Συνέχεια από: Σάββατο, 8 Μαΐου 2021
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13o
Αίτια του ύπνου, του χασμουρητού (χασμήματος), των ονείρων
Αυτή η υλική και ροώδης ζωή των σωμάτων, που προχωρεί πάντοτε με κίνηση, σε τούτο έχει τη δύναμη του είναι, στο ότι δεν σταματά ποτέ η κίνησις. Και όπως ένας ποταμός, τρέχοντας με την ορμή του, παρουσιάζει γεμάτη την κοίτη την οποία διαρρέει, δεν φαίνεται όμως πάντοτε να έχει το ίδιο νερό στον ίδιο τόπο, αλλά μέρος ρέει από κάτω και μέρος υπερεκχειλίζει· έτσι και το υλικό της εδώ ζωής με κάποια κίνηση και ροή βρίσκεται σε συνεχή διαδοχή αντιθέσεων, ώστε να μην μπορεί ποτέ να σταματήσει από τη μεταβολή, αλλά με τη δύναμη της αταραξίας (ησυχίας) να έχει ακατάπαυστη κίνηση εναλλασσόμενη δια των όμοιων. Αν δε το υλικό αυτό παύσει ποτέ να κινείται, οπωσδήποτε θα έχει σταματήσει και από το είναι. Παράδειγμα, διαδέχεται η κένωσις την πληρότητα, και πάλι αντεισέρχεται η πλήρωσις στην κενότητα. Ο ύπνος χαλαρώνει την ένταση της εγρηγόρσεως, έπειτα η εγρήγορση τονώνει την χαλάρωση. Κανένα από αυτά δεν μένει συνεχώς, αλλά υποχωρούν το ένα στο άλλο, και έτσι η φύσις με τις εναλλαγές ανακαινίζεται, ώστε να μεταβαίνει από το ένα στο άλλο, μετέχοντας αδιασπάστως και από τα δύο στο κάθε μέρος.
Πράγματι το να είναι το ζώο διαπαντός σε ένταση κατά τις ενέργειές του επιφέρει κάποια ρήξη και διάσπαση των υπερτεινομένων μερών, ενώ η παντοτινή χαλάρωσις του σώματος προκαλεί κάποια διάπτωση και διάλυση της συνοχής. Το να επιτυγχάνει όμως κατά περιστάσεις μετρίως και το ένα και το άλλο είναι δύναμις για διαμονή (διατήρηση) της φύσεως, η οποία αναπαύει τον εαυτό της και στα δύο δια της συνεχούς μεταβάσεως από τα άλλα προς τα αντίθετα. Έτσι λοιπόν έχοντας το σώμα τονωμένο από την εγρήγορση, λύει με τον ύπνο τον τόνο, αφού αναπαύσει προσκαίρως από τις ενέργειες τις αισθητικές δυνάμεις, λύνοντάς τες σαν ίππους μετά τις αρματοδρομίες.
Η άνεσις (χαλάρωση) στην κατάλληλη στιγμή είναι αναγκαία για τη συγκράτηση του σώματος, ώστε η τροφή να διαχέεται ανεμπόδιστα προς όλο το σώμα διά μέσου των πόρων του, χωρίς να εμποδίζει τη δίοδο κανένας τόνος. Όπως δηλαδή στη βρεγμένη γη, όταν ο ήλιος λάμψει με θερμότερες ακτίνες, ανασύρονται από του βάθους ομιχλώδεις ατμοί, κάτι παρόμοιο γίνεται και στη δική μας γη, διότι η τροφή αναζέει έσωθεν λόγω της φυσικής θερμότητος. Επειδή δε οι ατμοί είναι ανωφερείς και αερώδεις κατά τη φύσιν τους και πνέουν επάνω προς το υπερκείμενον, φθάνουν στα μέρη της κεφαλής, σαν καπνός που εισδύει στους αρμούς του τοίχου· έπειτα εξατμιζόμενοι από εκεί προς τους πόρους των αισθητηρίων διαφοροποιούνται• έτσι κατ’ ανάγκη αργεί η αίσθησις, υποχωρώντας στο πέρασμα των ατμών εκείνων. Τα μάτια κλείονται από τα βλέφαρα, σαν κάποια μηχανή μολύβδινη, το βάρος από τους ατμούς δηλαδή, κατεβάζοντας το βλέφαρο επάνω στους οφθαλμούς. Η ακοή, όταν παχυνθεί από τους ατμούς τούτους, σαν να τοποθετείται θύρα στα ακουστικά μόρια, ησυχάζει από τη φυσική της ενέργεια. Το πάθος τούτο είναι o ύπνος, κατά τον οποίο η αίσθησις μένει ατάραχη και απρακτεί τελείως από την κατά φύσιν κίνηση, ώστε τα διαλύματα της τροφής να διευκολύνονται στην πορεία τους, καθώς διαπερνούν από κάθε πόρο μαζί με τους ατμούς.
Γι’ αυτό αν στενοχωρούνται από την εσωτερική αναθυμίαση τα αισθητήρια όργανα κι’ εμποδίζεται κατά κάποιον τρόπο ο ύπνος, το νευρικό σύστημα γεμίζοντας από ατμούς διαστέλλεται μόνο του, ώστε το παχυμένο από τους ατμούς μέρος δια της εκτάσεως να εκλεπτυνθεί. Κάμουν κάτι παρόμοιο μ’ εκείνους που στίβουν το νερό των ενδυμάτων με τη δυνατότερη στρέβλωση. Τα γύρω από τον φάρυγγα μέρη είναι βέβαια κυκλοτερή και πλεονάζει σ’ αυτά το νευρώδες· όταν λοιπόν χρειάζεται να βγει και από αυτά η παχυμέρεια των ατμών, επειδή είναι αδύνατο να επεκταθεί σ’ ευθεία το κυκλοειδές μέρος, εκτός αν τεντωθεί κατά το περιφερειακό σχήμα, γι’ αυτό, καθώς ο αέρας λαμβάνεται στο άνοιγμα, όταν το πηγούνι κατέρχεται για ν’ αφήσει κοιλότητα κάτω από τον ουρανίσκο, και όλα τα ευρισκόμενα μέσα στο στόμα τεντώνονται σε σχήμα κύκλου, εκείνη η καπνώδης παχύτης που είναι διαποτισμένη στα μόρια διαπνέεται μαζί με την έξοδο του αέρα. Αυτό το πράγμα συμβαίνει και μετά τον ύπνο, όταν μέρος των ατμών εκείνων απομείνει στους τόπους χωρίς να σταλεί και να διαπνευσθεί.
Με αυτά λοιπόν δείχνεται εναργώς ότι ο ανθρώπινος νους διοικεί τη φύσιν, όταν μεν είναι δυνατή και ξυπνητή, συνεργώντας κι’ αυτός και κινούμενος, όταν όμως χαλαρώσει από τον ύπνο, μένοντας κι’ αυτός ακίνητος, εκτός αν την ονειρώδη φαντασία την εκλάβει κανείς σαν κίνηση του νου που πραγματοποιείται κατά τον ύπνο. Εμείς όμως λέγουμε ότι πρέπει να αποδίδουμε στο νου μόνο την έμφρονα και υγιή ενέργεια της διανοίας, τις φαντασιώδεις φλυαρίες κατά τον ύπνο τις θεωρούμε φαντάσματα (ινδάλματα) της ενεργείας του νου που συμβαίνει να διαμορφώνονται στο αλογότερο μέρος της ψυχής. Πράγματι η ψυχή, όταν απολυθεί από τις αισθήσεις δια του ύπνου, κατ’ ανάγκη έρχεται και έκτος των νοητικών ενεργειών. Διότι δια αυτών γίνεται η συνανάκρασις του νου προς τον άνθρωπο.
Όταν λοιπόν παύσουν οι αισθήσεις, κατ’ ανάγκη αργεί και η διάνοια. Απόδειξη τούτου είναι ότι πολλές φορές ο φανταζόμενος νομίζει ότι ευρίσκεται σε άτοπη και αμήχανη κατάσταση, πράγμα που δεν θα συνέβαινε, αν η ψυχή κατευθυνόταν τότε από λογισμό και διάνοια. Αλλά νομίζω ότι, όταν η ψυχή ηρεμεί κατά τις σπουδαιότερες δυνάμεις (εννοώ βέβαια τις ενέργειες κατά τον νου και την αίσθησιν) μόνο το θρεπτικό της μέρος είναι ενεργό κατά τον ύπνο· σ’ αυτό παρατηρούνται μερικά είδωλα των γινομένων κατά τη διάρκεια της εγρηγόρσεως και απηχήματα των κατ’ αίσθησιν και κατά διάνοια ενεργουμένων, τα οποία εντυπώθηκαν σ’ αυτό το είδος της ψυχής δια του μνημονευτικού, όπως έτυχε να αναζωγραφούνται, καθώς παρέμεινε στο τοιούτο είδος της ψυχής κάποιο απήχημα του μνημονικού.
Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο φαντασιοκοπείται ο άνθρωπος, όχι φερόμενος προς τη συνάντηση των φαινομένων με κάποιο ειρμό, αλλά περιπλανώμενος με συγκεχυμένες και παράλογες πλάνες. Όπως δε στις σωματικές ενέργειες, όταν ενεργεί ιδιαιτέρως ένα από τα μόρια σύμφωνα με την έμφυτη δύναμίν του, γίνεται και του ηρεμούντος μορίου κάποια συνδιάθεσις προς τα κινούμενα, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την ψυχή· ακόμη και αν μέρος ηρεμεί και μέρος της συμβαίνει να κινείται συνδιατίθεται το σύνολο με το μέρος.
Διότι δεν είναι δυνατό να διασπαστεί εντελώς η κατά φύσιν ενότης, όταν σ' ένα μέρος επικρατεί κάποια από τις δυνάμεις της δια της ενεργείας. Αλλά όπως, όταν είμαστε ξυπνητοί και δραστήριοι, επικρατεί σ’ εμάς ο νους, μας υπηρετεί δε η αίσθησις, δεν απουσιάζει όμως απ’ αυτά η διοικητική (εφοδιαστική) του σώματος δύναμις (διότι ο νους προσφέρει την τροφή στην ανάγκη, η αίσθησις δέχεται το προσφερόμενο, η θρεπτική δύναμις αφομοιώνει το διδόμενο)· έτσι κατά τον ύπνο αντιστρέφεται κάπως μέσα μας η ηγεμονία των δυνάμεων τούτων· και επειδή επικρατεί το αλογότερο μέρος, η ενέργεια των άλλων σταματά, όμως δεν σβήνει εντελώς. Αλλά, αν και η θρεπτική δύναμις αφοσιώνεται τότε δια του ύπνου στην πέψη και απασχολεί σ’ αυτό όλη τη φύσιν, ούτε εντελώς διασπάται από αυτήν η κατ’ αίσθησιν δύναμις (διότι δεν είναι δυνατό αυτό που άπαξ συνενώθηκε φυσικώς να τεμαχισθεί) ούτε μπορεί να αναλάμψει η ενέργειά της, αφού κατά τον ύπνο έχει δεσμευθεί με την αργία των αισθητηρίων.
Κατά τον ίδιο λόγο και ο νους, εφ’ όσον εξοικειωθεί προς το αισθητικό είδος της ψυχής, εύλογο είναι όταν τούτο κινείται, να λέγουμε ότι κινείται μαζί του, όταν ηρεμεί να σταματά μαζί του. Ό,τι συμβαίνει και με τη φωτιά, όταν κρυφθεί εντελώς κάτω από τα άχυρα, χωρίς να αναρριπίζει τα άχυρα αέρας, ούτε κατατρώγει τα διπλανά της υλικά, ούτε εντελώς σβήνεται, αλλ’ αντί για φλόγα βγαίνει ατμός προς τον αέρα, αν όμως βρει κάποια διαπνοή, ο καπνός μεταβάλλεται σε φλόγα, το ίδιο συμβαίνει και με τον νου· ο νους, όταν κατά τον ύπνο σκεπασθεί από την απραξία των αισθήσεων, ούτε μπορεί να εκλάμψει δια μέσου αυτών ούτε εντελώς σβήνεται, αλλά κινείται κατά ένα καπνοειδή τρόπο, κατά ένα μέρος ενεργώντας και κατά το άλλο μη μπορώντας να κάμει τίποτε.
Όπως ένας μουσικός, όταν κτυπήσει το πλήκτρο με χορδές της λύρας χαλασμένες, δεν παράγει μέλος με ρυθμό, διότι το ξεκούρδιστο όργανο δεν μπορεί να ηχήσει, αλλά το μεν χέρι κινείται τεχνικώς πολλές φορές, φέρει το πλήκτρο προς την τοπική θέση των τόνων, δεν υπάρχει όμως όργανο για να ηχήσει, παρά απλώς ικανό να υπηχεί ένα ασήμαντο και άρρυθμο βόμβο στην κίνηση των χορδών έτσι όταν χαλαρωθεί η οργανική κατασκευή των αισθητηρίων δια του ύπνου, ο τεχνίτης ή ηρεμεί εντελώς αν το όργανο υποστεί τελεία διάλυση από παραχόρτασμα και βάρος, ή ενεργεί ατόνως και αμυδρώς, αφού το αισθητικό όργανο δεν υποδέχεται με ακρίβεια την τέχνη.
Γι’ αυτό και η μνήμη είναι συγκεχυμένη και η πρόγνωσις, ναρκωμένη με προκαλύμματα αμφιβολίας, φαντασιώνεται με είδωλα των πραγμάτων που τον απασχόλησαν ξυπνητό και πολλές φορές διαμηνύει κάτι από τα συμβαίνοντα. Διότι το λεπτό μέρος της φύσεως έχει κάτι παραπάνω από τη σωματική παχυμέρεια, ώστε να μπορεί να καθορά κάτι από τα όντα. Δεν μπορεί όμως το λεγόμενο να διασαφήσει ευθέως ότι η διδασκαλία των προκειμένων είναι τηλαυγής και πρόδηλος· αντιθέτως η δήλωση του μέλλοντος γίνεται λοξή και αμφίβολος, πράγμα που όσοι ασχολούνται με αυτά το ονομάζουν αίνιγμα. Έτσι ο οινοχόος νομίζει ότι στίβει το σταφύλι στο ποτήρι του Φαραώ, έτσι φαντάζεται ο αρτοποιός ότι σηκώνει τα κάνιστρα· ό,τι ασχολία έχει ο καθένας στο ξύπνιο, σ’ αυτήν νομίζει ότι βρίσκεται και στον ύπνο. Διότι τα είδωλα των συνηθισμένων ασχολιών τους, τυπωμένα στο προγνωστικό της ψυχής, επέτρεψαν κατά καιρούς να μαντευθούν τα μέλλοντα με αυτού του είδους την προφητεία του νου.
Αν ο Δανιήλ και ο Ιωσήφ και οι όμοιοί τους εκπαιδεύτηκαν στη γνώσιν των μελλόντων από τη θεία δύναμιν, χωρίς να τους θολώνει καμιά αίσθησις, αυτό δεν έχει καμιά σχέση με το προκείμενο θέμα. Άλλωστε δεν μπορεί κάνεις αυτά να τα αποδώσει στη δύναμη των ενυπνίων, επειδή τότε κατ’ ακολουθίαν και τις θεοφάνειες πού συμβαίνουν στα ξυπνητά δεν θα τις θεώρησει οπτασία, αλλά φαινόμενο που γίνεται κατά συνεπή και αυτόματη ενέργεια της φύσεως. Όπως λοιπόν, ενώ όλοι οι άνθρωποι κατευθύνονται από τον δικό τους νου, ολίγοι είναι εκείνοι που αξιώνονται φανερά της θείας ομιλίας· έτσι, ενώ σε όλους γενικώς και ομοτίμως προκαλείται κατά τη φύσιν η φαντασία στον ύπνο, μερικοί, όχι όλοι, μετέχουν κάποιας θειότερης εμφανίσεως δια των ονείρων. Σε όλους τους άλλους, αν συμβεί κάποια πρόγνωσις για κάτι από τα ενύπνια, γίνεται κατά τον τρόπο που έχει λεχθεί. Αν δε και ο Αιγύπτιος και ο Ασσύριος τύραννος οδηγούνταν από τον Θεό προς τη γνώσιν των μελλόντων, άλλο είναι αυτό που οικονομείται δι’ αυτών· διότι έπρεπε να φανερωθεί η κρυμμένη σοφία των αγίων, ώστε να μην περάσει τον βίο άχρηστη στο κοινό. Πράγματι, πως θα μαθαίνονταν, ότι τέτοιος ήταν ο Δανιήλ, αν δεν έδειχναν ανικανότητα για την εύρεση της αληθείας οι επαοιδοί και οι μάγοι; Πώς θα περισωζόταν το αιγυπτιακό έθνος, όταν ο Ιωσήφ ήταν φυλακισμένος, αν δεν τον είχε φέρει ανάμεσά τους η ερμηνεία του ενυπνίου;
Επομένως κάτι άλλο πρέπει να θεωρούνται αυτά και όχι σαν κοινές φαντασίες. Αυτή η συνηθισμένη όψις των ονείρων είναι σε όλους κοινή, προκαλουμένη πολυτρόπως και πολυειδώς με τις φαντασίες. Δηλαδή ή, όπως έχει λεχθεί, τα απηχήματα των καθημερινών ασχολιών παραμένουν στο μνημονικό της ψυχής· ή πολλές φορές η κατάστασις των ενυπνίων ανατυπώνεται σύμφωνα προς τις ανάλογες διαθέσεις τού σώματος. Πράγματι έτσι, εκείνος που διψά νομίζει ότι ευρίσκεται σε πηγές, ο πεινασμένος σε συμπόσια και ο νέος με τη σφριγηλή ηλικία φαντασιώνεται με το κατάλληλο πάθος.
Εγώ γνώρισα και μια άλλη αιτία αυτών που συμβαίνουν στον ύπνο, όταν θεράπουσα κάποιον συγγενή μου που είχε καταληφθεί από φρενίτιδα. Επειδή βαρυνόταν από την τροφή που του είχε προσφερθεί παραπάνω από τη δύναμίν του, εφώναζε, κατηγορώντας τους γύρω του, ότι του είχαν επιθέσει έντερα γεμάτα κόπρο. Όταν το σώμα είχε πλέον γεμίσει ίδρωτα, κατηγορούσε τους παρόντες ότι είχαν ετοιμασμένο νερό με το οποίο θα τον κατέβρεχαν ξαπλωμένο. Και δεν σταματούσε τις φωνές, έως ότου το αποτέλεσμα ερμήνευσε τις αιτίες αυτών των κατηγοριών. Πράγματι έρρευσε άφθονος ιδρώτας στο σώμα και το στομάχι, υφιστάμενο κάποια φθορά, φανέρωσε τη βαρύτητα στα έντερα. Αυτό λοιπόν που με την άμβλυνση της επαγρυπνήσεως από τη νόσο έπασχε η φύσις, προσαρμοζόμενη προς το πάθος του σώματος, καθώς αισθανόταν μεν την ενόχληση, αλλά δεν μπορούσε να διασαφήσει το λυπηρό αίτιο, εξ αίτιας της παραφοράς από τη νόσο· τούτο λοιπόν ευλόγως, αν δεν κατευναζόταν από την αρρώστια αλλά από τον φυσικό ύπνο το διανοητικό της ψυχής, θα εγινόταν ενύπνιο γι’ αυτόν που διέκειτο έτσι, επειδή θα επισημαινόταν με το νερό η ροή του ιδρώτος, με το βάρος των έντερων ο πόνος από την τροφή.
Πολλοί ιατροί μάλιστα φρονούν τούτο, ότι οι όψεις των ονείρων γίνονται σύμφωνα με τις διαφορές των παθημάτων άλλα είναι τα όνειρα στους στομαχικούς, άλλα στους άρρωστους από τα μηνίγγια, άλλα σ’ αυτούς που έχουν πυρετό, διαφορετικά στους ασθενείς από τη χολή και το φλέγμα, κι’ άλλα στους παχείς και στους καχεκτικούς. Απ’ αυτά είναι δυνατό να δούμε, ότι η θρεπτική και αυξητική δύναμις της ψυχής έχει και κάτι από το νοερό μέρος εγκατεσπαρμένο σ’ αυτήν με την ανάκραση, το οποίο κατά κάποιον τρόπο εξομοιώνεται με την ιδιαίτερη κατάσταση του σώματος, προσαρμόζοντας και το επικρατούν πάθος προς τις φαντασίες. Ακόμη και με τις καταστάσεις των ηθών τυπώνονται σε πολλούς τα όνειρα. Άλλα είναι του ανδρείου και άλλα του δειλού τα φαντάσματα, άλλα τα όνειρα τού ακολάστου και άλλα του σώφρονος· σε άλλα φαντασιώνεται ο γενναιόδωρος και σε άλλα ο άπληστος, διότι τις φαντασίες αυτού του είδους δεν τυπώνει στην ψυχή η διάνοια, αλλά η αλογότερη διάθεσις· αναπλάττει και στα όνειρα τις εικόνες αυτών που έχει προσυνηθίσει δια της μελέτης κατά το ξυπνητό.
Το πρωτότυπο κείμενο
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ. ΙΓʹ.
Περὶ ὕπνου, καὶ χάσμης, καὶ ὀνείρων, αἰτιολογία.
Ἡ ὑλικὴ καὶ ῥοώδης αὕτη τῶν σωμάτων ζωὴ, πάντοτε διὰ κινήσεως προϊοῦσα, ἐν τούτῳ ἔχει τοῦ εἶναι τὴν δύναμιν, ἐν τῷ μὴ στῆναί ποτε τῆς κινήσεως. Καθάπερ δέ τις ποταμὸς κατὰ τὴν ἰδίαν ῥέων ὁρμὴν, πλήρη μὲν δείκνυσι τὴν κοιλότητα, δι' ἧς ἂν τύχῃ φερόμενος, οὐ μὴν ἐν τῷ αὐτῷ ὕδατι περὶ τὸν αὐτὸν ἀεὶ τόπον ὁρᾶται, ἀλλὰ τὸ μὲν ὑπέδραμεν αὐ τοῦ, τὸ δὲ ὑπεῤῥέει· οὕτω καὶ τὸ ὑλικὸν τῆς τῇδε ζωῆς διά τινος κινήσεως καὶ ῥοῆς τῇ συνεχείᾳ τῆς τῶν ἐναντίων διαδοχῆς ἀμείβεται, ὡς ἂν μηδέποτε στῆναι δύνασθαι τῆς μεταβολῆς, ἀλλὰ τῇ δυνάμει τοῦ ἀτρεμεῖν ἄπαυστον ἔχειν διὰ τῶν ὁμοίων ἐναμειβομένην τὴν κίνησιν. Εἰ δέ ποτε κινούμενον παύσοιτο, καὶ τοῦ εἶναι πάντως τὴν παῦλαν ἕξει· οἷον, διεδέξατο τὸ πλῆρες ἡ κένωσις, καὶ πάλιν ἀντεισῆλθεν ἡ πλήρωσις τῇ κενότητι. Ὕπνος τὸ σύντονον τῆς ἐγρηγόρσεως ὑπεχάλασεν, εἶτα ἐγρήγορσις τὸ ἀνειμένον ἐτόνωσε. Καὶ οὐδέτερον τούτων ἐν τῷ διηνεκεῖ συμμένει, ἀλλ' ὑποχωρεῖ ταῖς παρουσίαις ἀλλήλων ἀμφότερα, οὕτω τῆς φύσεως ἑαυτὴν ταῖς ὑπαλλαγαῖς ἀνακαινιζούσης, ὡς ἑκατέρων ἐν τῷ μέρει μεταλαγ χάνουσαν ἀδιασπάστως ἀπὸ τοῦ ἑτέρου μεταβαίνειν ἐπὶ τὸ ἕτερον.
Τό τε γὰρ διαπαντὸς συντετάσθαι ταῖς ἐνεργείαις τὸ ζῶον, ῥῆξίν τινα καὶ διασπασμὸν τῶν ὑπερτεινομένων ποιεῖται μερῶν· ἥ τε διηνεκὴς τοῦ σώματος ἄνεσις διάπτωσίν τινα τοῦ συνεστῶτος καὶ λύσιν ἐργάζεται. Τὸ δὲ κατὰ καιρὸν μετρίως ἑκατέρων ἐπιτυγχάνειν, δύναμις πρὸς διαμονήν ἐστι τῆς φύσεως, διὰ τῆς διηνεκοῦς πρὸς τὰ ἀντικείμενα με ταβάσεως ἐν ἑκατέροις ἑαυτὴν ἀπὸ τῶν ἑτέρων ἀναπαυούσης. Οὕτω τοίνυν τετονωμένον διὰ τῆς ἐγρηγόρσεως τὸ σῶμα λαβοῦσα, λύσιν ἐμποιεῖ διὰ τοῦ ὕπνου τῷ τόνῳ, τὰς αἰσθητικὰς δυνάμεις πρὸς καιρὸν ἐκ τῶν ἐνεργειῶν ἀναπαύσασα, οἷόν τινας ἵππους μετὰ τοὺς ἀγῶνας τῶν ἁρμάτων ἐκλύσασα.
Ἀναγκαία δὲ τῇ συστάσει τοῦ σώματος ἡ εὔκαιρος ἄνεσις, ὡς ἂν ἀκωλύτως ἐφ' ἅπαν τὸ σῶμα διὰ τῶν ἐν αὐτῷ πόρων ἡ τροφὴ διαχέοιτο, μηδενὸς τόνου τῇ διόδῳ παρεμποδίζοντος. Καθάπερ γὰρ ἐκ τῆς διαβρόχου γῆς, ὅταν ἐπιλάμψῃ θερμοτέραις ἀκτῖσιν ὁ ἥλιος, ἀτμοί τινες ὀμιχλώδεις ἀπὸ τοῦ βάθους ἀνέλκονται· ὅμοιόν τι γίνεται καὶ ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς γῇ, τῆς τροφῆς ἔσω θεν ὑπὸ τῆς φυσικῆς θερμότητος ἀναζεούσης. Ἀνωφερεῖς δὲ ὄντες οἱ ἀτμοὶ κατὰ φύσιν, καὶ ἀερώδεις, καὶ πρὸς τὸ ὑπερκείμενον ἀναπνέοντες, ἐν τοῖς κατὰ τὴν κεφαλὴν γίνονται χωρίοις, οἷόν τις καπνὸς εἰς ἁρμονίαν τοίχου διαδυόμενος· εἶτα ἐντεῦθεν ἐπὶ τοὺς τῶν αἰσθητηρίων πόρους ἐξατμιζόμενοι διαφοροῦν, δι' ὧν ἀργεῖ κατ' ἀνάγκην ἡ αἴσθησις, τῇ παρόδῳ τῶν ἀτμῶν ἐκείνων ὑπεξιοῦσα. Αἱ μὲν γὰρ ὄψεις τοῖς βλεφάροις ἐπιλαμβάνονται, οἷόν τινος μηχανῆς μολυβδίνης, τοῦ τοιούτου λέγω βάρους, τοῖς ὀφθαλ μοῖς ἐπιχαλώσης τὸ βλέφαρον. Παχυνθεῖσα δὲ τοῖς αὐτοῖς τούτοις ἀτμοῖς ἡ ἀκοὴ, καθάπερ θύρας τινὸς τοῖς ἀκουστικοῖς μορίοις ἐπιτεθείσης, ἡσυχίαν ἀπὸ τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας ἄγει· καὶ τὸ τοιοῦτον πάθος ὕπνος ἐστὶν, ἀτρεμούσης ἐν τῷ σώματι τῆς αἰσθήσεως, καὶ παντάπασιν ἐκ τῆς κατὰ φύσιν κινήσεως ἀπρακτούσης, ὡς ἂν εὐπόρευτοι γένωνται τῆς τροφῆς αἱ ἀναδόσεις, δι' ἑκάστου τῶν πόρων τοῖς ἀτμοῖς συνδιεξιούσης.
Καὶ τούτου χάριν εἰ στενοχωροῖτο μὲν ὑπὸ τῆς ἔνδοθεν ἀναθυμιάσεως ἡ περὶ τὰ αἰσθητήρια διασκευὴ, κωλύοιτο δὲ κατά τινα χρείαν ὁ ὕπνος· πλῆρες γενόμενον τῶν ἀτμῶν τὸ νευρῶδες, αὐτὸ ὑφ' ἑαυτοῦ φυσικῶς διατείνεται, ὡς διὰ τῆς ἐκτάσεως τὸ παχυνθὲν ὑπὸ τῶν ἀτμῶν μέρος ἐκλεπτυνθῆναι· οἷόν τι ποιοῦσιν οἱ διὰ τῆς σφοδροτέρας στρεβλώσεως τὸ ὕδωρ τῶν ἱματίων ἐκθλίβοντες. Καὶ ἐπειδὴ κυκλοτερῆ τὰ περὶ τὸν φάρυγγα μέρη, πλεονάζει δὲ τὸ νευρῶδες ἐν τούτοις· ὅταν καὶ ἀπὸ τούτων ἐξωσθῆναι δέοι τὴν τῶν ἀτμῶν παχυμέρειαν (ἐπειδὴ ἀμήχανόν ἐστι δι' εὐθείας ἀποτεῖναι τὸ κυκλοειδὲς μέρος, εἰ μὴ κατὰ τὸ περιφερὲς σχῆμα διαταθείη)· τούτου χάριν ἀπολη φθέντος ἐν τῇ χάσμῃ τοῦ πνεύματος, ὅτε ὁ ἀνθερεὼν ἐπὶ τὸ κάτω τοῖς γαργαρεῶσιν ὑποκοιλαίνεται, καὶ τῶν ἐντὸς πάντων εἰς κύκλου σχῆμα διαταθέντων, ἡ λιγνυώδης ἐκείνη παχύτης ἡ ἐναπειλημμένη τοῖς μέρεσι συνδιαπνεῖται τῇ διεξόδῳ τοῦ πνεύματος. Πολλάκις δὲ, καὶ μετὰ τὸν ὕπνον οἶδε τὸ τοιοῦτον συμβαίνειν, ὅταν τι τῶν ἀτμῶν ἐκείνων περιλειφθείη τοῖς τόποις ἄπεμπτόν τε καὶ ἀδιάπνευστον.
Ἐκ τού των τοίνυν ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δείκνυσιν ἐναργῶς, ὅτι τῆς φύσεως ἔχεται, συνεστώσης μὲν καὶ ἐγρηγορυίας, καὶ αὐτὸς συνεργῶν καὶ κινούμενος· παρεθείσης δὲ τῷ ὕπνῳ, μένων ἀκίνητος, εἰ μή τις ἄρα τὴν ὀνειρώδη φαντασίαν νοῦ κίνησιν ὑπολάβοι κατὰ τὸν ὕπνον ἐνεργουμένην. Ἡμεῖς δέ φαμεν μόνην δεῖν τὴν ἔμφρονά τε καὶ συνεστῶσαν τῆς διανοίας ἐνέργειαν ἐπὶ τὸν νοῦν ἀναφέρειν· τὰς δὲ κατὰ τὸν ὕπνον φαντασιώδεις φλυαρίας ἰνδάλματά τινα τῆς κατὰ τὸν νοῦν ἐνεργείας οἰόμεθα τῷ ἀλογωτέρῳ τῆς ψυχῆς εἴδει κατὰ τὸ συμβὰν διαπλάττεσθαι. Τῶν γὰρ αἰσθήσεων τὴν ψυχὴν ἀπολυθεῖσαν διὰ τοῦ ὕπνου, καὶ τῶν κατὰ νοῦν ἐνεργειῶν ἐκτὸς εἶναι κατ' ἀνάγκην συμβαίνει. Διὰ γὰρ τούτων πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἡ τοῦ νοῦ συνανάκρασις γίνεται.
Τῶν οὖν αἰσθήσεων παυσαμένων, ἀργεῖν ἀνάγκη καὶ τὴν διάνοιαν. Τεκμήριον δὲ τὸ καὶ ἐν ἀτόποις καὶ ἐν ἀμηχάνοις πολλάκις δοκεῖν εἶναι τὸν φανταζόμενον· ὅπερ οὐκ ἂν ἐγένετο, λογισμῷ καὶ διανοίᾳ τῆς ψυχῆς τηνικαῦτα διοικουμένης. Ἀλλά μοι δοκεῖ ταῖς προτιμοτέραις τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς ἠρεμούσης (φημὶ δὲ ταῖς κατὰ τὸν νοῦν καὶ τὴν αἴσθησιν ἐνεργείαις) μόνον τὸ θρεπτικὸν αὐτῆς μέρος ἐνεργὸν κατὰ τὸν ὕπνον εἶναι, ἐν δὲ τούτῳ τῶν καθ' ὕπαρ γενομένων εἴδωλά τινα, καὶ ἀπηχήματα τῶν τε κατ' αἴσθησιν, καὶ τῶν κατὰ διάνοιαν ἐνεργουμένων, ἅπερ αὐτῷ διὰ τοῦ μνημονευτικοῦ τῆς ψυχῆς εἴδους ἐνετυπώθη· ταῦτα καθὼς ἔτυχεν ἀναζωγρα φεῖσθαι, ἀπηχήματός τινος μνημονικοῦ τῷ τοιούτῳ εἴδει τῆς ψυχῆς παραμείναντος.
Ἐν τούτοις οὖν φαντασιοῦται ὁ ἄνθρωπος, οὐχ εἱρμῷ τινι πρὸς τὴν τῶν φαινομένων ὁμιλίαν ἀγόμενος, ἀλλὰ πεφυρμέναις τισὶ καὶ ἀνακολούθοις ἀπάταις περιπλα νώμενος. Καθάπερ δὲ κατὰ τὰς σωματικὰς ἐνεργείας, τῶν μερῶν ἰδιαζόντως τι κατὰ τὴν ἐγκειμένην αὐτῷ φυσικῶς δύναμιν ἐνεργοῦντος, γίνεταί τις καὶ τοῦ ἠρεμοῦντος μέρους πρὸς τὸ κινούμενον συνδιάθεσις· ἀναλόγως καὶ ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κἂν τὸ μὲν αὐτῆς ἠρεμοῦν, τὸ δὲ κινούμενον τύχῃ, τὸ ὅλον τῷ μέρει συνδιατίθεται.
Οὐδὲ γὰρ ἐνδέχεται συνδιασπασθῆναι πάντη τὴν κατὰ φύσιν ἑνότητα, κρατούσης ἐν μέρει τινὸς τῶν κατ' αὐτὴν δυνάμεων διὰ τῆς ἐνεργείας. Ἀλλ' ὥσπερ ἐγρηγορότων τε καὶ σπουδαζόντων ἐπικρατεῖ μὲν ὁ νοῦς, ὑπηρετεῖ δὲ ἡ αἴσθησις, οὐκ ἀπολείπεται δὲ τούτων ἡ διοικητικὴ τοῦ σώματος δύναμις (ὁ μὲν γὰρ νοῦς πορίζει τὴν τροφὴν τῇ χρείᾳ, ἡ δὲ αἴσθησις τὸ πορισθὲν ὑπεδέξατο, ἡ δὲ θρεπτικὴ τοῦ σώματος δύναμις ἑαυτῇ τὸ δοθὲν προσῳκείωσεν)· οὕτω καὶ κατὰ τὸν ὕπνον ἀντιμεθίσταταί πως ἐν ἡμῖν ἡ τῶν δυνάμεων τούτων ἡγεμονία· καὶ κρατοῦντος τοῦ ἀλογωτέρου, παύεται μὲν ἡ τῶν ἑτέρων ἐνέργεια, οὐ μὴν παντελῶς ἀποσβέννυται. Ἐπειγομένης δὲ τηνι καῦτα διὰ τοῦ ὕπνου πρὸς τὴν πέψιν τῆς θρεπτικῆς δυνάμεως, καὶ πᾶσαν τὴν φύσιν πρὸς ἑαυτὴν ἀσχολούσης, οὔτε παντελῶς διασπᾶται ταύτης ἡ κατ' αἴσθησιν δύναμις (οὐ γὰρ ἐνδέχεται τὸ ἅπαξ συμ πεφυκὸς διατέμνεσθαι), οὔτε ἀναλάμπειν ἡ αὐτῆς ἐνέργεια δύναται, τῇ τῶν αἰσθητηρίων ἀργίᾳ κατὰ τὸν ὕπνον ἐμπεδηθεῖσα.
Κατὰ τὸν αὐτὸν δὲ λόγον καὶ τοῦ νοῦ πρὸς τὸ αἰσθητικὸν εἶδος τῆς ψυχῆς οἰκειουμένου, ἀκόλουθον ἂν εἴη καὶ κινουμένου τούτου, συγκινεῖσθαι λέγειν αὐτὸν, καὶ ἠρεμοῦντος συγκαταπαύεσθαι. Οἷον δέ τι περὶ τὸ πῦρ γίνεσθαι πέφυκεν, ὅταν μὲν ὑποκρυφθῇ τοῖς ἀχύροις ἁπανταχόθεν, μηδεμιᾶς ἀναπνοῆς ἀναῤῥιπιζούσης τὴν φλόγα, οὔτε τὰ προσπαρακείμενα νέμεται, οὔτε παντελῶς κατασβέννυται, ἀλλ' ἀντὶ φλογὸς ἀτμός τις διὰ τῶν ἀχύρων ἐπὶ τὸν ἀέρα διέξεισιν, εἰ δέ τινος λάβοιτο διαπνοῆς, φλόγα τὸν καπνὸν ἀπεργάζεται· τὸν αὐ τὸν τρόπον καὶ ὁ νοῦς τῇ ἀπραξίᾳ τῶν αἰσθήσεων κατὰ τὸν ὕπνον συγκαλυφθεὶς, οὔτε ἐκλάμπειν δι' αὐτῶν δυνατῶς ἔχει, οὔτε μὴν παντελῶς κατασβέννυται· ἀλλ' οἷον καπνοειδῶς κινεῖται, τὸ μέν τι ἐνεργῶν, τὸ δὲ οὐ δυνάμενος.
Καὶ ὥσπερ τις μουσικὸς κεχαλασμέναις ταῖς χορδαῖς τῆς λύρας ἐμβαλὼν τὸ πλῆκτρον, οὐ κατὰ ῥυθμὸν προάγει τὸ μέλος· οὐ γὰρ ἂν τὸ μὴ συντεταμένον ἠχήσειεν· ἀλλ' ἡ μὲν χεὶρ τεχνικῶς πολλάκις κινεῖται, πρὸς τὴν τοπικὴν θέσιν τῶν τόνων τὸ πλῆκτρον ἄγουσα, τὸ δὲ ἠχοῦν οὐκ ἔστιν, εἰ μὴ ὅσον ἄσημόν τινα καὶ ἀσύντακτον ἐν τῇ κινήσει τῶν χορδῶν ὑπηχεῖ τὸν βόμβον· οὕτω διὰ τοῦ ὕπνου τῆς ὀργανικῆς τῶν αἰσθητηρίων κατασκευῆς χαλασθείσης, ἢ καθόλου ἠρεμεῖ ὁ τεχνίτης, εἴπερ τελείαν λύσιν ἐκ πληθώρας τινὸς καὶ βάρους πάθοι τὸ ὄργανον, ἢ ἀτόνως τε καὶ ἀμυδρῶς ἐνεργήσει, οὐχ ὑποδεχομένου τοῦ αἰσθητικοῦ ὀργάνου δι' ἀκριβείας τὴν τέχνην.
Διὰ τοῦτο ἤ τε μνήμη συγκεχυμένη, καὶ ἡ πρόγνωσις προκαλύμμασί τισιν ἀμφιβόλοις ἐπι νυστάζουσα, ἐν εἰδώλοις τῶν καθ' ὕπαρ σπουδαζομένων φαντασιοῦται, καί τι τῶν ἐκβαινόντων πολλάκις ἐμήνυσε. Τῷ γὰρ λεπτῷ τῆς φύσεως, ἔχει τι πλέον παρὰ τὴν σωματικὴν παχυμέρειαν εἰς τὸ καθορᾷν τι τῶν ὄντων δύνασθαι. Οὐ μὴν δι' εὐθείας τινὸς δύνα διασαφεῖν τὸ λεγόμενον, ὡς τηλαυγῆ τε καὶ πρό δηλον εἶναι τὴν τῶν προκειμένων διδασκαλίαν· ἀλλὰ λοξὴ καὶ ἀμφίβολος τοῦ μέλλοντος ἡ δήλωσις γίνεται, ὅπερ αἴνιγμα λέγουσιν οἱ τὰ τοιαῦτα ὑποκρινόμενοι. Οὕτως ὁ οἰνοχόος ἐκθλίβει τὴν βότρυν τῇ κύλικι τοῦ Φαραώ· οὕτω κανηφορεῖν ὁ σιτοποιὸς ἐφαντάσθη, ἐν οἷς καθ' ὕπαρ ἑκάτερος τὴν σπουδὴν εἶχεν, ἐν τούτοις εἶναι καὶ διὰ τῶν ὀνείρων οἰόμενος. Τῶν γὰρ συνήθων αὐτοῖς ἐπιτηδευμάτων τὰ εἴδωλα τῷ προγνωστικῷ τῆς ψυχῆς ἐντυπωθέντα, παρέσχεν ἐπὶ καιροῦ τῶν ἐκ βησομένων διὰ τῆς τοιαύτης τοῦ νοῦ προφητείας καταμαντεύσασθαι.
Εἰ δὲ Δανιὴλ καὶ Ἰωσὴφ, καὶ οἱ κατ' ἐκείνους θείᾳ δυνάμει, μηδεμιᾶς αὐτοὺς ἐπιθολούσης αἰσθήσεως, τὴν τῶν μελλόντων γνῶσιν προεπαιδεύοντο, οὐδὲν τοῦτο πρὸς τὸν προκείμενον λόγον. Οὐδὲ γὰρ ἄν τις ταῦτα τῇ δυνάμει τῶν ἐνυπνίων λογίσαιτο, ἐπεὶ πάντως ἐκ τοῦ ἀκολούθου καὶ τὰς καθ' ὕπαρ γινομένας θεοφανείας οὐκ ὀπτασίαν, ἀλλὰ φύσεως ἀκολουθίαν κατὰ τὸ αὐτόματον ἐνεργουμένην οἰήσεται. Ὥσπερ τοίνυν πάντων ἀνθρώ πων κατὰ τὸν ἴδιον νοῦν διοικουμένων, ὀλίγοι τινές εἰσιν οἱ τῆς θείας ὁμιλίας ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς ἀξιούμενοι· οὕτω κοινῶς πᾶσι καὶ ὁμοτίμως τῆς ἐν ὕπνοις φαν τασίας κατὰ φύσιν ἐγγινομένης, μετέχουσί τινες, οὐχὶ πάντες, θειοτέρας τινὸς διὰ τῶν ὀνείρων τῆς ἐμφανείας. Τοῖς δ' ἄλλοις πᾶσι κἂν γένηταί τις ἐξ ἐνυπνίων περί τι πρόγνωσις, κατὰ τὸν εἰρημένον γίνεται τρόπον. Εἰ δὲ καὶ ὁ Αἰγύπτιος καὶ ὁ Ἀσσύριος τύραννος θεόθεν πρὸς τὴν τῶν μελλόντων ὡδηγοῦντο γνῶσιν, ἑτερόν ἐστι τὸ διὰ τούτων οἰκονομού μενον· φανερωθῆναι γὰρ ἔδει κεκρυμμένην τὴν τῶν ἁγίων σοφίαν, ὡς ἂν μὴ ἄχρηστος τῷ κοινῷ παραδράμῃ τὸν βίον. Πῶς γὰρ ἐγνώσθη τοιοῦτος ὢν Δανιὴλ, μὴ τῶν ἐπαοιδῶν καὶ μάγων πρὸς τὴν εὕρε σιν τῆς φαντασίας ἀτονησάντων, Πῶς δ' ἂν περι εσώθη τὸ Αἰγύπτιον ἔθνος, ἐν δεσμωτηρίῳ καθειργμένου τοῦ Ἰωσὴφ, εἰ μὴ παρήγαγεν εἰς μέσους αὐτὸν ἡ τοῦ ἐνυπνίου κρίσις;
Οὐκοῦν ἄλλο τι ταῦτα, καὶ οὐχὶ κατὰ τὰς κοινὰς φαντασίας λογίζεσθαι χρή. Ἡ δὲ συνήθης αὕτη τῶν ὀνείρων ὄψις κοινὴ πάντων ἐστὶ, πολυτρόπως καὶ πολυειδῶς ταῖς φαντασίαις ἐγγινομένη. Ἢ γὰρ παραμένει, καθὼς εἴρηται, τῷ μνημονικῷ τῆς ψυχῆς τῶν μεθημερινῶν ἐπιτηδευ μάτων τὰ ἀπηχήματα· ἡ πολλάκις καὶ πρὸς τὰς ποιὰς τοῦ σώματος διαθέσεις ἡ τῶν ἐνυπνίων κατάστασις ἀνατυποῦται. Οὕτω γὰρ ὁ διψώδης ἐν πηγαῖς εἶναι δοκεῖ, καὶ ἐν εὐωχίαις ὁ τροφῆς προσδεόμενος, καὶ ὁ νέος, σφριγώσης αὐτῷ τῆς ἡλικίας, καταλλήλῳ τῷ πάθει φαντασιοῦται.
Ἔγνων δὲ καὶ ἄλλην ἐγὼ τῶν καθ' ὕπνου γενομένων αἰτίαν, θεραπεύων τινὰ τῶν ἐπιτηδείων ἑαλωκότα φρενίτιδι, ὃς βαρούμενος τῇ τροφῇ πλείονι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ προσενεχθείσῃ, ἐβόα, τοὺς περιεστῶτας μεμφόμενος, ὅτι ἔντερα κόπρου πληρώσαντες εἶεν ἐπιτεθεικότες αὐτῷ. Καὶ ἤδη τοῦ σώματος αὐτῷ πρὸς ἱδρῶτα σπεύδοντος, ᾐτιᾶτο τοὺς παρόντας ὕδωρ ἔχειν ἡτοιμα σμένον, ἐφ' ᾧ τε καταβρέξαι κείμενον, καὶ οὐκ ἐνεδίδου βοῶν, ἕως ἡ ἔκβασις τῶν τοιούτων μέμψεων τὰς αἰτίας ἡρμήνευσεν. Ἀθρόως γὰρ ἱδρώς τε πολὺς ἐπεῤῥύη τῷ σώματι, καὶ ἡ γαστὴρ ὑποφθαρεῖσα τὴν ἐν τοῖς ἐντέροις βαρύτητα διεσήμανεν. Ὅπερ τοίνυν, ἀμβλυν θείσης ὑπὸ τῆς νόσου τῆς νήψεως, ἔπασχεν ἡ φύσις συνδιατιθεμένη τῷ πάθει τοῦ σώματος, τοῦ μὲν ὀχλοῦντος οὐκ ἀναισθήτως ἔχουσα, διασαφῆναι δὲ τὸ λυποῦν ἐναργῶς, διὰ τὴν ἐκ τῆς νόσου παραφορὰν, οὐκ ἰσχύουσα· τοῦτο κατὰ τὸ εἰκὸς, εἰ μὴ ἐξ ἀῤῥω στίας, ἀλλὰ τῷ κατὰ φύσιν ὕπνῳ τὸ διανοητικὸν τῆς ψυχῆς κατηυνάσθη, ἐνύπνιον ἂν τῷ οὕτως διακειμένῳ ἐγίνετο, ὕδατι μὲν τῆς τοῦ ἱδρῶτος ἐπιῤῥοῆς, ἐντέρων δὲ βάρει τῆς κατὰ τὴν τροφὴν ἀχθηδόνος σημαινομένης. Τοῦτο καὶ πολλοῖς τῶν τὴν ἰατρικὴν πεπαιδευμένων δοκεῖ, παρὰ τὰς τῶν παθημάτων διαφορὰς, καὶ τὰς τῶν ἐνυπνίων ὄψεις τοῖς κάμνουσι γίνεσθαι; ἄλλας μὲν τῶν στομαχούντων, ἑτέρας δὲ τῶν κεκακωμένων τὰς μήνιγγας, καὶ τῶν ἐν πυρε τοῖς πάλιν ἑτέρας, τῶν τε κατὰ χολὴν, καὶ τῶν ἐν φλέγματι κακουμένων οὐ τὰς αὐτὰς, καὶ τῶν πλη θωρικῶν, καὶ τῶν ἐκτετηκότων πάλιν ἄλλας. Ἐξ ὧν ἔστιν ἰδεῖν, ὅτι ἡ θρεπτική τε καὶ αὐξητικὴ δύναμις τῆς ψυχῆς ἔχῃ τι καὶ τοῦ νοεροῦ συγκατεσπαρμένον αὐτῇ διὰ τῆς ἀνακράσεως, ὁ τῇ ποιᾷ διαθέσει τοῦ σώματος τρόπον τινὰ ἐξομοιοῦται, καὶ τὸ ἐπικρατοῦν πάθος ταῖς φαντασίαις μεθαρμοζόμενον. Ἔτι δὲ καὶ πρὸς τὰς τῶν ἠθῶν καταστάσεις τυποῦται πολλοῖς τὰ ἐνύπνια. Ἄλλα τοῦ ἀνδρείου, καὶ ἄλλα τοῦ δειλοῦ τὰ φαντάσματα· ἄλλοι τοῦ ἀκολάστου ὄνειροι, καὶ ἄλλοι τοῦ σώφρονος· ἐν ἑτέροις ὁ μεταδοτικὸς, καὶ ἐν ἑτέροις φαντασιοῦται ὁ ἄπληστος, οὐδαμοῦ τῆς διανοίας, ἀλλὰ τῆς ἀλογωτέρας διαθέσεως ἐν τῇ ψυχῇ τὰς τοιαύτας φαντασίας ἀνατυπούσης οἷς προειθίσθη διὰ τῆς καθ' ὕπαρ μελέτης, τούτων τὰς εἰκόνας καὶ ἐν τοῖς ἐνυπνίοις ἀναπλαττούσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου