Enrico Berti.
1. Υποκείμενο.
Όταν ομιλούμε για «υποκείμενο» είναι αναγκαίο πριν από κάθε τι να ξεκαθαρίσουμε μία παρεξήγηση, η οποία μας οδηγεί να μην καταλαβαίνουμε το νόημα των σύγχρονών μας εξαγγελιών περί «πτώσεως» ή «κρίσεως» ή «τέλους του υποκειμένου» και γενικώς την πολεμική η οποία ανεπτύχθη από την μετα-νεωτερική σκέψη εναντίον τού υποκειμένου. Ο καλύτερος τρόπος για να αποσύρουμε αυτή την παρεξήγηση είναι να θυμηθούμε αυτόν που, αθέλητα, υπήρξε ο μεγαλύτερος υπεύθυνος, όχι απο δική του άγνοια, αλλά από την προχειρότητα πολλών μαθητών του, οι οποίοι δέν ήταν όσο έπρεπε κατηρτισμένοι από την ιστορικο-φιλολογική οπτική γωνία.
Στην προσπάθειά του να εξηγήσει σε τί πράγμα συνίσταται η πρωτοτυπία η οποία εισήχθη από τον μοντέρνο κόσμο, στον οποίο και αφιέρωσε το κείμενο «Η εποχή του εικονισμού του κόσμου», ο Χάϊντεγκερ γράφει: «Το αποφασιστικό σημείο δεν είναι πως ο άνθρωπος εξελίχθηκε από τα προηγούμενα δεσμά, αλλά ότι το ίδιο το ουσιώδες τού ανθρώπου υφίσταται μία μεταμόρφωση με την σύσταση τού ανθρώπου σε υποκείμενο. Πρέπει να δούμε χωρίς άλλο στην λέξη Subjectum την μετάφραση του ελληνικού υποκειμένου. Η λέξη δείχνει αυτό που προηγείται, αυτό που συγκεντρώνει το όλον στον εαυτό του σαν θεμέλιο. Αυτή η μεταφυσική σημασία της έννοιας του υποκειμένου, από την αρχή της δεν είχε καμμία ιδιαίτερη αναφορά στον άνθρωπο και λιγότερο ακόμη στο Εγώ» (Εγκατειλημμένα μονοπάτια).
Για να πούμε την αλήθεια, το ελληνικό υποκείμενο, το οποίο ανυψώθη σε τεχνικό φιλοσοφικό όρο με τον Αριστοτέλη, δεν δείχνει αυτό που στέκεται πριν, αλλά αυτό που υπάρχει από κάτω, με την έννοια πως υπόκειται στο γίγνεσθαι, δηλ. το υπόστρωμα και όχι αυτό που συγκεντρώνει το παν εις εαυτόν, σαν ένα πραγματικό και αληθινό μεταφυσικό θεμέλιο, αλλά αυτό που δέχεται εις εαυτόν τους αντιθετικούς προσδιορισμούς, οι οποίοι αλληλοδιαδέχονται ο ένας τον άλλον στο γίγνεσθαι, δηλ. τον υποδοχέα. Είναι εντελώς σωστό λοιπόν να βεβαιώσουμε πως δεν έχει καμμία ιδιαίτερη αναφορά στον άνθρωπο, αλλά δείχνει οποιαδήποτε πραγματικότητα υποκείμενη στο γίγνεσθαι, κάθε πραγματικότητα φυσικού μάλλον τύπου παρά μεταφυσικού.
Και ο Χάϊντεγκερ συνεχίζει : «Η σύσταση όμως του ανθρώπου σε πρώτο και αυθεντικό υποκείμενο (Subjectum) έχει τις εξής συνέπειες: ο άνθρωπος γίνεται εκείνο το όν στο οποίο κάθε όν θεμελιώνεται στον τρόπο τού είναι του και της αλήθειας του. Ο άνθρωπος καταλήγει το κέντρο αναφοράς τού κάθε καθαυτό Είναι. Αυτό όμως είναι δυνατό μόνον εάν μεταμορφώσουμε την εννοιολόγηση του Είναι στο σύνολό της. Και πού φανερώνεται αυτή η αλλαγή; Ποιό είναι, σαν συνέπεια αυτού, το ουσιώδες του μοντέρνου κόσμου;». Η απάντηση θα είναι πως το ουσιώδες του μοντέρνου κόσμου συνίσταται ακριβώς στο ότι έδωσε ζωή σε μία «εικόνα», δηλ. σε μία αναπαράσταση του κόσμου, δηλ. στο ότι μείωσε τον κόσμο, δηλ. το όλον του όντος, σε αναπαράσταση που παρήγαγε ο άνθρωπος. Εδώ ο Χάϊντεγκερ έχει απόλυτο δίκαιο, διότι αυτή είναι η σημασία που αποδίδεται στο υποκείμενο απο την μοντέρνα φιλοσοφία, στην οποία ακριβώς λαμβάνει την σημασία τού θεμελίου, ακόμη και αν αυτή δεν έχει πλέον καμμία σχέση με την αρχαία σημασία του όρου.
Μία επιπλέον απόδειξη της ακρίβειας της Χαϊντεγκεριανής ερμηνείας είναι η διάσημη φράση της εισαγωγής της "Φαινομενολογίας του πνεύματος", όπου ο Hegel βεβαιώνει : «Κατά την δική μου άποψη, η οποία πρέπει να δικαιωθεί μόνον κατόπιν της εκθέσεως του συστήματος, όλα εξαρτώνται από την κατανόηση και από την έκφραση της αλήθειας όχι σαν ουσίας, αλλά με άλλη τόση αποφασιστικότητα σαν υποκειμένου» (τόμος I σ.13...). Δέν πρέπει να μας διαφεύγει πως, για τον Hegel, το αληθινό είναι το όλον και επομένως η ουσία στην οποία αναφέρεται δεν είναι εκείνη για την οποία κάνει λόγο ο Αριστοτέλης, αλλά εκείνη για την οποία μιλά ο Σπινόζα, δηλ. το σύνολο του πραγματικού, ο Θεός τής φύσεως. Αυτό ακριβώς συλλαμβάνεται στην φιλοσοφία του Hegel σαν υποκείμενο. Κάθε φορά λοιπόν που γίνεται λόγος για το υποκείμενο σαν θεμέλιο, θα πρέπει να δηλώνουμε πως πρόκειται για το υποκείμενο με την μοντέρνα σημασία του όρου, το οποίο έφτασε στο αποκορύφωμα της σημαντικής του σημασίας απο τον Hegel και το οποίο δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με την αρχαία σημασία τού υποκειμένου, που ανέπτυξε ο Αριστοτέλης.
Αυτό το υποκείμενο με την μοντέρνα σημασία του ανυψούται, ήδη απο τον Bacone και τον Καρτέσιο, σε Κύριο και κυρίαρχο της φύσεως, σε αντίθεση με την γραμματική σημασία της λέξεως η οποία δείχνει περισσότερο τον υφιστάμενο, τον υπήκοο. Και είναι αυτό το ίδιο το υποκείμενο το οποίο, όπως φανέρωσε αξιοθαύμαστα ο Hegel στην "Φαινομενολογία του πνεύματος" με τις διάσημες σελίδες τις αφιερωμένες στην διαλεκτική τού Αφέντη και του δούλου, για να κυριαρχήση στην φύση, πρέπει να κυριαρχήση πρώτα απο όλα τον άνθρωπο. Δηλ. να γίνει αφέντης σκλάβων όπως στην αρχαιότητα ή, όπως θα πει ο Μάρξ, ο αφέντης εργατών, όπως στην μοντέρνα βιομηχανική εποχή. Όλη η προβληματική την οποία ξεκίνησε ο Νίτσε και συνέχισε ο Χάϊντεγκερ και οι μετα-νεωτερικοί εναντίον του υποκειμένου, δεν αναφέρεται λοιπόν στο υποκείμενο με την αρχαία σημασία, ούτε κάν δε στην κλασσική Χριστιανική έννοια του προσώπου, όπως ισχυρίζονται μερικοί, αλλά μόνον στο υποκείμενο με την μοντέρνα έννοια του Αφέντη, του Δεσπότου, κυρίαρχου της φύσεως και του ανθρώπου, και μάλιστα θεμελιωτού ολοκλήρου της πραγματικότητος.[ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΤΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ]Στον Αριστοτέλη το υποκείμενο, με την αρχαία σημασία του υποστρώματος, είναι και ο άνθρωπος, πάνω απ’ όλα δε ο άνθρωπος εννοημένος σαν υπόστρωμα, είναι το αληθινό υποκείμενο των κινήσεων, και των φυσικών και των ψυχικών, που αποδίδονται από τον Πλάτωνα και τους μαθητές του στην ψυχή. Στο Ι βιβλίο του «Περί ψυχής» ο Αριστοτέλης διαφωνεί με τον Πλάτωνα και τους Πλατωνικούς δηλώνοντας πως «ίσως να μην είναι μόνον λανθασμένο ότι το ουσιώδες της ψυχής είναι αυτό που ισχυρίζονται αυτοί πού μάς βεβαιώνουν, πως η ψυχή είναι αυτό που κινεί ή είναι ικανό να κινήσει τον εαυτό του, αλλά μάλλον είναι και αδύνατον αυτή να είναι προικισμένη με κίνηση» (Αριστ. Περι ψυχής Ι 3, 405 b 31-406a 2).
Η αναφορά στον Πλάτωνα γίνεται ακόμη πιο φανερή όταν λίγο πιο κάτω ο Αριστοτέλης θυμίζει τον Τίμαιο δηλώνοντας : «Με τον ίδιο τρόπο και ο Τίμαιος εξηγεί απο μία οπτική γωνία φυσιοκρατική το γεγονός πως η ψυχή κινεί το σώμα, διότι κινούμενη αυτή η ίδια, κινεί και το σώμα, καθότι είναι ενωμένη μ’αυτό». Αλλά ακόμη και ο Ξενοκράτης, ο πιό «Ορθόδοξος» μαθητής του Πλάτωνος, είχε ορίσει την ψυχή σαν έναν «αριθμό μισοκινούμενο».
Αυτό το δόγμα της μισοκινούμενης ψυχής (αυτοκίνητον) υποστηρίζεται, κατά τον Αριστοτέλη, απο την κοινή γλώσσα: «Εμείς λέμε, πράγματι, πως η ψυχή δοκιμάζει πόνο και χαρά, κουράγιο και φόβο, και επιπλέον πως αντιλαμβάνεται και σκέπτεται. Φαίνεται δε σαν να είναι αυτές οι κινήσεις πάθη και καταλήγουμε να πιστέψουμε πως η ψυχή κινείται». Όμως εναντίον αυτού του τρόπου εκφράσεως απαντά χωρίς μισόλογα : «Το να λέμε πως η ψυχή είναι οργισμένη θα ισοδυναμούσε με το να πούμε πως η ψυχή πλέκει ή κτίζει σπίτια. Στην πραγματικότητα είναι προτιμότερο να πούμε πως δεν δοκιμάζει η ψυχή συμπάθεια ή μαθαίνει ή σκέπτεται, αλλά ο άνθρωπος μέσω τής ψυχής». Το αληθινό υποκείμενο της κινήσεως δεν είναι η ψυχή, αλλά ο άνθρωπος και επομένως λοιπόν για τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος είναι πάνω απ’ όλα υποκείμενο, με την σημασία τού υποστρώματος της κινήσεως και του γίγνεσθαι.
Ο Σταγειρίτης παρουσιάζει την δική του έννοια του υποκειμένου σαν υποστρώματος στο Ι βιβλίο της Φυσικής, όπου πολεμώντας με τους προσωκρατικούς και ακόμη μία φορά με τον Πλάτωνα, οι οποίοι τοποθετούσαν σαν στοιχεία-αρχές τού γίγνεσθαι τα δύο αντίθετα, παρατηρεί πως τα αντίθετα προϋποθέτουν ένα τρίτο στοιχείο-αρχή, αυτό ακριβώς δηλ. το υπόστρωμα, απέναντι στο οποίο τα αντίθετα εμφανίζονται αντιστοίχως σαν φόρμα και σαν στέρηση. Αυτήν τη σύλληψη, η οποία αντιπροσωπεύει μία αληθινή ανακάλυψη, θα την επεξεργαστεί μέσω μίας αναλύσεως της κοινής γλώσσας, ακριβέστερα μέσω της αναλύσεως της προτάσεως, αποτελούμενης απο ένα υποκείμενο (με την λογικο-γραμματική σημασία) και ένα κατηγορούμενο, όπου το διάσημο παράδειγμα είναι εκείνο του ανθρώπου που δεν είναι μουσικός, είναι δηλ. αγράμματος και γίνεται μουσικός, δηλαδή καλλιεργημένος, όπου οι όροι «άνθρωπος» και «μουσικός», δηλαδή αντιστοίχως το υποκείμενο και το κατηγορούμενο της προτάσεως «ο άνθρωπος είναι μουσικός», αποτελούν το υπόστρωμα, δηλ. την ύλη και την μορφή, δηλ. τα στοιχεία-αρχές τού γίγνεσθαι (Αριστ. Φυσ., Ι, 5-9).
Όταν ομιλούμε για «υποκείμενο» είναι αναγκαίο πριν από κάθε τι να ξεκαθαρίσουμε μία παρεξήγηση, η οποία μας οδηγεί να μην καταλαβαίνουμε το νόημα των σύγχρονών μας εξαγγελιών περί «πτώσεως» ή «κρίσεως» ή «τέλους του υποκειμένου» και γενικώς την πολεμική η οποία ανεπτύχθη από την μετα-νεωτερική σκέψη εναντίον τού υποκειμένου. Ο καλύτερος τρόπος για να αποσύρουμε αυτή την παρεξήγηση είναι να θυμηθούμε αυτόν που, αθέλητα, υπήρξε ο μεγαλύτερος υπεύθυνος, όχι απο δική του άγνοια, αλλά από την προχειρότητα πολλών μαθητών του, οι οποίοι δέν ήταν όσο έπρεπε κατηρτισμένοι από την ιστορικο-φιλολογική οπτική γωνία.
Στην προσπάθειά του να εξηγήσει σε τί πράγμα συνίσταται η πρωτοτυπία η οποία εισήχθη από τον μοντέρνο κόσμο, στον οποίο και αφιέρωσε το κείμενο «Η εποχή του εικονισμού του κόσμου», ο Χάϊντεγκερ γράφει: «Το αποφασιστικό σημείο δεν είναι πως ο άνθρωπος εξελίχθηκε από τα προηγούμενα δεσμά, αλλά ότι το ίδιο το ουσιώδες τού ανθρώπου υφίσταται μία μεταμόρφωση με την σύσταση τού ανθρώπου σε υποκείμενο. Πρέπει να δούμε χωρίς άλλο στην λέξη Subjectum την μετάφραση του ελληνικού υποκειμένου. Η λέξη δείχνει αυτό που προηγείται, αυτό που συγκεντρώνει το όλον στον εαυτό του σαν θεμέλιο. Αυτή η μεταφυσική σημασία της έννοιας του υποκειμένου, από την αρχή της δεν είχε καμμία ιδιαίτερη αναφορά στον άνθρωπο και λιγότερο ακόμη στο Εγώ» (Εγκατειλημμένα μονοπάτια).
Για να πούμε την αλήθεια, το ελληνικό υποκείμενο, το οποίο ανυψώθη σε τεχνικό φιλοσοφικό όρο με τον Αριστοτέλη, δεν δείχνει αυτό που στέκεται πριν, αλλά αυτό που υπάρχει από κάτω, με την έννοια πως υπόκειται στο γίγνεσθαι, δηλ. το υπόστρωμα και όχι αυτό που συγκεντρώνει το παν εις εαυτόν, σαν ένα πραγματικό και αληθινό μεταφυσικό θεμέλιο, αλλά αυτό που δέχεται εις εαυτόν τους αντιθετικούς προσδιορισμούς, οι οποίοι αλληλοδιαδέχονται ο ένας τον άλλον στο γίγνεσθαι, δηλ. τον υποδοχέα. Είναι εντελώς σωστό λοιπόν να βεβαιώσουμε πως δεν έχει καμμία ιδιαίτερη αναφορά στον άνθρωπο, αλλά δείχνει οποιαδήποτε πραγματικότητα υποκείμενη στο γίγνεσθαι, κάθε πραγματικότητα φυσικού μάλλον τύπου παρά μεταφυσικού.
Και ο Χάϊντεγκερ συνεχίζει : «Η σύσταση όμως του ανθρώπου σε πρώτο και αυθεντικό υποκείμενο (Subjectum) έχει τις εξής συνέπειες: ο άνθρωπος γίνεται εκείνο το όν στο οποίο κάθε όν θεμελιώνεται στον τρόπο τού είναι του και της αλήθειας του. Ο άνθρωπος καταλήγει το κέντρο αναφοράς τού κάθε καθαυτό Είναι. Αυτό όμως είναι δυνατό μόνον εάν μεταμορφώσουμε την εννοιολόγηση του Είναι στο σύνολό της. Και πού φανερώνεται αυτή η αλλαγή; Ποιό είναι, σαν συνέπεια αυτού, το ουσιώδες του μοντέρνου κόσμου;». Η απάντηση θα είναι πως το ουσιώδες του μοντέρνου κόσμου συνίσταται ακριβώς στο ότι έδωσε ζωή σε μία «εικόνα», δηλ. σε μία αναπαράσταση του κόσμου, δηλ. στο ότι μείωσε τον κόσμο, δηλ. το όλον του όντος, σε αναπαράσταση που παρήγαγε ο άνθρωπος. Εδώ ο Χάϊντεγκερ έχει απόλυτο δίκαιο, διότι αυτή είναι η σημασία που αποδίδεται στο υποκείμενο απο την μοντέρνα φιλοσοφία, στην οποία ακριβώς λαμβάνει την σημασία τού θεμελίου, ακόμη και αν αυτή δεν έχει πλέον καμμία σχέση με την αρχαία σημασία του όρου.
Μία επιπλέον απόδειξη της ακρίβειας της Χαϊντεγκεριανής ερμηνείας είναι η διάσημη φράση της εισαγωγής της "Φαινομενολογίας του πνεύματος", όπου ο Hegel βεβαιώνει : «Κατά την δική μου άποψη, η οποία πρέπει να δικαιωθεί μόνον κατόπιν της εκθέσεως του συστήματος, όλα εξαρτώνται από την κατανόηση και από την έκφραση της αλήθειας όχι σαν ουσίας, αλλά με άλλη τόση αποφασιστικότητα σαν υποκειμένου» (τόμος I σ.13...). Δέν πρέπει να μας διαφεύγει πως, για τον Hegel, το αληθινό είναι το όλον και επομένως η ουσία στην οποία αναφέρεται δεν είναι εκείνη για την οποία κάνει λόγο ο Αριστοτέλης, αλλά εκείνη για την οποία μιλά ο Σπινόζα, δηλ. το σύνολο του πραγματικού, ο Θεός τής φύσεως. Αυτό ακριβώς συλλαμβάνεται στην φιλοσοφία του Hegel σαν υποκείμενο. Κάθε φορά λοιπόν που γίνεται λόγος για το υποκείμενο σαν θεμέλιο, θα πρέπει να δηλώνουμε πως πρόκειται για το υποκείμενο με την μοντέρνα σημασία του όρου, το οποίο έφτασε στο αποκορύφωμα της σημαντικής του σημασίας απο τον Hegel και το οποίο δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με την αρχαία σημασία τού υποκειμένου, που ανέπτυξε ο Αριστοτέλης.
Αυτό το υποκείμενο με την μοντέρνα σημασία του ανυψούται, ήδη απο τον Bacone και τον Καρτέσιο, σε Κύριο και κυρίαρχο της φύσεως, σε αντίθεση με την γραμματική σημασία της λέξεως η οποία δείχνει περισσότερο τον υφιστάμενο, τον υπήκοο. Και είναι αυτό το ίδιο το υποκείμενο το οποίο, όπως φανέρωσε αξιοθαύμαστα ο Hegel στην "Φαινομενολογία του πνεύματος" με τις διάσημες σελίδες τις αφιερωμένες στην διαλεκτική τού Αφέντη και του δούλου, για να κυριαρχήση στην φύση, πρέπει να κυριαρχήση πρώτα απο όλα τον άνθρωπο. Δηλ. να γίνει αφέντης σκλάβων όπως στην αρχαιότητα ή, όπως θα πει ο Μάρξ, ο αφέντης εργατών, όπως στην μοντέρνα βιομηχανική εποχή. Όλη η προβληματική την οποία ξεκίνησε ο Νίτσε και συνέχισε ο Χάϊντεγκερ και οι μετα-νεωτερικοί εναντίον του υποκειμένου, δεν αναφέρεται λοιπόν στο υποκείμενο με την αρχαία σημασία, ούτε κάν δε στην κλασσική Χριστιανική έννοια του προσώπου, όπως ισχυρίζονται μερικοί, αλλά μόνον στο υποκείμενο με την μοντέρνα έννοια του Αφέντη, του Δεσπότου, κυρίαρχου της φύσεως και του ανθρώπου, και μάλιστα θεμελιωτού ολοκλήρου της πραγματικότητος.[ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΤΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ]Στον Αριστοτέλη το υποκείμενο, με την αρχαία σημασία του υποστρώματος, είναι και ο άνθρωπος, πάνω απ’ όλα δε ο άνθρωπος εννοημένος σαν υπόστρωμα, είναι το αληθινό υποκείμενο των κινήσεων, και των φυσικών και των ψυχικών, που αποδίδονται από τον Πλάτωνα και τους μαθητές του στην ψυχή. Στο Ι βιβλίο του «Περί ψυχής» ο Αριστοτέλης διαφωνεί με τον Πλάτωνα και τους Πλατωνικούς δηλώνοντας πως «ίσως να μην είναι μόνον λανθασμένο ότι το ουσιώδες της ψυχής είναι αυτό που ισχυρίζονται αυτοί πού μάς βεβαιώνουν, πως η ψυχή είναι αυτό που κινεί ή είναι ικανό να κινήσει τον εαυτό του, αλλά μάλλον είναι και αδύνατον αυτή να είναι προικισμένη με κίνηση» (Αριστ. Περι ψυχής Ι 3, 405 b 31-406a 2).
Η αναφορά στον Πλάτωνα γίνεται ακόμη πιο φανερή όταν λίγο πιο κάτω ο Αριστοτέλης θυμίζει τον Τίμαιο δηλώνοντας : «Με τον ίδιο τρόπο και ο Τίμαιος εξηγεί απο μία οπτική γωνία φυσιοκρατική το γεγονός πως η ψυχή κινεί το σώμα, διότι κινούμενη αυτή η ίδια, κινεί και το σώμα, καθότι είναι ενωμένη μ’αυτό». Αλλά ακόμη και ο Ξενοκράτης, ο πιό «Ορθόδοξος» μαθητής του Πλάτωνος, είχε ορίσει την ψυχή σαν έναν «αριθμό μισοκινούμενο».
Αυτό το δόγμα της μισοκινούμενης ψυχής (αυτοκίνητον) υποστηρίζεται, κατά τον Αριστοτέλη, απο την κοινή γλώσσα: «Εμείς λέμε, πράγματι, πως η ψυχή δοκιμάζει πόνο και χαρά, κουράγιο και φόβο, και επιπλέον πως αντιλαμβάνεται και σκέπτεται. Φαίνεται δε σαν να είναι αυτές οι κινήσεις πάθη και καταλήγουμε να πιστέψουμε πως η ψυχή κινείται». Όμως εναντίον αυτού του τρόπου εκφράσεως απαντά χωρίς μισόλογα : «Το να λέμε πως η ψυχή είναι οργισμένη θα ισοδυναμούσε με το να πούμε πως η ψυχή πλέκει ή κτίζει σπίτια. Στην πραγματικότητα είναι προτιμότερο να πούμε πως δεν δοκιμάζει η ψυχή συμπάθεια ή μαθαίνει ή σκέπτεται, αλλά ο άνθρωπος μέσω τής ψυχής». Το αληθινό υποκείμενο της κινήσεως δεν είναι η ψυχή, αλλά ο άνθρωπος και επομένως λοιπόν για τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος είναι πάνω απ’ όλα υποκείμενο, με την σημασία τού υποστρώματος της κινήσεως και του γίγνεσθαι.
Ο Σταγειρίτης παρουσιάζει την δική του έννοια του υποκειμένου σαν υποστρώματος στο Ι βιβλίο της Φυσικής, όπου πολεμώντας με τους προσωκρατικούς και ακόμη μία φορά με τον Πλάτωνα, οι οποίοι τοποθετούσαν σαν στοιχεία-αρχές τού γίγνεσθαι τα δύο αντίθετα, παρατηρεί πως τα αντίθετα προϋποθέτουν ένα τρίτο στοιχείο-αρχή, αυτό ακριβώς δηλ. το υπόστρωμα, απέναντι στο οποίο τα αντίθετα εμφανίζονται αντιστοίχως σαν φόρμα και σαν στέρηση. Αυτήν τη σύλληψη, η οποία αντιπροσωπεύει μία αληθινή ανακάλυψη, θα την επεξεργαστεί μέσω μίας αναλύσεως της κοινής γλώσσας, ακριβέστερα μέσω της αναλύσεως της προτάσεως, αποτελούμενης απο ένα υποκείμενο (με την λογικο-γραμματική σημασία) και ένα κατηγορούμενο, όπου το διάσημο παράδειγμα είναι εκείνο του ανθρώπου που δεν είναι μουσικός, είναι δηλ. αγράμματος και γίνεται μουσικός, δηλαδή καλλιεργημένος, όπου οι όροι «άνθρωπος» και «μουσικός», δηλαδή αντιστοίχως το υποκείμενο και το κατηγορούμενο της προτάσεως «ο άνθρωπος είναι μουσικός», αποτελούν το υπόστρωμα, δηλ. την ύλη και την μορφή, δηλ. τα στοιχεία-αρχές τού γίγνεσθαι (Αριστ. Φυσ., Ι, 5-9).
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου