Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

Μηδενισμός 1

Μηδενισμός 1
Του Franco Volpi, εκδόσεις Editori Laterza, 1996

Κεφάλαιο πρώτο
«Itinerarium mentis in nihilum» (Οδοιπορικό της ψυχής (ή του νου) προς το μηδέν)


Για μια ιστορία της έννοιας και του προβλήματος

Το μηδέν είναι η σκιά του Θεού1.
Ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση αβεβαιότητας και επισφάλειας. Η κατάστασή του μοιάζει με εκείνη ενός οδοιπόρου που για πολύ χρόνο περπάτησε σε μια παγωμένη επιφάνεια, αλλά που με το λιώσιμο των πάγων αντιλαμβάνεται ότι η παγοκρηπίδα αρχίζει να κινείται και να θρυμματίζεται σε χιλιάδες κομμάτια. Η επιφάνεια των παραδοσιακών αξιών και εννοιών είναι σε θραύσματα και η συνέχιση της πορείας καθίσταται δύσκολη.

Η φιλοσοφική σκέψη προσπάθησε να προσφέρει μια διάγνωση αυτής της κατάστασης, των κακών που ταλαιπωρούν τον σύγχρονο άνθρωπο και των κινδύνων που τον απειλούν. Και θεώρησε ότι μπορεί να εντοπίσει την ουσιώδη αιτία όλων αυτών στον «μηδενισμό».

Αλλά τι είναι ο μηδενισμός;

Ως όρος, ο μηδενισμός εμφανίζεται ήδη στο μεταίχμιο ανάμεσα στον 18ο και τον 19ο αιώνα, μέσα στις διαμάχες που χαρακτηρίζουν τη γέννηση του γερμανικού ιδεαλισμού. Αργότερα, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, έγινε γενικό θέμα συζήτησης, αλλά αναδύθηκε ως πρόβλημα, σε όλη τη δριμύτητα και το εύρος του, μόνο στη σκέψη του 20ού αιώνα.

Ως έκφραση καλλιτεχνικών, λογοτεχνικών και φιλοσοφικών προσπαθειών που αποσκοπούν στο να πειραματιστούν με τη δύναμη του αρνητικού και να βιώσουν τις συνέπειές του, έφερε στην επιφάνεια το βαθύ αίσθημα δυσφορίας που σχίζει σαν ρήγμα την αυτοκατανόηση της εποχής μας. Ήδη ο Νίτσε τον αποκαλούσε «τον πιο ανησυχητικό» ανάμεσα σε όλους τους ξένους επισκέπτες.

Στο μεταξύ, αυτός ο ζοφερός επισκέπτης περιφέρεται πλέον παντού μέσα στο σπίτι και δεν έχει πια νόημα να προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει ή να προσπαθούμε απλώς να τον βγάλουμε από την πόρτα.

Αλλά τι σημαίνει στην πραγματικότητα «μηδενισμός»;


Βρίσκουμε την απάντηση στο ερώτημά μας στον Νίτσε, τον πρώτο μεγάλο προφήτη και θεωρητικό του μηδενισμού. Σε ένα απόσπασμα γραμμένο στα τελευταία ξεσπάσματα διαύγειας, το φθινόπωρο του 1887, θέτοντας ο ίδιος το ερώτημα, ο Νίτσε απαντά:
Μηδενισμός: λείπει ο σκοπός· λείπει η απάντηση στο «γιατί;»· τι σημαίνει μηδενισμός; – ότι οι ύψιστες αξίες χάνουν την αξία του
ς (VIII, ii, 12).

Ο μηδενισμός είναι, λοιπόν, η κατάσταση αποπροσανατολισμού που επέρχεται όταν εκλείπουν τα παραδοσιακά σημεία αναφοράς, δηλαδή τα ιδανικά και οι αξίες που αντιπροσώπευαν την απάντηση στο «γιατί;» και που, ως τέτοιες, φώτιζαν τη δράση του ανθρώπου.

Σε ένα άλλο σημαντικό απόσπασμα, γραμμένο τον χειμώνα του 1887-88, ο Νίτσε επεξηγεί περαιτέρω τη δυναμική που πυροδοτεί την υποτίμηση των ύψιστων αξιών και προκαλεί την έλευση του μηδενισμού:

Ο σύγχρονος άνθρωπος πιστεύει πειραματικά πότε σε αυτή, πότε σε εκείνη την αξία, για να την εγκαταλείψει έπειτα· ο κύκλος των αξιών που ξεπεράστηκαν και εγκαταλείφθηκαν γίνεται όλο και πιο ευρύς· γίνεται όλο και πιο αισθητό το κενό και η φτώχεια των αξιών· η κίνηση είναι ασταμάτητη – αν και επιχειρήθηκε σε μεγάλη κλίμακα να επιβραδυνθεί. Στο τέλος, ο άνθρωπος τολμά μια κριτική των αξιών εν γένει· αναγνωρίζει την προέλευσή τους· γνωρίζει αρκετά ώστε να μην πιστεύει πια σε καμία αξία· να το πάθος, το νέο ρίγος... Αυτή που διηγούμαι είναι η ιστορία των επόμενων δύο αιώνων... (VIII, ii, 266).
Στο μεταξύ, η προφητεία του Νίτσε – αυτού του Σαούλ που συνελήφθη από την παραφροσύνη στον δρόμο προς τη Δαμασκό – βρήκε επιβεβαίωση. Η φωτιά που άναψε εξαπλώνεται σήμερα παντού. Ο καθένας μπορεί να δει ότι ο μηδενισμός δεν είναι πλέον μόνο το ζοφερό πείραμα εκκεντρικών διανοητικών πρωτοποριών, αλλά αποτελεί πια μέρος του ίδιου του αέρα που αναπνέουμε.
Η πανταχού παρούσα και πολυμορφική παρουσία του τον επιβάλλει στην προσοχή μας με μια σαφήνεια που ισούται μόνο με τη δυσκολία να τον συλλάβουμε σε έναν καθαρό και μονοσήμαντο ορισμό.

Ως προς τη διάγνωση του μηδενισμού, ως προς την ανάμνηση των παθολογιών και της πολιτισμικής δυσφορίας που αυτός αντιπροσωπεύει, τα πνεύματα διχάζονται. Ακόμη και οι ιστορικές έρευνες για τη γένεση του όρου έφεραν στο φως τα ίχνη μιας σύνθετης και διακλαδωμένης εκδήλωσης του φαινομένου.

Όπως θα ήθελε ένας πρώτος ορισμός, σεβόμενος την ετυμολογία, ο μηδενισμός – από το nihil, τίποτα – είναι η σκέψη που εμμονικά περιστρέφεται γύρω από το μηδέν. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό να αναζητήσει τον μηδενισμό και τα ίχνη του λίγο-πολύ παντού στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, τουλάχιστον σε κάθε σκέψη όπου το μηδέν προβάλλει ως κεντρικό πρόβλημα – παρά τις αντιρρήσεις του Μπερξόν, που το κατέτασσε στις ψευδο-ερωτήσεις (Bergson, 1970: 1306).

Με αυτή την έννοια, ο Γοργίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ο πρώτος μηδενιστής της δυτικής ιστορίας, εξαιτίας της αστραπιαίας εκείνης συλλογιστικής που μας έχει παραδοθεί (fr. 3): τίποτα δεν υπάρχει· και αν ακόμη υπήρχε, δεν θα ήταν γνωστό· και αν ακόμη ήταν γνωστό, δεν θα μπορούσε να εκφραστεί (ἀνέρμηνευτον).

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, μένει να αναρωτηθεί κανείς αν μια ιστορία του μηδενισμού δεν θα έπρεπε να περιλάβει και τον Φριντουγίζο της Τουρ, μαθητή του Αλκουΐνου, ο οποίος στο De substantia nihili et tenebrarum (Περί της ουσίας του μηδενός και του σκότους), με μια φιλοσοφική χειρονομία σκανδαλώδη για την εποχή, θέλησε να δείξει ότι το μηδέν επιβάλλεται με μια δική του παρουσία και ότι, συνεπώς, του ανήκουν κάποιο είναι και μια δική του ουσιακότητα.

Και έπειτα ο Ιωάννης Σκώτος Εριουγένης, ο οποίος ανοίγει το τρίτο βιβλίο του De divisione naturae με μια λεπτή Quaestio de nihilo, στραμμένη στο να καθορίσει τι εννοούσαν με αυτή τη δύσκολη έννοια αντίστοιχα η ελληνική φιλοσοφία και η χριστιανική θεολογία.

Και δεν θα έπρεπε να περιληφθούν δικαιωματικά σε μια τέτοια ιστορία και οι στοχασμοί στους οποίους ο Μάιστερ Έκχαρτ, με μια ιλιγγιώδη annihilatio, δηλώνει ότι ο Θεός και το μηδέν, «ο άγγελος, η μύγα και η ψυχή», είναι το ίδιο πράγμα – όπως για παράδειγμα στο σχόλιο πάνω στο χωρίο του Λουκά: «Ο Παύλος σηκώθηκε από τη γη και, με τα μάτια ανοιχτά, είδε το μηδέν»;

Και γιατί μαζί του να μη συμπεριληφθούν και άλλες ύψιστες εκφράσεις της στοχαστικής μυστικής παράδοσης, από τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη έως τον Ιωάννη του Σταυρού και τον Άγγελο Σιλέσιο;

Και τότε γιατί να μην συμπεριλάβουμε τον Charles de Bovelles, ο οποίος σε πλήρη Αναγέννηση, στο Liber de nihilo (1509), βασανίζεται γύρω από εκείνη την «πρωταρχική άρνηση των κτισμάτων και της ύλης» που είναι το μηδέν, χρησιμοποιώντας το ως κεντρική έννοια στη δική του αποφατική θεολογία;

Ή ακόμη και τον Λεονάρντο, ο οποίος σε μια σημείωση του Codice Atlantico (φύλλο 389 verso d) καταγράφει: «Ανάμεσα στα μεγάλα πράγματα που βρίσκονται μέσα μας, η ύπαρξη του μηδενός είναι το μέγιστο».

Ή τη βίβλο του μηδενιστικού σκεπτικισμού, το Quod nihil scitur του Francisco Sanches;

Και κατόπιν, πάνω απ’ όλα, τον Λάιμπνιτς με την περίφημη ερώτηση που διατύπωσε στο Principes de la Nature et de la Grâce:
«Pourquoy il y a plustôt quelque chose que rien?»
(«Γιατί υπάρχει μάλλον κάτι παρά τίποτα;»)

και με την ακόμη πιο εκπληκτική απάντηση:
«Car le rien est plus simple et plus facil que quelque chose»
(«Διότι το τίποτα είναι απλούστερο και ευκολότερο από το κάτι») (Leibniz, 1875-90: VI, 602).


Και τέλος, γιατί όχι εκείνον τον υπέροχο διδάσκαλο του μηδενός που υπήρξε ο Λεοπάρντι, με τη θέση του που σημείωσε στο Zibaldone, σύμφωνα με την οποία
«η αρχή των πραγμάτων, και του ίδιου του Θεού, είναι το μηδέν» (Leopardi, 1997: I, 971 [1341])?


Όπως μια ανεξάλειπτη σκιά, από πάντα το μηδέν συνόδευε και ταλάνιζε τη φιλοσοφική σκέψη – όπως ο Μεφιστοφελής τον Φάουστ του.

Το «πνεύμα που πάντοτε αρνείται» εισχωρεί ανάμεσα στις σκέψεις που κινούν τον ανθρώπινο νου, αντλώντας δύναμη από τους λόγους της αρνητικότητας που ανήκαν ήδη στον Αναξίμανδρο:

...denn alles, was entsteht,
Ist wert, daß es zu Grunde geht;
Drum besser wär’s, daß nichts entstünde².

(...διότι καθετί που γεννιέται
είναι άξιο να καταστραφεί·
γι’ αυτό καλύτερα θα ήταν να μη γεννιόταν τίποτε).


Ούτε μπορεί η φιλοσοφία να αποφύγει να στοχαστεί το μηδέν, αν είναι αλήθεια ότι, για να ανταποκριθεί στο ίδιο το έργο που της αναλογεί, δηλαδή την ερώτηση γύρω από το είναι καθ’ εαυτό, πρέπει να το οριοθετήσει από την ουσιώδη αντίθεσή του, δηλαδή από το μηδέν.

Αυτή είναι η αιτία της δραστικής κατάληξης στην οποία φθάνει σχετικά ο Χάιντεγκερ:

Η πιο σκληρή, αλλά και η λιγότερο απατηλή, λυδία λίθος για να δοκιμάσει κανείς τον γνήσιο χαρακτήρα και τη δύναμη ενός φιλοσόφου είναι αν αυτός βιώνει άμεσα και εκ θεμελίων, μέσα στο είναι του όντος, την εγγύτητα του μηδενός. Εκείνος στον οποίο αυτή η εμπειρία παραμένει απρόσιτη βρίσκεται οριστικά και χωρίς ελπίδα έξω από τη φιλοσοφία (Heidegger, 1994: 382).

Αφού ειπωθεί αυτό, πρέπει αμέσως να τεθεί ένας περιορισμός στο πεδίο της έρευνας μέσα στο οποίο θα προχωρήσουμε στην ανασυγκρότηση του μηδενισμού. Αφήνοντας κατά μέρος το φιλοσοφικό πρόβλημα του μηδενός και την ιστορία του (πρβλ. Givone, 1995· Lütkehaus, 1999), θα περιοριστούμε στον μηδενισμό υπό στενή έννοια, έτσι όπως αυτός αναδύθηκε στο πλαίσιο της φιλοσοφικής σκέψης, ως έννοια και ως πρόβλημα, τον 19ο αιώνα και ιδίως τον 20ό.

Οι διερευνήσεις μας – που στέκονται δίπλα σε άλλες μελέτες (ιδίως Verra, 1979· Vercellone, 1992) και αναπτύσσουν μια προηγούμενη σύνοψη (Volpi, 1995c) – ακολουθούν ως νήμα καθοδηγητικό την ιστορία της έννοιας και του προβλήματος. Τρέφουμε απέναντι στον μηδενισμό την ίδια πεποίθηση που ισχύει για όλα τα αληθινά φιλοσοφικά προβλήματα: αυτά δεν έχουν λύση, αλλά ιστορία.


Σημειώσεις

1.Οι παραθέσεις στο προοίμιο είναι του Nicolás Gómez Dávila.
2.«...διότι καθετί που γεννιέται / είναι τέτοιο ώστε να φθείρεται· / γι’ αυτό καλύτερα θα ήταν να μη γεννιόταν τίποτε» (Goethe, Faust, I, στ. 1339-1341).

Δεν υπάρχουν σχόλια: