Συνέχεια από Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019
Η φιλοσοφική μας αντίρρηση αφορά στο περιεχόμενο της αντίφασης στο έργο ενός φιλοσόφου γενικότερα και στον Αριστοτέλη ειδικότερα. Οι αποκαλούμενες αντιφάσεις σε έναν συγγραφέα τοποθετούνται σε τρία επίπεδα: σ’ εμάς που τον ερμηνεύουμε, στον ίδιο τον συγγραφέα ή τέλος στο αντικείμενό του. Στο πρώτο επίπεδο η αντίφαση αφορά σε αστοχία του ερμηνευτή και είναι από φιλοσοφική άποψη αμελητέα· στο δεύτερο και το τρίτο απαιτείται αντίθετα διασαφήνιση και μια επιλογή φιλοσοφικής τάξεως. Το πρώτο που θα πρέπει να εξασφαλίσουμε είναι ότι πρόκειται πραγματικά για αντίφαση (και ο Αριστοτέλης είναι αυτός ακριβώς που μας δίδαξε, με την διάκριση των εννοιών, πώς να αποφεύγουμε τις ψευδο-αντιφάσεις)· εάν η αντίφαση είναι πραγματική, τρείς είναι οι εκδοχές της: είτε προϊούσης της εξέλιξης θα αμβλυνθεί (γεγονός που μας επιτρέπει να την θεωρήσουμε απλώς επιφανειακή), είτε οφείλεται σε μιαν ασυνέπεια του φιλοσόφου, είτε αντανακλά την αντιφατική φύση του αντικειμένου του. Ο Jaeger δικαίως απέρριψε, τουλάχιστον σαν πιθανή μεθοδολογική προϋπόθεση, την δεύτερη εκδοχή: θα πρέπει κανείς να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια κατανόησης πριν χαρακτηρίσει έναν συγγραφέα ασυνεπή· όμως κατέληξε στην πρώτη επειδή απλώς αγνόησε την τρίτη. Θα πρέπει, είναι αλήθεια, να παραδεχθούμε ότι για τον ίδιο τον Αριστοτέλη η αρχή της αντίφασης αποκλείει την πιθανότητα ενός αντιφάσκοντος, και επομένως η αντιφατική σκέψη αναδεικνύεται αυτομάτως ως μη-σκέψη, άρα ο Αριστοτέλης δεν θα μπορούσε ενδεχομένως σε καμία περίπτωση να αναλάβει τις ίδιες του τις αντιφάσεις. Η απάντησή μας είναι ότι εδώ πρόκειται για μια φιλοσοφική ερμηνεία της αριστοτελικής αρχής της αντίφασης και του τρόπου που ο Αριστοτέλης την εφαρμόζει στην ίδια του την φιλοσοφία, και όχι ενός στοιχείου που θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση της μεθόδου χρονολογικής κατάταξης του έργου του. Όπως όμως και αν προσεγγίσουμε το πρόβλημα, είτε πρόκειται για την αναζήτηση των αντιφάσεων, είτε για τον ορισμό της ίδιας της αντίφασης, η ερευνητική μέθοδος προϋποθέτει ανάλυση και επιλογές φιλοσοφικής τάξεως. Σε καμιά περίπτωση όμως η χρονολόγηση δεν συνεπικουρεί την ερμηνεία των κειμένων· αντίθετα, στην περίπτωση του Αριστοτέλη, η ερμηνεία των κειμένων και μόνον αυτή θεμελιώνει τις χρονολογικές υποθέσεις.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (συνέχεια)
Σκοπός μας δεν είναι να εμπλακούμε σ’ αυτήν την συζήτηση (παρ’ όλο που μπορεί να μας συμβεί να κάνουμε χρονολογικές υποθέσεις, ή να προτείνουμε ενδεχομένως νέα κριτήρια εξέλιξης). Θα πρέπει όμως να τοποθετηθούμε σε γενικές γραμμές απέναντι στην γενετική μέθοδο, όπως εγκαινιάστηκε από τον Jaeger. Οι αντιρρήσεις μας είναι δύο ειδών: ιστορικές και φιλοσοφικές. Η ιστορική μας αντίρρηση αναφέρεται κυρίως στην ίδια την μορφή των κειμένων του Αριστοτέλη, τα οποία όπως πιστεύεται σήμερα, δεν συνίστανται κυρίως σε σημειώσεις των ακροατών του, αλλά σε σημειώσεις που χρησιμοποιούσε ο ίδιος ο Αριστοτέλης για τις διαλέξεις του. Η πρώτη συνέπεια είναι ότι ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνοντας κάποιες ομιλίες του, ενδεχομένως να τροποποιούσε το κείμενό του με την προσθήκη ή την επεξεργασία, ίσως όχι ολόκληρων κεφαλαίων αλλά μερικών προτάσεων. Η μελέτη του Jaeger αναδεικνύει τέτοιες προσθήκες οι οποίες μπορεί να είναι αμελητέες από ποσοτική και καθοριστικές από φιλοσοφική άποψη. Είναι προφανές ότι η εργασία αποκατάστασης της χρονολόγησης όχι των ίδιων των έργων αλλά των διάφορων προσθαφαιρέσεων σε κάθε έργο, μπορεί να καθορίσει μόνο έναν γενικό προσανατολισμό, ή, αν προχωρήσει στις λεπτομέρειες να οδηγήσει σε αυθαιρεσίες. Ακόμη χειρότερα, κατατεμαχίζοντας επ’ άπειρον την θεωρία της εξέλιξης στο φιλοσοφικό έργο του Αριστοτέλη θα καταλήγαμε στην κατάργησή της. Θα καταλήγαμε επίσης σε μια κοινοτοπία που λέει ότι ο Αριστοτέλης δεν συνέγραψε όλο το έργο του διαμιάς και ότι επιπλέον, εξ αιτίας του διδακτικού του προσανατολισμού η εξέλιξη αυτή ακολουθεί περισσότερο την κυκλική από ότι την γραμμική πρόοδο, με διαδοχικές ανακατατάξεις μιας προσχεδιασμένης ολότητας μάλλον παρά με την προσθήκη εντελώς νέων έργων. Η θεωρία της εξέλιξης δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε πως το έργο αυτό αποτελεί ένα σύνολο· κάθε φιλοσοφική ερμηνεία στηρίζεται στην αρχή ότι ο συγγραφέας παραμένει, κάθε στιγμή, υπεύθυνος για το σύνολο του έργου του, εκτός αν έχει ρητά αποκηρύξει κάποιο τμήμα του. Και αυτή η αρχή βρίσκει την εφαρμογή της ακριβώς στον Αριστοτέλη, του οποίου τα έργα που διασώθηκαν δεν προορίζονταν για τον εκδότη χάνοντας την επαφή τους με τον συγγραφέα, αλλά αποτελούσαν ένα διαρκές διδακτικό υλικό (όχι όμως και απαραβίαστο), στο οποίο ο Αριστοτέλης και οι μαθητές του θα έπρεπε να αναφέρονται συνεχώς όπως σε έναν καταστατικό χάρτη.
Η φιλοσοφική μας αντίρρηση αφορά στο περιεχόμενο της αντίφασης στο έργο ενός φιλοσόφου γενικότερα και στον Αριστοτέλη ειδικότερα. Οι αποκαλούμενες αντιφάσεις σε έναν συγγραφέα τοποθετούνται σε τρία επίπεδα: σ’ εμάς που τον ερμηνεύουμε, στον ίδιο τον συγγραφέα ή τέλος στο αντικείμενό του. Στο πρώτο επίπεδο η αντίφαση αφορά σε αστοχία του ερμηνευτή και είναι από φιλοσοφική άποψη αμελητέα· στο δεύτερο και το τρίτο απαιτείται αντίθετα διασαφήνιση και μια επιλογή φιλοσοφικής τάξεως. Το πρώτο που θα πρέπει να εξασφαλίσουμε είναι ότι πρόκειται πραγματικά για αντίφαση (και ο Αριστοτέλης είναι αυτός ακριβώς που μας δίδαξε, με την διάκριση των εννοιών, πώς να αποφεύγουμε τις ψευδο-αντιφάσεις)· εάν η αντίφαση είναι πραγματική, τρείς είναι οι εκδοχές της: είτε προϊούσης της εξέλιξης θα αμβλυνθεί (γεγονός που μας επιτρέπει να την θεωρήσουμε απλώς επιφανειακή), είτε οφείλεται σε μιαν ασυνέπεια του φιλοσόφου, είτε αντανακλά την αντιφατική φύση του αντικειμένου του. Ο Jaeger δικαίως απέρριψε, τουλάχιστον σαν πιθανή μεθοδολογική προϋπόθεση, την δεύτερη εκδοχή: θα πρέπει κανείς να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια κατανόησης πριν χαρακτηρίσει έναν συγγραφέα ασυνεπή· όμως κατέληξε στην πρώτη επειδή απλώς αγνόησε την τρίτη. Θα πρέπει, είναι αλήθεια, να παραδεχθούμε ότι για τον ίδιο τον Αριστοτέλη η αρχή της αντίφασης αποκλείει την πιθανότητα ενός αντιφάσκοντος, και επομένως η αντιφατική σκέψη αναδεικνύεται αυτομάτως ως μη-σκέψη, άρα ο Αριστοτέλης δεν θα μπορούσε ενδεχομένως σε καμία περίπτωση να αναλάβει τις ίδιες του τις αντιφάσεις. Η απάντησή μας είναι ότι εδώ πρόκειται για μια φιλοσοφική ερμηνεία της αριστοτελικής αρχής της αντίφασης και του τρόπου που ο Αριστοτέλης την εφαρμόζει στην ίδια του την φιλοσοφία, και όχι ενός στοιχείου που θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση της μεθόδου χρονολογικής κατάταξης του έργου του. Όπως όμως και αν προσεγγίσουμε το πρόβλημα, είτε πρόκειται για την αναζήτηση των αντιφάσεων, είτε για τον ορισμό της ίδιας της αντίφασης, η ερευνητική μέθοδος προϋποθέτει ανάλυση και επιλογές φιλοσοφικής τάξεως. Σε καμιά περίπτωση όμως η χρονολόγηση δεν συνεπικουρεί την ερμηνεία των κειμένων· αντίθετα, στην περίπτωση του Αριστοτέλη, η ερμηνεία των κειμένων και μόνον αυτή θεμελιώνει τις χρονολογικές υποθέσεις.
Μήπως θα έπρεπε λοιπόν να επανέλθουμε στην συνεκτική και συστηματική ερμηνεία μόνον όσων μας παρεδόθησαν, δηλ. των κειμένων; Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση, μετά τον Jaeger, από τον P. Owens, δεν πιστεύουμε ότι η ερμηνεία των κειμένων θα πρέπει απαραίτητα να επιστρέψει στην λογική ενός συστηματοποιημένου σχολιασμού. Δύο τρόποι υπάρχουν για την ερμηνεία των κειμένων: είτε να τα τοποθετήσουμε όλα στο ίδιο επίπεδο, δηλαδή σε μια δογματική ενότητα της οποίας αποτελούν μέρη, αποδίδοντας την ποικιλία τους στον αναπόφευκτο κατακερματισμό του τρόπου έκφρασης μιας δεδομένης αρχικής ενότητας· είτε να υποθέσουμε αντιθέτως, ότι η ενότητα σ’ αυτά δεν αποτελεί την προϋπόθεση αλλά μόνο το ζητούμενο, ότι δεν ξεκινούν από ένα σύστημα αλλά τείνουν προς αυτό, κι ότι εξ αυτού η συνάφειά τους δεν αποτελεί την προϋπόθεση, αλλά την προβληματική (προοπτική) τους. Σ’ αυτή την δεύτερη προοπτική, η πολλαπλότητα του έργου δεν αντανακλά πλέον τα μέρη ενός συστήματος, αλλά τις διαφορετικές στιγμές μιας έρευνας, χωρίς την βεβαιότητα της κατάληξης. Τις στιγμές αυτές δεν είναι συνήθως δυνατόν, στην περίπτωση του Αριστοτέλη, ούτε φιλοσοφικά απαραίτητο, να τις καταχωρίσουμε σε ένα ψυχολογικό ιστορικό· θα πρέπει, και είναι αρκετό, να τις αποδεχθούμε σαν τις στιγμές μιας τάξης, η οποία ανεξάρτητα από χρονολογικές υποθέσεις, διαγράφεται μέσα από την δομή των κειμένων, δηλαδή την ενυπάρχουσα οργάνωσή τους που δεν τα τοποθετεί όλα στο ίδιο πλάνο, που αναδεικνύει το νόημά τους μέσα από μια προοδευτική εξέλιξη, η οποία δεν ανταποκρίνεται απαραίτητα ούτε στην χρονολογική διαδοχή των κειμένων, ούτε στην εν μέρει αυθαίρετη κατάταξη που τα παραλάβαμε, ούτε καν σ’ αυτήν που ενδεχομένως να τους έδωσε ο ίδιος ο Αριστοτέλης. Από την υπόθεση της ενότητας θα επιλέξουμε το αξίωμα που θέλει, ο κάθε συγγραφέας να διατηρεί την ευθύνη απέναντι στο σύνολο του έργου του: δεν υπάρχει ένας πλατωνίζων Αριστοτέλης τον οποίο διαδέχεται ένας αντιπλατωνικός Αριστοτέλης, σαν να μην χρειάζεται ο δεύτερος να δικαιολογήσει τους ισχυρισμούς του πρώτου, αλλά ένας Αριστοτέλης, ίσως δισυπόστατος, ίσως διχασμένος, από τον οποίον δικαιούμαστε να ζητήσουμε την αιτιολόγηση των ρήξεων, δηλαδή των αντιφάσεων στο έργο του. Από την γενετική ερμηνεία θα επιλέξουμε την υπόθεση μιας αναπόφευκτης γένεσης και μιας πιθανής αστάθειας στην σκέψη του Αριστοτέλη, χωρίς η εξέλιξη αυτή να αποτελέσει κυρίαρχο θέμα της έρευνάς μας, διότι ελλείψει αντικειμενικών κριτηρίων, μια χρονολογική μέθοδος που βρίσκεται αντιμέτωπη με την ασυμβατότητα των κειμένων, και οδηγείται έτσι στην αποτυχία κατανόησής τους, διατρέχει συνεχώς τον κίνδυνο αντί για την προσπάθεια κατανόησης να επικαλεσθεί το πρόσχημα της μη κατανόησης.
Συνέπεια αυτής της μεθοδολογικής επιλογής μας είναι να συγκεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας περισσότερο στα προβλήματα και λιγότερο στα δόγματα, στην προβληματική μάλλον παρά στην συστηματοποίηση. Εάν η ενότητα βρίσκεται στο τέλος και όχι στην αρχή, εάν σημείο εκκίνησης της φιλοσοφίας αποτελεί το διασπαστικό ξάφνιασμα των απατηλών βεβαιοτήτων, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την προσπάθεια περιορισμού αυτής της διάσπασης. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, σ’ αυτό το σημείο, η παραδοσιακή ερμηνεία αντέστρεψε, όχι μόνο την πιθανή ψυχολογική κατάταξη, αλλά ακόμη και την δομική κατάταξη της έρευνας. Ο Αριστοτέλης δεν ξεκίνησε, όπως αφήνει να εννοηθεί η κατάταξη που υιοθέτησε ο Brentano, με την πρόθεση να διακρίνει τις διαφορετικές έννοιες του Είναι, αλλά σταδιακά υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει ότι το Είναι δεν είναι μονοσήμαντο. Ο Αριστοτέλης δεν ξεκίνησε ούτε από την αντίθεση ανάμεσα στην πράξη και την δύναμη, την ύλη και την μορφή, για να χρησιμοποιήσει αργότερα αυτά τα ζεύγη εννοιών στην επίλυση ορισμένων προβλημάτων. Αντίθετα η ενασχόληση με τα διάφορα προβλήματα δημιούργησε σταδιακά την αρχή της επίλυσής τους – ή μια περισσότερο επεξεργασμένη διατύπωση του προβλήματος – ακόμη και αν ο ίδιος ο Αριστοτέλης παρέμεινε εξαιρετικά διακριτικός ως προς την επιλογή της πραγματικής διαδικασίας. Η δυσκολία που προκύπτει οφείλεται στο γεγονός ότι η τάξη με την οποία ο Αριστοτέλης εκφράζεται δεν ανήκει ούτε στο πεδίο της εισήγησης ούτε σ’ αυτό της έρευνας. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, η τάξη της εισήγησης μιας έρευνας, δηλαδή μια εκ των υστέρων αποκατάσταση της πραγματικής έρευνας για διδακτικούς σκοπούς. Το μειονέκτημα αυτής της αποκατάστασης είναι ότι δεν προϋποθέτει την πιστότητα: έχουμε κάποτε την εντύπωση ότι ο Αριστοτέλης «προβληματίζει», για παιδαγωγικούς λόγους, μια δυσκολία που έχει ήδη υπερκεράσει. Αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την πλάνη των σχολιαστών και των συστημικών ερμηνευτών, ο οποίοι γενικεύοντας αυτή την διαπίστωση απέδωσαν σε καθαρό τέχνασμα τα απορητικά αποσπάσματα του Αριστοτέλη. Εδώ θα πρέπει να διορθωθεί η πρώτη παρατήρηση από μια δεύτερη: ο Αριστοτέλης, αντιθέτως, εμφανίζει μερικές φορές σαν λύση μιαν απλή και καθαρή συστηματοποίηση της αμηχανίας του. Πού λοιπόν να αναζητήσει κανείς την διέξοδο μέσα σ’ αυτό το αμφιλεγόμενο συνονθύλευμα των λύσεων που εμφανίζονται με την μορφή ερευνών, των ερευνών που υποδύονται τις λύσεις, αλλά επίσης και αληθινών ερευνών, όπως και πραγματικών λύσεων;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα προϋποθέτει κατ’ αρχήν μιαν επιλογή του ερμηνευτή. Εάν αναγνωρίσουμε ότι είναι αδύνατον να παρουσιάσουμε τον Αριστοτέλη κατά την ατελή τάξη στην οποία εκφράστηκε, και της οποίας οι ατέλειες επιδεινώθηκαν από τις συμπτώσεις της μεταβίβασης του έργου του, θα αναγκαστούμε να επιλέξουμε ανάμεσα στην υποτιθέμενη κατάταξη της εισήγησης, δηλαδή του ημιτελούς συστήματος, και την εξίσου υποτιθέμενη κατάταξη της έρευνας. Ανάμεσα στις δύο αυτές αποκαταστάσεις, που καθιστά απαραίτητες η αλλοίωση των κειμένων, οι σχολιαστές και οι συστημικοί ερμηνευτές επέλεξαν την πρώτη· εμείς θα επιλέξουμε αποφασιστικά την δεύτερη. Ανεξάρτητα από την αναπόφευκτη φιλοσοφική της συνέπεια, η επιλογή αυτή μας φαίνεται η μόνη συνεπής με μια θεμιτή ιστορική μέθοδο· δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε την βεβαιότητα ότι κάποιος φιλόσοφος συνέλαβε ένα σύστημα με απόλυτη συνοχή· ακόμη λιγότερο είμαστε βέβαιοι (και αυτό ακριβώς υπήρξε το έμμεσο αίτημα των οπαδών της συστηματικής ερμηνείας του Αριστοτέλη όσο και αυτών της γενετικής) ότι η σκέψη του θα γινόταν συστηματική αν ζούσε περισσότερο. Είναι αντιθέτως βέβαιο ότι, ακόμη και αν δεν τα έλυσε πλήρως, έθεσε προβλήματα και αναζήτησε την λύση τους. Έτσι λοιπόν η επιλογή της κατάταξης της έρευνας μοιάζει υποχρεωτική, διότι η κατάταξη της εισήγησης καθίσταται προαιρετική, εξαρτώμενη από τις περιπτώσεις που ο φιλόσοφος θα μπορούσε ή όχι να την εφαρμόσει, ανάλογα με το αν η έρευνά του θα είχε ή όχι ολοκληρωθεί. Η πρώτη θα μπορεί πάντα να αναδειχθεί, με μεγαλύτερο ή μικρότερο περιθώριο σφάλματος, από την ίδια την δομή των κειμένων που την αντανακλούν με κάποιου είδους πιστότητα· η δεύτερη, επειδή δεν διαφαίνεται άμεσα στην δομή του κειμένου, θα πρέπει να τεκμαίρεται από αυτό, με ικανοποιητικές πιθανότητες προσέγγισης αν αυτή η δομή είναι απλώς ημιτελής, διακινδυνεύοντας όμως να εκπέσει σε πλήρη παρανόηση αν αυτή η δομή είναι οριστικά και αμετάκλητα ημιτελής.
*
* *
Στη βάση αυτών των αρχών προτιθέμεθα να προσεγγίσουμε το πρόβλημα του Είναι στον Αριστοτέλη, ελπίζοντας να αναδείξουμε μέσα απ’ αυτό τις κατευθυντήριες γραμμές της γενικής φιλοσοφικής προβληματικής του. Το πρόβλημα του Είναι – με την έννοια της ερώτησης Τί είναι το Είναι; – είναι το πιο αφύσικο από όλα τα προβλήματα, αυτό που ο κοινός νους δεν θέτει ποτέ, αυτό που ούτε η προ-αριστοτελική φιλοσοφία, ούτε αυτή που την ακολούθησε άμεσα δεν έθεσαν σαν τέτοιο, αυτό που παραδόσεις, εκτός των δυτικών, δεν διαισθάνθηκαν ούτε έθιξαν ποτέ. Επειδή μάθαμε να ζούμε μέσα στην αριστοτελική σκέψη του Είναι – και μόνον επειδή αντανακλάται στην αριστοτελικής έμπνευσης γραμματική δια της οποίας συνηθίσαμε να σκεπτόμαστε και να αρθρώνουμε λόγο – δεν συλλαμβάνουμε πλέον το αδιανόητο που υπήρχε, και ακόμη και σήμερα υπάρχει, στο ερώτημα: Τί είναι το Είναι; Γι’ αυτό και μας φαίνεται ενδιαφέρον να αναζητήσουμε το γιατί ο Αριστοτέλης έθεσε αυτό το μη αυτονόητο ερώτημα και το πώς το αντιμετώπισε σαν τέτοιο. Το πρόβλημα του Είναι είναι το πιο προβληματικό πρόβλημα που υπάρχει, όχι μόνο με την έννοια ότι δεν θα απαντηθεί ίσως ποτέ ολοκληρωτικά, αλλά και με την έννοια ότι αποτελεί ήδη πρόβλημα το γεγονός ότι μας προβληματίζει ένα τέτοιο ερώτημα. Η παρατήρηση αυτή είναι αρκετή για να δείξει την απόσταση που μας χωρίζει από τα έργα που αναφέρθηκαν του Brentano και του Owens, στα οποία – με περισσότερη κριτική διάθεση, είναι αλήθεια, στον δεύτερο από ό,τι στον πρώτο – ανακαλύπτουμε ένα δοκίμιο δογματικής αποκατάστασης της αριστοτελικής οντολογίας, το οποίο τοποθετεί σε δεύτερο πλάνο τα κίνητρα και την πορεία αυτής της σκέψης. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά αποτελούν, αντίθετα, μοναδικό αντικείμενο της έρευνάς μας, το έργο μας μοιάζει να περατώνεται εκεί ακριβώς όπου αρχίζουν οι μελέτες του Brentano και του Owens. Και στην πραγματικότητα θα έθετε υπό αμφισβήτηση τους ίδιους τους ισχυρισμούς τους, εάν κατόρθωνε να αποδείξει ότι η αριστοτελική μεταφυσική δεν μετατίθεται ποτέ από το στάδιο της προβληματικής σ’ αυτό ενός συστήματος, και ότι εδώ ακριβώς βρίσκεται το νόημα του ανεκπλήρωτου, που δεν είναι τυχαίο, αλλά ουσιαστικό.
Δεν μένει παρά να προσδιορίσουμε τον τρόπο εφαρμογής της μεθόδου μας – την ανάδειξη δηλαδή από την δομή των κειμένων της τάξης της έρευνας – στο αντικείμενό μας που είναι το πρόβλημα του Είναι. Εάν ο Αριστοτέλης είχε ο ίδιος ερμηνεύσει την τάξη της μεταφυσικής έρευνας. το πρόβλημα θα είχε λυθεί· θα αρκούσε να προσθέσουμε σε αποσπασματικά και ημιτελή κείμενα τις προγραμματικές δηλώσεις του Αριστοτέλη για την πραγματική τάξη της γνώσης, Και όντως αυτή η προσπάθεια έγινε, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση: η εκτενής περιγραφή του Αριστοτέλη της τάξεως της επιστημονικής γνώσης, στα Πρότερα και Ύστερα Αναλυτικά, δηλαδή της γνώσης που ελέγχει τις ίδιες τίς αρχές της, οδήγησε τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι αυτή την ιδανική κατάταξη θα επέλεγε και ο ίδιος να εφαρμόσει κάποια στιγμή στην μεταφυσική γνώση. Το γεγονός ότι η Μεταφυσική δεν ακολουθεί την επαγωγική και συλλογιστική τάξη θα αποτελούσε μιαν επιπλέον απόδειξη της ενδεχόμενης μη ολοκλήρωσης του έργου· και θα ήταν επομένως αναγκαίο να περατώσει ο σχολιαστής την κατάταξη που ο Αριστοτέλης δεν είχε τον χρόνο ή την διάθεση να ολοκληρώσει. Μια τέτοια επιλογή όμως θα οδηγούσε στην παραγνώριση του νοήματος μιας αναντιστοιχίας, που δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς τυχαία: εάν η επιστήμη εξελίσσεται δια του συλλογισμού, θα ήταν παράδοξο, αυτή που ο Αριστοτέλης όρισε ως την «υψίστη» και την «πρώτη» των επιστημών να είναι η τελευταία που ακολουθεί αυτόν τον κανόνα. Και επειδή δεν προσέγγισε το «διατί» αυτής της ανακολουθίας, η παράδοση συνολικά αγνόησε μια σειρά παρατηρήσεων, συνήθως έμμεσων και ευκαιριακών, διά των οποίων ο Αριστοτέλης φωτίζει αδιόρατα την πραγματική τάξη της μεταφυσικής του πορείας. Η πορεία αυτή, όπως παραδέχεται, συγγενεύει με την διαλεκτική. Και επιβεβαιώνεται από την πρόοδο της ιστορία της φιλοσοφίας, που δεν είναι κατά κανέναν τρόπο επαγωγική. Βιώνεται μέσα από την αμφιβολία, ή όπως λέει η απορία, και το ερώτημα Τί είναι το Είναι, είναι το είδος του ερωτήματος που διατηρεί αιωνίως τον απορητικό του χαρακτήρα. Έτσι μας γίνεται σαφές ότι η τάξη της δι’ ημάς αναζήτησης είναι το αντίστροφο της τάξεως της καθ’ εαυτώ γνώσης, και ότι η ανθρώπινη φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να προσεγγίσει την τάξη μιας σοφίας που υπερβαίνει τα ανθρώπινα. Όλα τα κείμενα αυτού του είδους, ακόμη και αν είναι ελλιπή ή απολογητικά, θα πρέπει να αντιπαρατίθενται και να αναλύονται μεθοδικά, διότι είναι αυτά που κατ’ εξοχήν μας πληροφορούν, όχι για τις προθέσεις του φιλοσόφου, αλλά για την αναζήτηση, έστω φευγαλέα, που σημάδεψε πραγματικά το έργο του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται η εικόνα του απορητικού Αριστοτέλη, του φιλοσόφου που προοδευτικά ξανα-ανακάλυψαν οι πρόσφατες μελέτες. Θα πρέπει όμως επιπλέον να κατανοήσουμε, ξεκινώντας όχι μέσα από ψυχολογικές και ιστορικές υποθέσεις, αλλά από την φιλοσοφία του ίδιου του Αριστοτέλη, γιατί η δομή της Μεταφυσικής του δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι επαγωγική, αλλά αποκλειστικά απορητική, δηλαδή, με την αριστοτελική έννοια του όρου, διαλεκτική· γιατί, σε τελική ανάλυση, ο ανθρώπινος λόγος για το Είναι δεν εμφανίζεται ως ολοκληρωμένη γνώση, αλλά ως μία αναζήτηση, η οποία είναι επιπλέον χωρίς κατάληξη. Στις απορίες της συστηματικής ερμηνείας θα πρέπει να αντιπαραθέσουμε μια φιλοσοφική ερμηνεία της απορίας, και στην αποτυχία της συστηματοποίησης μια μεθοδική διευκρίνιση (διασάφηση) της αποτυχίας.
Αρκεί μόνο να αφήσουμε να μιλήσουν τα κείμενα – και οι σιωπές τους –, για να μας αποκαλυφθεί, πιστεύουμε, αυτός ο Αριστοτέλης. Αν όμως χρειαζόταν μια ιστορική εγγύηση απέναντι στην «ιστορική» αυθεντία των σχολιαστών, θα μπορούσαμε να την αναζητήσουμε στο χώρο της άμεσης κληρονομιάς του Αριστοτέλη. Δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ επαρκώς γιατί η Μεταφυσική του Αριστοτέλη δεν είχε άμεση απήχηση, σαν να μην ήταν σε θέση ο συγγραφέας της να πείσει τους μαθητές του να συνεχίσουν αυτή την παράδοση, ούτε γιατί το Λύκειο, ως κληρονόμος της σκέψης του Δασκάλου, δεν θεώρησε σαν αποστασία την ροπή του προς την πιθανολογία και τον σκεπτικισμό που υιοθετήθηκε στην εποχή του Κικέρωνα. Δεν θα ισχυρισθούμε ότι το Λύκειο κατανόησε τον Αριστοτέλη καλύτερα από τους σχολιαστές (οι εκπρόσωποί του δεν έφτασαν ποτέ στο ύψος της φιλοσοφικής αντίληψης του Αλέξανδρου Αφροδισέα ή ακόμη και του Σιμπλίκιου), είναι όμως προφανές ότι, παρότι δεν συνέλαβε το νόημα, διατήρησε μια μεγαλύτερη ευαισθησία από αυτούς που απέβαλαν τελείως από την μνήμη τους την απορητική πλευρά της αναζήτησης του Αριστοτέλη. Τί να επιλέξουμε ανάμεσα στους πιστούς κληρονόμους με περιορισμένη ικανότητα θεωρητικής αναζήτησης και στους ευφυείς αλλά υπερβολικά απόμακρους απογόνους; Η αντίθεση ανάμεσα στον Αριστοτέλη του Λυκείου και τον Αριστοτέλη των σχολιαστών αφήνει στον ερμηνευτή, και μόνο σ’ αυτόν, την ευθύνη της αποκατάστασης του πραγματικού Αριστοτέλη.
Την σιωπή της ιστορίας υποκαθιστά η χωρίς πρόσωπο φωνή των κειμένων, μια φωνή που δεν μας είναι πλέον τόσο μακρινή, γιατί μας έγινε τόσο οικεία, μια φωνή που μοιάζει να μας διδάσκει αυτά που γνωρίζαμε ήδη, αλλά και δεν θα πάψουμε ποτέ να μαθαίνουμε, δηλαδή να αναζητάμε. Η ανάλυση των κειμένων δεν θα φθάσει ποτέ να επικαλεστεί σκιές· αν όμως το διακινδύνευε η φαντασία του αναγνώστη, θα ανακάλυπτε ότι η φωνή αυτή που ακούγεται μέσα στην απόγνωση των κειμένων είναι λιγότερο ένας αυτούσιος λόγος «της αυθεντίας όσων γνωρίζουν» (Δάντης, ‘η Κόλαση’), και περισσότερο μια αβέβαιη αλλά πιο φιλική φωνή που εξακολουθεί να αναζητά σ’ εμάς τί είναι το Είναι, και κάποτε να σωπαίνει.
*
* *
Ας μου επιτραπεί να ευχαριστήσω όλους όσους ενθάρρυναν αυτή την εργασία ή βοήθησαν στην πορεία και την ολοκλήρωσή της, και πρώτα απ’ όλους τους καθηγητές μου στην Σορβόννη τον M.M. de Gandillac υπό την επίβλεψη του οποίου ολοκληρώθηκε και τον M. P-M. Schuhl που την υποστήριξε με την καθοδήγηση και την φιλοξενία του στο Σεμινάριό του των Ερευνών της αρχαίας Σκέψης, καθώς και τον Μ. Α. Forest, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ, που στο τελευταίο στάδιο της έρευνάς μου την εμπλούτισε με τις παρατηρήσεις του. Επιθυμώ τέλος να αναγνωρίσω την συνεισφορά των δύο ιδρυμάτων που διευκόλυναν περισσότερο το έργο μου: το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας (C.Ν.R.S) και το Ίδρυμα Thiers, όπου είχα την ευκαιρία να επωφεληθώ από τις ιδιαίτερα πολύτιμες για ένα φιλόσοφο συμβουλές του καθηγητή ελληνικών σπουδών Paul Mazon.
Bezançon, Μάρτιος 1961.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου