Συνέχεια από: Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΡΡΟΩΝ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
VΙΙ. Η ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΗΣ «οὐσίας»
Κατά κάποιον τρόπο, η πρώτη φιλοσοφία ασχολείται επίσης με την επεξεργασία των αποδεικτικών αρχών (ἀποδεικτικαί ἀρχαί): λόγω της καθολικής τους ισχύος, δεν μπορούν να αποδοθούν σε καμία από τις επιμέρους επιστημονικές ειδικότητες (Γ, 3, 1055a, 22 κ.ε.). Το ίδιο ισχύει και για τις ανώτατες διαλεκτικές έννοιες της Ακαδημίας: ποιος άλλος, αν όχι «ο φιλόσοφος», θα έπρεπε να ασχοληθεί με αυτές (Γ, 2, 1004a, 31–b, 4); Παρ’ όλα αυτά, η θεμελιώδης φιλοσοφική επιστήμη, αυτή καθαυτή, δεν ορίζεται ούτε ως επιστήμη των αξιωμάτων ούτε ως επιστήμη των θεμελιωδών οντολογικών (ή διαλεκτικών) εννοιών, αλλά ως επιστήμη της πρώτης «οὐσίας». Η συμβολή του A. Mansion στο άρθρο Philosophie première, philosophie seconde et métaphysique chez Aristote, Revue philosophique de Louvain, 56, 1958, σσ. 165–221· μεταφρασμένου στα γερμανικά στο AA.VV., Metaphysik und Theologie des Aristoteles, επιμ. F.P. Hager, Darmstadt 1969 (= «Wege der Forschung», Bd. 206, σσ. 299–366), είναι ότι επισήμανε πως σε κάθε σημείο όπου εμφανίζεται ο όρος «πρώτη φιλοσοφία», τα συμφραζόμενα παραπέμπουν στη γνώση της «πρώτης οὐσίας» (εννοούμενης ως θεία ουσία).Βεβαίως, όπως φαίνεται, στην αριστοτελική σύλληψη της «οὐσίας» διαφαίνεται με απόλυτη σαφήνεια η ρήξη σε σχέση με τη πλατωνική μεταφυσική. Η «οὐσία» ως «τόδε τι» διακρίνεται επανειλημμένα (με τον πιο σαφή τρόπο στο Ζ, 13–14) από την πλατωνική Ιδέα, η οποία, ως «καθόλου», δεν έχει κανένα δικαίωμα να φέρει τον τίτλο της «οὐσίας». Παρ’ όλα αυτά, και εδώ, η έντονη έμφαση στη διαφορά, στη διαμορφωμένη τελική λύση, κρύβει τη συγγένεια που είναι σύμφυτη στον τρόπο με τον οποίο τίθενται τα προβλήματα.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να παραμείνει σαφές ότι η αφετηρία από τη αισθητή ουσία, κάτι που φαίνεται διαμετρικά αντίθετο προς τη πλατωνική προσέγγιση, δεν θέλει να αποτελεί μια οντολογική επιλογή, αλλά έχει κατεξοχήν μεθοδολογική σημασία: πρώτον, έτσι μπορεί κανείς να συνδεθεί με εκείνο στο οποίο όλοι συμφωνούν, δηλαδή με ένα «ἔνδοξον»· δεύτερον, είναι σκόπιμο να ξεκινήσει κανείς από εκείνο που ήδη διαθέτει, δηλαδή από τη γνώση εκείνου που καθεαυτό είναι δύσκολα γνωρίσιμο, αλλά για εμάς είναι γνωστό πριν από οτιδήποτε άλλο (Ζ, 3, 1029 a, 33 – b, 12).
Η οντολογία της αισθητής ουσίας που περιέχεται στο βιβλίο Ζ –η οποία σήμερα θεωρείται, από φιλοσόφους μιας ορισμένης σχολής σκέψης, ως το πιο σημαντικό τμήμα της Μεταφυσικής ή ακόμη και το μοναδικό που αξίζει συζήτησης– για τον Αριστοτέλη δεν ήταν παρά μια προπαρασκευαστική έρευνα, αναληφθείσα ενόψει μιας οντολογίας της μη αισθητής ουσίας (Ζ, 11, 1037 a, 10-17). [«Καθώς η έρευνά μας αφορά το πρόβλημα αν πέρα από τις αισθητές ουσίες υπάρχει ή όχι μια ακίνητη και αιώνια ουσία και, στην υπόθεση ότι υπάρχει, ποια είναι η φύση της…» (Μ. 1, 1076 a, 10-12. Βλ. π.χ. Β, 1, 995 b, 13-18· μαζί με Β, 2, 997 a, 34–998 a, 19· Ζ. 2, 1028 b, 30-31· Ζ, 11, 1037 a, 10-17, κ.ά.)]
Αυτή η προσπάθεια περιλαμβάνει την παρουσίαση και τον ακριβή οντολογικό καθορισμό της μη αισθητής ουσίας, ένα πρόγραμμα που, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη διατύπωσή του, θα ταίριαζε απόλυτα να περιγράψει και εκείνο που ενδιέφερε τον Πλάτωνα.
Στην αριστοτελική αφετηρία, στο επίπεδο των αισθητών πραγμάτων, θα αντιστοιχούσε λοιπόν το τμήμα της πλατωνικής διαλεκτικής που νοούνταν ως μείωση (αναγωγή) ή ως οδός προς τις αρχές· προφανώς, στη μείωση (αναγωγή) συντονιζόταν έπειτα η απόδειξη (παραγωγή), δηλαδή η «οδός που ξεκινά από τις αρχές». [Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1, 4, 1095 a, 30 – b. 3 = Testimonium platonicum 10 Gaiser: σημαίνει ότι αυτό το χωρίο των Ηθικών Νικομαχείων θεωρείται από τον Gaiser το δέκατο «πλατωνικό τεκμήριο», δηλαδή μαρτυρία σχετική με τις πλατωνικές άγραφες διδασκαλίες. Βλ. επίσης τις σύντομες σημειώσεις σε αυτό το testimonium στο: K. Gaiser, Platons ungeschriebene Lehre, σ. 454].
Σε αυτήν τη «ὁδόν», η υπέρτατη νοητή οντότητα μπορεί πράγματι να οριστεί, από τους δύο φιλοσόφους, ακόμη και με εντελώς διαφορετικό τρόπο, και πράγματι το ἀκίνητον κινοῦν φαίνεται να έχει ελάχιστα κοινά με την Ἰδέα του Ἀγαθοῦ· ωστόσο, έχει δικαίως επισημανθεί [D. Deverrux, The Primacy of ΟΥΣΙΑ: Aristotle's Debt to Plato/Το χρέος του Αριστοτέλη στον Πλάτωνα, in: AA.VV., Platonic Investigations, επιμ. D.J. O'Meara, Washington 1985, σσ. 219–246] ότι η υπεροχή της «οὐσίας» έναντι όλων των άλλων «ὄντων», και η υπεροχή της θείας «οὐσίας» έναντι όλων των άλλων «οὐσιῶν», έχουν συλληφθεί σύμφωνα με πλατωνική μήτρα σκέψης: μέσα σε μια σειρά πραγμάτων που φέρουν το ίδιο όνομα, ένα από αυτά ξεχωρίζει ως «πρῶτον», επειδή πραγματοποιεί με τον πιο αυθεντικό τρόπο το νόημα της κοινής αυτής ονομασίας· και αυτό το «πρῶτον», το παραδειγματικό, δεν υπερέχει μόνο σημασιολογικά, αλλά επίσης —και όχι λιγότερο— οντολογικά, ως θεμέλιο του είναι των υποδεέστερων πραγμάτων που φέρουν το ίδιο όνομα.
Όπως η Ἰδέα συνιστά το πρωτεύον υποκείμενο ενός κατηγορουμένου, ή εκείνο που είναι καθεαυτό το περιεχόμενο αυτού του κατηγορουμένου (ενώ τα επιμέρους πράγματα κατέχουν το ίδιο κατηγορούμενο μόνο δευτερευόντως, με το να μετέχουν στην Ἰδέα), έτσι και το νόημα του «εἶναι» μπορεί, σε τελευταία ανάλυση, να αναγνωσθεί μόνο στην «οὐσία», και βρίσκει την καθαρότερη ενσάρκωσή του στην ἀκίνητη θεία «οὐσία» (το ἀκίνητον κινοῦν), η οποία, σε ένα καθορισμένο μεν αλλά ουσιωδώς διαφορετικό από την Ἰδέα του Ἀγαθοῦ νόημα, είναι ἀρχή πάντων: η ἀκίνητη θεία «οὐσία» είναι εκείνο που κινεί τα πάντα ως πρώτη αἰτία και εκείνο από το οποίο εξαρτώνται ο ουρανός και η φύση. (Λ, 4, 1070 b 34–35 και Λ. 7, 1072 b 14).
Τώρα, η διερεύνηση αυτής της φύσης είναι, για τον Αριστοτέλη, ταυτόχρονα επιστήμη και φιλοσοφία, και ακόμη και "σοφία". Ας εξετάσουμε, μαζί, την πρώτη διατύπωση της τρίτης απορίας και την απάντησή της: δημιουργείται η εντύπωση ότι ο Αριστοτέλης θέλει να αποδίδει τον τίτλο «σοφία» στις επιστήμες που ασχολούνται με τις ουσίες που υπάρχουν καθ’ εαυτές.
Ακόμη και η φυσική είναι «σοφία», όπως διαβεβαιώνει ο Αριστοτέλης στο Γ΄, 3, 1005 b, 1-2, προφανώς ως απάντηση στο πρόβλημα αν είναι δυνατόν — δεδομένου ότι υπάρχουν πολλές επιστήμες της ουσίας — να εφαρμοστεί σε όλες ο χαρακτηρισμός της «σοφίας» (Β, 1, 995 b, 10-13).
Λίγο νωρίτερα (1004 a, 2-6) είχε ήδη καθοριστεί με σαφήνεια ότι υπάρχουν πολλές «μέρη της φιλοσοφίας» ή «επιστήμες», και ότι ο αριθμός τους καθορίζεται από τον αριθμό των ειδών των ουσιών (που σε αυτό το σημείο αναφέρονται ως «οὐσίαι» ή τα «γένη» του «ὄντος») [Βλ. επίσης 1005 a, 34: «ἓν γάρ τι γένος τοῦ ὄντος ἡ φύσις»].
Δεν φαίνεται ότι σε αυτό το πλαίσιο συμπεριλαμβάνονται τα μαθηματικά, των οποίων τα αντικείμενα δεν έχουν τον οντολογικό βαθμό των ουσιών που υπάρχουν καθ’ εαυτές. Τα μαθηματικά μπορούν να ονομαστούν «θεωρητική φιλοσοφία» (Ε, 1, 1026 a, 18-19), αλλά, σύμφωνα με τα δεδομένα, όχι σοφία.
Η φυσική δικαιούται αυτόν τον εξέχοντα τίτλο, αλλά όχι ως πρωτεύουσα/πρώτη επιστήμη (1005 b, 2). Δεδομένου ότι το αντικείμενό της κατέχει οντολογικά δεύτερο βαθμό (Ε, 1, 1026 a, 13-19· Λ. 1, 1069 a, 30–b, 2· 6, 1071 b, 3-4), αυτή παραμένει «δεύτερη φιλοσοφία» (Ζ, 11, 1037 a, 15: «δευτέρα φιλοσοφία»).
Τώρα, αυτή η σύλληψη είναι, ταυτόχρονα, σε μεγάλο βαθμό πλατωνική και σαφώς αντιπλατωνική. Ο καθορισμός της τάξης μιας επιστήμης σε σχέση με την οντολογική τάξη του αντικειμένου της (βλ. Περί Ψυχής, I 1, 402 a, 1-3· Μεταφυσική Ε, 1, 1026 a, 21-22, και αλλού) συμφωνεί με τη θεμελιώδη σκέψη της διδασκαλίας των Ιδεών.
Το να αποδοθεί ένα ιδιαίτερο όνομα στη μελέτη του είδους της ουσίας που είναι οντολογικά υπέρτατη (στη μελέτη του όντος που είναι οντολογικά άριστο), ή της αληθινής ουσίας (του όντως ὄντος), και να υπερισχύει αυτή η μελέτη σε σχέση με τα μαθηματικά, αντιστοιχεί επίσης στις προθέσεις του Πλάτωνα, αν και εκείνος απέφευγε τον όρο «σοφία» για την ανώτατη μορφή γνώσης και, αντί για «σοφία», μιλούσε για «νοῦς» ή «νόησις» (Πολιτεία 511 C-D, 534 A· Τίμαιος 37 C).
Το ότι, αντίθετα, ο ορατός κόσμος, που υπόκειται σε μεταβολές, δηλαδή στη γένεση και την φθορά, πρέπει να έχει ανώτερη θέση σε σχέση με τα «μαθηματικά», που δεν υπόκεινται σε μεταβολές, και ότι η ενασχόληση με αυτόν (η μελέτη του ορατού κόσμου) πρέπει να ονομάζεται «επιστήμη», αντί, για παράδειγμα, «εἰκὼς λόγος», δείχνει την αντιπλατωνική κατεύθυνση μιας νέας οντολογίας, που πλέον δεν μετρά την καθ’ εαυτή ύπαρξη και την προτεραιότητα ενός όντος με βάση την εννοιακή προτεραιότητα: «δεν είναι όλα όσα έχουν προτεραιότητα στο επίπεδο του λόγου προγενέστερα και στο επίπεδο της ουσίας» (M, 2, 1077 b, 1-2: «οὐ πάντα ὅσα τῷ λόγῳ πρότερα καὶ τῇ οὐσία πρότερα»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου