Παράδοση του Franco Volpi για τον Heidegger 3α
Ωστόσο, ο Heidegger, στη δεκαετία του ’20, παραμένει ακόμη δεμένος με την, ας πούμε, υπερβατολογική προοπτική του Husserl, και για αυτόν τον λόγο δεν θεματοποιεί ακόμη πραγματικά το ίδιο το οντολογικό νόημα του Είναι ως αληθές, αλλά μελετά εκείνο το ιδιαίτερο ον που είναι η ανθρώπινη ψυχή, της οποίας η μετάφραση θα είναι Dasein, που στην κίνησή της, στην kinesis της, χαρακτηρίζεται από αυτήν την ικανότητα να σχετίζεται με το ον και να το αποκαλύπτει. Επομένως, χαρακτηρίζεται από έναν χαρακτήρα, θα μπορούσαμε να πούμε έτσι, αποκαλυπτικό, από μια πρωταρχική ανοιχτότητα προς τον κόσμο, τις ιδιαιτερότητες της οποίας θεματοποιεί και αναδεικνύει. Και αυτό δεν το κάνει μόνο όταν δίνει σε αυτήν την κίνησιν, εκείνη τη μεταβολή που η παράδοση ονομάζει θεωρία, δηλαδή όταν φανερώνουμε αυτό που είναι το ον, όταν σχετιζόμαστε με τρόπο αποκαλυπτικό, ανοιχτό απέναντι στα πράγματα, όχι μόνο όταν αρθρώνουμε την κίνηση του βίου στη μορφή της θεωρίας, που είναι η προνομιακή μορφή για την παράδοση.
Έτσι, αν η ψυχή, που ο Heidegger αποκαλεί Dasein με μια τροποποίηση για την οποία θα μιλήσουμε κατόπιν, κινείται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να σχετίζεται με το ον που βρίσκεται εκεί, με τον κόσμο, με τα πράγματα, και ώστε να φανερώνει αυτό που τα πράγματα Είναι, δηλαδή να τα αποσπά από την αφάνεια και να τα καθιστά φανερά, τότε, και εάν η παράδοση έχει προνομιακά αναδείξει τη μορφή της αποκάλυψης που γνωρίζουμε με το όνομα θεωρία — αφήνοντας κατά μέρος αν η θεωρία είναι πράγματι αυτό ή κάτι άλλο — δηλαδή προτιμώντας εκείνη την παρατηρητική συμπεριφορά, διαπιστωτική, αληθευτική που συνήθως ορίζεται ως θεωρία, τότε ο Heidegger βρίσκει την πιο συνεπή έκφραση και τη συστηματικότερη ανάλυση αυτής της αποκαλυπτικής συμπεριφοράς, που προτιμάται από την παράδοση και μέσω της οποίας το Dasein, η ανθρώπινη ψυχή, σχετίζεται με τα πράγματα και τα καθιστά φανερά, στον δάσκαλό του Husserl. Ο Husserl είναι ένας μεγάλος στοχαστής της ανάλυσης, της μικροανάλυσης όλων των διανοητικών συμπεριφορών θεωρητικού τύπου, από την πιο χαμηλή, την αντίληψη, έως την υψηλότερη, την κατηγοριακή διαίσθηση, μέσω των οποίων η ανθρώπινη ζωή τροποποιείται έτσι ώστε να καθιστά τα πράγματα αποκαλυπτικά μέσα στη συμπεριφορά της θεωρίας. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι, διαβάζοντας τον Αριστοτέλη, ο Heidegger συνειδητοποιεί — όπως λέει ο Αριστοτέλης στο χωρίο που διαβάζαμε σήμερα το πρωί από τα Ηθικά Νικομάχεια — ότι η ψυχή είναι ένα αποκαλύπτειν, ένα aletheuein, όχι μόνο στη μορφή της θεωρητικής συμπεριφοράς, αλλά και όταν, για παράδειγμα, έχουμε να κάνουμε με τα πράγματα: όταν ο τεχνίτης χρησιμοποιεί το σφυρί για να κάνει μια συγκεκριμένη εργασία, ακόμη και σε αυτήν την πρακτική, χειριστική, ποιητική συμπεριφορά του τεχνίτη υπάρχει μια σχέση της ανθρώπινης ζωής με τα πράγματα που περνά μέσα από μια συμπεριφορά όχι θεωρητική, αλλά ποιητική — αυτό που ακριβώς οι Έλληνες ονόμαζαν ποίησις, και ο Αριστοτέλης αποκαλεί ποίησις.
Και ακόμη και σε αυτήν τη συμπεριφορά έρχονται στο φως χαρακτηριστικά, για παράδειγμα, του ξύλου που ο τεχνίτης μορφοποιεί ή συναρμολογεί για να κατασκευάσει ένα τραπέζι. Ακόμη και στην ποιητική συμπεριφορά, ακόμη και αυτός που φτιάχνει και παράγει πράγματα, ορισμένα πράγματα, ορισμένα έργα (erga), ορισμένα αντικείμενα, ορισμένα εργαλεία, μπορούμε να πούμε ότι έχει μια αποκαλυπτική στάση, με την έννοια ότι φέρνει έξω, ανασύρει, φανερώνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του όντος. Και ακόμη και στη συμπεριφορά την ποιητική υπάρχει μια μορφή γνώσης.
Και ακόμη και σε εκείνη τη συμπεριφορά που ο Αριστοτέλης ονομάζει πρᾶξις υπάρχει μια περαιτέρω εκδοχή αυτής της αποκαλυπτικής μορφής που χαρακτηρίζει την ψυχή ως τέτοια. Έτσι, ο αληθινός φαινομενολόγος δεν είναι τόσο ο Husserl, που αναλύει τόσο καλά τη συμπεριφορά της θεωρίας αλλά καταλήγει να ερμηνεύει την ψυχή, την υπερβατολογική υποκειμενικότητα, βάσει ενός αθέμιτου προνομιακού, σχεδόν αποκλειστικού προσανατολισμού στη θεωρία, ο οποίος αγνοεί τις άλλες συμπεριφορές. Ο αληθινός φαινομενολόγος είναι ο Αριστοτέλης, ο οποίος, παράλληλα με τη θεώρηση της θεωρίας, λαμβάνει υπόψη, για να ορίσει τι είναι η ψυχή ως τέτοια, και τις άλλες δυνατές αποκαλυπτικές συμπεριφορές της ψυχής, και τις άλλες δυνατές μορφές του aletheuein, για τις οποίες γίνεται λόγος στα Ηθικά Νικομάχεια.
Αν και ο Αριστοτέλης ενδιαφέρεται να αναλύσει όλα αυτά, δεν το κάνει για να συντάξει έναν πλήρη κατάλογο, όχι για να είναι φαινομενολόγος, αλλά επειδή ενδιαφέρεται να καθορίσει, μέσα στην οικονομία του λόγου του, ποια από αυτές τις στάσεις είναι εκείνη που πρέπει για μας να προτιμηθεί. Έτσι, ο Αριστοτέλης, όταν αναζητεί στα Ηθικά Νικομάχεια την ευδαιμονία, παραθέτει αυτόν τον πλήρη κατάλογο, αλλά με σκοπό, με την πρόθεση να κατανοήσει ποια είναι, ανάμεσά τους, η βέλτιστη έξις, η άριστη έξη, εκείνη που πρέπει να προτιμήσουμε εν όψει της κατάκτησης, της επίτευξης της ευδαιμονίας.
Το γεγονός είναι ότι τότε ο Heidegger, με τον Husserl, αλλά εναντίον του Husserl, ανοίγεται προς τον Αριστοτέλη στην αναζήτηση και ανάλυση των πιθανών συμπεριφορών, των πιθανών τροποποιήσεων εκείνης της κινήσεως του βίου που χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από την ανοιχτότητα, το άνοιγμα της ψυχής προς το ον, το άνοιγμα του Dasein προς τον κόσμο, τη συγκρότηση του Dasein ως ενός «είναι-στον-κόσμο».
Και εδώ έχουμε μία από τις πρώτες, ας πούμε έτσι, σε εισαγωγικά, θεμελιώδεις «κατηγορίες» του Είναι και Χρόνος. Κατηγορίες, σε εισαγωγικά — γιατί; Διότι, βάσει εκείνου του φιλοσοφικού προγράμματος για το οποίο είπαμε κάτι χθες, αναφέροντας τις ονομασίες του, ο Heidegger θέλει να (τις;) αποφύγει στη θεωρία του περί ψυχής, στην ανάλυση της κινήσεως του βίου, είτε να τη χαρακτηρίσει αναλύοντας μόνο αυτήν τη συμπεριφορά, είτε να την αναλύσει και να την περιγράψει μετατρέποντάς την σε αντικείμενο, κάνοντάς την ένα πράγμα ανάμεσα σε πράγματα. Ο Heidegger προσέχει να κρατήσει σταθερή, θα λέγαμε, την καθαρή κίνηση, άρα τη δυναμική στην καθαρή της μορφή, την kinesis ως τέτοια, τη δραστικότητα, τη Bewegtheit, όπως λέει ο ίδιος, της ζωής, αποφεύγοντας ή προσπαθώντας να αποφύγει να κάνει αυτήν τη ζωή αντικείμενο περιγραφής ανάμεσα σε άλλα.
Θέλει λοιπόν να ανυψώσει σε έννοια εκείνη τη δραστικότητα της ζωής, η οποία όταν ανυψώνεται σε έννοια κατά κανόνα χάνεται, επειδή περιορίζεται σε ένα ον, σαν να ήταν ένα φυσικό ον προς περιγραφή. Θέλει να κατορθώσει να εκφράσει σε εννοιολογικό επίπεδο, δηλαδή σε αυστηρή άρθρωση, εκείνη την ιδιαιτερότητα του αναφέρεσθαι του είναι μου στον εαυτό μου, δηλαδή της αναδίπλωσής μου στον εαυτό μου· όχι όμως σε μία θεωρητική-ανακλαστική αναδίπλωση, αλλά σε εκείνη τη μορφή όπου, αναδιπλωνόμενος στον εαυτό μου, σχετίζομαι με τον εαυτό μου σε μια πρακτικο-αποφασιστική σχέση. Είναι δυνατό να περιγράψει κανείς αυτήν την πρακτικο-αποφασιστική αναδίπλωση χωρίς να την μετατρέψει σε πράγμα, χωρίς να την αντικειμενοποιήσει.
Πώς μπορώ να διατηρήσω εκείνη τη δυναμική μέσα στην περιγραφή μου; Πρέπει να αποφύγω τις φυσιοκρατικές κατηγορίες της παράδοσης, τις κατηγορίες της ουσίας που ανάγονται στον ίδιο τον Αριστοτέλη. Άρα πρέπει να δουλέψω με τον Αριστοτέλη, αλλά εναντίον του Αριστοτέλη. Γιατί ο Αριστοτέλης στο σημείο αυτό δεν του είναι πια επαρκής; Καταρχάς, επειδή υπάρχει ο Natorp που του λέει: «Πήγαινε να διαβάσεις Kant, είναι καλύτερα», και εκείνος τον ακούει· αλλά και για έναν ισχυρό φιλοσοφικό λόγο, πέρα από τους προσωπικούς, συναισθηματικούς θα λέγαμε, και συγκεκριμένα: το πρόβλημα που θέτει ο Heidegger είναι «Μπράβο στον Αριστοτέλη, είναι ο αληθινός φαινομενολόγος».
Ωστόσο, όπως ήδη παρατηρούσε ο Kant, όταν θαύμαζε την πληρότητα του αριστοτελικού πίνακα των κατηγοριών, αφού πρώτα θαύμασε και διαπίστωσε ότι από τον Αριστοτέλη και μετά έχουν γίνει βήματα προόδου στη λογική, αναρωτήθηκε: «Ναι, αλλά αυτές οι δέκα κατηγορίες από πού προκύπτουν;» Είναι αυτός ένας ιδιοφυής, ας πούμε, απαριθμητής πραγμάτων που με το φιλοσοφικό του ένστικτο τις ανακαλύπτει όλες, ή έχει μια αρχή παραγωγής από την οποία τις αντλεί με αλάνθαστο τρόπο; Δηλαδή, είναι δυνατόν να συναχθούν με μια συστηματική, όπως θα λέγαμε, παραγωγή αυτοί οι τρεις τρόποι συμπεριφοράς; Ή, από μια άλλη προοπτική, είναι οι τρεις αυτοί τρόποι οι μόνοι δυνατοί, ή υπάρχουν και άλλοι ακόμη; Και οι τρόποι αυτοί που δηλώνονται βρίσκονται σε κάποια σχέση μεταξύ τους; Και πώς αναβλύζουν από εκείνη την κίνησιν του βίου που είπαμε ότι είναι, ας πούμε, η ενοποιητική θεμελιώδης ρίζα από την οποία προέρχονται;
Αυτό είναι το πρόβλημα που θέτει ο Heidegger, και χωρίς να το τραβήξουμε τώρα πολύ μακριά, η πεποίθηση στην οποία καταλήγει είναι ότι ο Αριστοτέλης δεν κατορθώνει να συλλάβει την ενότητα αυτών των τρόπων συμπεριφοράς, τη δομή τους, τη σύνδεσή τους και το πώς αναβλύζουν από την κίνησιν του βίου, επειδή παραμένει ακόμη υπερβολικά δεμένος με μια φυσιοκρατική σύλληψη του χρόνου. Δηλαδή, επειδή εξακολουθεί να έχει δεσμό με μια φυσιοκρατική θεώρηση, με μια κατηγοριακότητα ουσιοκρατικο-φυσιοκρατική, δηλαδή με ένα εννοιολογικό οπλοστάσιο αντλημένο κατά βάση από την παρατήρηση του φυσικού κόσμου, το οποίο, όταν εφαρμόζεται στην περιγραφή εκείνης της κινήσεως του βίου που είναι το Dasein, η ψυχή, κινδυνεύει να μειώσει την ψυχή σε ένα φυσικό ον ανάμεσα στα φυσικά όντα.
Franco Volpi
https://www.youtube.com/watch?v=I8REzQ4TMk8&list=PL9K0fytNF28MTiO8z2xgRxhLhu2y8jS6j&index=10
Ωστόσο, ο Heidegger, στη δεκαετία του ’20, παραμένει ακόμη δεμένος με την, ας πούμε, υπερβατολογική προοπτική του Husserl, και για αυτόν τον λόγο δεν θεματοποιεί ακόμη πραγματικά το ίδιο το οντολογικό νόημα του Είναι ως αληθές, αλλά μελετά εκείνο το ιδιαίτερο ον που είναι η ανθρώπινη ψυχή, της οποίας η μετάφραση θα είναι Dasein, που στην κίνησή της, στην kinesis της, χαρακτηρίζεται από αυτήν την ικανότητα να σχετίζεται με το ον και να το αποκαλύπτει. Επομένως, χαρακτηρίζεται από έναν χαρακτήρα, θα μπορούσαμε να πούμε έτσι, αποκαλυπτικό, από μια πρωταρχική ανοιχτότητα προς τον κόσμο, τις ιδιαιτερότητες της οποίας θεματοποιεί και αναδεικνύει. Και αυτό δεν το κάνει μόνο όταν δίνει σε αυτήν την κίνησιν, εκείνη τη μεταβολή που η παράδοση ονομάζει θεωρία, δηλαδή όταν φανερώνουμε αυτό που είναι το ον, όταν σχετιζόμαστε με τρόπο αποκαλυπτικό, ανοιχτό απέναντι στα πράγματα, όχι μόνο όταν αρθρώνουμε την κίνηση του βίου στη μορφή της θεωρίας, που είναι η προνομιακή μορφή για την παράδοση.
Έτσι, αν η ψυχή, που ο Heidegger αποκαλεί Dasein με μια τροποποίηση για την οποία θα μιλήσουμε κατόπιν, κινείται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να σχετίζεται με το ον που βρίσκεται εκεί, με τον κόσμο, με τα πράγματα, και ώστε να φανερώνει αυτό που τα πράγματα Είναι, δηλαδή να τα αποσπά από την αφάνεια και να τα καθιστά φανερά, τότε, και εάν η παράδοση έχει προνομιακά αναδείξει τη μορφή της αποκάλυψης που γνωρίζουμε με το όνομα θεωρία — αφήνοντας κατά μέρος αν η θεωρία είναι πράγματι αυτό ή κάτι άλλο — δηλαδή προτιμώντας εκείνη την παρατηρητική συμπεριφορά, διαπιστωτική, αληθευτική που συνήθως ορίζεται ως θεωρία, τότε ο Heidegger βρίσκει την πιο συνεπή έκφραση και τη συστηματικότερη ανάλυση αυτής της αποκαλυπτικής συμπεριφοράς, που προτιμάται από την παράδοση και μέσω της οποίας το Dasein, η ανθρώπινη ψυχή, σχετίζεται με τα πράγματα και τα καθιστά φανερά, στον δάσκαλό του Husserl. Ο Husserl είναι ένας μεγάλος στοχαστής της ανάλυσης, της μικροανάλυσης όλων των διανοητικών συμπεριφορών θεωρητικού τύπου, από την πιο χαμηλή, την αντίληψη, έως την υψηλότερη, την κατηγοριακή διαίσθηση, μέσω των οποίων η ανθρώπινη ζωή τροποποιείται έτσι ώστε να καθιστά τα πράγματα αποκαλυπτικά μέσα στη συμπεριφορά της θεωρίας. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι, διαβάζοντας τον Αριστοτέλη, ο Heidegger συνειδητοποιεί — όπως λέει ο Αριστοτέλης στο χωρίο που διαβάζαμε σήμερα το πρωί από τα Ηθικά Νικομάχεια — ότι η ψυχή είναι ένα αποκαλύπτειν, ένα aletheuein, όχι μόνο στη μορφή της θεωρητικής συμπεριφοράς, αλλά και όταν, για παράδειγμα, έχουμε να κάνουμε με τα πράγματα: όταν ο τεχνίτης χρησιμοποιεί το σφυρί για να κάνει μια συγκεκριμένη εργασία, ακόμη και σε αυτήν την πρακτική, χειριστική, ποιητική συμπεριφορά του τεχνίτη υπάρχει μια σχέση της ανθρώπινης ζωής με τα πράγματα που περνά μέσα από μια συμπεριφορά όχι θεωρητική, αλλά ποιητική — αυτό που ακριβώς οι Έλληνες ονόμαζαν ποίησις, και ο Αριστοτέλης αποκαλεί ποίησις.
Και ακόμη και σε αυτήν τη συμπεριφορά έρχονται στο φως χαρακτηριστικά, για παράδειγμα, του ξύλου που ο τεχνίτης μορφοποιεί ή συναρμολογεί για να κατασκευάσει ένα τραπέζι. Ακόμη και στην ποιητική συμπεριφορά, ακόμη και αυτός που φτιάχνει και παράγει πράγματα, ορισμένα πράγματα, ορισμένα έργα (erga), ορισμένα αντικείμενα, ορισμένα εργαλεία, μπορούμε να πούμε ότι έχει μια αποκαλυπτική στάση, με την έννοια ότι φέρνει έξω, ανασύρει, φανερώνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του όντος. Και ακόμη και στη συμπεριφορά την ποιητική υπάρχει μια μορφή γνώσης.
Και ακόμη και σε εκείνη τη συμπεριφορά που ο Αριστοτέλης ονομάζει πρᾶξις υπάρχει μια περαιτέρω εκδοχή αυτής της αποκαλυπτικής μορφής που χαρακτηρίζει την ψυχή ως τέτοια. Έτσι, ο αληθινός φαινομενολόγος δεν είναι τόσο ο Husserl, που αναλύει τόσο καλά τη συμπεριφορά της θεωρίας αλλά καταλήγει να ερμηνεύει την ψυχή, την υπερβατολογική υποκειμενικότητα, βάσει ενός αθέμιτου προνομιακού, σχεδόν αποκλειστικού προσανατολισμού στη θεωρία, ο οποίος αγνοεί τις άλλες συμπεριφορές. Ο αληθινός φαινομενολόγος είναι ο Αριστοτέλης, ο οποίος, παράλληλα με τη θεώρηση της θεωρίας, λαμβάνει υπόψη, για να ορίσει τι είναι η ψυχή ως τέτοια, και τις άλλες δυνατές αποκαλυπτικές συμπεριφορές της ψυχής, και τις άλλες δυνατές μορφές του aletheuein, για τις οποίες γίνεται λόγος στα Ηθικά Νικομάχεια.
Αν και ο Αριστοτέλης ενδιαφέρεται να αναλύσει όλα αυτά, δεν το κάνει για να συντάξει έναν πλήρη κατάλογο, όχι για να είναι φαινομενολόγος, αλλά επειδή ενδιαφέρεται να καθορίσει, μέσα στην οικονομία του λόγου του, ποια από αυτές τις στάσεις είναι εκείνη που πρέπει για μας να προτιμηθεί. Έτσι, ο Αριστοτέλης, όταν αναζητεί στα Ηθικά Νικομάχεια την ευδαιμονία, παραθέτει αυτόν τον πλήρη κατάλογο, αλλά με σκοπό, με την πρόθεση να κατανοήσει ποια είναι, ανάμεσά τους, η βέλτιστη έξις, η άριστη έξη, εκείνη που πρέπει να προτιμήσουμε εν όψει της κατάκτησης, της επίτευξης της ευδαιμονίας.
Το γεγονός είναι ότι τότε ο Heidegger, με τον Husserl, αλλά εναντίον του Husserl, ανοίγεται προς τον Αριστοτέλη στην αναζήτηση και ανάλυση των πιθανών συμπεριφορών, των πιθανών τροποποιήσεων εκείνης της κινήσεως του βίου που χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από την ανοιχτότητα, το άνοιγμα της ψυχής προς το ον, το άνοιγμα του Dasein προς τον κόσμο, τη συγκρότηση του Dasein ως ενός «είναι-στον-κόσμο».
Και εδώ έχουμε μία από τις πρώτες, ας πούμε έτσι, σε εισαγωγικά, θεμελιώδεις «κατηγορίες» του Είναι και Χρόνος. Κατηγορίες, σε εισαγωγικά — γιατί; Διότι, βάσει εκείνου του φιλοσοφικού προγράμματος για το οποίο είπαμε κάτι χθες, αναφέροντας τις ονομασίες του, ο Heidegger θέλει να (τις;) αποφύγει στη θεωρία του περί ψυχής, στην ανάλυση της κινήσεως του βίου, είτε να τη χαρακτηρίσει αναλύοντας μόνο αυτήν τη συμπεριφορά, είτε να την αναλύσει και να την περιγράψει μετατρέποντάς την σε αντικείμενο, κάνοντάς την ένα πράγμα ανάμεσα σε πράγματα. Ο Heidegger προσέχει να κρατήσει σταθερή, θα λέγαμε, την καθαρή κίνηση, άρα τη δυναμική στην καθαρή της μορφή, την kinesis ως τέτοια, τη δραστικότητα, τη Bewegtheit, όπως λέει ο ίδιος, της ζωής, αποφεύγοντας ή προσπαθώντας να αποφύγει να κάνει αυτήν τη ζωή αντικείμενο περιγραφής ανάμεσα σε άλλα.
Θέλει λοιπόν να ανυψώσει σε έννοια εκείνη τη δραστικότητα της ζωής, η οποία όταν ανυψώνεται σε έννοια κατά κανόνα χάνεται, επειδή περιορίζεται σε ένα ον, σαν να ήταν ένα φυσικό ον προς περιγραφή. Θέλει να κατορθώσει να εκφράσει σε εννοιολογικό επίπεδο, δηλαδή σε αυστηρή άρθρωση, εκείνη την ιδιαιτερότητα του αναφέρεσθαι του είναι μου στον εαυτό μου, δηλαδή της αναδίπλωσής μου στον εαυτό μου· όχι όμως σε μία θεωρητική-ανακλαστική αναδίπλωση, αλλά σε εκείνη τη μορφή όπου, αναδιπλωνόμενος στον εαυτό μου, σχετίζομαι με τον εαυτό μου σε μια πρακτικο-αποφασιστική σχέση. Είναι δυνατό να περιγράψει κανείς αυτήν την πρακτικο-αποφασιστική αναδίπλωση χωρίς να την μετατρέψει σε πράγμα, χωρίς να την αντικειμενοποιήσει.
Πώς μπορώ να διατηρήσω εκείνη τη δυναμική μέσα στην περιγραφή μου; Πρέπει να αποφύγω τις φυσιοκρατικές κατηγορίες της παράδοσης, τις κατηγορίες της ουσίας που ανάγονται στον ίδιο τον Αριστοτέλη. Άρα πρέπει να δουλέψω με τον Αριστοτέλη, αλλά εναντίον του Αριστοτέλη. Γιατί ο Αριστοτέλης στο σημείο αυτό δεν του είναι πια επαρκής; Καταρχάς, επειδή υπάρχει ο Natorp που του λέει: «Πήγαινε να διαβάσεις Kant, είναι καλύτερα», και εκείνος τον ακούει· αλλά και για έναν ισχυρό φιλοσοφικό λόγο, πέρα από τους προσωπικούς, συναισθηματικούς θα λέγαμε, και συγκεκριμένα: το πρόβλημα που θέτει ο Heidegger είναι «Μπράβο στον Αριστοτέλη, είναι ο αληθινός φαινομενολόγος».
Ωστόσο, όπως ήδη παρατηρούσε ο Kant, όταν θαύμαζε την πληρότητα του αριστοτελικού πίνακα των κατηγοριών, αφού πρώτα θαύμασε και διαπίστωσε ότι από τον Αριστοτέλη και μετά έχουν γίνει βήματα προόδου στη λογική, αναρωτήθηκε: «Ναι, αλλά αυτές οι δέκα κατηγορίες από πού προκύπτουν;» Είναι αυτός ένας ιδιοφυής, ας πούμε, απαριθμητής πραγμάτων που με το φιλοσοφικό του ένστικτο τις ανακαλύπτει όλες, ή έχει μια αρχή παραγωγής από την οποία τις αντλεί με αλάνθαστο τρόπο; Δηλαδή, είναι δυνατόν να συναχθούν με μια συστηματική, όπως θα λέγαμε, παραγωγή αυτοί οι τρεις τρόποι συμπεριφοράς; Ή, από μια άλλη προοπτική, είναι οι τρεις αυτοί τρόποι οι μόνοι δυνατοί, ή υπάρχουν και άλλοι ακόμη; Και οι τρόποι αυτοί που δηλώνονται βρίσκονται σε κάποια σχέση μεταξύ τους; Και πώς αναβλύζουν από εκείνη την κίνησιν του βίου που είπαμε ότι είναι, ας πούμε, η ενοποιητική θεμελιώδης ρίζα από την οποία προέρχονται;
Αυτό είναι το πρόβλημα που θέτει ο Heidegger, και χωρίς να το τραβήξουμε τώρα πολύ μακριά, η πεποίθηση στην οποία καταλήγει είναι ότι ο Αριστοτέλης δεν κατορθώνει να συλλάβει την ενότητα αυτών των τρόπων συμπεριφοράς, τη δομή τους, τη σύνδεσή τους και το πώς αναβλύζουν από την κίνησιν του βίου, επειδή παραμένει ακόμη υπερβολικά δεμένος με μια φυσιοκρατική σύλληψη του χρόνου. Δηλαδή, επειδή εξακολουθεί να έχει δεσμό με μια φυσιοκρατική θεώρηση, με μια κατηγοριακότητα ουσιοκρατικο-φυσιοκρατική, δηλαδή με ένα εννοιολογικό οπλοστάσιο αντλημένο κατά βάση από την παρατήρηση του φυσικού κόσμου, το οποίο, όταν εφαρμόζεται στην περιγραφή εκείνης της κινήσεως του βίου που είναι το Dasein, η ψυχή, κινδυνεύει να μειώσει την ψυχή σε ένα φυσικό ον ανάμεσα στα φυσικά όντα.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ - Adolf Trendelenburg
Ιδιαίτερα, κινδυνεύει να μην συλλάβει εκείνη την πρωταρχική χρονικότητα, η οποία είναι αυτό στο οποίο, σε τελευταία ανάλυση, όπως θα δούμε στο Είναι και Χρόνος, ο Heidegger ανάγει όλες τις προσδιοριστικότητες του Dasein, του είναι-εκεί. Να γιατί ο Heidegger, στο Είναι και Χρόνος, τα βάζει τόσο πολύ με τη λέξη «κατηγορία»· λέει ότι πρέπει να αποφύγουμε τις κατηγορίες της παράδοσης, επειδή αυτές οι κατηγορίες φυσικοποιούν το είναι-εκεί, Dasein, το αντικειμενοποιούν, το οδηγούν προς εκείνην την κατεύθυνση όπου φαίνεται σαν όταν ο Άμλετ αναρωτιέται «να είναι κανείς ή να μην είναι», να θέλει να μάθει αν είναι ψυχή λογική ή res cogitans. Όχι.
Σε εκείνην την κατεύθυνση πορευόμαστε προς, θα λέγαμε, τον θεωρητικισμό, τη αντικειμενοποίηση (reificazione), τη μείωση της ιδιαιτερότητας της ανθρώπινης ζωής στην ίδια φυσικότητα ενός φυσικού όντος. Και αυτή είναι η κατεύθυνση που πρέπει να αποφευχθεί. Επομένως, ας αποφύγουμε τη λέξη «κατηγορία», λέει ο Heidegger, και ας προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε προσδιορισμούς παρθένους, καθαρούς σε σχέση με τη θεωρητικιστική μόλυνση των κατηγοριών.
Και επειδή το Dasein, όπως ειπώθηκε σήμερα το πρωί, είναι γι’ αυτόν Existenz — existo, βρίσκομαι έξω, μάλιστα, existo, βρίσκομαι έξω, βρίσκεται έξω, είναι ekstatikon — και αυτό επίσης πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι σημαίνει, ονομάζει αυτούς τους παρθένους προσδιορισμούς «υπαρκτικά» (existenzialia). Είναι ένα όνομα, ένας νεολογισμός, που επινοεί για να αποφύγει τη λέξη «κατηγορία». Στην πραγματικότητα, πριν φτάσει — δεν θέλω, ας πούμε, να το παρατραβήξω — αλλά πριν φτάσει σε αυτό το συμπέρασμα, πριν εγκαταλείψει τον Αριστοτέλη στον οποίο τόσο έχει εργαστεί, κάνει τα πάντα για να μείνει προσκολλημένος στον Αριστοτέλη, κάνει τα πάντα για να τον σώσει.
Παραδείγματος χάριν, παρέχει μια μνημειώδη ερμηνεία του αριστοτελικού ορισμού του χρόνου, ως αριθμού της κινήσεως κατά το «πρότερον» και «ύστερον», προσπαθώντας με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο, να δείξει ότι δεν πρόκειται για μια ερμηνεία ή έναν ορισμό ή μια σύλληψη φυσιοκρατική. Δοκιμάζει να δει αν είναι δυνατόν να σωθεί, κατά τρόπον, κατά τη γνώμη μου, πραγματικά πολύ διεισδυτικό. Αλλά στο τέλος τον εγκαταλείπει, επειδή τελικά αντιλαμβάνεται ότι, κατά βάθος, υπάρχει ένα υπόλειμμα φυσιοκρατίας και επομένως αυτός ο κίνδυνος που εκείνος θέλει να αποφύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου