Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα -Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου(4)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 1η Σεπτεμβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα

Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου


Του Roberto Morani


3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου γ

3.2.3. Ο Husserl, ο Καρτέσιος και το πρωτείο της θεωρητικής στάσης στη Vorlesung του 1923-24

Αφού εκτέθηκαν οι θεμελιώδεις γραμμές της χουσερλιανής ερμηνείας του Καρτέσιου, έφθασε η στιγμή να εξερευνηθεί η αντιπαράθεση που ο Χάιντεγκερ διεξάγει με τον Γάλλο στοχαστή στη Vorlesung (σειρά πανεπιστημιακών διαλέξεων) του 1923-24. Η Auseinandersetzung (αντιπαράθεση) χαρακτηρίζεται ως ένα γεγονός θεμελιώδους θεωρητικής σημασίας, επειδή εντάσσεται στο χάιντεγκεριανό σχέδιο κριτικής αναθεώρησης της χουσερλιανής φαινομενολογίας, καθοριζόμενο ως η άκαμπτη προϋπόθεση για να στεφθεί με επιτυχία η προσπάθεια διάσωσης της αληθινής ουσίας της φαινομενολογίας μέσω της απομάκρυνσης των εξωγενών (καρτεσιανών) στοιχείων που την έχουν αλλοιώσει και παρερμηνεύσει (Έχει δίκιο ο Jean Greisch όταν γράφει ότι η πρώτη Μαρβούργεια παράδοση «βεβαιώνει τη σημασία και τη ριζικότητα της αντιπαράθεσης με τη χουσερλιανή σύλληψη της φαινομενολογίας» (J. Greisch, La Gesamtausgabe de Heidegger (1988-1994), στο «Revue des Sciences philosophiques et théologiques», LXXIX, 1995, σσ. 439-466, εδώ σ. 439· κατόπιν, εν μέρει αναθεωρημένο, με τον τίτλο Libérer le "Dasein": le sens d'un parricide, στο Id., L'arbre de vie et l'arbre du savoir. Le chemin phénoménologique de l'herméneutique heideggérienne (1919-1923), Cerf, Παρίσι 2000, σσ. 299-315, εδώ σ. 300). Ο Riccardo De Biase παρατήρησε εύστοχα ότι το μάθημα του 1923-24 είναι «προσανατολισμένο στην αποσαφήνιση του νοήματος μιας υποτιθέμενης εκτροπής της αρχικής φαινομενολογικής έντασης από το καθοριστικό της κίνητρο»: η κριτική στη χουσερλιανή θεμελίωση της απόλυτης συνείδησης συνιστά, πράγματι, «τον θεμελιώδη κριτικό πόλο προς τον οποίο στην πραγματικότητα κατευθύνεται η ανάλυση του Ντεκάρτ και από τον οποίο εμφορείται» (R. De Biase, L'interpretazione heideggeriana di Descartes..., ό.π., σσ. 54 και 74-75). Στην κριτική του Χάιντεγκερ προς τον Χούσσερλ στο πανεπιστημιακό μάθημα του 1923-24 αφιερώνεται η μελέτη του Friedrich-Wilhelm von Herrmann, Husserl-Heidegger und "die Sachen selbst", στο Id., Hermeneutik und Reflexion. Der Begriff der Phänomenologie bei Heidegger und Husserl, Klostermann, Frankfurt a.M. 2000, σσ. 101-115. Στην αντιπαράθεση του Χάιντεγκερ με τον Καρτέσιο στην πρώτη μαρβούργεια Vorlesung αναφέρονται, αντιθέτως, οι μελέτες των: P. Kontos, L'être-régional comme "Seins-ferne", στο «Revue philosophique de Louvain», XCIII, 1995, 4, σσ. 597-607, ιδίως σσ. 600-602· J. Greisch, Libérer le "Dasein"..., ό.π., ιδίως σσ. 307-312· H. Vetter, Heideggers Descartes-Kritik in der ersten Marburger-Vorlesung, στο AA.VV., Bewußtsein und Unbewußtes, Turia und Kant, Βιέννη 2000, σσ. 179-195· P. Martinez Matias, El ideal de certeza en la filosofia de la conciencia. Aspectos de la crítica heideggeriana a la fenomenología, στο AA.VV., XIV Congrés Valencià de filosofia, επιμ. E. Casaban Moya, Albatros, Βαλένθια 2002, σσ. 305-320, ιδίως σσ. 311-314· L. Messinese, Heidegger e la filosofia dell'epoca moderna. L'"inizio" della soggettività: Descartes [2000], Lateran University Press, Ρώμη 2004, ιδίως σσ. 167-170· R. De Biase, L'interpretazione heideggeriana di Descartes..., ό.π., ιδίως σσ. 49-105· Id., Heidegger, Descartes, Husserl e l'inizio del moderno: il primo corso a Marburgo (1923/1924), στο AA.VV., Heidegger a Marburgo (1923-1928), επιμ. E. Mazzarella, il melangolo, Γένοβα 2006, σσ. 329-365.). Εφόσον η φύλαξη και η ριζοσπαστικοποίηση του φιλοσοφικά επαναστατικού πυρήνα της φαινομενολογίας προϋποθέτουν την απο-καρτεσιανοποίησή της, η συνάντηση του Χάιντεγκερ με τον Καρτέσιο αποκτά ipso facto ένα πλήρως φαινομενολογικό καθεστώς, κάτι που επιβεβαιώνεται άλλωστε και από τη μετατόπιση του τίτλου της πρώτης μαρβούργειας παράδοσης, η οποία είχε αναγγελθεί ως Der Beginn der neuzeitlichen Philosophie (Η απαρχή της φιλοσοφίας της νεότερης εποχής), αλλά παραδόθηκε πράγματι ως Einführung in die phänomenologische Forschung (Εισαγωγή στην φαινομενολογική έρευνα) (πρβλ. GA 17, 322).

Η Einleitung (Εισαγωγή) του μαθήματος, την οποία ο Χάιντεγκερ σε μία σημείωση με ημερομηνία 1.1.1924, στο περιθώριο του χειρογράφου του μαθήματος στο Freiburg κατά το θερινό εξαμήνο του 1923, θεώρησε εκ των υστέρων «αποτυχημένη, αξιοποιήσιμη μόνο με αυστηρό ξεσκάρτισμα» (GA 63, 106/102), αναλύει τον τρόπο με τον οποίο ο Αριστοτέλης, στο Περί Ψυχής, συνέλαβε τις έννοιες phainomenon και logos που συνθέτουν τον όρο «φαινομενολογία». Η ανάκτηση της ελληνικής τους σημασίας στοχεύει στην ανακατάληψη ενός σημείου θέασης το οποίο, αποσταθεροποιώντας την αυτονόητη σημασία τους στη σημερινή χρήση, επιτρέπει να εκτιμηθεί αν η χουσερλιανή απόφαση να τεθεί η συνείδηση ως θεματικό πεδίο της φαινομενολογίας δεν έχει ανεπανόρθωτα απωλέσει την αρχική αναφορά της στην εκστατική ανοιχτότητα της ύπαρξης προς τον κόσμο, όπως αυτή είχε προαναγγελθεί και προδιαγραφεί από τη γνωσιολογία του Αριστοτέλη (Επειδή δεν είναι δυνατόν σε αυτήν τη θέση να σταθώ λεπτομερώς στην ερμηνεία του Χάιντεγκερ για το De anima, περιορίζομαι να υπενθυμίσω ένα απόσπασμα από τη Vorlesung που συνοψίζει αποτελεσματικά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της: «Αριστοτέλης: De anima. Αν μεταφραστεί ως Von der Seele (περί της ψυχής), αυτό παρερμηνεύεται αναγκαστικά από ψυχολογική σκοπιά. Αν όμως δεν σταθούμε στις λέξεις, αλλά σε αυτό που εκφράζεται στην έρευνα του Αριστοτέλη, τότε μεταφράζουμε: Über das Sein in der Welt (πάνω στο Είναι μέσα στον κόσμο). Αυτό που ορίζεται χονδροειδώς, με τρόπο διφορούμενο, ως δυνάμεις της ψυχής, αντίληψη, σκέψη, βούληση, για τον Αριστοτέλη δεν είναι βίωμα, αλλά τρόποι ύπαρξης ενός ζωντανού όντος μέσα στον κόσμο του» (GA 17, 111). Για μια πρώτη προσέγγιση του ζητήματος, βλ. A. Sordini, Heidegger a Marburgo. Una lettura del "De anima", στο «Teoria», 1993, 1, σσ. 55-88, και T. Kisiel, The Genesis of Heidegger's Being and Time, ό.π., ιδίως σσ. 276-286.). Αλλά η αντίθεση προς την καθαρή χουσερλιανή συνείδηση δεν προκύπτει από την απλή και μόνο επαναχρησιμοποίηση των δογμάτων του Σταγειρίτη, αλλά περιστρέφεται ήδη γύρω από την τροχιά του Dasein, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στα κείμενα και στο τεχνικό λεξιλόγιο του Χάιντεγκερ ακριβώς στη Vorlesung του 1923-24, αντικαθιστώντας τον όρο faktisches Leben (Είναι ωστόσο σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι ήδη στο χειρόγραφο της Vorlesung στο Freiburg κατά το χειμερινό εξάμηνο 1921-22 προβάλλει ένας πρωτογενής ταυτισμός του Leben και του Dasein: «στις παγιωμένες ρηματικές και ονοματικές σημασίες της έκφρασης "Leben" αντηχεί τώρα, στο πλαίσιο των δηλωμένων κατευθύνσεων της έκφρασης, ένα ιδιότυπο διαπεραστικό νόημα: Leben Da sein, in und durch Leben "Sein" (Ζώντας είναι εκεί, μέσα στη και δια της ζωής «Είναι»» (GA 61, 85). Σύμφωνα με τον Theodore Kisiel (The Genesis of Heidegger's Being and Time, ό.π., σ. 274) η πραγματική μεταβίβαση από το faktisches Leben (πραγματική, μέσα στα δεδομένα ζωή) στο Dasein συντελείται στη Vorlesung του 1923, στο σημείο όπου διαβάζουμε: «Το θέμα μας είναι λοιπόν κάθε φορά το εκάστοτε Dasein· το καθήκον μας: να το φέρουμε στο κατανοητικό βλέμμα με τέτοιον τρόπο, ώστε μέσα σε αυτό το ίδιο να αναδειχθούν οι θεμελιώδεις χαρακτήρες του Είναι του. Το Dasein δεν είναι πράγμα όπως ένα κομμάτι ξύλο, ούτε κάτι σαν ένα φυτό· δεν αποτελείται επίσης από βιώματα, ούτε πολύ περισσότερο είναι το υποκείμενο (Εγώ) απέναντι στο αντικείμενο (όχι Εγώ)» (GA 63, 47).) για να δηλώσει τη θεματική και προ-θεωρητική διάσταση φαινομενολογικά πρωταρχική. Είναι ακριβώς μία δομή του Dasein, η μέριμνα (Sorge), ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η αποδόμηση της θεωρητικής στάσης: ξεκινώντας από την ιδέα ότι ο καθορισμός (Bestimmung) των χαρακτηριστικών του Είναι ενός όντος, καθίσταται δυνατός μέσω της ερμηνείας της μέριμνας μέσα στην οποία ένα τέτοιο ον υπάρχει ως αυτό το καθορισμένο ον» (GA 17, 57), ο Χάιντεγκερ διερευνά τη μορφή της μέριμνας (Sorge) που δρα στη θεμελίωση της απονομής στη συνείδηση (Bewußtsein) της ιδιότητας του περιφερειακού όντος, δυνάμενου να γίνει αντικείμενο γνώσης απολύτως βέβαιης και προφανούς, ταυτίζοντάς την με τη μέριμνα της ήδη γνωστής γνώσης.

Στις «Λογικές Έρευνες» και κυρίως στο έργο «Η φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήμη», το άρθρο που δημοσίευσε ο Χούσσερλ το 1911 στο περιοδικό Logos, κατόπιν πρόσκλησης του Paul Natorp, η παρουσία της μέριμνας για την εγνωσμένη γνώση (Sorge um die erkannte Erkenntnis) παίζει, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, αποφασιστικό ρόλο, ιδίως στη ζωηρή καταγγελία ότι «σε καμία εποχή της ανάπτυξής της η φιλοσοφία δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί στην αξίωση να είναι αυστηρή επιστήμη», αφήνοντας έτσι ανικανοποίητη «την ακατάλυτη επιθυμία της ανθρωπότητας για καθαρή και απόλυτη γνώση». Στην πολεμική του εναντίον της φαινομενικής επιστημονικότητας των μαθηματικών επιστημών της φύσης και της τάσης τους να αντικειμενοποιούν τη συνείδηση, λησμονώντας τη διαφορά της από τη φυσική αντικειμενικότητα του χωροχρόνου, ο Χούσσερλ όχι μόνο δεν θέτει ποτέ υπό αμφισβήτηση τις προκαταλήψεις ότι η επιστήμη (Wissenschaft) είναι η αυθεντική μορφή της γνώσης και ότι το περί γνώσεως ερώτημα (Erkenntnisfrage) αποτελεί το θεμελιώδες πρόβλημα της φιλοσοφίας, αλλά φτάνει ακόμη και να επιχειρήσει μία ριζοσπαστικοποίησή τους, προσανατολισμένη να αποδώσει στη φαινομενολογία μια απολύτως αυστηρή επιστημονικότητα, ικανή, εφόσον αναβλύζει από την καθαρή συνείδηση ως την έσχατη πηγή κάθε δυνατής βεβαιότητας, να εγγυηθεί τη θεμελίωση όλων των άλλων επιστημών («Η κριτική [στον νατουραλισμό] στρέφεται εναντίον μιας φυσικοποίησης, προκειμένου να επιτευχθεί μια αυθεντική επιστήμη της συνείδησης· αλλά με αυτόν τον τρόπο απολυτοποιείται ακριβώς η προοπτική και η ιδέα μιας επιστημονικής πραγματείας της συνείδησης» (GA 17, 71). Ο Χούσσερλ ταυτίζει μάλιστα την επιστήμη (Wissenschaft) και την φρόνηση (Vernunft): «ίσως να μην υπάρχει σε ολόκληρη τη σύγχρονη ζωή μια ιδέα της οποίας η πρόοδος να είναι πιο ισχυρή και πιο ακαταμάχητη από την ιδέα της επιστήμης. Τίποτε δεν θα εμποδίσει τη θριαμβευτική της πορεία. Σε αναφορά προς τους νόμιμους σκοπούς της, είναι πράγματι καθολική. Σκεπτόμενη στην ιδεατή της τελείωση, θα ήταν η ίδια η λογική, η οποία δεν θα μπορούσε πλέον να ανεχθεί δίπλα ή πέρα από τον εαυτό της καμία άλλη αυθεντία» (E. Husserl, Philosophie als strenge Wissenschaft, ό.π., σ. 16· ελλ. μτφρ. Η φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήμη, ό.π., σσ. 17-18). Ήδη κατά τη διάρκεια του Kriegsnotsemester (εξαμήνου κατά τον πόλεμο) του 1919, ο Χάιντεγκερ επιδιώκει να αντιπαρατεθεί στην «αδικαιολόγητη απολυτοποίηση του θεωρητικού» (GA 56-57, 87/91), δείχνοντας τη γένεσή της στην (αφαίρεση της ζωής) Entlebung του αρχικού προ-θεωρητικού συμφραζομένου και αντικρούοντας στον Χούσσερλ ότι δεν πρόκειται μόνο για τον νατουραλισμό, όπως θεωρήθηκε (Χούσσερλ, δοκίμιο στο Logos), αλλά ότι είναι η γενική κυριαρχία του θεωρητικού αυτή που παραμορφώνει τη γνήσια προβληματική. «Είναι το πρωτείο του θεωρητικού» (GA 56-57, 87/92).). Καθώς όμως η Standpunkt (η στάση, τοποθέτηση) από την οποία ο Χούσσερλ καταγγέλλει τις αδυναμίες του νατουραλισμού προδίδει την αδικαιολόγητη υιοθέτηση της ιδέας του πρωτείου του θεωρητικού, μέσα στην κριτική του προς τις θετικές επιστήμες δρα η μέριμνα της ήδη γνωστής γνώσης: η μέριμνα της διασφάλισης της γνώσης στην πορεία προς τη γνώση της γνώσης, η διασφάλιση και η θεμελίωση μιας απόλυτης επιστημονικότητας» (GA 17, 72).

Απελευθερωμένη από τα πράγματα, η γνώση περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και ενδιαφέρεται μόνο να επιτύχει την αυτο-θεμελίωσή της μέσω της ανακάλυψης και της συνεπαγόμενης εφαρμογής μιας αρχής αποδεικτικής προφανούς βεβαιότητας. Λειτουργική σε αυτήν την επιστημολογικό-θεωρητική στροφή καθίσταται η έννοια της αλήθειας ως αδιαμφισβήτητης ισχύος μιας πρότασης, μία διδασκαλία που χάνει την αριστοτελική της σημασία ως ἀλήθεια (ἀ-λήθεια: απο-κάλυψη) και τίθεται κάτω από την καθησυχαστική κυριαρχία του αποφαντικού λόγου. Μάρτυρας της γνωσιολογικής μετατόπισης της χουσερλιανής σύλληψης της αλήθειας (Wahrheit) είναι η κατηγορία του σχετικισμού που απευθύνει στον ντιλταϊκό ιστορισμό, κινούμενη αποκλειστικά από την άκριτη αποδοχή της, καθαυτή αθεμελίωτης, προϋπόθεσης του χωρισμού γεγονότος και αξίας, ιστορίας και επιστήμης, χρόνου και αλήθειας. Η αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της μέριμνας της ήδη γνωστής γνώσης τεκμηριώνεται επίσης από τη σταθερή τάση του Χούσσερλ να αναπτύσσει τις αναλύσεις του μέσα στον προβληματικό ορίζοντα των υφιστάμενων επιστημονικών κλάδων, ενδιαφερόμενος αποκλειστικά να τους εγγυηθεί ένα αντικείμενο και μια μέθοδο ικανά να προσφέρουν έγκυρα αποτελέσματα και σταθερές βεβαιότητες. Εγκλωβισμένα στις πολλαπλές περιοχές αρμοδιότητας της επιστήμης (Wissenschaft), παραγκωνισμένα σε δεύτερο πλάνο σε σχέση με την κεντρικότητα και την αυτονομία του (περί της γνώσεως ερωτήματος) Erkenntnisfrage, τα πράγματα μετατρέπονται σε αντικείμενα των αντίστοιχων επιστημών, ερωτώνται ως προβλήματα από τα οποία απαιτούνται απαντήσεις οριστικά αδιαμφισβήτητες και προφυλαγμένες από την ανησυχητική απειλή του σκεπτικισμού.

Ο Χάιντεγκερ καταγγέλλει ότι, εμφυτευμένο στον ιστό αυτής της διανοητικιστικής διαδικασίας, το φαινομενολογικό αξίωμα «στα ίδια τα πράγματα» (zu den Sachen selbst!) έχει υποστεί μια απολύτως προσδιορισμένη ερμηνεία. «Στα ίδια τα πράγματα» σημαίνει: σε αυτά, καθόσον παρουσιάζονται ως θέμα μιας επιστήμης» (GA 17, 274) (Πρβλ. E. Husserl, Philosophie als strenge Wissenschaft, ό.π., ιδίως σσ. 52-53· ελλ. μτφρ. Η φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήμη, ό.π., ιδίως σσ. 76-77. Στην επίκληση της φαινομενολογίας «στα ίδια τα πράγματα», «πράγμα» σημαίνει το ον, στον βαθμό που συναντάται υπό τον χαρακτήρα μιας δυνατής περιοχής μιας επιστήμης. Κάθε ον θεωρείται από την επιστήμη, για παράδειγμα το αισθητικό από την ιστορία της τέχνης, όπως επίσης μπορούν να υπάρξουν αντικείμενα αντίστοιχα. Φαινομενικά η αρχή έχει έτσι μια ριζοσπαστική τάση. Όμως, έτσι όπως ερμηνεύεται, της παρεμποδίζεται η πορεία και φυλακίζεται» (GA 17, 278). Και γι’ αυτόν τον λόγο στο μέγιστο σύνθημα zu den Sachen selbst! μπορεί να κρύβεται «ο πιο περιορισμένος δογματισμός» (GA 17, 60). Το ότι ο Χάιντεγκερ έθεσε ρητά ως στόχο του να επανερμηνεύσει ριζικά το χουσσερλιανό σύνθημα προκύπτει τόσο από την επιστολή του στον Richardson το 1962 (πρβλ. W.J. Richardson, Heidegger. Through Phenomenology to Thought, Nijhoff, Den Haag 1963, ιδίως σσ. XIII-XV), όσο και από το σχόλιο wir nehmen Husserl beim Worte που σημείωσε στο περιθώριο του δικού του αντιτύπου του έργου Η φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήμη, συγκεκριμένα δίπλα στη σημαντική χουσερλιανή διατύπωση: «nicht von den Philosophien sondern von den Sachen und Problemen muß der Antrieb zur Forschung ausgehen» (E. Husserl, Philosophie als strenge Wissenschaft, ό.π., σ. 71). Πρβλ. επίσης ZD, 69/176. Ο Roberto Dreon παρατήρησε εύστοχα ότι, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, «η μέριμνα του Χούσσερλ για την “erkannte Erkenntnis” θα τον είχε εμποδίσει να θέσει υπό ερώτηση την προϋπόθεση της απόλυτης απουσίας προϋποθέσεων, ως μέτρο της αμεροληψίας της φαινομενολογικής θεώρησης των ίδιων των πραγμάτων. Η επίκληση zu den Sachen selbst προβάλλεται έτσι εκ νέου εναντίον του ίδιου του Χούσσερλ, εναντίον της αδυναμίας του να θεματοποιήσει το ενδιαφέρον του· στην περίπτωσή του, το ενδιαφέρον αυτό είναι η φαινομενολογία ως αυστηρά θεμελιωμένη γνώση, η οποία εντούτοις καθορίζει και προσανατολίζει την κατανόηση των φαινομένων και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τεθεί εκτός ισχύος, αλλά πρέπει να θεματοποιηθεί, στο μέτρο του δυνατού, ως τέτοιο» (R. Dreon, Esperienza e tempo. La condizione temporale tra ermeneutica e ontologia nel pensiero di Martin Heidegger, FrancoAngeli, Μιλάνο 2003, σ. 52). Πρβλ. επίσης M. Gardini, Heidegger verso le "cose stesse" di Husserl, στο AA.VV., Heidegger e la fenomenologia dell’esistenza, επιμ. M. Gardini, Quodlibet, Ματσεράτα 2000, σσ. 75-109.). Χρησιμοποιώντας μια μέθοδο που διαταράσσει τη σχέση ανάμεσα στην ερώτηση και την απάντηση προς όφελος της απάντησης (Antwort) και που, γι’ αυτόν τον λόγο, αποδεικνύεται αδιάφορη απέναντι στα ίδια τα πράγματα, ενδιαφερόμενη μόνο να αποσπάσει από αυτά μία γνώση βέβαιη και προφανή, ο Χούσσερλ μπορεί να διεκδικεί μια καθαρά ονοματολογική πιστότητα στο θεμελιώδες του αξίωμα zu den Sachen selbst!· γιατί στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίο προχωρεί συνιστά την έκδηλη αντίφασή του.

Είναι στο όνομα αυτού του θεμελιώδους αξιώματος, για να ανακτηθεί η εξαιρετική του φαινομενολογική εμβέλεια και να ενεργοποιηθεί ξανά το κριτικό του δυναμικό απέναντι σε κάθε μορφή αφηρημένης εικασίας, που ο Χάιντεγκερ ξαναστοχάζεται βαθιά τη σχέση ανάμεσα σε ερώτηση (Frage) και απάντηση (Antwort), στηριζόμενος στο περιεχόμενο που αναφέρεται στην αλήθεια, της χουσσερλιανής έννοιας της προθετικότητας, εξαγνίζοντάς την από τα υποκειμενιστικά στοιχεία που απορρέουν από την κυριαρχία μιας θεωρητικιστικής στάσης, η οποία εξασφαλίζει και βεβαιώνει την παρουσία του όντος με το τίμημα να το φυλακίζει στην εμμενή μοναξιά (Immanenz) της συνείδησης (Αν και αναγνωρίζει τους συνειδησιοκρατικούς του περιορισμούς, ο Χάιντεγκερ θεωρεί ότι «με αυτήν την ανακάλυψη της προθετικότητας, για πρώτη φορά σε ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας δίνεται ρητά η αρχή (vla) για μία ριζική οντολογική έρευνα» (GA 17, 260). Για τη δομή του Fragen, βλ. C. Esposito, Il periodo di Marburgo (1923-28) ed Essere e tempo: dalla fenomenologia all'ontologia fondamentale, στο AA.VV., Guida a Heidegger..., ό.π., σσ. 107-157, ιδίως σ. 110.).

Στην αυτόκεντρη υποκειμενικότητα του Χούσσερλ αρχίζει έτσι να αντιπαρατίθεται μία ετερόκεντρη μορφή του υποκειμένου, αρχικά στραμμένη προς ένα ερώτημα που δεν αποβλέπει «στον εμπλουτισμό ενός ίδιου αποθέματος προτάσεων», αλλά στην «εγκαθίδρυση μιας θεμελιώδους σχέσης με το ον που ερωτάται, το οποίο ερευνάται πλέον ως προς το ίδιο του το νόημα τού Είναι, έτσι ώστε η πράξη της απάντησης όπως και η ερώτηση να μη σημαίνουν τίποτε άλλο παρά την ανάδειξη των προσδιορισμών του Είναι του όντος».

Τοποθετημένη μέσα σε μια διερώτηση στραμμένη στο Είναι και όχι στην επίτευξη μιας τελικής μυθικής βεβαιότητας, η απάντηση εμφανίζεται πάντοτε προσωρινή, επειδή δεν συνιστά τον προορισμό στον οποίο προσβλέπει ανυπόμονα η ερώτηση για να απαλλαγεί από την κατάστασή της της ανασφάλειας, αλλά αποκαλύπτεται ως σημείο in itinere (κατά την πορεία) από το οποίο μπορεί να ξεκινήσει ξανά μια νέα διερώτηση· και γι’ αυτό εμφανίζεται τόσο πιο αυθεντική όσο κατανοεί ότι πρέπει να εξαφανιστεί με τον ορθό τρόπο. Αν η απάντηση εξαφανιστεί και επομένως ελευθερώσει τον δρόμο προς το ον, παραμένει κανείς μέσα στην ερώτηση. «Η απάντηση επανέρχεται στην ερώτηση» (GA 17, 76).

Σε αυτό το σημείο διαγράφεται ένα αποφασιστικό aut aut (είτε είτε): εφόσον «από αυτές τις δυνατές μορφές της απάντησης και από την κατεύθυνση της απάντησης καθορίζεται κάθε τοποθέτηση της ερώτησης, κάθε ανάπτυξη της πρόσβασης» (GA 17, 77) προς το ον, ο Χάιντεγκερ θεωρεί ότι πρέπει να επιλέξει κανείς είτε τη θέση του Χούσσερλ —μειώνοντας τα πράγματα σε αντικείμενο διαπίστωσης και θεωρητικής θεώρησης, άρα σε Vorhandenheit, για να χρησιμοποιήσουμε το λεξιλόγιο του Είναι και Χρόνος— είτε εκείνη που εγκαθιδρύει με το ον μια σχέση πρωταρχικά πρακτική, αποκαλύπτοντας το είναι του εκκινώντας από το Besorgen του Dasein (Εφόσον η ηγεμονία της θεωρητικής στάσης αντιπροσωπεύει τον κοινό παρονομαστή της ιστορίας της φιλοσοφίας από τον Αριστοτέλη —στον οποίο η διάνοια (dianoetikon) ανυψώνεται στη μέγιστη δυνατότητα του ανθρώπου— έως τον Χούσσερλ, το αντι-κίνημα που την αμφισβητεί μπορεί δικαίως να αξιώνει ότι εισάγει μια ριζική ιστορική τομή. Το ότι ο Χάιντεγκερ ήταν πλήρως πεπεισμένος γι’ αυτό προκύπτει τόσο από τη δήλωση ότι η έρευνά του δεν προϋποθέτει καμία ιδιαίτερη φιλοσοφική γνώση αλλά μόνο το «πάθος για το ορθό και αυθεντικό ερωτάν» (GA 17, 2), όσο και από την παρατήρηση ότι το καθήκον της Vorlesung είναι επικίνδυνο, επειδή δεν εξασφαλίζει μια θεμελίωση, ένα πρόγραμμα ή ένα σύστημα: «δεν πρέπει να αναμένεται ούτε καν μία φιλοσοφία. Η πεποίθησή μου είναι ότι η φιλοσοφία τελείωσε. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με εντελώς νέα καθήκοντα που δεν έχουν τίποτε να κάνουν με την παραδοσιακή φιλοσοφία» (GA 17, 1). Και ακόμη: «αυτό που εδώ έχουμε κερδίσει είναι πολύ λίγο, και θα ήταν παρεξήγηση να το εκλάβουμε με την έννοια μιας φιλοσοφίας. Δεν πρόκειται να συναχθεί μία φιλοσοφία· όποιος θέλει κάτι τέτοιο, είναι σοφό να τον συμβουλέψουμε να αποφύγει τους δρόμους αυτής της έρευνας. Η ίδια η έρευνα που θέτει αυτό το καθήκον βρίσκεται έξω (für) από αυτό που ονομάζεται φιλοσοφία με τη συνήθη έννοια. Θέτει μόνο το καθήκον να διαμορφώσει το έδαφος για κάτι άλλο. Στο έργο αυτό η έρευνα κινδυνεύει διαρκώς να αποτύχει και να ναυαγήσει» (GA 17, 276-277).).

Η ίδια η έκφραση Sorge um die erkannte Erkenntnis δείχνει ότι ο Χάιντεγκερ δεν περιορίζεται στο να επικυρώσει την πραγματιστική επιλογή, αλλά προτείνει επίσης μια γενεαλογία της θεωρητικής στάσης, ανάγοντάς την σε παράγωγη και ελλειμματική τροποποίηση της ίδιας της μέριμνας (Sorge). Η υπαρξιακή ρίζωση του θεωρείν (theorein) συνεπάγεται ότι οι επιστήμες είναι «μια δυνατότητα του Dasein και της αντιπαράθεσής του με τον εαυτό του» (GA 17, 3), και συνεπάγεται ότι η μέριμνα της ήδη γνωστής γνώσης, με τις απαιτήσεις της για σταθερότητα και ασφάλεια, αποκαλύπτεται ως «φυγή απέναντι στο Dasein ως τέτοιο» (GA 17, 111).

Απειλούμενο από την αποξένωση (Unheimlichkeit), το Dasein κοπιάζει να εξαλείψει από τον ορίζοντα της εμπειρίας και της κατανόησής του κάθε προβληματικό στοιχείο, το οποίο συν-αρχικά συνδέεται με την πεπερασμένη του ύπαρξη· αποστρέφει το βλέμμα από τον εαυτό του για να το στρέψει προς το ον, οικοδομώντας ένα στερεό και φωτεινό απόθεμα βεβαιοτήτων, που μεταμορφώνουν τον κόσμο από έναν αδιαφανή και αφιλόξενο τόπο σε μια οικεία και ασφαλή κατοικία («Εξετάζοντας πιο προσεκτικά το φαινόμενο της φυγής του Dasein μπροστά στον εαυτό του υπό τον τρόπο της κάλυψης, καθώς αποκαλύπτεται το νόημα του Dasein σε αυτήν τη φυγή από το είναι μπροστά στον εαυτό του, προκύπτει ότι το Dasein κρατιέται μακριά από τον εαυτό του. Αυτό το κρατιέται-μακριά-από-δεν αποτελεί ένα τυχαίο γνώρισμα του Dasein, αλλά συγκροτεί το είναι του. Η απειλή από την οποία αμύνεται το Dasein συνίσταται στο γεγονός ότι είναι. Το ότι είναι συγκροτεί την απειλή του ίδιου του Dasein. […] Η γνώση υπολογίζει να εξοικειωθεί μέσα στο ον, να αισθανθεί σαν στο σπίτι της στη μορφή του καθησυχασμένου Dasein. Εφόσον είναι η εμπιστοσύνη στον κόσμο εκείνο προς το οποίο φεύγει η φυγή, τούτο δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το εξής: εκείνο απέναντι στο οποίο το Dasein φεύγει, υπό τον τρόπο της μέριμνας της βεβαιότητας, είναι το spaesamento (αποξένωση/ανοικειότητα). Η ανοικειότητα (Unheimlichkeit) είναι η αυθεντική απειλή υπό την οποία βρίσκεται το Dasein» (GA 17, 289).).

Τώρα, εάν είναι αληθές ότι για να καθοριστεί η οντολογική δομή ενός όντος χρειάζεται να αναχθούμε σε έναν από τους τρόπους με τους οποίους αρθρώνεται το Besorgen του Dasein, και εάν είναι εξίσου αληθές ότι «η συγκεκριμένη μέριμνα που οδηγεί στην ανάπτυξη, στη διατήρηση της συνείδησης ως τέτοιας ως θεματικού πεδίου, και στον θεμελιώδη προσδιορισμό της ως επόμενου θέματος της φιλοσοφίας, είναι η μέριμνα της ήδη γνωστής γνώσης» (GA 17, 62), τότε μπορεί να συναχθεί ότι «η συνείδηση φτάνει στην κυριαρχία μέσω μιας μέριμνας του ίδιου του Dasein. Το Dasein φεύγει από τον εαυτό του και παραιτείται από τη δυνατότητα να εξετάσει και να συλλάβει τον εαυτό του ριζικά» (GA 17, 111).

Αναδύεται σταδιακά η γενεαλογική στρατηγική του Χάιντεγκερ, η οποία, εκτός από το ότι καταγράφει τη τεράστια διαφορά ανάμεσα στη συνείδηση και το Dasein, εντοπίζει στο (συνείδηση) Bewußtsein μια μορφή, όπου το Dasein συγκεκριμενοποιείται προκειμένου να διαφύγει από τον εαυτό του και από την ίδια του την κατάσταση αποξένωσης (Unheimlichkeit).

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: