Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

Sein und Cogitationes β

  Συνέχεια από: Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

Sein und Cogitationes β

Zu Heideggers Descartes-Kritik

Είναι και Συλλογισμοί (η ρέουσα ζωή τής συνείδησης σύμφωνα με τον Husserl)

Περί της κριτικής του Heidegger στον Descartes

Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann,

στον συλλογικό τόμο Durchblicke, αφιέρωμα για τα 80α γενέθλια του Martin Heidegger

Εκδόσεις Vittorio Klostermann, Frankfurt am Main, 1970

Το Dasein όμως δεν είναι μόνο ιστορικό, εφόσον μέσα στο Είναι του σχετίζεται προς τη δυνατότητα τού Είναι του, αλλά και με μια πιο στενή έννοια, εφόσον, διαλέγοντας τις δυνατότητές του, χρησιμοποιεί τις δυνατότητες του Dasein που το συναντούν, και στις οποίες βιώνει πως έχει μετατεθεί. Με άλλα λόγια, κάθε άνθρωπος γεννιέται μέσα σε ένα κόσμο, ο οποίος έχει χαραχτεί από τις προηγούμενες γενιές ανθρώπων, και έχει ερμηνευτεί ανθρώπινα. Στο γεγονός αυτό ο Heidegger δίνει την διατύπωση η οποία αναδεικνύει τον τύπο: «Το Dasein βρίσκεται κάθε φορά στο πραγματικό του Είναι, όπως και «ό,τι» ήταν. Είτε  ρητά εκφρασμένο, είτε όχι, είναι ένα παρελθόν. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως το παρελθόν του τοποθετείται «πίσω» από αυτό, που κατέχει το περασμένο ως ακόμα διαθέσιμη ιδιότητα, η οποία μπορεί πότε πότε να δράσει εκ των υστέρων. Το Dasein είναι το ίδιο του το παρελθόν με τον τρόπο του Είναι του, το οποίο, αν το πούμε ωμά, «συμβαίνει» κάθε φορά μέσα από το μέλλον του»4. Αυτό που εδώ το παρελθόν και το μέλλον σημαίνουν, μπορεί να κατανοηθεί  μόνο ξεκινώντας από τον καθορισμό της χρονικότητας τού  Είναι και όχι από την συνηθισμένη κατανόηση του χρόνου. Το παρελθόν, που εδώ δεν εννοεί μόνο το παρελθόν εκάστου αλλά μιας γενιάς, είναι ιστορικά θεωρημένο «η παραδεδομένη (überkommene) ερμηνεία του Dasein», μέσα στην οποία γεννιέται κάθε άνθρωπος, και η οποία καθορίζει τις εκάστοτε δυνατότητες του Dasein και πάνω απ’ όλα την κατανόηση του Είναι η οποία είναι ο φορέας αυτής της ερμηνείας. Αποφασιστικής σημασίας για αυτή την παραδεδομένη κατανόηση του Είναι, τόσο η μη εκφρασμένη κατανόηση τού ανθρώπου που δεν εξασκεί την οντολογία, όπως και στις ιστορικά υπαρκτές ρητές οντολογίες, είναι η επισήμανση του Heidegger, πως το Dasein «σύμφωνα με ένα εγγενή σε αυτό τρόπο ύπαρξης» έχει την τάση «να κατανοεί το Είναι (Sein) του μέσα από το υπαρκτό (Seiendes), προς το οποίο φέρεται διαρκώς σύμφωνα με την ουσία του και με εγγύτητα, μέσα από τον ‘κόσμο’»5Λέγοντας ‘κόσμος’ εννοείται το υπαρκτό το οποίο συναντάται μέσα στον κόσμο. Αυτή την περίεργη κατάσταση, όπου το Dasein, το οποίο ενώ υπάρχει μέσα στην σύμφωνη με την κατανόηση ανοικτοσύνη, στην πιο κοντινή προοντολογική ερμηνεία του Είναι τού εαυτού του, παρανοεί τον εαυτό του, και ερμηνεύει το Είναι του ξεκινώντας από το Είναι του υπαρκτού που δεν υπάρχει σύμφωνα με το Dasein, ο Heidegger ονομάζει «οντολογική ανάκλαση της κατανόησης τού κόσμου πάνω στην ερμηνεία τού Dasein»6. Μαζί με αυτήν την τάση στην κατανόηση του Είναι από πλευράς τού Dasein, «να πέσει θύμα του κόσμου στον οποίο βρίσκεται καί ανακλαστικά (reluzent) μέσα από αυτόν ερμηνεύει τον εαυτό του», συνδυάζεται καί με την εξάρτηση του από την κατά το μάλλον ή ήττον σαφώς κατανοημένη ιστορική παράδοση. Μέσα στο Είναι του Dasein η ευρισκόμενη τάση προς εξάρτηση κατευθύνεται πάνω απ’ όλα προς την οντολογική κατανόηση7Το είδος αυτό του Είναι μέσα στο Dasein, την ουσιώδη διαφορά του Είναι του Dasein και του Είναι του υπαρκτού που δεν διάγει σύμφωνα με το Daseinκαι είναι σε θέση να συναντήσει το Dasein μόνο εντός της κατανόησης του Είναι,μπορεί να τα αστοχήσει και το ίδιον Είναι να τό ερμηνεύει μόνο βάσει του υπαρκτού που συναντά, είναι για την οντολογική-υπαρξιακή θέση του Heidegger στο «Είναι και Χρόνος», λόγος για τον οποίο η ιστορία της οντολογίας, από τις ελληνικές απαρχές της, δεν είδε και δεν εξέθεσε ποτέ το περί του Είναι ερώτημα στην απαιτούμενη πηγαία μορφή του. «Η ελληνική οντολογία και η ιστορία της, που με τα πολλά παραρτήματα και τις στροφές της, ακόμη και σήμερα καθορίζει τις έννοιες της φιλοσοφίας, είναι απόδειξη για το γεγονός πως το Dasein κατανοεί τον εαυτό του και το Είναι μέσα από τον ‘κόσμο’, και πως η οντολογία, η οποία ενηλικιώθηκε έτσι, πέφτει θύμα (εξαρτάται) από την παράδοση…»8. Το δεύτερο σκέλος τής επεξεργασίας του ερωτήματος περί του Είναι στο «Είναι και Χρόνος» θα έπρεπε  να φέρει την απόδειξη αυτή. Σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο του έργου, έπρεπε η επεξεργασία του ερωτήματος περί του Είναι να διαιρείται σε δυο μέρη: κατά πρώτον στην «Ερμηνεία του Dasein ως προς την χρονικότητα και τήν έκθεση τού χρόνου ως του υπερβατικού ορίζοντα τού περί του Είναι ερωτήματος», και κατόπιν τα «Βασικά χαρακτηριστικά μιας φαινομενολογικής αποδόμησης της ιστορίας της οντολογίας με κατευθυντήρια γραμμή την προβληματική της προσκαιρότητας (Temporalität)». Η αποδόμηση τής ιστορίας της θα έπρεπε να διεκπεραιωθεί σε τρεις ουσιώδεις σταθμούς: KantDescartes, Αριστοτέλης. Η φαινομενολογική αποδόμηση της καρτεσιανής οντολογίας θα είχε τον τίτλο «Το οντολογικό θεμέλιο του ‘cogito sum’ του Descartes και η πρόσληψη της μεσαιωνικής οντολογίας  στην προβληματική του ‘res cogitans’».

Το χτύπημα της κριτικής του Heidegger στην ιστορία της οντολογίας, και με τον τρόπο αυτό στον Descartes, κατευθύνεται εναντίον της παράλειψης μιας οντολογίας του Dasein, και ταυτόχρονα εναντίον της παράλειψης εν γένει του περί του Είναι ερωτήματος9. Ενώ ο Descartes έχει την απαίτηση να δώσει με το ‚cogito sum‘ ένα νέο και αδιάσειστο θεμέλιο, αφήνει αόριστο τον τρόπο του Είναι της res cogitans, το νόημα του Είναι του ‚sum10. Στο δεύτερο μέρος του «Είναι και Χρόνος», το οποίο δεν έχει δημοσιευτεί, «στο δεύτερο σταθμό πάνω στο δρόμο της αποδομητικής επιστροφής στην ιστορία της οντολογίας»11, θα δεικνύονταν τα μη εκφρασμένα οντολογικά θεμέλια του ‚cogito sum‘. Με αυτό θα είχε αποδειχθεί, πως ο Descartes έπρεπε να παραμελήσει το περί του Είναι ερώτημα, όπως και το γιατί παραδόθηκε στην γνώμη, πως πέραν της απόλυτης βεβαιότητας του cogito sum, δεν χρειάζεται να τεθεί το ερώτημα για το νόημα του Είναι του ανθρώπου ως res cogitans. Αυτή η εκτενής κριτική ενασχόληση με τον Descartes δεν έχει δημοσιευθεί από τον Heidegger. Πέραν κάποιων άλλων σημαντικών παρατηρήσεων στην φιλοσοφία του Descartes, στις οποίες θα επανέλθουμε, στο «Είναι και Χρόνος» βρίσκεται μια μακροσκελής κριτική διερεύνηση της ερμηνείας του κόσμου στον Descartes, μέσα στο κεφάλαιο για την ‘κοσμικότητα του κόσμου’12Η κριτική στο σημείο αυτό στρέφεται ενάντια στον καθορισμό του ‘κόσμου’ ως res extensa. Και ενώ στο παρόν κείμενο, το ένα τμήμα της καρτεσιανής μεταφυσικής, η οντολογία της res extensa, είναι αντικείμενο κριτικής διαπραγμάτευσης, στο μη δημοσιευμένο δεύτερο τμήμα του δεύτερου μέρους του «Είναι και Χρόνος» στην φαινομενολογική αποδόμηση θα υποβαλλόταν το κύριο μέρος της μεταφυσικής του Descartes, δηλαδή η οντολογία της res cogitansΕπειδή ο καθορισμός της res extensa προκύπτει από το cogito ergo sum, η κριτική διερεύνηση της καρτεσιανής οντολογίας του ‘κόσμου’ μπορεί να βρει την εκτενή θεμελίωση της μόνο μέσα στην φαινομενολογική αποδόμηση του ‘cogito sum13Ως προς την κριτική συζήτηση περί της καρτεσιανής οντολογίας του κόσμου, πρέπει να περιοριστούμε στην απλή αναφορά των αποτελεσμάτων. Επειδή ο Descartes ερμηνεύει τον κόσμο με την έννοια του εξωτερικού κόσμου, δηλαδή το σύνολο των πραγμάτων που βρίσκονται στον εξωτερικό κόσμο, με αναφορά στην res extensaέχει παραλείψει το ‘φαινόμενο του κόσμου’Αντί να ξεκινήσει από το υπαρκτό (Seiendes), το οποίο συναντά πρώτο το Dasein ως πρό-χειρο πράγμα (zuhandene Zeug), ώστε να πάρει από αυτό την χροιά του κόσμου και από εκεί να δει το φαινόμενο του κόσμου, βάζει ως θεμέλιο του οντολογικού καθορισμού το υπαρκτό ως διαθέσιμο (Vorhandenes). Το υπαρκτό όμως ως διαθέσιμο «μπορεί να ανακαλυφθεί μόνο μέσα στο πέρασμα μέσα από το πρό-χειρο ενδοκοσμικό υπαρκτό».14 Για τον λόγο αυτό, η χαϊντεγκεριανή ανάλυση του κόσμου ξεκινά από την φαινομενολογική ανάλυση του πράγματος που συναντάται εντός του κόσμου, ώστε περνώντας από την πρό-χειρότητα και την ολότητα της συμμετοχής (Bewandtnisganzheit) να φτάσει στην σημαντικότητα ως δομή του κόσμου.

Συνεχίζεται

ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΛΙΓΑ, ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΠΙΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΝΗΜΑΤΟΣ, ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: