Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης
ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού
A' - Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
3. Ὁ μηδενισμὸς ὡς προϋπόθεση τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ
Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Χάϊντεγγερ κατανοεῖ τὸ νιτσεϊκὸ κήρυγμα τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ», προϋποθέτει μιὰ θεμελιώδη ἱστορικὴ πιστοποίηση: Τὴ διαστολὴ τοῦ θρησκειοποιημένου χριστιανισμοῦ τῆς δυτικο-ευρωπαϊκῆς παράδοσης ἀπὸ τὸ ἀρχέγονο γεγονὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καὶ μαρτυρίας.
«Μιλώντας ὁ Νίτσε γιὰ τὸν χριστιανισμό, λέει ὁ Χάϊντεγγερ, δὲν ἀναφέρεται στὴ χριστιανικὴ ζωὴ (ὅπως αὐτὴ συνάγεται μέσα ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια καὶ τὴ διδαχὴ τοῦ Παύλου). Ο χριστιανισμὸς εἶναι γιὰ τὸν Νίτσε ἡ ἱστορική, κοσμική – πολιτικὴ ἐμφάνιση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀπαιτήσεών της γιὰ ἐξουσία μέσα στὰ ὅρια τῆς δυτικῆς ἀνθρωπότητας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ της τῶν νεώτερων χρόνων»
.
Ἡ διαπίστωση αὐτὴ εἶναι τόσο προφανὴς γιὰ τὸν Χάϊντεγγερ, ὥστε νὰ τὸν ὁδηγεῖ σὲ μιὰ καίρια γιὰ τὸ θέμα μας συμπερασματική κρίση: «Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, λέει, ὁ χριστιανισμός (Christentum) καὶ ἡ χριστιανικότητα τῆς καινοδιαθηκικῆς πίστης (Christlichkeit des neutestamentlichen Glaubens) δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα»50.[ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΕΤΑΙ Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ]
Ἕνας τέτοιος ἀφορισμὸς σημαίνει ὅτι ὁ μηδενισμός, στη μορφὴ τοῦ νιτσεϊκοῦ κηρύγματος τοῦ «θανάτου του Θεοῦ», δηλαδὴ ὡς ἱστορικὴ πιστοποίηση τοῦ κενοῦ χώρου τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς προϊὸν μιᾶς ὁπωσδήποτε ἀντιχριστιανικῆς ἐπιλογῆς ἢ στάσης. Δὲν ἀρνεῖται τὸ «εὐαγγέλιο» τῆς καινοδιαθηκικῆς ἐμπειρίας καὶ μαρτυρίας, γιατὶ αὐτὸ τὸ ἀγνοεῖ ὡς συγκεκριμένη ἱστορικὴ πραγματοποίηση. ᾿Αντίθετα, πρέπει νὰ δοῦμε τὸ νιτσεϊκὸ κήρυγμα ὡς πιστοποίηση τῆς ἀλλοτρίωσης τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ Δύση, τῆς ἀπόκλισης καὶ διαφοροποίησης τῶν δυτικῶν ἐκκλησιῶν ἀπὸ τὸν χριστιανισμὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῶν πρώτων αἰώνων.
Γιὰ τὸν Χάϊντεγγερ, ἡ ἱστορικὴ ἐμπειρία τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου βεβαιώνει ὅτι «ἀκόμα καὶ μιὰ μὴ-χριστιανικὴ ζωὴ μπορεῖ νὰ καταφάσκει τὸν χριστιανισμὸ καὶ νὰ τὸν χρησιμοποιεῖ ὡς παράγοντα ἐξουσίας – ὅπως καὶ μιὰ χριστιανικὴ ζωὴ μπορεῖ νὰ μὴν χρειάζεται ὁπωσδήποτε τὸν χριστιανισμό.[ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΥΡΟΒΟΡΟ] Ἔτσι καὶ μιὰ διαμάχη μὲ τὸν χριστιανισμὸ δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὰ μιὰ καταπολέμηση τῆς χριστιανικότητας – ὅπως καὶ ἡ κριτικὴ τῆς θεολογίας δὲν εἶναι κριτικὴ τῆς πίστης ποὺ τὴν ἑρμηνεία της θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκπροσωπεῖ ἡ θεολογία»51. Μὲ ἄλλα λόγια: ὁ μηδενισμὸς τοῦ Νίτσε καὶ τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου γενικότερα, δὲν πιστοποιεῖ ὁπωσδήποτε τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ τῆς ἀρχέγονης ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας. Ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι γεγονὸς μὲ συγκεκριμένες ἱστορικὲς διαστάσεις στὸν χῶρο τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ, ὡς ἐπακόλουθο τῆς «ἐσωτερικῆς λογικῆς» (innere Logik) αὐτοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ52.
Ο «τρελὸς ἄνθρωπος» τοῦ Νίτσε, λέει ὁ Χάϊντεγγερ, βγαίνει στὴν ἀγορὰ νὰ κραυγάσει τὸ ἄγγελμά του σὲ ἀνθρώπους ποὺ «δὲν πιστεύουν πιὰ στὸ Θεό». Όμως τὸ κήρυγμα τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ» δὲν προέρχεται ἀπὸ αὐτούς, οὔτε καὶ θὰ μποροῦσε νὰ προέρχεται ἀπὸ αὐτούς. Αὐτοὶ ποὺ «δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ» δὲν ἔχουν τὴν παραμικρή σχέση μὲ τὴν πιστοποίηση τῆς ἀπουσίας Του. «Αὐτοὶ εἶναι ἄπιστοι, ὄχι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ὡς Θεὸς δὲν τοὺς εἶναι πιὰ πιστευτός, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχουν οἱ ἴδιοι παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴ δυνατότητα τῆς πίστης, ἔτσι ποὺ νὰ μὴ μποροῦν πιὰ νὰ ἀναζητήσουν τὸν Θεό»53.
Ὁ «θάνατος τοῦ Θεοῦ», ἡ πιστοποίηση τῆς ἀπουσίας Του, εἶναι γεγονὸς μόνο γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀναζήτησή Του – γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐξακολουθητικά ζητοῦν τὸν Θεό, ἀλλὰ ποὺ μέσα στὰ ὅρια τῆς δυτικῆς νοησιαρχικῆς θεολογίας, τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ φιντεϊσμοῦ ἢ μυστικισμοῦ, τῆς ὠφελιμιστικῆς ἠθικῆς καὶ τῆς ἐξουσιαστικῆς θεσμοποίησης τῶν ἐκκλησιῶν δὲν διαπιστώνουν παρὰ μόνο τὴν ἀπουσία Του.
Ὁ «θάνατος τοῦ Θεοῦ» εἶναι γεγονὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ὑποκαταστήσουν τὴν προσωπική Παρουσία μὲ τὴν ἀφηρημένη ἔννοια, τὴν ἀμεσότητα τῆς σχέσης με τὴ νοητικὴ βεβαιότητα. ᾿Αρνοῦνται νὰ ταυτίσουν τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς Πρώτης Αἰτίας (ὅπως τὴν προϋποθέτει ἡ νοησιαρχική μεταφυσική) ἢ τῆς Ὑπέρτατης ᾿Αξίας (ὅπως τὴν προϋποθέτει ἡ χρησιμοθηρική ἠθική). Καὶ τολμοῦν αὐτὴ τὴν ἄρνηση, ἐπειδὴ «ἔχουν μιὰ θεϊκότερη ἀντίληψη γιὰ τὸν Θεὸ»54 ἀπὸ αὐτὴν ποὺ προϋποθέτουν τὰ νοητικὰ σχήματα τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς καὶ ἠθικῆς.[ΕΙΔΟΜΕΝ]
«Σὲ αὐτὸ τὸν Θεὸ (τῆς νοησιαρχίας καὶ τοῦ ὠφελιμισμοῦ) ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ προσευχηθεῖ οὔτε νὰ προσφέρει θυσία. Ἐνώπιον τῆς Αὐτοαιτίας ὁ ἄνθρωπος δὲν πέφτει στὰ γόνατα ἀπὸ δέος, οὔτε μπορεῖ νὰ ὑμνήσει καὶ νὰ λατρέψει αὐτὸ τὸν Θεό. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ ἀθεϊστικὴ σκέψη ποὺ ἀρνεῖται τὸν Θεὸ τῆς φιλοσοφίας, τὸν Θεὸ ὡς αὐτοαιτία, εἶναι ἴσως πιὸ κοντὰ στὸν θεϊκὸ Θεὸ (ist dem göttlichen Gott vielleicht näher)»55.
Μὲ τὴ διατύπωση αὐτὴ ὁ Χάϊντεγγερ ἔρχεται νὰ ἀναγνωρίσει καὶ στὸ κήρυγμα τοῦ Νίτσε μιὰ θεϊκότερη ἀντίληψη γιὰ τὸν Θεὸ – θεϊκότερη σὲ σχέση μὲ τὰ νοητὰ εἴδωλα τῆς θεϊστικῆς μεταφυσικῆς. Καὶ νὰ διαπιστώσει μιὰ πιθανή διαφύλαξη τῆς θεϊκότητας τοῦ Θεοῦ στὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ μηδενισμοῦ.
Εἰδικὰ στὸν μηδενισμὸ τοῦ Νίτσε δὲν διαβλέπει ὁ Χάϊντεγγερ ἕναν ἀπολυτοποιημένο ἀνθρωποκεντρισμὸ –τὴν πρόθεση νὰ ὑποκαταστήσει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ – παρὰ τὶς ἀφορμὲς ποὺ δίνει ὁ Νίτσε γιὰ μιὰ τέτοια ἑρμηνεία56. «Όσοι τὸ νομίζουν αὐτὸ ἔχουν ἐλάχιστα θεϊκὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ πάρει τὴ θέση τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι δυνατὸ ποτὲ νὰ προσεγγίσει τὴν περιοχὴ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ». Μὲ τὰ κριτήρια τῆς μεταφυσικῆς, ἡ περιοχὴ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ὁ «τόπος τοῦ Θεοῦ» (der Ort Gottes) ὁρίζεται μὲ ἀναφορὰ στὴν αἰτία τῆς δημιουργίας καὶ συντήρησης τῶν ὑπαρκτῶν. Μὲ τὴν ἀπόρριψη τῆς μεταφυσικῆς, αὐτὸς «ὁ τόπος τοῦ Θεοῦ θὰ μείνει κενὸς» – δὲν μπορεῖ νὰ τὸν διεκδικήσει ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ὑπεράνθρωπος τοῦ Νίτσε προϋποθέτει ὄχι τὴν κατάληψη τοῦ τόπου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν ἄνθρωπο ὡς ἐπίκεντρο τοῦ Εἶναι – προϋποθέτει μιὰν ἄλλη θεμελίωση τῶν ὑπαρκτῶν σὲ διαφορετικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ Εἶναι: Στὴν ἀντίληψη τοῦ Εἶναι ὡς ὑποκειμενικοῦ γεγονότος, κι αὐτὴ ἡ προτεραιότητα τῆς ὑποκειμενικότητας θεμελιώνει τὴ μεταφυσικὴ τῶν νεώτερων χρόνων57.
Ὁ χῶρος τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ, ὡς περιεχόμενο τοῦ μηδενισμοῦ, δὲν εἶναι λοιπὸν ἕνας ἀντικειμενικός προσδιορισμός τοῦ μηδενός, δηλαδὴ ἡ ταύτιση τοῦ μηδενὸς μὲ ὅ,τι ἡ μεταφυσική προσδιόριζε ὡς πραγματικότητα «ἐπέκεινα» τῶν αἰσθητῶν. Ὁ μηδενισμός, γιὰ τὸν Χάϊντεγγερ, δὲν ὑποκαθιστᾶ τὸν Θεὸ μὲ τὸ μηδέν, μὲ τὴν καθησυχαστική βεβαιότητα τοῦ «τίποτα», δὲν ἀναφέρεται στὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ. Μηδενισμὸς εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ Εὐρωπαίου νὰ συνδέσει τὴν πραγματικότητα τῶν ὑπαρκτῶν μὲ τὴν αἰτιώδη ᾿Αρχή τους μέσω νοητικῶν ἀναγωγῶν ἢ φιντεϊστικῶν καὶ μυστικιστικῶν ἀποδοχῶν. Ἡ ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος τῆς ὕπαρξης ἐξαντλεῖται στὴν πιστοποίηση τῆς φαινομενικότητας τῶν ὑπαρκτῶν, δηλαδὴ τῆς ἀναφορᾶς τους στὸ γινῶσκον ὑποκείμενο – γι' αὐτὸ καὶ ἡ ἀντίληψη γιὰ τὸ Εἶναι θεμελιώνεται ἀποκλειστικά στὴν ὑποκειμενικότητα. Η φιλοσοφία παύει νὰ ἐμπεριέχει ὀντολογία,[ΟΝΤΟΓΕΝΕΣΗ] ἡ μεταφυσικὴ (ἀπὸ τὸν Κὰντ καὶ μετὰ) ταυτίζε ται μὲ τὴ γνωσιολογία. (Ἡ λαϊκότερη καὶ πιὸ γενικευμένη ἐκδοχὴ αὐτοῦ τοῦ μηδενισμοῦ εἶναι ὄχι ἕνας μαχητικὸς ἀθεϊσμός, ἀλλὰ μιὰ παγιωμένη θρησκευτικὴ ἀδιαφορία: Ὁ Εὐρωπαῖος ἄνθρωπος ἀποφεύγει ἢ ἀρνεῖται νὰ θέσει τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰτία τῆς ὕπαρξης, δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ ἕνα τέτοιο ἐρώτημα, ἐκδέχεται καὶ ἑρμηνεύει τὸ γεγονός τῆς ὕπαρξης μέσα στὰ ὅρια τῶν αὐτονόητων βεβαιοτήτων τῆς ὑποκειμενικότητας).
50. Holzwege, σελ. 202-203.
51. Holzwege, σελ. 203.
52. Βλ. HEIDEGGER, Nietzsche ΙΙ, σελ. 92.
53. Holzwege, σελ. 246.
54. Holzwege, σελ. 235 – ἡ ὑπογράμμιση δική μου.
55. HEIDEGGER, Identität und Differens, σελ. 70, 71.
56. Πρβλ. Also sprach Zarathustra, τέλος τοῦ πρώτου μέρους: Πέθαναν ὅλοι οἱ θεοί: αὐτὸ ποὺ τώρα θέλουμε εἶναι νὰ ζήσει ὁ ὑπεράνθρωπος. – Καὶ στὸ δεύτερο μέρος τοῦ ἴδιου βιβλίου (§: Auf den glückseligen Inseln): Αν ὑπῆρχαν θεοί, πῶς θὰ γινόταν ἐγὼ νὰ μὴν εἶμαι θεός! Άρα δὲν ὑπάρχουν θεοί.
57. Holzwege, σελ. 235-236.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου