Συνέχεια από: Τετάρτη 28 Απριλίου 2021
Ο ΝΙΤΣΕ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ (1999)
Τού HANS GEORG GADAMER.
“Έννοια” (Begriff) - γι’αυτή δεν υπάρχει καμία λέξη στην
αρχαιότητα τής Ελληνικής φιλοσοφίας. Στην μοντέρνα εποχή είναι η πρόσβαση, το
πιάσιμο (Zugriff), μία πράξη που συμπίπτει με το
αποτέλεσμα, το γερό πιάσιμο τής άγκυρας, μέσω τής οποίας αποκτάται εξουσία
(οικειοποίηση). Αυτό το έχουμε δει σωστά. Αλλά υπάρχει και μία άλλη σημασία τής
έννοιας, που γνωρίζουμε και εμείς. Εννοώ την πεμπτουσία (Inbegriff), την επιτομή. Όπως όταν λέμε ότι είναι η πεμπτουσία τής απερισκεψίας,
όταν έχουμε την εμπειρία ενός λάθους ή μίας υπεροψίας η οποία δεν θα’πρεπε να
υπολογισθεί σαν εφικτή. Άλλοι χρησιμοποιούν την λέξη πεμπτουσία, όπως ο Χέγκελ,
με μια πιο υψηλή έννοια- για την ποιο καθαρή πραγματοποίηση του ουσιώδους, στο
οποίο δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο ή απρόβλεπτο, τίποτε αφηρημένο στην μέση,
τίποτε αδύναμο. Και αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε, μαζί με τον Χέγκελ,
πεμπτουσία. (Η κυρίαρχη χρήση της έννοιας είναι η εργαλειακή χρήση, φυσικά,
ακόμη και στα μαθηματικά, παρότι τα μαθηματικά ασκούν μία δική τους ιδιαίτερη
γοητεία σαν ένα πεδίο έρευνας ιδανικό και ειδικό, και δεν επιθυμεί να παράγει
απλώς εργαλεία και όργανα για την επιστήμη της φύσης).
Επιστρέφοντας σε μας, πώς βρίσκονται
λοιπόν τα πράγματα με τον Νίτσε και την μεταφυσική; Σύμφωνα με την γαλλική
ερμηνεία μόνον λόγω τής αδυναμίας τού Χάιντεγκερ έμεινε πίσω από τον Νίτσε και
ξανάπεσε στην μεταφυσική, η οποία ρωτά πάντοτε και μόνον για το Είναι, σαν να
ήταν αυτή η θεμελιώδης ερώτηση της φιλοσοφίας. Στον Νίτσε υφίσταται ακριβώς το
αντίθετο: εκεί πρόκειται για την “χαρούμενη επιστήμη”, την γαλήνη, στην οποία
βιώνεται μία νέα υγεία και στην οποία ξεπερνιούνται πάνω απ’όλα οι πόνοι και οι
αγωνίες των μεταφυσικών θεμάτων και όλοι οι δικοί μας αυτοβασανισμοί. Είναι
ξεκάθαρο και φτάνει και σε κάθε αυτί και ακούγεται από τις εισαγωγικές σελίδες
του Riedel, ακόμη και από τα γερασμένα μου αυτιά, ότι
σ’αυτό αναπαύεται η εκπληκτική θέση τής τέχνης. Σ’αυτή πραγματοποιείται η ενότης
του δημιουργείν και καταστρέφειν, φωτισμού και συσκοτίσεως. Δεν υπάρχει πλέον η
αντίθεση ανάμεσα στην απολλώνια γαλήνη και το διονυσιακό όργιο, όπως στον νεαρό
Νίτσε, αλλά η αλήθεια είναι μόνον εκείνη η διονυσιακή ενοποίηση του φωτός με
την σκιά, του δημιουργείν με το καταστρέφειν. Αυτή η ενότης είναι λοιπόν η
πραγματική και ουσιώδης αλήθεια.
Σ’αυτό το σημείο είναι ευκαιρία να
μιλήσουμε για την σχέση ανάμεσα στο Είναι και το Φαίνεσθαι, και σε κάθε
περίπτωση για τον τρόπο με τον οποίο αναμειγνύονται στο κοσμικό παιχνίδι
σύμφωνα μ’αυτή την στροφή στην τέχνη που πραγματοποίησε η φιλοσοφία. Είναι η
ολοκλήρωση μίας αλήθειας η οποία δεν μπορεί να είναι αντικείμενο της επιστήμης.
Η επιστήμη μπορεί μόνον να υποταχθεί σ’αυτή την ολοκλήρωση ή διαφορετικά πρέπει
να περάσει δίπλα από το έργο τέχνης. Αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό
επιστημονικά στο εικονογραφικό ή ποιητικό έργο τέχνης λέγεται εικονογραφία ή
έρευνα των πηγών. Τί πράγμα αναπαρίσταται; Ποια ιστορική παράδοση βρίσκεται
πίσω; Η ακόμη : τί πράγμα γνώρισε ο καλλιτέχνης από την ύλη του, ή ποιες πηγές
χρησιμοποίησε; Αναγνώρισε αυτό ή εκείνο το μοντέλο; Αυτό είναι βεβαίως η
επιστήμη. Όταν όμως το πράγμα τελειώνει με τέτοιον τρόπο ώστε να μην
καταλαβαίνει τί πράγμα είναι ποίηση ή δεν είναι, τότε εγώ πιστεύω ότι κάναμε
κακή χρήση της επιστήμης! Όλο αυτό μπορεί να εγείρει το ενδιαφέρον τού ιστορικού ή του κοινωνιολόγου, ακόμη και αν πρόκειται για παρακμιακή τέχνη.
Τότε όλα μπορούν να φανούν χρήσιμα-όπως τα πάντα μπορούν να είναι γνώση. Αλλά
όταν πρόκειται για την τέχνη, τότε πρόκειται για κάτι άλλο, για κάτι μοναδικό,
το διάσημο Je ne sais quoi (δεν ξέρω τί), που εμείς θαυμάζουμε και το
οποίο καμία χρήσιμη γνώση και καμία ικανότητα δεν μπορεί να αντικαταστήσει.
Τότε λοιπόν έχουμε παρεξηγήσει αυτό που μπορεί να κάνει η επιστήμη και για την
ακρίβεια να μας βοηθήσει να τα βγάλουμε πέρα με κάτι ακατανόητο!
Αυτό είναι η ερμηνευτική, εκείνη η
προσπάθεια να μας βοηθήσει να βγάλουμε άκρη σ’αυτό που δεν κατανοείται, αλλά
όχι μόνον για να πούμε: αυτό τώρα το ξέρω, αλλά για να ξεπεράσουμε τα εμπόδια
και για να προχωρήσουμε μαζί, όπως ακριβώς όταν κατορθώνουμε να
παρακολουθήσουμε μία καλή εκτέλεση μουσικής. Γι’αυτό εμείς δεν πρέπει να
γνωρίζουμε ποιες ασκήσεις και ποιες ωθήσεις είχε ο συνθέτης στον νου του ή τί
πράγμα κατάλαβε ο λαός από αυτό. Όλο αυτό δεν ανήκει στην παρακολούθηση της
μουσικής. Το ίδιο ισχύει και για την ποίηση! Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Εάν
εμείς με την βοήθεια της επιστήμης κατορθώνουμε να ακούσουμε την λέξη έτσι όπως
στράφηκε προς εμάς και όπως ελέχθη, τότε μόνον “κατανοούμε” την ποίηση: στην
“αντιστοιχία”!
Έτσι για να τελειώνουμε θα ήθελα να
ερμηνεύσω ένα ποίημα του Νίτσε και να προσπαθήσω να δείξω με μερικές λέξεις πώς
η ερμηνευτική μπορεί να μας βοηθήσει να καταστήσουμε εν τέλει ομιλούσα την
λέξη! Είναι ένα διάσημο ποίημα, ένας σαφέστατος ήχος της ποιήσεως του Νίτσε και
έχει τον τίτλο Sils Maria: ένα από τα ποιο διάσημα ποιήματά του !
Υπάρχει ένα διάσημο απόφθεγμα του Stephan Georg: θα’πρεπε
να τραγουδά, όχι να μιλά, αυτή η ψυχή. Το ποίημα λέει:
“Εδώ καθόμουν, περιμένοντας,
περιμένοντας-τίποτα σίγουρο, πέραν του καλού και του κακού, του φωτός μερικές
φορές απολαμβάνοντας, μερικές φορές την σκιά, όλο το παιχνίδι, όλη την λίμνη,
το καταμεσήμερο, όλον τον χρόνο χωρίς σκοπό. Ξαφνικά, φίλη, το ένα έγινε δύο,
και ο Ζαρατούστρα πέρασε απέναντί μου!”
Μία αληθινή αινιγματική ποίηση; Εγώ
διαλογίσθηκα πολύ πάνω σ’αυτή, και πιστεύω πώς μπορώ να πω περίπου τι σημαίνει!
Εδώ έχουμε μία από εκείνες τις τυπικές δυσκολίες που μιλούσαμε. Πρέπει , αφού
την κατανοήσουμε να βρούμε το ποίημα, ακόμη πιο όμορφο, ακόμη πιο εκφραστικό.
Τί πράγμα γίνεται κατανοητό λοιπόν με “Ένα και δύο”; Λοιπόν, τί πράγμα
εικονίστηκε πριν; Ένας πλήρης συντονισμός, ο συντονισμός τής ατμόσφαιρας τής Engadina, αυτό το υπέροχο τοπίο, στο οποίο μπορούμε να
βρούμε στ’ αλήθεια κάτι όπως ο συντονισμός. Οπωσδήποτε αυτό εκφράζει ο
κεντρικός στίχος: “η όλη λίμνη, όλο το καταμεσήμερο, όλος ο χρόνος χωρίς
σκοπό”! Αλλά τί να σημαίνει η άλλη έκφραση: “Τότε ξαφνικά, φίλη, το ένα έγινε
δύο και ο Ζαρατούστρα πέρασε απέναντί μου”; Είναι ξεκάθαρο ότι δεν πρέπει να
σκεφθούμε κάτι άλλο από αυτόν τον συντονισμό, ο οποίος ξαφνικά διαταράσσεται,
αλλά “όχι” από κάτι εχθρικό, αλλά από μία παρουσία η οποία γίνεται αισθητή σαν
φίλη: σαν την ευτυχία αυτού του συντονισμού. Σ’αυτή την στιγμή ο στοχαστής
Νίτσε, γνωρίζει ότι είναι σαν τον Ζαρατούστρα, αλλά επίσης ότι δεν είναι ο
Ζαρατούστρα. Αυτό είναι κάτι που το γνώρισε ο ίδιος ο Νίτσε, ο οποίος μαρτυρά
για την ξεχωριστή του ανθρωπότητα. Ο Ζαρατούστρα περνά απέναντι του. Σ’ένα άλλο
μέρος τόνισα το γεγονός ότι στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, το τραγούδι της
αιωνίου επανάληψης τραγουδιέται από τα ζώα και όχι από τον άνθρωπο, ο οποίος
είναι ξεχωριστός.
Από τον λόγο “ένα που γίνεται
δύο” κατανοούμε πώς αυτή η ενότης του συντονισμού με το όλον και με τον εαυτό
του, είναι ταυτοχρόνως κάτι που εμείς δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε τόσο που
χωρίζει στα δύο. Αυτό είναι το αυθεντικό μήνυμα του Ζαρατούστρα ο οποίος περνά
πέραν μας: Το Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα αρχίζει επίσης με : “Έτσι άρχισε η
δύση, του Ζαρατούστρα”, σ’αυτές τις ανησυχητικές ριζοσπαστικές ιδέες της
Βούλησης για Δύναμη, η οποία φαίνεται στο έργο παντού βλέπουμε λοιπόν επί το
έργον και την προσπάθεια απομακρύνσεως από την λύτρωση σε μία κάποια φυγή από
τον χρόνο, ακόμη ίσως και πέραν του Είναι. Να δούμε και τα δύο αυτά πράγματα
και να μπορέσουμε να πούμε ναι, αυτό είναι το μήνυμα. Αυτός που γνωρίζει περνά μακριά,
με “αφήνει” πίσω του. Ακριβώς σ’αυτό πιστεύουμε ότι μπορούμε να ακούσουμε αυτό
που ο Χάιντεγκερ ο ίδιος, είχε κατά νού, και το οποίο θα μπορούσε να δείξει πιο
εύκολα στον Πλάτωνα, παρά στους εννοιολογικούς κόμπους τού "δύναμις και ενέργεια"!
ΤΕΛΟΣ.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου