεν είς ψυχήν ζώσαν, τώρα δέ είς πνεύμα ζωοποιόν. Είναι δέ μεγάλη η μεταξύ των δύο διαφορά· διότι η μέν ψυχή δέν παρέχει ζωήν σ' άλλο ον, τό δέ Πνεύμα δέν ζη μόνον αυτό, αλλά και σ' άλλα παρέχει ταύτην. Έτσι λοιπόν καί νεκρούς ανέστησαν οι Απόστολοι».
Η παραπάνω παράγραφος 12 σε πιο σύγχρονη γλώσσα:
[12. Ο μέγας Αθανάσιος λέει: «Από το γεγονός ότι λεγόμαστε μέτοχοι του Χριστού και του Θεού, φαίνεται ότι το χρίσμα και η σφραγίδα που λάβαμε δεν προέρχονται από τη φύση των κτιστών πραγμάτων». Και επίσης: «Αυτή είναι η φιλανθρωπία του Θεού: ότι γίνεται πατέρας κατά χάρη εκείνων των οποίων είναι δημιουργός, και αυτό γίνεται όταν οι άνθρωποι, που είναι κτιστά όντα, δεχτούν στις καρδιές τους το Πνεύμα του Υιού που φωνάζει "Αββά, Πατέρα"· διότι δεν είναι δυνατόν να γίνουν αλλιώς παιδιά του Πατέρα, αφού από τη φύση τους είναι κτίσματα, παρά μόνο αν δεχτούν το Πνεύμα του κατά φύση Υιού του Θεού». Γι’ αυτό ο Λόγος έγινε σάρκα, για να καταστήσει το ανθρώπινο σώμα δεκτικό της θεότητας. Και αλλού λέει: «Όπως στους Αποστόλους δόθηκε η υπόσχεση για το Πνεύμα και τη δύναμη του Υψίστου, έτσι και στην Παρθένο Μαρία». Ο μέγας Βασίλειος υπογραμμίζει ότι πρέπει κανείς «να γίνει κοινωνός της χάρης του Χριστού μέσω του Αγίου Πνεύματος, να γίνει παιδί του φωτός και να μετέχει της αιώνιας δόξας». Και αλλού λέει: «Το ον που κινήθηκε από το άγιο Πνεύμα σε αιώνια κίνηση έγινε άγιο ζωντανό ον. Ο άνθρωπος, με την είσοδο του Πνεύματος μέσα του, πήρε αξία προφήτη, αποστόλου, αγγέλου, ακόμα και Θεού, ενώ πριν ήταν χώμα και σκόνη». Και λέει ακόμα: «Αυτός που έχει την φύση του δούλου, δεν γίνεται παιδί του Θεού απλώς επειδή μετείχε στη φύση του δούλου, ούτε έχει το δικαίωμα να αποκαλεί τον Θεό Πατέρα». Και αλλού: «Τα όντα που είναι κατ’ εικόνα (του Θεού), μετέχουν στον Δημιουργό και γίνονται ικανά για κάτι τέτοιο χάρη στο Πνεύμα». Γιατί όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι πράγματι ταπεινά και κατώτερα από τη δόξα του Δημιουργού λόγω της κτιστότητάς τους, αν δεν μετέχουν στη θεότητα· όμως είναι λάθος να μιλάμε για τον Θεό με τρόπο που τον παρουσιάζει σαν να εγκαταλείπει εντελώς τη δημιουργία. Ούτε η δημιουργία είναι τόσο ταπεινή, ούτε ο Θεός τόσο αδύναμος ώστε να μην μπορεί να στείλει στα δημιουργήματά του την άγια χάρη. Επίσης, «η δημιουργία γίνεται καινούρια όταν μετέχει του Πνεύματος, το οποίο όταν έλειπε την είχε καταστήσει παλαιωμένη», διότι η ανανέωση και αναδόμηση της δημιουργίας σήμερα αντιστοιχεί με την αρχική της καινοτομία. Έτσι, ο Θεός είναι που εμφύσησε το Πνεύμα — και όχι κάποιος άλλος διαφορετικός από εκείνον που το είχε κάνει αρχικά· τώρα όμως το κάνει όχι απλώς δίνοντας ψυχή, αλλά μέσα στην ψυχή. Ο Χρυσόστομος, υμνώντας τη χάρη του θείου βαπτίσματος, λέει: «Τότε ο άνθρωπος έγινε ψυχή ζώσα, τώρα όμως πνεύμα ζωοποιό. Και η διαφορά ανάμεσα στα δύο είναι μεγάλη: η ψυχή δεν δίνει ζωή σε άλλον, ενώ το Πνεύμα όχι μόνο ζει, αλλά και δίνει ζωή σε άλλους. Έτσι και οι Απόστολοι ανέστησαν νεκρούς»].
                                 Τα ζώα και τα άψυχα δεν μετέχουν αγιότητας

                                              Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά

  Πηγή αρχαίου κειμένου: ΕΠΕ τ. 3 

                                                       

ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΑΡΑΓΕ Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ. ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ;
ΟΤΙ ΔΕΝ ΑΓΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΖΩΑ, ΤΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ; ΟΤΙ Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ;

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από τη μια «η δημιουργία γίνεται καινούρια όταν μετέχει του Πνεύματος, το οποίο όταν έλειπε την είχε καταστήσει παλαιωμένη»,
Και από την άλλη " Τα ζώα και τα άψυχα δεν μετέχουν αγιότητας"
Ότι να'ναι... τα ζωάκια δλδ γίνονται καινά όταν μετέχουν του Πνεύματος αλλά δε μετέχουν αγιοτητος η οποία αγιότητα είναι κατεξοχήν το Πνευμα!
Τα έχετε μπουρδουκλώσει ολίγον; ;

Γιάννης Πανάρετος

amethystos είπε...

Oσα δέν πιάνει η αλεπού τά κάνει κρεμαστάρια.

Ανώνυμος είπε...

Αὐτὸς οὖν, φιλάνθρωπε Βασιλεῦ, πάρεσο καὶ νῦν διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ ἁγίασον τὸ ὕδωρ τοῦτο

Κρεμαστάρια, Ε;!
Και τα παραπάνω γιατί μιλάνε; Για αγιασμό των υδάτων! Τζάμπα ευχές;
Σε λόγια να βρισκόμαστε!
Παίζετε με τις λέξεις!

amethystos είπε...

Αντε καί ξεκρεμαστάρια. Μέ τόν Αγιασμό τό ύδωρ δέν μετέχει τής αγιότητος.ΜΕΘΕΞΗ. Πώς είναι στά εβραικά;