Συνέχεια απο : Δευτέρα 3 Μαίου 2021
Η ΚΕΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ.
Η δεύτερη μετα-πατερική σύνθεση, μετά τού Φλωρόφσκυ.
ΠΕΡΙ ΠΡΟ-ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ.
Το Απόλυτο λοιπόν είναι πάντοτε σχετικό [όπως ακριβώς μας το φανέρωσε ο Πλάτων στον διάλογο Παρμενίδης, δεν είναι μονοσήμαντο]. Εμείς λοιπόν διαβλέπουμε την δυνατότητα επιτυχίας ενός λόγου διότι σαν Υπερβατικό είναι ενυπάρχον στην υπερβατικότητα του, δηλαδή δεν είναι κλειστό στον εαυτό του, αλλά ενωμένο αχώριστα στο άλλο εξ’αυτού, και αιωνίως εμπλεκόμενο σε μία πρόοδο εξόδου, αυτοαποκαλύψεως. Η αυτοαποκαλυπτική ενέργεια του Απολύτου, όταν ακουμπά τον κόσμο του ανθρώπου, τον υποχρεώνει να ξεπεράσει τον ριζικό αποφατισμό, καθότι στην Σιωπή προστέθηκε ένας Λόγος. Στην ύπαρξη δεν είναι πλέον το Απόλυτο αλλά ο Θεός, ο οποίος καθαυτός είναι «Λόγος σχετικός» όπως έχουν ήδη δηλώσει ο Άγιος Αθανάσιος και ο Ισαάκ Νεύτων. Για να το πούμε διαφορετικά: η πραγματικότης που εκφράζεται από τον όρο «Θεός» δίνεται μόνον στην αποκαλυπτική συσχέτιση με τον κόσμο. Διότι ο Θεός είναι ένα ΟΝ, ένα υπαρκτό κάτι που δεν μπορούμε να δηλώσουμε για το Απόλυτο, διότι η ύπαρξη είναι μία σχετική έννοια, ώστε όλο το υπαρκτό, υπάρχει για κάποιον, διότι φανερώνεται σε κάποιον. Ο Θεός υπάρχει, διότι είναι «για τον άνθρωπο» και πιο σφαιρικά «για τον κόσμο». Για να υπάρξει Θεός είναι αναγκαία η ύπαρξη του κόσμου όχι λιγότερο από την αντίστροφη άποψη. Εάν το Απόλυτο κλειστό ολοκληρωτικώς εις εαυτόν δεν υπάρχει, τότε η σχέση με τον κόσμο και το Είναι για τον κόσμο ανήκουν στην μορφή του Θείου Είναι και είναι αδιαίρετα. «Για το μεγαλείο του Θεού δεν φτάνει να είναι το Απόλυτο συμπεριλαμβανόμενο εις εαυτό, αποκλείοντας κάθε άλλο πράγμα. Αντιθέτως ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Απολύτου είναι να είναι Θεός, δηλαδή απολύτως σχετικό και αποκαλυπτόμενο σε κείνο το μυστήριο που στην γλώσσα της λογικής εκφράζεται μόνον σε μία αντινομία. Ο κόσμος είναι τίποτε (ούκ όν), με την έννοια με την οποία αρνούμαστε μία δική του αυτόνομη ύπαρξη απέναντι του Θεού, αλλά αυτό το τίποτα περικλείεται στην Θεία αιωνιότητα και ο Θεός δεν μπορεί να προσεγγισθεί πέραν της σχέσεως του με τον κόσμο.Η Αιώνια Θεία Ρίζα του Κόσμου.
Η θρησκευτική εμπειρία σαν εμπειρία της σοφίας του κόσμου, δεν απαιτεί μόνον έναν ξαναστοχασμό του προσώπου του Απολύτου, αλλά ρίχνει και ένα καινούριο φώς στην εννοιολόγηση της κτιστής πραγματικότητος. Ο Μπουλγκάκοφ είναι βαθειά πεπεισμένος πώς εάν ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο «μέσα» και «μέσω» του κόσμου, η κοσμολογική διάσταση πρέπει να έχει, στην Χριστιανική σκέψη, μία κεντρική και ιδιαίτερη θέση.
Συνθετικά ξεχωρίζει δύο μεθοδολογικές αρχές που προέρχονται άμεσα από αυτό το γεγονός. Για να γίνει κατανοητός ο ρόλος του κόσμου στον Χριστιανισμό είναι απαραίτητο: 1) να τεθεί ο κόσμος σε σχέση με τον Θεό, ξεπερνώντας την ιδιαιτερότητα του 2) να ξεχωρίσει ο κόσμος από τον Θεό, προσέχοντας να μην χαθεί η διαφορά τους.
Η δυσκολία να διατηρηθεί αυτή η αντινομία, η οποία διέσχισε όλη την ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης και της Θεολογίας, συμπίπτει με την δυσκολία να συνταχθούν το Θείο Είναι και το κτιστό Είναι, να ενωθούν και να ξεχωρίσουν, να ταυτισθούν και να αντιτεθούν, η απόλυτη Θεία μορφή με την σχετική κτιστή μορφή. Για να διατηρήσει αλώβητη την αντινομία αυτή ο Χριστιανισμός πάλεψε μία πολύχρονη μάχη ενάντια σε δύο ακραίες θέσεις, αντίθετες μεταξύ τους. τον δυαλισμό και τον μονισμό. «Υπάρχουν δύο συνήθειες που πολώνουν την Χριστιανική αντίληψη του κόσμου, λανθασμένες και οι δύο λόγω του μονόπλευρου χαρακτήρος τους: ο μανιχαϊσμός που αρνείται τον κόσμο, που χωρίζει τον Θεό από τον κόσμο μέσω μίας αξεπέραστης αβύσσου και η εκκοσμίκευση, που συνίσταται στην αποδοχή του κόσμου ακριβώς όπως είναι και ο σεβασμός των αξιών που τον διέπουν» «Στην Χριστιανική κατανόηση της σχέσεως που υπάρχει ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο, συμφέρει πρώτα απ’όλα να απορρίψουμε δύο συλλήψεις διαμετρικά αντίθετες: από το ένα μέρος τις διάφορες μορφές μονισμού και από το άλλο την δυαλιστική θεωρία της δημιουργίας».
Ο μονισμός είναι το λάθος εκείνου που γέρνει την αντινομία από το μέρος τής ενότητος, ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο, και γι’αυτό χάνει την σημασία τής οντολογικής διαφοράς ανάμεσα στην Θεότητα και την κτίση. Δύο είναι οι όχθες στις οποίες οδηγεί : ο πανθεϊσμός και η αθεϊστική εκκοσμίκευση. Στην μία περίπτωση κηρύσσεται η ανυπαρξία ενός όντος ξεχωριστού από τον Θεό και επομένως το ασύστατο του κόσμου: Όλα μειώνονται στο atman, την θεία πνοή. Στο άλλο, που είναι και πιο σύγχρονο και επομένως αυτό που δημιουργεί τις περισσότερες ανησυχίες, ο κόσμος δηλώνεται αυτάρκης και απομονωμένος σε μία απολυτότητα που αρνείται κάθε πραγματικότητα που δεν είναι κοσμική. Αυτή η σύλληψη βρίσκεται στην βάση πολλών διανοουμένων που αρνούνται την ύπαρξη του Θεού και δείχνει επίσης την παράλυση του μοντέρνου Χριστιανισμού, ανίκανου πλέον να διευθύνει την ζωή. «Ο σύγχρονος αθεϊσμός είναι στην πραγματικότητα ένας κοσμοθεϊσμός ή καλύτερα ένας ανθρωποθεϊσμός: μία μορφή παγανισμού. Δεν είναι το σημείο μηδέν της θρησκείας, όπως ορίζεται συχνά, αλλά είναι ένα «πλήν» του Χριστιανισμού.
Ο μανιχαϊσμός είναι το αντίθετο λάθος, εκείνου δηλαδή που ξεχωρίζει τόσο δυνατά τον Θεό και τον κόσμο, ώστε να θέτει τον άνθρωπο απέναντι σε ένα αληθινό δίλημμα: ή τον Θεό ή τον κόσμο. Επιλέγοντας τον Θεό, ο άνθρωπος τείνει να εγκαταλείψει τον κόσμο και να μισήσει τα έργα του και τις αξίες, να τον αφήσει έκθετο στην δραστηριότητα του και στην αποξένωση του σε σχέση με τον Θεό. «Πρόκειται για την αντικοσμική συμπεριφορά ή την ακοσμική, που μπορούμε να συναντήσουμε από το ένα μέρος σε μία τάση της Ορθοδόξου παραδόσεως ή οποία τελικά επικράτησε και ιστορικά, την ψευδο-μοναστική νοοτροπία και από το άλλο στον συνεπή προτεσταντισμό, ο οποίος δεχόμενος τον υπερβατικό χαρακτήρα τής θεότητος ως προς τον κόσμο, τον στερεί από τον Θεό».
Ο Χριστιανισμός δεν γλίτωσε από αυτές τις επικίνδυνες όχθες: αυτές επηρέασαν, λίγο ή πολύ συνειδητά, πολλούς συγγραφείς της πατριστικής-σχολαστικής παραδόσεως και μία αληθινή Χριστιανική κοσμολογία δεν έχει εμφανισθεί ακόμη. Και όμως, ισχυρίζεται ο Μπουλγκάκοφ, το κοσμολογικό πρόβλημα ανήκει πλήρως στα μεγάλα θέματα του Χριστιανικού οράματος του κόσμου και αν το αγνοήσουμε θα παραδόσουμε το μήνυμα του Χριστού στην ασημαντότητα και την Χριστιανική ζωή στην απομάκρυνση από την σημαντικότητα και την ιστορική πραγματικότητα. Η σοφιολογία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να πάρει στα σοβαρά αυτό το πρόβλημα, επαναπροσεγγίζοντας και εμβαθύνοντας το δόγμα της δημιουργίας για να ξανασχηματίσει, σε σχέση μ’αυτό την Χριστιανική σύλληψη του κόσμου και του Θεού.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου