Συνέχεια από: Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ - ΑΠΘ
Σύμβουλος Καθηγητής κ. Χρ. Σταμούλης
Μεταπτυχιακός Φοιτητής: Δημήτριος Δουμάνης
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
ΚΕΦΆΛΑΙΟ Γ΄: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΘΕΟΥ.
Δ). Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΘΕΟΥ.
Και σ’ αυτό το ζήτημα, της σχέσης Εκκλησίας και Βασιλείας του Θεού, παρατηρείται στους νεότερους θεολόγους, φαινομενική διάσταση απόψεων320. Η διαφορετική προσέγγιση που κάνει ο καθένας, φυσικά και δεν σημαίνει ότι υπάρχει και διαφορετική άποψη για τη σχέση Εκκλησίας και Βασιλείας Θεού. Η προσέγγιση τους απλά αναδεικνύει διαφορετικές επισημάνσεις, ανάλογα με την κάθε φορά στοχοποίησή τους. Για αυτό το λόγο και ο ίδιος συγγραφέας φαίνεται σε κάποιες περιπτώσεις να υποστηρίζει για το ίδιο θέμα διαφορετική άποψη. Ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ την άποψη για την μη ταύτιση του καθηγητή Ν. Ματσούκα, ο οποίος φαίνεται σε αυτό το σημείο να αποδίδει την ταύτισή τους στην δυτική θεολογία «Η δυτική λοιπόν θεολογία επέμενε στην ταύτιση Εκκλησίας και βασιλείας του Θεού, κάτι που ήταν η φυσική συνέπεια του παραμερισμού της άκτιστης ενέργειας και της μετοχής σ’ αυτή από τα μέλη της Εκκλησίας… Η Βασιλεία του Θεού, ως Άκτιστη δόξα, δεν ταυτίζεται με την κτίση, είναι ο ίδιος ο Θεός που φανερώνεται ως ενέργεια, ως τριαδικός που ενεργεί. Η Εκκλησία ως κτίση μετέχει και δοξάζεται.»321.
Αντίστοιχες ερμηνευτικές απόψεις με αυτή του Νίκου Ματσούκα εκφράζει και ο καθ. Ι. Ρωμανίδης. Αυτό που ενδιαφέρει και τους δύο, στην προκειμένη περίπτωση είναι να σταθούν απέναντι στην δυτική θεολογία, η οποία ως γνωστόν, θεωρεί τις ενέργειες του Θεού κτιστές. Θέλουν να διαφυλάξουν το Άκτιστο των Τριαδικών Ενεργειών, καθόσον η Δυτική θεολογία ταυτίζει Εκκλησία και Βασιλεία, πάνω στη βάση των κτιστών Θεϊκών Ενεργειών322. Προϋπόθεση για την κατανόηση των θέσεων αυτών αποτελεί η γνώση πως κατά τη δυτική θεολογία η Εκκλησία φαίνεται να θεωρείται σχεδόν αποκλειστικά ως ιστορική πραγματικότητα, με συνακόλουθο αποτέλεσμα τον εκτοπισμό της από τα Έσχατα323. Η θεώρηση της Εκκλησίας όμως ως «κοινωνία προσώπων», είναι απαραίτητη για να μπορέσει να κατανοηθεί το γεγονός ότι δεν μπορεί παρά να συνδεθεί πλήρως με την Βασιλεία του Θεού324. Η ίδια Αγιοτριαδική Άκτιστη Θεία ενέργεια που διαχέεται ως Θεία χάρις στην Εκκλησία, υπάρχει και στην Βασιλεία του Θεού, εφόσον σύμφωνα με την Ορθόδοξη πατερική διδασκαλία, στην Βασιλεία των ουρανών η ένωση κτιστού και ακτίστου πραγματοποιείται κατά Χάριν.[ΟΙ ΚΟΙΝΕΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, Η ΠΡΟΝΟΙΑ, ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΚΑΘΟΤΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΝΕΛΗΦΘΗ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΔΩΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΣΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΣΤΗΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥΣ ΒΙΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΚΑΙ ΑΓΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΔΩΡΑ. ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΠΛΗΡΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ]
Η Εκκλησία του Θεού, παρότι δημιουργήθηκε για να περιλαμβάνει όλη την κτίση και την δημιουργία δεν πρέπει να ταυτίζεται μόνο με αυτήν, διότι τότε η εν τη Εκκλησία ενοικούσα Θεία Χάρη θα υποβιβαζόταν στην τάξη των κτισμάτων. Βέβαια εδώ αξίζει να αναφέρουμε, ότι η διαίρεση Εκκλησίας και Βασιλείας Θεού, μπορεί να οδηγήσει και σε σύγχυση της διάκρισης μεταξύ ουσίας και ενεργειών στο Θεό και το αντίστροφο325. Πράξη και πρακτική που χαρακτηρίζει και τη Δυτική θεολογία. Η απόλυτη θέση του Βαρλαάμ σε αυτό το θέμα, η οποία είναι ως γνωστόν η πάγια θέση του ρωμαιοκαθολικισμού σήμερα, αποκαλύπτεται στη φράση: «μόνον άναρχον και ατελεύτητον, η ουσία του Θεού, τα δε παρά ταύτην πάντα γενητής εστί φύσεως»326. Αυτό, βέβαια, σε καμιά περίπτωση δεν δηλώνει, πως είναι άκτιστο το σύνολο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία συμπεριλαμβάνει τα λογικά κτίσματα ως κτίσματα στο Άγιο σώμα της, με την προοπτική της Θείας τελειώσεως. Είναι Θεανθρώπινη κοινωνία, είναι Θεανθρώπινος οργανισμός, ή είναι κοινωνία θεώσεως κατά τον Αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά. Γράφει σχετικά ο άγιος της Θεσσαλονίκης: «Αλλά και επί του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ο δεύτερος γέγονε σεισμός, των μεν Ιουδαίων μεταρρυθμιζομένων από του νόμου προς το ευαγγέλιο, παντός δε έθνους καλουμένου προς την ευαγγελιζομένην κοινωνίαν της θεώσεως»327.
β. Εκκλησία και κτίση
Η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι μόνο κτίσμα. Αν ήταν, θα ήταν αδύνατο να παρέχει σωτηρία, θα ήταν απλά ένα ανθρώπινο καθίδρυμα επί της γης, στο οποίο κεφαλή θα ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος πλάστηκε για να βασιλεύει επί των κτισμάτων: «Θεέ πατέρων και Κύριε του ελέους ο ποιήσας τα πάντα εν λόγω σου και τη σοφία σου κατασκεύασας τον άνθρωπον, ίνα δεσπόζει των υπό σου γενομένων κτισμάτων»328. Αυτός είναι και ο λόγος της δημιουργίας του ανθρώπου μετά από τα υπόλοιπα κτίσματα. Έπρεπε πρώτα να δημιουργηθεί το βασίλειο και μετά να έρθει ο βασιλιάς του. Έπρεπε πρώτα ο Θεός να δημιουργήσει όλα τα «κατώτερα» κτίσματα και στο τέλος να πλάσει τον άνθρωπο ως ανώτερο όλων329. Κατά φυσική λοιπόν συνέπεια ο άνθρωπος αντί να είναι μέλος και να κυβερνάται από την εκκλησία, θα ήταν ο ίδιος βασιλιάς της. Αλλά «ού γάρ η βασιλεία του Θεού δούλη και κτιστή, μόνη γαρ πάντων αβασίλευτος και αήττητος, και χρόνου παντός και αιώνος επέκεινα».330
γ. Εκκλησία και φιλοσοφικά ρεύματα
Η Εκκλησία του Χριστού, ως κοινωνία Θεού και κτιστών λογικών όντων, αν δεν ταυτιστεί με την Βασιλεία Του, υποβιβάζεται σε μια νέα σχολή ηθικής κατά τα πρότυπα των αρχαίων σχολών ηθικής των Στωικών φιλοσόφων. Τότε σκοπός της θα ήταν, να έχει στο κέντρο της τον άνθρωπο και την ανθρώπινη διδασκαλία. Με αυτό τον τρόπο, θα κατάφερνε να επιβάλει την κυριαρχία της ψυχής στο σώμα. Ετσι μέσω της αυστηρής ανθρώπινης πειθαρχίας θα μπορούσε να επιβάλει την κυριαρχία της ψυχής επί του σώματος, να δαμάσει τις σωματικές ορμές και ν’ ανυψώσει τις ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου σε νέες και φυσικά πρώην άγνωστες ευγενείς εκφάνσεις της. Αυτό όμως συμβαίνει στην δυτική θεολογία, με την αποδοχή και ενσωμάτωση της θεωρίας περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης του Ανσέλμου Καντερβουρίας.331
Η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι μία νέα σχολή ουμανισμού (humanismus=ανθρωπισμού). Ο προσανατολισμός της δεν είναι η ανθρώπινη φύση. Η ανθρώπινη φύση έχει την θέση που της αρμόζει, ειδικά μετά την πρόσληψη από τον Χριστό, και είναι το μέσο, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Για να χρησιμοποιήσουμε την Αριστοτελική ορολογία, «εντελέχεια» της Εκκλησίας δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά αυτός ο Θεός. Εντελέχεια της ιστορίας είναι η Εκκλησία332. Είναι η ένωση της ανθρώπινης φύσεως με τον Θεό, είναι η κατά χάριν Θέωση των ανθρώπων, ώστε οι άνθρωποι να καταστούν ναός του Θεού.[ ΑΛΛΟ ΘΕΟΣ ΑΛΛΟ ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. ΓΙΑ ΝΑ ΤΑΥΤΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΑΓΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.. Η ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΜΟΝΟΘΕΙΣΤΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ, ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΤΡΟΣ. ]
δ. Εκκλησία, το βασίλειο του Χριστού
Η Εκκλησία ταυτίζεται με τον Χριστό και ο Χριστός την έχει για Βασιλεία Του, γιατί ο Χριστός είναι ο Βασιλιάς όλης της ορατής και αοράτου κτίσεως. «Ο Χριστός , που είναι “ο ών και ο ήν και ο ερχόμενος”333, οδηγεί από τις σκιές και τα σύμβολα στην πραγματικότητα της βασιλείας του Θεού334. Σε τελική ανάλυση ο ίδιος ο Χριστός είναι η ζωντανή και ενυπόστατη βασιλεία του Θεού335. Έτσι ο χρόνος και η ιστορία, όπως και όλα όσα υπάρχουν μέσα σε αυτά, υποτάσσονται στον Χριστό και στην βασιλεία του. Ο Χριστός είναι ο Παντοκράτωρ Κύριος. Η εξεικόνισή του στον κεντρικό τρούλο του βυζαντινού ναού, που συμβολίζει τον ουρανό, δηλώνει την εποπτεία του στον κόσμο… Η βασιλεία του Θεού δεν υπάρχει μόνο μετά το τέλος της ιστορίας, αλλά είναι παρούσα και σε κάθε στιγμή της. Και η φανέρωση της βασιλείας του Θεού, που αναμένεται μετά την ιστορία, γίνεται αντιληπτή ήδη στο παρόν “δι’ εσόπτρου εν αινίγματι”336. Αυτό περιγράφεται με ιδιαίτερη σαφήνεια στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Η “εσχάτη ώρα”, που αναμένουν οι πιστοί, είναι ήδη παρούσα και ενεργείται μέσα στην ιστορία “Έρχεται ώρα, και νύν εστί”337. Με τη θεία Ευχαριστία ζεί η Εκκλησία τη φανέρωση της βασιλείας του Χριστού. Το έσχατο προσφέρεται ως αρραβώνας στο παρόν, ενώ το παρόν γίνεται δοχείο και σύμβολο του εσχάτου»338. Είναι παράλογο να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Χριστός βασιλεύει παντού, εκτός από την Εκκλησία του. Αυτούς που το αμφισβητούν, το Άγιο Πνεύμα τους ονειδίζει : «και εν διαψάλματι τεσσαρακοστού έκτου ψαλμού, έφην, ….ψάλλατε τω βασιλεί ημών, ψάλλατε. Ότι βασιλεύς πάσης της γής ο Θεός, ψάλλατε συνετώς,….. και εν ενενηκοστό όγδοο ψαλμό ονειδίζει υμάς το Πνεύμα το Άγιον, και τούτον, Ον μη θέλετε βασιλέα είναι, βασιλέα και Κύριον και του Σαμουήλ και του Ααρών και Μωυσέως και των άλλων πάντων απλώς όντα μηνύει».339 Ο Αγ. Πρόδρομος το κήρυξε υποδεχόμενος τον Χριστό. «μετανοείται ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών»340. Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός είπε όταν ρωτήθηκε από τους Φαρισαίους πότε έρχεται η Βασιλεία του Θεού, «απεκρίθει αυτοίς και είπεν, ουκ έρχεται η Βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως, ουδέ ερούσιν ιδού ώδε ή ιδού εκεί, ιδού γαρ η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν»341, εννοών τον Εαυτόν Του. Επίσης αλλού: «εισί τινές των ώδε εστηκότωv,οι ου μη γεύσωνται θανάτου, έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθίαν εν δυνάμει».342
«Πάτερ, δεν μπορούμε να θεολογήσουμε, διότι δεν είμαστε θεολόγοι. Μεταλαμβάνουμε Σώμα και Αίμα Χριστού. Περισσότερο δεν μπορούμε να πούμε, μήπως και πέσουμε σε κάνα δογματικό λάθος και θα το βρούμε εμπόδιο μετά το θάνατό μας».
Τέτοια δεν μας ωφελούν, πάτερ. Άφησε αυτόν το δρόμο και πάρε το δρόμο τής υπακοής και άφησε τα υψηλά επίπεδα.
Άγιος Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης
Σημειώσεις
321. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄. εκδ. Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 1992, σ.379.
322. Μια διαφορετική προσέγγιση για τη σχέση Εκκλησίας Βασιλείας, στηριζόμενος σε θέσεις του Ν. Ματσούκα και του Ν. Νησιώτη, κάνει ο Σ. ΤΣΟΜΠΑΝΊΔΗΣ στο Εκκλησία και Εκκλησίες, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2013, σ.σ. 122-23 «..Το παραπάνω κείμενο, στο οποίο μπορεί να διακρίνει κανείς ιδιαίτερα τη γραφίδα του μεγάλου θεολόγου Νίκου Νησιώτη, βασίζεται σε μια εκκλησιολογία που έχει αφήσει πίσω της την ομολογιακή, ιδρυματική και ιεραρχική αντίληψη της Εκκλησίας, η οποία διακατέχεται από μία ολοκληρωτική σιγουριά για την ύπαρξη ήδη από τώρα της «ecclesia triumpans» και δεν περιμένει καμία ολοκλήρωση, ταυτιζόμενη με τη μέλλουσα Βασιλεία. Βασίζεται σε μια δυναμική εκκλησιολογία, η οποία βλέπει την Εκκλησία ως μυστήριο, ως χριστολογικό, πνευματολογικό και σωτηριολογικό μέγεθος, που φέρει τη Βασιλεία και αποτελεί σημείο ή όργανο της Βασιλείας και εργάζεται για αυτήν. Έτσι η Εκκλησία έχει τον χαρακτήρα ενός οργανισμού, ο οποίος διαρκώς γίνεται, αυξάνει και αγωνίζεται να μεταμορφώσει τον κόσμο. Βεβαίως, το όργανο της Βασιλείας δεν παύει ποτέ να είναι ένα όργανο. Την κύρια εργασία δεν την επιτελεί αυτό το ίδιο, αλλά η δύναμη που εκλέγει και χρησιμοποιεί αυτό το όργανο, δηλαδή ο τριαδικός Θεός.». Επίσης και στις σ.σ.215-219, από τις οποίες παραθέτουμε τα σημαντικότερα εξ αυτών, «…Η πρόταση για μεταστροφή και μετάνοια στηρίζεται στη βασική εκκλησιολογική θέση ότι η Εκκλησία του Χριστού στη φάση της επί γης στράτευσης και του συμπορευόμενου θριάμβου έχει την αλήθεια. 4,7), δεν κατέχει την αλήθεια, αλλά μετέχει σε αυτή, δηλαδή στη άκτιστη δόξα της Βασιλείας του Θεού. Έτσι δεν νοείται οποιαδήποτε ταύτιση μεταξύ Βασιλείας του Θεού και Εκκλησίας(281.Βλ. Ν. Ματσούκας, Οικουμενική Θεολογία. Έκθεση της χριστιανικής πίστης. Προϋποθέσεις ενός οικουμενικού διαλόγου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005,σ. 27 εξ. Πρβλ. του ίδιου, Οικουμενική Κίνηση, σ. 15. Επίσης για τη σχέση Εκκλησίας και Βασιλείας του Θεού βλ. του ίδιου, «Εκκλησιολογία εξ απόψεως του τριαδικού δόγματος», ΕΕΘΣΠΘ 17 (1972)115-214, ιδίως σ. 179-182. Παρόμοια αντίληψη, για να αναφέρουμε ένα ακόμη παρά-δειγμα, έχει και ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (βλ.τη μελέτη του Θ. Παπαθανασίου, «Αυτοκρατορία και έρημος. Η ιστορία και οι αντινομίες της στη σκέψη του π. Γ. Φλωρόφσκυ», του ίδιου, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η Ιεραποστολή ως ελπίδα και εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2008, 95-154, ιδίως σ. 125-126.) ...Ο Θεός, η Βασιλεία του και η Εκκλησία Του δεν ταυτίζονται αλλά και δεν διαχωρίζονται. Μέσα στην ιστορία η Εκκλησία είναι ταυτόχρονα ο φορέας και το σημείο της Βασιλείας του Θεού που έρχεται. Η Εκκλησία είναι ο δίαυλος της χάριτος του Χριστού μέσα στην κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, ένας δίαυλος της χάριτος που προέρχεται από την αγάπη του Θεού Πατρός, ενυπάρχει σε αυτή και υπάρχει μέσω αυτής. Ως τέτοια δεν μπορεί να διαχωριστεί ούτε από την εν Θεώ καταγωγή της ούτε από τον εν Θεώ σκοπό της… Το ότι η Εκκλησία φέρει τη Βασιλεία και ότι είναι σημείο ή όργανο της Βασιλείας που εργάζεται για αυτήν, αποκαλύπτει το χαρακτήρα ενός οργανισμού ο οποίος διαρκώς γίνεται, αυξάνει και αγωνίζεται να μεταμορφώσει τον κόσμο. Έτσι η Εκκλησία δεν είναι κλειστή πολιτεία με απαρτισμένους νόμους και τρόπους ζωής, αλλά αποτελεί ένα μεταμορφωτικό γίγνεσθαι. Ουσιαστικά, η Εκκλησία καλείται να γίνεται αυτό που είναι, καλείται να γίνεται αυτό για το οποίο έχει κληθεί: πρόγευση της βασιλείας του Θεού, τα βασικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι η αγάπη, η δικαιοσύνη, η ειρήνη και η χαρά εν Αγίω Πνεύματι. Βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το όργανο της Βασιλείας δεν παύει ποτέ να είναι ένα μέσο. Την κύρια εργασία δεν την επιτελεί αυτό το ίδιο, αλλά η δύναμη που εκλέγει και χρησιμοποιεί αυτό το όργανο, δηλαδή ο τριαδικός Θεός…. Όλα τα παραπάνω σημαίνουν απαραιτήτως ότι και η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται σε αδιάκοπη πιστότητα και μεταστροφή στη βασιλεία του Θεού, προς αυτή πρέπει να προσανατολίζεται και επομένως πάντοτε έχει ανάγκη ανανέωσης».
323. Σ. ΓΙΑΓΚΆΖΟΓΛΟΥ, Οι θεολογικές προυποθέσεις της Εκκλησίας ως εσχατολογικής κοινότητας, στο Εκκλησία και Εσχατολογία, της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών της Ι.Μ. Δημητριάδος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σ.σ. 84-85.
324. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια(Θ.Η.Ε.), εκδ. Α. Μαρτίνος 1962-1968, τομ 5, σ. 467, «Ονομάζεται δε ούτω και είναι όντως “Εκκλησία Θεού”, διότι υπ’ αυτού του Θεού εδημιουργήθη και εις αυτόν ανήκει οιονεί ως ιδιοκτησία αυτού, ούσα η επιφάνεια της Βασιλείας του Θεού επί της γής. Αλλά και ετυμολογικώς ο όρος Εκκλησία περικλείει την εκλογή και κλήσιν των πιστευόντων εις την Βασιλεία του Θεού, ήτοι την Εκκλησίαν του, ούτως ώστε τα μέλη αυτής αποτελούν το νέο και αληθή “Ισραήλ του Θεού”(Γαλ. Στ. 16), τον “λαόν του Θεού”, το “εκλεκτόν γένος” και το “άγιον έθνος”(Α΄ Πετρ. Β΄ 9-10)……. Η εκκλησία είναι αυτή η Βασιλεία του Θεού, ήτις βεβαίως “ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου”(Ιω. Ιη΄ 36), αλλ’ αποτελεί μυστήριο μέγα, “αποκεκρυμένον από των αιώνων εν τω Θεώ”(Εφες. Γ΄ 9).» Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η θέση αυτή της Θ.Η.Ε., όπως και των παρακάτω, υπάρχουν αυτούσιες στον Ι. ΚΑΡΜΊΡΗ και στο Δογματική Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973, σ.σ. 18-19. Αυτό θεωρήται φυσιολογικό καθόσον ο μεγάλος εκκλησιολόγος ανήκει στην συντακτική ομάδα της.
325. Η προσέγγιση που κάνει εδώ ο Ν. Ματσούκας είναι ξεκάθαρη στο σύνολο του έργου του και καταδεικνύει τις προϋποθέσεις κάθε φορά που οδηγούν σε μία έκφραση θέσεως. Θα παραθέτουμε εδώ μία μόνο από το έργο του: Οικουμενική Θεολογία. Έκθεση της χριστιανικής πίστης. Προϋποθέσεις ενός οικουμενικού διαλόγου, εκδ.: Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2005 και στις σελίδες 120-121: «Ο καθένας λοιπόν, με την απαγγελτική ομολογία του Συμβόλου, μπορεί ακόμη με κάποιο δέος να αντιληφθεί ότι η σωτηρία μας-για την οποία δεν γίνεται καμία ιδιαίτερη διευκρίνιση ή ανάλυση- συντελείται μέσα σε όλα αυτά τα δραματικά γεγονότα της ενιαίας ιστορικής πορείας στην επέκταση της φυσικής και μεταφυσικής διάστασης ως την ακατάληκτη Βασιλεία του Χριστού…. Ολάκερη η Καινή Διαθήκη είναι κατάσπαρτη με τους χαρακτηριστικούς όρους Βασιλεία των Ουρανών ή Βασιλεία του Θεού κτλ. Η αιωνίως υπάρχουσα τούτη Βασιλεία του Θεού, ερχόμενη στην κτίση και την ιστορία, κατά το αίτημα άλλωστε της Κυριακής προσευχής, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η άκτιστη δόξα του Θεού. Η ενέργειά της, επομένως, είναι παρούσα στον κόσμο, και οι πάντες μπορούν να μετέχουν σε αυτή. Το ότι στο σημείο αυτό του Συμβόλου της Πίστεως μνημονεύετε η ακατάληκτη Βασιλεία του Χριστού, του κριτή ζώντων και νεκρών, εξάπαντος τούτη η μνεία δηλώνει την κοινή ενέργεια Πατέρα και Υιού, και αυτονόητα όλης της Τριάδας, όπως τούτο γίνεται κατανοητό στη συνέχεια του Συμβόλου της πίστεως. Έτσι το κοσμοσωτήριο έργο του Χριστού συνεχίζεται θριαμβευτικά και ακατάληκτα στα άπειρα βάθη, στις αδιάσπαστες διαστάσεις της Βασιλείας του Θεού, όπως και η πατερική Θεολογία αργότερα ερμήνευσε ή ακολούθησε πιστά το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως». Στο σημείο αυτό, φαίνεται ξεκάθαρα η ταύτιση Βασιλείας και Θείας Ενέργειας του Θεού. Η Βασιλεία του Θεού όμως, παρότι πληρώνεται, ενεργοποιείται και διαχέεται από την Θεία Χάρη, δεν πρέπει να ταυτίζεται με αυτήν. Η Βασιλεία του Θεού όμως, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια από την πατερική θεολογία, είναι η Αγία Του Εκκλησία. Βέβαια θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν είναι δυνατόν στην σύγχρονη Ελλάδα να υπάρχουν θεολόγοι, οι οποίοι να αμφισβητούν την θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, περί Ακτίστων Θείων Ενεργειών ταυτιζόμενοι ουσιαστικά με την σχολαστικιστική θεώρηση της σωτηρίας από τους Δυτικούς. Η θεολογία αυτή ως γνωστόν, δεν ήταν γέννημα δικό του, αλλά ήταν η διδασκαλία της Εκκλησίας όπως αυτή εκφράστηκε κατά το παρελθόν. Εν ολίγοις ο άγιος της Θεσσαλονίκης, δεν προσφέρει κάτι καινούργιο, αλλά συστηματοποιεί την προγενέστερή του διδασκαλία των πατέρων γι’ αυτό και αποκτά και συνοδική κατοχύρωση στη σύνοδο του 1351. Παρόλα αυτά για να επανέρθουμε στο προηγούμενο ερώτημά μας, η διδασκαλία του στην σύγχρονη Ελλάδα, άργησε πολύ να γίνει γνωστή και ευρέως αποδεκτή από τους θεολόγους. (βλέπε σχετική εισήγηση του Χρ. Σταμούλη, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στη σύγχρονη Ελληνική Θεολογία, που παρουσιάστηκε στο 2ο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο που διοργάνωσε η Ι. Μ. Βατοπαιδίου, με γενικό θέμα: «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν», στη Λεμεσό της Κύπρου, το Νοέμβριο του 1999. Η συγκεκριμένη εισήγηση, λόγω της σπουδαιότητάς της προφανώς, έχει συμπεριληφθεί από τον κ. καθηγητή σε πολλές από τις συγγραφικές του προσπάθειες. Το παρόν κείμενο έχει παρθεί από μία από τις τελευταίες του αναζητήσεις, το βιβλίο του Η γυναίκα του Λώτ και η σύγχρονη θεολογία, από τις εκδόσεις Ίνδικτος, το 2008. Η εισήγηση βρίσκεται ολόκληρη στις σελίδες 85-113). Εδώ για να καταδείξουμε την σοβαρότητα του θέματος θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τις σελίδες 45-46: «Στ’ αλήθεια επρόκειτο για μια μικρή επανάσταση, μια προσπάθεια επανασύνδεσης με τη Φιλοκαλία, η οποία όμως χάθηκε μέσα στην αμαρτία των καιρών. Η ελληνική θεολογία των αμέσως επόμενων δεκαετιών φαίνεται πως δεν αξιοποίησε τη μεγάλη ευκαιρία που προσέφεραν οι Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και οι υπόλοιποι θεολόγοι της νέας ανακάλυψης του Παλαμά. Ισχυρότερη αποδείχτηκε τελικά η σιωπή των Ζήκου Ρώση και Χρήστου Ανδρούτσου, που συνέγραψαν τα πρώτα και κύρια εγχειρίδια δογματικής θεολογίας του 20ου αιώνα, 1903 και 1907 αντίστοιχα, και στα οποία δεν υπάρχει καμία αναφορά στον ησυχαστή άγιο και τη θεολογία του. Μάλιστα ο Χρήστος Ανδρούτσος ακολουθώντας πιστά τη Δυτική θεολογική σκέψη συγχέει σε πολλές περιπτώσεις ουσία και ενέργειες στο Θεό και αποδεικνύει την απουσία των προϋποθέσεων εκείνων από την θεολογία της εποχής του, που είναι ικανές για την ανακάλυψη των βασικών της Ορθοδοξίας και συνεπώς την επαναφορά της σπασμένης ενότητάς της». Επίσης από τις σελίδες 96-98: «Ιδιαίτερη αναφορά εξάπαντος πρέπει να γίνει αυτήν την περίοδο σε τρία σημαντικά γεγονότα. Πρώτον, εκδίδεται στα 1974-75 το έργο του Π. Τρεμπέλα, Μυστικισμός, αποφατισμός, καταφατική θεολογία, τεύχη Α’-Β’[Ανάτυπο από την Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 19 (1974), 20(1975)]. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Χρήστος Γιανναράς, ο Π. Τρεμπέλας κατάφερε με αυτή του την μελέτη να καταστρέψει «την πελώρια συγγραφική προσπάθεια της ζωής του, με την τραγικά αφελή, αλλά φανατισμένη κατασυκοφάντηση του αποφατισμού (Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, σ.. 319.)». Στο στόχαστρο του έργου του βρέθηκαν ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και τέλος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Για τον τελευταίο η προσπάθειά του στοχεύει, όπως ο ίδιος σημειώνει, την αποσαφήνιση των “υπερβολών” και των “ασαφειών” που παρουσιάζονται στο έργο του, που σημειώθηκαν «εν τη οξύτητι του αγώνος προς πείσμονας και κακοπίστους, έστιν δε ότε και είρωνας αντιπάλους» (Μυστικισμός, αποφατισμός, καταφατική θεολογία, τομ. Β’, σ. 23-24.). Ως ρίζα του κακού, που οδηγεί τον Παλαμά σε υπερβολές και ασάφειες, θεωρεί την εξάρτηση του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης από τον Ψευδοδιονύσιον “όστις εκτός της νεοπλατωνικής, αντί της χριστιανικής θεολογικής, ορολογίας του Πλωτίνου, ουδέν το καινότερον προσφέρει” (όπως πίσω τομ. Α’ σελ.31). Έτσι, καταλήγει σε πρωτόγνωρους αφορισμούς περί αποσιωπήσεως της “περί μυστηριώδους της θείας ενεργείας αληθείας” (όπως πίσω τομ. Β’ σελ.29.), περί εισαγωγής συνθέσεως “εν τη απλή του Θεού ουσία”(όπως πίσω, σελ. 30.), και τέλος ούτε λίγο ούτε πολύ εξισώνει Βαρλαάμ και Παλαμά, καθώς υποστηρίζει ότι και ο Παλαμάς “εν τίνι μέτρω παρεσύρθη εις την αυτήν σύγχυσιν κατά διεύθυνσιν αντίθετον” με τον Βαρλαάμ, ο οποίος “διετέλει υπό την επίδρασιν των υπερβολών της Σχολαστικής θεολογίας” (όπως πίσω, σελ. 37.). Στον Παναγιώτη Τρεμπέλα απάντησε αμέσως η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους με αυστηρό κείμενό της, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αθωνικοί Διάλογοι, το 1975….». Και στην σελίδα 88: «Την ίδια περίοδο τα δύο κύρια εγχειρίδια δογματικής θεολογίας που εκδίδονται στην Αθήνα, από τον Ζήκο Ρώση το 1903 (βλ. Ζ. Ρώση, Σύστημα Δογματικής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας 1, Εν Αθήναις 1903) και τον Χρήστο Ανδρούτσο (βλ. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1907) το 1907, φαίνεται να αγνοούν πλήρως τον Γρηγόριο Παλαμά και την θεολογία του. Μάλιστα ο Χρήστος Ανδρούτσος ακολουθώντας τη δυτική θεολογική σκέψη συγχέει σε πολλές περιπτώσεις ουσία και ενέργειες στο Θεό». Η στάση αυτή των δύο καθηγητών εξηγείται από τον κ. Σταμούλη στη σελίδα 89: «Αντίθετα, οι Ζήκος Ρώσης και Χρήστος Ανδρούτσος, σπουδαγμένοι στη Δύση γνώρισαν τη σχολαστική θεολογία και τα συστήματα δογματικής της, τα οποία εν μέρει σφράγισαν τη θεολογική σκέψη και τα πονήματά τους ( Ο Δημήτριος Μπαλάνος στο έργο του Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών – Ιστορική Επισκόπησις 1837- 1930, εκδ. Φοίνιξ, Αθήναι 1931, σελ. 159, μας πληροφορεί ότι: “Εκ των 31 καθηγητών οι 27 σπουδάσαντες εις ελληνικάς σχολάς, συνεπλήρωσαν τας σπουδάς των εν Γερμανία, 4 δε εσπούδασαν εν θεολογικές ρωσικαίς ακαδημίες και εκ τούτων πάλι 2 συνεπλήρωσαν τας σπουδάς των εν Γερμανία”)».
326. ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΆ ΣΥΓΓΡΆΜΜΑΤΑ, Yπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Επιμέλεια Π. ΧΡΉΣΤΟΥ, Τομ. Α΄, εκδ. B. Bobrinsky, Π. Παπαευαγγέλου, J. Meyendorff, Π. Χρήστου, Θεσ/νίκη 1988, σ.σ. 658-659.
327. ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΆ ΣΥΓΓΡΆΜΜΑΤΑ, Λόγος αντιρρητικός ε΄, Επιμέλεια Π. ΧΡΉΣΤΟΥ, Τομ. Α΄, εκδ. B. Bobrinsky, Π. Παπαευαγγέλου, J. Meyendorff, Π. Χρήστου, Θεσ/νίκη 1988, σ.149.
328. Σοφ. Σολομώντος. Θ΄ 1-2.
329. ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΝΎΣΣΗΣ, Περί κατασκευής του ανθρώπου, P.G. 44, 132D-133A, «ουδέ γάρ ήν εικός τον άρχοντα πρό των αρχομένων αναφανήναι, αλλά της αρχής πρότερον ετοιμασθείσης, ακόλουθον ήν αναδειχθήναι τον βασιλεύοντα. Επειδή τοίνυν οίον τινά βασίλειον καταγωγήν τω μέλλοντι βασιλεύειν ο του παντός ποιητής προηυτρέπισεν,…. Δια ταύτα τελευταίος μετά την κτίσην εισήχθη ο άνθρωπος, ουχ ως απόβλητος εν εσχάτοις απορριφθείς, αλλ’ ως άμα τη γενέσει βασιλεύς είναι των υποχειρίων προσήκων».
330. ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΠΑΛΑΜΆ, Ομιλία 34, P.G. 151,432D.
331. Βλέπε σχετική παραπομπή 145, σελ. 45.
332. Σ. ΓΙΑΓΚΆΖΟΓΛΟΥ, Οι θεολογικές προυποθέσεις της Εκκλησίας ως εσχατολογικής κοινότητας, στο Εκκλησία και Εσχατολογία, της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών της Ι.Μ. Δημητριάδος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σ. 89.
333. Αποκ. 1,8.
334. Ο.π. Σ. ΤΣΟΜΠΑΝΊΔΗ, σ.218.
335. Βλ. Κ.ΣΚΟΥΤΈΡΗ, Ιστορία Δογμάτων, Αθήνα 1998, σ. 96.
336. Α΄ Κορ. 13,12.
337. Ιω. 4,23. 5,25.
338. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΊΔΗ, Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, εκδ.: Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2007, σ.σ. 150-151.
339. ΙΟΥΣΤΊΝΟY, Διάλογος προς Τρύφωνα, P.G. 6, 556A.
340. Ματθ. Γ΄ 2.
341. Λουκ. ΙΖ, 20-21.
342. Ματθ. 17,1 Μαρκ. 9,1.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου