ΙΙΙ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΧΤΕ
2. ΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ‘ΦΙΧΤΙΑΝΗ’ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
1. Η φιλοσοφία τού Εγώ
1794, συνιστά στην ιστορία τής φιλοσοφίας τη μοναδικήν προσπάθεια μιας ριζικής φιλοσοφίας τού Εγώ και αποτελεί, απ’ αυτήν την άποψη, ένα φιλοσοφικό πείραμα εντελώς εξόχου σημασίας και βαρύτητας. Προσεγγίζει ως προς την έκτασή του και αναφορικά με την εργασία που αναλαμβάνει, ως επί το πλείστον τον ‘σπινοζισμό’, προς τον οποίον βρίσκεται ωστόσο ταυτόχρονα σε μια διαμετρικήν αντίθεση. Καθ’ όσον αντιπροσωπεύει δηλ. ο Σπινόζα μια φιλοσοφία τού απολύτου αντικειμένου (substantia sive Deus – ουσία είτε Θεός…), ενώ ο Φίχτε μιαν αντίστοιχην του απολύτου υποκειμένου (substantia sive ego – ουσία είτε Εγώ…), συναποτελούν μιαν απόλυτην αντίθεση. Καθ’ όσον έχουμε όμως εδώ να κάνουμε με μιαν συνεπή διεκπεραίωση των αρχών τής ταυτότητας ή τού ‘μονισμού’ (όπου και ‘αποκηρύσσεται’ το υποκείμενο προς χάριν του αντικειμένου, ή αντίστροφα, το αντικείμενο προς χάριν του υποκειμένου), με μια διδασκαλία δηλ. του καθαρού ανυποστάτου (Unhypostasheit) ή μιας καθαρής υποστατικότητας, μιας καθαρής αντικειμενικότητας ή μιας καθαρής απουσίας αντικειμένου, τότε αποτελούν (τα δυό αυτά φιλοσοφικά συστήματα…) το αντικαθρέφτισμα το ένα τού άλλου.
Το βάθος, η δύναμη και η θετική σημασία τού ‘φιχτιανισμού’ βασίζεται στο ότι τίθεται εδώ εξαρχής και στην πρώτη γραμμή το πρόβλημα της υποστατικότητας, και επιχειρείται η κατανόηση ολόκληρου του Είναι και ολόκληρου του κόσμου μέσα απ’ αυτήν την αρχή, και αποκλειστικά κάτω απ’ το δικό της φως. Κι αν ακόμα διαστρεβλώνεται η διδασκαλία τών επιστημών απ’ την υπερβολή τών (λογικών) της αφαιρέσεων (πρβλ. την ‘απαγωγή’ τού εμπειρικού Εγώ, του «εγώ»), κατονομάζεται ωστόσο εδώ, με κάθε σαφήνεια και έμφαση, ηαπόλυτη φύση τού Εγώ-εγώ, εκφραζόμενη στον αυτο-καθορισμό του ως ενός Όντος· όπου δεν εκλαμβάνεται ως αφετηρία μια απλοϊκή θεωρία, αλλά η ενεργητική πράξη τού αυτο-καθορισμού (το Εγώ θέτει το ίδιο τον εαυτό του…), κατά ή στην οποίαν και γεννιέται τόσο ιδανικά όσο και πραγματικά (αυτό το Εγώ-εγώ…). Το Εγώ-εγώ ανυψώνεται άχρονο, πέρα απολύτως από κάθε προσδιορισμό, φέροντας επάνω του τη σφραγίδα τού θεΐκού τετραγράμματος του Γιαχβέ, του αιώνιου Θεού τής απόλυτης υποστατικότητας, έτσι όπως φανερώθηκε στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός. Η διδασκαλία τού Φίχτε είναι (στην πραγματικότητα…) μια θεολογία τού παλαιοδιαθηκικού Θεού. Η ‘φιχτιανή’ φιλοσοφική «ανακάλυψη», που διαβεβαιώνεται εξάλλου το λιγότερο απ’ την εποχή τής Παλαιάς Διαθήκης στον χώρο τής θρησκείας, συνίσταται στο ότι η σκέψη ξεκινά αναγκαίως με το εμπειρικό Εγώ και ότι αυτό το Εγώ όχι μόνο δεν μπορεί να σκεφτή με κανέναν τρόπο πέρα απ’ τον εαυτό του, αλλά τα σκέπτεται όλα αναπόφευκτα μέσα στο δικό του φως, το οποίο και ‘προσάπτει’ πάντοτε και παντού σε όλα. Και γι’ αυτό υπάρχουν όλα στο Εγώ και για το Εγώ, και πρέπει να εκφραστούν με την ορολογία τού Εγώ και να κατανοηθούν στο δικό του φως. Και ‘δικαιώνεται’ έτσι απολύτως η ‘φιχτιανή’ σκέψη για την αναγκαία συσχέτιση Εγώ και Μη-Εγώ, τη ‘συσχετική αναφορά’ αντικειμένου και υποκειμένου στο Εγώ ή, υπό μιαν ορισμένην έννοια: του Εγωτισμού τού κόσμου. Στην πραγματικότητα, αμφισβητείται (βέβαια…) αυτός (ακριβώς…) ο εγωτισμός – γιατί πώς θα αντιληφθούμε μετά, γενικώς τηνυποκειμενικότητα του κόσμου; Δεν θα απέμενε παρά να εξαλείψουμε το Εγώ και να βυθίσουμε το Είναι στο ασυνείδητο, με την τρεμουλιαστή φλογίτσα τών ‘σπινοζικών’ τρόπων.
Η υπόσταση (Hypostase) είναι δεδομένη εξαρχής, και πρέπει να ξεκινήση κανείς αναγκαίως από αυτήν και να επιστρέψη, πάλιν αναγκαίως, εκεί: είναι ταυτόχρονα κέντρο και κάθε και οποιοδήποτε σημείο τής περιφέρειας, γιατί διαπερνά (εξ αρχής) παντού τη συνείδηση, και όλα καθίστανται κατά συνέπειαν προσδιορισμοί της και μόνον (της υπόστασης…), ακτινοβολίες τού Εγώ· ενώ τα αναλαμβάνει ταυτόχρονα όλα στον εαυτό της.
Ο Φίχτε παρατηρεί εδώ, εντελώς σωστά, ότι το Εγώ χρειάζεται, για να φλογισθή μέσα του η συνείδηση, για να καταστή Είναι, ή να γίνη, όπως το ονομάζει ο Φίχτε, ένα Κάτι ή να αποκτήση πραγματικήν ύπαρξη, το Μη-Εγώ, την «ώθηση», ένα αντικείμενο θεώρησης για το θεωρητικό Εγώ, μια «νοημοσύνη» ή όριο και φραγμό, για να υπερβαθή το ‘πασχίζον’ και πρακτικό Εγώ. Το ότι αντιπαραθέτει τόσο επίμονα ο Φίχτε τη μεταφυσική του φιλοσοφία στη διδασκαλία για το μεταφυσικό πράγμα, αυτό δεν βασίζεται στον ‘μολυσμό’ του και μόνο απ’ τον καντιανισμό, αλλά και στην εντελώς σωστή σκέψη, ότι το Εγώ και ο κόσμος, το αντικείμενο της πρότασης (δηλ. το υποκείμενο…) και το κατηγορούμενο, συναρτώνται εσωτερικά, ταυτίζονται στην εξέλιξή τους και συσχετίζονται στον προσδιορισμό και τον τρόπο που εκφράζονται ή εκδηλώνονται.
2. Μη-Εγώ και φύση
Η υποστατικότητα είναι ένα πρωτογενές και ανεξάλειπτο χαρακτηριστικό κάθε ύπαρξης ή Είναι, το υποκείμενο κάθε κατηγορουμένου, και γενικώς το ίδιο το υποκείμενο (ή: αντικείμενο της πρότασης). Όμως δεν υφίσταται, και δεν είναι νοητή χωρίς κατηγορούμενο, στο οποίο και αποκαλύπτεται. Κι αυτό το κατηγορούμενο είναι η φύση τού πνεύματος και η φύση τού κόσμου. Το Εγώ, το μόνο νοούμενο, αποκαλύπτεται στο φαινόμενο – όχι με την ‘κακήν’, καντιανήν έννοια (σύμφωνα με την οποίαν το φαινόμενο είναι μια αυταπάτη ή μια σύμβαση), αλλά με την αληθινήν έννοια μιας αυτο-αποκαλύψεως. Αν ονομάσουμε την υπόσταση ουσία, τότε αποτελεί αυτό που παράγεται απ’ αυτήν τυχαίο συμβάν (Akzidens), κατά τον Φίχτε· αν είναι αντίθετα η ουσία το ανεξάντλητο βάθος τού Είναι, τότε αποτελεί το Εγώ, εν σχέσει προς αυτήν, ένα φαινόμενο ή έναν τρόπο, με την έννοια της διδασκαλίας τού Σπινόζα. Στην πραγματικότητα, δεν ισχύει τίποτα απ’ τα δυό, ή ισχύουν και τα δυό: η ουσία είναι υποστατική φύση, είναι πρωτογενής, και γι’ αυτό κατά κανέναν τρόπο απαγωγή, κατά κανέναν τρόπο μια ουσιαστική σχέση (μια σχέση προς την ουσία…), που να χρειάζεται εξήγηση ή ερμηνεία. Και πρέπει να αναγνωριστή και να εξακριβωθή με κάθε δυνατή σαφήνεια. Όπου εκπίπτουν τότε, εντελώς από μόνα τους, όλα τα προβλήματα μιας απαγωγής (μιας λογικής αφαίρεσης…) τού Εγώ απ’ το Μη-Εγώ ή απ’ τη φύση, ή και της φύσης απ’ το Εγώ, ως περιττά και αδύνατα, εκπίπτουν δηλ. εκείνα τα προβλήματα, που αποτελούν και το θέμα ολόκληρης της φιλοσοφίας τού ψευδο-μονισμού και της υποτιθέμενης ταυτότητας. Ο δρόμος αυτής τής φιλοσοφίας οδηγεί συνήθως απ’ το Μη-Εγώ στο Εγώ, και ακολουθεί μόνο στον Φίχτε την αντίθετην κατεύθυνση, απ’ το Εγώ δηλ. στο Μη-Εγώ. Στην πραγματικότητα είναι ωστόσο αυτός ο δρόμος αδιάβατος, και υποχρεώνει έτσι σε παραδρόμους· είναι όμως εξαιρετικά διδακτικός ως πείραμα.
Το Εγώ χρειάζεται, κατά τον Φίχτε, το Μη-Εγώ, όχι ως φύση του, ούτε επειδή σημαίνει τη δυνατότητά του να ζήση, να αυτο-αναγνωριστή και να αυτο-πραγματωθή (το Εγώ…), αλλά το χρειάζεται ως έναν καθρέφτη, όπου και μπορεί να αντικατοπτρισθή, να «ανακλασθή», να αυτο-θεωρηθή και αναγνωρισθή, γιατί αλλιώς αποδεικνύεται, όπως το γνωρίζουμε ήδη, ως το απόλυτο και αύταρκες Εγώ, που παραμένει πέρα απ’ το κατώφλι τής πραγματικής ύπαρξης ή τού Είναι. Το απόλυτο Εγώ δεν υπάρχει, γιατί υπάρχει μόνον το σχετικό Εγώ, που σχετίζεται με το Μη-Εγώ – ως μια απεικόνιση βεβαίως τού απολύτου Εγώ. Πώς συνέβη όμως αυτή η καταστροφή (Katastrophe), η γέννηση δηλ. του σχετικού Εγώ και του Μη-Εγώ, που χαρακτηρίζεται ως ένας «υποβιβασμός σε μιαν κατώτερην έννοια», στην «έννοια του διαμερισμού», ή ως μια «κάθοδος του Εγώ» απ’ τον ίδιον τον Φίχτε; Γιατί τίποτα δεν μπορεί να αντισταθή βέβαια στο απόλυτο Εγώ, τίποτα να το περιορίση, σ’ αυτό και μόνο σ’ αυτό ανήκει όλη η πραγματικότητα (πρβλ. παραπάνω). Πώς γεννιέται λοιπόν, μέσα στην αγκάλη, στον κόρφο τού ‘υπερβάλλοντος’ (τα πάντα…), αληθινού και απόλυτου Εγώ, το Εγώ που υπάρχει και συσχετίζεται με το Μη-Εγώ; Πώς μπορεί να προέλθη απ’ το αληθινό το υπάρχον Εγώ, απ’ αυτό που είναι πάνω από κάθε Είναι, το Είναι; Μοιάζει αδύνατη αυτή η καταστροφή, μέσα απ’ την οποία διαρρηγνύεται η αιτιώδης, λογική σειρά, και τίθεται στη θέση τής συνέχειας μια ασυνέχεια, ωστόσο ο Φίχτε το επιχειρεί, επιχειρεί μιαν τέτοιαν αναγωγή, και είναι υποχρεωμένος μάλιστα να το κάνη, ως συνέπεια της φιλοσοφίας του τού Εγώ. Γι’ αυτό και βρίσκει και η φύση (του πνεύματος και του κόσμου) σ’ αυτόν, τον αθλιώτερον ορισμό της: ως Μη-Εγώ. Πρέπει βέβαια να πούμε εκ των προτέρων, ότι αυτό το Μη-Εγώ είναι δισήμαντο και πολυσήμαντο, και μάλιστα από διπλήν άποψη: όχι μόνο λόγω τών πολλών σημασιών τού Μη, αλλά και λόγω τού εντελώς ειδικού χαρακτήρα αυτής τής συμπαράθεσης: Μη-Εγώ. Όμως ο ίδιος ο Φίχτε δεν παρατηρεί αυτήν την πολυσημία καθόλου, παρ’ όλο που εναλλάσσει τόσο το Μη-Εγώ όσο και το Εγώ στις πιο διαφορετικές τους σημασίες. Τί μπορεί να σημαίνη (λοιπόν…) το Μη-Εγώ; Πρώτον: αν είναι το Εγώ τα πάντα και δεν υπάρχει τίποτα έξω απ’ το Εγώ, τότε είναι η πρώτη σημασία τού Μη-Εγώ το απόλυτο μεταφυσικό κενό, το σκότος τού σκότους. Και προκύπτει το ερώτημα: μπορεί να αυτο-απαλειφθή έτσι το Εγώ, ώστε να προέλθη με την κυριολεκτικήν έννοια ενός α privativum (α – στερητικό…) το Μη-Εγώ; Μια τέτοια απάλειψη μπορεί να κατανοηθή μόνον ως απόλυτος θάνατος – ο οποίος όμως είναι, ακριβώς όπως και ο χρόνος, μεταφυσικός για το Εγώ. Το Εγώ βρίσκεται έξω και πάνω απ’ τον χρόνο, και δεν γνωρίζει γι’ αυτό τον θάνατο, όπως δεν γνωρίζει άλλωστε και την ζωή (( Σημ. τ. μετ.: Γλώσσα λανθάνουσα… )) . Το απόλυτο Εγώ είναι η ίδια η θεότητα. Και είναι σαφές, ότι είναι τουλάχιστον ανόητο να χρησιμοποιήση κανείς το στερητικό ‘α’ στο Απόλυτο. Ο ίδιος ο Φίχτε δεν εξετάζει (όμως…) καθόλου αυτήν τη δυνατότητα, παρ’ όλο που θά ’πρεπε μ’ αυτήν ακριβώς να ξεκινήση, με την ερώτηση δηλαδή, αν είναι δυνατό να περιορίσης ή να αρνηθής το Απόλυτο, ή αλλιώς διατυπωμένη: αν είναι το Εγώ το Απόλυτο, μπορεί να υπάρχη το Μη-Εγώ, είναι νοητό αυτό, αυτή η ‘απαγωγή’; Και τί θα σήμαινε αυτό στη γλώσσα τής θρησκείας; Αν υπάρχη ο Θεός, τότε ο Θεός είναι τα πάντα· μπορεί όμως να νοηθή τότε η έννοια Μη-Θεός; Υπό μιαν ορισμένην έννοια, είναι ο Μη-Θεός το Τίποτα, τοούκ όν, το σκότος τού σκότους, ή αυτό, το οποίο δεν υπάρχει απολύτως. Τότε θα ήταν και το Είναι, και ακριβώς μάλιστα στη συμπαράθεση «Μη-Είναι», μια επινόηση για το αδιανόητο στη ‘γυμνή’ του μορφή Μη, για μιαν αδιανόητην άρα διαφορετικά σκέψη, για μιαν ‘απομίμηση’ σκέψης. Και δεν θα ‘αποτελούσε’, στην καλύτερην περίπτωση, παρά μιαν «ατελεύτητην κρίση»: μη τραπέζι, μη ελέφαντας, μη μήλο κ.τ.λ., μιαν άπειρην και μηδέποτε συμπληρούμενη σειρά από Μη, μιαν αρνητική σκιά τού Είναι, απ’ την οποίαν και θα προσπαθούσε να αποχωριστή βίαια και να ανεξαρτοποιηθή, όπως ακριβώς στο παραμύθι τών αδελφών Άντερσεν, η σκέψη. – Υπό μιαν άλλη, θετικήν τώρα έννοια, σημαίνει ο Μη-Θεός τον κόσμο, αλλά αποκτά τότε το Μη (ή Δεν ή Όχι) μιαν άλλη σημασία, όχι πια αυτήν ενός στερητικού ‘α’, αλλά ακριβώς ενός ‘μή’ (στα ελληνικά στο κείμενο…), που σημαίνει:όχι ακόμα Θεός, θεοποιούμενος κόσμος, υπό μιαν οποιανδήποτε δηλ. έννοια Θεός, που θα είναι κάποτε το παν (ή: ο πάς…) στα πάντα. Γιατί είναι αδύνατο να κατανοηθή με την έννοια μιας απόλυτης άρνησης και παραμερισμού τού Εγώ το Μη-Εγώ, και σ’ αυτό έχει απόλυτο δίκαιο ο Φίχτε: το Εγώ είναι, ως υπόσταση (Hypostase), απόλυτο, είναι τα πάντα (αν και με μιαν άλλην, πιο σωστήν έννοια απ’ ό,τι στον Φίχτε), ενώ το Μη-Εγώ είναι για τη σκέψη και για τη συνείδηση μεταφυσικό· θα μπορούσαμε να πούμε, πως το Μη-Εγώ ούτε μπορεί να νοηθή ούτε υπάρχει· μόνον το Εγώ υπάρχει, ενώ το Μη-Εγώ δεν υπάρχει. (Γι’ αυτό και είχε δίκαιο, όχι μόνον εν σχέσει προς το Είναι-Γίγνεσθαι, αλλά και προς το Εγώ ως αντικείμενο της πρότασης, δηλ. υποκείμενο, ο Παρμενίδης: δεν υπάρχει κανένα κατηγορούμενο, δεν υπάρχει καμμιά σκέψη χωρίς αντικείμενο της πρότασης, και το να θέληνα σκεφτή κανείς το Μη-Εγώ σημαίνει την απόπειρα, να ανταπεξέλθουμε πραγματικά χωρίς ‘υποκείμενο’, χωρίς εμάς δηλ. τους ίδιους, κάτι που είναι φυσικά αδύνατο). Η παραδοχή λοιπόν ενός Μη-Εγώ, και η εισαγωγή του ως μιας κατηγορίας τής σκέψης, είναιαπ’ αυτήν την άποψη είτε μια ατοπία (μια ασυναρτησία…) είτε μια πτώση απ’ την αρχή (το αξίωμα…) της φιλοσοφίας τού Εγώ, που πρέπει να αποκαλυφθή και να αποδειχθή. Και το επαναλαμβάνω άλλη μια φορά, ότι ο Φίχτε δεν υπολογίζει καθόλου τη δυνατότητα, να εκλάβη έτσι το Μη-Εγώ, παρ’ όλο που θά ’πρεπε μ’ αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα να ξεκινήση.
Κατά δεύτερον, μπορεί να σημαίνη το Μη-Εγώ, ως ούκ έγω, μια λογικήναντιπαράθεση ενός περιεχομένου (της σκέψης…) απέναντι σ’ ένα άλλο περιεχόμενο, μιαν αρνητική δηλ. κρίση, αν σχετίζεται βέβαια προς κάτι το θετικό και είναι απλώς και μόνον ως προς τη μορφή του αρνητικό. Η αρνητική κρίση συνδέεται τότε αξεδιάλυτα με τη θετική, βασίζεται σ’ αυτήν, και υπάρχει μόνο μέσα στον ‘ιστό’, στη διαλεκτική (Dialektik) τής σκέψης (ως «αντίθεση» - “Antithese”). Το Εγώ δεν δέχεται ωστόσο καμμιά διαλεκτική, καμμιάν άρνηση και κανέναν περιορισμό: είναι αμετάγνωστο (πείσμον και παγιωμένο…), αδυσώπητο και απεριόριστο. Κι αυτό είναι κατανοητό, γιατί το Εγώ δεν είναι ποτέ κατηγορούμενο, αλλά πάντοτε αντικείμενο και μόνον τής πρότασης (υποκείμενο…)· σχέσεις (απόψεις, αναφορές…) όμως, και μαζί μ’ αυτές και η άρνηση, υπάρχουν μόνο στο κατηγορούμενο. Ο Φίχτε επινόησε την ταυτολογία (Tautologie) Εγώ είναι Εγώ ή Εγώ ίσον Εγώ και μετέτρεψε έτσι το Εγώ από ένα αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο…) σ’ ένα κατηγορούμενο, ή πιο σωστά: κράτησε έναν καθρέφτη μπροστά στο Εγώ και διπλασίασε έτσι την εικόνα του.
Αλλά είναι και σ’ αυτήν την περίπτωση το Μη-Εγώ μια αδύνατη, και χωρίς περιεχόμενο σκέψη, κι αυτό γίνεται ολοφάνερο, όταν θέσουμε ως αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), αντί για το Εγώ και ισάξιο μ’ αυτό, το Μη-Εγώ (και πούμε…): το Μη-Εγώ λέει, το Μη-Εγώ σκέπτεται κ.τ.λ.
Απομένει η τρίτη και πρακτικά σπουδαιότερη σημασία τού Μη-Εγώ: ως (ελληνικό…)μή. Αυτό το μή δηλώνει μιαν άμεσην και θετική σχέση, δεν είναι άρνηση, αλλά κατάφαση. Το Μη-Εγώ δεν είναι (έτσι…) παρά ένας τρόπος τού Εγώ, το μή όν τού Εγώ. Μπορεί να είναι και ένα γινόμενο Εγώ, το οποίο και γεννάται στη φύση ή απ’ τη φύση. Και έχουμε να κάνουμε τότε με τις διάφορες μορφές τού νατουραλισμού και του εξελικτισμού, απ’τους ματεριαλιστές ή υλιστές μέχρι τον Σέλλινγκ. Μπορεί όμως να αποτελή και την «ετερότητατου πνεύματος», την ‘αδυναμία’ του, όπως στον Χέγκελ. Η ασάφεια και μια ορισμένη ‘ελαφρότητα’ της σκέψης του Φίχτε συνίστανται στο ότι αντιλαμβάνεται το Μη-Εγώ μ’ αυτήν κυρίως τη σημασία του, για να εισάγη κατόπιν λαθραία, κάτω απ’ τη σημαία τού μή, ολόκληρο αυτό το ‘λαθρεμπόριο’ στη φιλοσοφία τού Εγώ, να εισάγη δηλ. τη φύση, θεμελιώνοντας την «απαγωγή» τού Μη-Εγώ απ’ το Εγώ με μιαν απλήν, ακριβώς, ‘αντανάκλαση’. Όπου το Μη-Εγώ φανερώνεται ως ένα ασυνείδητο, απ’ τη μια μεριά, δημιούργημα του Εγώ, ως μια πράξη, την οποίαν και δεν μπορεί να θυμηθή το Εγώ (( ! )) , αλλά μπορεί να τη συμπεράνη συνειδητοποιώντας και μόνο, ότι πράγματι είναι όλα τα πράγματα έξω απ’ το Εγώ δημιουργήματά του, κι ότι υπάρχουν στο Εγώ. Και ‘αποκαλύπτεται’ έτσι ένας κατώτερος ‘όροφος’, με έναν ανεξάντλητον πλούτο, στο Εγώ, που πραγματοποιείται «με την εκπληκτική δύναμη της παραγωγικής δυνάμεως (ή: επάρσεως…) της φαντασίας». Απ΄την άλλη μεριά τίθεται όμως το Μη-Εγώ και ως ένας φραγμός, ως μια ώθηση και ως ένας καθρέφτης στο Εγώ, τα οποία και τα χρειάζεται απαραιτήτως το Εγώ. Για να φτάση στο τέλος στο καθεαυτό Εγώ ο Φίχτε, θεωρώντας μάλιστα ταυτόχρονα και όλα τα πράγματα γύρω μας ως καθεαυτό Εγώ! Όπου και χρησιμοποιεί την «καθολική θέση (το θέτειν, τον καθορισμό…)»: το Εγώ θέτει κατ’ αρχάς τον εαυτό του – και το μπορεί αυτό, γιατί η ουσία τού Εγώ είναι η αυτοσυνείδηση ή ο αυτο-καθορισμός, καθώς ταυτίζονται, όπως παρατηρεί με απόλυτο δίκαιο, ερμηνεύοντας σωστά τον Descartes, ο Φίχτε, απολύτως το Θέτειν και το Είναι στο Εγώ. (( Σημ. τ. μετ.: «Εκπληκτική» ταύτιση, που δείχνει ότι ο όρος τής εξουσίας είναι εντελώς απαραίτητος για την ύπαρξη του Εγώ… )).
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου