Η Φυσική του Αριστοτέλη
του Enrico Berti- festivalfilosofia-2015
https://www.youtube.com/watch?v=2EahUfK474U
Καλημέρα σε όλους, σας ευχαριστώ για την ευγενική παρουσίαση. Όπως ξέρετε, το θέμα που μου ζητήθηκε να πραγματευτώ είναι η φυσική του Αριστοτέλη, επειδή το Φεστιβάλ προβλέπει μια σειρά παρουσιάσεων κλασικών έργων. Στη δική μου περίπτωση, λοιπόν, πρόκειται για τη φυσική του Αριστοτέλη.
Ωστόσο, επειδή το γενικό θέμα του Φεστιβάλ είναι η κληρονομιά, η μνήμη, η λήθη, ο χρόνος, θα επικεντρώσω ειδικότερα την προσοχή μου στα κεφάλαια της Φυσικής του Αριστοτέλη που αφορούν τον χρόνο. Πρώτα, όμως, επιτρέψτε μου να πω λίγα λόγια για τη φυσική γενικά, γιατί όταν εγώ άρχισα να μελετώ τον Αριστοτέλη —ήμουν έτοιμος να πω πριν από 50 χρόνια, αλλά στην πραγματικότητα θα έπρεπε να πω πριν από 60 χρόνια, όταν ήμουν φοιτητής— αν μου ζητούσαν τότε να παρουσιάσω δημόσια τη Φυσική του Αριστοτέλη, θα το θεωρούσα μεγάλη συμφορά. Γιατί, ανάμεσα σε όλα τα έργα του Αριστοτέλη, η Φυσική έμοιαζε να είναι εκείνη που είχε πλήρως ξεπεραστεί, πλήρως εγκαταλειφθεί, εκτοπιστεί από τη νεότερη επιστήμη, την επιστήμη που γεννήθηκε με τον Γαλιλαίο, με τον Νεύτωνα, και στη συνέχεια αναπτύχθηκε τον 18ο, τον 19ο, τον 20ό αιώνα, έτσι ώστε να μη μένει πια κανένα ίχνος από τη Φυσική του Αριστοτέλη. Ακόμη κι αν, παρεμπιπτόντως, το έργο του Αριστοτέλη με τον τίτλο «Φυσική» έδωσε το όνομα σε ολόκληρη την επιστήμη που ακόμη και σήμερα αποκαλείται «φυσική» σε όλο τον κόσμο.
Αν πάτε στην Ινδία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία, σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, θα βρείτε το τμήμα φυσικής, τους καθηγητές φυσικής, τα εργαστήρια φυσικής, και σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιείται αυτή η λέξη «φυσική», που είναι ο τίτλος του έργου του Αριστοτέλη. Ακόμη και σήμερα πολλοί πιστεύουν ό,τι πίστευα κι εγώ πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια, δηλαδή ότι η Φυσική του Αριστοτέλη είναι έργο που πρέπει να ξεχαστεί. Σε μια πρόσφατη μονογραφία για τον Αριστοτέλη, που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Carocci στη Ρώμη, ένας σπουδαίος μελετητής, ο Κάρλο Νατάλι, που υπήρξε και μαθητής μου, γράφει για τη Φυσική ότι μπορούμε να πούμε πως τίποτα από την αριστοτελική θεώρηση του κόσμου δεν έχει παραμείνει έγκυρο —δηλαδή την απορρίπτει ολοκληρωτικά, σαν να μην έχει καμία αξία.
Κι όμως, το επαναλαμβάνω, μιλάμε για έναν μελετητή αξίας, σίγουρα καλά πληροφορημένο στις σπουδές περί Αριστοτέλη. Τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά τα τελευταία πενήντα χρόνια· όταν το έργο του Αριστοτέλη εξετάστηκε σε μια σωστή ιστορική προοπτική, έγινε σαφές ότι δεν είχε νόημα να το απορρίπτουμε ως κάτι ξεπερασμένο, εκτοπισμένο από τη νεότερη επιστήμη. Σας δίνω μόνο μερικά παραδείγματα. Λίγες μόλις μέρες πριν, έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο του Κάρλο Ροβέλλι· πολλοί από εσάς ίσως ξέρετε ποιος είναι ο Κάρλο Ροβέλλι, ένας από τους πιο γνωστούς και πιο εκτιμημένους σήμερα Ιταλούς φυσικούς.
Το τελευταίο του βιβλίο, «Επτά μαθήματα φυσικής», κέρδισε φέτος το βραβείο Γαλιλαίος για την επιστημονική διάδοση και έχει πουλήσει χιλιάδες και χιλιάδες αντίτυπα. Ε, λοιπόν, ο Κάρλο Ροβέλλι, σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε φέτος στο Journal of the American Philosophical Association με τίτλο Aristotle’s Physics and Physicist’s Look («Η Φυσική του Αριστοτέλη και η ματιά ενός φυσικού»), γράφει ότι η Φυσική του Αριστοτέλη είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο, εμπειρικά θεμελιωμένο, ορθό μέσα στο πεδίο εφαρμογής του· και ότι ο λόγος για τον οποίο η Φυσική του Αριστοτέλη άντεξε τόσο πολύ, από τον 4ο αιώνα π.Χ., όταν έζησε ο Αριστοτέλης, μέχρι τον 17ο αιώνα, όταν γεννήθηκε η νεότερη επιστήμη με την επιστημονική επανάσταση του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα, δεν είναι επειδή έγινε δόγμα, αλλά επειδή πρόκειται —γράφει ο Ροβέλλι στα αγγλικά— για a very good theory, μια πολύ καλή θεωρία, μια πολύ αξιόλογη θεωρία. Και καταλήγει το άρθρο λέγοντας ότι η Φυσική του Αριστοτέλη αξίζει μια ισχυρή αναθεώρηση και ότι, παρά τα όριά της, παραμένει a great theoretical physics, μια μεγάλη θεωρητική φυσική.
Μπορούμε να αναφέρουμε κι άλλες μαρτυρίες προς αυτή την κατεύθυνση. Κάποιοι ίσως έχουν ακούσει για τον Τόμας Κουν, έναν Αμερικανό ιστορικό της επιστήμης, γνωστό για την εισαγωγή της έννοιας των επιστημονικών επαναστάσεων. Έγραψε βιβλία δείχνοντας ότι η επιστήμη προοδεύει μέσω πραγματικών και καθαρών επαναστάσεων.
Λοιπόν, ο Τόμας Κουν διηγείται, σε ένα από τα τελευταία του βιβλία, ότι όταν άρχισε να ασχολείται με την ιστορία της επιστήμης, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν ο Αριστοτέλης, που είχε αποδείξει πως ήταν ιδιοφυΐα σε τόσους άλλους τομείς — στη λογική, στην ηθική, στην πολιτική, στην ποιητική, στη ρητορική — στη φυσική να φαίνεται πως δεν είχε καταλάβει τίποτα, πως δεν είχε πει τίποτα σοβαρό, τίποτα έξυπνο. Και ο Κουν ήταν κατάπληκτος από αυτό το γεγονός, δεν μπορούσε να δώσει καμία εξήγηση. Ώσπου —διηγείται ο ίδιος— μια μέρα, λέει, δεν θα σας διαβάσω τις λεπτομέρειες, ήταν μια καλοκαιρινή μέρα, έκανε πολύ ζέστη, του ήρθε μια σπουδαία ιδέα· δηλαδή αντιλήφθηκε ότι ο λόγος για τον οποίο όλοι οι λόγοι που κάνει ο Αριστοτέλης στη Φυσική σχετικά με την κίνηση έμοιαζαν με λόγια τρελού, παράφρονα, ήταν ότι με τη λέξη «κίνηση», στα ελληνικά «κίνησις», ο Αριστοτέλης εννοούσε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που εννοούμε εμείς.
Για εμάς η κίνηση είναι μόνο η μετατόπιση ενός σώματος από ένα σημείο σε ένα άλλο του χώρου. Για τον Αριστοτέλη, με τη λέξη κίνηση εννοούσε κάθε μορφή διαδικασίας, κάθε μορφή γίγνεσθαι, ακόμη και τη διαδικασία μέσω της οποίας ένα αγόρι γίνεται ενήλικος άντρας. Έτσι, με μια τέτοια έννοια της κίνησης, όλα όσα φαίνονταν παράλογα όσα έλεγε ο Αριστοτέλης για την κίνηση, αποκτούσαν άλλο νόημα, ένα νόημα πολύ πιο ενδιαφέρον και αποδεκτό.
Αλλά θα μπορούσα να συνεχίσω να σας παραθέτω ονόματα μεγάλων σύγχρονων επιστημόνων που έχουν ξαναανακαλύψει τη φυσική του Αριστοτέλη. Ο Ιλιά Πριγκοζίν, που πήρε το βραβείο Νόμπελ επειδή εισήγαγε μια νέα αντίληψη για τη φυσική, στο βιβλίο του «Η νέα συμμαχία», μια νέα συμμαχία μεταξύ φυσικής και επιστήμης μετά από εκείνη του Νεύτωνα, γράφει ότι η σύγχρονη φυσική, η φυσική του Αϊνστάιν, είναι πολύ πιο κοντά στη φυσική του Αριστοτέλη παρά στη λεγόμενη κλασική φυσική, δηλαδή στη φυσική του Νεύτωνα. Και ένας μεγάλος Γάλλος μαθηματικός, ο Ρενέ Τομ, δημοσίευσε ολόκληρο βιβλίο για τη φυσική του Αριστοτέλη ως φυσική του συνεχούς, των συνεχών μεγεθών, που διατηρεί μια δική της εγκυρότητα.
Εξάλλου, δεν ξέρω αν όσοι από εσάς ασχολείστε ή έχετε ασχοληθεί λίγο με την ψυχολογία θα θυμάστε το όνομα του Πάολο Μπότζι. Ο Πάολο Μπότζι ήταν —δυστυχώς πέθανε όχι πολύ ηλικιωμένος, πριν από λίγα χρόνια— ένας σπουδαίος Ιταλός ψυχολόγος.
Και ανάμεσα στα πολυάριθμα βιβλία του υπάρχει ένα πολύ όμορφο με τίτλο Η αφελής φυσική («La fisica ingenua»), στο οποίο, ως ψυχολόγος και συνεπώς ειδικός στον κόσμο της αντίληψης, δείχνει πώς η αντίληψη που έχουμε εμείς για τον κόσμο, που έχουμε ακόμη και σήμερα ως υποκείμενα, αντιστοιχεί ακριβώς στην περιγραφή του κόσμου που προσφέρει η φυσική του Αριστοτέλη. Δηλαδή, ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε είναι ακριβώς εκείνος που περιγράφει ο Αριστοτέλης στη Φυσική του. Και μία ακόμη Ιταλίδα μελετήτρια της ιστορίας της επιστήμης, νεότερη ακόμη, που δεν έχει καταξιωθεί όσο θα άξιζε, η Μόνικα Ουγκάλια, έγραψε πριν από μερικά χρόνια ένα πολύ ωραίο βιβλίο με τίτλο Υδροστατικά μοντέλα του κόσμου από τον Αριστοτέλη έως τον Γαλιλαίο, όπου έδειξε ότι για να κατανοήσει κανείς την αξία της φυσικής του Αριστοτέλη, πρέπει να έχει υπόψη ότι ο Αριστοτέλης συνέλαβε τον κόσμο μέσα από ένα υδροστατικού τύπου μοντέλο.
Υδροστατικό σημαίνει ότι αφορά τη στατική των υγρών, δηλαδή ο κόσμος για τον Αριστοτέλη ήταν μια τεράστια σφαίρα γεμάτη, γεμάτη από ρευστά, γεμάτη είτε από γη, είτε από νερό, είτε από αέρα, είτε από φωτιά, από τα θεμελιώδη στοιχεία στα οποία η επιστήμη της εποχής του ανάγαγε όλα τα σώματα. Τώρα, αν σκεφτούμε έναν χώρο όχι κενό αλλά γεμάτο ρευστά, όποιο κι αν είναι το ρευστό που φανταζόμαστε, όλες οι κινήσεις που πραγματοποιούνται, όλες οι διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σε ένα τέτοιο σύμπαν αντιστοιχούν ακριβώς σε εκείνες που περιγράφει ο Αριστοτέλης στη Φυσική του. Και ο Ροβέλλι, στο άρθρο που σας ανέφερα στην αρχή, επιβεβαίωσε αυτήν την παρατήρηση της Μόνικα Ουγκάλια, την έκανε δική του και έδειξε, με μια σειρά φυσικών εξισώσεων που εγώ δεν μπορώ να σας παραθέσω, ότι τα πράγματα έχουν πράγματι έτσι· δηλαδή ότι σε ένα υδροστατικού τύπου μοντέλο η φυσική του Αριστοτέλη αποδεικνύεται ακόμη και σήμερα απολύτως έγκυρη.
Άρα δεν είναι χαμένος χρόνος αυτός που μπορούμε να αφιερώσουμε σε αυτό το έργο, και τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ σε σχέση με αυτά που πίστευα εγώ, για παράδειγμα, πριν από 40, 50 ή 60 χρόνια, χάρη και στις προόδους της ιστορίας της επιστήμης. Αυτά ως προς το έργο γενικά. Ας περάσουμε τώρα στο πιο ακριβές θέμα με το οποίο πρέπει να ασχοληθούμε, δηλαδή τον χρόνο.
Στη Φυσική του Αριστοτέλη και συγκεκριμένα στο τέταρτο βιβλίο υπάρχουν πέντε κεφάλαια αφιερωμένα ακριβώς στον χρόνο. Πρόκειται για την πρώτη πραγματεία —δεν ξέρω αν πρέπει να την πούμε φιλοσοφική ή επιστημονική— την πρώτη πραγματεία που έγινε ποτέ πάνω στην έννοια του χρόνου. Εγώ, πριν από μερικά χρόνια, διασκέδασα συγκρίνοντας όσα λέει ο Αριστοτέλης σε αυτά τα πέντε κεφάλαια με ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία της σύγχρονης φιλοσοφίας για τον χρόνο.
Δηλαδή, το έργο του Μάρτιν Χάιντεγκερ με τον τίτλο Είναι και Χρόνος. Το αριστούργημα του Χάιντεγκερ που τον έκανε έναν από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον να κάνουμε αυτή τη σύγκριση, διότι ο Χάιντεγκερ ακριβώς στο βιβλίο του Είναι και Χρόνος —λέω και μάλιστα από την παράγραφο 78 έως την παράγραφο 83, δηλαδή σε επτά παραγράφους του Είναι και Χρόνος— κάνει μια σύντομη ιστορία της έννοιας του χρόνου.
Και λέει ότι ο πρώτος που διατύπωσε μια έννοια του χρόνου ήταν ακριβώς ο Αριστοτέλης στη Φυσική. Και ότι όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το ζήτημα αργότερα, δηλαδή στην αρχαιότητα ο περίφημος Αυγουστίνος —ο Αυγουστίνος μιλάει για τον χρόνο στις Εξομολογήσεις— αλλά και στη νεότερη εποχή, για παράδειγμα ο Καντ, ύστερα ο Χέγκελ, έπειτα ένας Γάλλος φιλόσοφος, ο Μπερξόν, και όλοι όσοι ακόμη και σήμερα μιλούν για τον χρόνο, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να επαναλαμβάνουν, με κάποιες μικρές παραλλαγές, την αριστοτελική έννοια του χρόνου. Και ποια είναι, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, αυτή η έννοια; Είναι εκείνη που ονομάζει με τη γερμανική λέξη vulgär (γράφεται με ä).
Στα ιταλικά φαίνεται να σημαίνει «volgare», αλλά είναι λάθος να το μεταφράσουμε έτσι, γιατί για εμάς η λέξη «χυδαίος» έχει προφανώς αρνητική χροιά, δηλαδή κάτι μικρής αξίας. Ενώ στα γερμανικά vulgär σημαίνει απλώς κοινός, συνηθισμένος. Πράγματι, στη ιταλική μετάφραση του Είναι και Χρόνος, που επιμελήθηκε ο Φράνκο Βόλπι, αποδίδεται ως «κοινή έννοια», «ο κοινός χρόνος».
Σύμφωνα λοιπόν με τον Χάιντεγκερ, η κοινή έννοια του χρόνου, αυτή που όλοι χρησιμοποιούν, είναι η έννοια που εισήγαγε ο Αριστοτέλης. Ποια είναι αυτή η έννοια; Είναι εκείνη που χρησιμοποιούμε όταν καθορίζουμε, για παράδειγμα, μια ημερομηνία. Η ημερομηνία περιλαμβάνει την ημέρα, τον μήνα και το έτος, δηλαδή τον χρόνο όπως σημειώνεται στα ημερολόγια. Αλλά μπορούμε να καθορίσουμε και μια στιγμή, και τότε χρησιμοποιούμε το ρολόι: την ώρα, το λεπτό, το δευτερόλεπτο. Αυτός είναι, κατά τον Χάιντεγκερ, ο χρόνος: ο κοινός χρόνος, ο δημόσιος χρόνος, αυτός στον οποίο όλοι αναφερόμαστε.
Αλλά, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, αυτή η έννοια είναι, όπως λέει, «αναυθεντική». Δηλαδή δεν συλλαμβάνει το αληθινό νόημα του χρόνου. Γιατί; Και εδώ ο Χάιντεγκερ παραθέτει ένα χωρίο από τη Φυσική του Αριστοτέλη, όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι ο χρόνος είναι άπειρος.
Είναι προφανές τι σημαίνει: όποια στιγμή του χρόνου κι αν θεωρήσουμε, είναι πάντα δυνατόν να σκεφτούμε μια στιγμή που προηγείται και μια στιγμή που έπεται. Οποιαδήποτε στιγμή, ακόμη και στο μέλλον, μπορούμε να φανταστούμε, θα επιτρέπει πάντα κάτι που έρχεται μετά. Και αυτή η διαδικασία δεν τελειώνει ποτέ· επομένως ο χρόνος είναι αιώνιος. Υπήρχε πάντα και θα υπάρχει πάντα.
Ε, λοιπόν, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, το να θεωρήσει κανείς τον χρόνο ως αιώνιο είναι η απόδειξη ότι αυτός ο χρόνος δεν είναι ο αυθεντικός χρόνος. Δηλαδή ο χρόνος που πραγματικά ζούμε. Ο χρόνος, λέει ο Χάιντεγκερ —συγχωρέστε με αν χρησιμοποιώ τη δική του γλώσσα, αλλά αυτός έτσι εκφράστηκε— είναι ο χρόνος του Dasein, δηλαδή της ύπαρξης, της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε εμείς οι άνθρωποι μέσα στη ζωή μας.
Γιατί; Επειδή η δική μας ζωή, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, δεν χαρακτηρίζεται από τον χρόνο με αυτή την έννοια, τον χρόνο του ρολογιού, τον χρόνο του ημερολογίου, τον άπειρο χρόνο, αλλά χαρακτηρίζεται από αυτό που ο Χάιντεγκερ ονομάζει «χρονικότητα». Και η χρονικότητα είναι η συνείδηση που έχει ο καθένας από εμάς ότι η ζωή μας αναπόφευκτα θα τελειώσει με τον θάνατο. Και επομένως δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον χρόνο ως άπειρο, γιατί για εμάς, για τον καθένα από εμάς, για το πώς ο καθένας ζει τη δική του ανθρώπινη κατάσταση, δεν υπάρχει άπειρος χρόνος. Ο χρόνος θα τελειώσει.
Και έτσι η αυθεντική συνείδηση της ανθρώπινης κατάστασης, του Dasein, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, δεν στηρίζεται στην κοινή έννοια του χρόνου, την «χυδαία» όπως την ονόμασε, που εισήγαγε ο Αριστοτέλης, αλλά στη χρονικότητα. Και ο χαρακτήρας της χρονικότητας, κατά τον Χάιντεγκερ —τελειώνω με το Είναι και Χρόνος και περνώ αμέσως στον Αριστοτέλη— είναι ότι αποτελεί έναν χρόνο που ο Χάιντεγκερ τον αποκαλεί «εκστατικό».
«Εκστατικός» είναι μια λέξη που προέρχεται από τα ελληνικά, ἐκστατικόν, που σημαίνει «αυτό που σε βγάζει έξω». Το εκ- σημαίνει «έξω». Το στατικόν προέρχεται από το «ἵσταμαι» = στέκομαι· άρα «εκ-στατικόν» σημαίνει το να στέκεσαι έξω, να βρίσκεσαι έξω. Και όπως λέμε ότι η «έκσταση», που προέρχεται από το «εκστατικός», συνίσταται στο να βρίσκεται κανείς κατά κάποιο τρόπο έξω από τον εαυτό του.
Και έτσι ο αληθινός χρόνος, ο αυθεντικός χρόνος, είναι ο εκστατικός χρόνος, γιατί είναι χρόνος που σε βγάζει έξω, που ανοίγεται, που ανοίγεται προς εκείνο που μας περιμένει, προς εκείνο που έχουμε να γίνουμε. Αυτή είναι η τυπικά χαϊντεγκεριανή ορολογία. Η ύπαρξή μας, το «είναι-εδώ» μας (Dasein), είναι ένα «έχειν να είναι» (Zu-sein, να είναι κάτι). Είμαστε στραμμένοι, προσανατολισμένοι προς το μέλλον, αλλά προς ένα μέλλον που καταλήγει στον θάνατο, απ’ όπου πηγάζει η αγωνία που χαρακτηρίζει την ύπαρξή μας.
Αυτό είναι, συγχωρέστε με αν το είπα κάπως συνοπτικά, το περιεχόμενο του Είναι και Χρόνος του Χάιντεγκερ. Λοιπόν, υπό το φως αυτής της αξιολόγησης που ο Χάιντεγκερ έδωσε για τον αριστοτελικό χρόνο, ας δούμε πώς έχουν πραγματικά τα πράγματα, ας διαβάσουμε δηλαδή μερικά αποσπάσματα από τη Φυσική του Αριστοτέλη για τον χρόνο. Πριν όμως αντιμετωπίσουμε τα αποσπάσματα που σχολιάζει ο Χάιντεγκερ, εγώ ανέφερα ένα που έρχεται να επιβεβαιώσει όσα έλεγα στην αρχή, δηλαδή ότι και η νεότερη και η σύγχρονη φυσική έχουν ανακαλύψει την αξία της φυσικής του Αριστοτέλη. Ξέρετε ότι μία από τις μεγάλες ανακαλύψεις, που θεωρούνται μεγάλες ανακαλύψεις της νεότερης επιστήμης, είναι η λεγόμενη αρχή της αδράνειας.
Οι μαθητές του λυκείου, που βλέπω εδώ παρόντες, τη διδάσκονται στο σχολείο. Η αρχή της αδράνειας, που αποδίδεται και στον Γαλιλαίο, αν και στον Γαλιλαίο δεν ήταν ακόμη εντελώς ξεκάθαρη, γίνεται σαφής για πρώτη φορά στον Καρτέσιο, στον Descartes. Η αρχή της αδράνειας, που είναι αρχή της φυσικής, της σημερινής φυσικής ως επιστήμης, λέει ότι η ομαλή και ευθύγραμμη κίνηση στο κενό, αν δεν επέμβει καμία δύναμη να τη σταματήσει ή να την εμποδίσει, συνεχίζεται αιώνια.
Συνεχίζεται, γιατί δεν είναι αλλαγή κατάστασης, είναι μια κατάσταση, όπως ακριβώς είναι και η ηρεμία, το να μένει κανείς ακίνητος. Στο κενό, ένα σώμα που κινείται με ομαλή και ευθύγραμμη κίνηση θα κινείται για πάντα. Αυτή είναι η αρχή της αδράνειας.
Και αυτό φαίνεται να διαψεύδει εκείνο που είχε πει ο Αριστοτέλης, ο οποίος είχε πει το αντίθετο, δηλαδή ότι ένα σώμα, για να κινηθεί, χρειάζεται μια δύναμη που να το ωθήσει, να το παράγει, να το προωθεί. Από μόνο του δεν κινείται. Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει κίνηση αδρανείας.
Αυτό είναι ό,τι διαβάζετε σε όλα τα εγχειρίδια ιστορίας της φιλοσοφίας. Ε, λοιπόν, αν πάμε να διαβάσουμε προσεκτικά τη Φυσική, βλέπουμε ότι κατά κάποιον τρόπο ήδη ο Αριστοτέλης είχε διαισθανθεί την αρχή της αδράνειας, γιατί —δείτε— δεν το έχω σημειώσει εδώ, σας το διαβάζω εγώ, υπάρχει ένα απόσπασμα του Αριστοτέλη, ακριβώς στο τέταρτο βιβλίο, στο κεφάλαιο 8, στη σελίδα 215, όπου ο Αριστοτέλης γράφει: «Κανείς δεν μπορεί να πει γιατί ένα κινητό, δηλαδή ένα αντικείμενο σε κίνηση, θα σταματήσει σε έναν δεδομένο τόπο. Και πράγματι, γιατί να σταματήσει εδώ και όχι εκεί; Εν ολίγοις, ή δεν θα κινηθεί καθόλου, ή αλλιώς θα κινείται κατ’ ανάγκην επ’ άπειρον, εκτός αν κάποια αιτία ανώτερης δύναμης το εμποδίσει».
Δηλαδή, όπως έλεγα πριν, ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται το σύμπαν ως πλήρες, και επομένως προσπαθεί να αντικρούσει την ιδέα ότι υπάρχει κενό. Και ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει για να αντικρούσει το κενό είναι ακριβώς αυτό: αν το σύμπαν ήταν κενό, ένα σώμα που θα κινούνταν, θα κινούνταν για πάντα. Αυτό είναι ακριβώς ό,τι λέει η αρχή της αδράνειας· μόνο που για τον Αριστοτέλη αυτό δεν ισχύει στην πραγματικότητα, δεν ισχύει στον κόσμο μας, γιατί το πραγματικό σύμπαν στο οποίο ζούμε δεν είναι κενό, αλλά είναι πλήρες.
Είναι γεμάτο αέρα, νερό, όλα όσα συγκροτούν τα σώματα. Αλλά αυτό ήταν απλώς ένα απόσπασμα που, βλέπετε, μάλιστα ξέχασα να το βάλω στις διαφάνειες, και που ερχόταν να επιβεβαιώσει τις κρίσεις που σας ανέφερα πριν. Ας έρθουμε τώρα στην πραγματεία για τον χρόνο, που βρίσκουμε στο τέταρτο βιβλίο της Φυσικής, και ας ξεκινήσουμε με ένα απόσπασμα. Δεν ξέρω αν από το βάθος της αίθουσας μπορείτε να το διαβάσετε, αλλά εγώ έχω εδώ το απόσπασμα, θα σας το διαβάσω: είναι από το τέταρτο βιβλίο της Φυσικής, όποιος το βλέπει μπορεί να το διαβάσει μαζί μου, θα το διαβάσουμε μαζί.
«Δεν υπάρχει χρόνος χωρίς κίνηση». Στην πραγματικότητα, γράφει ο Αριστοτέλης, «ο χρόνος δεν υφίσταται στήν απουσία κίνησης. Πράγματι, όταν δεν αλλάζουμε καθόλου τη σκέψη μας, ή την αλλάζουμε αλλά χωρίς να το αντιληφθούμε, δεν μας φαίνεται ότι έχει περάσει χρόνος».
Όπως κατά το ξύπνημα, δεν φαίνεται ότι πέρασε χρόνος ούτε σε εκείνους που, σύμφωνα με τον μύθο, κοιμήθηκαν δίπλα στους ήρωες στη Σαρδηνία. Αυτό είναι ένα αινιγματικό χωρίο. Ο Αριστοτέλης παραθέτει έναν μύθο, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτα.
Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι που στη Σαρδηνία —ποιος ξέρει γιατί στη Σαρδηνία— είχαν κοιμηθεί για πολύ καιρό δίπλα στους ήρωες, και όταν ξύπνησαν δεν αντιλήφθηκαν πόσος χρόνος είχε περάσει κατά τη διάρκεια του ύπνου τους. Αλλά χωρίς να επικαλεστούμε τον μύθο των ηρώων στη Σαρδηνία, αυτή είναι μια εμπειρία που ο καθένας μας μπορεί να κάνει. Πόσες φορές, κατά τη διάρκεια της ημέρας —ας αφήσουμε τη νύχτα— αλλά στη διάρκεια της ημέρας, όταν μας τύχει να αποκοιμηθούμε για λίγο, ξυπνάμε χωρίς να καταλαβαίνουμε πόση ώρα κοιμηθήκαμε, αν ήταν σύντομος ή μακρύς ύπνος· δηλαδή, ο χρόνος που δεν γίνεται αντιληπτός είναι σαν να μην υπάρχει.
Λοιπόν, ο χρόνος είναι εκείνος που εμείς αντιλαμβανόμαστε, είναι εκείνος του οποίου έχουμε εμπειρία. Και πράγματι, ο Αριστοτέλης καταλήγει: «Αυτοί, που είχαν κοιμηθεί στη Σαρδηνία δίπλα στους ήρωες, συνδέουν την στιγμή πριν με την στιγμή μετά τον ύπνο και τις κάνουν μία, αφαιρώντας το μεσοδιάστημα, εφόσον στερείται αισθήσεων». Έτσι, αν μια στιγμή δεν διέφερε από μια άλλη, αλλά ήταν μάλιστα ταυτόσημη, τότε ο χρόνος δεν θα υπήρχε καθόλου.
Με τον ίδιο τρόπο, δεν θα φαινόταν ότι υπάρχει χρόνος ούτε σε ένα μεσοδιάστημα, διότι θα διέφευγε η διαφορά του. Επομένως, αν μας τύχουν καταστάσεις στις οποίες δεν αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη του χρόνου, και συγκεκριμένα όταν δεν μπορούμε να διακρίνουμε κάποια αλλαγή, αλλά η ψυχή μοιάζει σαν να αιωρείται μέσα σε μια και μοναδική, αδιαίρετη στιγμή, τότε πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο χρόνος υπάρχει όταν έχουμε αντιλήψεις και συλλαμβάνουμε διαφορές. Και επομένως είναι φανερό ότι δεν υπάρχει χρόνος χωρίς κίνηση.
Αυτή είναι η πρώτη διαπίστωση: δεν υπάρχει χρόνος χωρίς κίνηση. Αν όλα ήταν ακίνητα, αν τίποτα δεν μεταβαλλόταν, δεν θα αντιλαμβανόμασταν καμία ροή του χρόνου, κανένα πριν και κανένα μετά. Αν όμως έχουμε εμπειρία του χρόνου, αυτό συμβαίνει επειδή έχουμε εμπειρία της κίνησης, της μεταβολής, όποια κι αν είναι αυτή η μεταβολή.
Και έτσι προκύπτει ο περίφημος αριστοτελικός ορισμός του χρόνου: «Έχουμε γνώση του χρόνου όταν μετράμε την κίνηση, καθορίζοντάς την με το πριν και το μετά». Και μπορούμε να πούμε ότι χρόνος έχει περάσει όταν αντιλαμβανόμαστε το πριν και το μετά μέσα στην κίνηση. Εν ολίγοις, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει χρόνος όταν υπάρχει πριν και μετά· ακριβώς επειδή ο χρόνος —να ο ορισμός— είναι ο αριθμός της κίνησης σύμφωνα με το πριν και το μετά.
Ο χρόνος, επομένως, δεν ταυτίζεται με την κίνηση, αλλά υπάρχει καθόσον η κίνηση έχει αριθμό. Αριθμός εδώ σημαίνει μέτρο, ακριβώς επειδή μετράμε την κίνηση· αυτή η μέτρηση της κίνησης είναι ο χρόνος. Και είναι ο χρόνος που μετράμε· τον χρόνο του Αριστοτέλη τον μετρούσαν με τις κινήσεις του ήλιου, της ημέρας, της νύχτας, του μήνα, του έτους· κατόπιν η ημέρα χωρίζεται σε ώρες, οι ώρες σε λεπτά, σε δευτερόλεπτα· είναι ο χρόνος που μετράμε συνήθως. Όμως αυτός ο χρόνος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μέτρηση που εμείς κάνουμε της κίνησης.
Άρα ο χρόνος —και εδώ είναι το τρίτο απόσπασμα που διαβάζω— προϋποθέτει την ψυχή. «Ψυχή» είναι ο όρος με τον οποίο ο Αριστοτέλης δηλώνει τη συνείδηση. Αν δεν υπήρχε η συνείδηση, δεν θα υπήρχε ο χρόνος. Πράγματι, γράφει: «Κάποιος θα μπορούσε να θέσει το ακόλουθο ζήτημα: Αν δεν υπήρχε η ψυχή, θα υπήρχε ο χρόνος ή όχι;» Και εξηγεί ότι, στην περίπτωση που δεν υπάρχει ένα υποκείμενο που αριθμεί, δηλαδή που μετρά, είναι αδύνατον να υπάρξει ένα αντικείμενο αριθμημένο.
Αν κανείς δεν μετρά, τίποτα δεν μετριέται. Και έτσι αποδεικνύεται ότι ο αριθμός δεν θα υπήρχε, αφού είναι ή πραγματικότητα αριθμούσα ή πραγματικότητα αριθμημένη. Αλλά, εφόσον στη φύση δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από την ψυχή και τον νου της ψυχής ικανό να αριθμεί, απουσία ψυχής κατ’ ανάγκην δεν θα υπήρχε ο χρόνος. Παρά μόνο με τη μορφή του όντος που υπάρχει σε κάθε στιγμή, δηλαδή εκτός χρόνου.
Συνεπώς, αν ο χρόνος είναι ο αριθμός της κίνησης, απαιτεί να υπάρχει κάποιος που αριθμεί, που μετρά. Και αυτός ο κάποιος είναι η ψυχή, δηλαδή η συνείδηση. Επομένως, ο χρόνος προϋποθέτει τη συνείδηση. Δεν είναι, λοιπόν, ένας χρόνος εντελώς ξένος, αντικειμενικός, χωρικοποιημένος, μόνο δημόσιος. Δεν είναι μόνο ο χρόνος του ρολογιού ή του ημερολογίου.
Είναι ένας χρόνος βιωμένος. Είναι ένας χρόνος του οποίου έχουμε συνείδηση. Και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ακριβώς ο Αριστοτέλης στη Φυσική λέει ότι ο χρόνος έχει εκείνον τον χαρακτήρα που ο Χάιντεγκερ είχε αποδώσει στην έννοια της «χρονικότητας». Δηλαδή, είναι εκστατικός. Εκστατικός. Ας διαβάσουμε το επόμενο απόσπασμα.
«Ο χρόνος», λέει ο Αριστοτέλης, «φέρνει φθορά. Υπάρχει κάτι που επηρεάζεται από τον χρόνο. Όπως συνηθίζουμε να λέμε ότι ο χρόνος φέρνει καταστροφή. Εμείς λέμε: ο χρόνος φθείρει τα πάντα. Ακόμα κι αν κανείς δεν επέμβει να τα βλάψει ή να τα χαλάσει, αρκεί να περάσει χρόνος και το πράγμα φθείρεται, καταστρέφεται. Για τον χρόνο όλα γερνούν ή πέφτουν στη λήθη».
Να, λοιπόν, το θέμα του φεστιβάλ μας: η μνήμη και η λήθη. Αντίθετα, δεν λέγεται ότι χάρη στον χρόνο μάθαμε ή ξαναγίναμε νέοι ή όμορφοι. Με το πέρασμα του χρόνου ποτέ δεν γινόμαστε πιο όμορφοι· γινόμαστε πιο άσχημοι. Ο χρόνος από μόνος του είναι ως επί το πλείστον αιτία φθοράς.
Πράγματι, «ο αριθμός της κίνησης», δηλαδή ο χρόνος, «και η κίνηση βγάζουν προς τα έξω το υπάρχον». Εδώ έχω αναπαραγάγει κατά λέξη τα λόγια του Αριστοτέλη χωρίς να προσθέσω τίποτα. Στα ελληνικά λέει: ἐξίστησιν τὸ ὂν παρόν. Το to on paron είναι το υπάρχον, αυτό που υπάρχει. Και ο χρόνος — ἐξίστησιν από το εκ-ιστημι, το «θέτω έξω»— βγάζει από μέσα του καθετί που υπάρχει.
Εδώ ακόμη δεν υπάρχει η λέξη «εκστατικός», αλλά υπάρχει στο επόμενο απόσπασμα, στο κεφάλαιο 13 της Φυσικής. Είναι το τελευταίο απόσπασμα που θα διαβάσουμε: «Κάθε μεταβολή είναι από τη φύση της ικανή να βγάζει τα πράγματα έξω».
Αυτή η ιταλική έκφραση «atto a fare uscire le cose» μεταφράζει τον ελληνικό όρο που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης: ἐκστατικόν. Και τότε βλέπουμε ότι ο Χάιντεγκερ δεν τον επινόησε· δηλαδή, ο Χάιντεγκερ βρήκε αυτήν την έννοια στον Αριστοτέλη, την έκανε δική του, την οικειοποιήθηκε, τη χρησιμοποίησε για να χαρακτηρίσει τη δική του σύλληψη, αυτό που εκείνος ονομάζει αυθεντική χρονικότητα, και κατηγόρησε τον Αριστοτέλη ότι δεν είχε καταλάβει. Ενώ είναι ακριβώς στον Αριστοτέλη που υπάρχει αυτός ο όρος.
Ο Χάιντεγκερ το κάνει αυτό συχνά, όχι μόνο για τον χρόνο. Ο Βόλπι έχει γράψει ότι ο Χάιντεγκερ οικειοποιήθηκε με βουλιμία τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη για να οικοδομήσει ένα σύστημα που ήθελε να είναι εναλλακτικό, δηλαδή αντίθετο, αντίπαλο προς εκείνο του Αριστοτέλη. Και αυτά τα χωρία για τον χρόνο είναι μια εξαιρετική απόδειξη, γιατί είναι ο Αριστοτέλης που γράφει: «Κάθε μεταβολή είναι από τη φύση της ικανή να βγάζει τα πράγματα έξω, ενώ μέσα στον χρόνο όλα γεννιούνται και όλα φθείρονται».
Γι’ αυτόν τον λόγο, κάποιοι στοχαστές —δεν ξέρουμε ποιοι ήταν— αποκαλούσαν τον χρόνο «τον σοφότερο» (sophōteron), ενώ ο πυθαγόρειος Πάρων, με μεγαλύτερη ακρίβεια, όπως του αναγνωρίζει δίκιο ο Αριστοτέλης, τον ονόμαζε «τον πιο ανόητο». Ο χρόνος είναι ο πιο ανόητος, γιατί μέσα στον χρόνο χάνεται η μνήμη. Δεν σας φαίνονται όλα αυτά αναλύσεις που λαμβάνουν ακριβώς υπόψη την ανθρώπινη κατάσταση; Στον χρόνο γερνάμε, στον χρόνο ξεχνάμε, είναι ευκολότερο να ξεχνάμε παρά να μαθαίνουμε με το πέρασμα του χρόνου.
Στον χρόνο χάνεται η μνήμη· και έπειτα συνεχίζει ξεκάθαρα: «ο χρόνος, από μόνος του, θα είναι αιτία φθοράς μάλλον παρά γένεσης», όπως μόλις ειπώθηκε. Η μεταβολή από μόνη της «βγάζει τα πράγματα έξω» —πάλι χρησιμοποιεί τον όρο ἐκστατικόν— ενώ για τη γένεση του όντος θα είναι αιτία μόνο κατά συμβεβηκός. Δηλαδή, ο χρόνος από μόνος του είναι εκστατικός: βγάζει τα πράγματα από τον εαυτό τους, τα κάνει να γερνούν, να χειροτερεύουν.
Αυτή η συνείδηση, στο βάθος αρκετά απαισιόδοξη, του νοήματος που έχει η χρονικότητα στην ανθρώπινη κατάσταση, μου φαίνεται ότι είναι το σημάδι πως ήδη ο Αριστοτέλης είχε συλλάβει πλήρως το αυθεντικό νόημα του χρόνου στην ανθρώπινη ύπαρξη, και ότι ο Χάιντεγκερ δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ξαναπάρει την αριστοτελική σύλληψη και να την παρουσιάσει σαν δική του προσωπική ανακάλυψη. Αυτό μου φάνηκε ενδιαφέρον να σας το μεταδώσω στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ που μιλάει ακριβώς για τον χρόνο, τη μνήμη και τη λήθη.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
ΚΑΙ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ, ΤΗΝ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΟΝ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ; ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ; ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ; ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΠΟΥ ΑΡΝΗΘΗΚΕ Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ; ΜΕ ΤΙΣ ΙΔΕΕΣ, ΤΟΥΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ; ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΡΗΜΑ;
ο Χάιντεγκερ δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ξαναπάρει την αριστοτελική σύλληψη και να την παρουσιάσει σαν δική του προσωπική ανακάλυψη, την οικειοποιήθηκε.
Ο ΜΟΝΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου