SUMPHILOSOPHEIN 22
Του Enrico Berti
ΙΙΙ. Η αληθινή πραγματικότητα
Η αρχή των πάντων
4. Σπεύσιππος: ο πολλαπλασιασμός των αρχών
Από τις μαρτυρίες του Αριστοτέλη, που παραμένει η κύρια πηγή για την ανασύνθεση της ζωής της Ακαδημίας, προκύπτει ότι οι μαθητές του Πλάτωνα υποστήριξαν κι αυτοί μια διδασκαλία περί αρχών, εν μέρει συγκλίνουσα και εν μέρει αποκλίνουσα από εκείνη του δασκάλου. Είναι λοιπόν πιθανό ότι στο εσωτερικό της Ακαδημίας αναπτύχθηκε ένας διάλογος γύρω από τις αρχές, ανάλογος με εκείνον που είδαμε σε σχέση με τις Ιδέες. Εφόσον οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι στο μάθημα του Πλάτωνα Περί του Αγαθού παρευρέθηκαν ο Σπεύσιππος, ο Ξενοκράτης, ο Ηρακλείδης, ο Εστιαῖος και ο Αριστοτέλης (ο οποίος συνέγραψε και τη σχετική αναφορά), είναι πιθανό ότι ο προαναφερθείς διάλογος προκλήθηκε ακριβώς από αυτό το μάθημα και ότι, συνεπώς, οι διδασκαλίες του Σπευσίππου και του Ξενοκράτη περί αρχών, τις οποίες μας μεταφέρει ο Αριστοτέλης, γεννήθηκαν σε εκείνη την περίσταση (για τον Ηρακλείδη και τον Εστιαῖο δεν μας έχει σωθεί τίποτε σχετικό με αυτό το ζήτημα). Ας δούμε λοιπόν κατ’ αρχάς τη θέση του Σπευσίππου. Γράφει ο Αριστοτέλης στα Μετά τα Φυσικά:
Ο Σπεύσιππος τοποθετεί πολλαπλά επίπεδα πραγματικότητας (ουσίας), ξεκινώντας από το Ένα, και θέτει αρχές για καθένα από αυτά: μια αρχή για τους αριθμούς και μια διαφορετική για τα μεγέθη, και στη συνέχεια μια αρχή για την ψυχή. Και με αυτόν τον τρόπο επεκτείνει τον αριθμό των επιπέδων της πραγματικότητας.
Είδαμε, σχετικά με τη συζήτηση περί των Ιδεών, ότι ο Σπεύσιππος αρνιόταν την ύπαρξή τους, λόγω των δυσκολιών στις οποίες οδηγούσε η παραδοχή τους, και έθετε στη θέση των Ιδεών, ως επίπεδα της πραγματικότητας υπερβατικά σε σχέση με τον αισθητό κόσμο, πρώτα τους μαθηματικούς αριθμούς, έπειτα τα γεωμετρικά μεγέθη και τέλος την ψυχή. Λοιπόν, από το παραπάνω χωρίο μαθαίνουμε ότι, θέτοντας μια διαφορετική αρχή για καθένα από αυτά τα επίπεδα, ξεκινούσε από το Ένα, δηλαδή έθετε το Ένα ως αρχή των μαθηματικών αριθμών. Σε αυτό, λοιπόν, ακολουθούσε τον δάσκαλο Πλάτωνα, με τη μόνη διαφορά ότι για τον Πλάτωνα το Ένα ήταν αρχή πρωτίστως των ιδεατών αριθμών, κατόπιν των Ιδεών, κατόπιν των μαθηματικών αριθμών και τέλος των αισθητών πραγμάτων· δηλαδή ήταν αρχή των πάντων· ενώ φαίνεται ότι για τον Σπεύσιππο ήταν μόνο των μαθηματικών αριθμών, και ότι τα άλλα επίπεδα της πραγματικότητας είχαν άλλες αρχές.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλα χωρία, πάλι του Αριστοτέλη, όπου λέγεται ότι εκείνοι που θέτουν μόνο τους μαθηματικούς αριθμούς, θεωρούν ότι αρχή τους είναι «το ίδιο το Ένα» (αὐτὸ τὸ ἕν), και έπειτα προστίθεται ότι, σύμφωνα με αυτούς, οι αριθμοί προέρχονται από το Ένα και την «Πολλαπλότητα» (πλῆθος), όχι από κάποια συγκεκριμένη πολλαπλότητα, όπως θα μπορούσε να είναι η Δυάδα, αλλά από μια καθολική Πολλαπλότητα. Συνεπώς και ο Σπεύσιππος, όπως ο Πλάτωνας, έθετε δύο υπέρτατες αρχές, αντίθετες μεταξύ τους, πράγμα που, κατά τη γνώμη μου, συμβάλλει στο να επιβεβαιωθεί ότι πράγματι στην Ακαδημία, όχι μόνο από τον Πλάτωνα, διδασκόταν μια θεωρία που όριζε δύο υπέρτατες και αντίθετες αρχές.
Ωστόσο, ενώ ως προς την πρώτη αρχή, δηλαδή το Ένα, ο Σπεύσιππος δεν αποκλίνει από τον Πλάτωνα, αφού το αντιλαμβανόταν ως Ιδέα (αντικρούοντας με αυτόν τον τρόπο, όπως δεν παραλείπει να παρατηρήσει ο Αριστοτέλης, την ίδια την άρνησή του για τις Ιδέες), ως προς τη δεύτερη αρχή ο Σπεύσιππος αποκλίνει, διότι δεν την αντιλαμβανόταν πλέον ως Δυάδα, θεωρώντας αυτήν ένα υπερβολικά ιδιαίτερο παράδειγμα πολλαπλότητας (moltitudine), αλλά την αντιλαμβανόταν ως την καθολική πολλαπλότητα, δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε ως ένα είδος Ιδέας της πολλαπλότητας, εάν αυτό δεν ερχόταν για άλλη μια φορά σε αντίθεση με την σπευσίππεια άρνηση της ύπαρξης των Ιδεών.
Το Ένα και η πολλαπλότητα, πάντως, δεν ήταν για τον Σπεύσιππο αρχές των πάντων, αλλά μόνο των μαθηματικών αριθμών. Ήδη τα γεωμετρικά μεγέθη είχαν διαφορετικές αρχές, που ήταν το σημείο, νοούμενο ως ένα τοποθετημένο στον χώρο, και – όπως λέει ο Αριστοτέλης – «μια ύλη παρόμοια με την Πολλαπλότητα», που πιθανότατα ήταν ακριβώς ο τόπος, ή ο χώρος. Από το σημείο και από αυτή την αντίθετη αρχή προέρχονταν, σύμφωνα με τον Σπεύσιππο, η γραμμή, η επιφάνεια και το στερεό, δηλαδή όλα τα γεωμετρικά μεγέθη, σύμφωνα με μια ακολουθία ανάλογη προς εκείνη που είδαμε να χρησιμοποιείται στη μείωση όλων των πραγμάτων στις αρχές, όπως την δίδασκε ο ίδιος ο Πλάτων στο μάθημα Περί του Αγαθού.
Κάθε επίπεδο της πραγματικότητας αποκτούσε έτσι δικές του αρχές, ξεχωριστές από εκείνες των άλλων επιπέδων, συνδεδεμένες μεταξύ τους μόνο με μια σχέση ομοιότητας, ήτοι αναλογίας: το σημείο βρίσκεται προς τη γραμμή όπως η μονάδα προς τον αριθμό.
Μια ακόμη σημαντική απόκλιση της διδασκαλίας των αρχών του Σπευσίππου σε σχέση με εκείνη του Πλάτωνα αφορά τη φύση του Ενός. Διότι για τον Πλάτωνα, όπως είδαμε, το Ένα ταυτιζόταν με το Αγαθό, ενώ ο Σπεύσιππος – σύμφωνα πάντοτε με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη – θα είχε αρνηθεί αυτή την ταύτιση, δηλαδή θα είχε τοποθετήσει το Αγαθό όχι στην αρχή, δηλαδή στο Ένα, αλλά σε ένα επόμενο επίπεδο της πραγματικότητας, πιθανότατα στην ψυχή.
Οι λόγοι αυτής της θέσης φαίνεται να είναι δύο: πρώτον, η παρατήρηση των έμβιων όντων (φυτών και ζώων), όπου η τελειότητα δεν βρίσκεται στην αρχή, δηλαδή στο σπέρμα, αλλά στο ενήλικο άτομο· δεύτερον, η ανεπιθύμητη συνέπεια της ταύτισης του Ενός με το Αγαθό, δηλαδή η ταύτιση της αρχής αντίθετης προς το Ένα, δηλαδή της Πολλαπλότητας, με το Κακό, πράγμα που θα σήμαινε ότι καθετί πολλαπλό θα ήταν κακό.
Συνεπώς, για τον Σπεύσιππο ούτε το Αγαθό ούτε το Κακό είναι αρχές. Με αυτόν τον τρόπο ο Σπεύσιππος έρχεται να διαρρήξει την ενότητα οντολογίας και αξιολογίας, ή μεταφυσικής και ηθικής, που αποτελεί ιδιαιτερότητα της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, με αποτέλεσμα η ηθική να καθίσταται ανεξάρτητη από τη διδασκαλία των αρχών.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε αυτό το σημείο η μαρτυρία του Αριστοτέλη επιβεβαιώνεται από μία μαρτυρία του Θεοφράστου, ο οποίος πιθανότατα είχε παρακολουθήσει κι εκείνος την Ακαδημία και επομένως είχε γνωρίσει τη σκέψη του Σπευσίππου. Δηλώνει πράγματι ο Θεόφραστος με κάπως επικριτικό ύφος:
«Μάταια μιλούν για τη φύση του όλου κάποιοι, όπως ο Σπεύσιππος, που υποστηρίζουν ότι η αξία (τὸ τίμιον) είναι σπάνια και τοποθετημένη στο κεντρικό τμήμα (της πραγματικότητας), ενώ τα άκρα βρίσκονται από τη μία και από την άλλη πλευρά».
Η άρνηση, εκ μέρους του Σπευσίππου, να ταυτίσει το Ένα με το Αγαθό θα είχε ως συνέπεια, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μία ορισμένη απροσδιοριστία της φύσης του Ενός, τέτοια ώστε το ίδιο το Ένα (τὸ ἓν αὐτό) να μην είναι «ούτε καν ένα καθορισμένο ον» (μηδὲ ὄν τι). Αυτή η μαρτυρία έχει συσχετιστεί με μία διατύπωση του Πρόκλου, που περιέχεται στο μέρος του σχολίου του στον Παρμενίδη του Πλάτωνα το οποίο μας έχει σωθεί μόνο στη λατινική μετάφραση του Γουλιέλμου του Μοερβέκε (του μεταφραστή που εργαζόταν για λογαριασμό του Θωμά Ακινάτη). Σύμφωνα με αυτήν, ο Σπεύσιππος θα είχε πει ότι «οι αρχαίοι (ο Πλάτων; οι Πυθαγόρειοι;) θεωρώντας το Ένα καλύτερο από το Είναι (unum melius ente putantes) και εκείνο από το οποίο το Είναι προέρχεται (et a quo est), απάλλαξαν το Ένα από την ιδιότητα που του αρμόζει ως αρχής· αλλά κατόπιν, φοβούμενοι μήπως ένα Ένα απολύτως απομονωμένο δεν θα μπορούσε να δώσει γένεση σε τίποτε περαιτέρω, παραδέχτηκαν ως αρχή των όντων και τη Ἄπειρη Δυάδα, συνεχίζοντας ωστόσο να αντιλαμβάνονται το Ένα ως ανώτερο από το Είναι».
Μερικοί μελετητές είδαν σε αυτή τη διατύπωση την απόδοση στον Σπεύσιππο της αντίληψης – που θα υιοθετηθεί αργότερα από τον Πλωτίνο – περί της υπεροχής του Ενός έναντι του Είναι, βασισμένης στο γεγονός ότι στην Πολιτεία ο ίδιος ο Πλάτων θα είχε τοποθετήσει την Ιδέα του Αγαθού «πέρα από την ουσία», δηλαδή πέρα από το Είναι. Άλλοι, αντιθέτως, αρνήθηκαν ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η διδασκαλία του Σπευσίππου, διότι αυτή, λέγοντας ότι το Ένα είναι «ανώτερο από το Είναι», αποδίδει στο Ένα την ιδιότητα του Αγαθού, πράγμα που ο Σπεύσιππος του αρνιόταν, και, θέτοντας ως δεύτερη αρχή την Ἄπειρη Δυάδα, αναπαριστά περισσότερο τη θέση του Πλάτωνα και του Ξενοκράτη (όπως θα δούμε) παρά εκείνη του Σπευσίππου.
Κατά τη γνώμη μου, είναι πιθανό εδώ ο Σπεύσιππος να ερμηνεύει με δικό του τρόπο τη διδασκαλία του Πλάτωνα, αποδίδοντάς του την παραδοχή της υπεροχής του Ενός-Αγαθού επί του Είναι, διδασκαλία που θα υιοθετηθεί αργότερα από τον Πλωτίνο. Εν ολίγοις, ο Σπεύσιππος δεν θα ήταν ο ίδιος ο πρόδρομος του Πλωτίνου, αλλά θα είχε ερμηνεύσει τον Πλάτωνα με τον ίδιο τρόπο που, επτά αιώνες αργότερα, θα τον ερμήνευε ο Πλωτίνος.
Φυσικά, ο Αριστοτέλης ασκεί κριτική στη μεγαλύτερη μερίδα των διατυπώσεων του Σπευσίππου σχετικά με τις αρχές, αν και στην πραγματικότητα υιοθετεί ορισμένες πτυχές της σύλληψής του. Κατ’ αρχάς, επικρίνει τη διατύπωση ότι αρχή των μαθηματικών αριθμών είναι το «ίδιο το Ένα», δηλαδή ένα ιδεατό Ένα, παρατηρώντας ότι αρχή των μαθηματικών αριθμών πρέπει να είναι ένα μαθηματικό ένα, δηλαδή η απλή μονάδα.
Κατά δεύτερον, επικρίνει τη διατύπωση ότι η δεύτερη αρχή των αριθμών είναι η Πολλαπλότητα, παρατηρώντας ότι αυτή είναι η ίδια αριθμός, για τον οποίο επιπλέον δεν είναι σαφές αν είναι πεπερασμένος ή άπειρος αριθμός, οπότε δεν μπορεί να είναι αρχή των αριθμών. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η επιλογή της Πολλαπλότητας ως δεύτερης αρχής είναι προτιμότερη από άλλες επιλογές που έγιναν στην Ακαδημία, δηλαδή από εκείνη της Ἀπείρου Δυάδος (του Πλάτωνα και του Ξενοκράτη), αν και εξακολουθεί να είναι ανεπαρκής· διότι, αν η δεύτερη αρχή, που είναι αντίθετη προς το Ένα, είναι η Πολλαπλότητα, δηλαδή το πολύ, η πρώτη αρχή θα έπρεπε να είναι το λίγο, αφού το αντίθετο του πολύ είναι το λίγο.
Εξάλλου, ο ίδιος ο Αριστοτέλης σε διάφορα σημεία δηλώνει ότι όλα τα αντίθετα ανάγονται στο ένα και στους πολλούς, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο προκύπτουν ως αρχές των αντιθέτων, έστω κι αν για τον Αριστοτέλη το «ένα» και το «πολλαπλό» λέγονται με πολλούς τρόπους.
Έπειτα, ο Αριστοτέλης ασκεί κριτική στη διαίρεση της πραγματικότητας σε επίπεδα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, καθένα με δικές του αρχές, δηλώνοντας ότι πρόκειται για μια «επεισοδιακή πραγματικότητα», η οποία μοιάζει με μια «κακή τραγωδία», αποτελούμενη από αποσπασματικά επεισόδια. Δηλώνει πράγματι:
«Όποιος δεν ικανοποιείται υπερβολικά εύκολα, θα θέσει το πρόβλημα πώς κανένα από τα μαθηματικά όντα και τους αριθμούς γενικά δεν βρίσκεται σε αμοιβαία σχέση, εκείνοι που προηγούνται με εκείνους που έπονται· αυτοί που λένε ότι υπάρχουν μόνο τα μαθηματικά όντα, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ο αριθμός, θα έπρεπε να παραδεχθούν τις μεγέθειες, κι αν δεν υπήρχαν αυτές, θα έπρεπε παρ’ όλα αυτά να παραδεχθούν ότι υπάρχουν η ψυχή, τα σώματα, τα αισθητά όντα. Αλλά η πραγματικότητα του όλου μοιάζει με μια κακή τραγωδία, φτιαγμένη από ασύνδετα επεισόδια».
Κι όμως, όπως θα δούμε, ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα τείνει να πολλαπλασιάζει τις αρχές, υποστηρίζοντας ότι κάθε ον έχει εκείνες που του είναι ίδιες και ότι οι αρχές είναι ίδιες για όλα τα όντα μόνο κατ’ αναλογία. Είναι επίσης αλήθεια ότι, πέρα από τις διαφορετικές αρχές, που συνδέονται μόνο μέσω της αναλογίας, ο Αριστοτέλης θα παραδεχθεί και μία αρχή μοναδική ως προς τον αριθμό, δηλαδή ταυτόσημη, για όλα τα όντα, αλλά ως πρώτη κινητήρια αιτία.
Εν ολίγοις, ο Αριστοτέλης φαίνεται να υιοθετεί, έστω και σιωπηρά, ορισμένες πτυχές της διδασκαλίας των αρχών του Σπευσίππου, κυρίως την αντίθεση μεταξύ των αρχών, την πολλαπλότητά τους, τη σχέση αναλογίας που ισχύει ανάμεσά τους, ενώ ταυτόχρονα επικρίνει ανοιχτά πολλές άλλες, όπως την ασάφεια της φύσης των αρχών, ταλαντευόμενη ανάμεσα στον ιδεατό και στον μαθηματικό χαρακτήρα, την παραίτηση από το να θεωρηθεί το Αγαθό ως αρχή, και την έλλειψη αιτιώδους δεσμού ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα της πραγματικότητας.
Ωστόσο, παραμένει το γεγονός ότι ο Σπεύσιππος φαίνεται να προσπάθησε να οικοδομήσει μια σύλληψη των αρχών διαφορετική από εκείνη του Πλάτωνα, η οποία σε πολλά σημεία προαναγγέλλει, όπως θα δούμε, εκείνη του Αριστοτέλη.
Συνεχίζεται
5. Ξενοκράτης: αποκατάσταση και θεοποίηση των πλατωνικών αρχών
Ο Σπεύσιππος τοποθετεί πολλαπλά επίπεδα πραγματικότητας (ουσίας), ξεκινώντας από το Ένα, και θέτει αρχές για καθένα από αυτά: μια αρχή για τους αριθμούς και μια διαφορετική για τα μεγέθη, και στη συνέχεια μια αρχή για την ψυχή. Και με αυτόν τον τρόπο επεκτείνει τον αριθμό των επιπέδων της πραγματικότητας.
Είδαμε, σχετικά με τη συζήτηση περί των Ιδεών, ότι ο Σπεύσιππος αρνιόταν την ύπαρξή τους, λόγω των δυσκολιών στις οποίες οδηγούσε η παραδοχή τους, και έθετε στη θέση των Ιδεών, ως επίπεδα της πραγματικότητας υπερβατικά σε σχέση με τον αισθητό κόσμο, πρώτα τους μαθηματικούς αριθμούς, έπειτα τα γεωμετρικά μεγέθη και τέλος την ψυχή. Λοιπόν, από το παραπάνω χωρίο μαθαίνουμε ότι, θέτοντας μια διαφορετική αρχή για καθένα από αυτά τα επίπεδα, ξεκινούσε από το Ένα, δηλαδή έθετε το Ένα ως αρχή των μαθηματικών αριθμών. Σε αυτό, λοιπόν, ακολουθούσε τον δάσκαλο Πλάτωνα, με τη μόνη διαφορά ότι για τον Πλάτωνα το Ένα ήταν αρχή πρωτίστως των ιδεατών αριθμών, κατόπιν των Ιδεών, κατόπιν των μαθηματικών αριθμών και τέλος των αισθητών πραγμάτων· δηλαδή ήταν αρχή των πάντων· ενώ φαίνεται ότι για τον Σπεύσιππο ήταν μόνο των μαθηματικών αριθμών, και ότι τα άλλα επίπεδα της πραγματικότητας είχαν άλλες αρχές.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλα χωρία, πάλι του Αριστοτέλη, όπου λέγεται ότι εκείνοι που θέτουν μόνο τους μαθηματικούς αριθμούς, θεωρούν ότι αρχή τους είναι «το ίδιο το Ένα» (αὐτὸ τὸ ἕν), και έπειτα προστίθεται ότι, σύμφωνα με αυτούς, οι αριθμοί προέρχονται από το Ένα και την «Πολλαπλότητα» (πλῆθος), όχι από κάποια συγκεκριμένη πολλαπλότητα, όπως θα μπορούσε να είναι η Δυάδα, αλλά από μια καθολική Πολλαπλότητα. Συνεπώς και ο Σπεύσιππος, όπως ο Πλάτωνας, έθετε δύο υπέρτατες αρχές, αντίθετες μεταξύ τους, πράγμα που, κατά τη γνώμη μου, συμβάλλει στο να επιβεβαιωθεί ότι πράγματι στην Ακαδημία, όχι μόνο από τον Πλάτωνα, διδασκόταν μια θεωρία που όριζε δύο υπέρτατες και αντίθετες αρχές.
Ωστόσο, ενώ ως προς την πρώτη αρχή, δηλαδή το Ένα, ο Σπεύσιππος δεν αποκλίνει από τον Πλάτωνα, αφού το αντιλαμβανόταν ως Ιδέα (αντικρούοντας με αυτόν τον τρόπο, όπως δεν παραλείπει να παρατηρήσει ο Αριστοτέλης, την ίδια την άρνησή του για τις Ιδέες), ως προς τη δεύτερη αρχή ο Σπεύσιππος αποκλίνει, διότι δεν την αντιλαμβανόταν πλέον ως Δυάδα, θεωρώντας αυτήν ένα υπερβολικά ιδιαίτερο παράδειγμα πολλαπλότητας (moltitudine), αλλά την αντιλαμβανόταν ως την καθολική πολλαπλότητα, δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε ως ένα είδος Ιδέας της πολλαπλότητας, εάν αυτό δεν ερχόταν για άλλη μια φορά σε αντίθεση με την σπευσίππεια άρνηση της ύπαρξης των Ιδεών.
Το Ένα και η πολλαπλότητα, πάντως, δεν ήταν για τον Σπεύσιππο αρχές των πάντων, αλλά μόνο των μαθηματικών αριθμών. Ήδη τα γεωμετρικά μεγέθη είχαν διαφορετικές αρχές, που ήταν το σημείο, νοούμενο ως ένα τοποθετημένο στον χώρο, και – όπως λέει ο Αριστοτέλης – «μια ύλη παρόμοια με την Πολλαπλότητα», που πιθανότατα ήταν ακριβώς ο τόπος, ή ο χώρος. Από το σημείο και από αυτή την αντίθετη αρχή προέρχονταν, σύμφωνα με τον Σπεύσιππο, η γραμμή, η επιφάνεια και το στερεό, δηλαδή όλα τα γεωμετρικά μεγέθη, σύμφωνα με μια ακολουθία ανάλογη προς εκείνη που είδαμε να χρησιμοποιείται στη μείωση όλων των πραγμάτων στις αρχές, όπως την δίδασκε ο ίδιος ο Πλάτων στο μάθημα Περί του Αγαθού.
Κάθε επίπεδο της πραγματικότητας αποκτούσε έτσι δικές του αρχές, ξεχωριστές από εκείνες των άλλων επιπέδων, συνδεδεμένες μεταξύ τους μόνο με μια σχέση ομοιότητας, ήτοι αναλογίας: το σημείο βρίσκεται προς τη γραμμή όπως η μονάδα προς τον αριθμό.
Μια ακόμη σημαντική απόκλιση της διδασκαλίας των αρχών του Σπευσίππου σε σχέση με εκείνη του Πλάτωνα αφορά τη φύση του Ενός. Διότι για τον Πλάτωνα, όπως είδαμε, το Ένα ταυτιζόταν με το Αγαθό, ενώ ο Σπεύσιππος – σύμφωνα πάντοτε με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη – θα είχε αρνηθεί αυτή την ταύτιση, δηλαδή θα είχε τοποθετήσει το Αγαθό όχι στην αρχή, δηλαδή στο Ένα, αλλά σε ένα επόμενο επίπεδο της πραγματικότητας, πιθανότατα στην ψυχή.
Οι λόγοι αυτής της θέσης φαίνεται να είναι δύο: πρώτον, η παρατήρηση των έμβιων όντων (φυτών και ζώων), όπου η τελειότητα δεν βρίσκεται στην αρχή, δηλαδή στο σπέρμα, αλλά στο ενήλικο άτομο· δεύτερον, η ανεπιθύμητη συνέπεια της ταύτισης του Ενός με το Αγαθό, δηλαδή η ταύτιση της αρχής αντίθετης προς το Ένα, δηλαδή της Πολλαπλότητας, με το Κακό, πράγμα που θα σήμαινε ότι καθετί πολλαπλό θα ήταν κακό.
Συνεπώς, για τον Σπεύσιππο ούτε το Αγαθό ούτε το Κακό είναι αρχές. Με αυτόν τον τρόπο ο Σπεύσιππος έρχεται να διαρρήξει την ενότητα οντολογίας και αξιολογίας, ή μεταφυσικής και ηθικής, που αποτελεί ιδιαιτερότητα της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, με αποτέλεσμα η ηθική να καθίσταται ανεξάρτητη από τη διδασκαλία των αρχών.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε αυτό το σημείο η μαρτυρία του Αριστοτέλη επιβεβαιώνεται από μία μαρτυρία του Θεοφράστου, ο οποίος πιθανότατα είχε παρακολουθήσει κι εκείνος την Ακαδημία και επομένως είχε γνωρίσει τη σκέψη του Σπευσίππου. Δηλώνει πράγματι ο Θεόφραστος με κάπως επικριτικό ύφος:
«Μάταια μιλούν για τη φύση του όλου κάποιοι, όπως ο Σπεύσιππος, που υποστηρίζουν ότι η αξία (τὸ τίμιον) είναι σπάνια και τοποθετημένη στο κεντρικό τμήμα (της πραγματικότητας), ενώ τα άκρα βρίσκονται από τη μία και από την άλλη πλευρά».
Η άρνηση, εκ μέρους του Σπευσίππου, να ταυτίσει το Ένα με το Αγαθό θα είχε ως συνέπεια, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μία ορισμένη απροσδιοριστία της φύσης του Ενός, τέτοια ώστε το ίδιο το Ένα (τὸ ἓν αὐτό) να μην είναι «ούτε καν ένα καθορισμένο ον» (μηδὲ ὄν τι). Αυτή η μαρτυρία έχει συσχετιστεί με μία διατύπωση του Πρόκλου, που περιέχεται στο μέρος του σχολίου του στον Παρμενίδη του Πλάτωνα το οποίο μας έχει σωθεί μόνο στη λατινική μετάφραση του Γουλιέλμου του Μοερβέκε (του μεταφραστή που εργαζόταν για λογαριασμό του Θωμά Ακινάτη). Σύμφωνα με αυτήν, ο Σπεύσιππος θα είχε πει ότι «οι αρχαίοι (ο Πλάτων; οι Πυθαγόρειοι;) θεωρώντας το Ένα καλύτερο από το Είναι (unum melius ente putantes) και εκείνο από το οποίο το Είναι προέρχεται (et a quo est), απάλλαξαν το Ένα από την ιδιότητα που του αρμόζει ως αρχής· αλλά κατόπιν, φοβούμενοι μήπως ένα Ένα απολύτως απομονωμένο δεν θα μπορούσε να δώσει γένεση σε τίποτε περαιτέρω, παραδέχτηκαν ως αρχή των όντων και τη Ἄπειρη Δυάδα, συνεχίζοντας ωστόσο να αντιλαμβάνονται το Ένα ως ανώτερο από το Είναι».
Μερικοί μελετητές είδαν σε αυτή τη διατύπωση την απόδοση στον Σπεύσιππο της αντίληψης – που θα υιοθετηθεί αργότερα από τον Πλωτίνο – περί της υπεροχής του Ενός έναντι του Είναι, βασισμένης στο γεγονός ότι στην Πολιτεία ο ίδιος ο Πλάτων θα είχε τοποθετήσει την Ιδέα του Αγαθού «πέρα από την ουσία», δηλαδή πέρα από το Είναι. Άλλοι, αντιθέτως, αρνήθηκαν ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η διδασκαλία του Σπευσίππου, διότι αυτή, λέγοντας ότι το Ένα είναι «ανώτερο από το Είναι», αποδίδει στο Ένα την ιδιότητα του Αγαθού, πράγμα που ο Σπεύσιππος του αρνιόταν, και, θέτοντας ως δεύτερη αρχή την Ἄπειρη Δυάδα, αναπαριστά περισσότερο τη θέση του Πλάτωνα και του Ξενοκράτη (όπως θα δούμε) παρά εκείνη του Σπευσίππου.
Κατά τη γνώμη μου, είναι πιθανό εδώ ο Σπεύσιππος να ερμηνεύει με δικό του τρόπο τη διδασκαλία του Πλάτωνα, αποδίδοντάς του την παραδοχή της υπεροχής του Ενός-Αγαθού επί του Είναι, διδασκαλία που θα υιοθετηθεί αργότερα από τον Πλωτίνο. Εν ολίγοις, ο Σπεύσιππος δεν θα ήταν ο ίδιος ο πρόδρομος του Πλωτίνου, αλλά θα είχε ερμηνεύσει τον Πλάτωνα με τον ίδιο τρόπο που, επτά αιώνες αργότερα, θα τον ερμήνευε ο Πλωτίνος.
Φυσικά, ο Αριστοτέλης ασκεί κριτική στη μεγαλύτερη μερίδα των διατυπώσεων του Σπευσίππου σχετικά με τις αρχές, αν και στην πραγματικότητα υιοθετεί ορισμένες πτυχές της σύλληψής του. Κατ’ αρχάς, επικρίνει τη διατύπωση ότι αρχή των μαθηματικών αριθμών είναι το «ίδιο το Ένα», δηλαδή ένα ιδεατό Ένα, παρατηρώντας ότι αρχή των μαθηματικών αριθμών πρέπει να είναι ένα μαθηματικό ένα, δηλαδή η απλή μονάδα.
Κατά δεύτερον, επικρίνει τη διατύπωση ότι η δεύτερη αρχή των αριθμών είναι η Πολλαπλότητα, παρατηρώντας ότι αυτή είναι η ίδια αριθμός, για τον οποίο επιπλέον δεν είναι σαφές αν είναι πεπερασμένος ή άπειρος αριθμός, οπότε δεν μπορεί να είναι αρχή των αριθμών. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η επιλογή της Πολλαπλότητας ως δεύτερης αρχής είναι προτιμότερη από άλλες επιλογές που έγιναν στην Ακαδημία, δηλαδή από εκείνη της Ἀπείρου Δυάδος (του Πλάτωνα και του Ξενοκράτη), αν και εξακολουθεί να είναι ανεπαρκής· διότι, αν η δεύτερη αρχή, που είναι αντίθετη προς το Ένα, είναι η Πολλαπλότητα, δηλαδή το πολύ, η πρώτη αρχή θα έπρεπε να είναι το λίγο, αφού το αντίθετο του πολύ είναι το λίγο.
Εξάλλου, ο ίδιος ο Αριστοτέλης σε διάφορα σημεία δηλώνει ότι όλα τα αντίθετα ανάγονται στο ένα και στους πολλούς, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο προκύπτουν ως αρχές των αντιθέτων, έστω κι αν για τον Αριστοτέλη το «ένα» και το «πολλαπλό» λέγονται με πολλούς τρόπους.
Έπειτα, ο Αριστοτέλης ασκεί κριτική στη διαίρεση της πραγματικότητας σε επίπεδα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, καθένα με δικές του αρχές, δηλώνοντας ότι πρόκειται για μια «επεισοδιακή πραγματικότητα», η οποία μοιάζει με μια «κακή τραγωδία», αποτελούμενη από αποσπασματικά επεισόδια. Δηλώνει πράγματι:
«Όποιος δεν ικανοποιείται υπερβολικά εύκολα, θα θέσει το πρόβλημα πώς κανένα από τα μαθηματικά όντα και τους αριθμούς γενικά δεν βρίσκεται σε αμοιβαία σχέση, εκείνοι που προηγούνται με εκείνους που έπονται· αυτοί που λένε ότι υπάρχουν μόνο τα μαθηματικά όντα, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ο αριθμός, θα έπρεπε να παραδεχθούν τις μεγέθειες, κι αν δεν υπήρχαν αυτές, θα έπρεπε παρ’ όλα αυτά να παραδεχθούν ότι υπάρχουν η ψυχή, τα σώματα, τα αισθητά όντα. Αλλά η πραγματικότητα του όλου μοιάζει με μια κακή τραγωδία, φτιαγμένη από ασύνδετα επεισόδια».
Κι όμως, όπως θα δούμε, ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα τείνει να πολλαπλασιάζει τις αρχές, υποστηρίζοντας ότι κάθε ον έχει εκείνες που του είναι ίδιες και ότι οι αρχές είναι ίδιες για όλα τα όντα μόνο κατ’ αναλογία. Είναι επίσης αλήθεια ότι, πέρα από τις διαφορετικές αρχές, που συνδέονται μόνο μέσω της αναλογίας, ο Αριστοτέλης θα παραδεχθεί και μία αρχή μοναδική ως προς τον αριθμό, δηλαδή ταυτόσημη, για όλα τα όντα, αλλά ως πρώτη κινητήρια αιτία.
Εν ολίγοις, ο Αριστοτέλης φαίνεται να υιοθετεί, έστω και σιωπηρά, ορισμένες πτυχές της διδασκαλίας των αρχών του Σπευσίππου, κυρίως την αντίθεση μεταξύ των αρχών, την πολλαπλότητά τους, τη σχέση αναλογίας που ισχύει ανάμεσά τους, ενώ ταυτόχρονα επικρίνει ανοιχτά πολλές άλλες, όπως την ασάφεια της φύσης των αρχών, ταλαντευόμενη ανάμεσα στον ιδεατό και στον μαθηματικό χαρακτήρα, την παραίτηση από το να θεωρηθεί το Αγαθό ως αρχή, και την έλλειψη αιτιώδους δεσμού ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα της πραγματικότητας.
Ωστόσο, παραμένει το γεγονός ότι ο Σπεύσιππος φαίνεται να προσπάθησε να οικοδομήσει μια σύλληψη των αρχών διαφορετική από εκείνη του Πλάτωνα, η οποία σε πολλά σημεία προαναγγέλλει, όπως θα δούμε, εκείνη του Αριστοτέλη.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου