Συνέχεια από Τρίτη 27 Απριλίου 2021
Cornelia de Vogel -- «Εγώ ειμι ο Ων»
Και η σημασία του για μια χριστιανική φιλοσοφία.
Ας διαβάσουμε τώρα τις σκέψεις του αγ. Αυγουστίνου για το είναι και τον Θεό.
Περιγράφοντας στο έβδομο βιβλίο των Εξομολογήσεων, 10,16 την κατάσταση της ψυχής του τον τελευταίο χρόνο πριν την προσχώρησή του στη χριστιανική πίστη, αναρωτιέται, όντας σε αμφιβολία, ο Αυγουστίνος : «Numquid nihil est veritas ?»(Αυτή δέν είναι η αλήθεια;) Διακρίνει από μακριά τον θείο λόγο Εγώ ειμί ο Ων. Δέχεται αυτή τη φωνή στην καρδιά του και δεν μπορεί πια να αμφιβάλλει: η (θεία) Αλήθεια υπάρχει και εκδηλώνεται, ως βεβαιότητα ανώτερη κι απ’ την ίδια μας την ύπαρξη, στη διάνοιά μας μέσω των δημιουργημάτων:
« Ατένισα τα πράγματα που βρίσκονται κάτω από Εσάς και είδα ότι ούτε είναι (υπάρχουν) καθ’ εαυτά, ούτε δεν υπάρχουν καθόλου· είναι ασφαλώς , διότι έλαβαν την ύπαρξή τους από Εσάς· αλλά και δεν υπάρχουν, γιατί δεν είναι αυτό που είστε Εσείς. Γιατί μόνον αυτό που διατηρείται χωρίς καμμιάν αλλαγή, είναι αληθινό: id enim vere est quod incommutabiliter manet».
Για τον άγ. Αυγουστίνο είναι η ίδια η ουσία του Θεού «αυτό που δεν μεταβάλλεται», «αυτό που παραμένει αιώνια το ίδιο». «Tu, qui solus aeternus es», λέει ( Εξομ. VII, 15,21) et qui manet in aeternum ( στο όραμα της ‘Οστιας, (;) Εξομ. IΧ, 10, 25 ). « (ο Θεός), μέσω του οποίου αντιλαμβανόμαστε κατά κάποιον τρόπο πως οτιδήποτε υπάρχει, είναι καλώς. Γιατί οτιδήποτε υπάρχει προέρχεται απ’ Αυτόν, που δεν υπάρχει μόνο «κατά κάποιον τρόπο», αλλ’ ΕΙΝΑΙ απολύτως.» Ab illo enim est qui non aliquot modo est, sed EST, EST (Εξομ.ΧΙΙΙ, 31,16 ).
« Αυτός που είναι με απέστειλε σ’ εσάς». « Ιδού ένα μεγάλο ΕΙΝΑΙ», λέει εξηγώντας τον ψαλμό 101 ο άγ. Αυγουστίνος. Τί είναι ο άνθρωπος σε σύγκριση μ’ αυτό ; Τί είναι ο άνθρωπος, τί μπορεί τελικά να είναι συγκρινόμενος μ’ αυτό το τόσο μεγάλο ΕΙΝΑΙ ; Ποιος μπορεί να κατανοήσει αυτό το ΕΙΝΑΙ και ποιος μπορεί να συμμετάσχει σ’ αυτό ; Ποιος μπορεί να το επιθυμήσει και ποιος μπορεί να θεωρήσει ότι βρίσκεται εκεί ; - Μη χάνεις την ελπίδα σου ανθρώπινη αδυναμία ! « Είμαι ο Θεός του Αβραάμ », λέει, « ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ. Ακούσατε αυτό που ο ίδιος είμαι· ακούστε τώρα αυτό που είμαι για σας. Είναι αυτή η Αιωνιότητα που σας κάλεσε κι αυτή ανέδειξε απ’ την αιωνιότητα τον Λόγο.»
Και στον ψαλμό 134 : « Γιατί συγκρινόμενα κατ’ αυτόν τον τρόπο τα δημιουργήματα μ’ Αυτόν, δεν υπάρχουν. Υπάρχουν αν δεν τα συγκρίνουμε μ’ Αυτόν, γιατί προέρχονται απ’ Αυτόν. Αλλά συγκρινόμενα μ’ Αυτόν, δεν υπάρχουν. Γιατί υπάρχει αμετάβλητο το πραγματικό Είναι, κι αυτό είναι μόνον Αυτός. »
Και συνεχίζει ως εξής, μερικές σελίδες παρακάτω : « Αυτός που είναι με απέστειλε σ’ εσάς. Επειδή δεν μπορούσαν να αντιληφθούν οι άνθρωποι τί έλεγε, το μετρίασε και το περιόρισε προσθέτοντας : ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ. Το « Εγώ ειμί ο Ων » αφορά σ’ εμένα, « ο θεός του Αβραάμ » κλπ.. σ’ εσάς. Αν δεν μπορείτε να αντιληφθείτε λοιπόν αυτό που είμαι για Εμένα τον ίδιο, ας καταλάβετε αυτό που είμαι για σας ».
Κήρυγμα (1) VI 3 : « Αυτός που είναι με απέστειλε σ’ εσάς. ΕΙΝΑΙ, είναι το όνομά μου, γιατί υπάρχω αιώνια ( όπως είμαι), γιατί δεν μπορώ να μεταβληθώ. Γιατί αυτό που μεταβάλλεται, δεν είναι, επειδή δεν παραμένει ( αυτό που είναι) ».
Κήρυγμα VII 7 : Είναι, είναι το όνομα του αμετάβλητου. Γιατί κάθε τι που μεταβάλλεται παύει να είναι αυτό που ήταν και αρχίζει να είναι αυτό που δεν ήταν. Είναι, είναι το όνομα της Αιωνιότητας. Αλλά βλέπει ότι αυτό είναι μακριά απ’ τους ανθρώπους ο Θεός ( multum videt hoc distare ab hominibus). Προσθέτει έτσι από φιλευσπλαχνία : ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ. Γιατί δεν επιθυμεί να βρίσκεται, παραμένοντας το ίδιο το Είναι, μακριά απ’ τους ανθρώπους. Και βρίσκεται έτσι κοντά σε καθέναν από εμάς.
Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο συναντά ο άγ. Αυγουστίνος ξανά τη φράση του κειμένου της Εξόδου ΙΙΙ. Λέει ο Χριστός : « Άν δεν πιστεύσετε ότι Εγώ ειμί, θα πεθάνετε μέσα στα κρίματα σας ». Quia ego sum – quid ? Nihil addidit, όπως ακριβώς και στην Εξοδο ΙΙΙ. Δεν είπε « Είμαι ο Θεός » ή « Είμαι ο Δημιουργός του κόσμου » ή « ο Λυτρωτής αυτού του λαού ».Είπε μόνον ο Ων.
Ποιός μπορούσε επομένως να τον αντιληφθεί ; Άν μπορούσε ο Μωυσής, αυτοί στους οποίους απεστάλη δεν θα μπορούσαν. Γι’ αυτό διαφοροποίησε ο Κύριος τον τρόπο έκφρασης αυτών των λέξεων, που δεν θα μπορούσαν να αντιληφθούν, και χρησιμοποίησε άλλες, περισσότερο κατανοητές : Είμαι ο Θεός του Αβραάμ, κλπ.
« Κι εμείς; » αναρωτιέται ο άγ. Αυγουστίνος. Μπορούμε να ρωτήσουμε Αυτόν τον ίδιο. Γιατί είναι παρών. « Κύριε, Θεέ μας, τί σημαίνει αυτό που είπατε : « Άν δεν πιστεύσετε ότι Είμαι ; Γιατί τί δεν υπάρχει τελικά απ’ τα δημιουργήματά
Σας ; Μήπως δεν υπάρχει ο ουρανός ή η γή ή οτιδήποτε βρίσκεται πάνω σ’ αυτήν ; Γιατί κρατήσατε, αν υπάρχουν όλα αυτά τα πράγματα, το είναι σαν κάτι ιδιαίτερα δικό Σας ; Οι άνθρωποι στους οποίους μιλήσατε , ήταν ψαράδες. Ήταν κι αυτοί λοιπόν επίσης! ».
Διαλογιζόμενος πάνω στο είναι των πραγμάτων, απαντά στον εαυτό του ο άγ Αυγουστίνος : Ό,τι μεταβάλλεται δεν είναι, με την καθαρή έννοια του λόγου. Είναι δηλαδή επίσης ένα μη-είναι. Κι όπου υπάρχει το μη-είναι, απουσιάζει το καθ’ αυτό είναι. Γιατί ό,τι έχει μεταβληθεί, δεν είναι πια αυτό που ήταν. Αυτό που υπήρξε, έχει πεθάνει : το μαύρο χρώμα στο κεφάλι του γέρου, η ομορφιά κι η δύναμη στο σώμα του, το βάδισμα σ’ αυτόν που κάθεται, η στάση του καθήμενου σ’ αυτόν που βαδίζει, κοκ.
« O veritas que vere es ! », αναφωνεί ο άγ. Αυγουστίνος. « Υπάρχει μόνο το παρόν αληθινά σ’ Εσάς, κι όχι το παρελθόν ή το μέλλον. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο απ’ τα πράγματα που μεταβάλλονται : αυτό που είπα εγώ, δεν υπάρχει πια, αυτό που θα πω, δεν υπάρχει ακόμα ».
« Ιδού λοιπόν τί εννοεί με τις φράσεις «Εγώ ειμί ο Ων» κι «Άν δεν πιστεύσετε ότι Εγώ είμαι : ότι είμαι ο ΘΕΟΣ » ο Θεός. Δεν μπορείτε να το αντιληφθείτε - αλλά πρέπει να το πιστεύσετε. Κι έτσι θα σας σώσει η πίστη ».
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ακόμη, ένα απόσπασμα απ’ το έργο De Trinitate (36), αλλά τα προαναφερθέντα κείμενα μας επιτρέπουν να καταλήξουμε ήδη σε συμπεράσματα. Είναι προφανές ότι οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων συνάντησαν στην Έξοδο ΙΙΙ 14 την ιδέα του απόλυτου είναι που γνώριζαν ήδη από την αρχαία φιλοσοφία. Ο άγ. Αυγουστίνος αντιλήφθηκε οπωσδήποτε τον φιλοσοφικό χαρακτήρα αυτής της άποψης, που υπερβαίνει όχι μόνο την αντίληψη των απλών ανθρώπων αλλά και την καθ’ αυτό αντίληψη της ανθρωπότητας. Η ιδέα του Θεού ως το απόλυτο Είναι εκφράζει ωστόσο σ’ αυτήν την περίπτωση « τον Θεό των φιλοσόφων ». Το σημαντικό για μας είναι, ότι ο άγ. Αυγουστίνος ανακάλυψε πως η απόσταση – ή καλύτερα η άβυσσος – που διακρίνει « τον Θεό των φιλοσόφων » από « τον Θεό των χριστιανών » εκμηδενίζεται, κατά το δυνατόν, απ’ τους λόγους του Ίδιου του Θεού : Αυτός που αποκαλύπτεται κατ’ αρχήν ως το Είναι, εμφανίζεται ( φανερώνεται ) στη συνέχεια με τη μορφή Εκείνου που εισέρχεται στην ιστορία· που ασχολείται προσωπικά με τους ανθρώπους και είναι κοντά ( πλησίον ) σε καθέναν απ’ αυτούς. Δεν συμπεριφέρεται επομένως, κατά τον άγ. Αυγουστίνο, ως πιστός και δεν είναι βιβλική ούτε χριστιανική η προσπάθεια εκείνου που επιθυμεί να διακρίνει « τον Θεό των φιλοσόφων » απ’ « τον Θεό των χριστιανών ». Το να πιστεύει κανείς – όπως μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι – ότι είναι άλλος « ο θεός των φιλοσόφων » απ΄αυτόν που εισήλθε στην ιστορία, είναι απλώς ένα σφάλμα. Δεν υπάρχει παρά ένας μόνο Θεός. Κι Αυτός γνωρίσθηκε ( εγνώσθη ) πρώτα απ’ τον λαό του ως ο Ων, και στη συνέχεια ως ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ.
Η διαπίστωση αυτή έχει τεράστια σημασία. Γιατί αυτό που αποδεικνύεται, συνοψίζοντας, εδώ, είναι ότι για τους χριστιανούς της Αρχαιότητας και μετά γι’ αυτούς του Μεσαίωνα, για κάποιον σαν το άγ. Αυγουστίνο ή τον άγ. Θωμά ή και τον Jean Duns Scot, η φιλοσοφική έννοια του απόλυτου Είναι, σαν έκφραση της ουσίας του, αναγνωρίζεται και επιβεβαιώνεται κατά τον δυνατόν αληθέστερο τρόπο απ’ τον Ίδιον τον Θεό. Έχει δίκιο να διακηρύσσει, υπ’ αυτήν την έννοια, ο M. Gilson, ότι το κείμενο της Εξόδου έχει θεμελιώδη σημασία για τη χριστιανική φιλοσοφία. Και τολμώ να προσθέσω : όχι μόνο γι’ αυτούς που υπήρξαν σε περασμένους αιώνες. Η γεφύρωση της αβύσσου ανάμεσα στον Θεό των φιλοσόφων και τον Θεό των χριστιανών απ’ το κείμενο της Εξόδου, δεν αφορά μόνο στους χριστιανούς της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Αν ήταν αλήθεια αυτό, θα έπρεπε να ομολογήσουμε ότι επρόκειτο για μια φανταστική γέφυρα, ότι δηλαδή οι χριστιανοί των περασμένων αιώνων έσφαλαν στην πραγματικότητα ως προς την έννοια αυτού του κειμένου. Κι ίσως να μη μπορούμε να το αποκλείσουμε αυτό εξ ορισμού. Κι ούτε μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι έχουμε αποδείξει απόλυτα την αξιοπιστία αυτής της γέφυρας. Όσοι δεν εμπιστεύονται την ανθρώπινη σκέψη, θα κλίνουν συνήθως προς «αυτό που είναι ο Θεός για μας », και θα αρνούνται τη δυνατότητα ν’ αντιληφθούν οτιδήποτε απ’ « αυτό που Αυτός ο ‘Ιδιος είναι ». Αλλά σ’ αυτούς που διαθέτουν κάποιο φιλοσοφικό πνεύμα, οι συλλογισμοί του αγ. Αυγουστίνου σχετικά με το απόλυτο Είναι και το κείμενο της Εξόδου θα προσφέρουν πάντοτε ένα δίδαγμα. Ανεξάρτητα απ’ το αν διδάχθηκαν οι Χριστιανοί της Αρχαιότητας την έννοια του Θεού ως το απόλυτο Είναι μέσα απ’ το κεφ. 3 της Εξόδου, θα ανακαλύψουν ότι η ομοιότητα του Θεού ως Είναι με Αυτόν που αποκαλύπτεται μέσα στην ιστορία, έχει πράγματι διαφωτισθεί επαρκώς.
Θα ανακαλύψουν ακόμη ότι η μεθοδολογία της φιλοσοφίας του αγ. Θωμά δικαιώνεται, όσο ριψοκίνδυνη κι αν είναι, κατ’ αρχήν κι αυτή επίσης. Ο άγ. Θωμάς προϋποθέτει κατά κάποιον τρόπο την εγκυρότητα της γεφύρωσης στο κεφ. 3 της Εξόδου. « Ο θεός των φιλοσόφων » δεν είναι γι’ αυτόν κατά κανέναν τρόπο αμφισβητήσιμος ή απόκρυφος ο ίδιος. Στις φιλοσοφικές του σκέψεις σχετικά με το είναι και την ουσία του Θεού δέχεται, αντίθετα, σε μεγάλο βαθμό τα φώτα της ελληνικής σκέψης. Τολμώ να υποθέσω, ότι όσοι από μας έχουν διαμορφώσει το πνεύμα τους μέσα απ’ την ελληνική σκέψη, την αποκαλούμενη (και δίκαια) κλασσική, και κυριαρχούνται (καθοδηγούνται) ταυτόχρονα απ’ τη χριστιανική πίστη, θα ανακαλύψουν εκεί ένα βάθος αλήθειας.
Ας επιστρέψουμε, ολοκληρώνοντας, στον ορισμό της χριστιανικής φιλοσοφίας. Υποστήριξα ότι ο χριστιανός φιλόσοφος διακρίνεται απ’ τους υπόλοιπους με την αρχική του πίστη. Μήπως όμως αυτό σημαίνει ότι αποδεχόμαστε τον ορισμό που πρότεινε ο M. Gilson, σύμφωνα με τον οποίον η χριστιανική φιλοσοφία θεωρεί τη χριστιανική αποκάλυψη απαραίτητο βοήθημα της λογικής ; - Όχι. Ο άγ. Θωμάς, για παράδειγμα, που υπήρξε ασφαλώς χριστιανός φιλόσοφος, δεν θα αποδεχόταν κατά κανέναν τρόπο την αποκάλυψη ως απαραίτητο βοήθημα της φιλοσοφίας. Πιστεύω ότι ο ορισμός που πρότεινα είναι ευρύτερος και πιο ακριβής. Θα μπορούσαμε να διορθώσουμε αυτόν του M. Gilson, διαγράφοντας τη λέξη « απαραίτητο ».
Κορνέλια ντε Φόγκελ
(1) Ένα αρκετά επίμονο λάθος ορισμένων θωμιστών είναι το να πιστεύουν, όπως φαίνεται, πως ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που «απέδειξε» την ύπαρξη του Θεού. Όπως κι ο R.P.Robbers, S.J., σ’ ένα αρκετά πρόσφατο βιβλίο (1959), με τον τίτλο: «Φιλοσοφικές συλλήψεις ελληνικής καταγωγής στη χριστιανική σκέψη» (στα ολλανδικά). Ο συγγραφέας πιστεύει – αδίκως – πως ο Πλάτων δεν έδωσε σαφή επιχειρήματα για ν’ αποδείξη την ύπαρξη του Θεού. Δεν αγνοεί μόνον τις επικαλούμενες από τον Πλάτωνα αποδείξεις στο 10ο βιβλίο των «Νόμων»: παρέλειψε επίσης να παρατηρήση ότι, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα στα «Απομνημονεύματα» Ι, 4, ο Σωκράτης είναι που έδωσε την απόδειξη, με τη θεολογία μέσα στη φύση (τη φυσική θεολογία…), γεγονός που επιβεβαιώνεται από τον Πλάτων, στον «Φαίδωνα», 96a κ.ε.
(2) «Εννεάδες» VI 8, 22, 1. 1-15. Δες επίσης «Εννεάδες» VI 9, 5, 1. 24-46: Η πρώτη αρχή ονομάζεται Ένα (Έν), όχι όμως με την έννοια ενός κατηγορήματος. Πρβλ. τον άγιο Θωμά (Ακινάτη…) στην αγ. θ. Ι 40, a. 1, ad 1 m: Quia vero divina simplicitas excludit compositionem subjecti et accidentis, sequitur quod quidquid attribuitor Dei, est eius essentia.
(3) Πλούταρχος, «De E ap. Delphos», c. 19.
(4) “Interminabilis vitae tota simul et perfecta possessio”.
(7) S. th. qu. 45, a. 3, resp., ad 1: “Creatio active significata significant actionem divinam, quae est eius essential, cum relatione ad creaturam. Sed relatio in Deo ad creaturam non est realis, sed secundum rationem tantum; relatio vero creaturae ad Deum est relation realis”.
(8) S. th. I, qu. 47, a. 1.
(9) Και ο Πλωτίνος επίσης δηλώνει ότι η πρώτη Αρχή είναι «το αγαθό» εν σχέσει προς άλλα πράγματα που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν («Εννεάδες» VI 9, 6, 1. 40-42). Όταν όμως δοκιμάζη να εξηγήση το «πώς εμφανίστηκε η πρώτη Εικόνα που παρουσιάστηκε», μας διαβεβαιώνει ότι, αν κάτι έρχεται μετά απ’ Αυτήν, αυτό δεν μπορεί να εκπληρώνεται παρά μόνο εάν η Πρώτη Αρχή παραμείνει αιωνίως στραμμένη προς τον Εαυτό της («επιστραφέντος αεί εκείνου προς αυτό» - «Εννεάδες» V, 1, 6, 1. 14-19).
(10) «Εννεάδες» Ι 8, 1, 1. 1-9· επίσ. IV 4. 39, 1. 18-28.
(11) Βλ. το κείμενο του Ερμοδώρου στον Σιμπλίκιο, «Φυσ.» 247, 30-248, 15, και το παρόμοιο στον Σέξτο Εμπειρ., «Μαθημ. Διαφ.» Χ 363-375 (στο βιβλίο μου «Ελληνική φιλοσ.», στον αρ. 371). Η αρχή του «απείρου» περιγράφεται σ’ αυτό το χωρίο ως ένα «ούκ όν» που δεν συμμετέχει σε καμμιά μορφή.
(12) Αν ονομάζη κανείς «δυαδική» μια φιλοσοφία που δέχεται δυό αυτόνομες, μη μετατρεπόμενες η μια στην άλλη αρχές ως έσχατες αρχές τού Είναι, υπάρχει, όπως φαίνεται, στον Πλάτωνα ένα λίγο-πολύ αδύναμο ίχνος (αποτύπωμα…) του δυαδισμού. Γι’ αυτό δεν είχε διόλου η αρχή του «απείρου» όπως τη βρίσκει κανείς στον Πλάτωνα μια θετική και διασωστική πραγματικότητα, αλλά πολύ περισσότερο μιαν ορισμένη ιδέα, αντανάκλαση της σκέψης στα όριά της. Εκείνοι που ερμήνευσαν, απ’ τον Πλούταρχο μέχρι τους σύγχρονους καιρούς, τον Πλάτωνα ως δυαδιστή, έκαναν πάντα το λάθος να ο υ σ ι α σ τ ι κ ο π ο ι ή σ ο υ ν ούτως ειπείν μιαν αφηρημένη ιδέα που ήταν ένα ομολογημένο «ο ύ κ ό ν».
(13) Θεόφιλος, «Προς Αυτόλυκον» ΙΙ, 4.
(14) Σύμφωνα με την έκφραση των συγγραφέων τους: «όπως μια αρχή τ η ς ί δ ι α ς η λ ι κ ί α ς με τον Θεό».
(15) Άγ. Αυγουστίνος, “De Libero arbitrio II”
(16) Πρέπει να επαναλάβω εδώ τα ίδια σχεδόν χωρία των Ελλήνων και Λατίνων Πατέρων που ανέφερα και μετέφρασα στη μελέτη μου “Antike Seinsphilosophie und Christentum im Wandel der Jahrhunderte” («Αρχαία φιλοσοφία του Είναι και χριστιανισμός στο πέρασμα των αιώνων»), στο Festshrift Lortz, 1958, σ. 528 κ.ε. Τα σχολίασα όμως από μια λίγο διαφορετική οπτική γωνία.
(17) Έξοδ. ΙΙΙ 14.
(18) Δευτ. VI 4.
(19) Γέν. 17, 1.
(20) «την απλήν και μακαρίαν και ακατάληπτον του όντος ουσίαν νοούμεν».
(21) Χιλάριος, “De Trinitate” I, 5.
(22) Or. 30, c. 18 – P. Gr. vol. 36.
(23) Δευτ. IV, 24.
(24) Πλούταρχος, “De E apud Delphos” , μετάφρ. (στα γαλλικά…) R. Flaceliére, Paris 1941, cc. 17-20.
(25) Φίλων, “Quod Deus ist immutabilis” 22 : «Τί γαρ αν ασέβημα μείζον γένοιτο τού υπολαμβάνειν τον άτρεπτον τρέπεσθαι;».
(26) Αυτόθι. 32.
(27) Μάξιμος Τύριος, έκδ. Hobein, ΧΙ 5 a-b, 8 h-l
(28) Αυτόθι. 9 c-d, 11 b-d.
(29) De Platone, I, 11.
(30) Enarratio in ps. CI, sermo II, 10. Ed. bénédictine, Paris 1836, vol. IV, 1580 A.
(31) Αυτόθι, 2130 Α.
(32) Αυτόθι, 2132 Α.
(33) Ed. bénédict., V 55 D, 59 D.
(34) Αυτόθι, V 55 D, 59 D.
(35) “In Joannis Ev. tractatus” 38, 8-10. Ed. bénéd., III, 2073 A.
(36) “De Trin.” VII, 5.
Αμέθυστος
Περιγράφοντας στο έβδομο βιβλίο των Εξομολογήσεων, 10,16 την κατάσταση της ψυχής του τον τελευταίο χρόνο πριν την προσχώρησή του στη χριστιανική πίστη, αναρωτιέται, όντας σε αμφιβολία, ο Αυγουστίνος : «Numquid nihil est veritas ?»(Αυτή δέν είναι η αλήθεια;) Διακρίνει από μακριά τον θείο λόγο Εγώ ειμί ο Ων. Δέχεται αυτή τη φωνή στην καρδιά του και δεν μπορεί πια να αμφιβάλλει: η (θεία) Αλήθεια υπάρχει και εκδηλώνεται, ως βεβαιότητα ανώτερη κι απ’ την ίδια μας την ύπαρξη, στη διάνοιά μας μέσω των δημιουργημάτων:
« Ατένισα τα πράγματα που βρίσκονται κάτω από Εσάς και είδα ότι ούτε είναι (υπάρχουν) καθ’ εαυτά, ούτε δεν υπάρχουν καθόλου· είναι ασφαλώς , διότι έλαβαν την ύπαρξή τους από Εσάς· αλλά και δεν υπάρχουν, γιατί δεν είναι αυτό που είστε Εσείς. Γιατί μόνον αυτό που διατηρείται χωρίς καμμιάν αλλαγή, είναι αληθινό: id enim vere est quod incommutabiliter manet».
Για τον άγ. Αυγουστίνο είναι η ίδια η ουσία του Θεού «αυτό που δεν μεταβάλλεται», «αυτό που παραμένει αιώνια το ίδιο». «Tu, qui solus aeternus es», λέει ( Εξομ. VII, 15,21) et qui manet in aeternum ( στο όραμα της ‘Οστιας, (;) Εξομ. IΧ, 10, 25 ). « (ο Θεός), μέσω του οποίου αντιλαμβανόμαστε κατά κάποιον τρόπο πως οτιδήποτε υπάρχει, είναι καλώς. Γιατί οτιδήποτε υπάρχει προέρχεται απ’ Αυτόν, που δεν υπάρχει μόνο «κατά κάποιον τρόπο», αλλ’ ΕΙΝΑΙ απολύτως.» Ab illo enim est qui non aliquot modo est, sed EST, EST (Εξομ.ΧΙΙΙ, 31,16 ).
« Αυτός που είναι με απέστειλε σ’ εσάς». « Ιδού ένα μεγάλο ΕΙΝΑΙ», λέει εξηγώντας τον ψαλμό 101 ο άγ. Αυγουστίνος. Τί είναι ο άνθρωπος σε σύγκριση μ’ αυτό ; Τί είναι ο άνθρωπος, τί μπορεί τελικά να είναι συγκρινόμενος μ’ αυτό το τόσο μεγάλο ΕΙΝΑΙ ; Ποιος μπορεί να κατανοήσει αυτό το ΕΙΝΑΙ και ποιος μπορεί να συμμετάσχει σ’ αυτό ; Ποιος μπορεί να το επιθυμήσει και ποιος μπορεί να θεωρήσει ότι βρίσκεται εκεί ; - Μη χάνεις την ελπίδα σου ανθρώπινη αδυναμία ! « Είμαι ο Θεός του Αβραάμ », λέει, « ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ. Ακούσατε αυτό που ο ίδιος είμαι· ακούστε τώρα αυτό που είμαι για σας. Είναι αυτή η Αιωνιότητα που σας κάλεσε κι αυτή ανέδειξε απ’ την αιωνιότητα τον Λόγο.»
Και στον ψαλμό 134 : « Γιατί συγκρινόμενα κατ’ αυτόν τον τρόπο τα δημιουργήματα μ’ Αυτόν, δεν υπάρχουν. Υπάρχουν αν δεν τα συγκρίνουμε μ’ Αυτόν, γιατί προέρχονται απ’ Αυτόν. Αλλά συγκρινόμενα μ’ Αυτόν, δεν υπάρχουν. Γιατί υπάρχει αμετάβλητο το πραγματικό Είναι, κι αυτό είναι μόνον Αυτός. »
Και συνεχίζει ως εξής, μερικές σελίδες παρακάτω : « Αυτός που είναι με απέστειλε σ’ εσάς. Επειδή δεν μπορούσαν να αντιληφθούν οι άνθρωποι τί έλεγε, το μετρίασε και το περιόρισε προσθέτοντας : ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ. Το « Εγώ ειμί ο Ων » αφορά σ’ εμένα, « ο θεός του Αβραάμ » κλπ.. σ’ εσάς. Αν δεν μπορείτε να αντιληφθείτε λοιπόν αυτό που είμαι για Εμένα τον ίδιο, ας καταλάβετε αυτό που είμαι για σας ».
Κήρυγμα (1) VI 3 : « Αυτός που είναι με απέστειλε σ’ εσάς. ΕΙΝΑΙ, είναι το όνομά μου, γιατί υπάρχω αιώνια ( όπως είμαι), γιατί δεν μπορώ να μεταβληθώ. Γιατί αυτό που μεταβάλλεται, δεν είναι, επειδή δεν παραμένει ( αυτό που είναι) ».
Κήρυγμα VII 7 : Είναι, είναι το όνομα του αμετάβλητου. Γιατί κάθε τι που μεταβάλλεται παύει να είναι αυτό που ήταν και αρχίζει να είναι αυτό που δεν ήταν. Είναι, είναι το όνομα της Αιωνιότητας. Αλλά βλέπει ότι αυτό είναι μακριά απ’ τους ανθρώπους ο Θεός ( multum videt hoc distare ab hominibus). Προσθέτει έτσι από φιλευσπλαχνία : ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ. Γιατί δεν επιθυμεί να βρίσκεται, παραμένοντας το ίδιο το Είναι, μακριά απ’ τους ανθρώπους. Και βρίσκεται έτσι κοντά σε καθέναν από εμάς.
Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο συναντά ο άγ. Αυγουστίνος ξανά τη φράση του κειμένου της Εξόδου ΙΙΙ. Λέει ο Χριστός : « Άν δεν πιστεύσετε ότι Εγώ ειμί, θα πεθάνετε μέσα στα κρίματα σας ». Quia ego sum – quid ? Nihil addidit, όπως ακριβώς και στην Εξοδο ΙΙΙ. Δεν είπε « Είμαι ο Θεός » ή « Είμαι ο Δημιουργός του κόσμου » ή « ο Λυτρωτής αυτού του λαού ».Είπε μόνον ο Ων.
Ποιός μπορούσε επομένως να τον αντιληφθεί ; Άν μπορούσε ο Μωυσής, αυτοί στους οποίους απεστάλη δεν θα μπορούσαν. Γι’ αυτό διαφοροποίησε ο Κύριος τον τρόπο έκφρασης αυτών των λέξεων, που δεν θα μπορούσαν να αντιληφθούν, και χρησιμοποίησε άλλες, περισσότερο κατανοητές : Είμαι ο Θεός του Αβραάμ, κλπ.
« Κι εμείς; » αναρωτιέται ο άγ. Αυγουστίνος. Μπορούμε να ρωτήσουμε Αυτόν τον ίδιο. Γιατί είναι παρών. « Κύριε, Θεέ μας, τί σημαίνει αυτό που είπατε : « Άν δεν πιστεύσετε ότι Είμαι ; Γιατί τί δεν υπάρχει τελικά απ’ τα δημιουργήματά
Σας ; Μήπως δεν υπάρχει ο ουρανός ή η γή ή οτιδήποτε βρίσκεται πάνω σ’ αυτήν ; Γιατί κρατήσατε, αν υπάρχουν όλα αυτά τα πράγματα, το είναι σαν κάτι ιδιαίτερα δικό Σας ; Οι άνθρωποι στους οποίους μιλήσατε , ήταν ψαράδες. Ήταν κι αυτοί λοιπόν επίσης! ».
Διαλογιζόμενος πάνω στο είναι των πραγμάτων, απαντά στον εαυτό του ο άγ Αυγουστίνος : Ό,τι μεταβάλλεται δεν είναι, με την καθαρή έννοια του λόγου. Είναι δηλαδή επίσης ένα μη-είναι. Κι όπου υπάρχει το μη-είναι, απουσιάζει το καθ’ αυτό είναι. Γιατί ό,τι έχει μεταβληθεί, δεν είναι πια αυτό που ήταν. Αυτό που υπήρξε, έχει πεθάνει : το μαύρο χρώμα στο κεφάλι του γέρου, η ομορφιά κι η δύναμη στο σώμα του, το βάδισμα σ’ αυτόν που κάθεται, η στάση του καθήμενου σ’ αυτόν που βαδίζει, κοκ.
« O veritas que vere es ! », αναφωνεί ο άγ. Αυγουστίνος. « Υπάρχει μόνο το παρόν αληθινά σ’ Εσάς, κι όχι το παρελθόν ή το μέλλον. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο απ’ τα πράγματα που μεταβάλλονται : αυτό που είπα εγώ, δεν υπάρχει πια, αυτό που θα πω, δεν υπάρχει ακόμα ».
« Ιδού λοιπόν τί εννοεί με τις φράσεις «Εγώ ειμί ο Ων» κι «Άν δεν πιστεύσετε ότι Εγώ είμαι : ότι είμαι ο ΘΕΟΣ » ο Θεός. Δεν μπορείτε να το αντιληφθείτε - αλλά πρέπει να το πιστεύσετε. Κι έτσι θα σας σώσει η πίστη ».
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ακόμη, ένα απόσπασμα απ’ το έργο De Trinitate (36), αλλά τα προαναφερθέντα κείμενα μας επιτρέπουν να καταλήξουμε ήδη σε συμπεράσματα. Είναι προφανές ότι οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων συνάντησαν στην Έξοδο ΙΙΙ 14 την ιδέα του απόλυτου είναι που γνώριζαν ήδη από την αρχαία φιλοσοφία. Ο άγ. Αυγουστίνος αντιλήφθηκε οπωσδήποτε τον φιλοσοφικό χαρακτήρα αυτής της άποψης, που υπερβαίνει όχι μόνο την αντίληψη των απλών ανθρώπων αλλά και την καθ’ αυτό αντίληψη της ανθρωπότητας. Η ιδέα του Θεού ως το απόλυτο Είναι εκφράζει ωστόσο σ’ αυτήν την περίπτωση « τον Θεό των φιλοσόφων ». Το σημαντικό για μας είναι, ότι ο άγ. Αυγουστίνος ανακάλυψε πως η απόσταση – ή καλύτερα η άβυσσος – που διακρίνει « τον Θεό των φιλοσόφων » από « τον Θεό των χριστιανών » εκμηδενίζεται, κατά το δυνατόν, απ’ τους λόγους του Ίδιου του Θεού : Αυτός που αποκαλύπτεται κατ’ αρχήν ως το Είναι, εμφανίζεται ( φανερώνεται ) στη συνέχεια με τη μορφή Εκείνου που εισέρχεται στην ιστορία· που ασχολείται προσωπικά με τους ανθρώπους και είναι κοντά ( πλησίον ) σε καθέναν απ’ αυτούς. Δεν συμπεριφέρεται επομένως, κατά τον άγ. Αυγουστίνο, ως πιστός και δεν είναι βιβλική ούτε χριστιανική η προσπάθεια εκείνου που επιθυμεί να διακρίνει « τον Θεό των φιλοσόφων » απ’ « τον Θεό των χριστιανών ». Το να πιστεύει κανείς – όπως μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι – ότι είναι άλλος « ο θεός των φιλοσόφων » απ΄αυτόν που εισήλθε στην ιστορία, είναι απλώς ένα σφάλμα. Δεν υπάρχει παρά ένας μόνο Θεός. Κι Αυτός γνωρίσθηκε ( εγνώσθη ) πρώτα απ’ τον λαό του ως ο Ων, και στη συνέχεια ως ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ.
Η διαπίστωση αυτή έχει τεράστια σημασία. Γιατί αυτό που αποδεικνύεται, συνοψίζοντας, εδώ, είναι ότι για τους χριστιανούς της Αρχαιότητας και μετά γι’ αυτούς του Μεσαίωνα, για κάποιον σαν το άγ. Αυγουστίνο ή τον άγ. Θωμά ή και τον Jean Duns Scot, η φιλοσοφική έννοια του απόλυτου Είναι, σαν έκφραση της ουσίας του, αναγνωρίζεται και επιβεβαιώνεται κατά τον δυνατόν αληθέστερο τρόπο απ’ τον Ίδιον τον Θεό. Έχει δίκιο να διακηρύσσει, υπ’ αυτήν την έννοια, ο M. Gilson, ότι το κείμενο της Εξόδου έχει θεμελιώδη σημασία για τη χριστιανική φιλοσοφία. Και τολμώ να προσθέσω : όχι μόνο γι’ αυτούς που υπήρξαν σε περασμένους αιώνες. Η γεφύρωση της αβύσσου ανάμεσα στον Θεό των φιλοσόφων και τον Θεό των χριστιανών απ’ το κείμενο της Εξόδου, δεν αφορά μόνο στους χριστιανούς της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Αν ήταν αλήθεια αυτό, θα έπρεπε να ομολογήσουμε ότι επρόκειτο για μια φανταστική γέφυρα, ότι δηλαδή οι χριστιανοί των περασμένων αιώνων έσφαλαν στην πραγματικότητα ως προς την έννοια αυτού του κειμένου. Κι ίσως να μη μπορούμε να το αποκλείσουμε αυτό εξ ορισμού. Κι ούτε μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι έχουμε αποδείξει απόλυτα την αξιοπιστία αυτής της γέφυρας. Όσοι δεν εμπιστεύονται την ανθρώπινη σκέψη, θα κλίνουν συνήθως προς «αυτό που είναι ο Θεός για μας », και θα αρνούνται τη δυνατότητα ν’ αντιληφθούν οτιδήποτε απ’ « αυτό που Αυτός ο ‘Ιδιος είναι ». Αλλά σ’ αυτούς που διαθέτουν κάποιο φιλοσοφικό πνεύμα, οι συλλογισμοί του αγ. Αυγουστίνου σχετικά με το απόλυτο Είναι και το κείμενο της Εξόδου θα προσφέρουν πάντοτε ένα δίδαγμα. Ανεξάρτητα απ’ το αν διδάχθηκαν οι Χριστιανοί της Αρχαιότητας την έννοια του Θεού ως το απόλυτο Είναι μέσα απ’ το κεφ. 3 της Εξόδου, θα ανακαλύψουν ότι η ομοιότητα του Θεού ως Είναι με Αυτόν που αποκαλύπτεται μέσα στην ιστορία, έχει πράγματι διαφωτισθεί επαρκώς.
Θα ανακαλύψουν ακόμη ότι η μεθοδολογία της φιλοσοφίας του αγ. Θωμά δικαιώνεται, όσο ριψοκίνδυνη κι αν είναι, κατ’ αρχήν κι αυτή επίσης. Ο άγ. Θωμάς προϋποθέτει κατά κάποιον τρόπο την εγκυρότητα της γεφύρωσης στο κεφ. 3 της Εξόδου. « Ο θεός των φιλοσόφων » δεν είναι γι’ αυτόν κατά κανέναν τρόπο αμφισβητήσιμος ή απόκρυφος ο ίδιος. Στις φιλοσοφικές του σκέψεις σχετικά με το είναι και την ουσία του Θεού δέχεται, αντίθετα, σε μεγάλο βαθμό τα φώτα της ελληνικής σκέψης. Τολμώ να υποθέσω, ότι όσοι από μας έχουν διαμορφώσει το πνεύμα τους μέσα απ’ την ελληνική σκέψη, την αποκαλούμενη (και δίκαια) κλασσική, και κυριαρχούνται (καθοδηγούνται) ταυτόχρονα απ’ τη χριστιανική πίστη, θα ανακαλύψουν εκεί ένα βάθος αλήθειας.
Ας επιστρέψουμε, ολοκληρώνοντας, στον ορισμό της χριστιανικής φιλοσοφίας. Υποστήριξα ότι ο χριστιανός φιλόσοφος διακρίνεται απ’ τους υπόλοιπους με την αρχική του πίστη. Μήπως όμως αυτό σημαίνει ότι αποδεχόμαστε τον ορισμό που πρότεινε ο M. Gilson, σύμφωνα με τον οποίον η χριστιανική φιλοσοφία θεωρεί τη χριστιανική αποκάλυψη απαραίτητο βοήθημα της λογικής ; - Όχι. Ο άγ. Θωμάς, για παράδειγμα, που υπήρξε ασφαλώς χριστιανός φιλόσοφος, δεν θα αποδεχόταν κατά κανέναν τρόπο την αποκάλυψη ως απαραίτητο βοήθημα της φιλοσοφίας. Πιστεύω ότι ο ορισμός που πρότεινα είναι ευρύτερος και πιο ακριβής. Θα μπορούσαμε να διορθώσουμε αυτόν του M. Gilson, διαγράφοντας τη λέξη « απαραίτητο ».
Κορνέλια ντε Φόγκελ
( Υποσημειώσεις στο κείμενο της Cornelia de Vogel… )
(2) «Εννεάδες» VI 8, 22, 1. 1-15. Δες επίσης «Εννεάδες» VI 9, 5, 1. 24-46: Η πρώτη αρχή ονομάζεται Ένα (Έν), όχι όμως με την έννοια ενός κατηγορήματος. Πρβλ. τον άγιο Θωμά (Ακινάτη…) στην αγ. θ. Ι 40, a. 1, ad 1 m: Quia vero divina simplicitas excludit compositionem subjecti et accidentis, sequitur quod quidquid attribuitor Dei, est eius essentia.
(3) Πλούταρχος, «De E ap. Delphos», c. 19.
(4) “Interminabilis vitae tota simul et perfecta possessio”.
(5) Processio creaturarum a Deo, αγ.θ. Ι qu. 44, init.
(6) Emanatio totus esse, αγ. θ. Ι qu. 45, a. 1, resp.(7) S. th. qu. 45, a. 3, resp., ad 1: “Creatio active significata significant actionem divinam, quae est eius essential, cum relatione ad creaturam. Sed relatio in Deo ad creaturam non est realis, sed secundum rationem tantum; relatio vero creaturae ad Deum est relation realis”.
(8) S. th. I, qu. 47, a. 1.
(9) Και ο Πλωτίνος επίσης δηλώνει ότι η πρώτη Αρχή είναι «το αγαθό» εν σχέσει προς άλλα πράγματα που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν («Εννεάδες» VI 9, 6, 1. 40-42). Όταν όμως δοκιμάζη να εξηγήση το «πώς εμφανίστηκε η πρώτη Εικόνα που παρουσιάστηκε», μας διαβεβαιώνει ότι, αν κάτι έρχεται μετά απ’ Αυτήν, αυτό δεν μπορεί να εκπληρώνεται παρά μόνο εάν η Πρώτη Αρχή παραμείνει αιωνίως στραμμένη προς τον Εαυτό της («επιστραφέντος αεί εκείνου προς αυτό» - «Εννεάδες» V, 1, 6, 1. 14-19).
(10) «Εννεάδες» Ι 8, 1, 1. 1-9· επίσ. IV 4. 39, 1. 18-28.
(11) Βλ. το κείμενο του Ερμοδώρου στον Σιμπλίκιο, «Φυσ.» 247, 30-248, 15, και το παρόμοιο στον Σέξτο Εμπειρ., «Μαθημ. Διαφ.» Χ 363-375 (στο βιβλίο μου «Ελληνική φιλοσ.», στον αρ. 371). Η αρχή του «απείρου» περιγράφεται σ’ αυτό το χωρίο ως ένα «ούκ όν» που δεν συμμετέχει σε καμμιά μορφή.
(12) Αν ονομάζη κανείς «δυαδική» μια φιλοσοφία που δέχεται δυό αυτόνομες, μη μετατρεπόμενες η μια στην άλλη αρχές ως έσχατες αρχές τού Είναι, υπάρχει, όπως φαίνεται, στον Πλάτωνα ένα λίγο-πολύ αδύναμο ίχνος (αποτύπωμα…) του δυαδισμού. Γι’ αυτό δεν είχε διόλου η αρχή του «απείρου» όπως τη βρίσκει κανείς στον Πλάτωνα μια θετική και διασωστική πραγματικότητα, αλλά πολύ περισσότερο μιαν ορισμένη ιδέα, αντανάκλαση της σκέψης στα όριά της. Εκείνοι που ερμήνευσαν, απ’ τον Πλούταρχο μέχρι τους σύγχρονους καιρούς, τον Πλάτωνα ως δυαδιστή, έκαναν πάντα το λάθος να ο υ σ ι α σ τ ι κ ο π ο ι ή σ ο υ ν ούτως ειπείν μιαν αφηρημένη ιδέα που ήταν ένα ομολογημένο «ο ύ κ ό ν».
(13) Θεόφιλος, «Προς Αυτόλυκον» ΙΙ, 4.
(14) Σύμφωνα με την έκφραση των συγγραφέων τους: «όπως μια αρχή τ η ς ί δ ι α ς η λ ι κ ί α ς με τον Θεό».
(15) Άγ. Αυγουστίνος, “De Libero arbitrio II”
(16) Πρέπει να επαναλάβω εδώ τα ίδια σχεδόν χωρία των Ελλήνων και Λατίνων Πατέρων που ανέφερα και μετέφρασα στη μελέτη μου “Antike Seinsphilosophie und Christentum im Wandel der Jahrhunderte” («Αρχαία φιλοσοφία του Είναι και χριστιανισμός στο πέρασμα των αιώνων»), στο Festshrift Lortz, 1958, σ. 528 κ.ε. Τα σχολίασα όμως από μια λίγο διαφορετική οπτική γωνία.
(17) Έξοδ. ΙΙΙ 14.
(18) Δευτ. VI 4.
(19) Γέν. 17, 1.
(20) «την απλήν και μακαρίαν και ακατάληπτον του όντος ουσίαν νοούμεν».
(21) Χιλάριος, “De Trinitate” I, 5.
(22) Or. 30, c. 18 – P. Gr. vol. 36.
(23) Δευτ. IV, 24.
(24) Πλούταρχος, “De E apud Delphos” , μετάφρ. (στα γαλλικά…) R. Flaceliére, Paris 1941, cc. 17-20.
(25) Φίλων, “Quod Deus ist immutabilis” 22 : «Τί γαρ αν ασέβημα μείζον γένοιτο τού υπολαμβάνειν τον άτρεπτον τρέπεσθαι;».
(26) Αυτόθι. 32.
(27) Μάξιμος Τύριος, έκδ. Hobein, ΧΙ 5 a-b, 8 h-l
(28) Αυτόθι. 9 c-d, 11 b-d.
(29) De Platone, I, 11.
(30) Enarratio in ps. CI, sermo II, 10. Ed. bénédictine, Paris 1836, vol. IV, 1580 A.
(31) Αυτόθι, 2130 Α.
(32) Αυτόθι, 2132 Α.
(33) Ed. bénédict., V 55 D, 59 D.
(34) Αυτόθι, V 55 D, 59 D.
(35) “In Joannis Ev. tractatus” 38, 8-10. Ed. bénéd., III, 2073 A.
(36) “De Trin.” VII, 5.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου