Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΡΡΟΩΝ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (8) - THOMAS ALEXANDER SZLEZÁK

 Συνέχεια από: Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2025

THOMAS ALEXANDER SZLEZÁK

Πανεπιστήμιο Τυβίγγης

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΡΡΟΩΝ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

VΙΙΙ. Η ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΤΑΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ

Η οντολογική υποτίμηση των αντικειμένων των μαθηματικών, και έτσι, έμμεσα, και της ίδιας της επιστήμης, καθώς και ο προσδιορισμός της υπέρτατης αρχής ως αρχής κινήσεως του κόσμου, επιτρέπουν στη φυσική και τη μεταφυσική να πλησιάσουν περισσότερο η μία την άλλη, απ’ όσο ήταν δυνατό μέσα στην πλατωνική σύλληψη της δομής της επιστήμης, όπως αυτή περιγράφεται στο έβδομο (Ζ΄) βιβλίο της Πολιτείας. Για τον Αριστοτέλη, στη φυσική επιστήμη, η ηδονή (ἡδονή) της έρευνας είναι τόσο μεγάλη, ώστε σχεδόν θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι για εκείνον θα ήταν δυνατή η επιλογή να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου σε αυτήν την έρευνα. Στο πρώτο βιβλίο του "Περί ζῴων μορίων", εκτιμά τα προτερήματα της επιστήμης της ουσίας που δεν γίνεται και δεν φθείρεται, αντιπαραβάλλοντάς την με την επιστήμη των ουσιών που γίνονται και μεταβάλλονται. Η τελευταία αυτή επιτρέπει να γνωρίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό πραγμάτων· αρκεί να έχει κανείς διάθεση για εργασία, ώστε να μη λείπουν τα αποτελέσματα. Επιπλέον, τα αντικείμενα αυτής της επιστήμης είναι πιο συγγενικά προς την ίδια τη φύση μας. Σε εκείνον που είναι «φιλόσοφος εκ φύσεως» και έχει την ικανότητα να γνωρίζει τις αιτίες, η φύση επιφυλάσσει χαρές ανείπωτες (Περί ζώων μορίων I, 5, 644 b, 25-32· 645 a, 1-10).

Η σύγκριση, που εδώ αφορά τα δύο γένη της αισθητής ουσίας, δηλαδή τα αιώνια ουράνια σώματα και τα υποσελήνια πράγματα που υπόκεινται σε μεταβολή, θα μπορούσε να θεμελιωθεί παρομοίως και ανάμεσα στην επιστήμη των ακίνητων μη-αισθητών όντων και στη «φυσική» στο σύνολό της (ως επιστήμη του υπερ- και υποσεληνίου). Ο λόγος του Ηράκλειτου, που ο Αριστοτέλης παραθέτει για να συστήσει τη μελέτη των κατώτερου βαθμού ζώων («τῶν ἀτιμοτέρων ζώων ἐπίσκεψις»), δηλαδή ότι «και εδώ υπάρχουν θεοί» (645 a, 21), ισχύει για καθετί που «εξαρτάται» από την θεία αρχή (πρβλ. Α, 7, 1072 b, 14).

Ωστόσο, ο Αριστοτέλης δεν ξεχνά ούτε εδώ, στο σημείο όπου διακηρύσσει το νέο του είδος φυσικο-επιστημονικής έρευνας, τις πλατωνικές του ρίζες. Η πλατωνική θεμελιώδης σκέψη που θυμίσαμε, σύμφωνα με την οποία η τάξη του αντικειμένου καθορίζει την τάξη της γνώσεως που κατευθύνεται προς αυτό, διατρέχει ολόκληρο το απόσπασμα, όπου ξεχωρίζει η συχνή χρήση, σε πλατωνική σημασία, του όρου «τίμιον» και των παραγώγων του (βλ. Th. A. Szlezák, Come leggere Platone/Πώς να διαβάζουμε τον Πλάτωνα, Μιλάνο 1992, σ. 80-84). Εκείνο το λίγο που μας επιτρέπεται να γνωρίσουμε «από τη φιλοσοφία που κατευθύνεται στο θείο» (645 a, 4) χαρίζει, λόγω του κύρους αυτής της γνώσεως, περισσότερη χαρά σε σχέση με όλα όσα βρίσκονται στον δικό μας κόσμο (644 b, 33: «ἥδιον ἢ τὰ παρ’ ἡμῖν ἅπαντα»). Είναι σαν να έβλεπε κανείς ένα μέρος από αυτό που αγαπά (ό.π.), και εμείς, για να έχουμε μια τέτοια γνώση, «αγωνιζόμαστε» (b, 27: «ποθούμεν»).

Η «ερωτική» γλώσσα δείχνει πώς ο επιστημονικός πόθος του Αριστοτέλη διαποτίζεται από το πνεύμα του δασκάλου του. Και στη Μεταφυσική συναντά κανείς ερωτική γλώσσα: τὸ ἀκίνητον κινοῦν «κινεί ως ερώμενο» (Α, 7, 1072 b, 3: «κινεῖ ὡς ἐρώμενον»). Ως αρχή από την οποία εξαρτώνται όλα και που θέτει τα πάντα σε κίνηση, ως αρχή που εκπροσωπεί την κορύφωση της θετικής σειράς των αντιθέτων (συστοιχία) και άρα το έσχατο τέλος, διεγείρει επίσης και την ύψιστη αγάπη. Αλλά αυτή η αγάπη της γνώσεως δεν είναι τίποτε άλλο από τη φύση του ανθρώπου: η εισαγωγή στη Μεταφυσική (Α, 1-2) ξεκινά από την φυσική επιθυμία του ανθρώπου για γνώση και τον οδηγεί, χωρίς διακοπή, στην υπέρτατη γνώση, που είναι «θεϊκή» με διπλή έννοια. Αυτή η γνώση δεν είναι πια «ανθρώπινη» (Α, 2, 982 b, 28-29) και, ωστόσο, ανήκει στη φύση του ανθρώπου: ο άνθρωπος, για τον Αριστοτέλη, είναι η ουσία που υπερβαίνει τον εαυτό της προς την Αρχή. Καθόσον μέσα σε αυτήν την επιθυμία το πιο θείο μέρος του, που είναι ταυτόχρονα ο αυθεντικότερος εαυτός του, συναντά την ενέργεια, τη δραστηριότητα που του είναι πιο οικεία (Ηθ. Νικ. X, 7, 1177 a, 16 κ.ε., 1178 a, 1-8), βρίσκει μόνο εδώ, σε πλήρη μέτρο, την «ποθούμενη ηδονή» ή την ποθούμενη «χαρά», που συνοδεύουν ήδη και τις κατώτερες μορφές γνώσεως (πρβλ. Α, 1, 980 a, 22-27). Θα μπορούσε να πει κανείς, μαζί με τη Διοτίμα στο "Συμπόσιο": «Αυτή είναι η στιγμή στη ζωή που περισσότερο από κάθε άλλη αξίζει να βιωθεί από τον άνθρωπο» (211 D, 1-2).

Αυτή η μορφή εντάξεως του πόθου της γνώσεως σε ένα υπαρξιακό πλαίσιο (ή, θα μπορούσε κανείς να πει και το αντίστροφο: αυτής της μορφής εντάξεως της ζωής στην μεταφυσική τάξη της γνώσεως) δείχνει ίσως με τον πιο εύγλωττο τρόπο πώς ο Αριστοτέλης, με διαφορετική εννοιολογική γλώσσα και με μια διαφορετικά προσανατολισμένη οντολογική θεώρηση, διατηρεί ωστόσο τη φιλοσοφική σύλληψη του δασκάλου του και, κατά συνέπεια, προτρέπει να τείνουμε προς τον ίδιο σκοπό.

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: