Συνέχεια από: Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Θεολογική Σχολή - Τμήμα Θεολογίας Γεώργιος Η. ΜπόραςΜεταπτυχιακή ΕργασίαΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥΑ.Μ.: 1619Σύμβουλος Καθηγητής: Δ. Τσελεγγίδης
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ
Είδαμε επίσης ότι στη Θεολογία του Προσώπου μιλάμε για ετερότητα του προσώπου και σχεσιακό σύστημα. Θέσεις οι οποίες μας εισάγουν σε ένα κόσμο που οικοδομείται πάνω στις σχέσεις και που ορίζουν την παραδοχή ότι το ανθρώπινο πρόσωπο μπορεί να υφίσταται και να καταξιώνεται μόνο μέσα από τη σχέση του με ένα άλλο πρόσωπο. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος προσπαθεί να φτάσει στον άνθρωπο παρακάμπτοντας τον Θεό, πράγμα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «κλασσικό Οικουμενισμό». Βέβαια είναι σαφές ότι τον άλλον τον αγαπάμε διότι υπακούμε, τουλάχιστον, στην εντολή του Κυρίου. Φυσικά δεν γίνεται λόγος για μετάνοια και πτώση μιας και προϋποθέτουν τον Κύριο και την Θεοτόκο. Στην περίπτωση όμως που ο άνθρωπος γίνεται πρόσωπο μέσα από τον άλλο τότε αυτομάτως παύει να γίνεται πρόσωπο δια του Χριστού και με τον Χριστό. Ένα πρόσωπο που γίνεται πρόσωπο μέσα από τον άλλον στην ουσία αυτονομείται από τον Κύριο. Αυτό που όμως είναι πρόσωπο χωρίς τον Κύριο απλά δεν είναι πρόσωπο αλλά κάτι άλλο. Άρα μιλάμε για ίδιο θέλημα και στην ουσία μιλάμε για το «Εγώ», το οποίο ως υποκείμενο εννοεί την ύπαρξή του και μέσα από έτερο υποκείμενο. Μιλάμε για ένα «Εγώ» που ταυτίζεται με αυτό που το αναγνωρίζει ή με αυτό που το «Εγώ» αναγνωρίζει. Δεν μιλάμε για ένα «Εγώ» που οφείλει να εγκαταλείψει τον τόπο του και να παραχωρήσει τα πάντα στον Κύριο. Η Θεολογία του Προσώπου αναδεικνύει το υποκείμενο. Είναι όμως σαφές ότι ο άνθρωπος καταξιώνεται ως πρόσωπο μόνο όταν χαρισματικά ενωθεί με το πρόσωπο του Κυρίου. Το πρόσωπο υπάρχει εν Χριστώ και με το Χριστό. Και δεν είναι παρά το πρόσωπο του Κυρίου που δίνει το «πρόσωπο» στον άνθρωπο. Και αυτό συμβαίνει διότι ο άνθρωπος δεν εισάγεται σε καμία είδους σχέση με τον Κύριο, αλλά ο άνθρωπος προσλαμβάνεται από τον Κύριο, ακολουθεί τρόπον τινά τον Κύριο, και έτσι καταξιώνεται μιας και ο Κύριος είναι ο μόνος που μπορεί να τον καταξιώσει και να αποδώσει στην ανθρώπινη φύση το καινό που ο Κύριος φέρνει κατά το «ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα[1]».
Αυτό που εννοείται ως ετερότητα στη Θεολογία του Προσώπου, στην κοσμική του εκδοχή είναι η διαφορετικότητα. Είδαμε επίσης ότι η Πολιτική Ορθότητα έχει ως σημαία της το δόγμα της ενότητας στην διαφορά. Η διαφορετικότητα μας προτρέπει μέσα από εξισωτικές παραδοχές (π.χ. για την ισότητα των ανθρώπων) στην ομογενοποίηση και την αποδοχή ενός αδιαφοποίητου όλου. Τι και αν κατά τον Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς «ο Θεός δεν είναι Θεός ισότητας, αλλά Θεός αγάπης[2]».
Πιστεύουμε ότι ο Οικουμενισμός είναι δύναμη άρνησης[3]. Είναι έκφραση θρησκευτικού μινιμαλισμού. Εν αντιθέσει, η πίστη στον Κύριο και το Ευαγγέλιο προάγουν τον μαξιμαλισμό της τήρησης των εντολών. Ο μινιμαλισμός είναι η αποδοχή της άρνησης ενώ ο μαξιμαλισμός είναι η κατάφαση στο υπέρ φύσει. Έκφραση του οικουμενιστικού μινιμαλισμού είναι η αγαπολογία, μιας και αυτενεργεί και δεν είναι χαρισματική έκφραση της ενέργειας του Κυρίου. Το πολιτικά ορθό είναι έκφραση της αγαπολογίας με πολιτικό τρόπο.
Θα κλείσουμε παραθέτοντας μία εργασία του Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα, και δύο τμήματα από ανακοινώσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Νομίζουμε ότι το περιεχόμενο τους δίνει το στίγμα της υποψίας μας ότι η πηγή του Οικουμενισμού είναι πηγή και της Πολιτικής Ορθότητας και της Θεολογίας του Προσώπου.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ
Είδαμε επίσης ότι στη Θεολογία του Προσώπου μιλάμε για ετερότητα του προσώπου και σχεσιακό σύστημα. Θέσεις οι οποίες μας εισάγουν σε ένα κόσμο που οικοδομείται πάνω στις σχέσεις και που ορίζουν την παραδοχή ότι το ανθρώπινο πρόσωπο μπορεί να υφίσταται και να καταξιώνεται μόνο μέσα από τη σχέση του με ένα άλλο πρόσωπο. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος προσπαθεί να φτάσει στον άνθρωπο παρακάμπτοντας τον Θεό, πράγμα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «κλασσικό Οικουμενισμό». Βέβαια είναι σαφές ότι τον άλλον τον αγαπάμε διότι υπακούμε, τουλάχιστον, στην εντολή του Κυρίου. Φυσικά δεν γίνεται λόγος για μετάνοια και πτώση μιας και προϋποθέτουν τον Κύριο και την Θεοτόκο. Στην περίπτωση όμως που ο άνθρωπος γίνεται πρόσωπο μέσα από τον άλλο τότε αυτομάτως παύει να γίνεται πρόσωπο δια του Χριστού και με τον Χριστό. Ένα πρόσωπο που γίνεται πρόσωπο μέσα από τον άλλον στην ουσία αυτονομείται από τον Κύριο. Αυτό που όμως είναι πρόσωπο χωρίς τον Κύριο απλά δεν είναι πρόσωπο αλλά κάτι άλλο. Άρα μιλάμε για ίδιο θέλημα και στην ουσία μιλάμε για το «Εγώ», το οποίο ως υποκείμενο εννοεί την ύπαρξή του και μέσα από έτερο υποκείμενο. Μιλάμε για ένα «Εγώ» που ταυτίζεται με αυτό που το αναγνωρίζει ή με αυτό που το «Εγώ» αναγνωρίζει. Δεν μιλάμε για ένα «Εγώ» που οφείλει να εγκαταλείψει τον τόπο του και να παραχωρήσει τα πάντα στον Κύριο. Η Θεολογία του Προσώπου αναδεικνύει το υποκείμενο. Είναι όμως σαφές ότι ο άνθρωπος καταξιώνεται ως πρόσωπο μόνο όταν χαρισματικά ενωθεί με το πρόσωπο του Κυρίου. Το πρόσωπο υπάρχει εν Χριστώ και με το Χριστό. Και δεν είναι παρά το πρόσωπο του Κυρίου που δίνει το «πρόσωπο» στον άνθρωπο. Και αυτό συμβαίνει διότι ο άνθρωπος δεν εισάγεται σε καμία είδους σχέση με τον Κύριο, αλλά ο άνθρωπος προσλαμβάνεται από τον Κύριο, ακολουθεί τρόπον τινά τον Κύριο, και έτσι καταξιώνεται μιας και ο Κύριος είναι ο μόνος που μπορεί να τον καταξιώσει και να αποδώσει στην ανθρώπινη φύση το καινό που ο Κύριος φέρνει κατά το «ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα[1]».
Αυτό που εννοείται ως ετερότητα στη Θεολογία του Προσώπου, στην κοσμική του εκδοχή είναι η διαφορετικότητα. Είδαμε επίσης ότι η Πολιτική Ορθότητα έχει ως σημαία της το δόγμα της ενότητας στην διαφορά. Η διαφορετικότητα μας προτρέπει μέσα από εξισωτικές παραδοχές (π.χ. για την ισότητα των ανθρώπων) στην ομογενοποίηση και την αποδοχή ενός αδιαφοποίητου όλου. Τι και αν κατά τον Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς «ο Θεός δεν είναι Θεός ισότητας, αλλά Θεός αγάπης[2]».
Πιστεύουμε ότι ο Οικουμενισμός είναι δύναμη άρνησης[3]. Είναι έκφραση θρησκευτικού μινιμαλισμού. Εν αντιθέσει, η πίστη στον Κύριο και το Ευαγγέλιο προάγουν τον μαξιμαλισμό της τήρησης των εντολών. Ο μινιμαλισμός είναι η αποδοχή της άρνησης ενώ ο μαξιμαλισμός είναι η κατάφαση στο υπέρ φύσει. Έκφραση του οικουμενιστικού μινιμαλισμού είναι η αγαπολογία, μιας και αυτενεργεί και δεν είναι χαρισματική έκφραση της ενέργειας του Κυρίου. Το πολιτικά ορθό είναι έκφραση της αγαπολογίας με πολιτικό τρόπο.
Θα κλείσουμε παραθέτοντας μία εργασία του Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα, και δύο τμήματα από ανακοινώσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Νομίζουμε ότι το περιεχόμενο τους δίνει το στίγμα της υποψίας μας ότι η πηγή του Οικουμενισμού είναι πηγή και της Πολιτικής Ορθότητας και της Θεολογίας του Προσώπου.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
Εργασία Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα
ΑΛΉΘΕΙΑ, ΑΝΕΚΤΙΚΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΌΣ
Το «Βήμα Ιδεών»[4] φιλοξενεί άρθρο του Σύρου ποιητή Αdonis με τίτλο «Αλαζονική ανεκτικότητα» και με το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει ειλικρινής διάλογος μεταξύ των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών. Το άρθρο αυτό θέτει θεμελιώδη ερωτήματα, για τα οποία μας υποχρεώνει να σκεφθούμε σοβαρά. Είναι πράγματι ο μονοθεϊσμός από τη φύση του και εξ ορισμού «ένα σύμπαν κλειστό το οποίο με αρνείται και με αναγκάζει να αρνηθώ τον άλλο»; Είναι αλήθεια ότι η μονοθεϊστική άποψη δεν απαντά στα υπαρξιακά ερωτήματά μου για τον εαυτό μου, για τον άλλο ή για τον κόσμο... σαν... «ένα κλουβί που παγώνει, ακινητοποιεί μέσα στα σίδερά του κάθε δημιουργική ζωντανή κίνηση»;
Στα ερωτήματα αυτά η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική: ναι, έτσι πράγματι είναι, αν δεχθεί κανείς την αντίληψη για τον μονοθεϊσμό που προϋποθέτει και περιγράφει ο συγγραφέας του άρθρου. Μήπως όμως είναι δυνατή μια άλλη αντίληψη για τον μονοθεϊσμό, μια αντίληψη που θα οδηγούσε σε διαφορετικά συμπεράσματα, και θα έκανε, ίσως, πιο εφικτό ένα διαθρησκειακό διάλογο;
ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η έκκληση του Αdonis να πάμε πέρα από την ανεκτικότητα θυμίζει τα λόγια του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «ίνα μη μόνον μάθωμεν αλλήλων ανέχεσθαι... αλλά και υπέρ εαυτούς αλλήλων κήδεσθαι» (Ερωτ. Θαλ. 64. ΡG 90 725). Πράγματι, η έννοια της ανεκτικότητας δεν είναι μόνο ανεπαρκής, είναι στο βάθος αρνητική, υποδηλώνει ένα αίσθημα υπεροχής που ταπεινώνει τον άλλο, τον διαφορετικό, αυτόν που δεν συμφωνεί μαζί μας. Το αίσθημα αυτό δεν ταυτίζεται κατ' ανάγκην με μια πλειονότητα που «ανέχεται» τη μειονότητα. Στο θρησκευτικό πεδίο τουλάχιστον μπορεί να ισχύει και για μια μειονότητα (ένα sect), η οποία πιστεύει ότι αυτή κατέχει την αλήθεια. (σχόλιο: ενοχοποιεί το γεγονός ότι η αλήθεια είναι ο ένας Κύριος. Σαφώς υποβιβάζει την Αλήθεια σε άποψη, σε γνώμη). Το πρόβλημα συνεπώς είναι πώς αντιλαμβάνεται μια θρησκεία ή μια ομάδα (δεν είναι μόνο οι θρησκείες που ισχυρίζονται πως έχουν πρόσβαση αποκλειστική στην αλήθεια) την αλήθεια και τη σχέση της μαζί της. Τι είναι αλήθεια; Το ερώτημα αυτό που έθεσε ο Πιλάτος κατά τη δίκη του Ιησού έμεινε τη στιγμή εκείνη αναπάντητο. Μπόρεσαν έτσι να δώσουν όποια απάντηση ήθελαν οι γενεές που ακολούθησαν.
Οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες (σχόλιο: εξισώνει δηλαδή την πίστη στον ένα Θεό με την όποια μονοθεϊστική θρησκεία. Λησμονεί ότι η πίστη μας, είναι πίστη στην Αγία Τριάδα και όχι πίστη στην υπόσταση του Πατρός, πίστη υιοθεσίας και όχι μονοθεϊστική παραδοχή) κατά κανόνα είτε ταύτισαν την αλήθεια με μία αποκάλυψη που περιέχεται σε κάποιο ιερό κείμενο (Αγία Γραφή, Κοράνιο), είτε την εντόπισαν σε ορισμένα δόγματα—συνήθως ως ερμηνείες των ιερών αυτών κειμένων. Έτσι φαίνεται να αιχμαλώτισαν την αλήθεια στο παρελθόν, της στέρησαν την ιστορική και κοινωνική δυναμική της και γέννησαν τον φονταμενταλισμό. Βασική προϋπόθεση—ή και συνέπεια—αυτής της θέσης υπήρξε η αντίληψη ότι η αλήθεια είναι κάτι που «κατέχεται», είτε ατομικά είτε συλλογικά, ένα «αντικείμενο», που «συλλαμβάνεται» από τον ανθρώπινο νου, όπως κάθε «γνωστικό αντικείμενο».
ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΟΣ
Σε μια παλιά μελέτη μου[5] προσπάθησα να δείξω ότι η θεολογική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχει μια διαφορετική αντίληψη για την αλήθεια. Βασισμένη στη διακήρυξη του Χριστού «Εγώ ειμί η αλήθεια» (Ιω. 14,6), η Ορθόδοξη παράδοση συνδέει την αλήθεια με τρεις βασικές προϋποθέσεις: (α) Τον αποφατισμό: η αλήθεια υπερβαίνει πάντοτε τον τρόπο με τον οποίο την εκφράζουμε (σχόλιο: κι όμως υπάρχει δυνατότητα γνώσης της αλήθειας διότι διαφορετικά πως μπορεί να μας ελευθερώσει). (β) Την εκκλησιολογία: η αλήθεια αποτελεί γεγονός και αποτέλεσμα κοινωνίας˙ (σχόλιο: ο Κύριος μας βεβαιώνει ότι αυτός είναι η αλήθεια και δεν είναι αυτή αποτέλεσμα κοινωνίας αλλά δωρεά για τους βιαστές. Η Αλήθεια είναι Καθολική, δεν είναι αποτέλεσμα εμπειρίας.) δεν επιβάλλεται «άνωθεν», αλλά αναδύεται μέσα από την ελεύθερη διακίνησή της στο σώμα της Εκκλησίας. (Για τον λόγο αυτόν και τα δόγματα της Εκκλησίας δεν αποκτούν αυθεντία παρά μόνον αφού γίνουν «αποδεκτά» από όλο το σώμα των πιστών). (γ) Την εσχατολογία: η αλήθεια αποκαλύπτεται στην πληρότητά της στα έσχατα (σχόλιο: είναι προοδευτική η αποκάλυψη δηλαδή; Και το Θαβώρ; Κατανοούμε τα έσχατα ως αποκορύφωση μιας πάλης στην οποία ανακηρύσσεται νικητής η αλήθεια. Μα ο Κύριος ήδη νίκησε το θάνατο και έχει ανοίξει τις Πύλες της Βασιλείας στους αγαπώντας Αυτόν), τότε που, κατά τον Απόστολο Παύλο, θα βλέπουμε τον Θεό «πρόσωπον προς πρόσωπον» (σχόλιο: ας σημειώσουμε πως οι Άγιοι βλέπουν το Θεό[6]), ενώ τώρα μόνον «εν εσόπτρω και εν αινίγματι» (Α΄ Κορ.13,12). Αυτό εκφράζει επιγραμματικά ο μεγάλος θεολόγος του 7ου αιώνα μ.Χ. Μάξιμος ο Ομολογητής με τη φράση: «σκιά τα της Παλαιάς Διαθήκης, εικών τα της Νέας, αλήθεια η των μελλόντων κατάστασις» (Σχολ. Εκκλ. Ιερ. 3,3,2 ΡG 4,137D) (σχόλιό: Ο Άγιος Μάξιμος αναφέρεται στις τρεις διαστάσεις του χρόνου, πράγμα που η ενανθρώπηση κατάργησε διότι στην Εκκλησία πλέον ο χρόνος δεν υφίσταται. Στην Εκκλησία υφίσταται καιρός. Καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω. Η μέλλουσα αλήθεια είναι μπροστά μας).
Αυτά δεν σχετικοποιούν την αλήθεια στην ιστορική μορφή της, αλλά διευρύνουν τον ορίζοντα και το πλαίσιο, μέσα στα οποία πρέπει να τοποθετούμε πάντοτε τόσο τα ιερά κείμενα όσο και τα θρησκευτικά δόγματα. (σχόλιο: η αλήθεια-άποψη εκ του κόσμου τούτου). Ο φονταμενταλισμός δεν βρίσκει έτσι έδαφος να αναπτυχθεί. Ο άλλος δεν είναι απλά «ανεκτός»˙ είναι και αυτός μέρος του ευρυτέρου πλαισίου, μέσα στο οποίο αναδύεται η αλήθεια. Ήδη το 1935 ο Ε. Ρeterson με το έργο του «Der Μonotheismus als politisches Ρroblem» επέρριψε στον μονοθεϊσμό την ευθύνη για την ανάπτυξη στην ιστορία επικίνδυνων πολιτικών και θρησκευτικών ιδεολογιών, άποψη που αναβιώνει και σήμερα στις διάφορες συζητήσεις. Όλα όμως και πάλι εξαρτώνται από την αντίληψη που έχει κανείς για τον μονοθεϊσμό, από το είδος του μονοθεϊσμού που πρεσβεύει. Στη χριστιανική παράδοση η έννοια του μονοθεϊσμού καθορίστηκε σημαντικά από την πίστη στον Τριαδικό Θεό. Ο Θεός είναι ένας, αλλά δεν είναι μόνος. Η μονοθεΐα εμπεριέχει την κοινωνία, είναι αδιανόητη η ενότητα χωρίς την πολλαπλότητα.Ο ένας Θεός είναι ύπαρξη προσωπική, που σημαίνει ύπαρξη σχέσεων ενότητας και συγχρόνως ετερότητας[7].( σχόλιο: Και ενώ αρνείται την ταυτόχρονη ύπαρξη των υποστάσεων και καταλήγει στην αιτιώδη αρχή εκ του Προσώπου του Πατρός, δέχεται την ταυτόχρονη ύπαρξη του Ενός και των πολλών, ενότητας και ετερότητας μέσα στην Αγία Τριάδα[8]).
Ο χριστιανικός μονοθεϊσμός εισάγει για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία τη διάκριση μεταξύ του ενός και του μόνου: το να είναι κανείς «ένας» δεν ταυτίζεται με το να είναι «μόνος». Ο «ένας» στην περίπτωση αυτή ταυτίζεται με το «μοναδικός», πράγμα που δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο από μια σχέση προσωπική, χάρη στην οποία—όπως, για παράδειγμα, στον αληθινό έρωτα—κάποιος αναδύεται ως μοναδικός ακριβώς γιατί υπάρχει κάποιος άλλος, για τον οποίο είναι μοναδικός.
Αν δούμε τον μονοθεϊσμό με αυτό το πνεύμα, τότε όχι μόνο δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην ετερότητα, αλλά αναδεικνύει τον «άλλο» sine qua non conditio (απαραίτητη προϋπόθεση) για τον «ένα». Εκτός τούτου, ένας τέτοιος μονοθεϊσμός δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι «δεν απαντά στα υπαρξιακά ερωτήματά μου για τον εαυτό μου, για τον άλλο ή για τον κόσμο». Αντίθετα, οι συνέπειές του για την ανθρώπινη ύπαρξη και την κοινωνική ζωή, ακόμα και για τη σχέση μας με τη φύση, είναι συγκλονιστικές.
ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Οι τρεις γνωστές μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ) βρίσκονται σήμερα στις αρχές ενός διαλόγου, στον οποίον πρωτοστατεί και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στη φάση αυτή ο στόχος του διαλόγου περιορίζεται στην «ανεκτικότητα», την αποφυγή των συγκρούσεων στο όνομα της θρησκείας. Όσο και αν δεν μας ικανοποιεί αυτό, δεν παύει να είναι χρήσιμο, και ίσως επιτακτικό. Αλλά, όπως σωστά μας υπενθυμίζει ο Αdonis, αν αρκεστούμε στην ανεκτικότητα οδηγούμαστε σε μια νέα σκλαβιά. Πρέπει να προχωρήσουμε πιο πέρα. Να θέσουμε τα θρησκευτικά «πιστεύω» μας μπροστά στα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου και να αξιώσουμε απαντήσεις. Καμία θρησκευτική πίστη δεν δικαιώνει την ύπαρξή της μόνο και μόνο με τον ισχυρισμό της ότι αυτή κατέχει την αλήθεια. Πρέπει να δείξει ότι υπάρχει όχι για να σκλαβώνει, αλλά για να ελευθερώνει τον άνθρωπο, να απαντά στα βαθύτερα υπαρξιακά προβλήματά του.
Στις λίγες γραμμές αυτού του άρθρου θέλησα να δείξω ότι σε τελική ανάλυση το πρόβλημα δεν βρίσκεται στον μονοθεϊσμό καθαυτόν, αλλά στον τρόπο που τον κατανοούμε, και κυρίως στο πώς αντιλαμβανόμαστε την αλήθεια. Αν εντοπίσουμε το πρόβλημα στον μονοθεϊσμό, δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε το γιατί κατέφυγαν σε βία, πολλές φορές μάλιστα ωμή, για να επιβάλουν τα «πιστεύω» τους πολυθεϊστές, όπως ο Μάρκος Αυρήλιος και άλλοι ρωμαίοι αυτοκράτορες, ή ακόμα και καθεστώτα που είχαν ως έμβλημά τους την αθεΐα. Το πρόβλημα δεν είναι ο μονοθεϊσμός, αλλά ο φονταμενταλισμός, ο οποίος εγκλωβίζει την αλήθεια στο γράμμα που «αποκτείνει» (Β΄ Κορ. 3,6). Ένας μονοθεϊσμός ανοιχτός στην ετερότητα δεν είναι καθόλου αδιανόητος.
Μένει να δούμε αν με τις υπάρχουσες μορφές μονοθεϊσμού μπορεί να διεξαχθεί ένας διαθρησκειακός διάλογος που θα μας οδηγήσει πέρα από την ανεκτικότητα, σε μια ειλικρινή από κοινού αναζήτηση της αλήθειας. Έναν τέτοιο διάλογο δεν φαίνεται να μας υπόσχονται άμεσα οι υπάρχουσες μονοθεϊστικές θρησκείες. Πιστεύω όμως ότι αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθούν να το πράξουν. Τα φλέγοντα υπαρξιακά προβλήματα, κοινά σε όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά πιστεύματά τους, ογκώνονται και γίνονται πιο πιεστικά. Η επιτεινόμενη φορά προς παγκοσμιοποίηση και η συνειδητοποίηση του οικολογικού κινδύνου θα αρκέσουν για να έρθουν σύντομα στην επιφάνεια τα πιο βαθιά και συγχρόνως κοινά και πανανθρώπινα προβλήματα. Κάτω από την πίεση αυτών των προβλημάτων οι θρησκείες θα υποχρεωθούν να ανοίξουν τον κλειστό εαυτό τους, να συνδέσουν το παρελθόν τους με το μέλλον, όχι μόνο το δικό τους, αλλά και των άλλων. Στη βάση αυτή ο βαθύς, ειλικρινής διαθρησκειακός διάλογος δεν θα είναι απλώς δυνατός˙ θα έχει γίνει κιόλας πραγματικότητα.
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 1
Από μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου[9].
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποσαφήνισε για άλλη μια φορά με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να κάνει διακρίσεις ή να υιοθετεί ρατσιστικές συμπεριφορές ή να επιτίθεται στους άλλους με διάφορες προφάσεις. (δηλαδή Πολιτική Ορθότητα)
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, σήμερα, από την Ηράκλεια Σερρών, (24 Οκτωβρίου 2012), μιλώντας προς τους πιστούς έστειλε ένα σαφέστατο μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αγωνίζεται κατά των διακρίσεων και κατά του ρατσισμού και όπως είπε είναι ένας αγώνας «για την αποστολή ορθοδόξου μαρτυρίας στους μη ορθοδόξους αδελφούς ακόμη και στους μη χριστιανούς, αγώνας για την καλλιέργεια της ιδέας της ανοχής και της κατανόησης της διαφορετικότητας του άλλου, αγώνας εναντίον των φυλετικών διακρίσεων, εναντίον του ρατσισμού, αγώνας για να δείξουμε σε όλους ότι είμαστε μαθητές του Χριστού, Χριστιανοί. Και πώς θα το δείξουμε; Εάν αγαπάμε ο ένας τον άλλο χωρίς διακρίσεις, χωρίς όρια, χωρίς κρατούμενα».
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 2
Σύνοδος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής[10]
Προς την ίδια κατεύθυνση και η Δήλωση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής, στην οποία αναφέρονται τα εξής σημαντικά:
«Η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Ι. Αρχιεπισκοπής Αμερικής, εκφράζει για μία ακόμη φορά την βαθειά ανησυχία της αναφορικά προς την ακραία φανατική γλώσσα η οποία χρησιμοποιείται σε όλα τα πεδία της δημοσίας και ιδιωτικής ζωής. Παροτρύνουμε όλους να ακολουθήσουν την συμβουλή του Αποστόλου Παύλου: Ο λόγος υμών πάντοτε εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος, ειδέναι πως δει υμάς ενί εκάστω αποκρίνεσθαι (Κολ. 4:6).
Αποδοκιμάζουμε την χρήση οιουδήποτε ρατσιστικού, ξενοφοβικού, φασιστικού και εχθρικού λόγου, συμβόλων και συμπεριφοράς. Εν γνώσει ότι ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η ελευθερία του λόγου, παρά ταύτα συνιστούμε υπευθυνότητα, ευγένεια και αγάπη στην επιλογή λέξεων και τρόπων εκφράσεως.
Οι Έλληνες είπαν «ΟΧΙ» στον φασισμό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ακολούθως υπέφεραν μεγάλα δεινά κατά την διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής.
Καλούμε όλους να αντιτάξουν το «ΟΧΙ» έναντι της εχθρότητος παντός είδους ολοκληρωτισμού και να εναγκαλισθούν την γνήσια φιλανθρωπία και φιλοξενία, που αποτελούν άλλωστε και το μήνυμα του Ευαγγελίου.
Ως πρωτοπόρος στον Διαθρησκειακό και Διαπολιτισμικό Διάλογο, η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία με την χάρη του Θεού προσεύχεται και εργάζεται για την ειρήνη, τον σεβασμό και την συνδιαλλαγή μεταξύ όλων των ανθρώπων».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Χωρίς να έχουμε καμμία διάθεση να εκβιάσουμε τα συμπεράσματά μας, αν και σίγουρα ελλειπή, θα λέγαμε ότι η μικρή αυτή ερευνητική προσπάθεια, επιθυμεί να φωτίσει κάποιες από τις εκφάνσεις του σύγχρονου θεολογικού προβλήματος του Οικουμενισμού και τις απολήξεις αυτών στο χώρο του πολιτισμού και του πολιτικού εν τέλει χώρου. Κι ενώ εν πρώτοις δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ουσιαστική συμπλοκή προθέσεων και ενδεχομένως κοινών στόχων, με την ανάδειξη των λέξεων-κλειδιά, που κανοναρχούν την πορεία των πολιτιστικών πραγμάτων αλλά και των θεολογικών, νομίζουμε ότι ανοίγει ένα παράθυρο για την κατανόηση του φαινομένου του Οικουμενισμού πέρα από την τυπική προσέγγιση του ως αίρεση που καταπατά τα παραδεδομένα στην Εκκλησία μας. Το ζητούμενο, κατά την άποψή μας δεν είναι η απαρίθμηση των Ιερών Κανόνων που ο Οικουμενισμός παραβλέπει, ενίοτε δε και χλευάζει, αλλά το πώς ενεργεί στο Σώμα του Κυρίου και διαβρώνει την δομή του. Πεποίθησή μας είναι ότι ο Οικουμενισμός όπως εκδιπλώνεται είναι επικίνδυνος μόνο και εφ’ όσον κατατρώγει τα υγιή κύτταρα του Σώματος του Κυρίου. Διαφορετικά το να αποδεχθεί και να συμπορευθεί με τον Οικουμενισμό κάποιος που έχει ήδη ασυνείδητα αποδεχθεί τις πρακτικές του, σαφέστατα και προβληματίζει. Προβληματίζει όμως και πονάει πολύ περισσότερο να διαπιστώνει κανείς ότι η πνευματική ραστώνη και ο χριστιανικός συγκρητισμός καθίσταται με μια ήπια και εν μέρει μεθυστική πορεία, υποβοηθούντος και του πολιτισμικού γίγνεσθαι, η κυρίαρχη άποψη για τα θεολογικα πράγματα.
Νομίζουμε ότι είναι καιρός να αποδώσουμε «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» και αυτό δεν είναι μία επιταγή η οποία χειραγωγείται από το ιστορικό, πολιτικό περιβάλλον (το οποίο ευνοεί διάφορες εσχατολογικές εκτροπές, αν και η εσχατολογική περίοδος είναι η καθημερινότητά μας μετά την Πεντηκοστή και την αποκάλυψη του Μυστηρίου της Εκκλησίας) αλλά μια επιταγή η οποία υπαγορεύεται από την πίστη που υποσχεθήκαμε να τηρήσουμε και να την υποστασιάσουμε με τη ζωή μας. Την Πίστη που γεννά την ανάγκη να ψιθυρίσουμε, έστω, το στώμεν καλώς.
Χωρίς να έχουμε καμμία διάθεση να εκβιάσουμε τα συμπεράσματά μας, αν και σίγουρα ελλειπή, θα λέγαμε ότι η μικρή αυτή ερευνητική προσπάθεια, επιθυμεί να φωτίσει κάποιες από τις εκφάνσεις του σύγχρονου θεολογικού προβλήματος του Οικουμενισμού και τις απολήξεις αυτών στο χώρο του πολιτισμού και του πολιτικού εν τέλει χώρου. Κι ενώ εν πρώτοις δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ουσιαστική συμπλοκή προθέσεων και ενδεχομένως κοινών στόχων, με την ανάδειξη των λέξεων-κλειδιά, που κανοναρχούν την πορεία των πολιτιστικών πραγμάτων αλλά και των θεολογικών, νομίζουμε ότι ανοίγει ένα παράθυρο για την κατανόηση του φαινομένου του Οικουμενισμού πέρα από την τυπική προσέγγιση του ως αίρεση που καταπατά τα παραδεδομένα στην Εκκλησία μας. Το ζητούμενο, κατά την άποψή μας δεν είναι η απαρίθμηση των Ιερών Κανόνων που ο Οικουμενισμός παραβλέπει, ενίοτε δε και χλευάζει, αλλά το πώς ενεργεί στο Σώμα του Κυρίου και διαβρώνει την δομή του. Πεποίθησή μας είναι ότι ο Οικουμενισμός όπως εκδιπλώνεται είναι επικίνδυνος μόνο και εφ’ όσον κατατρώγει τα υγιή κύτταρα του Σώματος του Κυρίου. Διαφορετικά το να αποδεχθεί και να συμπορευθεί με τον Οικουμενισμό κάποιος που έχει ήδη ασυνείδητα αποδεχθεί τις πρακτικές του, σαφέστατα και προβληματίζει. Προβληματίζει όμως και πονάει πολύ περισσότερο να διαπιστώνει κανείς ότι η πνευματική ραστώνη και ο χριστιανικός συγκρητισμός καθίσταται με μια ήπια και εν μέρει μεθυστική πορεία, υποβοηθούντος και του πολιτισμικού γίγνεσθαι, η κυρίαρχη άποψη για τα θεολογικα πράγματα.
Νομίζουμε ότι είναι καιρός να αποδώσουμε «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» και αυτό δεν είναι μία επιταγή η οποία χειραγωγείται από το ιστορικό, πολιτικό περιβάλλον (το οποίο ευνοεί διάφορες εσχατολογικές εκτροπές, αν και η εσχατολογική περίοδος είναι η καθημερινότητά μας μετά την Πεντηκοστή και την αποκάλυψη του Μυστηρίου της Εκκλησίας) αλλά μια επιταγή η οποία υπαγορεύεται από την πίστη που υποσχεθήκαμε να τηρήσουμε και να την υποστασιάσουμε με τη ζωή μας. Την Πίστη που γεννά την ανάγκη να ψιθυρίσουμε, έστω, το στώμεν καλώς.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διαχειριστές των ιστότοπων αμέθυστος, Θεόδοτος και Κόκκινος Ουρανός για τις πολύτιμες πληροφορίες που άντλησα από τις αναρτήσεις τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Αποκάλυψις Ιωάννου, 21, 5.
[2]«Η ισότητα θα απέκλειε όλο το δίκαιο και όλη την αγάπη, θα απέκλειε όλο το ήθος. Ο άνδρας αγαπά την γυναίκα του λόγω ισότητας; Και η μάνα αγαπά το παιδί της λόγω ισότητας; Και ο φίλος αγαπά τον φίλο λόγω ισότητας; Η ανισότητα είναι η βάση του δικαίου και υποκινητής της αγάπης. Όσο διαρκεί η αγάπη, κανένας δεν ξέρει για την ισότητα. Όσο βασιλεύει το δίκαιο, κανείς δεν μιλάει για την ισότητα. Όταν χάνεται η αγάπη, οι άνθρωποι μιλούν περί δικαίου και εννοούν την ισότητα. Όταν μαζί με την αγάπη εξαφανίζεται και το δίκαιο, οι άνθρωποι μιλούν περί ισότητας και εννοούν την ανηθικότητα. Δηλαδή, όταν εξαφανίζεται το ήθος το αντικαθιστά η ανηθικότητα. Από τον τάφο της αγάπης ξεφυτρώνει το δίκαιο, από τον τάφο του δικαίου ξεφυτρώνει ισότητα», Βελιμίροβιτς, 2009, σ. 78-79.
[3]Βλέπε σ. 65 της παρούσης εργασίας καθώς και σ. 76.
[4]ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ - Τεύχος Ιούλιος 2007
[5]J.Ζizioulas «Vrit et communion», Ιrnikon, τ. 50 (1977), σ. 451-510.
[6]«Ὁμοτρόπως τά ἱερά: Τόν Ἰούδαν φησί. Καί σημείωσαι, ὅτι καί αὐτῷ μετέδωκε τοῦ μυστικοῦ ἄρτου καί τοῦ ποτηρίου, τά δέ μυστήρια τοῖς μαθηταῖς μετά τό ἐξελθεῖν τοῦ δείπνου τόν Ἰούδαν, ὡς ἀναξίου τούτων ὄντος αὐτοῦ». ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, τ. 14Ε, ΣΧΟΛΙΑ ΕΙΣ ΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, ΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ, ΕΙΣ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ' σ. 366.
[7]«Σε εκείνους μεταξύ των ορθοδόξων οι οποίοι θεωρούν τη σύνοδο ως υπεράνω τού πρώτου διαφεύγει απλώς πώς δεν υπάρχει σύνοδος χωρίς τον πρώτο. Η σύνοδος δεν είναι πάνω από τον πρώτο, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτόν. «Αυτό είναι το μυστήριο της ταυτόχρονης υπάρξεως τού ενός και των πολλών, όπως το βλέπουμε στην Αγία Τριάδα και επίσης (διά της αναλογίας) στην ευχαριστία». Περιοδικό Θεολογία, 2009, τεύχος 4.
[8]Βλέπε σχόλιο 202.
[9]http://synodoiporia.blogspot.gr/2012/10/blog-post_1739.html
[10]http://www.romfea.gr/oikoumeniko-patriarxeio/arxiepiskopi-amerikis/14246-2012-10-23-20-28-16
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου