Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2025

Sumphilosophein 24

Συνέχεια από: Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

SUMPHILOSOPHEIN 24
Του Enrico Berti
ΙΙΙ. Η αληθινή πραγματικότητα


Η αρχή των πάντων

6. Αριστοτέλης: από τα αρχικά στοιχεία στις πρώτες αιτίες (συνέχεια)


........
Αλλά έπειτα είναι διαφορετική και η ύλη κάθε επιμέρους πράγματος. Συνεπώς και η δύναμη (dunamis) από την οποία προκύπτει η μεταβολή δεν είναι η ίδια για όλα τα πράγματα, αλλά από διαφορετικές δυνάμεις προκύπτουν διαφορετικά πράγματα⁸¹. Αυτή είναι η άλλη μεγάλη καινοτομία που εισάγει ο Αριστοτέλης: αν η ύλη είναι αρχή των αισθητών πραγμάτων, δηλαδή των σωμάτων που βρίσκονται σε κίνηση, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι μία και η ίδια αρχή για όλα, όπως ο χώρος ή το «μεγάλο και μικρό», αλλά κάθε πράγμα έχει τη δική του ύλη, διαφορετική από εκείνη των άλλων.

Οι άλλες δύο αρχές είναι τα αντίθετα, που ο Αριστοτέλης ονομάζει επίσης «μορφή» (εἶδος) και «στέρηση» (στέρησις), δηλαδή έλλειψη μορφής, γιατί η μεταβολή συνίσταται στη μετάβαση ενός υποστρώματος, δηλαδή μιας ύλης, από την έλλειψη μιας ορισμένης μορφής στην κατοχή αυτής. Με λίγα λόγια, οι αρχές-στοιχεία, δηλαδή οι εσωτερικές αρχές των αισθητών πραγμάτων, για τον Αριστοτέλη δεν είναι δύο, αλλά τρεις: ύλη, μορφή και στέρηση. Αντιπαραβάλλει αυτή τη διδασκαλία του περί αρχών με εκείνες του Πλάτωνα και των άλλων Ακαδημαϊκών όχι μόνο στα Μετά τα Φυσικά Λ, αλλά και στα Μετά τα Φυσικά Ν, που πιθανότατα είναι τόσο αρχαίο όσο και το Λ, καθώς και στο πρώτο βιβλίο της Φυσικής, το οποίο επίσης αναγνωρίζεται από τους μελετητές ως αρχαίο, δηλαδή να ανάγεται πιθανότατα στην ακαδημαϊκή περίοδο. Σε αυτό το τελευταίο βιβλίο υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στην εξήγηση της διαφοράς μεταξύ της θέσης του Πλάτωνα, ο οποίος στην αρχή αντίθετη προς το Έν, δηλαδή στο μέγα-μικρό, συγχέει αυτό που θα έπρεπε να είναι η στέρηση, δηλαδή το ίδιο το αντίθετο, με αυτό που είναι αντίθετα η ύλη, δηλαδή το υπόστρωμα, και της θέσης του Αριστοτέλη, του οποίου οι αρχές-στοιχεία, δηλαδή η ύλη, η μορφή και η στέρηση, σχηματίζουν μια τριάδα πολύ διαφορετική από εκείνη του Πλάτωνα (το Έν, το μέγα και το μικρό).

Αλλά η ύλη και η μορφή δεν αρκούν για να εξηγήσουν τη μεταβολή, γιατί καθετί που μεταβάλλεται – λέει ο Αριστοτέλης – μεταβάλλεται από κάτι: αυτό από το οποίο γίνεται η μεταβολή είναι το «πρώτο κινούν» του, δηλαδή ο πλησιέστερος κινητήρας του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει ήδη προσδιορίσει τρεις τύπους αιτιών: η ύλη είναι η υλική αιτία, η μορφή είναι η τυπική αιτία και ο κινητήρας είναι η κινητική ή αποτελεσματική αιτία (η στέρηση, παρότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να εξηγηθεί το γίγνεσθαι, δεν είναι κυρίως αιτία, γιατί είναι η έλλειψη κάποιου πράγματος). Στην περίπτωση της γένεσης, δηλαδή του ερχομού στην ύπαρξη, που είναι η πιο ριζική μορφή μεταβολής, η αποτελεσματική αιτία διαφέρει ανάλογα με το αν πρόκειται για φυσικές ή για τεχνητές πραγματικότητες: για τις τελευταίες, η αποτελεσματική αιτία της γένεσής τους είναι η τέχνη (τέχνη), δηλαδή η τεχνική, που είναι εξωτερική προς το παραγόμενο πράγμα, επειδή βρίσκεται στον τεχνίτη που το κατασκευάζει· αντίθετα, για τις φυσικές πραγματικότητες η αποτελεσματική αιτία είναι η φύση (φύσις), δηλαδή ο γονέας του ίδιου γένους, γιατί, για παράδειγμα, «ο άνθρωπος γεννά άνθρωπο», με την έννοια ότι ο πατέρας μεταδίδει στο παιδί την ψυχή. Και η τέχνη και η φύση μεταδίδουν στο παραγόμενο πράγμα τη μορφή του, μια μορφή που, στην περίπτωση της τέχνης, περιέχεται στον νου του καλλιτέχνη, ενώ στην περίπτωση της φύσης κατέχεται από τον γονέα του ίδιου γένους. Γι’ αυτό μπορεί να ειπωθεί ότι η μορφή δεν υπάρχει χωριστά από το παραγόμενο πράγμα, όταν αυτό έχει παραχθεί, ενώ υπάρχει χωριστά από αυτό, δηλαδή πριν από αυτό, στον νου του καλλιτέχνη ή στον γονέα του ίδιου γένους, δηλαδή στην αποτελεσματική αιτία. Δεν υπάρχει ποτέ χωριστά ως καθαρή μορφή, κατά τον τρόπο των Ιδεών του Πλάτωνα. Η μορφή, επιπλέον, είναι και το τέλος της γένεσης, όχι μόνο επειδή η πράξη του καλλιτέχνη ή η διαδικασία που προκαλεί ο πατέρας έχουν ως σκοπό τη μετάδοση της μορφής σε μια νέα ουσία, αλλά και με την έννοια ότι αυτή, εάν είναι ζώσα ουσία, έχει ως σκοπό της την πλήρη πραγμάτωση της ίδιας της μορφής της, η οποία επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη και διαιωνίζεται με την αναπαραγωγή. Με αυτό, ο Αριστοτέλης έχει εισαγάγει και τον τέταρτο τύπο αιτίας, δηλαδή την τελική αιτία.

Σε αυτό το σημείο ο Σταγειρίτης θέτει το ζήτημα, που καθίσταται κρίσιμο λόγω της σχέσης του με τους άλλους Ακαδημαϊκούς, εάν «οι αιτίες και οι αρχές είναι ίδιες για όλα τα πράγματα ή αν, αντίθετα, είναι διαφορετικές», και απαντά ότι κατά μία έννοια είναι διαφορετικές, ενώ κατά μία άλλη, δηλαδή «καθόλου [...] και κατ’ αναλογίαν» (καθόλου [...] καὶ κατ’ ἀναλογίαν), είναι ίδιες. Είναι διαφορετικές γιατί διαφορετικές κατηγορίες όντων, όπως οι ουσίες και τα σχετικά, δεν μπορούν να έχουν τις ίδιες αρχές:

Δεν υπάρχει πράγματι τίποτε το κοινό πέρα από την ουσία και τις άλλες κατηγορίες, που να είναι προγενέστερο αυτών και στοιχείο τους· ούτε η ουσία είναι στοιχείο των σχετικών, ούτε κάποιο από αυτά είναι στοιχείο της ουσίας.
Είναι φανερή σε αυτά τα λόγια η πολεμική ενάντια στους Ακαδημαϊκούς, οι οποίοι παραδέχονταν το Έν ως στοιχείο κοινό σε όλα τα πράγματα, υπεράνω των κατηγοριών. Διότι ο Αριστοτέλης προσθέτει:
Ούτε μπορεί να είναι στοιχείο κάποιο από τα νοητά, όπως π.χ. το Ον ή το Έν, επειδή αυτά κατηγορούνται για καθεμία ακόμη και από τις σύνθετες πραγματικότητες· συνεπώς κανένα από αυτά δεν θα είναι ούτε ουσία ούτε σχετικό, ενώ κάτι τέτοιο θα ήταν αναγκαίο.

Από αυτό μετριέται όλη η απόσταση ανάμεσα στη σύλληψη του Αριστοτέλη για το ον και το ένα και σε εκείνη των άλλων Ακαδημαϊκών, ξεκινώντας από τον Πλάτωνα. Ο τελευταίος πράγματι θα είχε υποστηρίξει – όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο Αριστοτέλης αλλού – ότι το Ον και το Έν (που κατόπιν φαίνονται να συμπίπτουν), καθόσον είναι στοιχεία όλων των όντων, και πρωτίστως των Ιδεών, είναι ουσίες, δηλαδή είναι το «αυτό ον» (αὐτὸ ὄν) και το «αυτό έν» (αὐτὸ ἕν), δηλαδή η Ιδέα του όντος και η Ιδέα του ενός, που έχουν ως ουσία μόνο το είναι ον και το είναι έν. Για τον Αριστοτέλη, αντίθετα, το ον και το ένα δεν είναι στοιχεία, ούτε ουσίες, αλλά κατηγορήματα όλων των πραγμάτων, και ακριβώς για αυτό δεν είναι γένη, δηλαδή Ιδέες, αλλά είναι κατηγορήματα με πολλαπλές σημασίες.

Ωστόσο μπορεί να ειπωθεί επίσης ότι οι αρχές είναι ίδιες για όλα τα πράγματα, υπό τον όρο ότι αυτό εννοείται «κατ’ αναλογίαν». Η αναλογία για τον Αριστοτέλη, όπως και για όλους τους Έλληνες πριν από τον νεοπλατωνισμό, είναι ταυτότητα σχέσεων ανάμεσα σε διαφορετικούς όρους, δηλαδή είναι μόνο εκείνη που οι μεσαιωνικοί θα ονομάσουν «αναλογία αναλογικότητας»: για παράδειγμα 2:4 = 3:6, ή «τα βράγχια στέκονται στους ιχθύες όπως οι πνεύμονες στα θηλαστικά». Εδώ έχουμε να κάνουμε με διαφορετικούς όρους, ενωμένους μεταξύ τους από τις ίδιες σχέσεις. Μόνο οι σχέσεις, λοιπόν, είναι ίδιες, ενώ οι όροι παραμένουν διαφορετικοί. Λοιπόν, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι αρχές είναι ίδιες κατ’ αναλογίαν, εφόσον όλα τα πράγματα έχουν ύλη, στέρηση και μορφή, οι οποίες είναι διαφορετικές για κάθε πράγμα, αλλά καθεμία στέκεται προς το πράγμα του οποίου είναι ύλη, μορφή ή στέρηση, με τον ίδιο τρόπο που αυτές οι αρχές στέκονται προς τα άλλα πράγματα. Τα παραδείγματα που δίνει ο Αριστοτέλης είναι τα εξής: το χρώμα προέρχεται από τρεις αρχές, το λευκό (μορφή), το μαύρο (στέρηση) και την επιφάνεια (ύλη)· η ημέρα προέρχεται επίσης από τρεις αρχές, το φως (μορφή), το σκότος (στέρηση) και τον αέρα (ύλη). Όποια και να είναι η αξία αυτών των παραδειγμάτων, καθορισμένη από τις φυσιολογικές γνώσεις της εποχής, αυτά δείχνουν ότι διαφορετικά πράγματα, όπως το χρώμα και η ημέρα, έχουν διαφορετικές αρχές, αλλά όλα έχουν μορφή, στέρηση και ύλη· και καθεμία από αυτές, παρότι διαφορετική, στέκεται προς το πράγμα του οποίου είναι αρχή με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή ως μορφή, στέρηση και ύλη.

Για να διευκρινιστεί πλήρως αυτό το πρόβλημα, πρέπει ωστόσο να διακρίνουμε τις αρχές που είναι επίσης στοιχεία, δηλαδή που είναι εσωτερικές προς το πράγμα, όπως η ύλη, η μορφή και η στέρηση, και τις αρχές που δεν είναι επίσης στοιχεία, επειδή είναι εξωτερικές προς το πράγμα, όπως οι αποτελεσματικές αιτίες. Και αυτές επίσης είναι διαφορετικές για τα διάφορα πράγματα, αλλά είναι ίδιες κατ’ αναλογίαν· για παράδειγμα, η αποτελεσματική αιτία της υγείας (μορφή) στο σώμα (ύλη) είναι η ιατρική τέχνη, ενώ η αποτελεσματική αιτία του σπιτιού (μορφή) στα τούβλα και στο άλλο υλικό (ύλη) είναι η οικοδομική τέχνη. Λοιπόν, η ιατρική τέχνη και η οικοδομική τέχνη είναι διαφορετικές αποτελεσματικές αιτίες, αλλά έχουν προς εκείνο του οποίου είναι αιτίες την ίδια σχέση, δηλαδή εκτελούν την ίδια λειτουργία, αυτήν ακριβώς των αποτελεσματικών αιτίων. Ωστόσο, στην περίπτωση των αποτελεσματικών αιτίων – προσθέτει ο Αριστοτέλης – υπάρχει μία, η οποία είναι ίδια όχι κατ’ αναλογίαν, αλλά κατ’ αριθμόν, δηλαδή είναι το ίδιο το άτομο που είναι αποτελεσματική αιτία όλων των πραγμάτων: η πρώτη αποτελεσματική αιτία, δηλαδή «αυτό που κινεί όλα τα πράγματα ως πρώτο από όλα». Μέχρι αυτό το σημείο ο Αριστοτέλης δεν έχει ακόμη δείξει ότι πρέπει να υπάρχει μια αποτελεσματική αιτία που κινεί όλα τα πράγματα, όντας η ίδια για όλα· ωστόσο, θέλοντας να καθορίσει με ποια έννοια οι αρχές είναι ίδιες και με ποια έννοια διαφορετικές, προαναγγέλλει αυτήν την εξαίρεση στον κανόνα της διαφοράς μέσα στην αναλογία.

Πριν περάσει στην απόδειξη της πρώτης αποτελεσματικής αιτίας, ο Αριστοτέλης σταματά ακόμη στο θέμα της ταυτότητας και της διαφοράς των αρχών. Και η δύναμη και η ενέργεια, οι οποίες, όπως είδαμε, αντιστοιχούν στην ύλη και στη μορφή, είναι διαφορετικές για τα διάφορα πράγματα και ίδιες κατ’ αναλογίαν. Για να εικονογραφήσει αυτήν την κατάσταση ο Αριστοτέλης παίρνει ως παράδειγμα τον άνθρωπο: αυτός έχει ως ύλη, δηλαδή ως δύναμη, τα στοιχεία από τα οποία είναι φτιαγμένο το σώμα του, δηλαδή σάρκα και οστά ή, σε τελική ανάλυση, φωτιά και γη (οι αρχαίοι πίστευαν ότι η σάρκα ήταν μείγμα γης και φωτιάς)· ως μορφή, δηλαδή ως ενέργεια, την ανθρώπινη ψυχή, δηλαδή την νοητική ψυχή· ως αποτελεσματική αιτία, λέει ο Αριστοτέλης, τον πατέρα του, και έπειτα προσθέτει: «ο ήλιος και ο λοξός κύκλος», διότι ο Ήλιος, περιστρεφόμενος γύρω από τη Γη κατά μήκος μιας τροχιάς κεκλιμένης ως προς τον γήινο ισημερινό, καθορίζει την εναλλαγή των εποχών, χωρίς τις οποίες δεν θα υπήρχε ζωή στη Γη. Όλες αυτές οι αιτίες, υλικές, τυπικές και αποτελεσματικές, είναι διαφορετικές για κάθε άτομο, αλλά ίδιες κατ’ αναλογίαν.

Για να υπογραμμίσει τη διαφορά των αιτίων για κάθε άτομο, ο Αριστοτέλης επιμένει με το παράδειγμα του ανθρώπου, και αποκλείει την υπόθεση ότι η τυπική αιτία όλων των ανθρώπων είναι η ίδια, δηλαδή η Ιδέα του ανθρώπου ή ο καθολικός άνθρωπος, όπως υποστήριζε ο Πλάτων, και το κάνει με τα εξής λόγια, που έγιναν διάσημα:
«Επιπλέον πρέπει να θεωρήσουμε ότι κάποιες αρχές μπορούν να λεχθούν καθολικές και κάποιες όχι: οι πλησιέστερες αρχές όλων των πραγμάτων είναι πρωτίστως αυτό που είναι ενέργεια το άτομο, και έπειτα αυτό που είναι δυνατότητα· επομένως εκείνα τα καθολικά [για τα οποία μιλά ο Πλάτων] δεν υπάρχουν· διότι του ατόμου αρχή είναι το άτομο. Ο καθολικός άνθρωπος [δηλαδή η Ιδέα του ανθρώπου] θα έπρεπε να είναι αρχή του ανθρώπου γενικά, αλλά δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος γενικά· αντίθετα, αρχή του Αχιλλέα είναι ο Πηλέας, και δική σου αρχή είναι ο πατέρας σου».


Εδώ παραδέχεται κανείς ότι κάποιες αρχές, όπως η δύναμη και η ἐνέργεια – για αυτές πράγματι γίνεται λόγος – μπορούν να θεωρηθούν καθολικές, θα δούμε κατόπιν ποιες· αλλά βέβαιο είναι ότι οι πλησιέστερες αρχές, δηλαδή η δύναμη και η ἐνέργεια κάθε ατόμου, είναι ιδιαίτερες, δηλαδή διαφορετικές για κάθε άτομο· η καθολική αρχή, εννοούμενη ως ἐνέργεια, δεν είναι βέβαια η πλατωνική Ιδέα, γιατί και η αποτελεσματική αιτία του ανθρώπου είναι ένας ατομικός άνθρωπος, διαφορετικός για κάθε άτομο, δηλαδή ο πατέρας του: ο πατέρας του Αχιλλέα, σύμφωνα με τον μύθο, είναι ο Πηλέας, «και δικός σου ο πατέρας σου»· έκφραση σε β΄ ενικό πρόσωπο, που αποκαλύπτει πως ο Αριστοτέλης μιλά σε ακροατήριο, άρα μέσα σε ένα σχολείο, πιθανότατα στην ίδια την Ακαδημία.

Και για αυτές τις αρχές ισχύει η ταυτότητα κατ’ αναλογίαν, όχι μόνο για πράγματα που ανήκουν σε διαφορετικά γένη, όπως οι ουσίες και τα σχετικά, αλλά και για πράγματα που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Όσον αφορά τα πράγματα που ανήκουν στο ίδιο είδος, ισχύει η ακόλουθη κατάσταση:
«και από τα πράγματα που είναι στο ίδιο είδος οι αρχές είναι διαφορετικές, όχι όμως διαφορετικές κατά είδος, αλλά επειδή κάθε άτομο είναι διαφορετικό, η δική σου ύλη, η δική σου μορφή και η δική σου αποτελεσματική αιτία, και η δική μου, ενώ κατά την καθολική έννοια είναι οι ίδιες».

Εδώ ο Αριστοτέλης εισάγει μια νέα σημασία, πέρα από την αναλογία, με την οποία οι αρχές είναι ίδιες, αλλά μόνο για πράγματα του ίδιου είδους: είναι ίδιες κατά καθολική έννοια, δηλαδή κατά είδος, πράγμα που δεν αναιρεί το ότι ατομικά, δηλαδή κατ’ αριθμόν, είναι διαφορετικές. Η ύλη, η μορφή και η αποτελεσματική αιτία ενός ανθρώπινου ατόμου, δηλαδή το σώμα του, η ψυχή του και ο πατέρας του, είναι διαφορετικές για κάθε άτομο, αλλά είναι ίδιες κατά καθολική έννοια, δηλαδή κατά είδος, επειδή είναι πάντοτε ένα ανθρώπινο σώμα, μια ανθρώπινη ψυχή και ένας ανθρώπινος γονέας. Και πάλι βλέπουμε τη χρήση του β΄ ενικού προσώπου, που κάνει τον λόγο άμεσο. Αλλά η μεγαλύτερη καινοτομία που εισάγει αυτό το χωρίο είναι ότι και η μορφή, αν και καθολική κατά είδος, είναι ατομική κατ’ αριθμόν· δηλαδή η ψυχή του Σωκράτη δεν είναι η ψυχή του Καλλία, η δική μου ψυχή δεν είναι η δική σου.

Όπως και για την κινητήρια αιτία που μνημονεύθηκε προηγουμένως, έτσι και για την ἐνέργεια υπάρχει ωστόσο μια εξαίρεση στον κανόνα της διαφοράς κατ’ αριθμόν και της ταυτότητας κατ’ αναλογίαν ή κατ’ είδος: «το πρώτο ἐν ἐνεργείᾳ» (τὸ πρῶτον ἐντελέχεια). Ο Αριστοτέλης το αναφέρει πράγματι αμέσως μετά τις περιπτώσεις ταυτότητας, ως μια περίπτωση ταυτότητας που δεν είναι ούτε κατ’ αναλογίαν ούτε κατ’ είδος, γι’ αυτό πρέπει να σκεφτούμε ότι πρόκειται για ταυτότητα κατ’ αριθμόν. Σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να πρόκειται παρά για το πρώτο κινούν, δηλαδή την πρώτη αποτελεσματική αιτία, που στη συνέχεια του βιβλίου θα αποδειχθεί ότι είναι καθαρή ἐνέργεια. Αυτή είναι μια αρχή ταυτόσημη για όλα τα πράγματα ακόμη και κατ’ αριθμόν, γιατί είναι πάντοτε το ίδιο το άτομο που κινεί τα πάντα.

Σε αυτήν την αρχή είναι αφιερωμένο το δεύτερο μέρος του βιβλίου Λ, όπου δείχνεται πρώτα απ’ όλα ότι τα ουράνια σώματα και οι σφαίρες που τα μεταφέρουν, δηλαδή γενικά ο ουρανός, απαιτούν έναν κινητήρα ικανό να κινεί, δηλαδή αποτελεσματικό (kinētikon ē poiētikon), ενεργό και όχι αδρανές όπως οι Ιδέες του Πλάτωνα, και που είναι ολόκληρος ἐν ἐνεργείᾳ, άρα ακίνητος, και όχι αυτοκινούμενος όπως η ψυχή του κόσμου στον Πλάτωνα. Αν ήταν πράγματι σε κίνηση, θα ήταν και εν δυνάμει, γιατί η κίνηση είναι ἐνέργεια εκείνου που είναι εν δυνάμει καθόσον είναι σε δύναμη· αλλά στο μέτρο που ένας τέτοιος κινητήρας θα ήταν εν δυνάμει, θα μπορούσε και να μη περάσει στην ἐνέργεια, επειδή ό,τι είναι εν δύναμει μπορεί να περάσει αλλά και να μη περάσει στην ἐνέργεια. Κατά συνέπεια, η κίνηση του ουρανού θα μπορούσε να διακοπεί, πράγμα που για τον Αριστοτέλη είναι αδύνατο, αφού αυτή η κίνηση είναι αιώνια. Ότι η κίνηση του ουρανού είναι αιώνια αποδεικνύεται στη Φυσική με την παρατήρηση ότι μια αρχή της κίνησης και ένα τέλος της κίνησης θα ήταν και αυτά κινήσεις, ή τουλάχιστον μεταβολές καταστάσεως, επομένως θα επανέφεραν πάντοτε την κίνηση· και το ίδιο ισχύει για τον χρόνο.

Η συνδυασμένη δράση της κίνησης του ουρανού, που παράγεται από τον ακίνητο κινητήρα, και εκείνης του Ήλιου, που παράγεται επίσης – όπως θα δούμε αμέσως – από έναν ή περισσότερους ακίνητους κινητήρες, εξηγεί όλες τις μεταβολές που συμβαίνουν στη Γη: δηλαδή την εναλλαγή των εποχών, της ημέρας και της νύχτας, και όλα όσα απορρέουν από αυτά, σύμφωνα με μια κυκλική πορεία που, στο μέτρο που είναι πάντοτε η ίδια, εξαρτάται από τον ουρανό, ο οποίος δρα πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, και στο μέτρο που εμπεριέχει πάντοτε διαφορετικές καταστάσεις εξαρτάται από τον Ήλιο, ο οποίος παράγει αυτές τις διαφορές. Ιδού γιατί η αιτία της γένεσης, για παράδειγμα ενός ανθρώπου, είναι πρώτα απ’ όλα ο πατέρας του, αλλά έπειτα και ο Ήλιος, ο λοξός κύκλος και, τελικά, δηλαδή ως πρώτη αποτελεσματική αιτία, και ο ακίνητος κινητήρας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι έχει εξηγήσει επαρκώς όλες τις μεταβολές που συμβαίνουν στο σύμπαν.

Στο βιβλίο Λ των Μετά τα Φυσικά, που είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στη μελέτη των αρχών, δηλαδή των πρώτων αιτιών, ο Αριστοτέλης εμβαθύνει στη φύση αυτής της αρχής που είναι ο ακίνητος κινητήρας, θέτοντας πρώτα το ερώτημα πώς κινεί τον ουρανό· σε αυτό το ερώτημα απαντά ότι ο ακίνητος κινητήρας κινεί τον ουρανό με τον ίδιο τρόπο που το αντικείμενο της επιθυμίας κινεί τους ανθρώπους, δηλαδή «καθόσον αγαπιέται» (hōs erōmenon, ως ερώμενον), πράγμα που σημαίνει μένοντας ακίνητος. Αυτή η διατύπωση ερμηνεύτηκε ήδη από την αρχαιότητα σαν να ήθελε να πει ο Αριστοτέλης ότι ο ακίνητος κινητήρας αγαπιέται πραγματικά από τον ουρανό και ότι, επομένως, ο ουρανός κινείται για να μιμηθεί τον ακίνητο κινητήρα, ασκώντας τη μορφή κίνησης που περισσότερο μοιάζει με την ακινησία, δηλαδή την περιστροφή μιας σφαίρας γύρω από τον εαυτό της. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ερμηνεία πλατωνίζουσας προέλευσης, οφειλόμενη – όπως μαρτυρεί ο Θεόφραστος – σε Πλατωνικούς, οι οποίοι ήθελαν να συμφιλιώσουν τη σχέση που καθιερώνει ο Αριστοτέλης ανάμεσα στον ουρανό και τον κινητήρα του με εκείνη που καθιερώνει ο Πλάτων ανάμεσα στα αισθητά και τις Ιδέες, δηλαδή την μίμηση. Στα κείμενα του Αριστοτέλη δεν υπάρχει κανένα ίχνος μιας τέτοιας άποψης, η οποία άλλωστε θα ήταν ασύμβατη με τη φιλοσοφία του, γιατί το αντικείμενο της επιθυμίας κινεί τους ανθρώπους καθόσον είναι πραγματοποιήσιμο μέσω της πράξης (prakton), άρα είναι μια ενδεχόμενη πραγματικότητα, ενώ ο ακίνητος κινητήρας είναι μια αναγκαία πραγματικότητα, δηλαδή δεν μπορεί να είναι διαφορετικός απ’ ό,τι είναι. «Από μια τέτοια αρχή (ek toiautēs archēs) – δηλαδή από μια αναγκαία πραγματικότητα – εξαρτώνται ο ουρανός και η φύση».

Αφού καθιέρωσε ότι υπάρχει μία αρχή η οποία είναι καθαρή ἐνέργεια, ο Αριστοτέλης αναρωτιέται ποια είναι η κατάστασή της και απαντά ότι αυτή θα πρέπει να είναι μία δραστηριότητα που παρέχει ευχαρίστηση, πιθανότατα επειδή αυτή η αρχή, όντας ενεργητική αλλά ακίνητη, έχει ήδη πραγματώσει το σκοπό της και επομένως είναι ευδαίμων. Τώρα, η δραστηριότητα που είναι για εμάς η πιο ευχάριστη – σύμφωνα με τον Αριστοτέλη – είναι η νόηση, δραστηριότητα που σε εμάς παρέχεται μόνο για λίγο χρόνο, ενώ στην υπό συζήτηση αρχή είναι έμφυτη για πάντα· συνεπώς, η αρχή αυτή είναι ουσιαστικά νόηση. Αλλά, ως νοούσα, αυτή η αρχή θα πρέπει να είναι ζώσα, επειδή η νόηση είναι μορφή ζωής, και ως ζώσα αιώνια και ευδαίμων, θα πρέπει να είναι θεός, γιατί ο ορισμός των θεών που επικρατούσε στους Έλληνες ήταν αυτός των αθανάτων και μακάρων ζώντων. Θα πρέπει επίσης να είναι το υπέρτατο αγαθό, δηλαδή η πιο τέλεια πραγματικότητα που υπάρχει· επομένως κάνει λάθος ο Σπεύσιππος να θεωρεί ότι το αγαθό δεν βρίσκεται στην αρχή. Επιπλέον θα είναι ἄυλο, διότι η ύλη εμπεριέχει δύναμη, ενώ αυτή είναι καθαρή ἐνέργεια, και θα είναι χωρίς μέγεθος, επειδή για να κινεί επ’ άπειρον χρόνο θα πρέπει να έχει άπειρη δύναμη (dynamin apeiron) – δύναμη ενεργητική, εννοείται, δηλαδή πάντοτε σε ἐνέργεια· και κανένα πεπερασμένο μέγεθος δεν μπορεί να έχει άπειρη δύναμη. Τέλος θα πρέπει να είναι ἀπαθής και ἀναλλοίωτος.

Αυτά τα γνωρίσματα οδήγησαν τους αρχαίους ερμηνευτές της ελληνιστικής και αυτοκρατορικής εποχής, καθώς και τους μεσαιωνικούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους, να ταυτίσουν τον ακίνητο κινητήρα του Αριστοτέλη με τον Θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών, κάνοντάς τον δηλαδή τη μοναδική αιτία του σύμπαντος. Στην πραγματικότητα όμως ο ακίνητος κινητήρας του Αριστοτέλη δεν είναι παρά μία από τις πρώτες αιτίες του σύμπαντος, δηλαδή είναι η πρώτη αποτελεσματική αιτία, στην οποία πρέπει να προστεθούν οι πρώτες υλικές αιτίες, δηλαδή τα στοιχεία, οι πρώτες τυπικές αιτίες, δηλαδή οι μορφές των ατόμων, και οι πρώτες τελικές αιτίες, που συμπίπτουν με την πλήρη πραγμάτωση της μορφής. Καμία από αυτές τις άλλες αιτίες δεν εξαρτάται από τον ακίνητο κινητήρα, αν και από αυτόν, σε τελική ανάλυση, εξαρτώνται οι μεταβολές που οδηγούν τις μορφές να ενωθούν με τις αντίστοιχες ύλες για να δώσουν ζωή στα επιμέρους όντα. Οι νεότεροι ερμηνευτές, ως επί το πλείστον χριστιανοί, κατηγόρησαν αντίθετα τον ακίνητο κινητήρα του Αριστοτέλη ότι είναι ένας απρόσωπος, αφηρημένος θεός, επειδή δεν είναι πατέρας, όπως ο Θεός του χριστιανισμού. Στην πραγματικότητα όμως ο ακίνητος κινητήρας είναι προσωπικός θεός, γιατί μπορεί κανείς να είναι πρόσωπο, δηλαδή άτομο ικανό να νοεί και να θέλει, όπως είναι όλοι οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων, ακόμη κι αν δεν είναι πατέρας.

Όσο για τον μονοθεϊσμό, αυτός είναι εντελώς ξένος προς τον Αριστοτέλη, ο οποίος μάλιστα αμέσως διερωτάται πόσοι είναι οι ακίνητοι κινητήρες, και απαντά ότι είναι τόσοι όσοι χρειάζονται για να εξηγηθούν οι αιώνιες κινήσεις των ουρανών, δηλαδή οι κινήσεις του Ήλιου και εκείνες οι φαινομενικά ακανόνιστες των πλανητών. Σχετικά με αυτό, όπως ήδη είδαμε, ο Αριστοτέλης υιοθετεί τις αστρονομικές θεωρίες του Εύδοξου και του Κάλλιππου, διορθώνοντάς τες εν μέρει και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είναι αναγκαίες συνολικά 55 σφαίρες· επομένως πρέπει να υπάρχουν 55 ακίνητοι κινητήρες. Και επειδή καθένας από αυτούς τους ακίνητους κινητήρες είναι ένα αιώνιο και ευδαίμον ζωντανό ον, καθένας από αυτούς είναι θεός· συνεπώς υπάρχουν 55 θεοί. Ο Αριστοτέλης φαίνεται πολύ υπερήφανος που καθόρισε αυτόν τον ακριβή αριθμό· πράγματι, ψέγει τους Πλατωνικούς ότι δεν είπαν ακριβώς πόσες είναι οι Ιδέες ή οι ιδεατοί αριθμοί, ή ότι είπαν πως περιορίζονται στη δεκάδα, αλλά χωρίς να εξηγήσουν γιατί. Είναι φανερό ότι θεωρεί πως οι 55 ακίνητοι κινητήρες του έχουν πάρει τη θέση των Ιδεών, καθόσον είναι οι μόνες ουσίες χωριστές από τα αισθητά πράγματα. Ανάμεσα σε αυτούς τους 55 κινητήρες, ωστόσο, αναγνωρίζει μια πρωτοκαθεδρία στον κινητήρα του ουρανού των απλανών αστέρων, επειδή αυτός, κινώντας τον ουρανό που παρασύρει στην κίνησή του όλους τους άλλους ουρανούς, κινεί έμμεσα όλα τα πράγματα. Μπορεί, λοιπόν, να ειπωθεί ότι ο υπέρτατος θεός, για τον Αριστοτέλη, είναι ο πρώτος ακίνητος κινητήρας, δηλαδή ο κινητήρας του πρώτου ουρανού.

Αλλά ο λόγος δεν έχει τελειώσει. Εφόσον ο ακίνητος κινητήρας είναι νόηση, ο Αριστοτέλης αναρωτιέται τι νοεί, και απαντά ότι νοεί τον εαυτό του· γιατί, αν νόησε κάτι άλλο πέρα από τον εαυτό του, η νόησή του θα εξαρτιόταν από κάτι άλλο, ενώ αυτός είναι η ανώτατη πραγματικότητα που υπάρχει, από την οποία εξαρτώνται όλες οι άλλες· και επειδή, αν νόησε κάτι άλλο, θα ήταν σε δύναμη ως προς εκείνο το αντικείμενο, ενώ αυτός είναι καθαρή ἐνέργεια. Γι’ αυτό μπορεί να ειπωθεί ότι είναι «νόηση νοήσεως». Φυσικά ο ακίνητος κινητήρας νοεί τον εαυτό του μέσω μιας νόησης όχι διανοητικής-συλλογιστικής, που δηλαδή περνά από ένα αντικείμενο σε άλλο, γιατί αυτό θα συνεπαγόταν μεταβολή· αλλά νοεί τον εαυτό του μέσω μιας νόησης που εμείς ονομάζουμε διαισθητική, δηλαδή απλή, άμεση, άμεμπτη, ἀναλλοίωτη.

Αυτές οι διατυπώσεις οδήγησαν τους νεότερους ερμηνευτές να συμπεράνουν ότι ο θεός του Αριστοτέλη δεν γνωρίζει τον κόσμο, επειδή γνωρίζει μόνο τον εαυτό του. Αλλά δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι, γνωρίζοντας τον εαυτό του, αυτός ο θεός γνωρίζει μία από τις πρώτες αιτίες όλων, επομένως, αν η ύψιστη επιστήμη είναι η γνώση των πρώτων αιτιών, αυτός την κατέχει. Μιλώντας πράγματι για τη σοφία, στο βιβλίο Λ των Μετά τα Φυσικά, ο Αριστοτέλης λέει ότι αυτή είναι θεία επιστήμη όχι μόνο γιατί ανάμεσα στα αντικείμενά της, που είναι οι αρχές, βρίσκεται και ο θεός, ο οποίος είναι μία από τις αρχές, αλλά και γιατί ο θεός την κατέχει περισσότερο από κάθε άλλον.

Τέλος, αφού καθόρισε ότι η πρώτη αποτελεσματική αιτία είναι το υπέρτατο αγαθό, ο Αριστοτέλης αναρωτιέται αν αυτό είναι το μοναδικό αγαθό, ή αν υπάρχει και κάποιο άλλο, όχι υπερβατικό, όπως ο πρώτος ακίνητος κινητήρας, αλλά εμμενές στο σύμπαν· και η απάντησή του είναι καταφατική. Ας δούμε τα λόγια του:
«Πρέπει ακόμη να ερευνηθεί με ποιον από τους δύο τρόπους η φύση του όλου κατέχει το αγαθό και το άριστο: ως κάτι χωριστό και υπάρχον καθ’ εαυτό, ή ως τάξη, ή και με τους δύο τρόπους, όπως ο στρατός; Γιατί το αγαθό είναι και στην τάξη, και στον στρατηγό· και μάλιστα στον τελευταίο περισσότερο, γιατί τούτος δεν υπάρχει χάρη στην τάξη, αλλά η τάξη χάρη σε τούτον. Όλα τα πράγματα είναι τακτοποιημένα μαζί, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο: και τα πλωτά, και τα πτηνά, και τα φυτά· και δεν βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση ώστε να μην υπάρχει καμία σχέση του ενός προς το άλλο, αλλά υπάρχει κάποια. Όλα τα πράγματα πράγματι είναι τακτοποιημένα μαζί σε σχέση με κάτι».

Επομένως, το υπέρτατο αγαθό είναι ο πρώτος ακίνητος κινητήρας, που είναι η αιτία της τάξης, όπως ο στρατηγός είναι η αιτία της τάξης του στρατεύματος· αλλά αγαθό είναι επίσης και η ίδια η τάξη, γιατί είναι αλήθεια ότι κάθε πράγμα τείνει προς το δικό του αγαθό – για παράδειγμα, τα είδη των ζωντανών, τα ψάρια, τα πτηνά και τα φυτά, τείνουν στη διαιώνιση του είδους τους – αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι αυτή η τάση του καθενός συντονίζεται με την τάση όλων των άλλων, χάρη στην κοινή εξάρτηση από μία κοινή αρχή, τον πρώτο ακίνητο κινητήρα. Αυτός, ως αιτία της συνολικής τάξης, κάνει ώστε κάθε πράγμα να μπορεί να επιτύχει το δικό του αγαθό, συντονιζόμενο με όλα τα άλλα. Για να εικονογραφήσει αυτήν την τάξη ο Αριστοτέλης φέρνει και το παράδειγμα του οἴκου, με την αρχαία σημασία του όρου, όπου καθένας – γονείς, παιδιά, δούλοι, ζώα – ενεργεί με σκοπό το δικό του τέλος, αλλά όλοι συντονίζονται από τον οικοδεσπότη ώστε να συμβάλλουν στο κοινό αγαθό. Ακόμη και το γεγονός ότι όλα τα φθαρτά πρέπει αναγκαστικά να διαλυθούν, δηλαδή να φθαρούν, ωφελεί τη συνολική τάξη, γιατί – λέει ο Αριστοτέλης – με τη φθαρτότητα τους επιτρέπουν στα άλλα «να μετέχουν όλα στο όλον», δηλαδή να έρχονται στην ύπαρξη. Η τάξη λοιπόν δεν συνίσταται στο ότι όλα τα πράγματα τείνουν προς ένα μοναδικό τέλος, όπως συμβαίνει στις δημιουργιστικές αντιλήψεις, όπου μία είναι η αρχή και συνεπώς μοναδικό είναι και το τέλος όλων, αλλά στο ότι κάθε πράγμα τείνει προς το δικό του τέλος, συντονιζόμενο με όλα τα άλλα, χάρη στην πρώτη αιτία της τάξης, που είναι ο πρώτος ακίνητος κινητήρας.

Στο τέλος του βιβλίου Λ των Μετά τα Φυσικά ο Αριστοτέλης ασκεί κριτική στις αντιλήψεις περί αρχών που διατύπωσαν οι προκάτοχοί του, εστιάζοντας ιδιαίτερα σε εκείνες του Πλάτωνα και του Σπευσίππου, ως απόδειξη ότι το βιβλίο αυτό αντιπροσωπεύει μια παρέμβαση στη συζήτηση εντός της Ακαδημίας. Σε όλους προσάπτει ότι παραδέχτηκαν δύο μόνο αρχές ως αντιθέσεις, παραμελώντας την αναγκαιότητα μιας τρίτης αρχής, του υποστρώματος. Στον Πλάτωνα ειδικότερα παρατηρεί ότι, για να εξηγήσει τη μετοχή των αισθητών πραγμάτων στις Ιδέες, αναγκάστηκε και αυτός να παραδεχτεί μια τρίτη αρχή, υπαινισσόμενος πιθανότατα τον Δημιουργό του Τιμαίου ή την «αιτία της μίξεως» στον Φίληβο. Πάλι στον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης αντιτείνει ότι συνέλαβε την υπέρτατη αρχή, δηλαδή το Έν, ως ένα από τα δύο αντίθετα, ενώ «στο πρώτο ον τίποτε δεν μπορεί να είναι αντίθετο». Σε όλους τέλος προσάπτει ότι δεν είπαν πως η αιτία της ενότητας ύλης και μορφής στους αριθμούς ή σε οποιοδήποτε άλλο πράγμα είναι η αιτία αποτελεσματική και κινητική (kai poiētikon kai kinētikon), στην προσφυγή στην οποία αυτός καυχάται ότι έχει το προβάδισμα. Τέλος, στον Σπεύσιππο ο Αριστοτέλης προσάπτει την «επεισοδιακή» αντίληψη της πραγματικότητας, κλείνοντας το βιβλίο με τρόπο πανηγυρικό, με μια παράθεση από τον Όμηρο:

Όσοι λένε ότι το πρώτο επίπεδο της πραγματικότητας είναι ο αριθμός, αλλά θεματικά υπάρχει πάντα κι ένα άλλο επίπεδο που ακολουθεί, και ότι οι αρχές του καθενός είναι διαφορετικές, κάνουν την πραγματικότητα του όλου επεισοδιακή (αφού το κάθε επίπεδο δεν συνεισφέρει σε τίποτα στο άλλο, είτε υπάρχει είτε όχι) και εισάγουν πολλές αρχές. Αλλά τα όντα δεν θέλουν να κυβερνώνται άσχημα· «δεν είναι καλό η εξουσία να ανήκει σε πολλούς· ας είναι ένας ο άρχοντας» (Όμηρος, Ιλιάδα Β΄, 204).

Το ομηρικό αυτό απόσπασμα, με το οποίο οι Έλληνες βασιλείς που ξεκινούσαν για τον Τρωικό πόλεμο αποφασίζουν να ορίσουν τον Αγαμέμνονα αρχιστράτηγο του στρατού, χρησιμοποιείται από τον Αριστοτέλη για να φωτίσει τη δική του αντίληψη για το σύμπαν: υπάρχουν πολλές αρχές (πολλές ύλες, πολλές μορφές, πολλοί κινητήρες, πολλοί σκοποί), όπως υπάρχουν και πολλοί βασιλείς των Ελλήνων· αλλά πάνω απ’ όλους υπάρχει ένας, που συντονίζει το όλο, χωρίς ωστόσο να υποκαθιστά τις άλλες αρχές. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια πλουραλιστική θεώρηση των αρχών, όμως για έναν πλουραλισμό τάξης, που επιχειρεί να αναγάγει το σύνολο σε ένα ενιαίο συνολικό μοντέλο, όπως αρμόζει σε μια καλή επιστημονική θεωρία. Αυτό το μοντέλο γεννήθηκε, χωρίς αμφιβολία, από τις συζητήσεις που θα πρέπει να έγιναν μέσα στην Ακαδημία, ανάμεσα σε μερικούς από τους σημαντικότερους φιλοσόφους όλων των εποχών.

Τέλος Κεφαλαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: