Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΡΡΟΩΝ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (6) - THOMAS ALEXANDER SZLEZÁK

 Συνέχεια από: Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025

THOMAS ALEXANDER SZLEZÁK

Πανεπιστήμιο Τυβίγγης

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΡΡΟΩΝ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

VΙ. Η «ΠΙΟ ΑΛΗΘΙΝΗ» ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Η αξίωση της «φιλοσοφίας» (εννοούμενης ορολογικά με την έννοια μιας υπέρτατης επιστήμης) να έχει αρμοδιότητα πάνω σε «όλα» διατηρείται λοιπόν με έμφαση (Γ, 2, 1004 a, 34 κ.ε.), έστω κι αν μόνο με τη μεταποιημένη σημασία κατά την οποία αυτή πραγματεύεται το «όλο» ως «κάτι», δηλαδή ως ον (β, 10-17). Και έτσι όπως, στον Πλάτωνα, η διαλεκτική που γνωρίζει τα πάντα εκφράζει τη γνώση την πιο «αληθινή» και ασφαλή, κατά τον ίδιο τρόπο και στον Αριστοτέλη, η επιστήμη του όντος περιέχει τη δική της ιδιαίτερη αξίωση αληθείας.

Στον πλατωνικό Σωκράτη, στον Φίληβο (58 Α), φαίνεται φανερό ότι όλοι όσοι κατέχουν έστω και λίγο λόγο δεν μπορούν παρά να θεωρούν ως «μακράν την πιο αληθινή» τη γνώση (γνῶσις) που κατευθύνεται προς το αληθινό και αμετάβλητο Eίναι. Αυτό αντιστοιχεί πλήρως στη θεμελιώδη σκέψη της διδασκαλίας των Ιδεών, την οποία ο Πλάτων ανέπτυξε διεξοδικά στο τέλος του πέμπτου βιβλίου της Πολιτείας, δηλαδή στη βασική αντιστοιχία του βαθμού γνωσιμότητας ενός πράγματος με τον βαθμό του Είναι του· από το πλήρες σκοτάδι της αγνωσίας του μη-όντος μέχρι τη βεβαιότητα της γνώσης του όντος που πάντοτε Είναι.
Η ακολουθία των τριών παραδειγμάτων στο κέντρο της Πολιτείας αποσαφηνίζει αυτή τη σκέψη με μεγάλη καθαρότητα: όπως ο ήλιος είναι το πιο ορατό πράγμα στον αισθητό κόσμο, και όπως το τμήμα της γραμμής που αντιστοιχεί στις Ιδέες παριστάνει τη γνώση την πιο καθαρή και ασφαλή, έτσι και εκείνος που ανέρχεται έξω από το σπήλαιο καταλήγει να γνωρίζει το αποκορύφωμα του κόσμου των Ιδεών, δηλαδή το Αγαθόν καθ’ εαυτό, ως «το πιο λαμπρό από τα όντα» (τοῦ ὄντος τὸ φανότατον), του οποίου το φως, αρχικά, μπορεί να τυφλώνει, αλλά στο τέλος, ωστόσο, ο γνωρίζων το αντέχει (Πολιτεία, 518 C, 9-D, 1).

Με την πρώτη ματιά, δεν θα περίμενε κανείς να βρει κάτι αντίστοιχο προς τα παραπάνω στη Μεταφυσική, όπου η έννοια της αλήθειας τοποθετεί την αλήθεια όχι στα πράγματα, αλλά στη νόηση (Ε, 2, 1027 b, 25-27). Ωστόσο, το τέλος του πρώτου κεφαλαίου του ἄλφα ἔλαττον μπορεί να κατανοηθεί μόνο με αυτό το υπόβαθρο: «κάθε πράγμα κατέχει τόση αλήθεια, όση κατέχει από το Είναι» (993 b, 30-31: «ἕκαστον ὡς ἔχει τοῦ Εἶναι, οὕτω καὶ τῆς ἀληθείας»).
Η φράση αυτή προηγείται από τη σκέψη ότι οι αρχές των όντων που υπάρχουν πάντοτε, ως αίτια του ότι είναι αληθινά, είναι αναγκαστικά οι πιο αληθινές οντότητες (b, 26-30). Τώρα, είτε με τις «οντότητες που υπάρχουν πάντοτε» εννοούμε (κατά τον H. Wagner και τον K. Barthlein) τα μαθηματικά φαινόμενα, και με τις αρχές τους εννοούμε τις ύψιστες αρχές της αποδείξεως, όπως τον νόμο της μη-αντίφασης, είτε (κατά τον Αλέξανδρο τον Αφροδισιέα και τη μεγάλη πλειοψηφία των σχολιαστών από εκείνον και εξής) εννοούμε τα αιώνια ουράνια σώματα και τους ακίνητους κινούντες – λύση που ίσως είναι και η καλύτερη –, και στις δύο περιπτώσεις βλέπουμε ότι ο Αριστοτέλης απαιτεί για τη φιλοσοφική έρευνα τον ύψιστο βαθμό αληθείας. Αλλά ο «πλατωνικός» παραλληλισμός ανάμεσα στον βαθμό γνώσης και στον βαθμό του είναι δύσκολα θα μπορούσε να εκφραστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια και συγκέντρωση απ’ ό,τι στο παραπάνω κλείσιμο του Μεταφυσικής α 1.

Εξάλλου, η μετατόπιση –όπως έχει ήδη αναφερθεί– της αλήθειας από τα πράγματα στη νόηση δεν αποτελεί την έσχατη λέξη του Αριστοτέλη· διότι, όσον αφορά τη γνώση των «απλών πραγμάτων», αυτός ο καθορισμός δεν ισχύει (Ε, 4, 1027 b, 27-28)· για τα πράγματα αυτά, το αληθινό Είναι συνίσταται μάλλον στο «έρχεσθαι σε επαφή» (θιγείν) με το αντικείμενο (Θ, 10, 1051 b, 24). Όμως τα απλά ή «ασύνθετα» πράγματα σημαίνουν τα «τὰ τί ἐστι» (1027 b, 28· πρβλ. 1051 b, 26), και γι’ αυτά δεν είναι δυνατόν να σφάλλουμε.

Η γνώση του ακίνητου κινητήρα(τού κινητού ακίνητου), ως «τὸ τί ἦν εἶναι τὸ πρῶτον» (Λ, 8, 1074 a, 35-36), θα έπρεπε ακριβώς να αποτελεί το παραδειγματικό παράδειγμα ενός «έρχεσθαι σε επαφή» απαλλαγμένου από σφάλμα με μια ασύνθετη (μη σύνθετη) ουσία που υπάρχει σε ενεργεία (1051 b, 27-28). Σε αντιστοιχία με τον οντολογικό βαθμό του αντικειμένου, ούτε ο βαθμός αληθείας αυτού του «έρχεσθαι σε επαφή» δεν θα έπρεπε να μπορεί να ξεπεραστεί από τίποτε άλλο.

Βεβαίως, ο Αριστοτέλης δεν εκφράζεται έτσι επ’ αυτού. Αντιθέτως, με την ευκαιρία της έκθεσής του (συζήτησης) για τον νόμο της μη-αντίφασης, υπογραμμίζει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με την «ασφαλέστερη όλων αρχή», «για την οποία είναι αδύνατον να σφάλλουμε» (Γ, 3, 1005 b, 8-23). Αν εκ πρώτης όψεως αυτό μπορεί να ακούγεται σαν μια έμμεση άρνηση της ύψιστης βεβαιότητας και της «αλήθειας» που ανήκουν στη γνώση του ακίνητου κινητήρα(τού κινητού ακίνητου), πρέπει να θυμηθούμε ότι, για τον Αριστοτέλη, η ύπαρξη της ακίνητης ουσίας και η ισχύς του νόμου της μη-αντίφασης είναι άρρηκτα συνδεδεμένες (πρβλ. 1009 a, 36-38· 1010 a, 32-35· 1012 b, 29-31). Ο Johann-Heinrich Königshausen, Parallelen zwischen Platons “Sophistes” und Aristoteles Met. Γ («Παραλληλισμοί ανάμεσα στον “Σοφιστή” του Πλάτωνα και στο βιβλίο Γ των Μεταφυσικών του Αριστοτέλη»), «Perspektiven der Philosophies/Προοπτικές της φιλοσοφίας», 18, 1992, σσ. 21-42, ιδίως 35-37 και σημ. 6· πρβλ. Ursprung und Thema von erster Wissenschaft. Die aristotelische Entwicklung des Problems/Η αρχή και το αντικείμενο της πρώτης φιλοσοφίας. Η αριστοτελική ανάπτυξη του προβλήματος, (Άμστερνταμ 1989, passim), επισημαίνει δικαίως ότι, βέβαια, η καθιέρωση του νόμου της αντίφασης ως αποδεικτικής αρχής (ἁποδεικτικὴ ἀρχή, πρβλ. 996b, 26), που με τον πιο γενικό τρόπο καθιστά δυνατό να σκεφτόμαστε και να μιλούμε με σύνεση, τοποθετείται σε ένα διαφορετικό προβληματικό επίπεδο και συστηματικά ανώτερο σε σχέση με την ένδειξη της ακίνητης ουσίας ως θεολογικο-κοσμολογικής αρχής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: