Συνέχεια από: Τετάρτη 3 Μαίου 2017
Martin Heidegger und die Weltgeschichte des Nichts
Του Gotthard Günther
από την συλλογή: Guzzolini (εκδότης): 'Nachdenken über Heidegger', Hildesheim, 1980
Μέρος 3ο
Από την άλλη όμως η κυβερνητική, με την οποία ο Heidegger ασχολήθηκε πολύ επιφανειακά, έθεσε ερωτήσεις για την ουσία της υποκειμενικότητας, οι οποίες είχαν επιστημονική μορφή. Στον ιστορικό χώρο ο οποίος είχε προηγηθεί, όχι μόνο δεν υπήρχε δυνατότητα να απαντηθούν αυτές οι ερωτήσεις, αλλά ρητά και συνειδητά είχαν εμποδισθεί να τεθούν. Εάν στην φιλοσοφία γινόταν λόγος γι' αυτές, απωθούνταν στον περιθωριακό χώρο τού μυστικισμού, και τις καθήλωνε στον χώρο του αλόγου, όπου κάθε προσπάθεια να τεθούν επιστημονικά ερωτήματα, ήταν εξ' αρχής καταδικασμένη. Αφού η γνώση είναι πάντα ενθύμηση, μια θέση που και ο Heidegger αποδεχόταν, δεν ήταν δυνατόν να τεθεί το ερώτημα, αν στον ιστορικό χώρο του μέλλοντος θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί μια πιο βαθιά και εκτεταμένη μορφή της ιστορικής ψυχικής ύπαρξης. Μια ψυχική ύπαρξη, για την οποία ο χώρος δράσης του αντικειμενικού πνεύματος, εντός ενός μόνο τοπικού ανώτερου πολιτισμού, θα ήταν πολύ στενός. Έτσι, ενώπιον του μέλλοντος, επέρχεται η δήλωση χρεωκοπίας, που στον Heidegger εκφράζεται με την κραυγή: “Μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει”, που στον Gehlen (“Einblicke”, Frankfurt a.M. 1975) εκφράζεται με τα λόγια: «Όχι πια μια τρελή μεγαλόπρεπη πίστη, όχι πια ανοικτοί ορίζοντες, όχι Fata Morgana, όχι πια ουτοπίες που φέρνουν αγκομαχητό, αλλά το ξεδίπλωμα, η δουλειά (υποχρέωση). Και ποιος από μας ήθελε να πει, πως δεν το αισθάνεται ήδη; Έτσι θα ήταν αναμενόμενη μια κατάσταση, την οποία εδώ και χρόνια χαρακτηρίζω με την έκφραση “μεταϊστορία” (σελ. 126)». Ο άνθρωπος συνεχίζει να ζει φυσικά (δηλ. ως αντίποδας στο πνευματικό) ως δίποδο μυρμήγκι που μπορεί να μιλά, ιστορία όμως δεν έχει. Ή ακριβέστερα: και η φιλοσοφία του Gehlen δεν προσφέρει δυνατότητες, για να δούμε πιο απομακρυσμένους ιστορικούς ορίζοντες. Γνωρίζουμε ήδη πως για τον Spengler η ιστορία, την οποία κατανοεί ως αντίθεση του ανθρώπου έναντι στη φύση, τελειώνει μαζί με την φαουστική κουλτούρα, αν και θεωρεί πιθανό να εμφανιστεί “ένας θολός επίγονος” (Mensch und Technik, München, 1931).
Είναι χαρακτηριστικό πως και οι τρεις στοχαστές, που ανήκουν στα σημαντικότερα κεφάλια του 20ου αιώνα, επιδεικνύουν στα γραπτά τους μια ανεπαρκή σχέση με την τεχνολογία. Αποδέχονται την λίγο ή πολύ υποβόσκουσα προϋπόθεση, πως η τεχνολογία ανέβηκε στην κορυφή της, και πως στον τομέα αυτόν δεν μπορεί να έρθει τίποτα πιο ισχυρό. Φυσικά και έχει δίκαιο ο Spengler, όταν λέει πως ο άνθρωπος έχει ήδη χάσει τον αγώνα ενάντια στη φύση, αν δεν είναι ικανός να χρησιμοποιήσει άλλα μέσα από εκείνα που είχε στη διάθεση του την δεκαετία του 30. Και ο Spengler έχει πιθανόν δίκαιο και με μια βαθύτερη έννοια, ότι δηλ. ο άνθρωπος θα χάνει πάντα ένα τέτοιο αγώνα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει με τίποτα πως ο αγώνας αυτός, αν και χωρίς ελπίδα, έφτασε σήμερα στο τέλος του. Αυτή η μικρόψυχη πίστη βασίζεται στην προϋπόθεση πως η τεχνολογία δεν είναι σε θέση να προσφέρει όπλα μιας ανώτερης τάξεως. Τεχνικά μέσα απέναντι στα οποία και τα πιο εκλεπτυσμένα φυσικά μέσα του παρόντος, μοιάζουν σαν κάρο που τραβούν βόδια συγκρινόμενο με ένα διαστημόπλοιο. Μπρος σε αυτές τις προοπτικές, μπορεί μόνο να αποτύχει, ένας στοχαστής σαν τον Heidegger, ο οποίος γύρισε υποτιμητικά την πλάτη στην “λογιστική (μαθηματική) σκέψη”. Ο Spengler επίσης μπορεί μόνο να αποτύχει, γιατί -όπως παρουσιάζει τα πράγματα στον δεύτερο τόμο του έργου του “Der Untergang des Abendlandes”- γι' αυτόν, όλη η μέχρι τώρα τεχνολογική σκέψη, υπήρξε το τελικό και ακρότατο απόσταγμα της μεταφυσικής και του Χριστιανισμού. Στις αρχές της δεκαετίας του 20, προφητικά ήχησαν τα λόγια, που βρίσκονται στο τελευταίο κεφάλαιο του τόμου αυτού: “η φύση θα εξαντληθεί, η γήινη σφαίρα θα θυσιαστεί ως ενέργεια, στο βωμό της φαουστικής σκέψης”. Σήμερα αυτό δεν είναι πια προφητεία, είναι απλή περιγραφή του παρόντος μας. Ο Spengler δεν έχει μια άποψη για το μέλλον η οποία πάει πιο μακριά. Και επειδή ερμηνεύει την τεχνολογία αποκλειστικά ως το τελευταίο, απόλυτα γενικό και δεσμευτικό απόσταγμα ενός πνευματικού παρελθόντος, δεν είναι σε θέση, όπως και ο Heidegger, να δει περαιτέρω διαστάσεις της παγκόσμιας ιστορίας.
Εδώ πρέπει να ειπωθεί με κάθε αποφασιστικότητα και σαφήνεια, πως δεν υπάρχει κανένας άλλος δρόμος προς την μελλοντική παγκόσμια ιστορία, εκτός από αυτόν που έχει ως γέφυρα την τεχνολογία. Η τεχνολογία είναι ο μοναδικός φύλακας εκείνης της πνευματικότητας των προηγούμενων εποχών, η οποία είχε αποδειχθεί άξια στον αγώνα κατά της ύλης - δηλαδή των φυσικών δυνάμεων. Αν ήρθε το τέλος της τεχνολογίας, επειδή και η φυσική βρίσκεται στο τέλος της -κάτι που πιστεύει και ο Gehlen- τότε δεν υπάρχει καμιά γέφυρα προς μια παγκόσμια ιστορία του μέλλοντος. Το συμπέρασμα είναι διαφωτιστικό: επειδή η τεχνολογία όπως την ξέρουμε, προσέλαβε την πνευματική της ώθηση από την μεταφυσική του Είναι, και επειδή αυτή η μεταφυσική είναι στα τελευταία της, πάει να πει πως και τεχνολογία τελειώνει; Αυτό το συμπέρασμα δεν είναι χωρίς προβλήματα.
Ο χώρος της τεχνολογίας, στο θεωρητικό υπόβαθρο τού οποίου ανήκουν τα μαθηματικά και η φυσική, και όπου πρόσφατα προστέθηκε η βιολογία, είναι για την παράδοση κάτι που δεν έχει καμία σχέση με το πνεύμα. Αυτή είναι μια απόφανση, η οποία είναι αδιαμφισβήτητα ορθή, εφόσον το πνεύμα κατάγεται (ριζώνει) από την διαξιακή αριστοτελική μεταφυσική. Αυτό το πνεύμα όμως μπόρεσε να αναπτυχθεί, μόνο και μόνο επειδή απωθούσε βάναυσα στην σκουπιδαποθήκη της ιστορίας, τα θέματα που του ήταν αντίθετα. Παραδείγματα τέτοιων ιστορικών σκουπιδιών είναι μεταξύ άλλων ο μυστικισμός των αριθμών των πυθαγορείων, η διδασκαλία περί αριθμών του Πλάτωνα που εξέθεσε σε γεροντική ηλικία στο μάθημα Περί ταγαθού (που ο Αριστοτέλης υποτιμητικά παραμερίζει), σημαντικά στοιχεία του γνωστικισμού, ο Raimundus Lullus, ο Jacob Böhme και άλλοι. Αυτό που στην τεχνολογία της δύσεως εκφράστηκε ως το τελευταίο και τελειωτικό απόσταγμα, είναι μόνο εκείνα τα υπερβατικά θέματα, τα οποία έτυχαν επεξεργασίας στο παρελθόν, και που βρήκαν εφαρμογή. Για τον λόγο αυτό, τα θέματα αυτά δεν έχουν πουθενά αναφορά στο μέλλον. Και ο φιλόσοφος, ο οποίος ταυτίζει την μεταφυσική και την θεωρία του υπερβατικού, με αυτά τα θέματα, εμποδίζει μόνος του την θέα προς μια παγκόσμια ιστορία, η οποία θα έπρεπε να βρίσκεται κάτω από ένα άλλο, ριζικά νέο άστρο-οδηγό.
Μια γεύση παίρνουμε από το έργο “Holzwege”, όπου ο Heidegger ρωτά: “Βρισκόμαστε στην παραμονή της πιο τρομακτικής αλλαγής ολόκληρης της γης και του χρόνου και του ιστορικού χώρου μέσα στον οποίο αυτή (η γη) υφίσταται; Βρισκόμαστε μπρος στο βράδυ μιας νύχτας που οδηγεί σε ένα άλλο πρωί; Είμαστε στα πρόθυρα να εισέλθουμε στην χώρα της ιστορίας όπου ανήκει αυτή η νύχτα της γης; Ή μήπως τώρα εμφανίζεται η χώρα της νύχτας; Θα γίνει αυτή η χώρα της νύχτας (Abend-Land στο κείμενο, Abendland: σε απευθείας μετάφραση η εσπερία, το όνομα της δύσεως στα γερμανικά), που απλώνεται σε δύση και ανατολή, και σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο χώρος της ιστορίας αυτού που από την αρχή ήταν μοιραίο; Είμαστε εμείς οι σημερινοί, άνθρωποι της νύχτας, με μια έννοια η οποία ανατέλλει με την μετάβαση μας στην νύχτα του κόσμου; Τί μας χρειάζονται όλες οι φιλοσοφίες της ιστορίας, οι οποίες έχουν μόνο ιστορική σκέψη, όταν εξηγούν την ιστορία μόνο με ιστορικά δεδομένα που μπορούν να παραβλεφθούν, και χωρίς να παίρνουν τα θεμέλια των ερμηνειών τους από την ουσία της ιστορίας, και αυτήν (ουσία) με την σειρά της από το Είναι; Είμαστε οι αργοπορημένοι; Είμαστε όμως ταυτόχρονα και οι προάγγελοι εκείνου του πρωινού, μιας εντελώς άλλης κοσμικής εποχής, η οποία άφησε πίσω της τις σημερινές ιστορικές αντιλήψεις περί ιστορίας;” (Αναξίμανδρος, 300)
Ο Heidegger θέτει τα ερωτήματα αυτά με μεγάλη έμφαση, δεν τα απαντάει όμως. Το ερώτημα για την αλήθεια του Είναι κάθε υπαρκτού, είναι στη σκέψη του Heidegger το κυρίαρχο θέμα για κάθε ιστορική ύπαρξη. Το ότι αυτό το θέμα μπορεί να ξεπεραστεί, πράγμα το οποίο, είτε η ιστορική σκέψη το απέφυγε, είτε δεν επετράπει να μπει στο οπτικό της πεδίο, ο Heidegger δεν μπορεί να το φανταστεί.
Μεταξύ των ιδεών που η προηγούμενη ιστορία παραμέρισε, θα μπορούσαν να αναφερθούν ακόμα δυο, τις οποίες επίτηδες αγνοήσαμε, για να τις τονίσουμε αργότερα με μεγαλύτερη έμφαση. Κατά πρώτον πρόκειται για το δόγμα του απόλυτου αρνητισμού, όπως αντιπροσωπεύεται στη διδασκαλία γνωστή με το όνομα Sunyava στον ύστερο βουδισμό, και η οποία έχει φωλιάσει και στην αποφατική θεολογία του Αρεοπαγίτη[Είναι η φιλοσοφία τού Παρμενίδη]. Κατά δεύτερον πρόκειται για την διδασκαλία περί του πρωτείου τής βουλήσεως, η οποία εκδηλώνεται ως αντίθεση στον θωμισμό. Και η διδασκαλία αυτή επίσης απωθήθηκε στα αζήτητα της ιστορίας, ώστε σήμερα δεν διαθέτουμε καμιά θεωρία περί βουλήσεως και ελευθερίας, που να είναι έστω στο περίπου ισάξια με την καλά αναπτυγμένη θεωρία μας περί σκέψης. Εδώ φαίνεται η απουσία του μέλλοντος από την φιλοσοφία του Heidegger. Γιατί ο Schelling, ένας στοχαστής που στην ύστερη εποχή του όλο και πιο πολύ πλησίαζε εσωτερικά τον Duns Scotus, λέει χαρακτηριστικά, πως το Είναι είναι μόνο παρελθούσα ελευθερία. Προκύπτει λοιπόν, πως καμιά διδασκαλία περί του όντος, έτσι όπως τίθεται ως το κεντρικό πρόβλημα στην φιλοσοφία του Heidegger, δεν υποδεικνύει το μέλλον. Το πρόβλημα της βουλήσεως[τής πράξεως], το οποίο υποδεικνύει το μέλλον και σηματοδοτεί τον ερχομό του, δεν μπορεί να διαπραγματευθεί στο φιλοσοφικό έδαφος μιας διδασκαλίας περί του Είναι. Για τον λόγο αυτό η φιλοσοφία που μέχρι τωρα υπήρξε, δεν αντιλαμβάνεται σωστά τον ρόλο της τεχνολογίας. Γι' αυτήν η ικανότητα της τεχνολογίας βρίσκεται αποκλειστικά στο τέλος μιας ανάπτυξης. Δεν μπορεί να συλλάβει πως σήμερα βρισκόμαστε σε μια μοναδική και πρωτοεμφανιζόμενη ιστορική κατάσταση, όπου η τεχνολογία βρίσκεται στην αρχή μιας ιστορικής εποχής, όπου η σκέψη ακολουθεί κουτσαίνοντας, γιατί πρέπει να περιμένει τις αφορμές που της προσφέρει η τεχνολογική βούληση. Για την βούληση όμως πρέπει να πούμε πως βούλεται, έτσι απλά και χωρίς λόγο. Η θεωρητική υποστήριξη και δικαιολόγηση, έρχεται εκ των υστέρων και εξαρτάται πλήρως από το ερώτημα: Τί μπορεί κανείς να βούλεται; Δηλαδή τί είναι φυσικά δυνατόν; Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα εξαρτάται από την αντίστοιχη κατάσταση(επίπεδο) της τεχνολογίας, και από τις μελλοντικές προοπτικές που προκύπτουν από τις επιδόσεις της τεχνολογίας.
Η μεταφυσική της ιστορίας του Spengler υποστηρίζει -όπως ήδη επισημάνθηκε- πως η ανθρώπινη ιστορία είναι εν τέλει μια επανάσταση κατά της φύσεως. Και πως μεσα στην φαουστική κουλτούρα, ο αγώνας μεταξύ φύσεως και ανθρώπου, ο οποίος ξεκίνησε με την ιστορική ύπαρξη του ανθρώπου, έχει οδηγηθεί στο τέλος του. Με άλλα λόγια δεν υπάρχουν τάχα ισχυρότερα τεχνικά μέσα, με τα οποία ο αγώνας αυτός θα μπορούσε να συνεχιστεί σε άλλα επίπεδα (διαστάσεις). Συνεπώς, ο άνθρωπος πρέπει να ξαναβυθιστεί σε μια χωρίς ιστορία ύπαρξη, αν και αυτή η ύπαρξη μπορεί να φαίνεται διαφορετική από αυτήν των λεγόμενων πρωτόγονων, προϊστορικών με την έννοια του Spengler, φυσικών λαών.
Σήμερα βέβαια μπορούμε να πούμε, πως ο ισχυρισμός ότι ο άνθρωπος δεν διαθέτει άλλα μέσα για τον αγώνα κατά της φύσεως, είναι απλά εσφαλμένος. Δεν μπορεί να υπάρξει άλλη συζήτηση περί του θέματος. Αν και ο Arnold Gehlen, λίγο πριν τον θάνατο του ισχυρίστηκε (Einblicke, Frankfurt a.M, 1975, s. 123) πως πιθανόν δεν μπορεί να προστεθεί τίποτα πια στα θεμέλια της φυσικής, και πως στα μαθηματικά επήλθε μια σταθερότητα, και πως “μια ριζική μεταβολή” της σκέψης μας δεν αναμένεται, τέτοιες υποψίες είναι απλά εσφαλμένες. Όταν ισχυρίζεται “πως η ανθρωπότητα πρέπει να προσαρμοστεί στο δεδομένο περιβάλλον των μεγάλων αντιλήψεων-οδηγών”, ξεχνάει πλήρως εκείνη την ομάδα προβλημάτων, που στην Αμερική συζητήθηκαν εις βάθος, τα τελευταία 10-20 χρόνια, κάτω από τον τίτλο “biological engineering”. Το ερώτημα περί της τεχνολογικής επανάληψης της υποκειμενικότητας λείπει εντελώς από τα θέματα που ασχολούνται με το Είναι. Και αν αντιπαραβάλλει κανείς τα θέματα αυτά με τα προβλήματα με τα οποία ασχολείται η σκέψη του Heidegger, θα μπορούσαν στην καλύτερη περίπτωση να καταταχθούν στο θέμα “Μηδενισμός”. Με την αξιοσημείωτη όμως προσθήκη, πως ο “Μηδενισμός” παίρνει τώρα μια “θετική” σημασία, που δεν την έχει στην φιλοσοφία του Heidegger, και η οποία (σημασία) επιτρέπει στην μηδενιστική σκέψη να καταπιαστεί με θέματα πέρα από αυτά που αφορούν το Είναι και την ουσία. Δεν είναι η εμφάνιση του μηδενισμού, έτσι όπως τον κατανοεί ο Heidegger, (ο οποίος μηδενισμός “κινεί την ιστορία με μια θεμελιώδη διαδικασία η οποία δεν έχει συνειδητοποιηθεί”), μια ένδειξη για το γεγονός πως το πρόβλημα τι είναι ζωή, τι είναι υποκειμενικότητα, τι το εγώ, μέσα στην μέχρι τώρα ιστορία,όχι μόνο έχει ξεχαστεί, αλλά και συνειδητά απωθηθεί; Όποιος ενδιαφερόταν έπρεπε να ψάξει στην θρησκεία. Και εκεί όμως η ύπαρξη του ενδιαφερομένου ήταν φορτισμένη με υποψία, γιατί το μεγαλύτερο μέρος αυτού του θέματος υπέπιπτε στην κατηγορία της αιρέσεως. Εφόσον ίσχυε πως ο Θεός ήταν το τελευταίο, πηγαίο ον όλων των όντων, και όσο πιο πολύ η θεολογία προσέγγιζε την θεϊκή ουσία προς τα θέματα του τίποτα, τόσο πιο αβοήθητη και ανέκφραστη ήταν. Ο Θεός ήταν το γεμάτο φως πλήρωμα, και όσο η σκέψη πλησίαζε στον αντίθετο πόλο, στο κένωμα, τόσο σκοτείνιαζε, ώστε έσβηναν και οι τελευταίες αχτίδες φωτός, γιατί η κλασσική σκέψη ενέπλεκε πάντα και χωρίς εξαίρεση μια μεταφυσική του φωτός (Bonaventura).
Μετάφραση : Πέτρος
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ ΠΛΗΡΩΣ Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΦΥΣΕΩΣ. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΛΟΥ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ.
Αμέθυστος
Martin Heidegger und die Weltgeschichte des Nichts
Του Gotthard Günther
από την συλλογή: Guzzolini (εκδότης): 'Nachdenken über Heidegger', Hildesheim, 1980
Μέρος 3ο
Από την άλλη όμως η κυβερνητική, με την οποία ο Heidegger ασχολήθηκε πολύ επιφανειακά, έθεσε ερωτήσεις για την ουσία της υποκειμενικότητας, οι οποίες είχαν επιστημονική μορφή. Στον ιστορικό χώρο ο οποίος είχε προηγηθεί, όχι μόνο δεν υπήρχε δυνατότητα να απαντηθούν αυτές οι ερωτήσεις, αλλά ρητά και συνειδητά είχαν εμποδισθεί να τεθούν. Εάν στην φιλοσοφία γινόταν λόγος γι' αυτές, απωθούνταν στον περιθωριακό χώρο τού μυστικισμού, και τις καθήλωνε στον χώρο του αλόγου, όπου κάθε προσπάθεια να τεθούν επιστημονικά ερωτήματα, ήταν εξ' αρχής καταδικασμένη. Αφού η γνώση είναι πάντα ενθύμηση, μια θέση που και ο Heidegger αποδεχόταν, δεν ήταν δυνατόν να τεθεί το ερώτημα, αν στον ιστορικό χώρο του μέλλοντος θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί μια πιο βαθιά και εκτεταμένη μορφή της ιστορικής ψυχικής ύπαρξης. Μια ψυχική ύπαρξη, για την οποία ο χώρος δράσης του αντικειμενικού πνεύματος, εντός ενός μόνο τοπικού ανώτερου πολιτισμού, θα ήταν πολύ στενός. Έτσι, ενώπιον του μέλλοντος, επέρχεται η δήλωση χρεωκοπίας, που στον Heidegger εκφράζεται με την κραυγή: “Μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει”, που στον Gehlen (“Einblicke”, Frankfurt a.M. 1975) εκφράζεται με τα λόγια: «Όχι πια μια τρελή μεγαλόπρεπη πίστη, όχι πια ανοικτοί ορίζοντες, όχι Fata Morgana, όχι πια ουτοπίες που φέρνουν αγκομαχητό, αλλά το ξεδίπλωμα, η δουλειά (υποχρέωση). Και ποιος από μας ήθελε να πει, πως δεν το αισθάνεται ήδη; Έτσι θα ήταν αναμενόμενη μια κατάσταση, την οποία εδώ και χρόνια χαρακτηρίζω με την έκφραση “μεταϊστορία” (σελ. 126)». Ο άνθρωπος συνεχίζει να ζει φυσικά (δηλ. ως αντίποδας στο πνευματικό) ως δίποδο μυρμήγκι που μπορεί να μιλά, ιστορία όμως δεν έχει. Ή ακριβέστερα: και η φιλοσοφία του Gehlen δεν προσφέρει δυνατότητες, για να δούμε πιο απομακρυσμένους ιστορικούς ορίζοντες. Γνωρίζουμε ήδη πως για τον Spengler η ιστορία, την οποία κατανοεί ως αντίθεση του ανθρώπου έναντι στη φύση, τελειώνει μαζί με την φαουστική κουλτούρα, αν και θεωρεί πιθανό να εμφανιστεί “ένας θολός επίγονος” (Mensch und Technik, München, 1931).
Είναι χαρακτηριστικό πως και οι τρεις στοχαστές, που ανήκουν στα σημαντικότερα κεφάλια του 20ου αιώνα, επιδεικνύουν στα γραπτά τους μια ανεπαρκή σχέση με την τεχνολογία. Αποδέχονται την λίγο ή πολύ υποβόσκουσα προϋπόθεση, πως η τεχνολογία ανέβηκε στην κορυφή της, και πως στον τομέα αυτόν δεν μπορεί να έρθει τίποτα πιο ισχυρό. Φυσικά και έχει δίκαιο ο Spengler, όταν λέει πως ο άνθρωπος έχει ήδη χάσει τον αγώνα ενάντια στη φύση, αν δεν είναι ικανός να χρησιμοποιήσει άλλα μέσα από εκείνα που είχε στη διάθεση του την δεκαετία του 30. Και ο Spengler έχει πιθανόν δίκαιο και με μια βαθύτερη έννοια, ότι δηλ. ο άνθρωπος θα χάνει πάντα ένα τέτοιο αγώνα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει με τίποτα πως ο αγώνας αυτός, αν και χωρίς ελπίδα, έφτασε σήμερα στο τέλος του. Αυτή η μικρόψυχη πίστη βασίζεται στην προϋπόθεση πως η τεχνολογία δεν είναι σε θέση να προσφέρει όπλα μιας ανώτερης τάξεως. Τεχνικά μέσα απέναντι στα οποία και τα πιο εκλεπτυσμένα φυσικά μέσα του παρόντος, μοιάζουν σαν κάρο που τραβούν βόδια συγκρινόμενο με ένα διαστημόπλοιο. Μπρος σε αυτές τις προοπτικές, μπορεί μόνο να αποτύχει, ένας στοχαστής σαν τον Heidegger, ο οποίος γύρισε υποτιμητικά την πλάτη στην “λογιστική (μαθηματική) σκέψη”. Ο Spengler επίσης μπορεί μόνο να αποτύχει, γιατί -όπως παρουσιάζει τα πράγματα στον δεύτερο τόμο του έργου του “Der Untergang des Abendlandes”- γι' αυτόν, όλη η μέχρι τώρα τεχνολογική σκέψη, υπήρξε το τελικό και ακρότατο απόσταγμα της μεταφυσικής και του Χριστιανισμού. Στις αρχές της δεκαετίας του 20, προφητικά ήχησαν τα λόγια, που βρίσκονται στο τελευταίο κεφάλαιο του τόμου αυτού: “η φύση θα εξαντληθεί, η γήινη σφαίρα θα θυσιαστεί ως ενέργεια, στο βωμό της φαουστικής σκέψης”. Σήμερα αυτό δεν είναι πια προφητεία, είναι απλή περιγραφή του παρόντος μας. Ο Spengler δεν έχει μια άποψη για το μέλλον η οποία πάει πιο μακριά. Και επειδή ερμηνεύει την τεχνολογία αποκλειστικά ως το τελευταίο, απόλυτα γενικό και δεσμευτικό απόσταγμα ενός πνευματικού παρελθόντος, δεν είναι σε θέση, όπως και ο Heidegger, να δει περαιτέρω διαστάσεις της παγκόσμιας ιστορίας.
Εδώ πρέπει να ειπωθεί με κάθε αποφασιστικότητα και σαφήνεια, πως δεν υπάρχει κανένας άλλος δρόμος προς την μελλοντική παγκόσμια ιστορία, εκτός από αυτόν που έχει ως γέφυρα την τεχνολογία. Η τεχνολογία είναι ο μοναδικός φύλακας εκείνης της πνευματικότητας των προηγούμενων εποχών, η οποία είχε αποδειχθεί άξια στον αγώνα κατά της ύλης - δηλαδή των φυσικών δυνάμεων. Αν ήρθε το τέλος της τεχνολογίας, επειδή και η φυσική βρίσκεται στο τέλος της -κάτι που πιστεύει και ο Gehlen- τότε δεν υπάρχει καμιά γέφυρα προς μια παγκόσμια ιστορία του μέλλοντος. Το συμπέρασμα είναι διαφωτιστικό: επειδή η τεχνολογία όπως την ξέρουμε, προσέλαβε την πνευματική της ώθηση από την μεταφυσική του Είναι, και επειδή αυτή η μεταφυσική είναι στα τελευταία της, πάει να πει πως και τεχνολογία τελειώνει; Αυτό το συμπέρασμα δεν είναι χωρίς προβλήματα.
Ο χώρος της τεχνολογίας, στο θεωρητικό υπόβαθρο τού οποίου ανήκουν τα μαθηματικά και η φυσική, και όπου πρόσφατα προστέθηκε η βιολογία, είναι για την παράδοση κάτι που δεν έχει καμία σχέση με το πνεύμα. Αυτή είναι μια απόφανση, η οποία είναι αδιαμφισβήτητα ορθή, εφόσον το πνεύμα κατάγεται (ριζώνει) από την διαξιακή αριστοτελική μεταφυσική. Αυτό το πνεύμα όμως μπόρεσε να αναπτυχθεί, μόνο και μόνο επειδή απωθούσε βάναυσα στην σκουπιδαποθήκη της ιστορίας, τα θέματα που του ήταν αντίθετα. Παραδείγματα τέτοιων ιστορικών σκουπιδιών είναι μεταξύ άλλων ο μυστικισμός των αριθμών των πυθαγορείων, η διδασκαλία περί αριθμών του Πλάτωνα που εξέθεσε σε γεροντική ηλικία στο μάθημα Περί ταγαθού (που ο Αριστοτέλης υποτιμητικά παραμερίζει), σημαντικά στοιχεία του γνωστικισμού, ο Raimundus Lullus, ο Jacob Böhme και άλλοι. Αυτό που στην τεχνολογία της δύσεως εκφράστηκε ως το τελευταίο και τελειωτικό απόσταγμα, είναι μόνο εκείνα τα υπερβατικά θέματα, τα οποία έτυχαν επεξεργασίας στο παρελθόν, και που βρήκαν εφαρμογή. Για τον λόγο αυτό, τα θέματα αυτά δεν έχουν πουθενά αναφορά στο μέλλον. Και ο φιλόσοφος, ο οποίος ταυτίζει την μεταφυσική και την θεωρία του υπερβατικού, με αυτά τα θέματα, εμποδίζει μόνος του την θέα προς μια παγκόσμια ιστορία, η οποία θα έπρεπε να βρίσκεται κάτω από ένα άλλο, ριζικά νέο άστρο-οδηγό.
Μια γεύση παίρνουμε από το έργο “Holzwege”, όπου ο Heidegger ρωτά: “Βρισκόμαστε στην παραμονή της πιο τρομακτικής αλλαγής ολόκληρης της γης και του χρόνου και του ιστορικού χώρου μέσα στον οποίο αυτή (η γη) υφίσταται; Βρισκόμαστε μπρος στο βράδυ μιας νύχτας που οδηγεί σε ένα άλλο πρωί; Είμαστε στα πρόθυρα να εισέλθουμε στην χώρα της ιστορίας όπου ανήκει αυτή η νύχτα της γης; Ή μήπως τώρα εμφανίζεται η χώρα της νύχτας; Θα γίνει αυτή η χώρα της νύχτας (Abend-Land στο κείμενο, Abendland: σε απευθείας μετάφραση η εσπερία, το όνομα της δύσεως στα γερμανικά), που απλώνεται σε δύση και ανατολή, και σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο χώρος της ιστορίας αυτού που από την αρχή ήταν μοιραίο; Είμαστε εμείς οι σημερινοί, άνθρωποι της νύχτας, με μια έννοια η οποία ανατέλλει με την μετάβαση μας στην νύχτα του κόσμου; Τί μας χρειάζονται όλες οι φιλοσοφίες της ιστορίας, οι οποίες έχουν μόνο ιστορική σκέψη, όταν εξηγούν την ιστορία μόνο με ιστορικά δεδομένα που μπορούν να παραβλεφθούν, και χωρίς να παίρνουν τα θεμέλια των ερμηνειών τους από την ουσία της ιστορίας, και αυτήν (ουσία) με την σειρά της από το Είναι; Είμαστε οι αργοπορημένοι; Είμαστε όμως ταυτόχρονα και οι προάγγελοι εκείνου του πρωινού, μιας εντελώς άλλης κοσμικής εποχής, η οποία άφησε πίσω της τις σημερινές ιστορικές αντιλήψεις περί ιστορίας;” (Αναξίμανδρος, 300)
Ο Heidegger θέτει τα ερωτήματα αυτά με μεγάλη έμφαση, δεν τα απαντάει όμως. Το ερώτημα για την αλήθεια του Είναι κάθε υπαρκτού, είναι στη σκέψη του Heidegger το κυρίαρχο θέμα για κάθε ιστορική ύπαρξη. Το ότι αυτό το θέμα μπορεί να ξεπεραστεί, πράγμα το οποίο, είτε η ιστορική σκέψη το απέφυγε, είτε δεν επετράπει να μπει στο οπτικό της πεδίο, ο Heidegger δεν μπορεί να το φανταστεί.
Μεταξύ των ιδεών που η προηγούμενη ιστορία παραμέρισε, θα μπορούσαν να αναφερθούν ακόμα δυο, τις οποίες επίτηδες αγνοήσαμε, για να τις τονίσουμε αργότερα με μεγαλύτερη έμφαση. Κατά πρώτον πρόκειται για το δόγμα του απόλυτου αρνητισμού, όπως αντιπροσωπεύεται στη διδασκαλία γνωστή με το όνομα Sunyava στον ύστερο βουδισμό, και η οποία έχει φωλιάσει και στην αποφατική θεολογία του Αρεοπαγίτη[Είναι η φιλοσοφία τού Παρμενίδη]. Κατά δεύτερον πρόκειται για την διδασκαλία περί του πρωτείου τής βουλήσεως, η οποία εκδηλώνεται ως αντίθεση στον θωμισμό. Και η διδασκαλία αυτή επίσης απωθήθηκε στα αζήτητα της ιστορίας, ώστε σήμερα δεν διαθέτουμε καμιά θεωρία περί βουλήσεως και ελευθερίας, που να είναι έστω στο περίπου ισάξια με την καλά αναπτυγμένη θεωρία μας περί σκέψης. Εδώ φαίνεται η απουσία του μέλλοντος από την φιλοσοφία του Heidegger. Γιατί ο Schelling, ένας στοχαστής που στην ύστερη εποχή του όλο και πιο πολύ πλησίαζε εσωτερικά τον Duns Scotus, λέει χαρακτηριστικά, πως το Είναι είναι μόνο παρελθούσα ελευθερία. Προκύπτει λοιπόν, πως καμιά διδασκαλία περί του όντος, έτσι όπως τίθεται ως το κεντρικό πρόβλημα στην φιλοσοφία του Heidegger, δεν υποδεικνύει το μέλλον. Το πρόβλημα της βουλήσεως[τής πράξεως], το οποίο υποδεικνύει το μέλλον και σηματοδοτεί τον ερχομό του, δεν μπορεί να διαπραγματευθεί στο φιλοσοφικό έδαφος μιας διδασκαλίας περί του Είναι. Για τον λόγο αυτό η φιλοσοφία που μέχρι τωρα υπήρξε, δεν αντιλαμβάνεται σωστά τον ρόλο της τεχνολογίας. Γι' αυτήν η ικανότητα της τεχνολογίας βρίσκεται αποκλειστικά στο τέλος μιας ανάπτυξης. Δεν μπορεί να συλλάβει πως σήμερα βρισκόμαστε σε μια μοναδική και πρωτοεμφανιζόμενη ιστορική κατάσταση, όπου η τεχνολογία βρίσκεται στην αρχή μιας ιστορικής εποχής, όπου η σκέψη ακολουθεί κουτσαίνοντας, γιατί πρέπει να περιμένει τις αφορμές που της προσφέρει η τεχνολογική βούληση. Για την βούληση όμως πρέπει να πούμε πως βούλεται, έτσι απλά και χωρίς λόγο. Η θεωρητική υποστήριξη και δικαιολόγηση, έρχεται εκ των υστέρων και εξαρτάται πλήρως από το ερώτημα: Τί μπορεί κανείς να βούλεται; Δηλαδή τί είναι φυσικά δυνατόν; Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα εξαρτάται από την αντίστοιχη κατάσταση(επίπεδο) της τεχνολογίας, και από τις μελλοντικές προοπτικές που προκύπτουν από τις επιδόσεις της τεχνολογίας.
Η μεταφυσική της ιστορίας του Spengler υποστηρίζει -όπως ήδη επισημάνθηκε- πως η ανθρώπινη ιστορία είναι εν τέλει μια επανάσταση κατά της φύσεως. Και πως μεσα στην φαουστική κουλτούρα, ο αγώνας μεταξύ φύσεως και ανθρώπου, ο οποίος ξεκίνησε με την ιστορική ύπαρξη του ανθρώπου, έχει οδηγηθεί στο τέλος του. Με άλλα λόγια δεν υπάρχουν τάχα ισχυρότερα τεχνικά μέσα, με τα οποία ο αγώνας αυτός θα μπορούσε να συνεχιστεί σε άλλα επίπεδα (διαστάσεις). Συνεπώς, ο άνθρωπος πρέπει να ξαναβυθιστεί σε μια χωρίς ιστορία ύπαρξη, αν και αυτή η ύπαρξη μπορεί να φαίνεται διαφορετική από αυτήν των λεγόμενων πρωτόγονων, προϊστορικών με την έννοια του Spengler, φυσικών λαών.
Σήμερα βέβαια μπορούμε να πούμε, πως ο ισχυρισμός ότι ο άνθρωπος δεν διαθέτει άλλα μέσα για τον αγώνα κατά της φύσεως, είναι απλά εσφαλμένος. Δεν μπορεί να υπάρξει άλλη συζήτηση περί του θέματος. Αν και ο Arnold Gehlen, λίγο πριν τον θάνατο του ισχυρίστηκε (Einblicke, Frankfurt a.M, 1975, s. 123) πως πιθανόν δεν μπορεί να προστεθεί τίποτα πια στα θεμέλια της φυσικής, και πως στα μαθηματικά επήλθε μια σταθερότητα, και πως “μια ριζική μεταβολή” της σκέψης μας δεν αναμένεται, τέτοιες υποψίες είναι απλά εσφαλμένες. Όταν ισχυρίζεται “πως η ανθρωπότητα πρέπει να προσαρμοστεί στο δεδομένο περιβάλλον των μεγάλων αντιλήψεων-οδηγών”, ξεχνάει πλήρως εκείνη την ομάδα προβλημάτων, που στην Αμερική συζητήθηκαν εις βάθος, τα τελευταία 10-20 χρόνια, κάτω από τον τίτλο “biological engineering”. Το ερώτημα περί της τεχνολογικής επανάληψης της υποκειμενικότητας λείπει εντελώς από τα θέματα που ασχολούνται με το Είναι. Και αν αντιπαραβάλλει κανείς τα θέματα αυτά με τα προβλήματα με τα οποία ασχολείται η σκέψη του Heidegger, θα μπορούσαν στην καλύτερη περίπτωση να καταταχθούν στο θέμα “Μηδενισμός”. Με την αξιοσημείωτη όμως προσθήκη, πως ο “Μηδενισμός” παίρνει τώρα μια “θετική” σημασία, που δεν την έχει στην φιλοσοφία του Heidegger, και η οποία (σημασία) επιτρέπει στην μηδενιστική σκέψη να καταπιαστεί με θέματα πέρα από αυτά που αφορούν το Είναι και την ουσία. Δεν είναι η εμφάνιση του μηδενισμού, έτσι όπως τον κατανοεί ο Heidegger, (ο οποίος μηδενισμός “κινεί την ιστορία με μια θεμελιώδη διαδικασία η οποία δεν έχει συνειδητοποιηθεί”), μια ένδειξη για το γεγονός πως το πρόβλημα τι είναι ζωή, τι είναι υποκειμενικότητα, τι το εγώ, μέσα στην μέχρι τώρα ιστορία,όχι μόνο έχει ξεχαστεί, αλλά και συνειδητά απωθηθεί; Όποιος ενδιαφερόταν έπρεπε να ψάξει στην θρησκεία. Και εκεί όμως η ύπαρξη του ενδιαφερομένου ήταν φορτισμένη με υποψία, γιατί το μεγαλύτερο μέρος αυτού του θέματος υπέπιπτε στην κατηγορία της αιρέσεως. Εφόσον ίσχυε πως ο Θεός ήταν το τελευταίο, πηγαίο ον όλων των όντων, και όσο πιο πολύ η θεολογία προσέγγιζε την θεϊκή ουσία προς τα θέματα του τίποτα, τόσο πιο αβοήθητη και ανέκφραστη ήταν. Ο Θεός ήταν το γεμάτο φως πλήρωμα, και όσο η σκέψη πλησίαζε στον αντίθετο πόλο, στο κένωμα, τόσο σκοτείνιαζε, ώστε έσβηναν και οι τελευταίες αχτίδες φωτός, γιατί η κλασσική σκέψη ενέπλεκε πάντα και χωρίς εξαίρεση μια μεταφυσική του φωτός (Bonaventura).
Μετάφραση : Πέτρος
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ ΠΛΗΡΩΣ Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΦΥΣΕΩΣ. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΛΟΥ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου