Συνέχεια από: Κυριακή, 7 Μαρτίου 2021
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Τακαρίδης Γεώργιος
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ
Κατά τόν Άγιο Γρηγόριο Παλαμά
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
3. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ
3.4. Η σχέση τού νού με τις άλλες δυνάμεις τής ψυχής και το σώμα
Ι. Οι δυνάμεις τής ψυχής
Σε προηγούμενη ενότητα αναφερθήκαμε στις τριμερείς διαιρέσεις τής ψυχής που παρέλαβαν οι άγιοι της Εκκλησίας από τους φιλοσόφους και τις χρησιμοποίησαν φιλτράροντάς τες μέσα από το Ορθόδοξο ήθος και βίωμα. Οι νηπτικοί Πατέρες, μέσα από την ασκητική και κοπιώδη ανθρωπίνως πορεία τους για την επιστροφή στον εαυτό τους και την ένωσή τους δια τής Χάριτος με τον Θεό, φωτίστηκαν από την Χάρη, ψηλάφισαν εμπειρικά τις πραγματικότητες αυτές, που λέγονται δυνάμεις τής ψυχής μέσα τους και μας παρέδωσαν μία ακόμα διαίρεση της ψυχής σε πέντε δυνάμεις: τον νου, την διάνοια, την δόξα, την φαντασία και την αίσθηση. Η διαίρεση αυτή δεν δόθηκε με κριτήρια φιλοσοφικά ή ευρύτερα επιστημονικά, αλλά με μοναδικό κριτήριο την προσέγγιση τού μυστηρίου τού ανθρώπου, τον εντοπισμό τών ψυχικών δυνάμεών του, ώστε να κατανοηθεί με ποιον τρόπο θα μπορέσει ο άνθρωπος να ξεπεράσει την ζωή που δεν τον ολοκληρώνει και τον οδηγεί στον θάνατο. Η αναζήτηση τής αληθινής ζωής, της χαριτωμένης, αυτής που πληρώνεται κατά την χαρισματική μέθεξη τού ακτίστου ήταν που οδήγησε τους Πατέρες στη διερεύνηση τών εσωτερικών τους δυνάμεων και τής φυσιολογίας τους, τής παθολογίας τους, στο πώς αυτές προσβάλλονται, πώς νοσούν, και ποια είναι η θεραπεία τους, πώς πρέπει αυτές να διατεθούν για να οδηγήσουν και πάλι τον άνθρωπο σε ζωντανή σχέση με τον Θεό, να τον αφθαρτίσουν.
Ο άγιος Γρηγόριος αναφέρεται σε πολλούς λόγους και ομιλίες του στο θέμα τών δυνάμεων της ψυχής και την μεταξύ τους σχέση. Διακρίνει τον ουρανό και τη γη ως τα ακρότατα του κτιστού κόσμου, αποδίδοντας στον ουρανό το άϋλο και νοερό στοιχείο και στη γη το υλικό και αισθητό. Ο άνθρωπος, που αποτελεί το εξέχον δημιούργημα, που είναι η συνδρομή τού παντός και η συγκεφαλαίωση όλης τής κτίσης, και διαθέτει τόσο το νοερό όσο και το υλικό στοιχείο, είναι προικισμένος με νου και αίσθηση κατά έναν ακατάληπτο τρόπο, από την σοφία του Θεού που αναμιγνύει τα άμικτα. Θεωρεί τον νού και την αίσθηση ως τα δύο ακρότατα τού ανθρώπου, που τον συνδέουν ο μεν νους με τον νοερό κόσμο, η δε αίσθηση με τον υλικό και αισθητό κόσμο. Μεταξύ αυτών, του νού και της αίσθησης μεσολαβούν ως γνησιότατοι σύνδεσμοι οι τρεις άλλες δυνάμεις, η φαντασία η δόξα και η διάνοια163. Παρατηρείται λοιπόν μία κλιμάκωση στις δυνάμεις τού ανθρώπου από τις υλωδέστερες και αλογότερες προς τις λεπτομερέστερες και λογικότερες.
Η αίσθηση είναι η αλογότερη δύναμη που διαθέτει ο άνθρωπος, με τη βοήθεια της οποίας αποκτά γνώση και αντίληψη των αισθητών αντικειμένων, όταν αυτά είναι παρόντα. Η φαντασία έχει την αρχή της στις αισθήσεις, διότι μέσω αυτών εισέρχονται οι διάφορες παραστάσεις και εντυπώνονται και στη συνέχεια χρησιμοποιούνται. Θεωρείται επίσης άλογη δύναμη και ικανότερη σε δράση από τις αισθήσεις, διότι αυτή μπορεί και δρα ακόμη κι όταν τα αισθητά απουσιάζουν, ενώ οι αισθήσεις ενεργούν μόνο όταν αυτά είναι παρόντα. Την ονομάζει και νού, εφόσον ενεργεί και χωρίς την παρουσία τών αισθητών, που είναι όμως παθητικός, διότι σχετίζεται με τα μεριστά, τα προερχόμενα από τις πολυμέριστες, πολυδιάστατες και πολυδιασπασμένες εξωτερικές εμπειρίες και παραστάσεις. Δεν είναι με άλλα λόγια η δύναμη εκείνη πού θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιστροφή τού νου στον εαυτό του και στην χαρισματική ένωσή του με την άκτιστη Χάρη του Θεού. Την δόξα την διαιρεί σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτήν που προέρχεται από την φαντασία κι επομένως είναι άλογη, και σ’ αυτήν που προέρχεται από την διάνοια ‐που είναι πάντα λογική‐ κι ως εκ τούτου προχωρώντας βαθμιαία με τη βοήθειά της καταλήγει στην λογική δόξα. Παρόλα αυτά όμως καμία τών τεσσάρων αυτών δυνάμεων δεν είναι ικανή από μόνη της να οδηγήσει σε ένωση με τον Θεό. Και οι τέσσερις συγκροτήθηκαν και ενεργούν με πρώτο όργανο το ψυχικό πνεύμα στον εγκέφαλο. Ο νους, η πέμπτη και κορυφαία δύναμη τού ανθρώπου, είναι η κατεξοχήν λογική δύναμη, το λογικό μέρος τής ψυχής. Αυτό το λογικό μέρος φέρει κατά κύριο λόγο το κατ’ εικόνα, αυτό είναι τριαδικό διακρινόμενο σε νου, λόγο και πνεύμα, αυτό είναι που χρησιμοποιεί τις αλογότερες ή λογικότερες δυνάμεις που του δόθηκαν για να κοινωνεί τόσο με τον αισθητό, όσο και με τον νοερό, αλλά και με τον κόσμο του ακτίστου· τον Τριαδικό Θεό. Ο νους δεν χρησιμοποιεί κάποιο όργανο στο σώμα, παρά το γεγονός ότι εξηγήθηκε διεξοδικά ότι έχει έδρα του την καρδιά κι εκεί ενεργεί κυρίως, κι εκεί ενεργούνται τα θαυμάσια που ακολουθούν την ένωσή του δια της Χάριτος με τον Θεό. Απεναντίας όπως ήδη αναφέρθηκε είναι ουσία αυτοτελής και ενεργεί από μόνη της, αν και κατεβάζει τον εαυτό του προς την κατά διάνοια αναπτυσσόμενη ψυχική ζωή164.
Η λογική δόξα και η διάνοια, αν και είναι λογικές δυνάμεις, δεν είναι αφενός αποχωρισμένες από την αποθήκη τών αισθήσεων, την φαντασία, και αφετέρου ενεργούν με όργανο το ψυχικό πνεύμα στον εγκέφαλο165· δεν δρουν αυτοτελώς και είναι άμεσα εξαρτημένες από αυτόν. Έτσι, αν ο εγκέφαλος υποστεί κάποια βλάβη –λόγου χάριν γενετικής φύσης ή από κάποιο ατύχημα–, μπορεί να μην λειτουργούν ορθά αυτές οι δυνάμεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει υποστεί βλάβη και ο νους· ο νους δεν μπορεί να υποστεί οργανική βλάβη εφόσον δεν απαιτείται κάποιο όργανο για να ενεργήσει. Απεναντίας, εάν ο νούς αυτεξουσίως εκχωρήσει τόπο στην αμαρτία, αφενός συνεργεί στην δημιουργία του δύσμορφου καλύμματος των παθών, που τον σκοτεινιάζει και αμαυρώνει την εικόνα του, αφετέρου οδηγεί σε οργανικής φύσης βλάβες, που αφήνουν το υλικό αποτύπωμά τους, τόσο στον εγκέφαλο, όσο και σε άλλα όργανα του σώματος. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον αλκοολισμό, που ξεκινάει από έναν δουλωμένο νου στο συγκεκριμένο πάθος, και σταδιακά αφήνει ολοένα και περισσότερο τα υλικά και μετρήσιμα πλέον αποτυπώματά του σε διάφορα όργανα του σώματος.
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα το εξής συμπέρασμα: όση προσπάθεια και πρόοδο κι αν κάνει η επιστήμη, δεν θα μπορέσει ποτέ να φτάσει στον πυρήνα της ύπαρξής μας, τον νου166. Η επιστήμη μπορεί να προσεγγίσει το μετρήσιμο, αυτό που αφήνει κατά κάποιον τρόπο υλικά αποτυπώματα, που μπορούν ευκολότερα ή δυσκολότερα να εντοπιστούν, να μετρηθούν και ίσως να τροποποιηθούν. Οι σύγχρονες Νευροεπιστήμες και η Γνωστική Ψυχολογία, που έχουν κάνει εξαιρετικά βήματα στην κατανόηση τής λειτουργίας τού εγκεφάλου, βασίζονται στις μετρήσεις τού συγκεκριμένου οργάνου και στα αποτελέσματα που δίνουν αυτές. Μπορούν έτσι ενδεχομένως να ελέγξουν ή και να τροποποιήσουν τις διανοητικές διεργασίες, όχι όμως και την νοερή εργασία του νου, εάν αυτός αυτεξουσίως δεν το επιτρέψει. Ο νους καθεαυτόν είναι απροσέγγιστος από τις επιστημονικές μεθόδους ως ασώματος και μη ενεργών με κάποιο όργανο.
Εκείνο που πρέπει επίσης να διασαφηνιστεί για να αποφευχθεί η οποιαδήποτε σύγχυση είναι ότι, όταν ο άνθρωπος προσεγγίζεται ως διφυής με σώμα και ψυχή, τότε ο νους αναγνωρίζεται ως μία από τις δυνάμεις της ψυχής και μάλιστα η σημαντικότερη δύναμή της, εφόσον αυτή είναι η μόνη λογική, νοερή και πνευματική δύναμη, ενώ οι άλλες ως ενδιάμεσοι που συνάπτουν τα νοερά με τα αισθητά, βαθμιαία τείνουν προς την αλογότερη υλική φύση, το σώμα μας και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Όσο όμως εισερχόμαστε βαθύτερα, τότε ο νους προσεγγίζεται όχι πια ως δύναμη αλλά ως ο πυρήνας της ύπαρξης του ανθρώπου, ως το ακρότατο μέσα μας αγαθό167, εφόσον αυτός κατεξοχήν φέρει το κατ’ εικόνα, αυτός είναι αυτοτελής ουσία, αυτός μπορεί να ενεργεί καθεαυτόν, αυτός μπορεί να εποπτεύει και να ορίζει τις άλλες δυνάμεις, αυτός ενώνεται με τον Θεό και μόνος αυτός από τα εγκόσμια μπορεί να γίνει θεός, εάν θέλει, συνανυψώνοντας μαζί του το σώμα της ταπεινώσεως168. Έτσι εξηγεί ο άγιος ότι νους μπορεί να αποκαλείται και η ενέργεια του νου, που συνιστάται από λογισμούς και νοήματα, νους αποκαλείται και η δύναμη που ενεργεί αυτά, νους καλείται και η καρδιά στη Γραφή169, εφόσον είναι η έδρα του, νους όμως είναι κυρίως η μόνη τέλεια και αμέριστη ουσία μέσα μας και αυτοτελώς ενεργούσα170.
II. Νούς και αισθήσεις
Η αίσθηση, όπως αναφέρθηκε, είναι άλογη ή μάλλον η αλογότερη δύναμη, γνωστική και αντιληπτική των αισθητών αντικειμένων, όταν αυτά είναι παρόντα171. Η αλογία της οφείλεται στον τρόπο που αυτή λειτουργεί. Αποτελεί την πρώτη βαθμίδα τής κλίμακας που συνδέει τον υλικό με τον νοερό κόσμο. Ο ανθρώπινος νούς δεν μπορεί πρωτογενώς να κοινωνήσει με τον υλικό κόσμο· αυτό πραγματοποιείται κλιμακωτά με την βοήθεια των ψυχικών δυνάμεων, ώστε βαθμιαία το υλικό και αισθητό να αποκτήσει άϋλο και νοερό χαρακτήρα προσεγγίσιμο στον νου. Ο άγιος εξηγεί ότι δια των αισθήσεων προσλαμβάνονται τα αισθητά και πραγματοποιούνται οι πρώτες διαμορφώσεις στον εγκέφαλο, οι οποίες προφανώς δεν είναι τα ίδια τα σώματα, αλλά σίγουρα είναι ακόμη σωματικές· αποτελούν θα λέγαμε τον πρώτο βαθμό εξαΰλωσης, εφόσον η διαμόρφωση αυτή στον εγκέφαλο είναι η υλική αποτύπωση, το σωματικό αποτέλεσμα, η εικόνα του αισθητού αντικειμένου. Έτσι από τα χρώματα και τα σχήματα, όντας πολυειδώς διατεταγμένα, μορφώνεται η όραση, η όσφρηση από τους ατμούς, η γεύση από τους χυμούς, από τους ήχους η ακοή, και η αφή από τα τραχέα ή ομαλά κατά την θέση. Οι διαμορφώσεις που γίνονται με βάση τις αισθήσεις… είναι οι εκτυπώσεις των σωμάτων, σαν εικόνες που χωρίζονται αχώριστα από τα είδη των σωμάτων. Και αυτό είναι φανερό περισσότερο από την όραση και μάλιστα από τα ορώμενα δι’ εσόπτρων172.
Παρά την αλογία τών αισθήσεων, η αξία τους είναι προφανής, εφόσον επιτελούν τόσο σπουδαίο ρόλο φέρνοντας σε επαφή το νοερό με το αισθητό και όχι μόνο. Ο άνθρωπος για τον άγιο υπερέχει των αγγέλων σ’ αυτό το σημείο, διότι αποτελεί το μοναδικό λογικό κτίσμα που διαθέτει εκτός από το νοερό και το λογικό, επιπλέον και το αισθητικό, το οποίο όντας καμωμένο να είναι συνημμένο με το λογικό, εφεύρε πλήθος παντός είδους τεχνών και επιστημών και γνώσεων. Αυτή είναι η δύναμη, δια της οποίας ο άνθρωπος πορεύτηκε επί της γης, προόδευσε, καλλιέργησε, οικοδόμησε, παρήγαγε από μη όντα, αν και όχι εντελώς από μη όντα, διότι αυτό είναι προσόν μόνο του Θεού. Αυτή είναι η δύναμη δια της οποίας ο αόρατος λόγος του νού όχι μόνο από την ακοή γίνεται αισθητός, καθώς εγγίζει τον αέρα, αλλά ο Θεός έδωσε το προνόμιο να καταγράφεται και να βλέπεται μαζί με το σώμα και δια του σώματος από τους ανθρώπους μόνο, οδηγώντας σε διαρκή αποδοχή της κατά σάρκα επιδημίας και παρουσίας του ανωτάτου Λόγου173.
Αναλύοντας την δύναμη τής αίσθησης στην πεντάδα των αισθήσεων, ο άγιος εξηγεί ότι και σ’ αυτές υπάρχει διαβάθμιση από τις υλικότερες και αλογότερες προς τις αϋλότερες και απαθέστερες και λογικότερες. Έτσι, η ακοή και η όραση είναι λογικότερες και απαθέστερες από την αφή, διότι με διαφορετικό τρόπο η καθεμιά τους χρησιμοποιεί την σωματοειδή δύναμη μέσα της174. Κατά τη διάρκεια τής προσευχής και στην προσπάθεια τού νου να επιστρέψει στον εαυτό του για να συναντήσει τον Θεό, η όραση και η ακοή ηρεμούν ευκολότερα, όταν πάψουν τα αισθητά να είναι παρόντα· η αφή είναι όμως πάντοτε παρούσα, γι’ αυτό και η νηστεία, που προκαλεί την απουσία των αισθητών από την συγκεκριμένη αίσθηση, βοηθάει πάρα πολύ τον προσευχόμενο, εξηγεί ο άγιος175. Τις αποκαλεί επιπλέον θυρίδες, δια των οποίων εισέρχονται οι όποιες πληροφορίες εντός του ανθρώπου και κατευθύνονται τελικά στη λογικότερη δύναμη, τον νου. Χρήζουν δε ιδιαίτερης προσοχής, διότι δι’ αυτών εισήλθε ο θάνατος στο ανθρώπινο γένος. Οι προπάτορές μας άκουσαν την δόλια συμβουλή τού πονηρού, είδαν τον καρπό και διαπίστωσαν ότι ήταν ωραίος, τον έπιασαν και τον έκοψαν με τα χέρια τους, τον γεύτηκαν και οδηγήθηκαν στον θάνατο. Με άλλα λόγια στο γεγονός τής πτώσης συμμετείχαν σχεδόν όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου. Όσο για τον μετά την πτώση άνθρωπο που ζει και τρέφεται καθημερινά μέσα στον κόσμο με τα ποικίλα εξωτερικά εμπαθή ερεθίσματα, θεωρεί πως είναι πάρα πολύ δύσκολο έως και αδύνατο να μην αποκτήσει πονηρή διάθεση στον εσωτερικό του κόσμο176. Ακόμη όμως κι αν υποθέσουμε πως υπάρχουν κάποιοι που καταφέρνουν να μην αποκτήσουν πονηρή διάθεση, οι αισθήσεις αποτελούν το πρώτο μέσο, δια του οποίου ο νους κατέρχεται στην κατά διάνοια αναπτυσσόμενη ψυχική ζωή. Επομένως, κι αν ακόμη χρησιμοποιούνται ορθά για την διεκπεραίωση των καθημερινών δραστηριοτήτων, εύκολα μπορούν να υποκλέψουν την διανοητική δραστηριότητα και δι’ αυτής να αποσπάσουν τον νου από την ανώτερη εργασία του, που είναι η επιστροφή στον εαυτό του. Με τον τρόπο αυτό ο νους παραμένει διασπασμένος και διασκορπισμένος όσο η ενέργειά του είναι δεσμευμένη δια των αισθήσεων στην πολυμέριστη και ποικιλότροπη και πολύμορφη καθημερινή ζωή. Χάνει την ευκαιρία να επιστρέψει το πνεύμα του –δια του οποίου ενεργούν οι ψυχικές δυνάμεις στον εγκέφαλο– στην τριαδική ενότητα με τον νου και τον ενδότατο λόγο, κι έτσι χάνεται η ευκαιρία να βρει ο νους τον εαυτό του, και με την βοήθεια της Χάριτος να τον υπερβεί και να ενωθεί με τον Θεό.
Παρόλα αυτά οι αισθήσεις δεν έχουν την πρωτογενή ευθύνη, εφόσον καθεαυτές είναι άλογες, και το άλογο είναι από τη φύση του δουλικό και υπήκοο177. Οι αισθήσεις είναι και αυτές πλασμένες «καλές λίαν», όπως και όλες οι άλλες δυνάμεις της ψυχής· σ’ αυτές τις δυνάμεις βρίσκονται τα σπέρματα των αρετών178, κι είναι πλασμένες από την φύση τους για ενέργειες υψηλές κι όχι χαμερπείς, για τα θεία και μακάρια πάθη179. Αποτελούν στοιχεία που δόθηκαν στην φύση μας, και τα φυσικά είναι ακατηγόρητα, καμωμένα από τον αγαθό Θεό, για να περπατήσουμε μέσω αυτών με αγαθά έργα180. Οι αισθήσεις είναι οι θυρίδες δια των οποίων εισέρχονται οι παραστάσεις· το ποιες παραστάσεις όμως θα εισέλθουν και πώς αυτές θα χρησιμοποιηθούν από τον νου με την βοήθεια των υπολοίπων δυνάμεων της ψυχής, εναπόκειται αποκλειστικά στο νου και στο αυτεξούσιο που διαθέτει για να επιλέξει, έστω κι αν εμείς από φιλάμαρτη γνώμη, σε μερικά αφηνιάζουμε όχι μόνο από τον Θεό και παντοκράτορα, αλλά και από τον αυτοκράτορα που υπάρχει μέσα μας εμφύτως181.
III. Νούς και φαντασία
Η φαντασία αναφέρεται ως η μετά τις αισθήσεις άλογη δύναμη και το μεθόριο του νου και της αισθήσεως182. Αποτελεί την μόνιμη έδρα των ενεργειών των αισθήσεων183, αλλά και την αποθήκη τους χωρίς να είναι αποχωρισμένη από την δόξα και την διάνοια, που είναι λογικότερες δυνάμεις, και ενεργεί και αυτή με όργανο το ψυχικό πνεύμα στον εγκέφαλο184. Η έναρξη τής λειτουργίας της βασίζεται στις αισθήσεις, καθώς προσοικειούμενη τα εκμαγεία τών αισθήσεων, τις πρώτες υλικές αποτυπώσεις, τις απεικονίσεις τών αισθητών στον εγκέφαλο, χωρίζει τελείως όχι τις ίδιες τις αισθήσεις, αλλά τις εικόνες που είναι σ’ αυτά (τα εκμαγεία) από τα σώματα και τα είδη τους, και τις έχει αποθηκευμένες σαν θησαυρούς για να τις χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε άλλη φορά, ακόμη κι όταν δεν είναι παρόν το σώμα, προβάλλοντάς τες κατάλληλα για δική της χρήση εσωτερικά, και καθιστώντας στον εαυτό της τα πάντα ορατά· και τα ακουστά, και τα γευστά, και τα οσφραντά και τα απτά185. Αυτός είναι και ο λόγος που αναφέρεται και ως νους, διότι ενεργεί και χωρίς να είναι παρόντα τα αισθητά, όμως νους παθητικός εφόσον δεν είναι έξω από τα μεριστά186.
Όπως οι αισθήσεις έτσι και η φαντασία ως άλογη δύναμη δεν φέρει πρωτογενώς την ευθύνη για την κίνηση του νού προς το καλό ή το κακό. Ο νούς και πάλι, όπως και πάντα, είναι αυτός που ορίζει και εποπτεύει τις υπόλοιπες δυνάμεις της ψυχής. Ο νούς είναι αυτός, ο οποίος με τη βοήθεια της δύναμης τού φανταστικού αντικρίζει τις εικόνες που είναι ήδη ασώματες, αν και όχι εντελώς, και έχει την ικανότητα να τις περιστρέφει, να τις μεγεθύνει ή να τις σμικρύνει, να τις κατακερματίζει και να συνδυάζει διαφορετικών εικόνων τμήματα μεταξύ τους, παράγοντας με τον τρόπο αυτό νέες εικόνες ‐ παραστάσεις, τις φανταστικές. Ο νους είναι αυτός, ο οποίος εργαζόμενος με αυτόν τον τρόπο, καθιστά ποικίλους και τους λογισμούς, διαλογιζόμενος και αναλογιζόμενος και συλλογιζόμενος κατά ποικίλους τρόπους, εμπαθώς, απαθώς, μέσως, πεπλανημένως, και απλανεύτως, γεννώντας από αυτούς τις περισσότερες αρετές και κακίες, ορθοδοξίες και κακοδοξίες. Εξηγεί όμως ο άγιος ότι κάθε λογισμός στο νου δεν είναι υποχρεωτικό να εκκινείται από τα αισθητά ή την φαντασία, ούτε και να ασχολείται οπωσδήποτε με αυτά, διότι θα μπορούσε να βρει κανείς και μερικά από εκείνα που δεν μπορούν να υποπέσουν σε αίσθηση, που δίνονται στο λογισμό από τον νου. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο θεωρεί ότι δεν είναι υπεύθυνη η φαντασία για κάθε αλήθεια ή πλάνη, για κάθε αρετή ή κακία187. Παρόλα αυτά παρατηρεί πως είναι άξιο θαυμασμού το γεγονός, ότι από την καλή ή κακή χρήση των αισθητών και πρόσκαιρων, ο νους μπορεί να δημιουργήσει μόνιμο κάλλος ή αίσχος στην ψυχή, πλούτο ή πενία, δόξα ή αδοξία, και γενικότερα είτε νοητό φως παρεκτικό αιώνιας ζωής, είτε νοητό και κολαστήριο σκότος188. Έτσι, αν ο νους αλληγορικά χαρακτηριστεί ως η κεφαλή της ψυχής, εφόσον αυτός είναι το ηγεμονικό της μέρος, την φαντασία την χαρακτηρίζει ως το πρόσωπό της, αυτό που εμφανίζει την ομορφιά ή την ασχήμια της. Γι’ αυτό και προτείνει σε περιόδους νηστείας την μεν κεφαλή να την αλείφουμε με έλαιο, δηλαδή να καθιστούμε τον νού μας ελεήμονα, το δε πρόσωπό μας να το πλένουμε, δηλαδή την φαντασία μας να την καθαρίζουμε από τους ρυπαρούς λογισμούς189.
Σημειώσεις
Σε προηγούμενη ενότητα αναφερθήκαμε στις τριμερείς διαιρέσεις τής ψυχής που παρέλαβαν οι άγιοι της Εκκλησίας από τους φιλοσόφους και τις χρησιμοποίησαν φιλτράροντάς τες μέσα από το Ορθόδοξο ήθος και βίωμα. Οι νηπτικοί Πατέρες, μέσα από την ασκητική και κοπιώδη ανθρωπίνως πορεία τους για την επιστροφή στον εαυτό τους και την ένωσή τους δια τής Χάριτος με τον Θεό, φωτίστηκαν από την Χάρη, ψηλάφισαν εμπειρικά τις πραγματικότητες αυτές, που λέγονται δυνάμεις τής ψυχής μέσα τους και μας παρέδωσαν μία ακόμα διαίρεση της ψυχής σε πέντε δυνάμεις: τον νου, την διάνοια, την δόξα, την φαντασία και την αίσθηση. Η διαίρεση αυτή δεν δόθηκε με κριτήρια φιλοσοφικά ή ευρύτερα επιστημονικά, αλλά με μοναδικό κριτήριο την προσέγγιση τού μυστηρίου τού ανθρώπου, τον εντοπισμό τών ψυχικών δυνάμεών του, ώστε να κατανοηθεί με ποιον τρόπο θα μπορέσει ο άνθρωπος να ξεπεράσει την ζωή που δεν τον ολοκληρώνει και τον οδηγεί στον θάνατο. Η αναζήτηση τής αληθινής ζωής, της χαριτωμένης, αυτής που πληρώνεται κατά την χαρισματική μέθεξη τού ακτίστου ήταν που οδήγησε τους Πατέρες στη διερεύνηση τών εσωτερικών τους δυνάμεων και τής φυσιολογίας τους, τής παθολογίας τους, στο πώς αυτές προσβάλλονται, πώς νοσούν, και ποια είναι η θεραπεία τους, πώς πρέπει αυτές να διατεθούν για να οδηγήσουν και πάλι τον άνθρωπο σε ζωντανή σχέση με τον Θεό, να τον αφθαρτίσουν.
Ο άγιος Γρηγόριος αναφέρεται σε πολλούς λόγους και ομιλίες του στο θέμα τών δυνάμεων της ψυχής και την μεταξύ τους σχέση. Διακρίνει τον ουρανό και τη γη ως τα ακρότατα του κτιστού κόσμου, αποδίδοντας στον ουρανό το άϋλο και νοερό στοιχείο και στη γη το υλικό και αισθητό. Ο άνθρωπος, που αποτελεί το εξέχον δημιούργημα, που είναι η συνδρομή τού παντός και η συγκεφαλαίωση όλης τής κτίσης, και διαθέτει τόσο το νοερό όσο και το υλικό στοιχείο, είναι προικισμένος με νου και αίσθηση κατά έναν ακατάληπτο τρόπο, από την σοφία του Θεού που αναμιγνύει τα άμικτα. Θεωρεί τον νού και την αίσθηση ως τα δύο ακρότατα τού ανθρώπου, που τον συνδέουν ο μεν νους με τον νοερό κόσμο, η δε αίσθηση με τον υλικό και αισθητό κόσμο. Μεταξύ αυτών, του νού και της αίσθησης μεσολαβούν ως γνησιότατοι σύνδεσμοι οι τρεις άλλες δυνάμεις, η φαντασία η δόξα και η διάνοια163. Παρατηρείται λοιπόν μία κλιμάκωση στις δυνάμεις τού ανθρώπου από τις υλωδέστερες και αλογότερες προς τις λεπτομερέστερες και λογικότερες.
Η αίσθηση είναι η αλογότερη δύναμη που διαθέτει ο άνθρωπος, με τη βοήθεια της οποίας αποκτά γνώση και αντίληψη των αισθητών αντικειμένων, όταν αυτά είναι παρόντα. Η φαντασία έχει την αρχή της στις αισθήσεις, διότι μέσω αυτών εισέρχονται οι διάφορες παραστάσεις και εντυπώνονται και στη συνέχεια χρησιμοποιούνται. Θεωρείται επίσης άλογη δύναμη και ικανότερη σε δράση από τις αισθήσεις, διότι αυτή μπορεί και δρα ακόμη κι όταν τα αισθητά απουσιάζουν, ενώ οι αισθήσεις ενεργούν μόνο όταν αυτά είναι παρόντα. Την ονομάζει και νού, εφόσον ενεργεί και χωρίς την παρουσία τών αισθητών, που είναι όμως παθητικός, διότι σχετίζεται με τα μεριστά, τα προερχόμενα από τις πολυμέριστες, πολυδιάστατες και πολυδιασπασμένες εξωτερικές εμπειρίες και παραστάσεις. Δεν είναι με άλλα λόγια η δύναμη εκείνη πού θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιστροφή τού νου στον εαυτό του και στην χαρισματική ένωσή του με την άκτιστη Χάρη του Θεού. Την δόξα την διαιρεί σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτήν που προέρχεται από την φαντασία κι επομένως είναι άλογη, και σ’ αυτήν που προέρχεται από την διάνοια ‐που είναι πάντα λογική‐ κι ως εκ τούτου προχωρώντας βαθμιαία με τη βοήθειά της καταλήγει στην λογική δόξα. Παρόλα αυτά όμως καμία τών τεσσάρων αυτών δυνάμεων δεν είναι ικανή από μόνη της να οδηγήσει σε ένωση με τον Θεό. Και οι τέσσερις συγκροτήθηκαν και ενεργούν με πρώτο όργανο το ψυχικό πνεύμα στον εγκέφαλο. Ο νους, η πέμπτη και κορυφαία δύναμη τού ανθρώπου, είναι η κατεξοχήν λογική δύναμη, το λογικό μέρος τής ψυχής. Αυτό το λογικό μέρος φέρει κατά κύριο λόγο το κατ’ εικόνα, αυτό είναι τριαδικό διακρινόμενο σε νου, λόγο και πνεύμα, αυτό είναι που χρησιμοποιεί τις αλογότερες ή λογικότερες δυνάμεις που του δόθηκαν για να κοινωνεί τόσο με τον αισθητό, όσο και με τον νοερό, αλλά και με τον κόσμο του ακτίστου· τον Τριαδικό Θεό. Ο νους δεν χρησιμοποιεί κάποιο όργανο στο σώμα, παρά το γεγονός ότι εξηγήθηκε διεξοδικά ότι έχει έδρα του την καρδιά κι εκεί ενεργεί κυρίως, κι εκεί ενεργούνται τα θαυμάσια που ακολουθούν την ένωσή του δια της Χάριτος με τον Θεό. Απεναντίας όπως ήδη αναφέρθηκε είναι ουσία αυτοτελής και ενεργεί από μόνη της, αν και κατεβάζει τον εαυτό του προς την κατά διάνοια αναπτυσσόμενη ψυχική ζωή164.
Η λογική δόξα και η διάνοια, αν και είναι λογικές δυνάμεις, δεν είναι αφενός αποχωρισμένες από την αποθήκη τών αισθήσεων, την φαντασία, και αφετέρου ενεργούν με όργανο το ψυχικό πνεύμα στον εγκέφαλο165· δεν δρουν αυτοτελώς και είναι άμεσα εξαρτημένες από αυτόν. Έτσι, αν ο εγκέφαλος υποστεί κάποια βλάβη –λόγου χάριν γενετικής φύσης ή από κάποιο ατύχημα–, μπορεί να μην λειτουργούν ορθά αυτές οι δυνάμεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει υποστεί βλάβη και ο νους· ο νους δεν μπορεί να υποστεί οργανική βλάβη εφόσον δεν απαιτείται κάποιο όργανο για να ενεργήσει. Απεναντίας, εάν ο νούς αυτεξουσίως εκχωρήσει τόπο στην αμαρτία, αφενός συνεργεί στην δημιουργία του δύσμορφου καλύμματος των παθών, που τον σκοτεινιάζει και αμαυρώνει την εικόνα του, αφετέρου οδηγεί σε οργανικής φύσης βλάβες, που αφήνουν το υλικό αποτύπωμά τους, τόσο στον εγκέφαλο, όσο και σε άλλα όργανα του σώματος. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον αλκοολισμό, που ξεκινάει από έναν δουλωμένο νου στο συγκεκριμένο πάθος, και σταδιακά αφήνει ολοένα και περισσότερο τα υλικά και μετρήσιμα πλέον αποτυπώματά του σε διάφορα όργανα του σώματος.
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα το εξής συμπέρασμα: όση προσπάθεια και πρόοδο κι αν κάνει η επιστήμη, δεν θα μπορέσει ποτέ να φτάσει στον πυρήνα της ύπαρξής μας, τον νου166. Η επιστήμη μπορεί να προσεγγίσει το μετρήσιμο, αυτό που αφήνει κατά κάποιον τρόπο υλικά αποτυπώματα, που μπορούν ευκολότερα ή δυσκολότερα να εντοπιστούν, να μετρηθούν και ίσως να τροποποιηθούν. Οι σύγχρονες Νευροεπιστήμες και η Γνωστική Ψυχολογία, που έχουν κάνει εξαιρετικά βήματα στην κατανόηση τής λειτουργίας τού εγκεφάλου, βασίζονται στις μετρήσεις τού συγκεκριμένου οργάνου και στα αποτελέσματα που δίνουν αυτές. Μπορούν έτσι ενδεχομένως να ελέγξουν ή και να τροποποιήσουν τις διανοητικές διεργασίες, όχι όμως και την νοερή εργασία του νου, εάν αυτός αυτεξουσίως δεν το επιτρέψει. Ο νους καθεαυτόν είναι απροσέγγιστος από τις επιστημονικές μεθόδους ως ασώματος και μη ενεργών με κάποιο όργανο.
Εκείνο που πρέπει επίσης να διασαφηνιστεί για να αποφευχθεί η οποιαδήποτε σύγχυση είναι ότι, όταν ο άνθρωπος προσεγγίζεται ως διφυής με σώμα και ψυχή, τότε ο νους αναγνωρίζεται ως μία από τις δυνάμεις της ψυχής και μάλιστα η σημαντικότερη δύναμή της, εφόσον αυτή είναι η μόνη λογική, νοερή και πνευματική δύναμη, ενώ οι άλλες ως ενδιάμεσοι που συνάπτουν τα νοερά με τα αισθητά, βαθμιαία τείνουν προς την αλογότερη υλική φύση, το σώμα μας και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Όσο όμως εισερχόμαστε βαθύτερα, τότε ο νους προσεγγίζεται όχι πια ως δύναμη αλλά ως ο πυρήνας της ύπαρξης του ανθρώπου, ως το ακρότατο μέσα μας αγαθό167, εφόσον αυτός κατεξοχήν φέρει το κατ’ εικόνα, αυτός είναι αυτοτελής ουσία, αυτός μπορεί να ενεργεί καθεαυτόν, αυτός μπορεί να εποπτεύει και να ορίζει τις άλλες δυνάμεις, αυτός ενώνεται με τον Θεό και μόνος αυτός από τα εγκόσμια μπορεί να γίνει θεός, εάν θέλει, συνανυψώνοντας μαζί του το σώμα της ταπεινώσεως168. Έτσι εξηγεί ο άγιος ότι νους μπορεί να αποκαλείται και η ενέργεια του νου, που συνιστάται από λογισμούς και νοήματα, νους αποκαλείται και η δύναμη που ενεργεί αυτά, νους καλείται και η καρδιά στη Γραφή169, εφόσον είναι η έδρα του, νους όμως είναι κυρίως η μόνη τέλεια και αμέριστη ουσία μέσα μας και αυτοτελώς ενεργούσα170.
II. Νούς και αισθήσεις
Η αίσθηση, όπως αναφέρθηκε, είναι άλογη ή μάλλον η αλογότερη δύναμη, γνωστική και αντιληπτική των αισθητών αντικειμένων, όταν αυτά είναι παρόντα171. Η αλογία της οφείλεται στον τρόπο που αυτή λειτουργεί. Αποτελεί την πρώτη βαθμίδα τής κλίμακας που συνδέει τον υλικό με τον νοερό κόσμο. Ο ανθρώπινος νούς δεν μπορεί πρωτογενώς να κοινωνήσει με τον υλικό κόσμο· αυτό πραγματοποιείται κλιμακωτά με την βοήθεια των ψυχικών δυνάμεων, ώστε βαθμιαία το υλικό και αισθητό να αποκτήσει άϋλο και νοερό χαρακτήρα προσεγγίσιμο στον νου. Ο άγιος εξηγεί ότι δια των αισθήσεων προσλαμβάνονται τα αισθητά και πραγματοποιούνται οι πρώτες διαμορφώσεις στον εγκέφαλο, οι οποίες προφανώς δεν είναι τα ίδια τα σώματα, αλλά σίγουρα είναι ακόμη σωματικές· αποτελούν θα λέγαμε τον πρώτο βαθμό εξαΰλωσης, εφόσον η διαμόρφωση αυτή στον εγκέφαλο είναι η υλική αποτύπωση, το σωματικό αποτέλεσμα, η εικόνα του αισθητού αντικειμένου. Έτσι από τα χρώματα και τα σχήματα, όντας πολυειδώς διατεταγμένα, μορφώνεται η όραση, η όσφρηση από τους ατμούς, η γεύση από τους χυμούς, από τους ήχους η ακοή, και η αφή από τα τραχέα ή ομαλά κατά την θέση. Οι διαμορφώσεις που γίνονται με βάση τις αισθήσεις… είναι οι εκτυπώσεις των σωμάτων, σαν εικόνες που χωρίζονται αχώριστα από τα είδη των σωμάτων. Και αυτό είναι φανερό περισσότερο από την όραση και μάλιστα από τα ορώμενα δι’ εσόπτρων172.
Παρά την αλογία τών αισθήσεων, η αξία τους είναι προφανής, εφόσον επιτελούν τόσο σπουδαίο ρόλο φέρνοντας σε επαφή το νοερό με το αισθητό και όχι μόνο. Ο άνθρωπος για τον άγιο υπερέχει των αγγέλων σ’ αυτό το σημείο, διότι αποτελεί το μοναδικό λογικό κτίσμα που διαθέτει εκτός από το νοερό και το λογικό, επιπλέον και το αισθητικό, το οποίο όντας καμωμένο να είναι συνημμένο με το λογικό, εφεύρε πλήθος παντός είδους τεχνών και επιστημών και γνώσεων. Αυτή είναι η δύναμη, δια της οποίας ο άνθρωπος πορεύτηκε επί της γης, προόδευσε, καλλιέργησε, οικοδόμησε, παρήγαγε από μη όντα, αν και όχι εντελώς από μη όντα, διότι αυτό είναι προσόν μόνο του Θεού. Αυτή είναι η δύναμη δια της οποίας ο αόρατος λόγος του νού όχι μόνο από την ακοή γίνεται αισθητός, καθώς εγγίζει τον αέρα, αλλά ο Θεός έδωσε το προνόμιο να καταγράφεται και να βλέπεται μαζί με το σώμα και δια του σώματος από τους ανθρώπους μόνο, οδηγώντας σε διαρκή αποδοχή της κατά σάρκα επιδημίας και παρουσίας του ανωτάτου Λόγου173.
Αναλύοντας την δύναμη τής αίσθησης στην πεντάδα των αισθήσεων, ο άγιος εξηγεί ότι και σ’ αυτές υπάρχει διαβάθμιση από τις υλικότερες και αλογότερες προς τις αϋλότερες και απαθέστερες και λογικότερες. Έτσι, η ακοή και η όραση είναι λογικότερες και απαθέστερες από την αφή, διότι με διαφορετικό τρόπο η καθεμιά τους χρησιμοποιεί την σωματοειδή δύναμη μέσα της174. Κατά τη διάρκεια τής προσευχής και στην προσπάθεια τού νου να επιστρέψει στον εαυτό του για να συναντήσει τον Θεό, η όραση και η ακοή ηρεμούν ευκολότερα, όταν πάψουν τα αισθητά να είναι παρόντα· η αφή είναι όμως πάντοτε παρούσα, γι’ αυτό και η νηστεία, που προκαλεί την απουσία των αισθητών από την συγκεκριμένη αίσθηση, βοηθάει πάρα πολύ τον προσευχόμενο, εξηγεί ο άγιος175. Τις αποκαλεί επιπλέον θυρίδες, δια των οποίων εισέρχονται οι όποιες πληροφορίες εντός του ανθρώπου και κατευθύνονται τελικά στη λογικότερη δύναμη, τον νου. Χρήζουν δε ιδιαίτερης προσοχής, διότι δι’ αυτών εισήλθε ο θάνατος στο ανθρώπινο γένος. Οι προπάτορές μας άκουσαν την δόλια συμβουλή τού πονηρού, είδαν τον καρπό και διαπίστωσαν ότι ήταν ωραίος, τον έπιασαν και τον έκοψαν με τα χέρια τους, τον γεύτηκαν και οδηγήθηκαν στον θάνατο. Με άλλα λόγια στο γεγονός τής πτώσης συμμετείχαν σχεδόν όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου. Όσο για τον μετά την πτώση άνθρωπο που ζει και τρέφεται καθημερινά μέσα στον κόσμο με τα ποικίλα εξωτερικά εμπαθή ερεθίσματα, θεωρεί πως είναι πάρα πολύ δύσκολο έως και αδύνατο να μην αποκτήσει πονηρή διάθεση στον εσωτερικό του κόσμο176. Ακόμη όμως κι αν υποθέσουμε πως υπάρχουν κάποιοι που καταφέρνουν να μην αποκτήσουν πονηρή διάθεση, οι αισθήσεις αποτελούν το πρώτο μέσο, δια του οποίου ο νους κατέρχεται στην κατά διάνοια αναπτυσσόμενη ψυχική ζωή. Επομένως, κι αν ακόμη χρησιμοποιούνται ορθά για την διεκπεραίωση των καθημερινών δραστηριοτήτων, εύκολα μπορούν να υποκλέψουν την διανοητική δραστηριότητα και δι’ αυτής να αποσπάσουν τον νου από την ανώτερη εργασία του, που είναι η επιστροφή στον εαυτό του. Με τον τρόπο αυτό ο νους παραμένει διασπασμένος και διασκορπισμένος όσο η ενέργειά του είναι δεσμευμένη δια των αισθήσεων στην πολυμέριστη και ποικιλότροπη και πολύμορφη καθημερινή ζωή. Χάνει την ευκαιρία να επιστρέψει το πνεύμα του –δια του οποίου ενεργούν οι ψυχικές δυνάμεις στον εγκέφαλο– στην τριαδική ενότητα με τον νου και τον ενδότατο λόγο, κι έτσι χάνεται η ευκαιρία να βρει ο νους τον εαυτό του, και με την βοήθεια της Χάριτος να τον υπερβεί και να ενωθεί με τον Θεό.
Παρόλα αυτά οι αισθήσεις δεν έχουν την πρωτογενή ευθύνη, εφόσον καθεαυτές είναι άλογες, και το άλογο είναι από τη φύση του δουλικό και υπήκοο177. Οι αισθήσεις είναι και αυτές πλασμένες «καλές λίαν», όπως και όλες οι άλλες δυνάμεις της ψυχής· σ’ αυτές τις δυνάμεις βρίσκονται τα σπέρματα των αρετών178, κι είναι πλασμένες από την φύση τους για ενέργειες υψηλές κι όχι χαμερπείς, για τα θεία και μακάρια πάθη179. Αποτελούν στοιχεία που δόθηκαν στην φύση μας, και τα φυσικά είναι ακατηγόρητα, καμωμένα από τον αγαθό Θεό, για να περπατήσουμε μέσω αυτών με αγαθά έργα180. Οι αισθήσεις είναι οι θυρίδες δια των οποίων εισέρχονται οι παραστάσεις· το ποιες παραστάσεις όμως θα εισέλθουν και πώς αυτές θα χρησιμοποιηθούν από τον νου με την βοήθεια των υπολοίπων δυνάμεων της ψυχής, εναπόκειται αποκλειστικά στο νου και στο αυτεξούσιο που διαθέτει για να επιλέξει, έστω κι αν εμείς από φιλάμαρτη γνώμη, σε μερικά αφηνιάζουμε όχι μόνο από τον Θεό και παντοκράτορα, αλλά και από τον αυτοκράτορα που υπάρχει μέσα μας εμφύτως181.
III. Νούς και φαντασία
Η φαντασία αναφέρεται ως η μετά τις αισθήσεις άλογη δύναμη και το μεθόριο του νου και της αισθήσεως182. Αποτελεί την μόνιμη έδρα των ενεργειών των αισθήσεων183, αλλά και την αποθήκη τους χωρίς να είναι αποχωρισμένη από την δόξα και την διάνοια, που είναι λογικότερες δυνάμεις, και ενεργεί και αυτή με όργανο το ψυχικό πνεύμα στον εγκέφαλο184. Η έναρξη τής λειτουργίας της βασίζεται στις αισθήσεις, καθώς προσοικειούμενη τα εκμαγεία τών αισθήσεων, τις πρώτες υλικές αποτυπώσεις, τις απεικονίσεις τών αισθητών στον εγκέφαλο, χωρίζει τελείως όχι τις ίδιες τις αισθήσεις, αλλά τις εικόνες που είναι σ’ αυτά (τα εκμαγεία) από τα σώματα και τα είδη τους, και τις έχει αποθηκευμένες σαν θησαυρούς για να τις χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε άλλη φορά, ακόμη κι όταν δεν είναι παρόν το σώμα, προβάλλοντάς τες κατάλληλα για δική της χρήση εσωτερικά, και καθιστώντας στον εαυτό της τα πάντα ορατά· και τα ακουστά, και τα γευστά, και τα οσφραντά και τα απτά185. Αυτός είναι και ο λόγος που αναφέρεται και ως νους, διότι ενεργεί και χωρίς να είναι παρόντα τα αισθητά, όμως νους παθητικός εφόσον δεν είναι έξω από τα μεριστά186.
Όπως οι αισθήσεις έτσι και η φαντασία ως άλογη δύναμη δεν φέρει πρωτογενώς την ευθύνη για την κίνηση του νού προς το καλό ή το κακό. Ο νούς και πάλι, όπως και πάντα, είναι αυτός που ορίζει και εποπτεύει τις υπόλοιπες δυνάμεις της ψυχής. Ο νούς είναι αυτός, ο οποίος με τη βοήθεια της δύναμης τού φανταστικού αντικρίζει τις εικόνες που είναι ήδη ασώματες, αν και όχι εντελώς, και έχει την ικανότητα να τις περιστρέφει, να τις μεγεθύνει ή να τις σμικρύνει, να τις κατακερματίζει και να συνδυάζει διαφορετικών εικόνων τμήματα μεταξύ τους, παράγοντας με τον τρόπο αυτό νέες εικόνες ‐ παραστάσεις, τις φανταστικές. Ο νους είναι αυτός, ο οποίος εργαζόμενος με αυτόν τον τρόπο, καθιστά ποικίλους και τους λογισμούς, διαλογιζόμενος και αναλογιζόμενος και συλλογιζόμενος κατά ποικίλους τρόπους, εμπαθώς, απαθώς, μέσως, πεπλανημένως, και απλανεύτως, γεννώντας από αυτούς τις περισσότερες αρετές και κακίες, ορθοδοξίες και κακοδοξίες. Εξηγεί όμως ο άγιος ότι κάθε λογισμός στο νου δεν είναι υποχρεωτικό να εκκινείται από τα αισθητά ή την φαντασία, ούτε και να ασχολείται οπωσδήποτε με αυτά, διότι θα μπορούσε να βρει κανείς και μερικά από εκείνα που δεν μπορούν να υποπέσουν σε αίσθηση, που δίνονται στο λογισμό από τον νου. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο θεωρεί ότι δεν είναι υπεύθυνη η φαντασία για κάθε αλήθεια ή πλάνη, για κάθε αρετή ή κακία187. Παρόλα αυτά παρατηρεί πως είναι άξιο θαυμασμού το γεγονός, ότι από την καλή ή κακή χρήση των αισθητών και πρόσκαιρων, ο νους μπορεί να δημιουργήσει μόνιμο κάλλος ή αίσχος στην ψυχή, πλούτο ή πενία, δόξα ή αδοξία, και γενικότερα είτε νοητό φως παρεκτικό αιώνιας ζωής, είτε νοητό και κολαστήριο σκότος188. Έτσι, αν ο νους αλληγορικά χαρακτηριστεί ως η κεφαλή της ψυχής, εφόσον αυτός είναι το ηγεμονικό της μέρος, την φαντασία την χαρακτηρίζει ως το πρόσωπό της, αυτό που εμφανίζει την ομορφιά ή την ασχήμια της. Γι’ αυτό και προτείνει σε περιόδους νηστείας την μεν κεφαλή να την αλείφουμε με έλαιο, δηλαδή να καθιστούμε τον νού μας ελεήμονα, το δε πρόσωπό μας να το πλένουμε, δηλαδή την φαντασία μας να την καθαρίζουμε από τους ρυπαρούς λογισμούς189.
Σημειώσεις
163. Ομιλία ΚΣΤ΄, Εν τω καιρώ του θέρους…, 1, PG 151, 332C ‐ D , ΕΠΕ 10, 152. Επίσης, Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 55, ΕΠΕ 11, 332.
164. Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 56, ΕΠΕ 11, 334.
165. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3, 44, Π. Χρήστου 1, 456 , ΕΠΕ 2, 206, 2 – 5. Επίσης, Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 57, ΕΠΕ 11, 332.
166. Ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς αναφέρει τον νου ως τον πυρήνα του προσώπου του Αδάμ ή και ως κέντρο της ύπαρξης του ανθρώπου. Βλ. Ιουστίνου Πόποβιτς, ΟΔΟΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ, Κεφάλαια ασκητικά και γνωσιολογικά, Έκδοση Δεύτερη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1992, σελ. 21 ‐ 23.
167. Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 58, ΕΠΕ 11, 336.
168. «Πόσον οὐρανοῦ κρείττων νοῦς, ὃς εἰκών τέ ἐστι Θεοῦ καὶ Θεὸν οἶδε καὶ μόνος τῶν ἐγκοσμίων θεός, εἰ βούλεται, γίνεται, συναναφέρων τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως». Ομιλία ΚΣΤ΄, Εν τω καιρώ του θέρους…, 2, PG 151, 333Α, ΕΠΕ 10, 154. Επίσης, Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 56, ΕΠΕ 11, 332.
169. Περί προσευχής και καθαρότητας καρδίας, 3, PG 150, 1120D, ΕΠΕ 8, 268, 9 – 13.
170. Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 58, ΕΠΕ 11, 336.
171. Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 56, ΕΠΕ 11, 334.
172. Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα, 15, PG 150, 1132B – C, ΕΠΕ 8, 90 – 92.
173. Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα, 63, PG 150, 1165C ‐ D, ΕΠΕ 8, 154.
174. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2, 4, Π. Χρήστου 1, 510, ΕΠΕ 2, 300, 22 ‐ 23.
175. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2, 5, Π. Χρήστου 1, 511 ‐ 512, ΕΠΕ 2, 300 – 302.
176 Ομιλία Μ΄, Στον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, 22, PG 151, 509D – 512A, EΠE 10.
177. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 62, PG, 150, 1165Α, ΕΠΕ 8, 152, 9 – 13.
178. «… καὶ τίνος ἕνεκα πρῶτον μὲν τῶν τῆς ἀρετῆς εἰδῶν κατάλογον ἐποιησάμην, ἔπειτα τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων; Ὅτι τὰ σπέρματα ἐκείνων ἐντεῦθέν ἐστι, καὶ ἐντεῦθεν ἐκεῖνα τὸ εἶναι πάντ’ ἐσχήκασιν». Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 57, ΕΠΕ 11, 334.
179. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2, 22, Π. Χρήστου 1, 530, ΕΠΕ 2, 334, 11 ‐ 12.
180. «Ἐπειδήπερ ἐκεῖνα φύσει πρόσεστιν ἡμῖν, ἀνέγκλητα δὲ τὰ φυσικά, παρὰ τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ πεποιημένα, ἵνα δι’ αὐτῶν ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς περιπατήσωμεν». Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετής, 41, PG 150, 1069Α, ΕΠΕ 8, 394, 16 – 18.
181. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 62, PG, 150, 1165Α, ΕΠΕ 8, 152, 13 ‐ 15.
182. Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα, 17, PG 150, 1132C ‐ D, ΕΠΕ 8, 92, 19 ‐ 20.
183. «… φανταστικόν, ἐν ᾧ τῶν κατὰ τὰς αἰσθήσεις ἐνεργειῶν ἔμμονός ἐστιν ἡ ἕδρα…». Ομιλία Ζ΄, Ετέρα περί Νηστείας, 11, PG 151, 92D, ΕΠΕ 9, 206.
184. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3, 44 Π. Χρήστου 1, 456 , ΕΠΕ 2, 206, 2 – 5. Επίσης, Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 57, ΕΠΕ 11, 332.
185. Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα, 16, PG 150, 1132C, ΕΠΕ 8, 92.
186. Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 56, ΕΠΕ 11, 334.
187. Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα, 17, PG 150, 1132D, ΕΠΕ 8, 92, 20 – 94, 3.
188. Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα, 18, PG 150, 1133Α, ΕΠΕ 8, 94, 4 ‐ 8.
189. Ομιλία Ζ΄, Ετέρα περί Νηστείας, 11, PG 151, 92D – 93A, ΕΠΕ 9, 206.
164. Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 56, ΕΠΕ 11, 334.
165. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3, 44, Π. Χρήστου 1, 456 , ΕΠΕ 2, 206, 2 – 5. Επίσης, Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 57, ΕΠΕ 11, 332.
166. Ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς αναφέρει τον νου ως τον πυρήνα του προσώπου του Αδάμ ή και ως κέντρο της ύπαρξης του ανθρώπου. Βλ. Ιουστίνου Πόποβιτς, ΟΔΟΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ, Κεφάλαια ασκητικά και γνωσιολογικά, Έκδοση Δεύτερη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1992, σελ. 21 ‐ 23.
167. Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 58, ΕΠΕ 11, 336.
168. «Πόσον οὐρανοῦ κρείττων νοῦς, ὃς εἰκών τέ ἐστι Θεοῦ καὶ Θεὸν οἶδε καὶ μόνος τῶν ἐγκοσμίων θεός, εἰ βούλεται, γίνεται, συναναφέρων τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως». Ομιλία ΚΣΤ΄, Εν τω καιρώ του θέρους…, 2, PG 151, 333Α, ΕΠΕ 10, 154. Επίσης, Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 56, ΕΠΕ 11, 332.
169. Περί προσευχής και καθαρότητας καρδίας, 3, PG 150, 1120D, ΕΠΕ 8, 268, 9 – 13.
170. Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 58, ΕΠΕ 11, 336.
171. Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 56, ΕΠΕ 11, 334.
172. Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα, 15, PG 150, 1132B – C, ΕΠΕ 8, 90 – 92.
173. Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα, 63, PG 150, 1165C ‐ D, ΕΠΕ 8, 154.
174. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2, 4, Π. Χρήστου 1, 510, ΕΠΕ 2, 300, 22 ‐ 23.
175. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2, 5, Π. Χρήστου 1, 511 ‐ 512, ΕΠΕ 2, 300 – 302.
176 Ομιλία Μ΄, Στον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, 22, PG 151, 509D – 512A, EΠE 10.
177. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 62, PG, 150, 1165Α, ΕΠΕ 8, 152, 9 – 13.
178. «… καὶ τίνος ἕνεκα πρῶτον μὲν τῶν τῆς ἀρετῆς εἰδῶν κατάλογον ἐποιησάμην, ἔπειτα τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων; Ὅτι τὰ σπέρματα ἐκείνων ἐντεῦθέν ἐστι, καὶ ἐντεῦθεν ἐκεῖνα τὸ εἶναι πάντ’ ἐσχήκασιν». Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 57, ΕΠΕ 11, 334.
179. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2, 22, Π. Χρήστου 1, 530, ΕΠΕ 2, 334, 11 ‐ 12.
180. «Ἐπειδήπερ ἐκεῖνα φύσει πρόσεστιν ἡμῖν, ἀνέγκλητα δὲ τὰ φυσικά, παρὰ τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ πεποιημένα, ἵνα δι’ αὐτῶν ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς περιπατήσωμεν». Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετής, 41, PG 150, 1069Α, ΕΠΕ 8, 394, 16 – 18.
181. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 62, PG, 150, 1165Α, ΕΠΕ 8, 152, 13 ‐ 15.
182. Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα, 17, PG 150, 1132C ‐ D, ΕΠΕ 8, 92, 19 ‐ 20.
183. «… φανταστικόν, ἐν ᾧ τῶν κατὰ τὰς αἰσθήσεις ἐνεργειῶν ἔμμονός ἐστιν ἡ ἕδρα…». Ομιλία Ζ΄, Ετέρα περί Νηστείας, 11, PG 151, 92D, ΕΠΕ 9, 206.
184. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3, 44 Π. Χρήστου 1, 456 , ΕΠΕ 2, 206, 2 – 5. Επίσης, Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 57, ΕΠΕ 11, 332.
185. Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα, 16, PG 150, 1132C, ΕΠΕ 8, 92.
186. Ομιλία ΝΓ΄, Εις την είσοδον της Θεοτόκου…, 56, ΕΠΕ 11, 334.
187. Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα, 17, PG 150, 1132D, ΕΠΕ 8, 92, 20 – 94, 3.
188. Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα, 18, PG 150, 1133Α, ΕΠΕ 8, 94, 4 ‐ 8.
189. Ομιλία Ζ΄, Ετέρα περί Νηστείας, 11, PG 151, 92D – 93A, ΕΠΕ 9, 206.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου