Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

Το ιστορικό της 6ης παραγράφου του κειµένου «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο λοιπός Χριστιανικός κόσµος»


Το ιστορικό της 6ης παραγράφου του κειµένου «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο λοιπός Χριστιανικός κόσµος» (Προδηµοσίευση από τον Τοµο για την «Αγία και Μεγάλη Συνοδο» που θα εκδοθή προσεχώς)


Το κείµενο µε τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», όπως υπογράφηκε από τούς Προκαθηµένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Γενεύη (Ιανουάριο 2016), κυρίως οι πρώτες ενότητες, από την 1η µεχρι την 6η ενότητα, ιδιαιτέρως δε η τελευταία αυτή ενότητα (6η), ήταν εκείνο που προκάλεσε έντονες συζητήσεις στην «Αγία και Μεγάλη Συνοδο», που πραγµατοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2016 στο Κολυµπάρι της Κρήτης. Οι ενότητες αυτές αποτελούν το προοίµιο του κειµέ- νου, πάνω στο οποίο στηρίζεται η όλη κατεύθυνσή του.

Στο προοίµιο αυτό γράφεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι(Η;;;!) Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, θεµελιώνει την ενότητά της στην ίδρυσή της από τον Κυριον ηµών Ιησούν Χριστό και την κοινωνία στην Αγία Τριάδα και τα Μυστήριά της. Η ενότητα αυτή εκφράζεται δια της αποστολικής διαδοχής και της πατερικής παραδόσεως και βιώνεται µεχρι σήµερα. Οι Οικουµενικές Συνοδοι προέβαλαν τον υφιστάµενο δεσµό µεταξύ της ορθής πίστεως και της µυστηριακής κοινωνίας και η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ευθύνη για την ενότητα και την οικουµενική της αποστολή. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία καλλιεργούσε πάντοτε τον διάλογο «υπέρ της των πάντων ενώσεως» «µετά των εξ αυτής διεστώτων».

Οι διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας µε τον «λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» αποβλέπουν στην απωλεσθείσα ενότητα των Χριστιανών µε βάση την πίστη της παραδόσεως της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουµενικών Συνόδων.


Η ενότητα της Εκκλησίας, κατά την οντολογική της φύση, είναι αδύνατον να διαταραχθή. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά το κείµενο των Προκαθηµένων που παραπέµφθηκε στην Συνοδο προς συζήτηση, αναγνωρίζει την ιστορική ύπαρξη άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων «µη ευρισκοµένων εν κοινωνία µετ’ αυτής», αλλά πιστεύει ότι και οι σχέσεις προς αυτές πρέπει να στηρίζωνται στην όσο το δυνατόν από αυτές ταχύτερη και αντικειµενικότερη αποσαφήνιση του όλου εκκλησιολογικού θέµατος και ιδιαιτέρως της γενικότερης από αυτές διδασκαλίας περί Μυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης και αποστολικής διαδοχής.

Είναι φανερόν ότι στις θέσεις αυτές υπάρχει η έννοια ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει συνείδηση ότι είναι η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά συγχρόνως αναγνωρίζει και την ιστορική ονοµασία άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων, οι οποίες διέστησαν «εξ αυτής». Επίσης, παρατηρείται η έννοια ότι η ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας στηρίζεται στον άρρηκτο δεσµό µεταξύ της ορθής πίστεως και της µυστηριακής κοινωνίας, η ενότητά της αυτή είναι αδύνατον να διαταραχθή, αλλά ταυτόχρονα υποστηρίζεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αγωνίζεται για την ενότητα όλων των Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων, αρκεί οι ίδιες να αποσαφηνίσουν το όλο εκκλησιολογικό θέµα.

Το κείµενο αυτό έχει µιά ιστορία, αφού είχε καταρτισθή από διάφορες Προπαρασκευαστικές Συνοδικές Επιτροπές, εγκρίθηκε στην Γ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη στην Γενεύη το 1986, ενώ στην Ε Προσυνοδική Πανορθόδοξη Επιτροπή του 2015 στην Γενεύη συγχωνεύθηκε µε το άλλο κείµενο µε θέµα «Ορθόδοξη Εκκλησία και η οικουµενική Κινησις», µε αποτέλεσµα να αποµακρυνθούν πολλά θετικά σηµεία. Το τελικό κείµενο εγκρίθηκε από την Συναξη των Προκαθηµένων τον Ιανουάριο του 2016 στην Γενεύη και παραπέµφθηκε στην «Αγία και Μεγάλη Συνοδο» στην Κρήτη για την τελική επεξεργασία και υπογραφή.

Στην συνέχεια θα δούµε το πως καταρτίσθηκε το προοίµιο αυτό του κειµένου.

1. Το κείµενο και η εισήγηση του Γραµµατέως της Επιτροπής

Το κείµενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» καταρτίσθηκε, όπως προαναφέρθηκε, από την Γ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη (28 Οκτωβρίου-6 Νοεµβρίου 1986).

Κατά την Β΄ ἡµέρα των εργασιών της, και µαλιστα κατά την πρωινή Συνεδρίασή της, στην οποία προήδρευσε ο Σεβ. Μητροπολίτης Μυρων κ. Χρυσόστοµος, αναγνώσθηκε η εισήγηση του Γραµµατέως επί της Προπα- ρασκευής της Συνόδου Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. ∆αµασκηνού.

Ο εισηγητής στην αρχη ανέφερε τα σχετικά µε την ετοιµασία του κειµένου, στην συνέχεια διάβασε το κείµενο που συνέταξε η Προπαρα- σκευαστική Επιτροπή, και ακολούθως έκανε διάφορες παρατηρήσεις επί του κειµένου, ενηµερώνοντας τούς εκπροσώπους των Ορθοδόξων Εκκλησιών για διάφορα ζητήµατα [1].

Το προοίµιο του κειµένου που ετοιµάσθηκε προς συζήτηση δικαιολογούσε τούς θεολογικούς διαλόγους που έκανε η Ορθόδοξη Εκκλησία µε τούς άλλους Χριστιανούς, κατέγραφε τον σκοπό τους, τις δυσκολίες τους και πως πρέπει να αντιµετωπισθούν.

Γράφεται:

«Η Ορθόδοξος Εκκλησία ανέκαθεν ήτο εύνους και θετικώς διατεθειµένη προς πάντα ∆ιάλογον. Κατά τα τελευταία δε ταύτα έτη εχώρησεν εις Θεολογικόν ∆ιάλογον µετά πλείστων χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων, εν τη πεποιθήσει ότι δια του ∆ιαλόγου δίδει δυναµικήν µαρτυρίαν των πνευµατικών αυτής θησαυρών προς τούς εκτός αυτής, µε αντικειµενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού, της οδηγούσης εις την ενότητα.[ ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ;]

Βεβαίως, η Εκκλησία ηµών, διαλεγοµένη µετά των λοιπών χριστιανών, δεν παραγνωρίζει τας δυσκολίας του τοιούτου εγχειρήµατος. Οµως δεν στηρίζεται µονον εις τας ανθρωπίνας δυνάµεις των διεξαγόντων τούς ∆ιαλόγους, αλλ’ απεκδέχεται και την επιστασίαν του Αγίου Πνεύµατος εν τη χάριτι του Κυρίου, ευχηθέντος «ίνα πάντες[ Ο Ιούδας είχε ήδη προδόσει καί αποστατήσει] εν ώσι» (Ιω. 17,21).[Απεκδέχεται; Είναι πολύ ευγενική!!]

∆ια πάντα ταύτα η Ορθόδοξος Εκκλησία µενει πιστή εις την αρχήθεν χαραχθείσαν υπ’ αυτής γραµµήν, όπως προωθή τούς ∆ιαλόγους προς όλας τας Εκκλησίας και Οµολογιας, παρά το γεγονός ότι κατά την διεξαγωγήν τούτων αναφύονται πολλαπλαί δυσκολίαι, αι οποίαι χρήζουν εκάστοτε ιδιαιτέρας αντιµετωπίσεως.

Προς τούτοις, επιβάλλεται, όπως αναληφθή προσπάθεια συντονισµού του έργου των διαφόρων ∆ιορθοδόξων θεολογικών Επιτροπών τοσούτω µάλλον, όσω η υπάρχουσα άρρηκτος οντολογική ενότης της Ορθοδόξου Εκκλησίας πρέπει να αποκαλύπτηται και εκδηλώνηται και εν τω χώρω τούτω των ∆ιαλόγων»[2].

Στην συνέχεια αναφέρεται στούς διαλόγους «µετά των Αγγλικανών», «µετά των Παλαιοκαθολικών», «µετά των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών», «µετά των Ρωµαιοκαθολικών», «µετά των Λουθηρανών», «µετά των Μετερρυθµισµένων».

Στο τέλος ο εισηγητής έκανε και µερικές παρατηρήσεις ως προς τον τίτλο του θέµατος, δηλαδή επί του τίτλου «Σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», να γραφή «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας….», ως προς τις προοπτικές των διµερών Θεολογικών ∆ιαλόγων, ως προς το θεµατολόγιο, ως προς την προτεραιότητα συζητήσεως συγκεκριµένων θεολογικών προβληµάτων κατά τον Θεολογικό διάλογο, και ως προς τον διάλογο µε τούς Παλαιοκαθολικούς.

Το ενδιαφέρον στην προκειµένη περίπτωση είναι ότι ως προς το θεµατολόγιο των διαλόγων σε σχέση µε το κείµενο που καταρτίσθηκε γράφει: «ως προς το θεµατολόγιον υπήρξεν οµόφωνος η τάσις µεταθέσεως του κέντρου βάρους κατά την «επιλογήν» των θεµάτων από τα «ενούντα» εις τα «χωρίζοντα» τας εν διαλόγω Εκκλησίας θεολογικά ζητήµατα και δη εν τω πεδίω της εκκλησιολογίας»[3].

Στο τέλος της εισηγήσεως έκανε µιά σηµαντική διαπίστωση.

«Βεβαίως, ουδενός διαφεύγει την προσοχήν ότι πάντες οι υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας διεξαγόµενοι διµερείς Θεολογικοί ∆ιάλογοι εισέρ- χονται προοδευτικώς και σταθερώς εις τον κρίσιµον δια την περαιτέρω πορείαν αυτών εκκλησιαστικόν χώρον, εις τον οποίον εντάσσονται και αι σοβαρώτεραι θεολογικαί δυσχέρειαι του ∆ιαλόγου µεταξύ της Ορθοδοξίας και του λοιπού χριστιανικού κόσµου. Εν όψει και των νέων αυτών προοπτικών, αι οποίαι ενθαρρύνονται και ευρύτερον εις τον Οικουµενικόν ∆ιάλογον, η Ορθόδοξος Εκκλησία θα έδει να αξιοποιήση την εκκλησια- στικήν διδασκαλίαν αυτής όχι µονον δια την επιβεβαίωσιν της αυτοσυνειδησίας της, αλλά και δια την υπεύθυνον αξιολόγησιν της µορφής της εκκλησιαστικότητος του εκτός αυτής χριστιανικού κόσµου. Τοιαύτη αξιοποίησις της πατερικής και της κανονικής παραδόσεως, ως επίσης και της προς ταύτην συνεπούς εκκλησιαστικής πράξεως, καθίσταται οσηµέραι αναγκαία δια τε την υπεύθυνον συµµετοχήν εις τούς διµερείς και τούς πολυµερείς Θεολογικούς ∆ιαλόγους και δια την αυθεντικωτέραν εκκλησιαστικήν εκτίµησιν των αποτελεσµάτων αυτών, ως επίσης και δια την πλέον αξιόπιστον µαρτυρίαν της Ορθοδοξίας εις τον σύγχρονον κόσµον»[4].

Η παρατήρηση αυτή έχει ιδιαίτερη σηµασία, γιατί προέρχεται από τον Μητροπολίτη Ελβετίας ∆αµασκηνό, ο οποίος ασχολήθηκε πολλά χρόνια µε τούς διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας µε τούς άλλους Χριστιανούς και ήταν Γραµµατεύς της Επιτροπής για την προετοιµασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

Το σηµαντικό είναι ότι χρησιµοποιεί προσεκτικό λόγο και προσεκτική ορολογία. Κανει λόγο για Ορθόδοξη Εκκλησία και τον «λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», όπως, άλλωστε, είναι και ο τίτλος του κειµένου.

Έπειτα, αναφέρεται στο ότι εν όψει των νέων διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας «προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» πρέπει η Ορθόδοξη Εκκλησία να αξιοποιήση την εκκλησιαστική της διδασκαλία, δηλαδή την «πατερική και κανονική παράδοσή» της, όχι µονον για να επιβεβαιώση την αυτοσυνειδησία της ότι είναι η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά και για την υπεύθυνη αξιολόγηση «της µορφής της Εκκλησιαστικότητος του εκτός αυτής Χριστιανικού κόσµου». Αυτό σηµαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία µε το κείµενο που ετοίµαζε για την Αγία και Μεγάλη Συνοδο θα έπρεπε να καθορίση τι είναι οι Χριστιανοί εκτός αυτής από πλευράς εκκλησιολογίας, σύµφωνα µε το πατερικό και κανονικό πλαίσιο της Εκκλησίας.[ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΝ ΣΤΗΝ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΛΛΑ ΜΕ ΜΕΤΡΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΗΣ ΝΑ ΚΑΘΟΡΙΣΘΕΙ Η  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΙΕΣΤΩΤΩΝ. ΝΑ ΦΑΝΕΡΩΘΕΙ ΤΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΔΙΕΣΩΘΗ, ΔΙΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΡΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΕΤΡΟ ΑΛΛΑ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΚΩΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΕΝΩΣΕΙ ΣΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗ ΟΠΩΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΝΩΣΕ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΗΝ ΑΠΟΣΧΙΣΘΕΙΣΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ. ΜΕΓΑΛΟ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΟΥ ΠΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ. Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΣΑΝ ΝΕΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ]( Αυτή τήν δουλειά έκανε καί ο Κάντ, ο οποίος αναβαθμίζεται σέ προφήτη τής νέας εκκλησίας καί τού ευαγγελίου τής νέας εποχής πού έχει ήδη έτοιμο καί διαθέσιμο ο Αγουρίδης)

Ακόµη, θεωρεί αναγκαία µιά τέτοια «εκκλησιολογική» αξιολόγηση από πλευράς «συνεπούς εκκλησιαστικής πράξεως», προκειµένου οι θεολογικοί διάλογοι να γίνωνται µε συνέπεια, για την αυθεντικότερη εκκλησιαστική εκτίµηση των αποτελεσµάτων των θεολογικών διαλόγων, όπως επίσης και για την «αξιόπιστον µαρτυρίαν της Ορθοδοξίας εις τον σύγχρονον κόσµον».

Η επισήµανση αυτή του Μητροπολίτου Ελβετίας ∆αµασκηνού και Γραµµατέως της Επιτροπής για την προετοιµασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι καίρια, σηµαντική και αποφασιστική. Έθεσε το µεγαλύτερο εκκλησιολογικό πρόβληµα που αντιµετωπίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία ως προς τούς θεολογικούς διαλόγους, ότι δηλαδή πρέπει να καθορισθή η λεγόµενη «εκκλησιαστικότητα» των «λοιπών Χριστιανών».

2. Η συζήτηση από τούς εκπροσώπους των Ορθοδόξων Εκκλησιών

Μετά την εισήγηση του Γραµµατέως ακολούθησε ενδιαφέρουσα συζήτηση που έδειχνε την αγωνία των εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών για να διατυπωθή στο κείµενο η ορθόδοξη εκκλησιολογία.

Θα παραθέσω τις απόψεις τους µε σύντοµες παρατηρήσεις µου.

«Ο Σεβ. Πρόεδρος (Μυρων Χρυσόστοµος, εκπρόσωπος του Οικουµενικού Πατριαρχείου.): Ευχαριστώ τον Σεβ. Γραµµατέα δια την παρου- σίασιν και του θέµατος και του κειµένου τούτου. Οµολογουµενως αι πληροφορίαι, αι οποίαι δίδονται εις το πρώτον µερος του κειµένου του Σεβ. Γραµµατέως είναι χρήσιµοι δια να ηξεύρωµεν πως ειργάσθη η ∆ιορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή. Αι δε παρατηρήσεις, τας οποίας κάµνει εις το τέλος, είναι απολύτως χρήσιµοι, διότι µάς δίδουν την µετά τον Φεβρουάριον δηµιουργηθείσαν κατάστασιν δια της περαιτέρω εξελίξεως των ∆ιαλόγων, όπου αυτοί παρουσίασαν εξέλιξιν και όπου αυτοί έσχον νεωτέρας συνελεύσεις των. Εποµένως, έχοµεν πλήρη εικόνα ενώπιόν µας περί του τι έγινε τόσον κατά την διάρκειαν της προπαρασκευής, όσον και µετά µεχρι της σήµερον»[5].

Από το κείµενο αυτό φαίνεται ότι ο Σεβασµιώτατος Πρόεδρος ευχαρίστησε τον εισηγητή τόσον για τις πληροφορίες που έδωσε µε την εισήγησή του για τούς διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας µε τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον, όσο και για τις παρατηρήσεις του, µιά από τις οποίες είδαµε προηγουµένως. Τις πληροφορίες τις χαρακτήρισε χρήσιµες, τις δε παρατηρήσεις του «απολύτως χρήσιµες», για την περαιτέρω εξέλιξη των διαλόγων. Με αυτήν την παρατήρησή του σηµείωσε ότι απέκτησαν εικόνα της όλης καταστάσεως.

Στην συνέχεια ο Πρόεδρος πρότεινε «τρία πρακτικά» σηµεία για τον τρόπο της διεξαγωγής των συζητήσεων στις Προπαρασκευαστικές Επιτροπές, αλλά και τον τρόπο µε τον οποίο τα θέµατα οδηγούνταν προς την Αγία και Μεγάλη Συνοδο.

Το πρώτον σηµείο που πρότεινε ήταν να διαβάζεται το κείµενο που αφορά τον κάθε διάλογο και να γίνωνται οι σχετικές παρατηρήσεις. Το δεύτερον είναι ότι µετά που οι Επιτροπές θα βελτιώσουν το κείµενο θα πρέπει µε απόφαση της Ολοµέλειας, το κείµενο να παραπέµπεται στην «Αγίαν και Μεγάλην Συνοδον οριστικώς» «ως θέµα κεκλεισµένον». Το τρίτον σηµείο είναι ότι, επειδή ο διάλογος µε τούς άλλους Χριστιανούς βρίσκεται σε εξέλιξη και ενδεχοµένως δεν θα ισχύουν όταν θα συγκληθή η Μεγάλη Συνοδος, γι’ αυτό η Αγία και Μεγάλη Συνοδος «θα εξετάση το σύνολον των διαλόγων και εν τη ουσία του και εν ταις λεπτοµερείαις του». Έτσι, στο κείµενο που θα καταρτιζόταν από την Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη έπρεπε να σηµειωθή:

«Το κείµενον αυτό, αποδεκτόν γενόµενον από την Ολοµέλειαν, παραπέµπεται εις την Αγίαν και Μεγάλην Συνοδον. Επειδή, όµως, εν τω κειµένω υπάρχουν και περιπτώσεις α,β,γ,δ, ταύτα προτείνονται προς τας Εκκλησίας και καλούνται αι Εκκλησίαι να τα κοινοποιήσουν και να τα προωθήσουν δεόντως»[6].

Από αυτά φαίνεται καθαρά ότι τα κείµενα τα επεξεργάζονταν οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών και στην συνέχεια αναπέµπονταν «ως κεκλεισµένα» θέµατα στην Αγία και Μεγάλη Συνοδο, η οποία όµως είχε την αρµοδιότητα να εξετάση το σύνολο των διαλόγων στην ουσία και τις λεπτοµέρειές του.

Τελικά, αυτό δεν έγινε ακριβώς έτσι, διότι και τα κείµενα συζητήθηκαν στις Ιεραρχίες των Ορθοδόξων Εκκλησιών που είχαν την δυνατότητα να κάνουν προτάσεις, αν και οι περισσότερες προτάσεις δεν µπορούσαν να περάσουν, λόγω της ερµηνείας που έδωσαν στο θέµα της οµοφωνίας, αλλά ούτε έγινε στην Συνοδο της Κρήτης συζήτηση για το που βρίσκεται ο κάθε διάλογος της Ορθοδόξου Εκκλησίας µε «τον λοιπόν χριστιανικόν κόσµον».

Παντως, στην Γ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Συνοδο (1986), µετά την εισήγηση του Γραµµατέως και τις παρατηρήσεις του Προέδρου έγινε ενδιαφέρουσα συζήτηση, µεταξύ των αντιπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών πάνω στο θέµα της αυτοσυνειδησίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και στον προσδιορισµό των λοιπών Χριστιανών.

Παραθέτω την συζήτηση από τα δηµοσιευθέντα Πρακτικά, µε τις παρατηρήσεις µου.

«Ο Σεβ. Καρθαγένης: (κ. Παρθένιος, εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας): Σεβ. άγιε Πρόεδρε, θα ήθελα πρώτον κατά καθήκον αδελφικόν να εκφράσω τας ευχαριστίας µου εις τον Γραµµατέα µας, Σεβ. Μητροπολίτην Ελβετίας κ. ∆αµασκηνόν. Πραγµατικά, αι εισηγήσεις και αι παρατηρήσεις του µάς βοηθούν, µάς κατατοπίζουν δια το όλον έργον και γενικά αι απόψεις του γεννούν κίνητρα, τα οποία δια κάθε ∆ιάλογον είναι ωφέλεια µεγάλη και δύναται κανείς να είπη ότι τα ερωτήµατά του είναι και γενικής φύσεως για όλους τούς ∆ιαλόγους, τούς οποίους θα εξετάσωµεν. Προτού εισέλθωµεν εις κάθε ∆ιάλογον χωριστά θα ήθελα να ερωτήσω, εάν µπορώ, λόγω ενός κινήτρου το οποίον δίδει ο Γραµµατεύς και το οποίον αφορά εις όλους τούς ∆ιαλόγους, να θίξω εν θέµα γενικής φύσεως. Το θέµα αυτό µε αναγκάζει πολλές φορές να είµαι εφεκτικός. Το σηµειώνει ο Γραµµατεύς εις την τελευταίαν παράγραφον του κειµένου: «Εν όψει των νέων προοπτικών…». Οµιλει περί του εκτός της Ορθοδοξίας χριστιανικού κόσµου. Πολλές φορές εις όλους τούς ∆ιαλόγους µας µε όλους διαλεγόµεθα ως προς αδελφούς χριστιανούς. Όλοι το παραδεχόµεθα αυτό. Αλλά διερωτώµαι: δεν είναι καιρός να θεωρήσωµεν την θέσιν µας αυτήν κάπως πιο ευρυτέραν και κάπως πιο αληθινήν; Έχω την εντύπωσιν ότι µερικαί άλλαι χριστιανικαί Εκκλησίαι έχουν προχωρήσει ως προς το θέµα αυτό. Εγώ, όταν διαλέγωµαι µε τούς Ρωµαιοκαθολικούς –είναι η κρίσιµος ερώτησις– παραδέχοµαι ότι είναι Εκκλησία η όχι; Είναι ένα καίριον σηµείον. Να πούµε τι είναι αυτοί οι άνθρωποι. ∆ηλαδή η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η µονη Εκκλησία και όλοι οι άλλοι είναι εκτός της Εκκλησίας; Η έχουν και αυτοί κάτι από την Εκκλησίαν; Τι είναι οι Ρωµαιοκαθολικοί και τι είναι αι Αρχαίαι Ανατολικαί Εκκλησίαι; Εαν παραδεχθώ ότι είναι Εκκλησίαι, θα αρχίσω να διαλέγωµαι τουλάχιστον πιο αδελφικά. Εαν όµως δεν είναι Εκκλησίαι, τότε τι γίνεται; Αυτήν την απορίαν έχω και θα ήθελα κάποιαν λύσιν. Όχι αµέσως. Αλλά αντιµετωπίζωµεν το θέµα εις τούς ∆ιαλόγους µας»[7].

∆ιαβάζοντας κανείς τις απόψεις του Μητροπολίτου Καρθαγένης Παρθενίου, ο οποίος µετά έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας, δεύτερος κατά την τάξη στα πρεσβεία των Ορθοδόξων Εκκλησιών, παρατηρεί ότι µετά από τις ευχαριστίες του για την εισήγηση του Μητροπολίτου Ελβετίας, που ήταν πράγµατι ωφέλιµη, έθεσε µιά εκκλησιολογική «απορία», υπό τύπον ερωτηµάτων, αφήνοντας όµως να καταγραφή η άποψή του ως προς την «εκκλησιαστικότητα» των ετεροδόξων Χριστιανών.

Θετει το θέµα της «εκκλησιαστικότητος» του εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας Χριστιανικού κόσµου, µε τον οποίον γίνονται θεολογικοί διάλογοι. Τον Σεβασµιώτατον τον ενδιαφέρει να ορισθή τι είναι οι Ρωµαιοκαθολικοί και τι είναι «οι Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες», δηλαδή οι Αντιχαλκηδόνιοι, η Προχαλκηδόνιοι η Μονοφυσίτες, αφού ως Μητροπολίτης της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας έχει συνεχή επαφή µε τούς Κοπτες της Αιγύπτου.

Σαφέστατα κάνει λόγο για «αδελφούς Χριστιανούς» και για «Χριστιανικές Εκκλησίες» οι οποίες απεφάσισαν ως προς το θέµα αυτό, εννοώντας προφανώς τούς Ρωµαιοκαθολικούς, αφού µε την Β Βατικανή Συνοδο οι Ρωµαιοκαθολικοί προχώρησαν από την αρχη της αποκλειστικότητος στην αρχη της περιεκτικότητος, δηλαδή έδωσαν εκκλησιαστικότητα, έστω και ελλιπή, στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, και ονόµασαν Χριστιανούς αδελφούς τούς άλλους Προτεστάντες.

Έτσι, θέτει την «κρίσιµον ερώτησιν», πράγµα που είναι «ένα καίριον σηµείον»: «Εγώ όταν διαλέγωµαι µε τούς Ρωµαιοκαθολικούς παραδέχοµαι ότι είναι Εκκλησία η όχι;». «∆ηλαδή, «η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μονη Εκκλησία και όλοι οι άλλοι είναι εκτός της Εκκλησίας;». «Έχουν και αυτοί κάτι από την Εκκλησίαν;».

Προτρέπει δε όλους τούς εκπροσώπους των Ορθοδόξων Εκκλησιών να απαντήσουν στα ερωτήµατα αυτά. «Να πούµε τι είναι αυτοί οι άνθρωποι» και φυσικά να γραφή κάτι για το θέµα αυτό στο κείµενο που ετοίµαζαν για να παραπεµφθή στην Αγία και Μεγάλη Συνοδο προς περαιτέρω απόφαση. Θα ήθελε «κάποια λύση», αλλά τονίζει «όχι αµέσως».

∆ικαιολογεί αυτήν την εκζήτηση της ερωτήσεως για τον καθορισµό των άλλων Χριστιανών σε σχέση µε την Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί µιά τέτοια απάντηση θα διευκόλυνε τον διάλογο µε τούς Χριστιανούς αυτούς, γιατί όπως λέει: «Εαν παραδεχθώ ότι είναι Εκκλησίαι, θα αρχίσω να διαλέγωµαι τουλάχιστον πιο αδελφικά. Εαν όµως δεν είναι Εκκλησίαι τότε τι γίνεται;».

Είναι ευδιάκριτο ότι ο εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας έχει την πεποίθηση ότι δεν είναι µονον η Ορθόδοξη Εκκλησία η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά στοιχεία «εκκλησιαστικότητος» έχουν και οι εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας Χριστιανοί. Θετει, όµως, το θέµα, γιατί θέλει να ληφθή µιά σχετική απόφαση από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Παντως η άποψή του ήταν εµµέσως θετική, ότι, δηλαδή, υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες.

«Ο Σεβ. Πρόεδρος: Ευχαριστώ άγιε Καρθαγένης. Θα υπενθυµίσω εις την Ολοµέλειαν ότι εις την πρώτην φάσιν της προσυνοδικής προπαρασκευής µας µεταξύ των θεµάτων µας είχοµεν και το θεολογικόν θέµα της οικονοµίας εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Και του λόγου όντος περί της οικονοµίας, την οποίαν δύναται η πρέπει η επιτρέπεται να εφαρµόση η Ορθοδοξία προς τούς εκτός αυτής, είχοµεν µιαν µακράν παράγραφον περί του στοιχείου της εκκλησιαστικότητος των µεθ’ ων διαλεγόµεθα. Όπου και µε κάποιαν δογµατικήν και θεολογικήν ευαισθησίαν ελέγετο, διατί διαλεγόµεθα, πως διαλεγόµεθα και εις ποίον βαθµόν εκκλησιαστικότητος θεωρούµεν ότι ευρίσκονται οι αδελφοί µας µεθ’ ων διαλεγόµεθα. ∆υστυχώς, το θέµα εκείνο εξέπεσε, αλλά το κείµενον µενει. Έχετε δίκαιον να επισηµαίνετε το θέµα, αλλά ακριβώς και η παρατήρησις του Γραµµατέως µας αφορά εις τούτο. Και ηµείς να αποκτήσωµεν συνείδησιν της αυτοσυνειδησίας µας, αλλά και να εξετάσωµεν όσον είναι δυνατόν το στοιχείον της εκκλησιαστικότητος, το οποίον αντιπροσωπεύουν οι µεθ’ ων διαλεγόµεθα. Ίσως θα χρειασθή όχι εις αυτήν την φάσιν που οµιλούµεν περί ∆ιαλόγων, αλλ’ εις µιαν προσεχή φάσιν της πορείας µας προς την Αγίαν και Μεγάλην Συνοδον, όταν θα περάση η ηµερησία διάταξις των δέκα θεµάτων, να επιληφθώµεν σοβαρώς και αυτού του θέµατος, το οποίον θα συµπληρώση την περί ∆ιαλόγων διατύπωσίν µας εν τω µελλοντι»[8]. Ο Πρόεδρος της Πανορθοδόξου ∆ιασκέψεως Μητροπολίτης Μυρων Χρυσόστοµος, εκπρόσωπος του Οικουµενικού Πατριαρχείου, απάντησε στις απόψεις του εκπροσώπου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας µε εύστοχο τρόπο. Ο ίδιος έχει παρακολουθήσει, ως εκπρόσωπος του Οικουµενικού Πατριαρχείου, τούς θεολογικούς διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας µε τούς άλλους Χριστιανούς, όπως επίσης γνωρίζει και την προετοιµασία των Ορθοδόξων Εκκλησιών για την Αγία και Μεγάλη Συνοδο.

Έτσι, ενηµέρωσε αυθεντικώς τούς εκπροσώπους των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ότι µεταξύ των 100 περίπου θεµάτων που είχαν καταρτισθή από την Α Πανορθόδοξο ∆ιάσκεψη στην Ροδο το 1961, είχε τεθή και το θέµα της εννοίας της Εκκλησίας. Επίσης, είχε τεθή και το θέµα της ακριβείας και της οικονοµίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, το οποίο διερευνούσε από πλευράς εκκλησιολογίας, τι είναι οι άλλες Χριστιανικές Οµολογιες, αλλά και πως δεχόµαστε στην Ορθόδοξη Εκκλησία τούς ετεροδόξους Xριστιανούς, µε Βαπτισµα η µε Χρίσµα, πράγµα που θα δινόταν η απάντηση αν υπάρχη έγκυρο και υποστατό βάπτισµα εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Στο κείµενο αυτό που ετοιµαζόταν υπήρχε και «µια µακρά παράγραφος περί του στοιχείου της εκκλησιαστικότητος των µεθ’ ων διαλεγόµεθα». Στην παράγραφο αυτήν αντιµετωπιζόταν ο βαθµός της «εκκλησιαστικότητος» «των αδελφών» µε τούς οποίους γίνεται θεολογικός διάλογος, και µαλιστα αυτό γίνεται «µε κάποια δογµατική και θεολογική ευαισθησία».

∆εν έχω υπ’ όψη µου το κείµενο αυτό και την παράγραφο περί της «εκκλησιαστικότητος» των ετεροδόξων Χριστιανών, αλλά φαίνεται σαφώς από τούς λόγους του Σεβασµιωτάτου Προέδρου, ότι το θέµα αυτό εξέπεσε από την θεµατολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου: «∆υστυχώς, το θέµα εκείνο εξέπεσε, αλλά το κείµενον µενει». Η λέξη «δυστυχώς» είναι χαρακτηριστική. Στην ηµερησία διάταξη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που είχε καταρτισθή πέρασαν µονον «δέκα θέµατα», όχι όµως το θέµα της εννοίας της Εκκλησίας και το θέµα της ακριβείας και της οικονοµίας στην Εκκλησία. Ένα τέτοιο σοβαρό εκκλησιαστικό θέµα δεν θεωρήθηκε καλό να αντιµετωπισθή στην Μεγάλη αυτήν Συνοδο.

Πράγµατι, όταν διαβάση κανείς τις αποφάσεις της Α’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου ∆ιασκέψεως (Γενεύη 21-28 Νοεµβρίου 1976), θα διαπιστώση ότι καθορίσθηκαν τα δέκα θέµατα µε τα οποία θα ησχολείτο η Αγία και Μεγάλη Συνοδος, και αµέσως µετά από αυτά, προσδιορίσθηκαν ότι τα δεύτερης προτεραιότητας θέµατα θα είναι τέσσερα, µεταξύ των οποίων και το τι είναι Εκκλησία και τι είναι η ακρίβεια και η οικονοµία στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ως προς τον τρόπο της αποδοχής των ετεροδόξων στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Συγκεκριµένα γράφεται:


« …οµοφώνως αποφασίζει:

Α. δια το θεµατολογικόν:

1. Όπως η ηµερησία ∆ιάταξις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αποτελεσθή εκ των ακολούθων δέκα θεµάτων:

α) Ορθόδοξος ∆ιασπορά.

β) Το αυτοκέφαλον και τρόπος ανακηρύξεως αυτού.

γ) Το αυτόνοµον και τρόπος ανακηρύξεως αυτού.

δ) ∆ίπτυχα.

ε) Το ζήτηµα του κοινού ηµερολογίου.

στ) Κωλύµατα γάµου.

ζ) Αναπροσαρµογή των περί νηστείας εκκλησιαστικών διατάξεων.

η) Σχέσεις Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσµον.

θ) Ορθοδοξία και οικουµενική Κινησις.

ι) Συµβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης µεταξύ των λαών και άρσιν των φυλετικών διακρίσεων.

2. Όπως εκ των λοιπών προταθέντων θεµάτων τα συγκρεντρώσαντα κατά δευτέραν προτεραιότητα µείζονα προτίµησιν εν τη Επιτροπή, ήτοι τα ακόλουθα: Αι πηγαί της θείας Αποκαλύψεως, Έννοια της Εκκλησίας, Κωδικοποίησις Ιερών Κανόνων και κανονικών διατάξεων, Οικονοµία και ακρίβεια, ταύτα παραπέµπονται εις την ιδιαιτέραν µελέτην των επί µερους Εκκλησιών προκειµένου ίνα ενδεχοµένως τύχωσι µελλοντικής διορθοδόξου εξετάσεως».

Έπρεπε, λοιπόν, το θέµα της Εκκλησίας και ο βαθµός της «εκκλη- σιαστικότητος» των ετεροδόξων να τεθή επισήµως προς συζήτηση στις Ιεραρχίες των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και αφού ωριµάσει το θέµα, τότε ενδεχοµένως να µελετηθή σε µελλοντική διορθόδοξη συνάντηση.

Οµως, τέτοια θεολογική συζήτηση δεν έγινε µεχρι τώρα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, αλλά τελικά αντιµετωπίσθηκε αυτό το θέµα στην Συνοδο της Κρήτης, παρά τα όσα γράφονταν και λέγονταν στις Προσυνοδικές Πανορθόδοξες ∆ιασκέψεις.

Μαλιστα, ο Μητροπολίτης Μυρων Χρυσόστοµος έγραψε ένα βιβλίο για την αναγνώριση των µυστηρίων των ετεροδόξων και εκεί συµπεριέλαβε όλο το υλικό και τις προσωπικές του θέσεις για το θέµα αυτό, το οποίο εξέπεσε από την θεµατολογία της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου».

Παντως, ο Μητροπολίτης Καρθαγένης έθεσε ένα σοβαρό θέµα: Πως γίνονται θεολογικοί διάλογοι µε τούς ετεροδόξους Χριστιανούς, χωρίς να καθορισθή τι ακριβώς είναι;

∆υστυχώς, και στο θέµα αυτό επικράτησε µιά θεολογική σύγχυση στην Εκκλησία, σύµφωνα µε όσα απεκάλυψε ο Γεώργιος Γαλίτης οµιλώντας αµέσως µετά τον Πρόεδρο.

«Ο Ελλογιµ. Καθηγ. Γαλίτης: (Εκπρόσωπος του Πατριαρχείου των Ιεροσολύµων): Σεβ. άγιε Πρόεδρε, ο άγιος Καρθαγένης έθιξε εν πολύ σηµαντικόν θέµα, το οποίον ηµπορούµε να ονοµάσωµεν εις την θεολογικήν γλώσσαν το θέµα των ορίων της Εκκλησίας. Είναι εν πολύ µεγάλο θέµα, δια το οποίο έγινε πριν ένα χρόνον εν συνέδριον εις τον χώρον αυτόν του Ορθοδόξου Κεντρου. Ασχολήθηκε το Θεολογικόν Σεµινάριον του Σαµπεζύ µε τούς ∆ιαλόγους της Εκκλησίας και εν κεντρικόν θέµα ήταν και τα όρια της Εκκλησίας. Με το θέµα αυτό έχουν ασχοληθή πολλοί θεολόγοι (Florovsky, Bulgakov, έλληνες κλπ.). Θελω να παραπέµψω και εις το θαυµάσιον αυτό βιβλίον που ελάβαµε όλοι και έχει εν σχετικόν κεφάλαιον θαυµάσιον. Επί τη ευκαιρία αυτή επιτρέψατέ µου να συγχαρώ και να εκφράσω την µεγάλη µου χαρά για την όλη εργασία αυτή, την οποία παρουσιάζει ο Σεβ. Γραµµατεύς στο βιβλίο αυτό, το οποίο είναι πολύ βοηθητικό και πληροφοριακό για τούς ∆ιαλόγους, αλλ’ επίσης και ως συλλογή κειµένων σχετικών προς τούς ∆ιαλόγους. Όσον αφορά εις το κείµενον, το οποίον ευρίσκεται ενώπιόν µας, θα επεθύµουν να είπω ότι τα στοιχεία τα οποία δίδει ο Γραµµατεύς εις το τέλος της Εισηγήσεώς του καλόν θα είναι και πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν από την Επιτροπή και να συµπεριληφθούν εις το κείµενον δια την αρτιωτέραν παρουσίασίν του»[9].

Από την παρέµβαση αυτή φαίνεται ότι ο Γεώργιος Γαλίτης, εκπρόσωπος της Εκκλησίας των Ιεροσολύµων, έδωσε σηµαντική πληροφορία για το πως ετοιµαζόταν το θέµα «περί των ορίων της Εκκλησίας». Τα όσα είπε δείχνουν ότι διαρκώς γινόταν συζήτηση και από τούς Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών, αλλά και από Συνέδρια και Σεµινάρια για τα «όρια της Εκκλησίας», δηλαδή κατά πόσον ταυτίζονταν τα χαρισµατικά και κανονικά όρια της Εκκλησίας, και αν έξω από τα «όρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας» υπάρχουν άλλες Εκκλησίες.

Προφανώς, αναφέρεται στα κείµενα των Θεολόγων και στα Συνέδρια στα οποία αναπτυσσόταν η άποψη ότι δεν ταυτίζονται τα χαρισµατικά µε τα κανονικά όρια της Εκκλησίας, που σηµαίνει ότι έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως προσδιορίζεται από τούς κανόνες και τα δόγµατα της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπάρχουν χαρίσµατα.

Φυσικά, όπως γράφει ο άγιος Μαξιµος ο Οµολογητης, το Άγιον Πνεύµα(;;;;) ενεργεί και σε όλους και στούς εκτός της Εκκλησίας «ως συνεκτικόν» και «προνοητικόν»· στούς εν Νοµω «ως υποδεικτικόν της παραβάσεως» και «ως φωτιστικόν» της επαγγελίας του Χριστού· αλλά µονον στούς ζώντας κατά Χριστόν ενεργεί «ως υιοθετικόν», διότι µε αυτό γίνονται υιοί του Θεού· και σε αυτούς που φθάνουν στην θέωση ενεργεί το Άγιον Πνεύµα «ως ποιητικόν σοφίας».
[Συνεχίζεται]

1 Βλ. Γραµµατεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Συνοδικά IX, Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος ∆ιάσκεψις, 28 Οκτωβρίου -9 Νοεµβρίου 1985, Πρακτικά-Κείµενα, Ορθόδοξον Κεντρον του Οικουµενικού Πατριαρχείου Σαµπεζύ Γενεύης 2014

2 Ενθ. ανωτ. σελ. 96

3 Ενθ. ανωτ. σελ. 101

4 Ενθ. ανωτ. σελ. 103

5 Ενθ. ανωτ. σελ. 103

6 Ενθ. ανωτ. σελ. 103-104

7 Ενθ. ανωτ. σελ. 104-105

8 Ενθ. ανωτ. σελ. 105

9 Ενθ. ανωτ. σελ. 106


ΣΧΟΛΙΟ: Ετοιμάζεται μιά εκκλησιαστική ένωση στά χνάρια τής ευρωπαικής ένωσης, αποτυχημένης ήδη, μέ κοινό νόμισμα τό κοινό ποτήριο καί μέ μία Τράπεζα τού Αγίου Πνεύματος πού θά κόβει τό κοινό νόμισμα τής πίστεως τών Προσώπων πού θά ολοκληρώσουν τό έργο τού Χριστού έστω καί καθυστερημένα ώς εν τώ ουρανώ καί επί τής γής. Ο Ιούδας άνοιξε τόν δρόμο πού μάς περίμενε μέ υπομονή τόσους αιώνες.
Αλλά πρός θεού Αγιε Ναυπάκτου οι άκτιστες ενέργειες τής Ουσίας τού Θεού δέν είναι τό Αγιο Πνεύμα. Ενα ξεσκόνισμα τών αντίστοιχων πραγματειών τού Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά δέν θά έβλαπτε. Τό αντίθετο μάλιστα.

Αμέθυστος

10 σχόλια:

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Παλαμάς δεύτερος είναι μυριάκις ελάχιστα 'μπορετό να υπάρξη,όσον και να προσπαθούν να συγχύσουν τ'ασύγχυτα(οι κίβδηλοι-τα κύμβαλα).Ακόμη και τον Ομολογητή Μάξιμο διαστρεβλώνουν;Είναι δυνατό να χρησιμοποιούν τους Αγίους για επικοινωνιακά τρικ,ως ειδικά εφέ μιας ψευδο-θεολογίας;Δουλευόμαστε τώρα;

Ανώνυμος είπε...

Ελπίζω να καταλάβουμε όλοι κάποια στιγμή ότι το μέγα πρόβλημα της Ορθοδοξίας σήμερα είναι ο Σατανηζιουλας και η πρωτειομανης και νεοαρειανιστικη ψευδοθεολογια του, η οποία πλήττει ταυτόχρονα τριαδολογια και εκκλησιολογία. Οι "αποτειχισμενοι" δεν έχουν καταλάβει τίποτα από το διακυβευμα, μιλάνε για συμπροσευχες και άλλα παρόμοια, ενώ η ρίζα του δηλητηριώδους φυτού είναι αλλού. Είναι ο Σατανηζιουλας, ανόητοι...

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Η ζηζιουλική ευχαριστιακή εκκλησιολογία,την οποία υιοθέτησε και από την οποίαν ήντλησεν ο Γιανναράς,αποτελεί μέγα στίγμα,ωρολογιακή βόμβα,κυλώνειον άγος 'στα θεμέλια της Παραδόσεώς μας.Πάντως,οι θέαινες της Αφροδίτης,οι Πάππισσες Ιωάννες καθώς και οι Πριγκίπισσες-Βασίλισσες της Βοημίας,των Αμβούργου και Μονάχου,δ ε ν έχουν θέσι 'στην Εκκλησία του Κυρίου(ας προσεχθή ιδιαιτέρως αξιαγάπητη).

amethystos είπε...

Ποιά είναι η παράδοσή μας; Από ποιόν τήν πήραμε; Ποιός μάς τήν παρέδωσε;Η μόνη ζωντανή παράδοση σήμερα είναι η παράδοσή μας στόν εχθρό, χωρίς όρους.

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Είμαστε,δηλαδή,μετέωροι,μεταρσιούμενοι παντελώς,κατά παραίσθησιν επαναστάτες και ποταποί δούλοι του εγώ,του εαυτού,δεσμώτες των 'θέλω;Ενός προσώπου που μας έσυρε κατά κρημνού;Η παράδοσί μας δεν εδράζεται 'στον Ησυχασμό;Παρεδόθημεν απλώς,'θές να 'πης;Ελπίς,χαρά,ειρήνη;Πού πηγαίνουν αυτά;

amethystos είπε...

Δές τί εκστομίζει πιό πάνω ο αντιπρόσωπος τού ησυχασμού. Η παράδοσή μας δέχεται τήν δράση τού Αγίου Πνεύματος εκτός τών ορίων τής Εκκλησίας. Εφιάλτης.

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Είναι πράγματι αληθώς εωσφορικός ο ηγέτης απ'όσο πρόλαβα να 'δω.Δεν 'ξέρουν τι κάνουν(πόσω μάλλον τι λένε).Θεωρεί τον εαυτό του,δηλαδή,Βούδδα,τον απόλυτο διαμεσολαβητή της πίστεως,ανήκει,μήπως,κι'όλας,'ς τους Πεφωτισμένους Να'ί'τες Ιππότες της Μεγάλης Λεγεώνος των Ξένων;Να 'ξέρουμε,δηλαδή,κατά πού να κάνουμε...

amethystos είπε...

Είναι Επίσκοπος καί στήν ορθοδοξία έχουν προνόμια. Καλύτερα νά γνωρίζεις καλά αυτό πού σχολιάζεις.

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

‘Μπορεί η συνοδικότης να αποτελέση το εφαλτήριο μιας νέας αρχής,σήμερα,ή κοπιάζουμε εις μάτην;Πιστεύει ‘στα σοβαρά τις πως διέπονται από θεοπνευστία(ας ‘μιλήση με ειλικρίνεια κ’ευθύτητα);Περί Επισκοποκεντρισμού έγιν’εκτενής αναφορά ως τώρα.Τι διδάγματ’αντλούμε,’σε τελική ανάλυση,από τη μοναστική-κοινοβιακή εμπειρία που μας ‘χάρισε τον αληθινό(και το μόνο)πλούτο της ανθρωπότητος;

amethystos είπε...

Νέα αρχή στήν εκκλησία δέν υφίσταται. Οπως λέγεται, ο κόσμος γιά νά έχει μέλλον πάει μπρός. Η Εκκλησία πάει πίσω.