Συνέχεια από :Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025
Υποκείμενο και νεωτερικότητα
Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου
Του Roberto Morani
3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου δ
3.2.3. Ο Husserl, ο Καρτέσιος και το πρωτείο της θεωρητικής στάσης στη Vorlesung του 1923-24 (συνέχεια)
Είναι σε αυτόν τον προβληματικό ορίζοντα που εντάσσεται οργανικά η αντιπαράθεση με τον Καρτέσιο: σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, πράγματι, η μέριμνα για την εγνωσμένη γνώση δεν επιβλήθηκε ξαφνικά και αποκλειστικά με τη σκέψη του Χούσσερλ· η σημερινή της κυριαρχία ωρίμασε αντίθετα μέσα σε μια ιστορική διαδικασία που απαίτησε μακρά κυοφορία, έχοντας ξεκινήσει τίποτα λιγότερο από την αριστοτελική επιλογή να τεθεί η διανοητική (dianoetica) υπεράνω των άλλων ικανοτήτων της ψυχής. Ενταγμένη στο εσωτερικό αυτής της διανοητικιστικής παράδοσης, η καρτεσιανή φιλοσοφία τής προσδίδει μια απότομη και αποφασιστική επιτάχυνση, χαρίζοντας στο ερώτημα περί γνώσης (Erkenntnisfrage) μια ολοκληρωτική σημασία και εφοδιάζοντας τη μέριμνα για τη εγνωσμένη γνώση με το αναγκαίο συμπλήρωμα του περιφερειακού όντος της συνείδησης36 («Ο συγκεκριμένος τρόπος ύπαρξης της μέριμνας για την εγνωσμένη γνώση, μέσα στον οποίο αποκαλύπτεται η συνείδηση ως πεδίο, μας δίνεται ανοιχτά στην έρευνα του Ντεκάρτ» (GA 17, 106). Ο Friedrich-Wilhelm von Herrmann έχει διευκρινίσει ότι, στην πρώτη μαρβουργιανή Vorlesung, «η οπισθοδρομική πορεία του Χάιντεγκερ από την φαινομενολογική κριτική του Χούσσερλ προς την οντολογία του cogito sum του Ντεκάρτ σκοπεύει να δείξει ότι η φαινομενολογία της υπερβατολογικής συνείδησης του Χούσσερλ κυοφορεί οντολογικές συνέπειες, για τις οποίες ο Χούσσερλ δεν είχε επίγνωση και οι οποίες επομένως ανήκουν στις φαινομενολογικά μη επαληθευμένες προϋποθέσεις της χουσερλιανής φαινομενολογίας» (F.-W. von Herrmann, Husserl-Heidegger..., ό.π., σ. 109). Εν ολίγοις, όπως παρατηρεί ο Jean Greisch, ο Χάιντεγκερ θέλει να υπογραμμίσει ότι «η μέριμνα για τη βεβαιότητα καθιστά τον Χούσσερλ πιο ριζοσπάστη Καρτεσιανό από τον ίδιο τον Ντεκάρτ» (J. Greisch, Libérer le "Dasein"..., ό.π., σ. 313).).
Με την επιστροφή στον Καρτέσιο και με την εξερεύνηση της ιστορικότητας της Sorge um die erkannte Erkenntnis (μέριμνα για την εγνωσμένη γνώση), ο Χάιντεγκερ προτίθεται να αφαιρέσει από το σήμερα, τον βίαιο χαρακτήρα του αδιαμφισβήτητου και αυτονόητου δεδομένου: να καταγγείλει τις ιστορικές ρίζες της γνωσιολογικής, παρατηρητικής και επιστημονικής διαμόρφωσης της μέριμνας σημαίνει να ξεριζώσει από το παρόν το αδυσώπητο πρόσωπο της αναγκαιότητας — εκείνης δηλαδή που, μη μπορώντας να είναι αλλιώς, πρέπει να αποδεχθούμε και να υπομείνουμε όπως είναι· σημαίνει να κατανοήσουμε την επικαιρότητα ως αποτέλεσμα ιστορικά προσδιορισμένο, το οποίο μπορούσε να είναι διαφορετικό και το οποίο το μέλλον θα μπορέσει να θέσει εκ νέου υπό αμφισβήτηση και να πραγματώσει διαφορετικά.
Η ανάβαση στο es war (αυτό που υπήρξε) που είχε λησμονηθεί επιστρέφει το παρόν στη φύση του ως δυνατότητα ανοιχτή σε απρόβλεπτες και μη προκατασκευασμένες εξελίξεις· η αναγκαιότητα ανήκει μάλλον στη οντολογική δομή του Dasein, στο οποίο ανήκουν, ως συστατικές αλλά όχι αποκλειστικές δυνατότητές του, τόσο η καρτεσιανή res cogitans όσο και η χουσερλιανή συνείδηση, και οι δύο εκφράσεις της μέριμνας του είναι-εκεί (Dasein) ώστε να αποφύγει να κατανοήσει τον εαυτό του στη συγκεκριμένη οντολογική του συγκρότηση.
Η προσφυγή στην ιστορία δεν είναι λοιπόν τυχαία, γιατί μόνο μια μνήμη μη αρχαιολογική του παρελθόντος μπορεί να σπάσει το συμπαγές μέτωπο της επικαιρότητας, αμφισβητώντας τη στραγγαλιστική αυτονόητη βεβαιότητα των κεκτημένων και ανοίγοντας το δρόμο σε μια ριζική ανάκριση του Dasein37 («Κάθε απόπειρα να βιώσουμε μια πρωταρχική εμπειρία του είναι-εκεί, καθίσταται ενεργή ξεκινώντας από τη σημερινή κατάσταση της ερμηνείας και του εννοιολογικού καθορισμού του είναι-εκεί και της ζωής. Η κατάσταση αυτή κυριαρχείται από την αρχαία οντολογία και από τη λογική, που ακόμη και σήμερα ισχύουν ως αυτονόητες· για τούτο το έργο της αποκάλυψης του είναι-εκεί και της απόκτησης εκφράσεών του συνδέεται αναγκαστικά με εκείνο της ανακίνησης του σημερινού είναι-εκεί, που είναι οντολογικά φραγμένο [verbaut], στο να αποδομηθεί δηλαδή αυτό το φράξιμο, ώστε οι θεμελιώδεις κατηγορίες συνείδηση, πρόσωπο, υποκείμενο να αναχθούν στο αρχικό τους νόημα· με την έννοια ότι από τη θεώρηση της προέλευσης αυτών των κατηγοριών αναδύεται πως αυτές προέρχονται από ένα εντελώς διαφορετικό έδαφος της εμπειρίας του είναι και, σύμφωνα με τον εννοιολογικό τους προσανατολισμό, είναι ανεπαρκείς γι’ αυτό που εννοούμε ως είναι-εκεί» (GA 17, 113). Η πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου προϋποθέτει ότι «το είναι-εκεί, το σημερινό μας είναι-εκεί, δεν είναι τίποτε το απομονωμένο· στη θεμελιώδη συγκρότηση των δυνατοτήτων του, τούτο το είναι-εκεί είναι ένα ακόμη-είναι, ένα έχει-υπάρξει κάποιου προηγούμενου», ότι «η ιστορία [Geschichte] δεν είναι κάτι τυχαίο που κείται πίσω μας και που αποτελεί αφορμή για κάποια δραστηριότητα της επιστήμης του πνεύματος, αλλά είναι κάτι που είμαστε εμείς οι ίδιοι» (GA 17, 113-114).)". Από την άρρηκτη συνένωση ιστορίας και οντολογίας έπεται ότι η Historie δεν είναι η εκ των υστέρων αφηρημένη αφήγηση αντικειμενικών γεγονότων, δεν είναι η έκθεση «κάποιου τυχαίου και παρωχημένου που κείτεται πίσω μας και που χρησιμοποιούμε για να εικονογραφήσουμε περιστασιακά τις απόψεις μας», γιατί στα ιστορικά γεγονότα «δεν συναντάμε τίποτε άλλο παρά το ίδιο μας το Dasein» (GA 17, 47), δηλαδή τις ιστορικές συγκεκριμενοποιήσεις των συστατικών του δυνατοτήτων".³⁸ (Είναι ο λόγος για τον οποίο ο Χάιντεγκερ καλεί τους ακροατές του να μην κρίνουν την ιστορική επεξεργασία που αφορά τον Καρτέσιο ως μια παρέκβαση σε σχέση με τους θεωρητικούς στόχους της Vorlesung: η επιστροφή στη συγκεκριμενοποίηση της μέριμνας δεν είναι τυχαία, αλλά απαιτείται από το νόημα της φιλοσόφησης· με την έννοια ότι η μέριμνα αυτή ερευνάται στην αρχικότητά της και στον ιστορικό της χαρακτήρα. Ο Ντεκάρτ και ο Χούσσερλ δεν είναι τυχαία παραδείγματα επικαιροποιήσεων αυτού που αποκαλούμε μέριμνα, αλλά δυνατότητες ύπαρξης της ίδιας της μέριμνας. Από αυτό προκύπτει ότι στο παρόν σημείο της πραγματείας μας ωθούμαστε πίσω στην ιστορία από την ανάλυση του φαινομένου της μέριμνας, προσπαθώντας να κερδίσουμε το αυθεντικό είναι αυτής της μέριμνας και εκείνου που αυτή αποκαλύπτει» (GA 17, 106-107· υπογράμμιση δική μου).)
Αφού εκτέθηκε ο θεωρητικός σκοπός του διαλόγου με τον Καρτέσιο, μπορεί να αρχίσει κανείς να εξετάζει λεπτομερώς τις θεμελιώδεις του στιγμές. Εντυπωσιάζει κατ’ αρχάς η σταθερή αποστασιοποίηση από την ερμηνεία του Χούσσερλ, ο οποίος αναγνωρίζει στον Γάλλο στοχαστή ότι έσπασε τη συνέχεια της ιστορίας της φιλοσοφίας, πραγματοποιώντας την ουσιώδη στροφή προς το υποκείμενο και θεμελιώνοντας τη νεωτερικότητα³⁹ (Στην Erste Philosophie (Πρώτη Φιλοσοφία) ο Χούσσερλ επισημαίνει ήδη από τις πρώτες σελίδες την απόλυτη πρωτοτυπία της καρτεσιανής διδασκαλίας: «οι Meditationes de prima philosophia του αντιπροσωπεύουν στην ιστορία της φιλοσοφίας μια εντελώς καινούργια αρχή, στο μέτρο που επιχειρούν, με έναν ριζοσπαστισμό άγνωστο έως τότε, να ανακαλύψουν την απολύτως αναγκαία απαρχή της φιλοσοφίας, αντλώντας την από την απολύτως καθαρή και απόλυτη αυτογνωσία» (E. Husserl, Erste Philosophie (1923-24), Erster Teil..., ό.π., σ. 8· ελλ. μτφρ. Κριτική ιστορία των ιδεών, ό.π., σ. 29). Και ακόμη πιο ρητά: «η νεωτερική εποχή αρχίζει με τον Ντεκάρτ» (E. Husserl, Erste Philosophie (1923-24), Erster Teil..., ό.π., σ. 61· ελλ. μτφρ. Κριτική ιστορία των ιδεών, ό.π., σ. 77).). Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, αντίθετα, «ο Ντεκάρτ αποτελεί ένα αποφασιστικό σημείο καμπής μόνο στον βαθμό που το σήμερα ερμηνεύει τον εαυτό του και την ιστορία του υπό την κυριαρχία της θεωρητικής γνώσης· αλλιώς, ο Ντεκάρτ είναι αυθεντικά εντελώς μεσαιωνικός» (GA 17, 128). Και πάλι: η καινοτομία που χαρακτηρίζει τον Ντεκάρτ είναι καινούρια μόνο ως προς την εξωτερική της όψη, ενώ με τον Ντεκάρτ δεν εμφανίζεται καμία ρήξη, αλλά η ιδιοποίηση μιας δυνατότητας ήδη χαραγμένης, την οποία έχουμε ήδη εξετάσει. Η μέριμνα για την εγνωσμένη γνώση είναι μια δυνατότητα ύπαρξης που καθορίζει με έναν συγκεκριμένο τρόπο τη φιλοσοφία των Ελλήνων, με τον τρόπο της απόλυτης πρωτοκαθεδρίας του θεωρεῖν ανάμεσα σε όλες τις άλλες δυνατότητες ύπαρξης του (Dasein) είναι-εκεί (GA 17, 115).[ΑΜΦΙΒΟΛΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΩΡΕΙΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ]
Επομένως, καμία καινοτομία ή άλμα προς τα εμπρός δεν εισάγεται με τον Καρτέσιο, ο οποίος, αντίθετα, αποκαλύπτεται ως όψιμος επίγονος της ελληνικής φιλοσοφίας· διότι η πρωτοκαθεδρία που αποδίδεται στη θεωρητική γνώση αντιπροσωπεύει το πολύ μια ποσοτική επιτάχυνση αλλά όχι μια ποιοτική ρήξη με την αριστοτελική απόφαση να προτιμηθεί το theorein ανάμεσα στις πολλαπλές δυνατότητες του Dasein να σχετίζεται με το ον. Στη συνέχεια της ανάλυσης, ο Χάιντεγκερ δεν αναπτύσσει αυτό το ενδιαφέρον ερμηνευτικό ερέθισμα, αλλά φέρνει στο φως τους πολυάριθμους δεσμούς που συνδέουν αδιάρρηκτα τον Καρτέσιο με τον Μεσαίωνα: ο σκοπός, για μια ακόμη φορά, είναι να αντιπαρατεθεί στη θέση περί νεωτερικότητας των Meditationes, καταγγέλλοντας την αστάθεια της χουσερλιανής προσπάθειας να τις αποκαθάρει από κάθε θεολογικά καθορισμένο στοιχείο ώστε να αντλήσει τον καθαρά υπερβατολογικό τους πυρήνα.[ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΝΟΥΣ, ΤΟ ΘΕΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΛΟΥΣ ΚΑΙ Η ΘΥΡΑΘΕΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΝΟΟΣ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ. Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΔΙΔΕΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥΜΟΝΟΣΗΜΑΝΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ] Εναντίον αυτής της ανιστορικής απο-θεολογικοποίησης και εκσυγχρονισμού, ο Χάιντεγκερ υπογραμμίζει τις μεσαιωνικές ρίζες της καρτεσιανής σκέψης, αναδεικνύοντας στην τέταρτη Meditatio την υποδοχή του μεσαιωνικού διαλόγου περί ελευθερίας, στον οποίο πρωταγωνίστησαν, σε αντίπαλες όχθες, η αριστοτελική παράδοση (που υιοθετήθηκε από τη ιησουιτική σχολή του Port Royal) και η αυγουστίνεια (Λούθηρος και Γιανσένιος). Εστιάζει δε την προσοχή στον προσδιορισμό της res cogitans ως esse creatum (κτιστό, δημιουργημένο Είναι) και στην καρτεσιανή έννοια της αλήθειας, η οποία σε πολλά σημεία κληρονομεί τη διδασκαλία που ο Θωμάς Ακινάτης εξέθεσε στο De Veritate και στη Summa Theologica.[Η ΓΝΩΣΤΗ ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ Η ΑΚΤΙΣΤΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΤΙΣΤΗ. ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΝΟΜΟ ΟΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΑΝΑΜΕΙΓΝΥΕΤΑΙ ΣΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ. Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΛΟΓΙΚΗ. Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ]
Αλλά η πιο έντονη αντίθεση σε σχέση με την ερμηνεία του Χούσσερλ αφορά τα εννοιολογικά κίνητρα της απονομής στον Καρτέσιο του τίτλου του προδρόμου της φαινομενολογίας: στους §§34-45 της Vorlesung ο Χάιντεγκερ διερευνά τις πρόδρομο φαινομενολογικές της όψεις, αναγνωρίζοντάς τες στη μετατροπή του αληθινού σε βέβαιο, στην απονομή στην θεωρητική γνώση μιας σχεδόν απεριόριστης ισχύος, στην καθιέρωση της μέριμνας για την εγνωσμένη γνώση. Στο επίκεντρο βρίσκεται ξανά η τέταρτη Meditatio, στην οποία ο Καρτέσιος δίνει έμφαση στη facultas iudicandi (ἡ ικανότητα τῆς κρίσεως) και συνεπώς επιβάλλει την απόλυτη κυριαρχία του αποφαντικού λόγου· για να κατανοήσει τις βαθύτερες αιτίες της αδιαφιλονίκητης επικράτησης του λογοκεντρισμού, ο Χάιντεγκερ τονίζει και πάλι το θεολογικό υπόβαθρο που κυριαρχεί στην καρτεσιανή στοχαστική, και ειδικότερα τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραματίζει ο ορισμός του ανθρώπου ως ens creatum (δημιουργημένο ον): στον οποίο, γράφει ο Καρτέσιος, συνδέονται τόσο «μια πραγματική και θετική ιδέα του Θεού, δηλαδή ενός υπέρτατα τέλειου όντος» όσο και «μια ορισμένη αρνητική ιδέα του μηδενός, δηλαδή εκείνου που είναι άπειρα μακριά από κάθε είδους τελειότητα» (AT VII, 54/51).
Ορισμένος ως medium ens (ενδιάμεσο ον) — «είμαι σαν ένας μέσος όρος ανάμεσα στον Θεό και το μηδέν, δηλαδή τοποθετημένος κατ’ αυτόν τον τρόπο ανάμεσα στο υπέρτατο είναι και το μη-είναι» (AT VII, 54/51) — ο άνθρωπος είναι δυνητικά τέλειος ως ens creatum, αλλά δεν θα είναι ποτέ summe perfectum (άκρως τέλειο) όπως ο Θεός· μπορεί να σφάλλει, χάνοντας έτσι τον υψηλότερο προορισμό του και την έσχατη δυναμικότητά του. Επειδή ο Καρτέσιος αποδίδει στην αλήθεια το σωτηριολογικό καθεστώς που η παράδοση είχε προηγουμένως αποδώσει στο αγαθό, η σημασία της γνώσης, που διαγράφεται ως λειτουργία και δραστηριότητα επιφορτισμένη να επιτελέσει την ανθρώπινη τελείωση ή να εμποδίσει την πραγμάτωσή της, αυξάνεται υπερβολικά.
Στη γνώση συνδέεται στενά η voluntas, η ικανότητα που, εφόσον είναι άπειρη, επιτρέπει να αναγνωρίσουμε στον άνθρωπο «την εικόνα και την ομοιότητα του Θεού» (AT VII, 57/54). Εάν η cognitio έχει τη δυνατότητα να φέρει τον άνθρωπο κοντά στη θεία τελειότητα και αν η βούληση είναι η ικανότητα που του αποκαλύπτει την εγγύτητά του προς τον Θεό, στον Καρτέσιο, ο οποίος προτίθεται να συνδέσει τη γνώση με τη summa perfectio, δεν απομένει άλλη λύση παρά να θέσει τη cognitio σε σχέση με έναν modus volendi (τρόπος της βούλησης ) όπως η κρίση, εννοημένη ως ελεύθερη προσχώρηση/μη προσχώρηση στα δεδομένα που παρουσιάζονται από την αντίληψη.
Δεδομένης της τεράστιας ευθύνης που βαρύνει την κρίση(απόφαση) στην πορεία προσέγγισης προς τον Θεό, η αλήθεια που αποκαλύπτεται από την αντίληψη πρέπει να έχει χαρακτηριστικά τέτοιας σαφήνειας ώστε να μπορούμε να την αποδεχτούμε αδιαμφισβήτητα· και αυτό επειδή η οντολογική κατάσταση του ανθρώπου ως medium ens, τοποθετημένου ανάμεσα στο φως του είναι και τη νύχτα του μη-είναι, συνεπάγεται ότι το σφάλμα αποτελεί συντακτικό κίνδυνο. Έτσι ανακύπτει η ανάγκη να καθοριστεί μια regula generalis (γενικός κανόνας ) που να εγγυάται την αυτοθεμελίωση της γνώσης, εντοπίζοντας μια σειρά από προϋποθέσεις χάρη στις οποίες μπορεί να καθοριστεί με συμφωνία τι είναι αλήθεια και να διασφαλιστεί η πραγματική της αναγνώριση σε ό,τι εκάστοτε παρουσιάζεται στην αντίληψη. Το κριτήριο αυτό είναι η clara et distincta perceptio (σαφής και διακριτή αντίληψη): για να εξηγήσει τη γένεση, τη φύση και τον modus operandi της, ο Χάιντεγκερ αναστέλλει προσωρινά την εξέταση των Meditationes και προχωρά να παρουσιάσει την αντίληψη της επιστήμης που αναδύεται στις Regulae ad directionem ingenii (Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος).
Από τον καρτεσιανό ορισμό σύμφωνα με τον οποίο «omnis scientia est cognitio certa et evidens» (κάθε επιστήμη είναι βέβαιη και προφανής γνώση ) (AT X, 362), ο Χάιντεγκερ συνάγει τον αποκλεισμό από το βασίλειο της επιστήμης κάθε υποθετικής λογικής και αναγνωρίζει στα κατηγορήματα της βεβαιότητας και της σαφήνειας το έσχατο κριτήριο της αυθεντικά επιστημονικής γνώσης, δηλαδή της αληθινής γνώσης. Προκύπτει έτσι, αφενός, μια ασυνήθιστη συγκόλληση αλήθειας και βεβαιότητας, αφετέρου μια εντελώς φορμαλιστική καθοριστικότητα της έννοιας της επιστήμης, με την έννοια ότι η εγκυρότητά της αποσπάται πλήρως από την ύλη στην οποία εφαρμόζεται και δεν φαίνεται να προορίζεται για την κατοχή μιας συγκεκριμένης περιοχής του όντος.
Ο Χάιντεγκερ επισημαίνει ότι, στο εσωτερικό της ίδιας της δεύτερης regula, ο Καρτέσιος, εκπληκτικά, αντιφάσκει προς την κυριαρχία της μορφής της γνώσης έναντι των περιεχομένων της, διακηρύσσοντας ότι πρέπει να «ασχολούμαστε μόνο με εκείνα τα αντικείμενα των οποίων η βέβαιη και ασφαλής γνώση φαίνεται να είναι επαρκής για τη δική μας διάνοια» (AT X, 362/19). Αφού καθιέρωσε την αυστηρότητα της γνώσης πάνω στο πώς και όχι στο τι, ο Καρτέσιος κατευθύνεται προς μια καθορισμένη τάξη αντικειμένων που διαθέτουν έναν ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης, ιδιαιτέρως σύμφωνο με την έννοια της επιστήμης ως γνώσης βέβαιης και σαφούς. Από τις μαθηματικές επιστήμες ο Καρτέσιος αντλεί τη συγκεκριμένη συγκρότηση των επιστημονικών αντικειμένων: κατανοεί κανείς καθαρά γιατί η αριθμητική και η γεωμετρία αποδεικνύονται κατά πολύ βεβαιότερες από τις άλλες επιστήμες· για τον λόγο δηλαδή ότι αυτές μόνο αφορούν ένα αντικείμενο τόσο καθαρό και απλό, που δεν προϋποθέτουν απολύτως τίποτε το οποίο η εμπειρία θα είχε καταστήσει αβέβαιο (AT X, 365/21· υπογράμμιση δική μου).
Ο υψηλός βαθμός βεβαιότητας που επιτυγχάνεται από την αριθμητική και τη γεωμετρία προέρχεται από τη ιδιαίτερη φύση του purum et simplex objectum (καθαρό και απλό αντικείμενο) τους, του οποίου η καθαρότητα και η απλότητα αποδεικνύονται αρμόζουσες προς τη βεβαιότητα και τη σαφήνεια που απαιτεί η αυθεντική γνώση. Η αληθινή γνώση θεμελιώνεται τόσο στη μέθοδο που κατευθύνει την προοδευτική της διάταξη και αποφασίζει την τελική της απόκτηση, όσο και στο αντικείμενο του οποίου επιδιώκεται η κατάκτηση. Παρότι εμπιστεύεται την αριθμητική και τη γεωμετρία για να αντλήσει τη συγκεκριμένη συγκρότηση του αντικειμένου της επιστήμης, ο Καρτέσιος δεν αποδίδει στις μαθηματικές επιστήμες τον τίτλο της philosophia prima, με την παρατήρηση ότι αυτές, σε σύγκριση με τις άλλες υπάρχουσες επιστήμες, εμφανίζονται «εξαιρετικά εύκολες και σαφείς, και έχουν ένα αντικείμενο όπως το αναζητούμε» (AT X, 365/21). Αποτελούν έτσι τον αναγκαίο terminus ad quem της cognitio certa et evidens (το τελικό σημείο (ο προορισμός) της βέβαιης και προφανούς γνώσης )— «παραμένουν μόνο η αριθμητική και η γεωμετρία ως επιστήμες στις οποίες μας οδηγεί η παρατήρηση του παρόντος κανόνα» (AT X, 363/20) —, δεν συνεπάγεται όμως «ότι πρέπει να μάθουμε μόνο την αριθμητική και τη γεωμετρία»· προκύπτει μάλλον ότι «εκείνοι οι οποίοι αναζητούν τον ορθό δρόμο της αλήθειας δεν πρέπει να ασχολούνται με κανένα αντικείμενο γύρω από το οποίο δεν μπορούν να έχουν βεβαιότητες ισάξιες με εκείνες των αριθμητικών και γεωμετρικών αποδείξεων» (AT X, 366/21).
Η επισήμανση της τεράστιας διαφοράς ανάμεσα στη mathesis universalis και στα κοινά μαθηματικά (Βλ. AT X, 373-374/27: «αν και εδώ πρόκειται να πω πολλά πράγματα σχετικά με τα σχήματα και τους αριθμούς, επειδή παραδείγματα τόσο προφανή και τόσο βέβαια δεν μπορούν να ληφθούν από καμία άλλη επιστήμη, ωστόσο όποιος θα έχει εξετάσει προσεκτικά την πρόθεσή μου, θα δει εύκολα ότι εδώ σε τίποτε δεν σκέφτηκα λιγότερο από τα κοινά μαθηματικά, αλλά ότι εκθέτω μια κάποια άλλη επιστήμη, της οποίας εκείνα τα πράγματα αποτελούν περίβλημα μάλλον παρά μέρη. Διότι αυτή η επιστήμη πρέπει πράγματι να περιέχει τα πρώτα στοιχεία της ανθρώπινης λογικής και να εκτείνεται στις αλήθειες που πρέπει να αντληθούν από οποιοδήποτε αντικείμενο· και, για να το πω ανοιχτά, είμαι πεπεισμένος ότι αυτή είναι σημαντικότερη από κάθε άλλη γνώση που μας δίνεται ανθρώπινα, καθώς είναι εκείνη που αποτελεί την πηγή όλων των άλλων».) είναι απολύτως δικαιολογημένη και εύστοχη, διότι ο φορμαλισμός της αριθμητικής και της γεωμετρίας, που συνίσταται στη χρήση της αρχής της ταυτότητας η οποία τις απαλλάσσει από την υποχρέωση να επαληθεύουν τις διατυπώσεις τους in re ipsa, αποδεικνύεται ακόμη ανολοκλήρωτος και ελαττωματικός, καθώς εφαρμόζεται μόνο στο πεδίο των αριθμών και των σχημάτων, χωρίς να εκτείνεται στο ον στην ολότητά του. Η λειτουργία των μαθηματικών επιστημών, συνεχίζει ο Χάιντεγκερ, δεν είναι να ταυτιστούν με τη φιλοσοφία πρώτη, δηλαδή με την ύψιστη μορφή της episteme, αλλά να της εξασφαλίσουν ένα κατάλληλο αντικείμενο (purum et simplex objectum- καθαρό και απλό αντικείμενο) και να της παραδώσουν το εννοιολογικό ζεύγος intuitus/deductio (διαίσθηση/απαγωγή), πάνω στο οποίο μπορεί να οικοδομηθεί μια επιστημονικά αλάνθαστη μέθοδος.
Ότι η στρατηγική του Καρτέσιου αποσκοπεί στο να ριζοσπαστικοποιήσει την μαθηματική ιδέα της τάξης και του μέτρου, να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την φορμαλιστική της εμβέλεια αναπτύσσοντάς την πέρα από τα αποτελέσματα που πράγματι είχαν επιτύχει η αριθμητική και η γεωμετρία, φαίνεται καθαρά από το περίφημο χωρίο που αφορά την εμφάνιση της mathesis universalis: «αναφέρονται στα μαθηματικά μόνον όλα εκείνα τα πράγματα στα οποία εξετάζεται η τάξη ή το μέτρο, και δεν έχει σημασία αν αυτό το μέτρο πρέπει να αναζητηθεί στους αριθμούς, ή στα σχήματα, ή στα άστρα, ή στους ήχους, ή σε οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο· και γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει μια γενική επιστήμη που να εξηγεί όλα όσα μπορεί να ζητηθούν σχετικά με την τάξη και το μέτρο, όχι αναφερόμενη σε κάποια ειδική ύλη· και αυτή, όχι με μια ξένη λέξη, αλλά με μια ήδη παλαιά και καθιερωμένη στη χρήση, πρέπει να ονομάζεται καθολικά μαθηματικά (mathematica universalis), διότι μέσα σε αυτή περιέχεται ό,τι άλλοτε καθιστά τις υπόλοιπες επιστήμες μέρη των μαθηματικών. Όσο δε αυτή υπερτερεί σε ωφελιμότητα και ευκολία των άλλων που της είναι υποδεέστερες, είναι φανερό από το γεγονός ότι εκτείνεται σε όλα εκείνα στα οποία εκτείνονται εκείνες, και επιπλέον σε πολλά άλλα· και ότι, αν περιέχει ορισμένες δυσκολίες, οι ίδιες υπάρχουν και σε εκείνες, και μάλιστα προκύπτουν και άλλες από την ιδιαιτερότητα των αντικειμένων, οι οποίες όμως σε αυτήν δεν υπάρχουν» (AT X, 378/29-30).
Οι προσδιορισμοί της ordo (τάξη) και της mensura (μέτρο) γίνονται οι απόλυτες παράμετροι για να κρίνει κανείς αν μια μορφή της γνώσης είναι απατηλή και φαινομενική ή αντιθέτως αυστηρά θεμελιωμένη· αντιπροσωπεύουν επομένως τη ratio essendi (λόγος του είναι ) της επιστήμης, η οποία εμπιστεύεται τυφλά την μαθηματική αυστηρότητα ως αναντικατάστατο συμπλήρωμά της και έσχατη πηγή νομιμοποίησης. Τάξη, μέτρο, καθολικότητα, καθαρότητα, απλότητα: είναι ένα εννοιολογικό λεξιλόγιο που χαρακτηρίζεται από τον αποκλεισμό της πολλαπλότητας και της διαφοράς, καταδικασμένων ως πηγές αβεβαιότητας και σκοτεινότητας (Πρόκειται για μια τοποθέτηση που βρίσκεται ήδη στον Βάκωνα: «όσο περισσότερο η έρευνα στρέφεται προς τις απλές φύσεις, τόσο περισσότερο όλα θα διευκρινιστούν και θα εξομαλυνθούν, περνώντας από το πολλαπλό στο απλό, από το ασύμμετρο στο συμμετρικό, από το ακατανόητο σε εκείνο που μπορεί να υπολογιστεί, από το αόριστο και ασαφές στο καθορισμένο και βέβαιο, όπως συμβαίνει στα γράμματα του αλφαβήτου και στις μουσικές νότες. Πράγματι, η φυσική έρευνα προχωρεί άριστα όταν το φυσικό δεδομένο καταλήγει σε εκείνο το μαθηματικό» (F. Bacon, Instauratio Magna. Pars secunda operis quae dicitur Novum Organum sive indicia vera de interpretatione naturae [1620], στο The Works of Francis Bacon, 7 τόμοι, επιμ. R.L. Ellis, J. Spedding, D.D. Heath, Longman, Λονδίνο 1857-1859, τόμ. 1, σσ. 149-365, εδώ σ. 235· ιταλ. μτφρ. Η μεγάλη αποκατάσταση, Μέρος δεύτερο: Νέο όργανο, στο Φιλοσοφικά κείμενα, επιμ. P. Rossi, UTET, Τορίνο 1975, σσ. 515-795, εδώ σ. 648).).
Για τον Χάιντεγκερ, η ολοκληρωτική δύναμη των καθολικών μαθηματικών, η απόλυτη και αναμφισβήτητη ισχύς των αξιωμάτων τους, εξαρτώνται ακριβώς από τον φορμαλισμό και την απροσδιοριστία τους: η συνθήκη δυνατότητας της εφαρμογής τους στην ολότητα του όντος συνίσταται στην προκαταρκτική αφαίρεση από τη συγκεκριμένη ποιοτική διαφορά των πραγμάτων, στη μείωση του χώρου του όντος σε κενή και μονότονη ομοιογένεια, σε αφηρημένη ταυτότητα που αποκτάται μέσω της εξάλειψης κάθε περιεχομένου ή συγκεκριμένου προσδιορισμού. Το μαθηματικό σχέδιο του Καρτέσιου εγγυάται τη θεμελίωση της αληθινής γνώσης, αφαιρώντας από τον δικό του επιχειρησιακό ορίζοντα την ανάκριση της συγκεκριμένης οντολογικής συγκρότησης των πραγμάτων: η λήθη του είναι αποκαλύπτεται ως η άλλη όψη του νομίσματος της βέβαιης και σαφούς γνώσης της επιστήμης.
Στην επιβεβαίωση της mathesis universalis, ανώτερης ως προς την ευκολία, την ωφελιμότητα και την έκταση σε σχέση με τις ιδιαίτερες μαθηματικές επιστήμες, προστίθεται μια βαθιά ανανέωση της πορείας της αναζήτησης της αλήθειας. Πεπεισμένος ακράδαντα ότι «necessaria est methodus ad rerum veritatem investigandam (είναι αναγκαία μία μέθοδος για την έρευνα της αλήθειας των πραγμάτων)» (AT X, 371) και ότι «tota methodus consistit in ordine et dispositione eorum ad quae mentis acies est convertenda (όλη η μέθοδος συνίσταται στην τάξη και τη διάταξη εκείνων προς τα οποία πρέπει να στραφεί η οξύνοια του νου)» (AT X, 379), ο Καρτέσιος γράφει: «αποφάσισα να παρατηρώ με επιμονή μια τέτοια τάξη στην αναζήτηση της αλήθειας των πραγμάτων, ώστε εγώ, αφού πάντα ξεκινώ από τα πιο απλά και εύκολα, να μην προχωρώ σε άλλα, ώσπου να μου φαίνεται ότι σε εκείνα δεν απομένει τίποτε που να μπορεί περαιτέρω να ερευνηθεί» (AT X, 378-379/30).
Ο Χάιντεγκερ επισημαίνει ότι ο δρόμος που χαράσσεται από τη μέθοδο είναι ανοδικός και κυκλικός: η αναζήτηση της αλήθειας αρθρώνεται σε δύο θεμελιώδη περάσματα, της ανόδου προς το απλούστερο και της προοδευτικής καθόδου προς το πολλαπλό. Ο intuitus είναι η πρωταγωνιστική στιγμή της πορείας προς τα πίσω, προσανατολισμένης στην απόκτηση του αρχικού σημείου, του purum et simplex objectum, από το οποίο ξεκινά εκ νέου η deductio για να κατακτήσει βαθμιαία και με τάξη τα υπόλοιπα σύνθετα και πολύπλοκα αντικείμενα. Ότι το κέντρο βάρους της έρευνας έχει μετατοπιστεί από τα πράγματα στον βαθμό βεβαιότητας που κατέχει η Erkenntnis που τα ιδιοποιείται, επιβεβαιώνεται από τον λεγόμενο «μέθοδο της σειράς», σύμφωνα με την οποία «όλα τα πράγματα μπορούν να διαταχθούν σε ορισμένες σειρές, όχι όμως καθότι αναφέρονται σε κάποιο γένος όντος, όπως τα διένειμαν οι φιλόσοφοι στις κατηγορίες τους, αλλά καθότι τα μεν μπορούν να γίνουν γνωστά μετά τα δε» (AT X, 381/32). Η πορεία, σαφώς αντι-αριστοτελική, θεμελιώνεται λοιπόν στην διαίσθηση και στην παραγωγή, οι οποίες καθορίζουν «εάν δεν είναι πιο χρήσιμο να εξεταστούν πρώτα κάποια άλλα πράγματα, και ποια, και με ποια τάξη» (ό.π.), υπάγοντας τον πλούτο της πολλαπλότητας του όντος στην αποκλειστική δικαιοδοσία των προσδιορισμών των res absolutae και των res respectivae (Αν ως απόλυτο (absolutum) ορίζεται κάθε τι «που περιέχει μέσα του την καθαρή και απλή φύση», δηλαδή είναι ανεξάρτητο, αιτία, απλό, καθολικό, ένα, ίσο, όμοιο, ευθύ, ή άλλα παρόμοια πράγματα, στη σχετικότητα (relativum) ανήκει ό,τι πηγάζει από το απόλυτο και συνεπάγεται την ύπαρξη σχέσεων: «εξαρτημένο, αποτέλεσμα, σύνθετο, μερικό, πολλά, άνισο, ανόμοιο, λοξό, κτλ.» (AT X, 381-382/32). Ανάμεσα στις res absolutae ο Καρτέσιος διακρίνει res pure intellectuales, res pure materiales και τέλος τις res communes (πρβλ. AT X, 419).).
Σύμφωνα με τη φορμαλιστική-μαθηματικοποιητική στροφή που επέβαλε ο Καρτέσιος στη φιλοσοφική έρευνα, το απόλυτο της res absoluta είναι μεθοδικού και όχι περιεχομενικού γένους, έχει σημασία απλώς συμβατική, γιατί εκείνο που σε μια καθορισμένη γνωστική σειρά ασκεί τη λειτουργία της πρώτης αρχής, πάνω στην οποία θεμελιώνονται τα περαιτέρω βήματα που ρυθμίζονται από την deductio, σε άλλο προβληματικό πλαίσιο μπορεί να εμφανιστεί ως μια res respectiva.
Ο Χάιντεγκερ καταλήγει στη συμπυκνωμένη του ανάλυση των Regulae αναγνωρίζοντας στη mathesis universalis την αυγή της έκφρασης της μέριμνας για τη γνωσμένη γνώση, λόγω της πασιφανούς της αδιαφορίας προς το περιεχόμενο των αντικειμένων και του αποκλειστικού της ενδιαφέροντος για τη βεβαιότητα και τη σαφήνεια της γνώσης τους· εν ολίγοις, λόγω της κυριαρχικής θέσης της γνωσιολογίας εις βάρος της οντολογίας: «η μέριμνα του γνωρίζειν δεν σταματά μπροστά σε ένα ον καθόσον είναι ον, μπροστά στα αντικείμενα σε σχέση με το περιεχόμενό τους, αλλά τα θεωρεί υπό τον τρόπο της γνωσιμότητάς τους» (GA 17, 221). Εξ αυτού προκύπτει μια θεμελιώδης μεταβολή της παραδοσιακής έννοιας της αλήθειας ως adaequatio rei et intellectus (ἀντιστοιχία τοῦ πράγματος καὶ τοῦ νοῦ), επειδή η πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον τον αναπόφευκτο όρο αναφοράς της γνώσης· αντιθέτως, αποδεικνύεται η ίδια μετρημένη από την αλήθεια της μεθόδου, η οποία θεσπίζει προκαταβολικά το κριτήριο για να απονείμει τον τίτλο του ens σε ό,τι εκάστοτε εμφανίζεται.
Αν η απολυτοποίηση των γνωσιολογικών-επιστημολογικών όψεων προβάλλει ως ο πρώτος κοινός παρονομαστής του Καρτέσιου και του Χούσσερλ, ο δεύτερος αφορά την αθέμιτη διάσπαση αλήθειας και χρόνου, επιστήμης και ιστορίας. Στη δήλωση του Καρτέσιου ότι, ως προς τα θέματα που πρέπει να μελετηθούν, δεν πρέπει να ερευνούμε «ό,τι άλλοι έχουν γνωμοδοτήσει ή ό,τι εμείς οι ίδιοι εικάζουμε, αλλά ό,τι μπορούμε να συλλάβουμε με σαφήνεια και ευκρίνεια και να συναγάγουμε με βεβαιότητα· διότι μόνο έτσι αποκτάται η επιστήμη» (AT X, 366/21-22), ο Χάιντεγκερ διακρίνει σε σπέρμα την χουσερλιανή ιδιοσυγκρασία απέναντι στην ιστορία («Ο Ντεκάρτ προετοιμάζει όχι άμεσα αλλά έμμεσα την αδυναμία κατανόησης του τι είναι η επιστήμη της ιστορίας, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Αναδύεται επίσης η πραγματική απομάκρυνση από τη δυνατότητα να επιτευχθεί σε αυτόν τον τομέα μια επιστήμη. Δεν είναι τυχαίο ότι στη σημερινή φαινομενολογία συναντάμε την ίδια αδυναμία, ακριβώς σε αυτήν τη θεμελιώδη ανικανότητα να κατανοήσουμε γενικά τη γνώση της επιστήμης του πνεύματος. Έτσι φαίνεται μάλλον παράδοξο το ότι σήμερα, στον χώρο των επιστημών του πνεύματος, ασχολούνται με το να ανυψώνουν τον εαυτό τους μέσω της φαινομενολογίας. Το έδαφος αυτής της συγκεκριμένης τάσης προς την αποστροφή απέναντι στην ιστορία βρίσκεται στον Ντεκάρτ» (GA 17, 213-214).): και ο Καρτέσιος, πράγματι, αφαιρεί από την ιστορία κάθε δυνητική αλήθεια και καλεί να τη μελετούμε αποκλειστικά ως προς την απλή προπαρασκευαστική της χρησιμότητα, τα πρακτικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη γνώση των πραγμάτων που «ορθώς» ανακαλύφθηκαν στο παρελθόν και εκείνων που απομένουν να ανακαλυφθούν.
Μπροστά στην αδιάλλακτη αυστηρότητα της mathesis universalis, η ιστορία και οι αυθεντίες του παρελθόντος δεν προσφέρουν πλέον, όπως ακόμη πίστευε η Σχολαστική, καμία στήριξη στην αναζήτηση της αλήθειας: «δεν θα χρησίμευε σε τίποτε», παρατηρεί ο Καρτέσιος, «να κάνουμε τον λογαριασμό των προσχωρήσεων, για να ακολουθήσουμε εκείνη τη γνώμη που είναι ίδια με του μεγαλύτερου αριθμού συγγραφέων· διότι, όταν πρόκειται για δύσκολο ζήτημα, πρέπει να πιστέψουμε ότι η αλήθεια γύρω από αυτό μπορεί να βρεθεί από λίγους μάλλον παρά από πολλούς» (AT X, 367/22).
Η μέριμνα για τη γνωσμένη γνώση, που χωρίζει την ιστορία στο όνομα μιας αλήθειας αφηρημένα αχρονικής και νοημένης κατ’ αναλογίαν με τα μαθηματικά, αποκαλύπτει την αδιαφιλονίκητη ηγεμονική της δύναμη στη καρτεσιανή διακήρυξη ότι δεν θα γίνουμε ποτέ φιλόσοφοι «αν διαβάσουμε όλα τα επιχειρήματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, χωρίς να είμαστε σε θέση να εκφέρουμε ασφαλή κρίση γύρω από τα προτεινόμενα ζητήματα: έτσι, στην πραγματικότητα, θα δείχναμε ότι μάθαμε όχι τις επιστήμες, αλλά την ιστορία» (ό.π.), δήλωση που μαρτυρεί την απόλυτη ανωφελιότητα της ιστορικής γνώσης στην αναζήτηση του σταθερού iudicium (απόφανση) της επιστημονικά θεμελιωμένης γνώσης.
Αφού εξετάστηκε η καρτεσιανή ιδέα της επιστήμης, στο έκτο κεφάλαιο της Vorlesung ο Χάιντεγκερ επανέρχεται στην ανάλυση των Meditationes, εντοπίζοντας στη δομή τους και στην κατάληξή τους την αυστηρή εφαρμογή της regula generalis: «στον Ντεκάρτ το cogito sum αναδύεται ως το κύριο καθήκον απέναντι στο οποίο αυτός θέτει τη γνώση: πρωτίστως να θεμελιώσει μια θεμελιώδη επιστήμη, να προσφέρει ένα fundamentum για τη γνώση που να είναι ένα αδιαμφισβήτητο θεμέλιο, fundamentum indubitabile, που να ικανοποιεί πλήρως ό,τι απαιτείται στη regula generalis (γενικός κανόνας)» (GA 17, 229).
Συνεχίζεται
ENΑΣ ΑΘΕΟΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΗΝ ΣΩΣΤΗ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ.
Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου
Του Roberto Morani
3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου δ
3.2.3. Ο Husserl, ο Καρτέσιος και το πρωτείο της θεωρητικής στάσης στη Vorlesung του 1923-24 (συνέχεια)
Είναι σε αυτόν τον προβληματικό ορίζοντα που εντάσσεται οργανικά η αντιπαράθεση με τον Καρτέσιο: σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, πράγματι, η μέριμνα για την εγνωσμένη γνώση δεν επιβλήθηκε ξαφνικά και αποκλειστικά με τη σκέψη του Χούσσερλ· η σημερινή της κυριαρχία ωρίμασε αντίθετα μέσα σε μια ιστορική διαδικασία που απαίτησε μακρά κυοφορία, έχοντας ξεκινήσει τίποτα λιγότερο από την αριστοτελική επιλογή να τεθεί η διανοητική (dianoetica) υπεράνω των άλλων ικανοτήτων της ψυχής. Ενταγμένη στο εσωτερικό αυτής της διανοητικιστικής παράδοσης, η καρτεσιανή φιλοσοφία τής προσδίδει μια απότομη και αποφασιστική επιτάχυνση, χαρίζοντας στο ερώτημα περί γνώσης (Erkenntnisfrage) μια ολοκληρωτική σημασία και εφοδιάζοντας τη μέριμνα για τη εγνωσμένη γνώση με το αναγκαίο συμπλήρωμα του περιφερειακού όντος της συνείδησης36 («Ο συγκεκριμένος τρόπος ύπαρξης της μέριμνας για την εγνωσμένη γνώση, μέσα στον οποίο αποκαλύπτεται η συνείδηση ως πεδίο, μας δίνεται ανοιχτά στην έρευνα του Ντεκάρτ» (GA 17, 106). Ο Friedrich-Wilhelm von Herrmann έχει διευκρινίσει ότι, στην πρώτη μαρβουργιανή Vorlesung, «η οπισθοδρομική πορεία του Χάιντεγκερ από την φαινομενολογική κριτική του Χούσσερλ προς την οντολογία του cogito sum του Ντεκάρτ σκοπεύει να δείξει ότι η φαινομενολογία της υπερβατολογικής συνείδησης του Χούσσερλ κυοφορεί οντολογικές συνέπειες, για τις οποίες ο Χούσσερλ δεν είχε επίγνωση και οι οποίες επομένως ανήκουν στις φαινομενολογικά μη επαληθευμένες προϋποθέσεις της χουσερλιανής φαινομενολογίας» (F.-W. von Herrmann, Husserl-Heidegger..., ό.π., σ. 109). Εν ολίγοις, όπως παρατηρεί ο Jean Greisch, ο Χάιντεγκερ θέλει να υπογραμμίσει ότι «η μέριμνα για τη βεβαιότητα καθιστά τον Χούσσερλ πιο ριζοσπάστη Καρτεσιανό από τον ίδιο τον Ντεκάρτ» (J. Greisch, Libérer le "Dasein"..., ό.π., σ. 313).).
Με την επιστροφή στον Καρτέσιο και με την εξερεύνηση της ιστορικότητας της Sorge um die erkannte Erkenntnis (μέριμνα για την εγνωσμένη γνώση), ο Χάιντεγκερ προτίθεται να αφαιρέσει από το σήμερα, τον βίαιο χαρακτήρα του αδιαμφισβήτητου και αυτονόητου δεδομένου: να καταγγείλει τις ιστορικές ρίζες της γνωσιολογικής, παρατηρητικής και επιστημονικής διαμόρφωσης της μέριμνας σημαίνει να ξεριζώσει από το παρόν το αδυσώπητο πρόσωπο της αναγκαιότητας — εκείνης δηλαδή που, μη μπορώντας να είναι αλλιώς, πρέπει να αποδεχθούμε και να υπομείνουμε όπως είναι· σημαίνει να κατανοήσουμε την επικαιρότητα ως αποτέλεσμα ιστορικά προσδιορισμένο, το οποίο μπορούσε να είναι διαφορετικό και το οποίο το μέλλον θα μπορέσει να θέσει εκ νέου υπό αμφισβήτηση και να πραγματώσει διαφορετικά.
Η ανάβαση στο es war (αυτό που υπήρξε) που είχε λησμονηθεί επιστρέφει το παρόν στη φύση του ως δυνατότητα ανοιχτή σε απρόβλεπτες και μη προκατασκευασμένες εξελίξεις· η αναγκαιότητα ανήκει μάλλον στη οντολογική δομή του Dasein, στο οποίο ανήκουν, ως συστατικές αλλά όχι αποκλειστικές δυνατότητές του, τόσο η καρτεσιανή res cogitans όσο και η χουσερλιανή συνείδηση, και οι δύο εκφράσεις της μέριμνας του είναι-εκεί (Dasein) ώστε να αποφύγει να κατανοήσει τον εαυτό του στη συγκεκριμένη οντολογική του συγκρότηση.
Η προσφυγή στην ιστορία δεν είναι λοιπόν τυχαία, γιατί μόνο μια μνήμη μη αρχαιολογική του παρελθόντος μπορεί να σπάσει το συμπαγές μέτωπο της επικαιρότητας, αμφισβητώντας τη στραγγαλιστική αυτονόητη βεβαιότητα των κεκτημένων και ανοίγοντας το δρόμο σε μια ριζική ανάκριση του Dasein37 («Κάθε απόπειρα να βιώσουμε μια πρωταρχική εμπειρία του είναι-εκεί, καθίσταται ενεργή ξεκινώντας από τη σημερινή κατάσταση της ερμηνείας και του εννοιολογικού καθορισμού του είναι-εκεί και της ζωής. Η κατάσταση αυτή κυριαρχείται από την αρχαία οντολογία και από τη λογική, που ακόμη και σήμερα ισχύουν ως αυτονόητες· για τούτο το έργο της αποκάλυψης του είναι-εκεί και της απόκτησης εκφράσεών του συνδέεται αναγκαστικά με εκείνο της ανακίνησης του σημερινού είναι-εκεί, που είναι οντολογικά φραγμένο [verbaut], στο να αποδομηθεί δηλαδή αυτό το φράξιμο, ώστε οι θεμελιώδεις κατηγορίες συνείδηση, πρόσωπο, υποκείμενο να αναχθούν στο αρχικό τους νόημα· με την έννοια ότι από τη θεώρηση της προέλευσης αυτών των κατηγοριών αναδύεται πως αυτές προέρχονται από ένα εντελώς διαφορετικό έδαφος της εμπειρίας του είναι και, σύμφωνα με τον εννοιολογικό τους προσανατολισμό, είναι ανεπαρκείς γι’ αυτό που εννοούμε ως είναι-εκεί» (GA 17, 113). Η πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου προϋποθέτει ότι «το είναι-εκεί, το σημερινό μας είναι-εκεί, δεν είναι τίποτε το απομονωμένο· στη θεμελιώδη συγκρότηση των δυνατοτήτων του, τούτο το είναι-εκεί είναι ένα ακόμη-είναι, ένα έχει-υπάρξει κάποιου προηγούμενου», ότι «η ιστορία [Geschichte] δεν είναι κάτι τυχαίο που κείται πίσω μας και που αποτελεί αφορμή για κάποια δραστηριότητα της επιστήμης του πνεύματος, αλλά είναι κάτι που είμαστε εμείς οι ίδιοι» (GA 17, 113-114).)". Από την άρρηκτη συνένωση ιστορίας και οντολογίας έπεται ότι η Historie δεν είναι η εκ των υστέρων αφηρημένη αφήγηση αντικειμενικών γεγονότων, δεν είναι η έκθεση «κάποιου τυχαίου και παρωχημένου που κείτεται πίσω μας και που χρησιμοποιούμε για να εικονογραφήσουμε περιστασιακά τις απόψεις μας», γιατί στα ιστορικά γεγονότα «δεν συναντάμε τίποτε άλλο παρά το ίδιο μας το Dasein» (GA 17, 47), δηλαδή τις ιστορικές συγκεκριμενοποιήσεις των συστατικών του δυνατοτήτων".³⁸ (Είναι ο λόγος για τον οποίο ο Χάιντεγκερ καλεί τους ακροατές του να μην κρίνουν την ιστορική επεξεργασία που αφορά τον Καρτέσιο ως μια παρέκβαση σε σχέση με τους θεωρητικούς στόχους της Vorlesung: η επιστροφή στη συγκεκριμενοποίηση της μέριμνας δεν είναι τυχαία, αλλά απαιτείται από το νόημα της φιλοσόφησης· με την έννοια ότι η μέριμνα αυτή ερευνάται στην αρχικότητά της και στον ιστορικό της χαρακτήρα. Ο Ντεκάρτ και ο Χούσσερλ δεν είναι τυχαία παραδείγματα επικαιροποιήσεων αυτού που αποκαλούμε μέριμνα, αλλά δυνατότητες ύπαρξης της ίδιας της μέριμνας. Από αυτό προκύπτει ότι στο παρόν σημείο της πραγματείας μας ωθούμαστε πίσω στην ιστορία από την ανάλυση του φαινομένου της μέριμνας, προσπαθώντας να κερδίσουμε το αυθεντικό είναι αυτής της μέριμνας και εκείνου που αυτή αποκαλύπτει» (GA 17, 106-107· υπογράμμιση δική μου).)
Αφού εκτέθηκε ο θεωρητικός σκοπός του διαλόγου με τον Καρτέσιο, μπορεί να αρχίσει κανείς να εξετάζει λεπτομερώς τις θεμελιώδεις του στιγμές. Εντυπωσιάζει κατ’ αρχάς η σταθερή αποστασιοποίηση από την ερμηνεία του Χούσσερλ, ο οποίος αναγνωρίζει στον Γάλλο στοχαστή ότι έσπασε τη συνέχεια της ιστορίας της φιλοσοφίας, πραγματοποιώντας την ουσιώδη στροφή προς το υποκείμενο και θεμελιώνοντας τη νεωτερικότητα³⁹ (Στην Erste Philosophie (Πρώτη Φιλοσοφία) ο Χούσσερλ επισημαίνει ήδη από τις πρώτες σελίδες την απόλυτη πρωτοτυπία της καρτεσιανής διδασκαλίας: «οι Meditationes de prima philosophia του αντιπροσωπεύουν στην ιστορία της φιλοσοφίας μια εντελώς καινούργια αρχή, στο μέτρο που επιχειρούν, με έναν ριζοσπαστισμό άγνωστο έως τότε, να ανακαλύψουν την απολύτως αναγκαία απαρχή της φιλοσοφίας, αντλώντας την από την απολύτως καθαρή και απόλυτη αυτογνωσία» (E. Husserl, Erste Philosophie (1923-24), Erster Teil..., ό.π., σ. 8· ελλ. μτφρ. Κριτική ιστορία των ιδεών, ό.π., σ. 29). Και ακόμη πιο ρητά: «η νεωτερική εποχή αρχίζει με τον Ντεκάρτ» (E. Husserl, Erste Philosophie (1923-24), Erster Teil..., ό.π., σ. 61· ελλ. μτφρ. Κριτική ιστορία των ιδεών, ό.π., σ. 77).). Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, αντίθετα, «ο Ντεκάρτ αποτελεί ένα αποφασιστικό σημείο καμπής μόνο στον βαθμό που το σήμερα ερμηνεύει τον εαυτό του και την ιστορία του υπό την κυριαρχία της θεωρητικής γνώσης· αλλιώς, ο Ντεκάρτ είναι αυθεντικά εντελώς μεσαιωνικός» (GA 17, 128). Και πάλι: η καινοτομία που χαρακτηρίζει τον Ντεκάρτ είναι καινούρια μόνο ως προς την εξωτερική της όψη, ενώ με τον Ντεκάρτ δεν εμφανίζεται καμία ρήξη, αλλά η ιδιοποίηση μιας δυνατότητας ήδη χαραγμένης, την οποία έχουμε ήδη εξετάσει. Η μέριμνα για την εγνωσμένη γνώση είναι μια δυνατότητα ύπαρξης που καθορίζει με έναν συγκεκριμένο τρόπο τη φιλοσοφία των Ελλήνων, με τον τρόπο της απόλυτης πρωτοκαθεδρίας του θεωρεῖν ανάμεσα σε όλες τις άλλες δυνατότητες ύπαρξης του (Dasein) είναι-εκεί (GA 17, 115).[ΑΜΦΙΒΟΛΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΩΡΕΙΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ]
Επομένως, καμία καινοτομία ή άλμα προς τα εμπρός δεν εισάγεται με τον Καρτέσιο, ο οποίος, αντίθετα, αποκαλύπτεται ως όψιμος επίγονος της ελληνικής φιλοσοφίας· διότι η πρωτοκαθεδρία που αποδίδεται στη θεωρητική γνώση αντιπροσωπεύει το πολύ μια ποσοτική επιτάχυνση αλλά όχι μια ποιοτική ρήξη με την αριστοτελική απόφαση να προτιμηθεί το theorein ανάμεσα στις πολλαπλές δυνατότητες του Dasein να σχετίζεται με το ον. Στη συνέχεια της ανάλυσης, ο Χάιντεγκερ δεν αναπτύσσει αυτό το ενδιαφέρον ερμηνευτικό ερέθισμα, αλλά φέρνει στο φως τους πολυάριθμους δεσμούς που συνδέουν αδιάρρηκτα τον Καρτέσιο με τον Μεσαίωνα: ο σκοπός, για μια ακόμη φορά, είναι να αντιπαρατεθεί στη θέση περί νεωτερικότητας των Meditationes, καταγγέλλοντας την αστάθεια της χουσερλιανής προσπάθειας να τις αποκαθάρει από κάθε θεολογικά καθορισμένο στοιχείο ώστε να αντλήσει τον καθαρά υπερβατολογικό τους πυρήνα.[ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΝΟΥΣ, ΤΟ ΘΕΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΛΟΥΣ ΚΑΙ Η ΘΥΡΑΘΕΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΝΟΟΣ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ. Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΔΙΔΕΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥΜΟΝΟΣΗΜΑΝΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ] Εναντίον αυτής της ανιστορικής απο-θεολογικοποίησης και εκσυγχρονισμού, ο Χάιντεγκερ υπογραμμίζει τις μεσαιωνικές ρίζες της καρτεσιανής σκέψης, αναδεικνύοντας στην τέταρτη Meditatio την υποδοχή του μεσαιωνικού διαλόγου περί ελευθερίας, στον οποίο πρωταγωνίστησαν, σε αντίπαλες όχθες, η αριστοτελική παράδοση (που υιοθετήθηκε από τη ιησουιτική σχολή του Port Royal) και η αυγουστίνεια (Λούθηρος και Γιανσένιος). Εστιάζει δε την προσοχή στον προσδιορισμό της res cogitans ως esse creatum (κτιστό, δημιουργημένο Είναι) και στην καρτεσιανή έννοια της αλήθειας, η οποία σε πολλά σημεία κληρονομεί τη διδασκαλία που ο Θωμάς Ακινάτης εξέθεσε στο De Veritate και στη Summa Theologica.[Η ΓΝΩΣΤΗ ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ Η ΑΚΤΙΣΤΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΤΙΣΤΗ. ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΝΟΜΟ ΟΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΑΝΑΜΕΙΓΝΥΕΤΑΙ ΣΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ. Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΛΟΓΙΚΗ. Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ]
Αλλά η πιο έντονη αντίθεση σε σχέση με την ερμηνεία του Χούσσερλ αφορά τα εννοιολογικά κίνητρα της απονομής στον Καρτέσιο του τίτλου του προδρόμου της φαινομενολογίας: στους §§34-45 της Vorlesung ο Χάιντεγκερ διερευνά τις πρόδρομο φαινομενολογικές της όψεις, αναγνωρίζοντάς τες στη μετατροπή του αληθινού σε βέβαιο, στην απονομή στην θεωρητική γνώση μιας σχεδόν απεριόριστης ισχύος, στην καθιέρωση της μέριμνας για την εγνωσμένη γνώση. Στο επίκεντρο βρίσκεται ξανά η τέταρτη Meditatio, στην οποία ο Καρτέσιος δίνει έμφαση στη facultas iudicandi (ἡ ικανότητα τῆς κρίσεως) και συνεπώς επιβάλλει την απόλυτη κυριαρχία του αποφαντικού λόγου· για να κατανοήσει τις βαθύτερες αιτίες της αδιαφιλονίκητης επικράτησης του λογοκεντρισμού, ο Χάιντεγκερ τονίζει και πάλι το θεολογικό υπόβαθρο που κυριαρχεί στην καρτεσιανή στοχαστική, και ειδικότερα τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραματίζει ο ορισμός του ανθρώπου ως ens creatum (δημιουργημένο ον): στον οποίο, γράφει ο Καρτέσιος, συνδέονται τόσο «μια πραγματική και θετική ιδέα του Θεού, δηλαδή ενός υπέρτατα τέλειου όντος» όσο και «μια ορισμένη αρνητική ιδέα του μηδενός, δηλαδή εκείνου που είναι άπειρα μακριά από κάθε είδους τελειότητα» (AT VII, 54/51).
Ορισμένος ως medium ens (ενδιάμεσο ον) — «είμαι σαν ένας μέσος όρος ανάμεσα στον Θεό και το μηδέν, δηλαδή τοποθετημένος κατ’ αυτόν τον τρόπο ανάμεσα στο υπέρτατο είναι και το μη-είναι» (AT VII, 54/51) — ο άνθρωπος είναι δυνητικά τέλειος ως ens creatum, αλλά δεν θα είναι ποτέ summe perfectum (άκρως τέλειο) όπως ο Θεός· μπορεί να σφάλλει, χάνοντας έτσι τον υψηλότερο προορισμό του και την έσχατη δυναμικότητά του. Επειδή ο Καρτέσιος αποδίδει στην αλήθεια το σωτηριολογικό καθεστώς που η παράδοση είχε προηγουμένως αποδώσει στο αγαθό, η σημασία της γνώσης, που διαγράφεται ως λειτουργία και δραστηριότητα επιφορτισμένη να επιτελέσει την ανθρώπινη τελείωση ή να εμποδίσει την πραγμάτωσή της, αυξάνεται υπερβολικά.
Στη γνώση συνδέεται στενά η voluntas, η ικανότητα που, εφόσον είναι άπειρη, επιτρέπει να αναγνωρίσουμε στον άνθρωπο «την εικόνα και την ομοιότητα του Θεού» (AT VII, 57/54). Εάν η cognitio έχει τη δυνατότητα να φέρει τον άνθρωπο κοντά στη θεία τελειότητα και αν η βούληση είναι η ικανότητα που του αποκαλύπτει την εγγύτητά του προς τον Θεό, στον Καρτέσιο, ο οποίος προτίθεται να συνδέσει τη γνώση με τη summa perfectio, δεν απομένει άλλη λύση παρά να θέσει τη cognitio σε σχέση με έναν modus volendi (τρόπος της βούλησης ) όπως η κρίση, εννοημένη ως ελεύθερη προσχώρηση/μη προσχώρηση στα δεδομένα που παρουσιάζονται από την αντίληψη.
Δεδομένης της τεράστιας ευθύνης που βαρύνει την κρίση(απόφαση) στην πορεία προσέγγισης προς τον Θεό, η αλήθεια που αποκαλύπτεται από την αντίληψη πρέπει να έχει χαρακτηριστικά τέτοιας σαφήνειας ώστε να μπορούμε να την αποδεχτούμε αδιαμφισβήτητα· και αυτό επειδή η οντολογική κατάσταση του ανθρώπου ως medium ens, τοποθετημένου ανάμεσα στο φως του είναι και τη νύχτα του μη-είναι, συνεπάγεται ότι το σφάλμα αποτελεί συντακτικό κίνδυνο. Έτσι ανακύπτει η ανάγκη να καθοριστεί μια regula generalis (γενικός κανόνας ) που να εγγυάται την αυτοθεμελίωση της γνώσης, εντοπίζοντας μια σειρά από προϋποθέσεις χάρη στις οποίες μπορεί να καθοριστεί με συμφωνία τι είναι αλήθεια και να διασφαλιστεί η πραγματική της αναγνώριση σε ό,τι εκάστοτε παρουσιάζεται στην αντίληψη. Το κριτήριο αυτό είναι η clara et distincta perceptio (σαφής και διακριτή αντίληψη): για να εξηγήσει τη γένεση, τη φύση και τον modus operandi της, ο Χάιντεγκερ αναστέλλει προσωρινά την εξέταση των Meditationes και προχωρά να παρουσιάσει την αντίληψη της επιστήμης που αναδύεται στις Regulae ad directionem ingenii (Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος).
Από τον καρτεσιανό ορισμό σύμφωνα με τον οποίο «omnis scientia est cognitio certa et evidens» (κάθε επιστήμη είναι βέβαιη και προφανής γνώση ) (AT X, 362), ο Χάιντεγκερ συνάγει τον αποκλεισμό από το βασίλειο της επιστήμης κάθε υποθετικής λογικής και αναγνωρίζει στα κατηγορήματα της βεβαιότητας και της σαφήνειας το έσχατο κριτήριο της αυθεντικά επιστημονικής γνώσης, δηλαδή της αληθινής γνώσης. Προκύπτει έτσι, αφενός, μια ασυνήθιστη συγκόλληση αλήθειας και βεβαιότητας, αφετέρου μια εντελώς φορμαλιστική καθοριστικότητα της έννοιας της επιστήμης, με την έννοια ότι η εγκυρότητά της αποσπάται πλήρως από την ύλη στην οποία εφαρμόζεται και δεν φαίνεται να προορίζεται για την κατοχή μιας συγκεκριμένης περιοχής του όντος.
Ο Χάιντεγκερ επισημαίνει ότι, στο εσωτερικό της ίδιας της δεύτερης regula, ο Καρτέσιος, εκπληκτικά, αντιφάσκει προς την κυριαρχία της μορφής της γνώσης έναντι των περιεχομένων της, διακηρύσσοντας ότι πρέπει να «ασχολούμαστε μόνο με εκείνα τα αντικείμενα των οποίων η βέβαιη και ασφαλής γνώση φαίνεται να είναι επαρκής για τη δική μας διάνοια» (AT X, 362/19). Αφού καθιέρωσε την αυστηρότητα της γνώσης πάνω στο πώς και όχι στο τι, ο Καρτέσιος κατευθύνεται προς μια καθορισμένη τάξη αντικειμένων που διαθέτουν έναν ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης, ιδιαιτέρως σύμφωνο με την έννοια της επιστήμης ως γνώσης βέβαιης και σαφούς. Από τις μαθηματικές επιστήμες ο Καρτέσιος αντλεί τη συγκεκριμένη συγκρότηση των επιστημονικών αντικειμένων: κατανοεί κανείς καθαρά γιατί η αριθμητική και η γεωμετρία αποδεικνύονται κατά πολύ βεβαιότερες από τις άλλες επιστήμες· για τον λόγο δηλαδή ότι αυτές μόνο αφορούν ένα αντικείμενο τόσο καθαρό και απλό, που δεν προϋποθέτουν απολύτως τίποτε το οποίο η εμπειρία θα είχε καταστήσει αβέβαιο (AT X, 365/21· υπογράμμιση δική μου).
Ο υψηλός βαθμός βεβαιότητας που επιτυγχάνεται από την αριθμητική και τη γεωμετρία προέρχεται από τη ιδιαίτερη φύση του purum et simplex objectum (καθαρό και απλό αντικείμενο) τους, του οποίου η καθαρότητα και η απλότητα αποδεικνύονται αρμόζουσες προς τη βεβαιότητα και τη σαφήνεια που απαιτεί η αυθεντική γνώση. Η αληθινή γνώση θεμελιώνεται τόσο στη μέθοδο που κατευθύνει την προοδευτική της διάταξη και αποφασίζει την τελική της απόκτηση, όσο και στο αντικείμενο του οποίου επιδιώκεται η κατάκτηση. Παρότι εμπιστεύεται την αριθμητική και τη γεωμετρία για να αντλήσει τη συγκεκριμένη συγκρότηση του αντικειμένου της επιστήμης, ο Καρτέσιος δεν αποδίδει στις μαθηματικές επιστήμες τον τίτλο της philosophia prima, με την παρατήρηση ότι αυτές, σε σύγκριση με τις άλλες υπάρχουσες επιστήμες, εμφανίζονται «εξαιρετικά εύκολες και σαφείς, και έχουν ένα αντικείμενο όπως το αναζητούμε» (AT X, 365/21). Αποτελούν έτσι τον αναγκαίο terminus ad quem της cognitio certa et evidens (το τελικό σημείο (ο προορισμός) της βέβαιης και προφανούς γνώσης )— «παραμένουν μόνο η αριθμητική και η γεωμετρία ως επιστήμες στις οποίες μας οδηγεί η παρατήρηση του παρόντος κανόνα» (AT X, 363/20) —, δεν συνεπάγεται όμως «ότι πρέπει να μάθουμε μόνο την αριθμητική και τη γεωμετρία»· προκύπτει μάλλον ότι «εκείνοι οι οποίοι αναζητούν τον ορθό δρόμο της αλήθειας δεν πρέπει να ασχολούνται με κανένα αντικείμενο γύρω από το οποίο δεν μπορούν να έχουν βεβαιότητες ισάξιες με εκείνες των αριθμητικών και γεωμετρικών αποδείξεων» (AT X, 366/21).
Η επισήμανση της τεράστιας διαφοράς ανάμεσα στη mathesis universalis και στα κοινά μαθηματικά (Βλ. AT X, 373-374/27: «αν και εδώ πρόκειται να πω πολλά πράγματα σχετικά με τα σχήματα και τους αριθμούς, επειδή παραδείγματα τόσο προφανή και τόσο βέβαια δεν μπορούν να ληφθούν από καμία άλλη επιστήμη, ωστόσο όποιος θα έχει εξετάσει προσεκτικά την πρόθεσή μου, θα δει εύκολα ότι εδώ σε τίποτε δεν σκέφτηκα λιγότερο από τα κοινά μαθηματικά, αλλά ότι εκθέτω μια κάποια άλλη επιστήμη, της οποίας εκείνα τα πράγματα αποτελούν περίβλημα μάλλον παρά μέρη. Διότι αυτή η επιστήμη πρέπει πράγματι να περιέχει τα πρώτα στοιχεία της ανθρώπινης λογικής και να εκτείνεται στις αλήθειες που πρέπει να αντληθούν από οποιοδήποτε αντικείμενο· και, για να το πω ανοιχτά, είμαι πεπεισμένος ότι αυτή είναι σημαντικότερη από κάθε άλλη γνώση που μας δίνεται ανθρώπινα, καθώς είναι εκείνη που αποτελεί την πηγή όλων των άλλων».) είναι απολύτως δικαιολογημένη και εύστοχη, διότι ο φορμαλισμός της αριθμητικής και της γεωμετρίας, που συνίσταται στη χρήση της αρχής της ταυτότητας η οποία τις απαλλάσσει από την υποχρέωση να επαληθεύουν τις διατυπώσεις τους in re ipsa, αποδεικνύεται ακόμη ανολοκλήρωτος και ελαττωματικός, καθώς εφαρμόζεται μόνο στο πεδίο των αριθμών και των σχημάτων, χωρίς να εκτείνεται στο ον στην ολότητά του. Η λειτουργία των μαθηματικών επιστημών, συνεχίζει ο Χάιντεγκερ, δεν είναι να ταυτιστούν με τη φιλοσοφία πρώτη, δηλαδή με την ύψιστη μορφή της episteme, αλλά να της εξασφαλίσουν ένα κατάλληλο αντικείμενο (purum et simplex objectum- καθαρό και απλό αντικείμενο) και να της παραδώσουν το εννοιολογικό ζεύγος intuitus/deductio (διαίσθηση/απαγωγή), πάνω στο οποίο μπορεί να οικοδομηθεί μια επιστημονικά αλάνθαστη μέθοδος.
Ότι η στρατηγική του Καρτέσιου αποσκοπεί στο να ριζοσπαστικοποιήσει την μαθηματική ιδέα της τάξης και του μέτρου, να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την φορμαλιστική της εμβέλεια αναπτύσσοντάς την πέρα από τα αποτελέσματα που πράγματι είχαν επιτύχει η αριθμητική και η γεωμετρία, φαίνεται καθαρά από το περίφημο χωρίο που αφορά την εμφάνιση της mathesis universalis: «αναφέρονται στα μαθηματικά μόνον όλα εκείνα τα πράγματα στα οποία εξετάζεται η τάξη ή το μέτρο, και δεν έχει σημασία αν αυτό το μέτρο πρέπει να αναζητηθεί στους αριθμούς, ή στα σχήματα, ή στα άστρα, ή στους ήχους, ή σε οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο· και γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει μια γενική επιστήμη που να εξηγεί όλα όσα μπορεί να ζητηθούν σχετικά με την τάξη και το μέτρο, όχι αναφερόμενη σε κάποια ειδική ύλη· και αυτή, όχι με μια ξένη λέξη, αλλά με μια ήδη παλαιά και καθιερωμένη στη χρήση, πρέπει να ονομάζεται καθολικά μαθηματικά (mathematica universalis), διότι μέσα σε αυτή περιέχεται ό,τι άλλοτε καθιστά τις υπόλοιπες επιστήμες μέρη των μαθηματικών. Όσο δε αυτή υπερτερεί σε ωφελιμότητα και ευκολία των άλλων που της είναι υποδεέστερες, είναι φανερό από το γεγονός ότι εκτείνεται σε όλα εκείνα στα οποία εκτείνονται εκείνες, και επιπλέον σε πολλά άλλα· και ότι, αν περιέχει ορισμένες δυσκολίες, οι ίδιες υπάρχουν και σε εκείνες, και μάλιστα προκύπτουν και άλλες από την ιδιαιτερότητα των αντικειμένων, οι οποίες όμως σε αυτήν δεν υπάρχουν» (AT X, 378/29-30).
Οι προσδιορισμοί της ordo (τάξη) και της mensura (μέτρο) γίνονται οι απόλυτες παράμετροι για να κρίνει κανείς αν μια μορφή της γνώσης είναι απατηλή και φαινομενική ή αντιθέτως αυστηρά θεμελιωμένη· αντιπροσωπεύουν επομένως τη ratio essendi (λόγος του είναι ) της επιστήμης, η οποία εμπιστεύεται τυφλά την μαθηματική αυστηρότητα ως αναντικατάστατο συμπλήρωμά της και έσχατη πηγή νομιμοποίησης. Τάξη, μέτρο, καθολικότητα, καθαρότητα, απλότητα: είναι ένα εννοιολογικό λεξιλόγιο που χαρακτηρίζεται από τον αποκλεισμό της πολλαπλότητας και της διαφοράς, καταδικασμένων ως πηγές αβεβαιότητας και σκοτεινότητας (Πρόκειται για μια τοποθέτηση που βρίσκεται ήδη στον Βάκωνα: «όσο περισσότερο η έρευνα στρέφεται προς τις απλές φύσεις, τόσο περισσότερο όλα θα διευκρινιστούν και θα εξομαλυνθούν, περνώντας από το πολλαπλό στο απλό, από το ασύμμετρο στο συμμετρικό, από το ακατανόητο σε εκείνο που μπορεί να υπολογιστεί, από το αόριστο και ασαφές στο καθορισμένο και βέβαιο, όπως συμβαίνει στα γράμματα του αλφαβήτου και στις μουσικές νότες. Πράγματι, η φυσική έρευνα προχωρεί άριστα όταν το φυσικό δεδομένο καταλήγει σε εκείνο το μαθηματικό» (F. Bacon, Instauratio Magna. Pars secunda operis quae dicitur Novum Organum sive indicia vera de interpretatione naturae [1620], στο The Works of Francis Bacon, 7 τόμοι, επιμ. R.L. Ellis, J. Spedding, D.D. Heath, Longman, Λονδίνο 1857-1859, τόμ. 1, σσ. 149-365, εδώ σ. 235· ιταλ. μτφρ. Η μεγάλη αποκατάσταση, Μέρος δεύτερο: Νέο όργανο, στο Φιλοσοφικά κείμενα, επιμ. P. Rossi, UTET, Τορίνο 1975, σσ. 515-795, εδώ σ. 648).).
Για τον Χάιντεγκερ, η ολοκληρωτική δύναμη των καθολικών μαθηματικών, η απόλυτη και αναμφισβήτητη ισχύς των αξιωμάτων τους, εξαρτώνται ακριβώς από τον φορμαλισμό και την απροσδιοριστία τους: η συνθήκη δυνατότητας της εφαρμογής τους στην ολότητα του όντος συνίσταται στην προκαταρκτική αφαίρεση από τη συγκεκριμένη ποιοτική διαφορά των πραγμάτων, στη μείωση του χώρου του όντος σε κενή και μονότονη ομοιογένεια, σε αφηρημένη ταυτότητα που αποκτάται μέσω της εξάλειψης κάθε περιεχομένου ή συγκεκριμένου προσδιορισμού. Το μαθηματικό σχέδιο του Καρτέσιου εγγυάται τη θεμελίωση της αληθινής γνώσης, αφαιρώντας από τον δικό του επιχειρησιακό ορίζοντα την ανάκριση της συγκεκριμένης οντολογικής συγκρότησης των πραγμάτων: η λήθη του είναι αποκαλύπτεται ως η άλλη όψη του νομίσματος της βέβαιης και σαφούς γνώσης της επιστήμης.
Στην επιβεβαίωση της mathesis universalis, ανώτερης ως προς την ευκολία, την ωφελιμότητα και την έκταση σε σχέση με τις ιδιαίτερες μαθηματικές επιστήμες, προστίθεται μια βαθιά ανανέωση της πορείας της αναζήτησης της αλήθειας. Πεπεισμένος ακράδαντα ότι «necessaria est methodus ad rerum veritatem investigandam (είναι αναγκαία μία μέθοδος για την έρευνα της αλήθειας των πραγμάτων)» (AT X, 371) και ότι «tota methodus consistit in ordine et dispositione eorum ad quae mentis acies est convertenda (όλη η μέθοδος συνίσταται στην τάξη και τη διάταξη εκείνων προς τα οποία πρέπει να στραφεί η οξύνοια του νου)» (AT X, 379), ο Καρτέσιος γράφει: «αποφάσισα να παρατηρώ με επιμονή μια τέτοια τάξη στην αναζήτηση της αλήθειας των πραγμάτων, ώστε εγώ, αφού πάντα ξεκινώ από τα πιο απλά και εύκολα, να μην προχωρώ σε άλλα, ώσπου να μου φαίνεται ότι σε εκείνα δεν απομένει τίποτε που να μπορεί περαιτέρω να ερευνηθεί» (AT X, 378-379/30).
Ο Χάιντεγκερ επισημαίνει ότι ο δρόμος που χαράσσεται από τη μέθοδο είναι ανοδικός και κυκλικός: η αναζήτηση της αλήθειας αρθρώνεται σε δύο θεμελιώδη περάσματα, της ανόδου προς το απλούστερο και της προοδευτικής καθόδου προς το πολλαπλό. Ο intuitus είναι η πρωταγωνιστική στιγμή της πορείας προς τα πίσω, προσανατολισμένης στην απόκτηση του αρχικού σημείου, του purum et simplex objectum, από το οποίο ξεκινά εκ νέου η deductio για να κατακτήσει βαθμιαία και με τάξη τα υπόλοιπα σύνθετα και πολύπλοκα αντικείμενα. Ότι το κέντρο βάρους της έρευνας έχει μετατοπιστεί από τα πράγματα στον βαθμό βεβαιότητας που κατέχει η Erkenntnis που τα ιδιοποιείται, επιβεβαιώνεται από τον λεγόμενο «μέθοδο της σειράς», σύμφωνα με την οποία «όλα τα πράγματα μπορούν να διαταχθούν σε ορισμένες σειρές, όχι όμως καθότι αναφέρονται σε κάποιο γένος όντος, όπως τα διένειμαν οι φιλόσοφοι στις κατηγορίες τους, αλλά καθότι τα μεν μπορούν να γίνουν γνωστά μετά τα δε» (AT X, 381/32). Η πορεία, σαφώς αντι-αριστοτελική, θεμελιώνεται λοιπόν στην διαίσθηση και στην παραγωγή, οι οποίες καθορίζουν «εάν δεν είναι πιο χρήσιμο να εξεταστούν πρώτα κάποια άλλα πράγματα, και ποια, και με ποια τάξη» (ό.π.), υπάγοντας τον πλούτο της πολλαπλότητας του όντος στην αποκλειστική δικαιοδοσία των προσδιορισμών των res absolutae και των res respectivae (Αν ως απόλυτο (absolutum) ορίζεται κάθε τι «που περιέχει μέσα του την καθαρή και απλή φύση», δηλαδή είναι ανεξάρτητο, αιτία, απλό, καθολικό, ένα, ίσο, όμοιο, ευθύ, ή άλλα παρόμοια πράγματα, στη σχετικότητα (relativum) ανήκει ό,τι πηγάζει από το απόλυτο και συνεπάγεται την ύπαρξη σχέσεων: «εξαρτημένο, αποτέλεσμα, σύνθετο, μερικό, πολλά, άνισο, ανόμοιο, λοξό, κτλ.» (AT X, 381-382/32). Ανάμεσα στις res absolutae ο Καρτέσιος διακρίνει res pure intellectuales, res pure materiales και τέλος τις res communes (πρβλ. AT X, 419).).
Σύμφωνα με τη φορμαλιστική-μαθηματικοποιητική στροφή που επέβαλε ο Καρτέσιος στη φιλοσοφική έρευνα, το απόλυτο της res absoluta είναι μεθοδικού και όχι περιεχομενικού γένους, έχει σημασία απλώς συμβατική, γιατί εκείνο που σε μια καθορισμένη γνωστική σειρά ασκεί τη λειτουργία της πρώτης αρχής, πάνω στην οποία θεμελιώνονται τα περαιτέρω βήματα που ρυθμίζονται από την deductio, σε άλλο προβληματικό πλαίσιο μπορεί να εμφανιστεί ως μια res respectiva.
Ο Χάιντεγκερ καταλήγει στη συμπυκνωμένη του ανάλυση των Regulae αναγνωρίζοντας στη mathesis universalis την αυγή της έκφρασης της μέριμνας για τη γνωσμένη γνώση, λόγω της πασιφανούς της αδιαφορίας προς το περιεχόμενο των αντικειμένων και του αποκλειστικού της ενδιαφέροντος για τη βεβαιότητα και τη σαφήνεια της γνώσης τους· εν ολίγοις, λόγω της κυριαρχικής θέσης της γνωσιολογίας εις βάρος της οντολογίας: «η μέριμνα του γνωρίζειν δεν σταματά μπροστά σε ένα ον καθόσον είναι ον, μπροστά στα αντικείμενα σε σχέση με το περιεχόμενό τους, αλλά τα θεωρεί υπό τον τρόπο της γνωσιμότητάς τους» (GA 17, 221). Εξ αυτού προκύπτει μια θεμελιώδης μεταβολή της παραδοσιακής έννοιας της αλήθειας ως adaequatio rei et intellectus (ἀντιστοιχία τοῦ πράγματος καὶ τοῦ νοῦ), επειδή η πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον τον αναπόφευκτο όρο αναφοράς της γνώσης· αντιθέτως, αποδεικνύεται η ίδια μετρημένη από την αλήθεια της μεθόδου, η οποία θεσπίζει προκαταβολικά το κριτήριο για να απονείμει τον τίτλο του ens σε ό,τι εκάστοτε εμφανίζεται.
Αν η απολυτοποίηση των γνωσιολογικών-επιστημολογικών όψεων προβάλλει ως ο πρώτος κοινός παρονομαστής του Καρτέσιου και του Χούσσερλ, ο δεύτερος αφορά την αθέμιτη διάσπαση αλήθειας και χρόνου, επιστήμης και ιστορίας. Στη δήλωση του Καρτέσιου ότι, ως προς τα θέματα που πρέπει να μελετηθούν, δεν πρέπει να ερευνούμε «ό,τι άλλοι έχουν γνωμοδοτήσει ή ό,τι εμείς οι ίδιοι εικάζουμε, αλλά ό,τι μπορούμε να συλλάβουμε με σαφήνεια και ευκρίνεια και να συναγάγουμε με βεβαιότητα· διότι μόνο έτσι αποκτάται η επιστήμη» (AT X, 366/21-22), ο Χάιντεγκερ διακρίνει σε σπέρμα την χουσερλιανή ιδιοσυγκρασία απέναντι στην ιστορία («Ο Ντεκάρτ προετοιμάζει όχι άμεσα αλλά έμμεσα την αδυναμία κατανόησης του τι είναι η επιστήμη της ιστορίας, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Αναδύεται επίσης η πραγματική απομάκρυνση από τη δυνατότητα να επιτευχθεί σε αυτόν τον τομέα μια επιστήμη. Δεν είναι τυχαίο ότι στη σημερινή φαινομενολογία συναντάμε την ίδια αδυναμία, ακριβώς σε αυτήν τη θεμελιώδη ανικανότητα να κατανοήσουμε γενικά τη γνώση της επιστήμης του πνεύματος. Έτσι φαίνεται μάλλον παράδοξο το ότι σήμερα, στον χώρο των επιστημών του πνεύματος, ασχολούνται με το να ανυψώνουν τον εαυτό τους μέσω της φαινομενολογίας. Το έδαφος αυτής της συγκεκριμένης τάσης προς την αποστροφή απέναντι στην ιστορία βρίσκεται στον Ντεκάρτ» (GA 17, 213-214).): και ο Καρτέσιος, πράγματι, αφαιρεί από την ιστορία κάθε δυνητική αλήθεια και καλεί να τη μελετούμε αποκλειστικά ως προς την απλή προπαρασκευαστική της χρησιμότητα, τα πρακτικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη γνώση των πραγμάτων που «ορθώς» ανακαλύφθηκαν στο παρελθόν και εκείνων που απομένουν να ανακαλυφθούν.
Μπροστά στην αδιάλλακτη αυστηρότητα της mathesis universalis, η ιστορία και οι αυθεντίες του παρελθόντος δεν προσφέρουν πλέον, όπως ακόμη πίστευε η Σχολαστική, καμία στήριξη στην αναζήτηση της αλήθειας: «δεν θα χρησίμευε σε τίποτε», παρατηρεί ο Καρτέσιος, «να κάνουμε τον λογαριασμό των προσχωρήσεων, για να ακολουθήσουμε εκείνη τη γνώμη που είναι ίδια με του μεγαλύτερου αριθμού συγγραφέων· διότι, όταν πρόκειται για δύσκολο ζήτημα, πρέπει να πιστέψουμε ότι η αλήθεια γύρω από αυτό μπορεί να βρεθεί από λίγους μάλλον παρά από πολλούς» (AT X, 367/22).
Η μέριμνα για τη γνωσμένη γνώση, που χωρίζει την ιστορία στο όνομα μιας αλήθειας αφηρημένα αχρονικής και νοημένης κατ’ αναλογίαν με τα μαθηματικά, αποκαλύπτει την αδιαφιλονίκητη ηγεμονική της δύναμη στη καρτεσιανή διακήρυξη ότι δεν θα γίνουμε ποτέ φιλόσοφοι «αν διαβάσουμε όλα τα επιχειρήματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, χωρίς να είμαστε σε θέση να εκφέρουμε ασφαλή κρίση γύρω από τα προτεινόμενα ζητήματα: έτσι, στην πραγματικότητα, θα δείχναμε ότι μάθαμε όχι τις επιστήμες, αλλά την ιστορία» (ό.π.), δήλωση που μαρτυρεί την απόλυτη ανωφελιότητα της ιστορικής γνώσης στην αναζήτηση του σταθερού iudicium (απόφανση) της επιστημονικά θεμελιωμένης γνώσης.
Αφού εξετάστηκε η καρτεσιανή ιδέα της επιστήμης, στο έκτο κεφάλαιο της Vorlesung ο Χάιντεγκερ επανέρχεται στην ανάλυση των Meditationes, εντοπίζοντας στη δομή τους και στην κατάληξή τους την αυστηρή εφαρμογή της regula generalis: «στον Ντεκάρτ το cogito sum αναδύεται ως το κύριο καθήκον απέναντι στο οποίο αυτός θέτει τη γνώση: πρωτίστως να θεμελιώσει μια θεμελιώδη επιστήμη, να προσφέρει ένα fundamentum για τη γνώση που να είναι ένα αδιαμφισβήτητο θεμέλιο, fundamentum indubitabile, που να ικανοποιεί πλήρως ό,τι απαιτείται στη regula generalis (γενικός κανόνας)» (GA 17, 229).
Συνεχίζεται
ENΑΣ ΑΘΕΟΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΗΝ ΣΩΣΤΗ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου