Συνέχεια από :
Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024
Του Alfredo Marranzini.
Η αναγκαιότητα της «στροφής»
Η ανθρωπολογικο-υπερβατική σύσταση της θεολογίας, φαίνεται αναγκαία στον Ράνερ. Ιδιαιτέρως για λόγους που προκύπτουν από την φύση της ίδιας της θεολογίας και του αντικειμένου της. Διότι πράγματι σε κάθε πνευματική γνώση, συμπεριλαμβανομένης και της θεολογικής, κάθε έρευνα στο αντικείμενο αφορά και το υποκείμενο. Παρότι δε αυτή η αδιάκοπη σύνδεση ανάμεσα σε αντικείμενο και υποκείμενο δεν πρέπει να εκφράζεται αναγκαίως και δεν πρέπει κάθε επιστήμη να αντικατοπτρίζει τους τρόπους της υπάρξεώς της και την σύσταση του υποκειμένου της, αυτό απαιτείται αναγκαίως στην φιλοσοφία και στην θεωρητική θεολογία. Για να έχουμε έναν αληθινό φιλοσοφικό στοχασμό πάνω σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, πρέπει να εισαχθεί στο σύνολο της πραγματικότητος και της αλήθειας και πρέπει να εξερευνηθούν στο υποκείμενο, ο ορίζοντας και οι δομές που καθιστούν δυνατή την γνώση.
Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να θέσουμε ένα αληθινό θεολογικό πρόβλημα μόνον όταν συλλαμβάνεται το ξεχωριστό αντικείμενο σε μια προοπτική που ξεκινά από τον θεό και φτάνει τελικά στον θεό. «Ο θεός όμως δεν είναι ένα αντικείμενο δίπλα σε άλλα μέσα στο απροϋπόθετο πλαίσιο (εκ των προτέρων, a priori έννοιες, έμφυτες) της ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά το πρωτογενές θεμέλιο και το απόλυτο μέλλον κάθε πραγματικότητος. Σαν τέτοιο μπορεί να γίνει κατανοητό μόνον σαν το απόλυτο σημείο αναφοράς της υπερβατικότητος του ανθρώπου. Επομένως κάθε θεολογία είναι αναγκαίως υπερβατική ανθρωπολογία».
Αυτό ισχύει και για την θεολογία της αποκαλύψεως, η οποία περιέχει εις εαυτή, σαν στιγμή και συνθήκη της δυνατότητός της, το άπειρο υπερβατικό πλαίσιο του ανθρωπίνου πνεύματος, ξεκινώντας από το οποίο και μόνον μπορεί να γίνει κατανοητός στην ολότητά του ένας λόγος για τον θεό. Διότι η αποκάλυψη γνωρίζει στον άνθρωπο την Σωτηρία του, ένα ιστορικό γεγονός που αγκαλιάζει, λόγω της ουσίας του, την αυθεντική του φύση, ικανή πλέον της τελειωτικής της πραγματώσεως ή της ανεπανόρθωτης καταστροφή της.
Η θεολογία λοιπόν που είναι η επιστήμη της αποκαλύψεως, μπορεί να τονίσει την σωτηριώδη σπουδαιότητα κάθε αντικειμένου της πίστεως, μόνον και μόνον ερευνώντας την ικανότητα του ανθρώπου να δεχθεί την σωτηρία μέσω αυτής.
Σε αυτό ας προσθέσουμε πως, καθόσον, σύμφωνα με την 2η Βατικάνειο Σύνοδο, υπέρχει μία Ιεραρχία ανάμεσα στις αλήθειες της πίστεως, υπάρχει μέσα στη ίδια την πίστη ένας εσώτατος πυρήνας, στον οποίο κάθε άλλη πραγματικότης και διαβεβαίωση πρέπει να αναφερθεί. Αυτός ο πυρήνας είναι μόνον ο θεός Μονάς και Τριάς, ο οποίος εν Χριστώ μας σώζει κοινωνώντας μας την ζωή Του μέσω της Χάριτος. Επομένως το Τριαδικό μυστήριο, το μυστήριο του Χριστού «αποκορύφωμα της αυτοεπικοινωνίας ή αυτοκοινωνίας [Γι’ άλλη μια φορά παρουσιάζεται η παντελής έλλειψη της Θεοτόκου] του θεού στον κόσμο» και το μυστήριο της Χάριτος αλληλοδιασταυρώνονται. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να ομιλούμε με κατάλληλο τρόπο για την Χάρη χωρίς να χρησιμοποιήσουμε ανθρωπολογικές και υπερβατικές κατηγορίες. Αυτή η Χάρις, πράγματι, είναι ένας καθορισμός του πνευματικού υποκειμένου, που θέτει σε άμεση σχέση με τον θεό, μία απόλυτη πραγματοποίηση της ίδιας της υπερβατικότητος του ανθρώπου, ένα κατόρθωμα που γίνεται εφικτό από τον θεό, μέσω της αυτοκοινωνίας.
Η υπερβατική «στροφή» της θεολογίας της Χάριτος, σε τελική ανάλυση, καλύπτει όλη την θεολογία, βασισμένης στο Τριαδικό και Χριστολογικό μυστήριο, ώστε να παρουσιάζεται σήμερα μαζί με όλες τις άλλες αλήθειες της πίστεως σε ανθρωπολογικο-υπερβατικές κατηγορίες. Μόνον με αυτήν την προϋπόθεση η θεολογία μπορεί να απαντήσει στον μοντέρνο άνθρωπο, όταν αναρωτιέται εάν αυτή η μεγάλη συζήτηση περί θεώσεως, υιοθεσίας, θείας εγκατοικίσεως κ.τ.λ. δεν είναι τίποτε άλλο στην πραγματικότητα από εννοιολογικό λυρισμό και εύκολη μυθολογία.
Σε αυτό το σημείο ο Ράνερ δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί πως και γιατί οι κατηγορίες και η ανθρωπολογικο-υπερβατική μέθοδος, που προέρχονται από την ίδια την φύση της θεολογίας, που είναι τόσο απαραίτητες σε αυτή, δεν εμφανίστηκαν από το ξεκίνημα της υπάρξεώς της.[ΑΡΓΟΥΣΕ Ο ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ]
Και δεν διστάζει να απαντήσει πως τουλάχιστον από τον Ακινάτη, η υπερβατική μέθοδος είναι παρούσα και ενεργός σε όλη την θεολογία παρότι με διαφορετική ένταση. [Αυτή την μέθοδο εισήγαγε ο Γιανναράς και υιοθετήθηκε από ΟΛΟΥΣ με ευχαρίστηση, διότι καταργούσε την θεοπτία σαν θεμέλιο της θεολογίας, την θεολογία σαν καρπό προσευχής]. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του παρελθόντος της, αυτή η μέθοδος απαιτείται από την σημερινή πολιτισμική κατάσταση. Διότι παρότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και ο Ακινάτης παραμένουν πάντοτε επίκαιροι και ικανοί να μας πουν ακόμη κάτι «μοντέρνο», η φιλοσοφία μας και η θεολογία μας δεν μπορούν να απεμπολήσουν την αυτοσυνειδησία του ανθρώπου, όπως εκφράζεται στην φιλοσοφία και καθορίστηκε από την ανθρωπολογική στροφή που τρέχει σήμερα, από τον Καρτέσιο μέχρι τον Κάντ, από τον Γερμανικό Ιδεαλισμό στην φαινομενολογία, από τον υπαρξισμό και την θεμελιώδη σημερινή οντολογία. Αυτή η φιλοσοφία είναι βαθύτατα α-χριστιανική, διότι σε αυτή το υποκείμενο αυτονομείται, αποκλειόμενο στην υπερβατική εμπειρία που το παραπέμπει συνεχώς σε μια καταγωγή και σε μια μοίρα [ίσως σε προορισμό]. Περιέχει όμως περισσότερα χριστιανικά στοιχεία από όσα παραδέχτηκαν όσοι, βασιζόμενοι στην νεοσχολαστική φιλοσοφία, την έθεσαν σε κριτική, και μπορεί να βοηθήσει τα μέγιστα, στην κατανόηση του εσωτερικού διχασμού του ανθρώπου, που μας φανερώνει η θεολογία τόσο στην τραγικότητά του, όσο και στην δυνατότητά του να σωθεί εν Χριστώ.
Παρότι λοιπόν σε μερικούς πέρασε η ιδέα πως η μοντέρνα εποχή με την ανθρωπολογική της φιλοσοφία έφτασε στην δύση της, είναι σίγουρο πως θα γίνει αισθητή η επιρροή της και στην αυριανή σκέψη, η οποία θα συνεχίσει να έχει σαν βασικό της θέμα τον άνθρωπο και την ύπαρξή του, τόσο σαν δικό του σχέδιο επιβίωσης μέσα σε κάποια όρια, όσο και σαν ουσία εσωτερικώς σχετιζόμενη στο απρόβλεπτο και στο αδιάθετο. Η χριστιανική φιλοσοφία και θεολογία δεν μπορούν να συνεχίσουν να χάνουν, όπως έγινε στο παρελθόν, την ζωντανή επαφή με την φιλοσοφία, η οποία ασχολείται κυρίως με προβλήματα που αφορούν την ελπίδα, την κριτική των ιδεολογιών, τις νέες μορφές της ελευθερίας μέσα σε νέους κοινωνικούς δεσμούς, την εμπειρία του θεού μέσω της εμπειρίας του προγραμματισμού που υποβάλλει ο άνθρωπος τον εαυτό του, κ.τ.λ.
Ο σημερινός άνθρωπος θεωρεί μυθικές τις πολυπληθείς θεολογικές επιβεβαιώσεις και σκέπτεται πως δεν μπορεί πλέον να πιστέψει στα σοβαρά. Οι αιτίες αυτής της αντιλήψεως δεν είναι μόνον η μικρή γνώση της αλήθειας της πίστεως, η μικρή διαθεσιμότης να συμφωνήσουμε με την αποκάλυψη ή ο μυστηριώδης χαρακτήρας του περιεχομένου της. Πρέπει να αναγνωρίσουμε με ειλικρίνεια πως οι θεολογικοί καθορισμοί δεν διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αναγνωρίσει ο άνθρωπος με ποιον τρόπο αυτό που βεβαιώνεται σε αυτές, συνδέεται με την προφάνεια που είναι δυνατόν να κατορθώσει στην ανθρώπινη εμπειρία του.
Οπωσδήποτε δεν μπορούμε να απαιτήσουμε πως όλες οι θεολογικές προτάσεις πρέπει να αντλούνται αποκλειστικά από αυτή την αυτοεμπειρία του ανθρώπου μέσα από ένα απλό λογικό συμπέρασμα ή μια λογική εξήγηση. Δεν μπορούμε ούτε να αρνηθούμε όμως σχέσεις αντιστοιχίας και περισσότερο μια σχέση που συστήνεται λόγω του γεγονότος ότι η «Φύση» καθότι πρόσωπο πνευματικό, προσωπικό και υπερβατικό, είναι μια εσωτερική στιγμή αναγκαία αν όχι στην χάρη εάν την εκλάβουμε αφηρημένα, τουλάχιστον στην πραγματοποίησή της και στην πρόοδο την οποία μπορούμε να έχουμε.
Όποιος ανακαλύπτει αυτούς τους δεσμούς και τους ερμηνεύει σαν απαιτήσεις που επιβάλλονται από το περιεχόμενο, εάν κατανοηθούν σωστά, οι δογματικές αποφάνσεις, μπορεί να διεισδύσει πιο βαθιά στην σημασία, να τις ξεκαθαρίσει από ασάφειες, από ακατάλληλα αντιπροσωπευτικά σχήματα και από συνέπειες αδικαιολόγητες και να τις παρουσιάσει με πιο πειστικό τρόπο από απόψεως διδακτικής και παιδαγωγικής. Η ανακάλυψη των δεσμών αυτών ανάμεσα στα περιεχόμενα των δογματικών αποφάνσεων κει εκείνα της εμπειρίας που έχει ο άνθρωπος του εαυτού του, αποτελεί την «στροφή» προς την ανθρωπολογικο-υπερβατική μέθοδο, που φέρει μαζί της αναμφίβολα πλεονεκτήματα για την θεολογική εργασία.
(Συνεχίζεται)
Η ανθρωπολογικο-υπερβατική σύσταση της θεολογίας, φαίνεται αναγκαία στον Ράνερ. Ιδιαιτέρως για λόγους που προκύπτουν από την φύση της ίδιας της θεολογίας και του αντικειμένου της. Διότι πράγματι σε κάθε πνευματική γνώση, συμπεριλαμβανομένης και της θεολογικής, κάθε έρευνα στο αντικείμενο αφορά και το υποκείμενο. Παρότι δε αυτή η αδιάκοπη σύνδεση ανάμεσα σε αντικείμενο και υποκείμενο δεν πρέπει να εκφράζεται αναγκαίως και δεν πρέπει κάθε επιστήμη να αντικατοπτρίζει τους τρόπους της υπάρξεώς της και την σύσταση του υποκειμένου της, αυτό απαιτείται αναγκαίως στην φιλοσοφία και στην θεωρητική θεολογία. Για να έχουμε έναν αληθινό φιλοσοφικό στοχασμό πάνω σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, πρέπει να εισαχθεί στο σύνολο της πραγματικότητος και της αλήθειας και πρέπει να εξερευνηθούν στο υποκείμενο, ο ορίζοντας και οι δομές που καθιστούν δυνατή την γνώση.
Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να θέσουμε ένα αληθινό θεολογικό πρόβλημα μόνον όταν συλλαμβάνεται το ξεχωριστό αντικείμενο σε μια προοπτική που ξεκινά από τον θεό και φτάνει τελικά στον θεό. «Ο θεός όμως δεν είναι ένα αντικείμενο δίπλα σε άλλα μέσα στο απροϋπόθετο πλαίσιο (εκ των προτέρων, a priori έννοιες, έμφυτες) της ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά το πρωτογενές θεμέλιο και το απόλυτο μέλλον κάθε πραγματικότητος. Σαν τέτοιο μπορεί να γίνει κατανοητό μόνον σαν το απόλυτο σημείο αναφοράς της υπερβατικότητος του ανθρώπου. Επομένως κάθε θεολογία είναι αναγκαίως υπερβατική ανθρωπολογία».
Αυτό ισχύει και για την θεολογία της αποκαλύψεως, η οποία περιέχει εις εαυτή, σαν στιγμή και συνθήκη της δυνατότητός της, το άπειρο υπερβατικό πλαίσιο του ανθρωπίνου πνεύματος, ξεκινώντας από το οποίο και μόνον μπορεί να γίνει κατανοητός στην ολότητά του ένας λόγος για τον θεό. Διότι η αποκάλυψη γνωρίζει στον άνθρωπο την Σωτηρία του, ένα ιστορικό γεγονός που αγκαλιάζει, λόγω της ουσίας του, την αυθεντική του φύση, ικανή πλέον της τελειωτικής της πραγματώσεως ή της ανεπανόρθωτης καταστροφή της.
Η θεολογία λοιπόν που είναι η επιστήμη της αποκαλύψεως, μπορεί να τονίσει την σωτηριώδη σπουδαιότητα κάθε αντικειμένου της πίστεως, μόνον και μόνον ερευνώντας την ικανότητα του ανθρώπου να δεχθεί την σωτηρία μέσω αυτής.
Σε αυτό ας προσθέσουμε πως, καθόσον, σύμφωνα με την 2η Βατικάνειο Σύνοδο, υπέρχει μία Ιεραρχία ανάμεσα στις αλήθειες της πίστεως, υπάρχει μέσα στη ίδια την πίστη ένας εσώτατος πυρήνας, στον οποίο κάθε άλλη πραγματικότης και διαβεβαίωση πρέπει να αναφερθεί. Αυτός ο πυρήνας είναι μόνον ο θεός Μονάς και Τριάς, ο οποίος εν Χριστώ μας σώζει κοινωνώντας μας την ζωή Του μέσω της Χάριτος. Επομένως το Τριαδικό μυστήριο, το μυστήριο του Χριστού «αποκορύφωμα της αυτοεπικοινωνίας ή αυτοκοινωνίας [Γι’ άλλη μια φορά παρουσιάζεται η παντελής έλλειψη της Θεοτόκου] του θεού στον κόσμο» και το μυστήριο της Χάριτος αλληλοδιασταυρώνονται. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να ομιλούμε με κατάλληλο τρόπο για την Χάρη χωρίς να χρησιμοποιήσουμε ανθρωπολογικές και υπερβατικές κατηγορίες. Αυτή η Χάρις, πράγματι, είναι ένας καθορισμός του πνευματικού υποκειμένου, που θέτει σε άμεση σχέση με τον θεό, μία απόλυτη πραγματοποίηση της ίδιας της υπερβατικότητος του ανθρώπου, ένα κατόρθωμα που γίνεται εφικτό από τον θεό, μέσω της αυτοκοινωνίας.
Η υπερβατική «στροφή» της θεολογίας της Χάριτος, σε τελική ανάλυση, καλύπτει όλη την θεολογία, βασισμένης στο Τριαδικό και Χριστολογικό μυστήριο, ώστε να παρουσιάζεται σήμερα μαζί με όλες τις άλλες αλήθειες της πίστεως σε ανθρωπολογικο-υπερβατικές κατηγορίες. Μόνον με αυτήν την προϋπόθεση η θεολογία μπορεί να απαντήσει στον μοντέρνο άνθρωπο, όταν αναρωτιέται εάν αυτή η μεγάλη συζήτηση περί θεώσεως, υιοθεσίας, θείας εγκατοικίσεως κ.τ.λ. δεν είναι τίποτε άλλο στην πραγματικότητα από εννοιολογικό λυρισμό και εύκολη μυθολογία.
Σε αυτό το σημείο ο Ράνερ δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί πως και γιατί οι κατηγορίες και η ανθρωπολογικο-υπερβατική μέθοδος, που προέρχονται από την ίδια την φύση της θεολογίας, που είναι τόσο απαραίτητες σε αυτή, δεν εμφανίστηκαν από το ξεκίνημα της υπάρξεώς της.[ΑΡΓΟΥΣΕ Ο ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ]
Και δεν διστάζει να απαντήσει πως τουλάχιστον από τον Ακινάτη, η υπερβατική μέθοδος είναι παρούσα και ενεργός σε όλη την θεολογία παρότι με διαφορετική ένταση. [Αυτή την μέθοδο εισήγαγε ο Γιανναράς και υιοθετήθηκε από ΟΛΟΥΣ με ευχαρίστηση, διότι καταργούσε την θεοπτία σαν θεμέλιο της θεολογίας, την θεολογία σαν καρπό προσευχής]. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του παρελθόντος της, αυτή η μέθοδος απαιτείται από την σημερινή πολιτισμική κατάσταση. Διότι παρότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και ο Ακινάτης παραμένουν πάντοτε επίκαιροι και ικανοί να μας πουν ακόμη κάτι «μοντέρνο», η φιλοσοφία μας και η θεολογία μας δεν μπορούν να απεμπολήσουν την αυτοσυνειδησία του ανθρώπου, όπως εκφράζεται στην φιλοσοφία και καθορίστηκε από την ανθρωπολογική στροφή που τρέχει σήμερα, από τον Καρτέσιο μέχρι τον Κάντ, από τον Γερμανικό Ιδεαλισμό στην φαινομενολογία, από τον υπαρξισμό και την θεμελιώδη σημερινή οντολογία. Αυτή η φιλοσοφία είναι βαθύτατα α-χριστιανική, διότι σε αυτή το υποκείμενο αυτονομείται, αποκλειόμενο στην υπερβατική εμπειρία που το παραπέμπει συνεχώς σε μια καταγωγή και σε μια μοίρα [ίσως σε προορισμό]. Περιέχει όμως περισσότερα χριστιανικά στοιχεία από όσα παραδέχτηκαν όσοι, βασιζόμενοι στην νεοσχολαστική φιλοσοφία, την έθεσαν σε κριτική, και μπορεί να βοηθήσει τα μέγιστα, στην κατανόηση του εσωτερικού διχασμού του ανθρώπου, που μας φανερώνει η θεολογία τόσο στην τραγικότητά του, όσο και στην δυνατότητά του να σωθεί εν Χριστώ.
Παρότι λοιπόν σε μερικούς πέρασε η ιδέα πως η μοντέρνα εποχή με την ανθρωπολογική της φιλοσοφία έφτασε στην δύση της, είναι σίγουρο πως θα γίνει αισθητή η επιρροή της και στην αυριανή σκέψη, η οποία θα συνεχίσει να έχει σαν βασικό της θέμα τον άνθρωπο και την ύπαρξή του, τόσο σαν δικό του σχέδιο επιβίωσης μέσα σε κάποια όρια, όσο και σαν ουσία εσωτερικώς σχετιζόμενη στο απρόβλεπτο και στο αδιάθετο. Η χριστιανική φιλοσοφία και θεολογία δεν μπορούν να συνεχίσουν να χάνουν, όπως έγινε στο παρελθόν, την ζωντανή επαφή με την φιλοσοφία, η οποία ασχολείται κυρίως με προβλήματα που αφορούν την ελπίδα, την κριτική των ιδεολογιών, τις νέες μορφές της ελευθερίας μέσα σε νέους κοινωνικούς δεσμούς, την εμπειρία του θεού μέσω της εμπειρίας του προγραμματισμού που υποβάλλει ο άνθρωπος τον εαυτό του, κ.τ.λ.
Ο σημερινός άνθρωπος θεωρεί μυθικές τις πολυπληθείς θεολογικές επιβεβαιώσεις και σκέπτεται πως δεν μπορεί πλέον να πιστέψει στα σοβαρά. Οι αιτίες αυτής της αντιλήψεως δεν είναι μόνον η μικρή γνώση της αλήθειας της πίστεως, η μικρή διαθεσιμότης να συμφωνήσουμε με την αποκάλυψη ή ο μυστηριώδης χαρακτήρας του περιεχομένου της. Πρέπει να αναγνωρίσουμε με ειλικρίνεια πως οι θεολογικοί καθορισμοί δεν διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αναγνωρίσει ο άνθρωπος με ποιον τρόπο αυτό που βεβαιώνεται σε αυτές, συνδέεται με την προφάνεια που είναι δυνατόν να κατορθώσει στην ανθρώπινη εμπειρία του.
Οπωσδήποτε δεν μπορούμε να απαιτήσουμε πως όλες οι θεολογικές προτάσεις πρέπει να αντλούνται αποκλειστικά από αυτή την αυτοεμπειρία του ανθρώπου μέσα από ένα απλό λογικό συμπέρασμα ή μια λογική εξήγηση. Δεν μπορούμε ούτε να αρνηθούμε όμως σχέσεις αντιστοιχίας και περισσότερο μια σχέση που συστήνεται λόγω του γεγονότος ότι η «Φύση» καθότι πρόσωπο πνευματικό, προσωπικό και υπερβατικό, είναι μια εσωτερική στιγμή αναγκαία αν όχι στην χάρη εάν την εκλάβουμε αφηρημένα, τουλάχιστον στην πραγματοποίησή της και στην πρόοδο την οποία μπορούμε να έχουμε.
Όποιος ανακαλύπτει αυτούς τους δεσμούς και τους ερμηνεύει σαν απαιτήσεις που επιβάλλονται από το περιεχόμενο, εάν κατανοηθούν σωστά, οι δογματικές αποφάνσεις, μπορεί να διεισδύσει πιο βαθιά στην σημασία, να τις ξεκαθαρίσει από ασάφειες, από ακατάλληλα αντιπροσωπευτικά σχήματα και από συνέπειες αδικαιολόγητες και να τις παρουσιάσει με πιο πειστικό τρόπο από απόψεως διδακτικής και παιδαγωγικής. Η ανακάλυψη των δεσμών αυτών ανάμεσα στα περιεχόμενα των δογματικών αποφάνσεων κει εκείνα της εμπειρίας που έχει ο άνθρωπος του εαυτού του, αποτελεί την «στροφή» προς την ανθρωπολογικο-υπερβατική μέθοδο, που φέρει μαζί της αναμφίβολα πλεονεκτήματα για την θεολογική εργασία.
(Συνεχίζεται)
ΤΟ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟ ΕΓΩ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου