Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

Χριστιανική Αλήθεια και Περεννιαλισμός ε

Συνέχεια από: Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025


Χριστιανική Αλήθεια και Περεννιαλισμός ε
του Luigi Copertino


ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΕΞΗΓΗΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ

Η νόθα γνώση (gnosi spuria), λοιπόν, ταυτίζει τον Αδάμ Καδμόν, ή Καθολικό Άνθρωπο, που είναι στην πραγματικότητα ο Λόγος του Θεού, με τον Αδαμικό Άνθρωπο πριν από την «πτώση» του μέσα στην σωματικότητα-περιορισμό, στη σωματικότητα-φυλακή. Με άλλα λόγια, υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος, χάνοντας τη συνείδηση της εγγενούς αυτο-θεότητάς του, «έπεσε» μέσα στην εξωτερική, υλική εκδήλωση, ότι «ρίχτηκε» μέσα στο «σκοτάδι» του κόσμου, ότι «εξορίστηκε» από τον Ουρανό στη γη.

Ο Κήπος της Εδέμ, πράγματι, εδώ νοείται ως μια ανώτερη κατάσταση της εκδήλωσης και όχι ως η ίδια η γη όπως ήταν αρχικά, δηλαδή όπως αρχικά την έζησε ο αδαμικός άνθρωπος, ο οποίος, σε κοινωνία με τον Θεό, δεν ήταν υποκείμενος στις χωροχρονικές συνθήκες της ύπαρξης, μολονότι ζούσε μέσα στο υλικό του σώμα και σε αυτόν τον δημιουργημένο κόσμο.

Η νόθα γνώση, προερχόμενη από τον Εωσφόρο, παρουσιάζεται ως ένα δογματικό σύνολο που παραχαράσσει την αρχέγονη Αποκάλυψη αναμειγνύοντάς την με ξένα και ετερόκλητα στοιχεία. Πρόκειται για μια στρατηγική που αποσκοπεί να κερδίσει την αποδοχή στην καρδιά του ανθρώπου, η οποία είναι πλασμένη μόνο για τον Κύριο Θεό.

Η βιβλική αφήγηση της δοκιμασίας και του πειρασμού μιλά, ακριβώς, για τη γοητεία, πλανευτική και απατηλή που η νόθα γνώση ασκεί στον άνθρωπο, εμφυσώντας σε αυτόν την εωσφορική υπερηφάνεια της αποδέσμευσης από Εκείνον που τον θέλησε από αγάπη. Στη Γένεση, η νόθα γνώση συμβολίζεται με τον ουροβόρο (ouroboros), ή φίδι που δαγκώνει την ουρά του. Με αυτό το σύμβολο η Αποκάλυψη υποδεικνύει τις ολιστικές-κυκλικές αντιλήψεις της αιώνιας επιστροφής, χωρίς υπερβατικότητα, που υπόσχονται τη «γνώση», δηλαδή τη «γνῶσιν», του καλού και του κακού νοούμενων ως διαλεκτικών πολικοτήτων στην αδιάλειπτη κυκλικότητα· νοούμενων, με άλλα λόγια, ως «διπλό αντίθετο» – δηλαδή ως δυϊσμό στον οποίο τα αντίθετα αλληλοανακαλούνται, έτσι ώστε το καλό να βρίσκεται στο κακό και το κακό στο καλό – ο οποίος συγκαλύπτει έναν αδιάφορο και μηδενιστικό μονισμό.
Η «ουροβορική γνώση» υπόσχεται στο εγώ την εξουσία να υψωθεί, να υποκαταστήσει τον Θεό στον καθορισμό του τι είναι καλό και τι είναι κακό. Θέση που, σε φιλοσοφικούς όρους, ορίζεται ως «υποκειμενισμός».

Έχουμε δει πώς ο Attilio Mordini, στο αναφερθέν έργο του “Verità del linguaggio”, για να συμφιλιώσει την χριστιανική πίστη με την Philosophia perennis, στην προσπάθειά του να διακρίνει το αποκεκαλυμμένο στοιχείο από το νόθο, υπογραμμίζει ότι ο Αδάμ, ως Εικών του Λόγου, είναι το μοναδικό κτίσμα που έχει προικιστεί με τον λόγο, κατ’ εικόνα ακριβώς του Λόγου του Θεού. Έτσι, όταν ο Αδάμ-κτίσμα, όπως αφηγείται η Γένεσις, αποδίδει στα άλλα όντα το όνομα, πράγμα που σε μεταφυσικούς όρους ισοδυναμεί με το να τους αποδώσει την ουσία, μπορεί να το κάνει όχι με δική του αυτόνομη δύναμη, αλλά μόνο με τη Δύναμη του Αδάμ Καδμόν, του Λόγου, του οποίου αυτός, ο άνθρωπος-κτίσμα, είναι μεθεκτική εικών. Η αδαμική απόδοση του ονόματος στα κτίσματα, επομένως, δεν πρέπει να εννοηθεί, κατά τον γνωστικό τρόπο, ως εκπόρευση των όντων κατά τη διαμόρφωση της θείας ουσίας κατά μήκος της διαδικασίας της εκδήλωσης.
Στη Γένεση, ο Αδάμ-κτίσμα, εικόνα του Αδάμ Καδμόν, είναι ab aeterno, εν Mente Dei, ακριβώς διότι είναι εικόνα του Λόγου του Θεού· ένα αρχέτυπο πρωταρχικό, μια ιδεατή δυνατότητα. Ο Αδάμ-κτίσμα είναι στον Θεό «από καταβολής αιώνων», δηλαδή πριν από τη δημιουργία του χωροχρονικού κόσμου (ο χρόνος ο ίδιος είναι κτίσμα), διότι ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο από αγάπη για τον άνθρωπο, ώστε να υπάρχει ανάμεσα σε όλα τα όντα ένα που θα μπορούσε να ανταποδώσει την Αγάπη Του και με το οποίο θα μπορούσε να διαλέγεται αιωνίως. Ο Τριαδικός Θεός, πράγματι, είναι ad intra κοινωνία Αγάπης και γι’ αυτό εκχέει την αγάπη Του ad extra στα κτίσματα.

Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο ώστε ο Υιός, ο Αδάμ Καδμόν, ο Λόγος Του, να μπορέσει να σαρκωθεί, για να δοξάσει τον Πατέρα πραγματοποιώντας, με μια θυσία που χωρίς την αμαρτία του ανθρώπου δεν θα ήταν αιματηρή, τη δόξα της δημιουργίας μέσα από τη μεταμόρφωση της μέλλουσας ουράνιας Ιερουσαλήμ. Και για να σαρκωθεί ο Αδάμ Καδμόν, ήταν αναγκαίος ο Αδάμ-κτίσμα, ο οποίος ήταν ab aeterno, εν Mente Dei, η Εικών του Λόγου. Ο άνθρωπος, επομένως, θελήθηκε και αγαπήθηκε δωρεάν, ως εικόνα του Θεού, για τον εαυτό του και όχι εξαιτίας κάποιας απλής δυναμικής αναγκαιότητας εγγενούς στην εκδήλωση του κόσμου, ή – όπως επίσης υποθέτει, ενδίδοντας εδώ σε ένα ετερόκλητο στοιχείο, ο ίδιος ο Mordini – ως απάντηση στο «non serviam» του Εωσφόρου, ώστε χωρίς την αγγελική ανταρσία να μην υπήρχε ούτε η δημιουργία του υλικού κόσμου ούτε εκείνη του ανθρώπου.

Σύμφωνα με μια αρχαία ιουδαιοχριστιανική αλλά και ισλαμική παράδοση, η αμαρτία του Εωσφόρου, το «non serviam», υπήρξε η άρνηση εκ μέρους του αγνότερου των αγγέλων, του εγγύτερου στον Θεό, απέναντι στην προοπτική της μελλοντικής Ενσάρκωσης του Λόγου του Θεού, την οποία ο Κύριος έδειξε στις αγγελικές Του δημιουργίες για να δοκιμάσει την αγάπη τους προς Αυτόν. Η εγγύτητα στον Θεό, η ιλιγγιώδης πνευματικότητά του, μεταστράφηκαν για τον Εωσφόρο σε πειρασμό υπερηφάνειας, που τον οδήγησε στο να περιφρονήσει τη σάρκα, τον υλικό κόσμο, και επομένως στο να επαναστατήσει κατά ενός Θεού που ήθελε να σαρκωθεί, που ήθελε να «μολυνθεί» με την ύλη. Ο πνευματικότερος των αγγέλων, μπροστά στην προοπτική της Ενσάρκωσης του Λόγου, έφθασε να διακηρύξει ότι αν ο Θεός ήθελε να σαρκωθεί, δεν μπορούσε να είναι πραγματικά ο Θεός υπεράνω πάντων, αλλά μόνο μια απλή ενδιάμεση θεότητα, που ενεργούσε για να διαταράξει την απόλυτη γαλήνη του Αποφατικού Θείου. Από εδώ η υποχώρηση του Εωσφόρου στον πειρασμό να επιβάλει τον εαυτό του στην προσκύνηση των αγγέλων στη θέση του Δημιουργού, τον οποίο αρνήθηκε ως τέτοιον. Μια προσπάθεια που, όπως είναι γνωστό, αμφισβητήθηκε από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ο Εωσφόρος, λοιπόν, υπήρξε ο πρώτος από τους γνωστικούς, από τους οπαδούς της νόθας γνώσης. Μάλιστα, υπήρξε ο ιδρυτής της και θα επέστρεφε αργότερα στη σκηνή της δημιουργίας για να πειράξει τον Αδάμ-κτίσμα με τις ουροβορικές δοξασίες, με σκοπό να «αμαυρώσει» το ενανθρωπιστικό σχέδιο του Θεού.
Επομένως, για την αρχέγονη Αποκάλυψη, δηλαδή για την αληθινή Philosophia perennis ακόμη αμόλυντη από εωσφορικά μιάσματα, ο άνθρωπος εμφανίζεται στη σκηνή του κόσμου όχι εξαιτίας πτώσης ή εξορίας, αλλά πολύ πιο ευεργετικά και «αισιόδοξα», μέσω της μετάβασης από τη δύναμη στην ενέργεια εκείνου που είναι ab aeterno εν Mente Dei. Ο άνθρωπος δημιουργείται, κατ’ ἐνέργεια δυνατοῦ, μέσα στον Θεό. «Διότι εν Αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», όπως είπε ο Παύλος στους φιλοσόφους του Αρείου Πάγου στην Αθήνα, παραθέτοντας έναν στίχο από τα Φαινόμενα, 5, του ποιητή Κιλίκιου Άρατου του Σολέως.

Τα «ad extra» έργα του Θεού δεν είναι «έξω» από Αυτόν, αφού Αυτός είναι Πανπεριεκτικός και Πανταχού Παρών, αλλά είναι, διά μεθέξεως, μέσα σε Αυτόν, αν και «ἄλλα από Αυτόν», αφού δεν μπορεί να υπάρξει καμία συγγενική ταυτότητα, αλλά μόνο οντολογική μετοχή, ανάμεσα στον Θεό και στη δημιουργία (το να υποστηρίξει κανείς το αντίθετο σημαίνει να υποστηρίξει την «ταύτιση» πανθεϊστικού τύπου ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο, η οποία, όπως έχει ήδη φανεί, αποτελεί την ουσία της νόθας γνώσης).[ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ]
Με πιο πνευματικούς όρους, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, από αγάπη, από την Άπειρη Αγάπη του Θεού, μέσα σε αυτόν τον υλικό κόσμο που αρχικά του παραχωρήθηκε ως παρακαταθήκη, μέσα στην μυστική ασυλία μιας προνομιούχας οντολογικής κατάστασης δωρημένης χάριτι. Η Εδέμ, πράγματι, είναι η δημιουργία, αυτή η ίδια η παρούσα δημιουργία, όπως όμως «βιωνόταν» από τον άνθρωπο εν χάριτι, προτού παρασυρθεί από τον αμφίσημο εσωτερισμό της νόθας γνώσης. Ο αδαμικός άνθρωπος ήταν αρχικά άτρωτος στις οδύνες και στις συνθήκες που σήμερα βιώνει ως αποτέλεσμα της απομάκρυνσής του από την Αληθινή Γνώση, την Αληθινή Γνῶσιν, δώρο δωρεάν του Θεού, για χάρη της ψευδο-γνώσης, της ουροβορικής.

Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό κτίσμα που είναι προικισμένο με πνεύμα, ψυχή και σώμα (14). Στον αδαμικό άνθρωπο μέσα στην Εδέμ είχε παραχωρηθεί να ζει, ταυτόχρονα, στα τρία επίπεδα της Πραγματικότητας: το υπερφυσικό, το προφυσικό και το φυσικό. Ο Αδάμ, αν και είχε πλαστεί από τη «γη» (κόκκινη γη είναι το ακριβές νόημα του όρου Αδάμ), συνομιλούσε αδιάκοπα με τον Θεό – ο Οποίος «περπατούσε στον κήπο κατά το δειλινό» (Γεν. 3,8), όπου με τον όρο «κήπος» δεν πρέπει να νοείται μόνο η Εδέμ-δημιουργία, αλλά κυρίως η καρδιά του ανθρώπου, που ήταν στα μάτια του Θεού ένας «κήπος χάριτος» όπου άνθιζαν οι απολαύσεις της Εγχυτής Αγάπης – και είχε επίσης πρόσβαση στον Ενδιάμεσο Κόσμο, ή Mundus Immaginabilis, που είναι το λεπτό, προφυσικό επίπεδο του κοσμικού ιστού. Σε αυτόν δρουν άυλες δυνάμεις διαφόρων ειδών, όπως επίσης και τα αγγελικά πνεύματα, τα οποία, όντας καθαρά πνεύματα, αν και κτιστά και όχι άκτιστα, χρειάζονται ένα λεπτό «ένδυμα αιθέριου φωτός» για να φανερωθούν στον άνθρωπο. Στον Ενδιάμεσο Κόσμο βρίσκονται επίσης εκείνες οι «μεταθανάτιες καταστάσεις» που αρχικά ήταν μόνο παραδεισιακές, αλλά τώρα, μετά την απώλεια της αρχικής αγιότητας, είναι δυνατόν να αναστραφούν σε κολασμένες για εκείνους που στη ζωή τους συσσώρευσαν εμπειρίες αρνητικότητας και αμαρτίας.

Η βιβλική Αποκάλυψη, στο σύνολο της Προφορικής Παράδοσης και της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, μας αποκαλύπτει την τριχοτόμο σύσταση του ανθρώπινου όντος, στο πλαίσιο της οποίας στην καρδιά, έδρα της συνείδησης, του πνεύματος, αποδίδεται καθοριστικός ρόλος στην εμπειρία ζωής και πίστης (15).

Στην αφήγηση της δημιουργίας – «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού· κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν· άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. 1,27)[ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ] ο άνθρωπος, imago Dei, ενθρονίζεται στο κέντρο της δημιουργίας. Το ανθρώπινο ον, άνδρας και γυναίκα, πλασμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Δημιουργού του, είναι το αποκορύφωμα όλης της δημιουργίας. Ο άνθρωπος «πλάθεται» από τον Θεό και εμψυχώνεται από το πνεύμα Του (ruah). Το Βιβλίο Σοφίας μας αποκαλύπτει τον λόγο αυτής της κεντρικότητας του ανθρώπου και τον λόγο τόσου προνομίου: «Ο Θεός έκτισε τον άνθρωπο για την αθανασία» (Σοφ. Σολ. 2,23). Μόνο το ανθρώπινο ον είναι, πράγματι, κλημένο στην πλήρη κοινωνία με τον Θεό για να συμμεριστεί τη Ζωή Του.

Ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως μια τριχοτόμος ενότητα. Στο βιβλικό πλαίσιο, το οποίο σε αυτό δεν διαφέρει από άλλα θρησκευτικά πλαίσια, «το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ενότητα πνεύματος, ψυχής και σώματος· είναι η τριχοτόμος θεώρηση του ανθρώπου σε αντιδιαστολή με τη δυϊστική θεώρηση: “ο άνθρωπος είναι σώμα και ψυχή”» (16).

Η Αποκάλυψη εκφράζει την ανθρώπινη πραγματικότητα με τρεις όρους: σώμα – σάρκα: basar/sarx/sôma· ψυχή: nefeš/psychê· πνεύμα: ruâh/pneûma. Δεν πρόκειται για «μέρη» του προσώπου, διότι καθένας από αυτούς τους όρους θέλει να εκφράσει τόσο το σύνολο του προσώπου όσο και μια ιδιαίτερη όψη της ανθρώπινης πραγματικότητας. Η λέξη basar στην Παλαιά Διαθήκη δηλώνει την πραγματικότητα, τόσο την ανθρώπινη όσο και την ζωική, του σώματος, της σάρκας. Η σωματικότητα είναι μια θετική πραγματικότητα, καθώς προέρχεται από τα χέρια του Θεού, έργο Του. Το σώμα δεν νοείται ως ξένο προς τον άνθρωπο, ούτε ως εμπόδιο για την ψυχή, διότι το σώμα εκφράζει το πρόσωπο στα σημαντικότερα στάδια της πορείας του. Στην Καινή Διαθήκη το σώμα δηλώνεται με δύο διαφορετικούς όρους: sárx και sôma. Είναι η παύλεια θεολογία που εξηγεί το πλήρες τους νόημα. Ο όρος sárx δηλώνει τη «σάρκα» που έχει επιθυμίες αντίθετες προς το Πνεύμα. Από την άλλη, όμως, το ανθρώπινο σώμα – sôma – είναι ο ναός του Αγίου Πνεύματος και είναι πραγματικότητα που, μέσα στην τριάδα με το πνεύμα και την ψυχή, προορίζεται για τη λύτρωση, για την ανάσταση.

Η «σαρκική» όψη του σώματος είχε έντονη έμφαση στην ασκητική εμπειρία των Πατέρων της ερήμου, στον μοναχισμό και στον ερημιτισμό. Μεγάλη επιρροή σε αυτό άσκησε η ελληνική φιλοσοφία, η οποία έβλεπε στο σώμα την «φυλακή» του πνεύματος, τόπο πτώσης του nous, δηλαδή του νου. Ο Πλάτων διακήρυττε, ακριβώς, ότι το σώμα είναι η φυλακή ή ο τάφος της ψυχής. Το σώμα, υποκείμενο στην αμαρτία εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος του Αδάμ, γίνεται, σε ορισμένες ασκητικές εμπειρίες υπερβολικά επηρεασμένες από την ελληνιστική σκέψη, βάρος για την ψυχή. Ο άγιος Βασίλειος διδάσκει: «πρέπει να φροντίζουμε περισσότερο για την ψυχή· με τη βοήθεια της φιλοσοφίας πρέπει να την ελευθερώνουμε σαν από μια φυλακή από τον δεσμό που την αλυσοδένει στα πάθη του σώματος». Αλλά, παρά την ελληνιστική επιρροή, ο ίδιος αποκαλεί «φυλακή» και «δεσμά» τα πάθη του σώματος, όχι το σώμα αυτό καθαυτό. Ένας άλλος πατέρας της ερήμου εκφράζεται έτσι: «η ψυχή είναι το μοναδικό και αληθινό μας αγαθό· έξω από αυτήν δεν υπάρχει ούτε καλό, ούτε κακό, ούτε αρετή, ούτε κακία». Η πλατωνική επιρροή, ωστόσο, εναρμονίστηκε με την αναγνώριση της αρχικής αγαθότητας του σώματος, ώστε η μοναστική και ασκητική εμπειρία να καταλήξει σε μια ουσιαστική ισορροπία στη θεώρηση των σχέσεων ανάμεσα σε πνεύμα, ψυχή και σώμα. Έτσι, σύμφωνα με μια διδασκαλία των Πατέρων της ερήμου: «ένας γέροντας είπε: “Σήκω την αυγή και πες στον εαυτό σου: σώμα, δούλεψε για να τραφείς· ψυχή, γρηγόρησε για να κερδίσεις την κληρονομιά”».

Ακριβώς επειδή το σώμα δεν είναι καθόλου ούτε ξένο ούτε εχθρικό προς την ανθρώπινη πραγματικότητα, αλλά μάλιστα αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της τριχοτόμου σύστασης του προσώπου, το οποίο είναι όλο προορισμένο για τη σωτηρία, στη βιβλική θεώρηση αναλαμβάνει θεμελιώδη σημασία η καρδιά, εννοούμενη όχι μόνο ως σύμβολο αλλά και ως φυσικό όργανο. Ο όρος lēb/cardia δηλώνει τον πιο εσωτερικό και κρυφό τόπο στον άνθρωπο, την έδρα των αισθημάτων και των επιθυμιών, του λογισμού και των αποφάσεων. Σε τέλεια αρμονία με το Ευαγγέλιο – «Μακάριοι οι καθαροί την καρδίαν, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Μτ. 5,8) – είναι κατανοητή η προσοχή που από την αρχή δόθηκε στον εσωτερικό καθαρμό.

Η μανιχαϊστική θνησιμαχία, η οποία, θεωρώντας το σώμα καθαυτό ως κακό, καταπνίγει τις ορμές – είτε της σφαίρας της αισθησιακότητας είτε εκείνες του εγωκεντρισμού, που γεννούν ακαθαρσία, επιθετικότητα, υπερηφάνεια, ζήλια, ματαιοδοξία, ακηδία κ.λπ. – αντί να τις κυβερνά και να τις τακτοποιεί, καθαρίζοντάς τες προς τα Άνω και προς το Κέντρο, δεν έγινε ποτέ δεκτή από την Εκκλησία. Και άλλωστε αποδεικνύεται αναπόφευκτα άχρηστη, δεδομένου ότι η καταπίεση, σε αντίθεση με τη διακυβέρνηση και την εξύψωση των ίδιων των ορμών, προκαλεί σκληρύνσεις της καρδιάς, που στον απόλυτο ασκητικό αυστηρισμό φθάνει να νομίζει ότι μπορεί να νικήσει χωρίς τη Χάρη, χωρίς τη βοήθεια αναγκαία και αληθινά αποφασιστική, θεραπευτική, του Θεού. Για τους Πατέρες της ερήμου, πράγματι, το πρόβλημα δεν συνίσταται στο να πνίξει κανείς τις ορμές, αλλά στο να τις παιδαγωγήσει. Όπως, για παράδειγμα, διδάσκει ο αββάς Ποιμήν: «Κανείς δεν μας δίδαξε να σκοτώσουμε το σώμα, αλλά τα πάθη του».

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΟΤΑΜΟΙ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ

«Ένας ποταμός έβγαινε από την Εδέμ για να ποτίζει τον κήπο, και από εκεί χωριζόταν και σχημάτιζε τέσσερις κοίτες» (Γεν. 2,10).

Στο κέντρο της Εδέμ, στην βιβλική αφήγηση, τοποθετείται το Δέντρο της Ζωής. Φαίνεται να γίνεται λόγος για δύο δέντρα, εκείνο της Ζωής και εκείνο της Γνώσεως του καλού και του κακού. Στην πραγματικότητα είναι προτιμότερη η ερμηνευτική άποψη σύμφωνα με την οποία πρόκειται για ένα μόνο Δέντρο, δεδομένου ότι η Ζωή ρέει διά της Αληθινής Γνώσεως, της Αληθινής Γνώσης, η οποία δίδεται από τον Θεό και δεν μπορεί να απαιτηθεί προμηθεϊκά από τον άνθρωπο που πιστεύει έτσι ότι γίνεται «θεός» από μόνος του και χωρίς τη Χάρη.
Μαζί με το Δέντρο της Ζωής και της Γνώσης, το οποίο θα μας αποδοθεί εκ νέου από τον Σταυρό – όπως είχαν κατανοήσει πολύ καλά οι μεσαιωνικοί, που παρίσταναν τον Χριστό θυσιασμένο πάνω στον Σταυρό/Δέντρο –, η βιβλική αφήγηση της Γενέσεως περιγράφει τέσσερις ποταμούς, από τους οποίους μόνο δύο, ο Ευφράτης και ο Τίγρης, είναι γεωγραφικά προσδιορίσιμοι. Καθένας από τους τέσσερις παραδείσιους ποταμούς ρέει, συμβολικά, προς μία από τις τέσσερις πλευρές του κόσμου. Αυτό προσδίδει στον παραδεισένιο Κήπο κεντρική θέση (Γεν. 2, 11-14). Ο ποταμός γενικώς επικαλείται τον συμβολισμό του γίγνεσθαι, της ροής, του ρείν του ύδατος, που με τη σειρά του είναι σύμβολο αυτού που, ρέοντας, δεν είναι ακίνητο, δεν είναι Αιώνιο. Εδώ θα μπορούσε να προκύψει αμέσως ο παραλληλισμός με την ινδουιστική «Prakriti», αν δεν ήταν ότι, στη Γένεση, οι τέσσερις ποταμοί που αναβλύζουν από την Εδέμ, από τον επίγειο Παράδεισο ως εικόνα του ουρανίου, συμβολίζουν τη Θεία Ζωή που διαχέεται γενναιόδωρα πάνω στη δημιουργία. Με αυτή την έννοια, το νερό είναι σύμβολο – εκτός από στοιχείο απαραίτητο – και της βιολογικής ζωής. Κατερχόμενη, η ροή μεταφέρει τη ζωή παντού, ενώ το «να ανεβαίνεις κόντρα στο ρεύμα» προσλαμβάνει τη σημασία της επιστροφής προς την πηγή. Στην περίπτωση των τεσσάρων παραδείσιων ποταμών, όμως, όπως υπαινιχθήκαμε, η πηγή είναι ουράνια, διότι συνδέεται στενά με το σύμβολο του «Δέντρου της Ζωής». Οι τέσσερις ποταμοί της Εδέμ ρέουν οριζόντια στην επιφάνεια της γης και όχι καθέτως, όπως θα απαιτούσε η αξονική κατεύθυνση, αλλά έχουν την πηγή τους στα πόδια του «Δέντρου της Ζωής», το οποίο είναι επίσης ο Άξονας του Κόσμου, δηλαδή ο Λόγος του Θεού, ο Αδάμ Καδμόν, ο Καθολικός Άνθρωπος, Πηγή επίσης της Αληθινής Γνώσης.

Ο συμβολισμός των παραδείσιων ποταμών είναι και αριθμολογικός, διότι το 4 είναι αριθμός που υπαινίσσεται την κοσμική ολότητα. Τέσσερα είναι τα σημεία του ορίζοντα, τέσσερις οι κύριοι άνεμοι, τέσσερις οι εποχές και τέσσερις οι φάσεις της σελήνης, τέσσερα είναι τα στοιχεία του κόσμου – αέρας, νερό, γη και φωτιά – και τέσσερις οι ουσιώδεις ποιότητες του υγρού, του ξηρού, του θερμού και του ψυχρού. Στην Αγία Γραφή ο «τέσσερα» μένει ως αναφορά στον κόσμο που δημιούργησε ο Θεός και δηλώνει επίσης τον νόμο του δυϊσμού – το τέσσερα είναι το διπλάσιο του δύο – στον οποίο ο πρωταρχικός Αδάμ δεν ήταν υποκείμενος. Ο ποταμός που γεννιέται στον Κήπο της Εδέμ χωρίζεται σε τέσσερις κοίτες (Γεν. 2,10), στρεφόμενος προς τα σημεία του ορίζοντα της Ανατολής, της Δύσης, του Βορρά και του Νότου, για να σφραγίσει την κοσμική του σημασία.
Οι τέσσερις παραδείσιοι ποταμοί που αναφέρονται στη Γένεση – ο Τίγρης, ο Ευφράτης, ο Γιών και ο Φισών – αντιπροσωπεύουν την ολότητα του Κόσμου που ποτίζεται από το Ζωντανό Νερό, το οποίο έχει μέσα του τη ζωή και οδηγεί αυτό καθαυτό στη ζωή, διότι πρόκειται για το Νερό που θα ανέβλυζε, μαζί με το Αίμα, από την Λογχισμένη Πλευρά του Χριστού. Νερό, πίνοντας το Οποίο, δεν διψά κανείς πλέον, όπως αποκάλυψε ο Ιησούς στη γοητευτική Σαμαρείτισσα δίπλα στην πηγή, διότι το Νερό της Ζωής δεν είναι άλλο από το Άγιο Πνεύμα.
«Η καμένη γη θα γίνει λίμνη, και η διψασμένη χώρα πηγές υδάτων», προφήτευε, εν όψει του Χριστού, ο Ησαΐας (Ησ. 35,7).

Και η Σοφία, δηλαδή ο Λόγος του Θεού, με εμφανή αναφορά στους παραδείσιους ποταμούς και στο μεταφυσικό τους νόημα – νόημα που σήμερα δεν κατανοείται πλέον από πολλή θεολογία και ερμηνευτική γοητευμένη από τον ιστορισμό χωρίς υπερβατικότητα – ομιλεί έτσι, στο βιβλίο Σειράχ:
«Εκείνη ξεχειλίζει Σοφία σαν τον Φισών και σαν τον Τίγρη την εποχή των νέων καρπών·
κάνει να πλημμυρίζει η σύνεση σαν τον Ευφράτη και σαν τον Ιορδάνη στις μέρες του θερισμού· εξαπλώνει τη διδασκαλία σαν τον Νείλο, σαν τον Γιών στις μέρες του τρυγητού.
Ο πρώτος δεν εξαντλεί τη γνώση της ούτε ο τελευταίος μπορεί να την ερευνήσει πλήρως.
Διότι η σκέψη της είναι πλατύτερη από τη θάλασσα και η βουλή της από το μεγάλο άβυσσο. 
Εγώ είμαι σαν κανάλι που πηγάζει από ποταμό και σαν ρυάκι βγήκα προς έναν κήπο. Είπα: “Θα ποτίσω τον κήπο μου και θα αρδεύσω την παρτέρι μου!”.
Και να, το ρυάκι μου έγινε ποταμός και ο ποταμός μου θάλασσα.
Θα κάνω ακόμη να λάμψει η διδασκαλία μου σαν την αυγή· θα την κάνω να αστράψει πολύ μακριά. Θα εκχύσω ακόμη τη διδασκαλία σαν προφητεία, θα την αφήσω για τις μελλοντικές γενιές. Δέστε, δεν εργάστηκα μόνο για μένα, αλλά για όσους ζητούν τη διδασκαλία» (Σειρ. 24, 23-32).

Από την πλευρά του, το Βιβλίο της Αποκαλύψεως συνδέεται με το Βιβλίο της Γενέσεως, όταν περιγράφει τον ποταμό που αναβλύζει από τον εσχατολογικό Ναό, και διακηρύσσει: «Έπειτα μου έδειξε ποταμό ύδατος ζωής, λαμπρό σαν κρύσταλλο, που έβγαινε από τον θρόνο του Θεού και του Αρνίου. Στο μέσον της πλατείας της πόλεως, και από το ένα και από το άλλο μέρος του ποταμού, βρίσκεται το δέντρο της ζωής, που δίνει δώδεκα συγκομιδές και κάνει καρπό κάθε μήνα· και τα φύλλα του δέντρου είναι για ίαση των εθνών» (Απ. 22, 1-2).

ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ


Το πραγματικά κρίσιμο σημείο, που επανέρχεται συνεχώς, είναι λοιπόν αν το είναι είναι μετοχή ή πτώση, έκπτωση, εκπόρευση, εκδήλωση. Ειπωμένο αλλιώς: αν το είναι είναι αγαθότητα, δώρο μιας Άπειρης Αγάπης, ή αν είναι φυλακή, ψευδαίσθηση, καταναγκασμός, κακία, άρνηση. Ο γνωστικός συνήθως απορρίπτει το πρόβλημα, διότι – λέει – τίθεται με θεολογικούς, ευσεβιστικούς, γραμματοκρατικούς και όχι μεταφυσικούς όρους. Εδώ, όμως, δεν πρόκειται ούτε για θεολογική ούτε για μεταφυσική γλώσσα, ούτε για γραμματοκρατία ή εσωτερισμό. Εδώ πρόκειται για τη βαθιά κατανόηση της πρωτογενούς Αποκαλύψεως. Ο Λόγος έγινε σάρκα, διότι η σάρκα είναι καλή, όπως κάθε έργο Του. Και το σώμα του Χριστού δεν φυλακίζει τη Θεότητά Του, δεν είναι εκπόρευσή της περισσότερο ή λιγότερο αχνή, περισσότερο ή λιγότερο απτή. Το σώμα του Χριστού, το οποίο εξακολουθούμε να αγγίζουμε στην Ευχαριστία, δεν είναι απατηλό, δεν είναι φαινομενικό. Εκείνο το σώμα, απολύτως σαρκικό, αναστήθηκε μέσα στη μεταμορφωμένη σάρκα, ασφαλώς αντλώντας από καταστάσεις του είναι παντοδύναμες, αλλά χωρίς να «αναπαράγεται» στο λεπτοφυές επίπεδο έτσι ώστε να αφήσει να πέσει, στη φθορά, η σαρκικότητά του.

Δεν μιλούμε, επαναλαμβάνουμε, με «θεολογικούς» ή «ευσεβιστικούς» όρους – όπως λένε εσωτεριστές και γκενονιστές ποικίλων υπαγωγών –, αλλά με τους όρους της χριστιανικής Αποκαλύψεως, η οποία είναι η ίδια η πρωτογενής Αποκάλυψη. Η Ενσάρκωση του Λόγου ήταν προβλεπόμενη στο θείο σχέδιο από την αρχή, διότι «Τα πάντα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού και εις Αυτόν … και τα πάντα συνέχονται εν Αυτώ» (Παύλος, Κολ. 1,16-17). Η δημιουργία δεν υπήρξε συνέπεια της ανθρώπινης αμαρτίας· εκείνη (η συνέπεια) υπήρξε το Πάθος. Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, σύμφωνα με μια πανάρχαια παράδοση, ακριβώς το «σκάνδαλο» του Εωσφόρου – όταν ο Θεός υπέβαλε τους οδοιπόρους αγγέλους σε δοκιμασία – μπροστά στην προοπτική ότι ο Λόγος του Θεού θα ενσαρκωνόταν, θα «λερωνόταν» με τη σάρκα, τον ώθησε στο «non serviam», στο να μην υπηρετήσει έναν Θεό που ήθελε να ταπεινωθεί έως την Ενσάρκωση. Είναι σαφές ότι εδώ παίζεται το ζήτημα της αγαθότητας ή μη της δημιουργίας. Ή η δημιουργία, όπως αποκαλύπτεται στη Γένεση, είναι το Opus Magnum της Αγάπης του Θεού, άρα έργο αγαθό, ή η δημιουργία, καθόσον είναι υλική, είναι μόνο «πτώση», «έκπτωση», «κατακερματισμός» μιας αδιαφοροποίητης πρωταρχικής ενότητας, την οποία ένας «κακός» δημιουργός (τον οποίο, όχι τυχαία, τα ρεύματα της νόθας γνωστικιστικής παράδοσης ταύτισαν, σε αντιπαράθεση με τον Χριστιανισμό, με τον βιβλικό Θεό· βλ. την αίρεση του Μαρκίωνα) θα είχε καταστρέψει.

Η Αποκάλυψη μάς λέει ότι η αδαμική κατάσταση, η Εδέμ, δεν ήταν «λεπτοφυής», σαν να ήταν η ύλη και το σώμα ακάθαρτα, σαν να ήταν φυλακή μιας θείας σπινθηροβολίας που έπεσε από το αδιαφοροποίητο πλήρωμα των απαρχών και άρα πρέπει να ελευθερωθεί από την επαφή με τη σάρκα που είναι διεφθαρμένη κατ’ ουσίαν. Αυτή υπήρξε η αντίληψη του κατηχισμού (καθαρισμού/καθαρισμού των Καθαρών) και έπειτα, όχι τυχαία, του λουθηρανισμού, για τους οποίους ο άνθρωπος, στη φύση του, άρα και στη σωματική του φύση, θα ήταν απλώς μια «αποχέτευση διαφθοράς». Αντίθετα, ο Φραγκίσκος της Ασίζης έψαλλε ύμνους στην Αγαθότητα του Υψίστου για τη δημιουργία Του, οντολογικά αγαθή όπως όλα τα έργα Του.
Το να σκεφτόμαστε μια άυλη, «λεπτοφυή» Εδέμ, από την οποία ο πρωταρχικός Αδάμ, αρχικά χωρίς σώμα ή με ένα «άυλο σώμα», θα «έπεσε» στο σκοτάδι της «κακής» ύλης, δεν είναι χριστιανικό, δεν είναι «γνωστικώς χριστιανικό», δηλαδή δεν είναι καθαρή γνώση, αποκεκαλυμμένη Σοφία. Η Εδέμ, βιβλικώς, είναι μια συγκεκριμένη, υλική, σωματική πραγματικότητα· είναι αυτή η ίδια παρούσα δημιουργία όπως αρχικά βιωνόταν από τον άνθρωπο, μετέχοντα, με πνεύμα, ψυχή και σώμα, στην Αγάπη του Θεού, πριν από την πράξη του προμηθεϊκού του εγωισμού, δηλαδή πριν επιχειρήσει την αυτο-θεοποίησή του, υποκινηθείς σε αυτό από την εγκατάλειψη της καθαρής γνῶσεως που του αποκαλύφθηκε από τον Θεό, υπέρ της νόθας γνώσης, εκείνης του ουροβόρου, του «φιδιού που δαγκώνει την ουρά του», παρόντος στους μύθους της κυκλικής γονιμότητας.

«Όπως βιωνόταν από τον άνθρωπο», δηλαδή – επαναλαμβάνουμε – με τρόπο εντελώς διαφορετικό από όπως τη ζει σήμερα, υποκείμενος στους χρονικούς νόμους του γίγνεσθαι και της γέννησης-θανάτου, από τους οποίους ο Θεός, παρότι τον δημιούργησε με πνεύμα, ψυχή και σώμα, τον είχε φυλάξει μέσω της μετοχής Του σε Αυτόν, στη Θεότητα. Ακριβώς εκείνη τη μετοχή που ο άνθρωπος έχασε με την αμαρτία.
Ο Θεός είχε διαφυλάξει τον Αδάμ από τους περιορισμούς και τις συνθήκες του χωροχρόνου εν αναμονή της μετάβασής του, της μεταθέσεως ή αναλήψεώς του, στον Ουρανό. Ο «θάνατος» του αδαμικού ανθρώπου δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά η ανάληψη ολόκληρου του ανθρώπου, πνεύματος, ψυχής και σώματος, στον Ουρανό. Όπως συνέβη στον Ενώχ και τον Ηλία, που προτιμήθηκαν από τον Θεό, παρ’ όλο που το προπατορικό αμάρτημα δεν είχε ακόμη αφαιρεθεί από τη Θυσία του Σταυρού. Όπως, προ πάντων, συνέβη στην Παρθένο Μαρία, η οποία πράγματι από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς της είναι άμωμη από το προπατορικό αμάρτημα.

Δεν μας δίνεται να γνωρίζουμε με ακρίβεια αν ο «θάνατος» του αδαμικού ανθρώπου θα συνέβαινε με ή χωρίς παραγωγή πτώματος· δηλαδή αν πρώτα με την είσοδο του πνευματικού και ψυχικού εαυτού στους Ουρανούς και, έπειτα, στο τέλος του κόσμου, και με την ανάληψη του σώματος επανενωμένου με το πνεύμα και την ψυχή· ή αν θα συνέβαινε χωρίς παραγωγή πτώματος, δηλαδή με την άμεση ανάληψη και του σώματος. Η χιλιετής ακολουθία των αφθάρτων σωμάτων πολλών αγίων – ας σκεφτούμε μόνο εκείνο, πραγματικά μοναδικό, της Μπερναντέτ Σουμπιρού· όσοι μπόρεσαν να το αγγίξουν λένε πως είναι ακόμη ζωντανό σαν κάποιου που μόλις κοιμάται – θα έτεινε να συνηγορήσει υπέρ της πρώτης υπόθεσης, η οποία, άλλωστε, είναι πιο συνεπής με την προοδευτική ιστορική ανάπτυξη του σωτηριώδους σχεδίου του Θεού.

Βέβαιο είναι ότι ο τελικός σκοπός της ίδιας της δημιουργίας είναι να «αναληφθεί» στη μορφή των «νέων ουρανών και νέας γης», δηλαδή να μεταμορφωθεί αλλά όχι να αρνηθείται στη υλικότητά της, όπως ακριβώς αποκαλύπτει η Αποκάλυψη, δηλαδή το Βιβλίο της Αποκαλύψεως. Η δημιουργία υπάρχει για την Αγάπη/Πνεύμα του Πατέρα προς τον Υιό. Ο Θεός έκανε τον κόσμο από Αγάπη προς τον Λόγο Του, ο οποίος είναι το ίδιο το Αρχέτυπο παντός ό,τι υπάρχει. Εικόνα αυτού του Αρχέτυπου είναι ο άνθρωπος, ώστε η ενοχή του πρόσθεσε στην Ενσάρκωση του Λόγου, ήδη προβλεπόμενη στο Σχέδιο του Θεού, και την ανάγκη της Θυσίας του Πάθους, της Θυσίας του Σταυρού.

Για να κατανοήσουμε, έστω και λίγο, τη φαινομενολογία της οντολογικής καταστάσεως του αδαμικού ανθρώπου πριν από την υποχώρησή του στη γνωστική ουροβορική διδασκαλία, δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε τη φαινομενολογία της οντολογικής καταστάσεως των μυστικών. Στη ζωή των μυστικών εκδηλώνεται μια σειρά φαινομένων που δηλώνουν τη μη υποταγή, διά της Χάριτος του Θεού, δηλαδή διά του Αγίου Πνεύματος, στους φθαρτούς νόμους της δημιουργίας. Από την αδιάλειπτη νηστεία χωρίς συνέπειες σωματικής εξάντλησης έως τον θαυματουργικό πολλαπλασιασμό της τροφής· από την «συνεχή αϋπνία», δηλαδή τη μη ανάγκη αναπαυτικού ύπνου, έως την καρδιογνωσία ή «εξέταση των καρδιών»· από τη διπλοτοπία έως την πρόσκαιρη ανάληψη στον Ουρανό με συνακόλουθες ανεκλάλητες οράσεις και ακροάσεις· από την απουσία αισθήματος ψύχους, λόγω της υψηλής θερμοκρασίας του σώματος που προκαλείται από το «Πυρ του Πνεύματος» αναμμένο στην καρδιά, έως τη μη υποταγή στις ερωτικές ορμές, που είναι τελείως κυριαρχημένες και εκουσίως κατευθυνόμενες ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και αναστελλόμενες· μέχρι και την ανοσία στις ασθένειες· και ούτω καθεξής. Όλη αυτή η φαινομενολογία, όμως, βεβαιώνεται παρουσία του σώματος, όχι χωρίς αυτό ή απελευθερωμένη από αυτό. Μαρτυρεί μια πρωταρχική διάσταση, χαμένη από την ανθρωπότητα και αποδιδομένη εκ χάριτος στους μυστικούς, η οποία έθετε το ανθρώπινο ον, πλήρως σωματικό, στο απυρόβλητο των ορίων και των συνθηκών – πείνα, ψύχος, ασθένειες κ.λπ. – του χωροχρόνου, στις οποίες είναι αντιθέτως υποκείμενα τα άλλα κτίσματα που δεν είναι εμψυχωμένα από το Ρουάχ.

Ο Χριστιανισμός είναι ένα σιωπηλό, παραγνωρισμένο, κρυμμένο (από τους σοφούς του κόσμου) έργο Φιλαλληλίας και Ελέους που έχει τις ρίζες του στην Αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον. Αλλά αυτό δεν θα ήταν δυνατό, αν η πίστη δεν αναγνώριζε την αγαθότητα του Έργου του Θεού, την οντολογική αγαθότητα της δημιουργίας, και αν περιόριζε τον κόσμο σε μια «πτώση» του Πνεύματος στην ακάθαρτη, πυκνή, πετρωτική ύλη και άρα «φυλακή». Τώρα, το να λέμε αυτό, δεν σημαίνει ότι ο Χριστιανισμός είναι στραμμένος μόνο προς τον κόσμο, την κοινωνία, την ηθική. Αντιθέτως, η Αποκάλυψη δείχνει ως έσχατο και ανώτερο σκοπό τον Ουρανό, που αποτελείται από πολλές «μονές», και άρα την ανάληψη του ανθρώπου στην Άπειρη Αγάπη. Ο Ιησούς προς τους αποστόλους, υπονοώντας ότι σ’ αυτούς, και άρα στην Εκκλησία, έχει αποκαλυφθεί η οδός: «Εν τη οικία του Πατρός μου μοναι πολλαί εισίν· ει δε μη, ειπόν αν υμίν· πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν· και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήμψομαι υμάς προς εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ και υμείς ήτε. Και όπου εγώ υπάγω, οίδατε την οδόν» (Ιω. 14, 1-4). Εν αναμονή, όπως ειπώθηκε, του εσχατολογικού Ωμέγα, στο οποίο και ο κτιστός κόσμος θα αναληφθεί στη ένδοξη μεταμόρφωση του Ακτίστου Φωτός, χωρίς όμως να χάσει την οντολογική του ύπαρξη ως κτιστή αγαθότητα. Ο κόσμος κτίστηκε «εν στάσει οδοιπορίας» για ένα σχέδιο Αγάπης που αποβλέπει στην τελική και οριστική του δοξολόγηση, προς Δόξαν του Δημιουργού. Το εσχατολογικό Ωμέγα θα είναι επίσης η ανάσταση της σαρκός, στη μεταμόρφωση των σωμάτων – ακριβώς αυτών των ίδιων σωμάτων που έχουμε, και όχι άλλων υποκατάστατων, λεπτοφυών ή μη – ανακληθέντων στη Ζωή και ενωμένων εκ νέου με την ψυχή και το πνεύμα.

Αναστάς στο δοξασμένο Του σώμα, ο Χριστός έπρεπε να νικήσει την απιστία των αποστόλων και να τους πείσει ότι η σάρκα Του ήταν αληθινή, ότι δεν ήταν φάντασμα, ότι δεν είχε, όπως αργότερα θα υποστήριζαν ορισμένα πλατωνίζοντα και γνωστικά ρεύματα απ’ όπου εκκίνησαν οι μονοφυσιτικές αιρέσεις, ένα «αιθέριο σώμα». Για τούτο ζήτησε από τους αποστόλους να Του δώσουν να φάει, και έφαγε, στο αναστημένο και μεταμορφωμένο Του σώμα, ενώπιόν τους. Δεν δίστασε καν να προσκαλέσει τον Θωμά να βάλει το δάχτυλο στις πληγές Του, δηλαδή να Τον αγγίξει. Ο Θωμάς, που από ευλαβικό φόβο υποχώρησε, θα μπορούσε να διαπιστώσει, όπως αργότερα διαπίστωσαν κάποιοι μυστικοί, ότι του αναστημένου Χριστού το σώμα είναι πραγματικό, σαρκικό, αν και μεταμορφωμένο μέσα στη Θεία Δόξα.

Το είναι υπάρχει σε εξάρτηση από την Αρχή. Από τον Ζώντα Θεό. Το είναι είναι μετοχή, όχι πτώση από το Κέντρο προς μια περιφέρεια ως συνέπεια υποβάθμισης ή εκπόρευσης. Υπάρχει ένας «Plato christianus» και ένας «Plato non christianus», όπως είχαν κατανοήσει καλά οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Αυρήλιος Αυγουστίνος χρειάστηκε να κοπιάσει πολύ για να διακρίνει το σιτάρι από την ήρα μέσα στον αρχικό του πλατωνισμό, ώστε να κρατήσει μόνο ό,τι στον πλατωνισμό αποτελεί συνεπή έκφραση της Καθολικής Αποκαλύψεως. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την καβαλιστική παράδοση. Ο Gershom Scholem μας εξήγησε την Καββάλα, αλλά δεν διέκρινε ποτέ, όπως έκανε αντίθετα ο Julio Meinvielle, τι από τις διάφορες τάσεις της σχετίζεται με τη βιβλική Αποκάλυψη και τι όχι.

Η φρίκη για τη σάρκα, για τη σωματικότητα – η φρίκη του Εωσφόρου για την Ενσάρκωση –, είναι συνέπεια της πεποίθησης σύμφωνα με την οποία η ύλη, η έσχατη και σκοτεινή περιφέρεια της «εκδήλωσης» ή «εκπόρευσης», θα ήταν έκπτωση, φυλακή του πνεύματος. Τώρα, αυτή η πεποίθηση απαντά, κατ’ επανάληψιν, σε έναν ορισμένο τύπο εσωτερισμού και, μέσα στους αιώνες, στις διάφορες ροπές ψευδο-γνώσεως που συγκρούονται με την Αποκάλυψη. Όπως, για παράδειγμα, ο καθαρισμός/Καθαρικισμός (catarismo) ή ορισμένα καβαλιστικά ρεύματα πάνω στις δοξασίες των οποίων εδράζεται ο μασονικός πνευματισμός.

Στο Φως της Αποκαλύψεως σφάλλουν όσοι υποθέτουν στην αρχή ένα αποϋλοποιημένο σώμα για τον πρωταρχικό Αδάμ. Ούτε μπορεί να γίνεται λόγος, για τον αδαμικό πριν από την πτώση, περί «αναγεννημένου σώματος», δηλαδή οντολογικά διαφορετικού από εκείνο το μεταγενέστερο του προπατορικού αμαρτήματος. Αυτή η θέση, πράγματι, είναι απλώς ένα καμουφλάζ του προβλήματος, αφού, εμμέσως, εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι, αν όχι το «πρωταρχικό σώμα», ασφαλώς το τωρινό είναι «πτώση» στη μιαρή υλικότητα, υποβάθμιση, ώστε θα ήταν αναπόφευκτο να συμπεράνει κανείς ότι σήμερα, όπως ακριβώς είναι τώρα, το σώμα του ανθρώπου είναι ένα «κακό».

Ο άνθρωπος υπήρξε, από την εμφάνισή του (σίγουρα όχι μέσω δαρβινικής εξελίξεως), στην τριπλή του διάσταση πνεύμα-ψυχή-σώμα. Δεν προσέλαβε ένα υλικό σώμα ως συνέπεια μιας πτώσης στο σκοτάδι της ύλης, ακολουθώντας την κοσμική κάθοδο που υποθέτει ένας ορισμένος εσωτερισμός. Ο Αδαμικός Άνθρωπος, σαρκικός όσο κι εμείς, ζούσε σε κοινωνία με το Πνεύμα του Θεού, και αυτό τον καθιστούσε άτρωτο στο βιολογικό γίγνεσθαι όπως το γνωρίζουμε σήμερα εμείς, στην μετεαδαμική κατάσταση, εξαιτίας του «eritis sicut Dei», δηλαδή του πειρασμού, εωσφορικού, στον οποίο υποχώρησαν οι προπάτορες – και στον οποίο είμαστε κι εμείς διαρκώς εκτεθειμένοι – να γίνουν Θεός από μόνοι τους, να αυτο-θεοποιηθούν, αντί να αναμένουν τη θέωση, δηλαδή την ανάληψη στις ανώτερες καταστάσεις του είναι, ως δωρεά από Άνωθεν.

Ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄ σε αυτή την αποκεκαλυμμένη Αλήθεια παρέπεμψε όταν υπενθύμισε (στον «Avvenire» της 10.04.2008) ότι ο άνθρωπος μένει διαρκώς εκτεθειμένος στον κίνδυνο να υποκύψει «στον αρχαίο πειρασμό να θελήσει να λυτρωθεί μόνος του»· ουτοπία που, με διάφορους τρόπους, στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα προκάλεσε, όπως επισήμανε επίσης ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, «μια άνευ προηγουμένου οπισθοδρόμηση στην ταλαιπωρημένη ιστορία της ανθρωπότητας» (Insegnamenti, XIII/I, 1990, σ. 58).


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

14) Ο άνθρωπος έχει ένα «εγώ» που όμως δεν ταυτίζεται με τις κινήσεις της ψυχής του ούτε με τη σκέψη του, η οποία βρίσκεται πάντοτε σε κίνηση, αλλά μάλλον με ό,τι αθάνατο υπάρχει μέσα του και του επιτρέπει να έχει συνείδηση του εαυτού του, παρ’ όλο που μέσα του όλα, στο ψυχο-σωματικό επίπεδο, μεταβάλλονται διαρκώς. Αν δεν υπήρχε ένα «εγώ», που είναι το «πνεύμα», το οποίο έχει την έδρα του στην καρδιά, ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να έχει καμία επίγνωση του εαυτού του και του κόσμου, όπως πράγματι δεν έχουν τα ζώα, τα οποία καθορίζονται ολοκληρωτικά από το ένστικτο, δηλαδή από το γίγνεσθαι της εμμένειας, στην οποία ανήκουν ολοκληρωτικά και χωρίς υπερβατικά ανοίγματα. Είναι σαφές ότι υπάρχει διάκριση – διαφορετικά θα βρισκόμασταν στον πανθεϊσμό – ανάμεσα στο «πνεύμα» και το «Πνεύμα», δηλαδή ανάμεσα στο προσωπικό πνεύμα, το «ruach» που εμφύσησε ο Θεός στον Αδάμ, πνεύμα κτιστό και συνεπώς αγαθό και αγαπημένο από τον Ύψιστο, επειδή είναι εικόνα Του, και το Άγιο Πνεύμα, δηλαδή το Οικουμενικό Πνεύμα, το Πνεύμα του Θεού, με το οποίο το ανθρώπινο πνεύμα ήταν αρχικά ενωμένο μέσω μετοχής (όχι μέσω ταυτίσεως: διαφορετικά, επαναλαμβάνουμε, θα επρόκειτο για πανθεϊσμό). Η Αγία Θηρεσία της Άβιλα και ο Απόστολος Παύλος, για παράδειγμα, διακρίνουν – και δεν είναι βέβαια οι μόνοι – ανάμεσα σε «πνεύμα» και «Άγιο Πνεύμα».

15) Όσα λέμε τώρα για την τριχοτόμο σύσταση του ανθρώπου αντλούνται από τον Dariusz Kowalewski, «Gli apoftegmi dei Padri del deserto sulla morte e risurrezione» στο συλλογικό έργο «Al di là della morte e del lutto – dal mondo omerico ai Padri, quale speranza per l’uomo postmoderno?», υπό την επιμέλεια του π. Guglielmo Spirito ofm conv. και του Juan V. Estigarribia. Εκδόσεις Il Cerchio, Ρίμινι, 2016. Ιδίως στις σελίδες 158-159.

16) Βλ. «Nuovo dizionario di spiritualità» υπό την επιμέλεια των Stefano Flores και Tullio Goffi, Τορίνο, 1989.

Συνεχίζεται με

ΠΕΜΠΤΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΡΟΣ

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΤΗΣ ΙΠΠΩΝΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: