Hannah Arendt: ομιλία για τα 80α γενέθλια του Heidegger
https://www.youtube.com/watch?v=JHffWqf2fPc
Κυρίες και κύριοι, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ είναι σήμερα 80 ετών και γιορτάζει με τα ογδοηκοστά του γενέθλια την πεντηκονταετή επέτειο της δημόσιας παρουσίας του ως δασκάλου. Ο Πλάτων είπε κάποτε: ἀρχὴ γὰρ καὶ θεός, ἐν ἀνθρώποις ἱδρυμένη, πάντα σῴζει., διότι η αρχή είναι επίσης ένας θεός· όσο αυτός διαμένει ανάμεσα στους ανθρώπους, σώζει τα πάντα. Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να ξεκινήσω από αυτήν την αρχή στη δημόσια σφαίρα, όχι από το έτος 1889 στο Messkirch, αλλά από το έτος 1919, την είσοδο του δασκάλου στη γερμανική ακαδημαϊκή δημοσιότητα στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ.
Διότι η φήμη του Χάιντεγκερ είναι παλαιότερη από τη δημοσίευση του Είναι και Χρόνος το 1927. Ναι, είναι αμφίβολο αν η ασυνήθιστη επιτυχία αυτού του βιβλίου θα ήταν δυνατή χωρίς, όπως λέγεται, την επιτυχία του ως δασκάλου που είχε προηγηθεί και που, πάντως κατά τη γνώμη εκείνων που σπούδαζαν τότε, ήρθε απλώς να την επιβεβαιώσει. Αυτή η πρώιμη φήμη είχε μια ιδιόμορφη μορφή, ίσως ακόμη πιο ιδιόμορφη από εκείνη του Κάφκα στις αρχές της δεκαετίας του ’20 ή των Μπρακ και Πικάσο στο Παρίσι την προηγούμενη δεκαετία, οι οποίοι επίσης ήταν άγνωστοι σε αυτό που αποκαλείται συνήθως «δημόσιο», κι όμως ασκούσαν μια εξαιρετική επίδραση.
Διότι στην περίπτωση αυτή δεν υπήρχε τίποτε στο οποίο να μπορούσε να στηριχθεί η φήμη. Τίποτε γραπτό, εκτός από τις σημειώσεις παραδόσεων που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, και τα μαθήματα αυτά αφορούσαν κείμενα γενικώς γνωστά· δεν περιείχαν κάποια διδασκαλία που θα μπορούσε να αναπαραχθεί και να μεταδοθεί. Υπήρχε μετά βίας κάτι περισσότερο από ένα όνομα, αλλά το όνομα αυτό ταξίδευε σε όλη τη Γερμανία σαν τη φήμη ενός μυστικού βασιλιά.
Αυτό ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από τους κύκλους που σχηματίζονταν γύρω από έναν δάσκαλο και καθοδηγούνταν από αυτόν, όπως λ.χ. ο κύκλος του Γεώργιου (George-Kreis), που ήταν καλά γνωστοί στο κοινό, και που το διαφοροποιούσαν από εκείνο με την αχλύ ενός μυστηρίου, το οποίο, υποτίθεται, γνώριζαν μόνο τα μέλη του κύκλου. Εδώ δεν υπήρχε ούτε μυστήριο ούτε ιδιότητα μέλους. Εκείνοι στους οποίους είχε φτάσει η φήμη γνωρίζονταν βεβαίως μεταξύ τους, επειδή ήταν όλοι φοιτητές· υπήρχαν κατά καιρούς φιλίες μεταξύ τους και αργότερα δημιουργήθηκαν ίσως πού και πού και «κλίκες», αλλά ποτέ δεν υπήρξε κύκλος ούτε υπήρξε εσωτερική διδασκαλία.
Ποιον λοιπόν έφτανε η φήμη και τι έλεγε; Υπήρχε τότε, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα γερμανικά πανεπιστήμια βεβαίως όχι επαναστάτες, αλλά μια ευρέως διαδεδομένη δυσαρέσκεια απέναντι στον ακαδημαϊκό τρόπο διδασκαλίας και μάθησης σε όλες τις σχολές που ήταν κάτι παραπάνω από απλές επαγγελματικές σχολές, και μεταξύ όλων των φοιτητών για τους οποίους οι σπουδές σήμαιναν κάτι περισσότερο από μια προετοιμασία για το επάγγελμα. Η φιλοσοφία δεν ήταν «σπουδή για το ψωμί», αλλά μάλλον σπουδή αποφασισμένων φτωχών νέων, οι οποίοι ακριβώς γι’ αυτό ήταν ιδιαίτερα απαιτητικοί. Δεν υστερούσαν καθόλου σε παγκόσμια ή βιωματική σοφία· και σε όποιον είχε ενδιαφέρον για τη λύση όλων των αινιγμάτων, προσφερόταν μια πλούσια επιλογή ανάμεσα στα δόγματα των κοσμοθεωριών και των κοσμοθεωρητικών κομμάτων.
Για να διαλέξει κανείς ανάμεσα σε αυτά δεν χρειαζόταν φιλοσοφικές σπουδές. Τι ακριβώς όμως ήθελαν, δεν το ήξεραν ούτε οι ίδιοι. Το πανεπιστήμιο τους πρόσφερε είτε τις σχολές — τους νεοκαντιανούς, τους νεοχεγκελιανούς, τους νεοπλατωνικούς κ.ά. — είτε την παλιά σχολαστική διάκριση, όπου η φιλοσοφία κατανεμόταν σχολαστικά σε κλάδους όπως η γνωσιοθεωρία, η αισθητική, η ηθική, η λογική και τα συναφή, που δεν μεταδίδονταν τόσο όσο «ξεκαθαρίζονταν» με μια απύθμενη ανία.
Ενάντια σε αυτήν την μάλλον βολική και, κατά κάποιον τρόπο, συμπαγή δραστηριότητα, υπήρχαν τότε, πριν από την εμφάνιση του Χάιντεγκερ, μερικοί λίγοι επαναστάτες, χρονολογικά μιλώντας ο Χούσσερλ με την επίκλησή του «στα ίδια τα πράγματα»· δηλαδή μακριά από τις θεωρίες, μακριά από τα βιβλία, και εγκαθίδρυση της φιλοσοφίας ως αυστηρής επιστήμης που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα σε άλλες ακαδημαϊκές επιστήμες. Αυτό βέβαια εννοούνταν εντελώς αφελώς και καθόλου επαναστατικά, αλλά ήταν κάτι στο οποίο μπορούσε πρώτος να αναφερθεί ο Σέλερ και λίγο αργότερα ο Χάιντεγκερ.
Και υπήρχε ακόμη στη Χαϊδελβέργη, συνειδητά επαναστατικός και προερχόμενος από μιαν άλλη παράδοση, όχι φιλοσοφική, ο Καρλ Γιάσπερς, ο οποίος, όπως ξέρετε, υπήρξε για πολύ καιρό φίλος του Χάιντεγκερ, ακριβώς επειδή το επαναστατικό στοιχείο στο εγχείρημα του Χάιντεγκερ τον συγκινούσε ως κάτι αυθεντικά φιλοσοφικό μέσα στην ακαδημαϊκή φλυαρία περί φιλοσοφίας. Αυτό που είχαν από κοινού αυτοί οι λίγοι, ήταν —για να το πούμε με τα λόγια του Χάιντεγκερ— ότι μπορούσαν να ξεχωρίσουν ανάμεσα σε ένα επιστημονικό αντικείμενο και ένα σκεπτόμενο πράγμα, και ότι το επιστημονικό αντικείμενο τούς ήταν σχεδόν αδιάφορο. Η φήμη τότε έφτανε σε εκείνους που, λίγο-πολύ ρητά, είχαν επίγνωση της ρήξης με την παράδοση και των σκοτεινών καιρών που είχαν ανατείλει, οι οποίοι γι’ αυτό θεωρούσαν τη λογιοσύνη, ειδικά στη φιλοσοφία, ως ένα μάταιο παιχνίδι, και μόνο γι’ αυτό ήταν πρόθυμοι να υποταχθούν στην ακαδημαϊκή πειθαρχία, επειδή ενδιαφέρονταν για το σκεπτόμενο πράγμα ή, όπως θα έλεγε σήμερα ο Χάιντεγκερ, για το ίδιο το ζήτημα της σκέψης.
Η φήμη, που τους τραβούσε τότε στο Φράιμπουργκ κοντά στον υφηγητή και λίγο αργότερα στο Μάρμπουργκ, έλεγε ότι υπάρχει κάποιος που πράγματι φτάνει στα ίδια τα πράγματα που είχε διακηρύξει ο Χούσσερλ. Κάποιος που γνωρίζει ότι αυτά δεν είναι ακαδημαϊκή υπόθεση, αλλά μέλημα σκεπτόμενων ανθρώπων· και μάλιστα όχι μόνον από χθες και σήμερα, αλλά από πάντα· και ο οποίος, ακριβώς επειδή η κλωστή της παράδοσης είχε κοπεί, ανακαλύπτει εκ νέου το παρελθόν. Τεχνικά αποφασιστικό ήταν ότι, για παράδειγμα, δεν γινόταν λόγος για τον Πλάτωνα ώστε να παρουσιαστεί η θεωρία των Ιδεών του, αλλά ένας διάλογος ακολουθείτο βήμα προς βήμα επί ένα ολόκληρο εξάμηνο και αναλυόταν, μέχρι που δεν υπήρχε πια μια χιλιετής διδασκαλία, αλλά μόνο μια απολύτως σύγχρονη προβληματική.
Σήμερα αυτό σας ακούγεται ίσως πολύ οικείο, επειδή πολλοί το κάνουν έτσι. Πριν από τον Χάιντεγκερ, κανείς δεν το είχε κάνει. Η φήμη το έλεγε πολύ απλά:
Η σκέψη ξαναζωντάνεψε. Οι θησαυροί της παιδείας, που θεωρούνταν νεκροί, καλούνται να μιλήσουν, και αποδεικνύεται ότι φέρνουν στο φως πράγματα εντελώς διαφορετικά από εκείνα που με καχυποψία υπέθετε κανείς. Υπάρχει ένας δάσκαλος.
Ίσως κανείς να μπορεί να μάθει τη σκέψη. Ο μυστικός βασιλιάς, λοιπόν, της σκέψης, που ανήκει ασφαλώς σε αυτόν τον κόσμο, αλλά είναι τόσο κρυμμένη μέσα του ώστε ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις με βεβαιότητα αν υπάρχει καν· οι κάτοικοί της όμως είναι πιο πολυάριθμοι απ’ όσο νομίζει κανείς. Γιατί αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί η μοναδική και συχνά υπόγεια επιρροή της χαϊντεγκεριανής σκέψης και του σκεπτόμενου αναγνώσματος, που υπερβαίνει κατά πολύ τον κύκλο των μαθητών και ό,τι συνήθως εννοείται με τη λέξη φιλοσοφία; Διότι δεν είναι η «φιλοσοφία του Χάιντεγκερ» —για την οποία κανείς μπορεί δικαίως να αναρωτηθεί αν υπάρχει καν— αλλά η σκέψη του Χάιντεγκερ που διαμόρφωσε αποφασιστικά τη διανοητική φυσιογνωμία του αιώνα.
Αυτή η σκέψη έχει μια δική της, μοναδική, διαπεραστική ποιότητα, η οποία, αν θέλει κανείς να τη συλλάβει γλωσσικά και να την αποδείξει, έγκειται στη μεταβατική χρήση του ρήματος «σκέπτομαι». Ο Χάιντεγκερ δεν σκέφτεται ποτέ για κάτι· σκέφτεται κάτι. Σε αυτήν την εντελώς μη-στοχαστική δραστηριότητα τρυπάει σε βάθος, όχι για να ανακαλύψει ή να φέρει στην επιφάνεια έναν έσχατο και ασφαλή θεμέλιο, αλλά για να θέσει δρόμους και ορόσημα παραμένοντας μέσα στο βάθος.
Αυτή η σκέψη μπορεί να αναλαμβάνει καθήκοντα, μπορεί να ασχολείται με προβλήματα, έχει πάντοτε βεβαίως κάτι συγκεκριμένο που την απασχολεί —ή ακριβέστερα, που την συγκινεί—, αλλά δεν μπορεί κανείς να πει ότι έχει έναν στόχο. Είναι ακατάπαυστη στη δραστηριότητά της· και ακόμη και η διάνοιξη δρόμων υπηρετεί περισσότερο τη διαμόρφωση μιας διάστασης παρά έναν εκ των προτέρων ορατό και προκαθορισμένο σκοπό. Οι δρόμοι αυτοί μπορούν κάλλιστα να είναι «ξύλινοι δρόμοι» (Holzwege), οι οποίοι, ακριβώς επειδή δεν οδηγούν σε έναν προορισμό έξω από το δάσος και σταματούν απότομα στο αδιάβατο, όπως λέει, είναι για εκείνον που αγαπά το δάσος και αισθάνεται οικείος μέσα του πολύ πιο προσφιλείς από τους επιμελώς χαραγμένους δρόμους-προβλήματα, στους οποίους τρέχουν πέρα δώθε οι έρευνες των καθιερωμένων φιλοσόφων και λογίων.
Η μεταφορά των «ξύλινων δρόμων» εκφράζει κάτι ουσιώδες· όχι, όπως φαίνεται αρχικά, ότι κάποιος βρέθηκε σε λάθος δρόμο από τον οποίο δεν υπάρχει διέξοδος, αλλά ότι κάποιος, σαν τον υλοτόμο, του οποίου το έργο είναι το δάσος, περπατά σε δρόμους που ο ίδιος έχει ανοίξει, όπου το άνοιγμα των μονοπατιών ανήκει εξίσου στο έργο όσο και το κόψιμο του ξύλου. Ο Χάιντεγκερ, σε αυτήν τη διάσταση του βάθους, που άνοιξε μόνον η διαπεραστική του σκέψη, έχει χαράξει ένα μεγάλο δίκτυο τέτοιων νοητικών μονοπατιών. Και το μοναδικό άμεσο αποτέλεσμα, που κατανοητά προσεχθεί και μάλιστα δημιούργησε σχολή, είναι ότι κατέρριψε το οικοδόμημα της παραδοσιακής μεταφυσικής, μέσα στο οποίο έτσι κι αλλιώς εδώ και καιρό κανείς δεν αισθανόταν άνετα, όπως ακριβώς οι υπόγειες στοές και οι εκσκαφές καταρρίπτουν εκείνο του οποίου τα θεμέλια δεν είναι αρκετά βαθιά εξασφαλισμένα.
Αυτό είναι ένα ιστορικό γεγονός, ίσως και πρώτης τάξεως, αλλά δεν χρειάζεται να μας απασχολεί εμάς που στεκόμαστε έξω από κάθε συντεχνία, ακόμη και από την ιστορική. Ότι λ.χ. μπορούσε να αποκαλείται ο Καντ δικαίως «ο καταστροφέας των πάντων», από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, έχει ελάχιστη σχέση με το ποιος υπήρξε ο Καντ, σε διάκριση από τον ιστορικό του ρόλο. Και όσον αφορά τη συμβολή του Χάιντεγκερ στην κατάρρευση της μεταφυσικής, η οποία έτσι κι αλλιώς επρόκειτο να συμβεί, σ’ αυτόν —και μόνο σ’ αυτόν— οφείλεται ότι αυτή η κατάρρευση έγινε κατά τρόπο αντάξιο του προγενέστερου, ότι η μεταφυσική εξαντλήθηκε στη σκέψη και δεν απλώς υπερκαλύφθηκε από εκείνο που ακολούθησε.
Το τέλος της φιλοσοφίας, όπως λέει ο Χάιντεγκερ· αλλά ένα τέλος που τιμά τη φιλοσοφία και την κρατά με τιμή, προετοιμασμένο από εκείνον που ήταν πιο βαθιά δεμένος μαζί της. Ολόκληρη τη ζωή του έθετε στα σεμινάρια και στις διαλέξεις του τα κείμενα των φιλοσόφων ως βάση, και μόνον σε μεγάλη ηλικία τόλμησε τόσο πολύ, ώστε να κάνει σεμινάριο πάνω σε δικό του κείμενο. Είπα: ακολουθούσαν τη φήμη για να μάθουν τη σκέψη.
Και αυτό που μάθαινε κανείς τότε ήταν ότι η σκέψη, ως καθαρή δραστηριότητα, δηλαδή ούτε από τη δίψα για γνώση ούτε από την ορμή για κατανόηση κινούμενη, μπορεί να γίνει ένα πάθος, το οποίο δεν κυριαρχεί τόσο πάνω σε όλες τις άλλες ικανότητες και χαρίσματα, όσο τα τακτοποιεί και τα διαπερνά. Είμαστε τόσο συνηθισμένοι στις παλιές αντιθέσεις λογικής και πάθους, πνεύματος και ζωής, ώστε η ιδέα μιας παθιασμένης σκέψης, στην οποία σκέψη και το να είναι κανείς ζωντανός γίνονται ένα, μας φαίνεται κάπως ξένη. Ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, σύμφωνα με μια καλά τεκμηριωμένη ανέκδοτη ιστορία, εξέφρασε κάποτε αυτό το «γίγνεσθαι-ένα» με μία και μόνη λακωνική φράση, όταν, στην αρχή μιας διάλεξης για τον Αριστοτέλη, αντί της συνηθισμένης βιογραφικής εισαγωγής είπε: «Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε, εργάστηκε και πέθανε».
Το ότι υπάρχει κάτι τέτοιο είναι, όπως μπορούμε εκ των υστέρων να αναγνωρίσουμε, η προϋπόθεση δυνατότητας της φιλοσοφίας εν γένει· είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο αν θα το είχαμε ποτέ βιώσει αυτό χωρίς τη χαϊντεγκεριανή σκέψη της ύπαρξης, ιδίως στον αιώνα μας. Αυτή η σκέψη, η οποία ως πάθος αναδύεται από το απλό γεγονός του «ριγμένου στη γέννηση» όντος στον κόσμο και τώρα, όπως λέει ο Χάιντεγκερ, αναλογίζεται το νόημα που διαποτίζει καθετί που είναι, δεν μπορεί να έχει ως έσχατο σκοπό ούτε τη γνώση ούτε την επιστήμη — όσο λίγο μπορεί να τον έχει και η ίδια η ζωή. Το τέλος της ζωής είναι ο θάνατος, αλλά ο άνθρωπος δεν ζει για χάρη του θανάτου· ζει επειδή είναι ζωντανό ον. Και δεν σκέφτεται για χάρη κάποιων αποτελεσμάτων, αλλά επειδή είναι σκεπτόμενο, δηλαδή άδον ον.
Αυτό έχει ως συνέπεια η σκέψη να σχετίζεται με τα δικά της αποτελέσματα κατά τρόπο ιδιόμορφα καταστροφικό ή κριτικό. Βεβαίως, οι φιλόσοφοι έδειξαν ήδη από τις φιλοσοφικές σχολές της αρχαιότητας μια μοιραία τάση να οικοδομούν συστήματα, κι εμείς σήμερα συχνά κοπιάζουμε να γκρεμίσουμε τα οικοδομήματα αυτά για να ανακαλύψουμε το ουσιαστικά σκεπτόμενο.
Αυτή η τάση ωστόσο δεν πηγάζει από τη σκέψη την ίδια, αλλά από εντελώς άλλα, και με τη σειρά τους απολύτως νόμιμα, ανθρώπινα ανάγκες. Αν θελήσει κανείς να μετρήσει τη σκέψη στην άμεση, παθιασμένη της ζωντάνια από τα αποτελέσματά της, τότε της συμβαίνει ό,τι και με το πέπλο της Πηνελόπης: θα ξήλωνε από μόνη της τη νύχτα εκείνο που ύφαινε αδυσώπητα την ημέρα, για να μπορεί την επομένη να ξεκινήσει ξανά από την αρχή.
Κάθε κείμενο του Χάιντεγκερ διαβάζεται, παρά τις περιστασιακές αναφορές σε όσα είχε ήδη δημοσιεύσει, σαν να άρχιζε από την αρχή, υιοθετώντας απλώς τη γλώσσα που είχε ήδη ο ίδιος διαμορφώσει, δηλαδή την ορολογία του, όπου όμως οι έννοιες είναι μόνον οδοδείκτες με τους οποίους προσανατολίζεται μια νέα πορεία σκέψης. Ο ίδιος ο Χάιντεγκερ μνημονεύει αυτήν την ιδιομορφία της σκέψης, όταν τονίζει, παραθέτω, «κατά πόσο το κριτικό ερώτημα, ποιο είναι το ίδιο το ζήτημα της σκέψης, ανήκει κατ’ ανάγκη και διαρκώς στη σκέψη». Όταν λέει ότι η σκέψη έχει τον χαρακτήρα μιας επιστροφής και ασκεί αυτήν την επιστροφή, όταν υποβάλλει το Είναι και Χρόνος σε μια εμμενή κριτική, ή όταν διαπιστώνει ότι μια συγκεκριμένη ερμηνεία της πλατωνικής αλήθειας δεν είναι ανεκτή· ή, πιο γενικά, όταν μιλά για την ανασκόπηση του ίδιου του έργου του, η οποία γίνεται πάντα Retractatio· όχι όμως ανάκληση, αλλά αναστοχασμός ήδη σκεπτομένων.
Κάθε στοχαστής, αν ζήσει αρκετά, πρέπει να επιδιώκει να διαλύει το ίδιο το αποτέλεσμα της σκέψης του, απλώς ξανασκεπτόμενος αυτό που έχει ήδη σκεφτεί. Το σκεπτόμενο Εγώ είναι άχρονο· και είναι η κατάρα αλλά και η ευλογία των στοχαστών, στο μέτρο που είναι αληθινά στοχαστές, ότι γερνούν χωρίς να γερνούν. Επίσης, με το πάθος της σκέψης συμβαίνει ό,τι και με τα άλλα πάθη: εκείνο που συνήθως ονομάζουμε «χαρακτήρα» της προσωπικότητας —η ολότητα των ιδιοτήτων της, τακτοποιημένων από τη βούληση— δεν αντέχει στη θύελλα του πάθους, το οποίο αρπάζει τον άνθρωπο, την προσωπικότητα, και κατά κάποιον τρόπο την κυριεύει.
Το Εγώ που σκέπτεται, μέσα στην αχαλίνωτη θύελλα, στέκεται ήρεμο, όπως είπε ο Χάιντεγκερ· και γι’ αυτό το Εγώ ο χρόνος κυριολεκτικά σταματά. Δεν είναι μόνο άχρονο· είναι επίσης, παρότι πάντοτε συγκεκριμένα διαφορετικό, άμοιρο ιδιοτήτων. Το σκεπτόμενο Εγώ δεν είναι καθόλου το Εγώ της συνείδησης. Επιπλέον, η σκέψη είναι, όπως παρατηρεί πότε-πότε ο Χέγκελ για τη φιλοσοφία, κάτι μοναχικό· και τούτο όχι μόνον επειδή, όπως λέει ο Πλάτων, στον άφωνο διάλογο με τον εαυτό μου είμαι μόνος, αλλά και επειδή σε αυτόν τον διάλογο πάντοτε συνοδεύει κάτι το άρρητο, που η γλώσσα δεν μπορεί ποτέ να το φέρει πλήρως στον ήχο, να το κάνει λόγο· έτσι δεν μεταδίδεται ούτε στους άλλους ούτε, στην πραγματικότητα, ούτε στον ίδιο τον σκεπτόμενο.
Πιθανότατα αυτό το άρρητο, για το οποίο μιλά ο Πλάτων στην 7η επιστολή, είναι που καθιστά τη σκέψη τόσο μοναχική, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί το εκάστοτε διαφορετικό έδαφος, από το οποίο αναδύεται και ανανεώνεται συνεχώς. Μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί ότι —αν και στον Χάιντεγκερ ασφαλώς δεν συμβαίνει— το πάθος της σκέψης θα μπορούσε απροειδοποίητα να καταλάβει τον πιο κοινωνικό άνθρωπο και τελικά να τον καταστρέψει στη μοναξιά. Ο πρώτος και, όσο γνωρίζω, και ο μόνος που μίλησε για τη σκέψη ως πάθος, ως pathos, ως πάθημα που πρέπει να υπομείνουμε, ήταν ο Πλάτων, που ονομάζει το θαυμάζειν αρχή της φιλοσοφίας· και εννοεί βέβαια όχι το απλό απορείν που αναδύεται μέσα μας όταν συναντούμε κάτι ξένο, χωρίς όμως να μας καταλαμβάνει ως πάθος, αλλά το πάθημα που μας κυριεύει.
Διότι το θαυμάζειν, που είναι η αρχή της σκέψης, όπως το απορείν είναι η αρχή των επιστημών, αφορά το καθημερινό, το αυτονόητο, το απολύτως γνωστό και οικείο. Αυτός είναι και ο λόγος που καμία γνώση δεν μπορεί να το κατευνάσει. Ο Χάιντεγκερ μιλά κάποτε, απολύτως στο πνεύμα του Πλάτωνα, για την ικανότητα να θαυμάζει κανείς μπροστά στο απλό· αλλά προσθέτει, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ότι αυτό το θαυμάζειν μπορεί να το κάνει κανείς κατοικία του.[SUMPHILOSOPHEIN]
Αυτό το πρόσθετο στοιχείο μου φαίνεται αποφασιστικό για έναν στοχασμό πάνω στο ποιος είναι ο Μάρτιν Χάιντεγκερ. Διότι η σκέψη και η μοναξιά που συνδέεται με αυτήν είναι κάτι που, όπως ελπίζουμε, ίσως δεν το γνωρίζουν όλοι, αλλά το γνωρίζουν πολλοί άνθρωποι. Την κατοικία τους όμως εκεί ασφαλώς δεν την έχουν.
Κι όταν τους κυριεύει το θαυμάζειν μπροστά στο απλό και, ενδίδοντας σε αυτό, αφήνονται στη σκέψη, γνωρίζουν ότι έχουν αποσπασθεί από τον τόπο της μόνιμης παραμονής τους μέσα στο συνεχές των εργασιών και ασχολιών, μέσα στο οποίο συντελούνται οι ανθρώπινες υποθέσεις, και ότι ύστερα από λίγο θα επιστρέψουν ξανά σε αυτό. Η κατοικία, για την οποία μιλά ο Χάιντεγκερ, βρίσκεται λοιπόν έξω από τις ανθρώπινες κατοικίες. Και όσο κι αν σε εκείνο τον τόπο μπορεί να φυσούν άγριες θύελλες, ακόμη κι αυτές είναι κατά έναν βαθμό πιο μεταφορικές από ό,τι όταν μιλούμε για τις θύελλες του καιρού.
Σε σύγκριση με άλλους τόπους του κόσμου, τους τόπους των ανθρώπινων υποθέσεων, η κατοικία της σκέψης είναι ένας τόπος σιωπής. Στην αρχή είναι το ίδιο το θαυμάζειν που γεννά και διαδίδει τη σιωπή. Και είναι για χάρη αυτής της σιωπής που η απομόνωση από όλους τους θορύβους, ακόμη και τον θόρυβο της ίδιας της φωνής, γίνεται αναγκαία προϋπόθεση ώστε από το θαυμάζειν να μπορέσει να αναπτυχθεί σκέψη.
Σε αυτό ενυπάρχει ήδη μια ιδιόμορφη μεταμόρφωση, η οποία συμβαίνει σε καθετί που εισέρχεται στην ακτίνα αυτής της σκέψης. Στην ουσιώδη του αποκοπή από τον κόσμο, το σκέπτεσθαι έχει να κάνει πάντοτε μόνο με το απόν, με πράγματα ή αντικείμενα που είναι αποτραβηγμένα από την άμεση αντίληψη. Αν βρεθεί κανείς, λ.χ., ενώπιος ενωπίω με έναν άνθρωπο, τότε τον αντιλαμβάνεται βέβαια σε όλη την, πάντοτε ευφραντική, σωματική του παρουσία, αλλά δεν σκέφτεται αυτόν.
Αν το κάνει, τότε παρεμβάλλεται ήδη ένας τοίχος ανάμεσα στους δύο που συναντώνται. Απομακρύνεται κανείς κρυφά από την άμεση συνάντηση. Για να πλησιάσει κανείς με τη σκέψη ένα πράγμα ή και έναν άνθρωπο, πρέπει αυτό να βρίσκεται σε απόσταση από την άμεση αντίληψη.
Η σκέψη, λέει ο Χάιντεγκερ, είναι το ερχόμενο σε εγγύτητα με το μακρινό. Αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το φανταστεί με βάση μια γνωστή εμπειρία: ταξιδεύουμε για να δούμε από κοντά αξιοθέατα μακρινών τόπων.
Και συμβαίνει συχνά να μας έρχονται τα πράγματα που είδαμε πολύ κοντά μόνον εκ των υστέρων, στη μνήμη, όταν δεν βρισκόμαστε πια υπό την πίεση της εντύπωσης· τότε είναι σαν να αποκαλύπτουν το νόημά τους μόλις τώρα, που δεν είναι πια παρόντα. Αυτή η αντιστροφή των σχέσεων και των αναλογιών —ότι δηλαδή η σκέψη απομακρύνει το εγγύς ή αποσύρεται από αυτό και φέρνει το μακρινό κοντά— είναι καθοριστική, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την κατοικία της σκέψης.
Η μνήμη, που μέσα στη σκέψη γίνεται ανάμνηση, έπαιξε τόσο εξέχοντα ρόλο στην ιστορία του στοχασμού πάνω στη σκέψη ως διανοητική ικανότητα, επειδή μας αποκρύπτει ότι η εγγύτητα και η απόσταση, όπως δίνονται αισθητηριακά, είναι καθόλου ικανές για μια τέτοια αντιστροφή. Ο Χάιντεγκερ μίλησε για την οικεία του κατοικία, την κατοικία της σκέψης, μόνο περιστασιακά, υπαινικτικά και ως επί το πλείστον αρνητικά.
Έτσι, όταν λέει ότι η ερώτηση της σκέψης δεν ανήκει στην καθημερινή τάξη του βίου, δεν ανήκει στην περιοχή της άμεσης φροντίδας και ικανοποίησης των κυρίαρχων αναγκών· μάλιστα, ότι η ίδια η ερώτηση είναι «εκτός τάξης». Όμως αυτή η σχέση εγγύτητας-απόστασης και η αντιστροφή της μέσα στη σκέψη διατρέχει, όπως ένας θεμελιακός τόνος στον οποίο όλα είναι εναρμονισμένα, ολόκληρο το έργο του.
Παρουσία και απουσία, απόκρυψη και αποκάλυψη, εγγύτητα και απόσταση, η συνάρθρωσή τους και οι σχέσεις που ισχύουν ανάμεσά τους, δεν έχουν σχεδόν καμία σχέση με τη κοινοτοπία ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει παρουσία αν δεν είχε βιωθεί απουσία, εγγύτητα χωρίς απόσταση, αποκάλυψη χωρίς απόκρυψη.
Από την προοπτική της κατοικίας της σκέψης, πράγματι, γύρω από αυτήν την κατοικία, μέσα στην καθημερινή τάξη του βίου και των ανθρώπινων υποθέσεων, κυριαρχεί η στέρηση του Είναι ή η λήθη του Είναι, δηλαδή η στέρηση εκείνου με το οποίο η σκέψη, που εκ φύσεως προσηλώνεται στο απόν, έχει να κάνει. Η άρση αυτής της στέρησης πληρώνεται πάντοτε με μια στέρηση του κόσμου, με έναν αποσπασμό από τον κόσμο των ανθρώπινων υποθέσεων. Και αυτό ακόμη και τότε, όταν η σκέψη ακριβώς σε αυτές τις υποθέσεις συλλογίζεται μέσα στη δική της, αποτραβηγμένη σιωπή.
Έτσι είχε ήδη ο Αριστοτέλης, έχοντας ζωντανό μπροστά του το μέγα παράδειγμα του Πλάτωνα, συμβουλεύσει κατηγορηματικά τους φιλοσόφους να μη θελήσουν να παίξουν τους βασιλείς στον κόσμο της πολιτικής. Η ικανότητα να θαυμάζει κανείς τουλάχιστον περιστασιακά το απλό, είναι πιθανόν εγγενής σε όλους τους ανθρώπους· και οι στοχαστές που μας είναι γνωστοί από το παρελθόν και το παρόν, θα πρέπει να διακρίνονται από το ότι ανέπτυξαν από αυτό το θαυμάζειν την ικανότητα να σκέπτονται ή το εκάστοτε ιδιαίτερο δικό τους είδος σκέψης.
Με την ικανότητα να δεχθεί κανείς αυτό το θαυμάζειν ως κατοικία, τα πράγματα είναι αλλιώς. Είναι εξαιρετικά σπάνιο, και το βρίσκουμε με κάποια βεβαιότητα μαρτυρημένο μόνο στον Πλάτωνα, ο οποίος μίλησε πολλές φορές και μάλιστα με τον πιο δραστικό τρόπο στον Θεαίτητο για τους κινδύνους αυτής της κατοικίας. Εκεί αφηγείται, πιθανότατα πρώτος, την ιστορία του Θαλή και της Θρακιώτισσας υπηρέτριας, η οποία είδε τον σοφό, καθώς είχε στρέψει το βλέμμα ψηλά για να παρατηρήσει τα άστρα, να πέφτει μέσα στο πηγάδι, και γέλασε λέγοντας ότι όποιος θέλει να γνωρίσει τον ουρανό δεν ξέρει πια τι βρίσκεται μπροστά στα πόδια του.
Ο Θαλής, αν εμπιστευθούμε τον Αριστοτέλη, θίχτηκε βαθύτατα, ιδίως επειδή οι συμπολίτες του συνήθιζαν να τον χλευάζουν για τη φτώχεια του· και θέλησε, με μιαν εκτεταμένη κερδοσκοπία στις ελαιοτριβές, να αποδείξει ότι για τους σοφούς θα ήταν εύκολο να γίνουν πλούσιοι, αν το επιθυμούσαν στα σοβαρά. Και καθώς τα βιβλία, όπως είναι γνωστό, δεν γράφονται από υπηρέτριες, το γελαστό θρακικό κορίτσι έπρεπε ακόμη να ακούσει και τον Χέγκελ να λέει πως δεν είχε αίσθηση για τα υψηλά. Ο Πλάτων, που είναι γνωστό πως στην Πολιτεία του ήθελε όχι μόνον να θέσει τέλος στην τέχνη των ποιητών, αλλά και να απαγορεύσει στους πολίτες, τουλάχιστον στην τάξη των φυλάκων, το γέλιο, φοβόταν περισσότερο τα γέλια των συμπολιτών του παρά την εχθρότητα των δογμάτων απέναντι στην αξίωση απόλυτης ισχύος της αλήθειας.
Ίσως γνώριζε ακριβώς ότι η κατοικία της σκέψης, από έξω, μοιάζει εύκολα με το «Νεφελοκοκκυγία» του Αριστοφάνη. Σε κάθε περίπτωση, γνώριζε ότι η σκέψη, όταν θέλει να αναδείξει το σκεπτόμενο σε δύναμη, είναι ανίκανη να αντισταθεί στο γέλιο. Και αυτό, μεταξύ άλλων, ίσως τον ώθησε, σε προχωρημένη ηλικία, να ξεκινήσει τρεις φορές για τη Σικελία, ώστε να βοηθήσει τον τύραννο των Συρακουσών με μαθήματα μαθηματικών — που τα θεωρούσε αναγκαία εισαγωγή στη φιλοσοφία.
Ότι αυτή η φανταστική επιχείρηση, από την οπτική γωνία της υπηρέτριας, φαντάζει ακόμη πιο κωμική από το ατύχημα του Θαλή, δεν το αντιλήφθηκε. Και, κατά κάποιον τρόπο, δικαίως, γιατί, όσο ξέρω, κανείς δεν γέλασε. Και δεν γνωρίζω καμία αφήγηση αυτού του επεισοδίου που να προκαλεί έστω και ένα χαμόγελο.
Σε τι χρησιμεύει το γέλιο, οι άνθρωποι προφανώς δεν το έχουν ακόμη ανακαλύψει. Ίσως επειδή οι στοχαστές τους, που από πάντα είχαν άσχημη σχέση με το γέλιο, τους εγκατέλειψαν σε αυτό, ακόμη κι αν πού και πού κάποιος πάσχισε να το συλλογιστεί με αφορμή τις άμεσες εμπειρίες του. Όλοι γνωρίζουμε, βέβαια, ότι και ο Χάιντεγκερ υπέκυψε κάποτε στον πειρασμό να αλλάξει κατοικία και να αναμειχθεί στον κόσμο των ανθρώπινων υποθέσεων, όπως λεγόταν τότε.
Και ως προς τον κόσμο, του βγήκε ακόμη χειρότερα από τον Πλάτωνα, επειδή ο τύραννος και τα θύματά του δεν βρίσκονταν πέρα από τις θάλασσες, αλλά στην ίδια τη χώρα. Όσον αφορά τον ίδιο, πιστεύω ότι τα πράγματα στέκουν διαφορετικά. Ήταν ακόμη αρκετά νέος ώστε από το σοκ της σύγκρουσης, που ύστερα από δέκα σύντομους, πυρετώδεις μήνες πριν από 35 χρόνια τον έσπρωξε πίσω στην οικεία του κατοικία, να διδαχθεί και να ριζώσει και να εγκαταστήσει το βίωμα μέσα στη σκέψη του.
Αυτό που του προέκυψε ήταν η ανακάλυψη της βούλησης ως της βούλησης για βούληση και, έτσι, ως της βούλησης για δύναμη. Για τη βούληση έχουν γραφεί πολλά στη νεώτερη εποχή, ιδίως στη μοντέρνα, αλλά για την ουσία της, παρά τον Νίτσε, δεν έχει σκεφτεί κανείς πολύ. Τουλάχιστον πριν από τον Χάιντεγκερ κανείς δεν είχε προσέξει πόσο πολύ αυτή η ουσία αντιτίθεται στη σκέψη και πόσο καταστροφικά επιδρά πάνω της.
Στη σκέψη ανήκει η γαλήνη. Και από τη σκοπιά της βούλησης, ο σκεπτόμενος πρέπει, αν και φαινομενικά παράδοξα, να πει: «θέλω να μην θέλω»· γιατί μόνο μέσα από αυτό το πέρασμα —παραθέτω τον Χάιντεγκερ—, «μόνον αν ξεσυνηθίσουμε από τη βούληση, μπορούμε να αφεθούμε στην αναζητούμενη ουσία της σκέψης, η οποία δεν είναι ένα θέλειν». Εμείς, που θέλουμε να τιμήσουμε τη σκέψη, έστω κι αν η κατοικία μας βρίσκεται μέσα στον κόσμο, δύσκολα μπορούμε να αποφύγουμε να βρούμε αξιοπρόσεκτο και ίσως ενοχλητικό το γεγονός ότι τόσο ο Πλάτων όσο και ο Χάιντεγκερ, όταν αναμείχθηκαν στις ανθρώπινες υποθέσεις, κατέφυγαν σε τυράννους και ηγέτες.
Αυτό δεν θα πρέπει να οφείλεται μόνο στις εκάστοτε συνθήκες της εποχής, και ακόμη λιγότερο σε έναν προκαθορισμένο χαρακτήρα, αλλά μάλλον σε αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν déformation professionnelle. Διότι η κλίση προς το τυραννικό μπορεί θεωρητικά να αποδειχθεί σχεδόν σε όλους τους μεγάλους στοχαστές· ο Καντ αποτελεί τη μεγάλη εξαίρεση. Και όταν αυτή η κλίση δεν είναι ανιχνεύσιμη σε ό,τι έπραξαν, αυτό οφείλεται απλώς στο ότι πολύ λίγοι, ακόμη και ανάμεσά τους, ήταν πρόθυμοι να προχωρήσουν πέρα από την ικανότητα να θαυμάζουν το απλό και να δεχθούν αυτό το θαυμάζειν ως κατοικία.
Και για αυτούς τους λίγους, κυρίες και κύριοι, είναι τελικά αδιάφορο σε ποια κατεύθυνση θα τους ρίξουν οι θύελλες του αιώνα τους. Διότι η θύελλα που διαπερνά τη σκέψη του Χάιντεγκερ, όπως και εκείνη που μας φυσά ακόμη ύστερα από χιλιετίες μέσα από το έργο του Πλάτωνα, δεν προέρχεται από τον αιώνα. Έρχεται από το πανάρχαιο.
Και αυτό που αφήνει πίσω της είναι κάτι το τετελεσμένο. Το οποίο, όπως καθετί το τετελεσμένο, επιστρέφει στο πανάρχαιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου