SUMPHILOSOPHEIN 26
Του Enrico Berti
ΙΙΙ. Η αληθινή πραγματικότητα
Η διακυβέρνηση του εαυτού
3. Σπεύσιππος: η ηδονή δεν είναι ποτέ ένα αγαθό
3. Σπεύσιππος: η ηδονή δεν είναι ποτέ ένα αγαθό
Ενώ ο Εύδοξος, όπως είδαμε, μνημονεύεται συχνά από τον Αριστοτέλη, και μάλιστα με τόνους θαυμασμού, ο Σπεύσιππος, ο οποίος ως προς την ηδονή αντιτάχθηκε ευθέως στον Εύδοξο, υποστηρίζοντας ότι η ηδονή δεν είναι ποτέ ένα αγαθό, αναφέρεται από τον Σταγειρίτη μόνο μία φορά, παρότι όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι η θέση που εκεί αποδίδεται, είναι πράγματι του Σπεύσιππου. Γιατί αυτή η διαφορετική στάση από μέρους του Αριστοτέλη; Ίσως επειδή ο Εύδοξος ήταν μια καθολικά αναγνωρισμένη αυθεντία χάρη στα επιστημονικά του επιτεύγματα – όπως και σήμερα, ό,τι λένε οι επιστήμονες θεωρείται έγκυρο για οποιοδήποτε ζήτημα – ενώ ο Σπεύσιππος για τον Αριστοτέλη ήταν πάντοτε ένας συμμαθητής, αν και μεγαλύτερος, και θα γινόταν αργότερα αντίπαλος. Το γεγονός παραμένει ότι ο Σπεύσιππος αντιτάχθηκε ριζικά στον Εύδοξο, παρεμβαίνοντας στη διαμάχη πριν ακόμη από τον ίδιο τον Πλάτωνα, εφόσον είναι αληθές ότι στον Φίληβο του τελευταίου μπορούν να αναγνωριστούν αναφορές όχι μόνο στον Εύδοξο, αλλά και στον Σπεύσιππο. Στον Σπεύσιππο πρέπει να αποδοθεί η θέση, την οποία μας μεταφέρει ο Αριστοτέλης και παρατέθηκε παραπάνω, σύμφωνα με την οποία «καμία ηδονή δεν είναι αγαθό, ούτε καθ’ εαυτήν ούτε κατὰ συμβεβηκός (δηλαδή επειδή συνοδεύει κάτι άλλο), διότι το αγαθό και η ηδονή δεν είναι το ίδιο».
Πρέπει να σημειωθεί: ο Σπεύσιππος δεν λέει ότι η ηδονή είναι κακό – θέση αντίθετη σε κάθε εμπειρική απόδειξη και επομένως εύκολα ανατρέψιμη – αλλά υποστηρίζει ότι καμία ηδονή δεν είναι αγαθό, δηλαδή ότι η ηδονή δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Πρόκειται για μια ισχυρότερη και δυσκολότερη να αντικρουστεί θέση. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με έναν διάλογο υψηλού επιπέδου, αφού και ο Σπεύσιππος προβάλλει σειρά επιχειρημάτων για να στηρίξει τη θέση του· μάλιστα απαντά ένα προς ένα στα επιχειρήματα που προέβαλε ο Εύδοξος, δίνοντας έτσι πραγματικά την εντύπωση ότι συμμετείχε σε μια αυθεντική, άμεση αντιπαράθεση.
Στο ευδοξιανό επιχείρημα της καθολικής επιθυμίας, ο Σπεύσιππος απαντά με δύο τρόπους: πρώτον, ότι δεν είναι αλήθεια πως όλα τα ζωντανά όντα τείνουν προς την ηδονή, γιατί τείνουν προς αυτήν κυρίως τα παιδιά και τα ζώα, δηλαδή τα όντα που στερούνται λογικής, ενώ ο σώφρων άνθρωπος αποφεύγει τις ηδονές και ο σοφός επιδιώκει όχι αυτό που προκαλεί ηδονή, αλλά αυτό που δεν φέρνει πόνο· δεύτερον, ότι δεν είναι αλήθεια πως ό,τι επιδιώκουν όλοι είναι αγαθό. Μέχρι εδώ η θέση του Σπεύσιππου είναι αρκετά συνετή και λογική, δηλαδή αποτελεί μια καλή επιχειρηματολογία εναντίον του Εύδοξου.
Υπάρχει όμως και μια άλλη άποψη, που αναφέρει ο Αριστοτέλης και ορισμένοι αποδίδουν στον Σπεύσιππο, σύμφωνα με την οποία ακόμη και εκείνος που βασανίζεται ή πέφτει σε μεγάλες συμφορές, αν είναι αγαθός, παραμένει ευδαίμων. Υπέρ της απόδοσης αυτής θέσης στον Σπεύσιππο υπάρχει μια μαρτυρία του Κικέρωνα, σύμφωνα με την οποία κάποιοι υποστήριζαν ότι η ευτυχισμένη ζωή μπορεί να συνυπάρχει με τα βασανιστήρια, και ότι η αρετή κατέρχεται μαζί της ακόμη και στον ταύρο του Φάλαρι. Ο Φάλαρις, όπως είναι γνωστό, ήταν τύραννος που έκλεινε τους φυλακισμένους του μέσα σε έναν χάλκινο ταύρο, τον οποίο κατέκαιε από κάτω με φωτιά, διασκεδάζοντας με τις κραυγές των δύστυχων που ψήνονταν, κραυγές που έμοιαζαν με βρυχηθμούς του ταύρου. Να υποστηρίζεται ότι ο σοφός μπορεί να είναι ευδαίμων ακόμη και σε μια τέτοια κατάσταση, είναι θέση μάλλον ακραία, άξια περισσότερο των Στωικών· ωστόσο ο Κικέρων την αποδίδει σε μια ομάδα Ακαδημαϊκών, δηλαδή στον Σπεύσιππο, τον Ξενοκράτη, τον Πολέμωνα και… τον Αριστοτέλη. Αυτή η τελευταία απόδοση, πιθανότατα εξαιτίας της πληροφορίας ότι και ο Αριστοτέλης υπήρξε Ακαδημαϊκός, αρκεί για να μας κάνει να αμφιβάλουμε για την αξιοπιστία του Κικέρωνα.
Ο Σπεύσιππος, όμως, διέθετε πιο λεπτά επιχειρήματα, όπως εκείνο που ο Αριστοτέλης του αποδίδει ονομαστικά, δηλαδή ότι «η υπερβολή είναι αντίθετη τόσο προς το ίσο όσο και προς την έλλειψη». Αυτή είναι η απάντηση στο ευδοξιανό επιχείρημα των αντιθέτων, σύμφωνα με το οποίο, αν ο πόνος είναι κακό, τότε η ηδονή, που είναι το αντίθετο του πόνου, θα είναι αγαθό. Σε αυτό ο Σπεύσιππος απαντά ότι μια υπερβολή, δηλαδή ένα κακό, είναι αντίθετη τόσο προς την έλλειψη, που είναι επίσης κακό, όσο και προς το ίσο, που είναι η μεσότητα ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Αυτό σημαίνει ότι η ηδονή, ως αντίθετη ενός κακού, δεν είναι αναγκαστικά ένα αγαθό, γιατί θα μπορούσε να είναι ένας ενδιάμεσος όρος ανάμεσα σε δύο άκρα, όπως το ίσο, το οποίο δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Η απάντηση γίνεται ακόμη πιο σαφής σε άλλο χωρίο των Ηθικών: «αν ο πόνος είναι κακό, δεν συνεπάγεται ότι η ηδονή είναι αγαθό· σε ένα κακό αντιτίθεται επίσης ένα κακό, και αμφότερα αντιτίθενται σε εκείνο που δεν είναι κανένα από τα δύο». Εδώ, όπως φαίνεται, τίθεται σε εφαρμογή ολόκληρο το σύστημα των διαιρέσεων και αντιθέσεων που χαρακτήριζε την Ακαδημία, ιδίως στην περίοδο κατά την οποία αυτή επηρεαζόταν περισσότερο από τον Πυθαγορισμό. Ο Σπεύσιππος δεν διστάζει να το χρησιμοποιήσει εναντίον του Εύδοξου, όντας πιθανότατα ένας από εκείνους που είχαν συμβάλει περισσότερο στη διαμόρφωση αυτού του συστήματος.
Και στο ευδοξιανό επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η ηδονή είναι σκοπός και άρα αγαθό, ο Σπεύσιππος έχει απάντηση: το αγαθό είναι βέβαια σκοπός (telos), γιατί είναι τέλειο (teleion), δηλαδή αυτοτελές· αλλά η ηδονή δεν είναι σκοπός, παρά «γένεσις» (genesis), δηλαδή μια διαδικασία, αισθητή με τις αισθήσεις, που οδηγεί σε μια φυσική κατάσταση. Και η διαδικασία δεν ανήκει στο ίδιο γένος με τον σκοπό της· για παράδειγμα, η διαδικασία οικοδόμησης ενός σπιτιού δεν ανήκει στο ίδιο γένος με το ίδιο το σπίτι· άρα η ηδονή δεν είναι αγαθό. Εδώ ο Σπεύσιππος δείχνει ότι έχει μια δική του ακριβή αντίληψη περί ηδονής: αυτή είναι μια διαδικασία, δηλαδή μια μεταβολή κατάστασης, αισθητή μέσω των αισθήσεων, που οδηγεί σε μια φυσική κατάσταση. Η ηδονή, με λίγα λόγια, είναι κάτι το φυσικό, μαρτυρεί την πραγματοποίηση μιας φυσικής κατάστασης, και ως τέτοια είναι αναμφισβήτητα θετική. Ωστόσο, από το σημείο αυτό μέχρι να πούμε ότι είναι αγαθό, υπάρχει διαφορά, γιατί η διαδικασία δεν είναι ακόμη η φυσική κατάσταση στην οποία καταλήγει· μόνο αυτή η τελευταία είναι αγαθό, όχι η ίδια η διαδικασία, δηλαδή όχι η ηδονή.
Ακόμη και στο επιχείρημα του Εύδοξου ότι η ηδονή είναι αγαθό επειδή αυξάνει άλλα αγαθά, ο Σπεύσιππος έχει απάντηση: οι ηδονές εμποδίζουν τη φρόνηση (phronesis), και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο πιο έντονη είναι η απόλαυση, όπως στην περίπτωση των αφροδισίων ηδονών· κανείς πράγματι δεν θα μπορούσε να συλλογιστεί κάτι ενώ τις βιώνει.
Από τις αρχαίες βιογραφίες προκύπτει ότι ο Σπεύσιππος, πιθανότατα στη νεότητά του, είχε κάποια αδυναμία προς τις αφροδισιακές ηδονές και ότι, ήδη ενταγμένος στην Ακαδημία, ερωτεύτηκε μία από τις δύο γυναίκες που τη σύχναζαν, τη Λασθένεια από την Αρκαδία, αν και αργότερα νυμφεύτηκε τη θυγατέρα της αδελφής του Πλάτωνα. Εντελώς αναξιόπιστος είναι, αντίθετα, ο ισχυρισμός του χριστιανού φανατικού Τερτυλλιανού, σύμφωνα με τον οποίο ο Σπεύσιππος πέθανε την ώρα που διέπραττε μοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι είχε εμπειρία των σεξουαλικών ηδονών, ώστε να μπορεί να πει ότι αυτές είναι εκείνες που παράγουν τη μεγαλύτερη απόλαυση και γι’ αυτό αποτελούν εμπόδιο για τη σκέψη. Δεν είναι βέβαιο ότι την ίδια εμπειρία είχε και ο περισσότερο εγκρατής Εύδοξος. Όπως συχνά συμβαίνει, εκείνος που έχει φανεί πιο αδύναμος απέναντι στις ηδονές γίνεται πιο αδιάλλακτος απέναντί τους από κάποιον που κράτησε μια πιο ισορροπημένη στάση.
Όσο για το επιχείρημα του Εύδοξου ότι η ηδονή είναι αγαθό επειδή δεν επαινείται – όπως δεν επαινούνται και οι θεοί – ο Σπεύσιππος απαντά ότι η ηδονή δεν επαινείται όχι γιατί βρίσκεται πέρα από κάθε έπαινο, αλλά γιατί συχνά οι ηδονές είναι μεμπτές, δηλαδή άξιες ψόγου και όχι επαίνου.
Υπάρχει τέλος και ένα τελευταίο επιχείρημα που προβάλλει ο Σπεύσιππος εναντίον της θέσης ότι η ηδονή είναι το αγαθό, αν και αυτό δεν φαίνεται να αποτελεί απάντηση σε κάποιον ισχυρισμό του Εύδοξου: καμία τέχνη δεν έχει ως έργο της να παράγει ηδονή, ενώ κάθε αγαθό είναι έργο κάποιας τέχνης. Είναι φανερό ότι ο Σπεύσιππος δεν συμμεριζόταν ούτε την πλατωνική καταδίκη της τέχνης ως ανήθικης, ούτε την αριστοτελική της αποκατάσταση ως παραγωγού της «κάθαρσης». Εκείνος εκτιμούσε τις τέχνες ως παραγωγούς αγαθών, αλλά θεωρούσε ότι τους είναι ξένος ο σκοπός της παραγωγής ηδονής. Σκεφτόταν μόνο τις χρήσιμες τέχνες, όπως η ιατρική, η αρχιτεκτονική, η γεωργία; Και τις λεγόμενες «καλές τέχνες», όπως η ποίηση, η μουσική, η γλυπτική, η ζωγραφική;
Σε κάθε περίπτωση, η σχολαστική του αντιπαράθεση με τον Εύδοξο θα πρέπει να προκάλεσε κάποιο θόρυβο στην Ακαδημία, ώστε να οδηγήσει τον ίδιο τον Πλάτωνα να μπει στον αγώνα, δηλαδή να παρέμβει στη διαμάχη για την ηδονή.
Πρέπει να σημειωθεί: ο Σπεύσιππος δεν λέει ότι η ηδονή είναι κακό – θέση αντίθετη σε κάθε εμπειρική απόδειξη και επομένως εύκολα ανατρέψιμη – αλλά υποστηρίζει ότι καμία ηδονή δεν είναι αγαθό, δηλαδή ότι η ηδονή δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Πρόκειται για μια ισχυρότερη και δυσκολότερη να αντικρουστεί θέση. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με έναν διάλογο υψηλού επιπέδου, αφού και ο Σπεύσιππος προβάλλει σειρά επιχειρημάτων για να στηρίξει τη θέση του· μάλιστα απαντά ένα προς ένα στα επιχειρήματα που προέβαλε ο Εύδοξος, δίνοντας έτσι πραγματικά την εντύπωση ότι συμμετείχε σε μια αυθεντική, άμεση αντιπαράθεση.
Στο ευδοξιανό επιχείρημα της καθολικής επιθυμίας, ο Σπεύσιππος απαντά με δύο τρόπους: πρώτον, ότι δεν είναι αλήθεια πως όλα τα ζωντανά όντα τείνουν προς την ηδονή, γιατί τείνουν προς αυτήν κυρίως τα παιδιά και τα ζώα, δηλαδή τα όντα που στερούνται λογικής, ενώ ο σώφρων άνθρωπος αποφεύγει τις ηδονές και ο σοφός επιδιώκει όχι αυτό που προκαλεί ηδονή, αλλά αυτό που δεν φέρνει πόνο· δεύτερον, ότι δεν είναι αλήθεια πως ό,τι επιδιώκουν όλοι είναι αγαθό. Μέχρι εδώ η θέση του Σπεύσιππου είναι αρκετά συνετή και λογική, δηλαδή αποτελεί μια καλή επιχειρηματολογία εναντίον του Εύδοξου.
Υπάρχει όμως και μια άλλη άποψη, που αναφέρει ο Αριστοτέλης και ορισμένοι αποδίδουν στον Σπεύσιππο, σύμφωνα με την οποία ακόμη και εκείνος που βασανίζεται ή πέφτει σε μεγάλες συμφορές, αν είναι αγαθός, παραμένει ευδαίμων. Υπέρ της απόδοσης αυτής θέσης στον Σπεύσιππο υπάρχει μια μαρτυρία του Κικέρωνα, σύμφωνα με την οποία κάποιοι υποστήριζαν ότι η ευτυχισμένη ζωή μπορεί να συνυπάρχει με τα βασανιστήρια, και ότι η αρετή κατέρχεται μαζί της ακόμη και στον ταύρο του Φάλαρι. Ο Φάλαρις, όπως είναι γνωστό, ήταν τύραννος που έκλεινε τους φυλακισμένους του μέσα σε έναν χάλκινο ταύρο, τον οποίο κατέκαιε από κάτω με φωτιά, διασκεδάζοντας με τις κραυγές των δύστυχων που ψήνονταν, κραυγές που έμοιαζαν με βρυχηθμούς του ταύρου. Να υποστηρίζεται ότι ο σοφός μπορεί να είναι ευδαίμων ακόμη και σε μια τέτοια κατάσταση, είναι θέση μάλλον ακραία, άξια περισσότερο των Στωικών· ωστόσο ο Κικέρων την αποδίδει σε μια ομάδα Ακαδημαϊκών, δηλαδή στον Σπεύσιππο, τον Ξενοκράτη, τον Πολέμωνα και… τον Αριστοτέλη. Αυτή η τελευταία απόδοση, πιθανότατα εξαιτίας της πληροφορίας ότι και ο Αριστοτέλης υπήρξε Ακαδημαϊκός, αρκεί για να μας κάνει να αμφιβάλουμε για την αξιοπιστία του Κικέρωνα.
Ο Σπεύσιππος, όμως, διέθετε πιο λεπτά επιχειρήματα, όπως εκείνο που ο Αριστοτέλης του αποδίδει ονομαστικά, δηλαδή ότι «η υπερβολή είναι αντίθετη τόσο προς το ίσο όσο και προς την έλλειψη». Αυτή είναι η απάντηση στο ευδοξιανό επιχείρημα των αντιθέτων, σύμφωνα με το οποίο, αν ο πόνος είναι κακό, τότε η ηδονή, που είναι το αντίθετο του πόνου, θα είναι αγαθό. Σε αυτό ο Σπεύσιππος απαντά ότι μια υπερβολή, δηλαδή ένα κακό, είναι αντίθετη τόσο προς την έλλειψη, που είναι επίσης κακό, όσο και προς το ίσο, που είναι η μεσότητα ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Αυτό σημαίνει ότι η ηδονή, ως αντίθετη ενός κακού, δεν είναι αναγκαστικά ένα αγαθό, γιατί θα μπορούσε να είναι ένας ενδιάμεσος όρος ανάμεσα σε δύο άκρα, όπως το ίσο, το οποίο δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Η απάντηση γίνεται ακόμη πιο σαφής σε άλλο χωρίο των Ηθικών: «αν ο πόνος είναι κακό, δεν συνεπάγεται ότι η ηδονή είναι αγαθό· σε ένα κακό αντιτίθεται επίσης ένα κακό, και αμφότερα αντιτίθενται σε εκείνο που δεν είναι κανένα από τα δύο». Εδώ, όπως φαίνεται, τίθεται σε εφαρμογή ολόκληρο το σύστημα των διαιρέσεων και αντιθέσεων που χαρακτήριζε την Ακαδημία, ιδίως στην περίοδο κατά την οποία αυτή επηρεαζόταν περισσότερο από τον Πυθαγορισμό. Ο Σπεύσιππος δεν διστάζει να το χρησιμοποιήσει εναντίον του Εύδοξου, όντας πιθανότατα ένας από εκείνους που είχαν συμβάλει περισσότερο στη διαμόρφωση αυτού του συστήματος.
Και στο ευδοξιανό επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η ηδονή είναι σκοπός και άρα αγαθό, ο Σπεύσιππος έχει απάντηση: το αγαθό είναι βέβαια σκοπός (telos), γιατί είναι τέλειο (teleion), δηλαδή αυτοτελές· αλλά η ηδονή δεν είναι σκοπός, παρά «γένεσις» (genesis), δηλαδή μια διαδικασία, αισθητή με τις αισθήσεις, που οδηγεί σε μια φυσική κατάσταση. Και η διαδικασία δεν ανήκει στο ίδιο γένος με τον σκοπό της· για παράδειγμα, η διαδικασία οικοδόμησης ενός σπιτιού δεν ανήκει στο ίδιο γένος με το ίδιο το σπίτι· άρα η ηδονή δεν είναι αγαθό. Εδώ ο Σπεύσιππος δείχνει ότι έχει μια δική του ακριβή αντίληψη περί ηδονής: αυτή είναι μια διαδικασία, δηλαδή μια μεταβολή κατάστασης, αισθητή μέσω των αισθήσεων, που οδηγεί σε μια φυσική κατάσταση. Η ηδονή, με λίγα λόγια, είναι κάτι το φυσικό, μαρτυρεί την πραγματοποίηση μιας φυσικής κατάστασης, και ως τέτοια είναι αναμφισβήτητα θετική. Ωστόσο, από το σημείο αυτό μέχρι να πούμε ότι είναι αγαθό, υπάρχει διαφορά, γιατί η διαδικασία δεν είναι ακόμη η φυσική κατάσταση στην οποία καταλήγει· μόνο αυτή η τελευταία είναι αγαθό, όχι η ίδια η διαδικασία, δηλαδή όχι η ηδονή.
Ακόμη και στο επιχείρημα του Εύδοξου ότι η ηδονή είναι αγαθό επειδή αυξάνει άλλα αγαθά, ο Σπεύσιππος έχει απάντηση: οι ηδονές εμποδίζουν τη φρόνηση (phronesis), και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο πιο έντονη είναι η απόλαυση, όπως στην περίπτωση των αφροδισίων ηδονών· κανείς πράγματι δεν θα μπορούσε να συλλογιστεί κάτι ενώ τις βιώνει.
Από τις αρχαίες βιογραφίες προκύπτει ότι ο Σπεύσιππος, πιθανότατα στη νεότητά του, είχε κάποια αδυναμία προς τις αφροδισιακές ηδονές και ότι, ήδη ενταγμένος στην Ακαδημία, ερωτεύτηκε μία από τις δύο γυναίκες που τη σύχναζαν, τη Λασθένεια από την Αρκαδία, αν και αργότερα νυμφεύτηκε τη θυγατέρα της αδελφής του Πλάτωνα. Εντελώς αναξιόπιστος είναι, αντίθετα, ο ισχυρισμός του χριστιανού φανατικού Τερτυλλιανού, σύμφωνα με τον οποίο ο Σπεύσιππος πέθανε την ώρα που διέπραττε μοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι είχε εμπειρία των σεξουαλικών ηδονών, ώστε να μπορεί να πει ότι αυτές είναι εκείνες που παράγουν τη μεγαλύτερη απόλαυση και γι’ αυτό αποτελούν εμπόδιο για τη σκέψη. Δεν είναι βέβαιο ότι την ίδια εμπειρία είχε και ο περισσότερο εγκρατής Εύδοξος. Όπως συχνά συμβαίνει, εκείνος που έχει φανεί πιο αδύναμος απέναντι στις ηδονές γίνεται πιο αδιάλλακτος απέναντί τους από κάποιον που κράτησε μια πιο ισορροπημένη στάση.
Όσο για το επιχείρημα του Εύδοξου ότι η ηδονή είναι αγαθό επειδή δεν επαινείται – όπως δεν επαινούνται και οι θεοί – ο Σπεύσιππος απαντά ότι η ηδονή δεν επαινείται όχι γιατί βρίσκεται πέρα από κάθε έπαινο, αλλά γιατί συχνά οι ηδονές είναι μεμπτές, δηλαδή άξιες ψόγου και όχι επαίνου.
Υπάρχει τέλος και ένα τελευταίο επιχείρημα που προβάλλει ο Σπεύσιππος εναντίον της θέσης ότι η ηδονή είναι το αγαθό, αν και αυτό δεν φαίνεται να αποτελεί απάντηση σε κάποιον ισχυρισμό του Εύδοξου: καμία τέχνη δεν έχει ως έργο της να παράγει ηδονή, ενώ κάθε αγαθό είναι έργο κάποιας τέχνης. Είναι φανερό ότι ο Σπεύσιππος δεν συμμεριζόταν ούτε την πλατωνική καταδίκη της τέχνης ως ανήθικης, ούτε την αριστοτελική της αποκατάσταση ως παραγωγού της «κάθαρσης». Εκείνος εκτιμούσε τις τέχνες ως παραγωγούς αγαθών, αλλά θεωρούσε ότι τους είναι ξένος ο σκοπός της παραγωγής ηδονής. Σκεφτόταν μόνο τις χρήσιμες τέχνες, όπως η ιατρική, η αρχιτεκτονική, η γεωργία; Και τις λεγόμενες «καλές τέχνες», όπως η ποίηση, η μουσική, η γλυπτική, η ζωγραφική;
Σε κάθε περίπτωση, η σχολαστική του αντιπαράθεση με τον Εύδοξο θα πρέπει να προκάλεσε κάποιο θόρυβο στην Ακαδημία, ώστε να οδηγήσει τον ίδιο τον Πλάτωνα να μπει στον αγώνα, δηλαδή να παρέμβει στη διαμάχη για την ηδονή.
4. Πλάτων: η ηδονή δεν είναι πάντοτε ένα αγαθό
Στον Φίληβο μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τον απόηχο της συζήτησης ανάμεσα στον Εύδοξο και τον Σπεύσιππο σχετικά με την ηδονή, εφόσον ο χαρακτήρας του Πρωτάρχου, υπερασπιστή της θέσης ότι η καλύτερη ζωή ταυτίζεται με τη ζωή αφιερωμένη στην ηδονή, θα αντιπροσώπευε τη θέση του Εύδοξου, ενώ εκείνη του Σπεύσιππου θα διαφαίνονταν στην ακραία απόρριψη της ηδονής. Η μεσολαβητική στάση που υιοθετεί ο χαρακτήρας του Σωκράτη, ως εκπρόσωπος του ίδιου του Πλάτωνα, ανάμεσα στην ταύτιση του αγαθού με την ηδονή και την ταύτισή του με τη σοφία, διαμορφώνεται ως μια προσπάθεια συμφιλίωσης ανάμεσα στη θέση του Εύδοξου και εκείνη του Σπεύσιππου.
Στον διάλογο αυτόν, πράγματι, ο Πλάτων μιλά για ανθρώπους οι οποίοι, από μιαν απέχθεια (duskhéreia, δυσχέρεια) που γεννήθηκε από ευγένεια φύσεως, μισούν υπερβολικά τη δύναμη της ηδονής και θεωρούν ότι δεν υπάρχει σε αυτήν τίποτε το υγιές, σε τέτοιον βαθμό ώστε να μη θεωρούν ηδονή αλλά γοητεία, μάλλον, την ίδια την έλξη της ηδονής.
Πράγματι, ο Πλάτων, αν και θεωρεί υπερβολική εκείνη τη στάση, ωστόσο δείχνει να την εκτιμά, δηλώνοντας ότι συμμερίζεται την απέχθεια προς την ηδονή και αναγνωρίζοντας ότι οι μεγαλύτερες ηδονές προκύπτουν μέσα σε μια ορισμένη κατάσταση διαφθοράς της ψυχής και του σώματος, και όχι μέσα στην αρετή· για παράδειγμα, η ανακούφιση που αισθάνονται οι άρρωστοι από ψώρα όταν ξύνονται και όλες οι ανάλογες περιπτώσεις.
Σε γενικότερο επίπεδο, η θέση που υιοθετεί ο Πλάτων στον Φίληβο, σύμφωνα με την οποία η καλύτερη ζωή δεν ταυτίζεται ούτε με τη μόνη ηδονή ούτε με τη μόνη σοφία, αλλά με μια μείξη και των δύο, φαίνεται να αντιστοιχεί στην τρίτη άποψη που αναφέρει ο Αριστοτέλης στα δύο του συγγράμματα περί ηδονής. Πρόκειται για τη θέση εκείνων που θεωρούν ότι κάποιες ηδονές είναι ένα αγαθό, αλλά πολλές είναι ποταπές, στηριζόμενοι στο επιχείρημα ότι υπάρχουν και ηδονές αισχρές και μεμπτές, αλλά και επιβλαβείς – πράγματι, μερικές ηδονές είναι ανθυγιεινές.
Αυτοί φαίνεται μάλιστα να ταυτίζονται με όσους, αντιτιθέμενοι σε εκείνους που θεωρούν την ηδονή ως το αγαθό (Εύδοξος), υποστηρίζουν ότι είναι κακή· όχι επειδή είναι πραγματικά πεπεισμένοι ότι αυτό ισχύει απολύτως (Σπεύσιππος), αλλά επειδή θεωρούν ότι είναι καλύτερο για τη ζωή μας και την ηθική μας να παρουσιάζεται η ηδονή ως κάτι κακό, ακόμη κι αν δεν είναι, διότι ο όχλος κλίνει προς αυτήν και είναι δούλος των ηδονών· και γι’ αυτό πρέπει να τον οδηγήσουμε στην αντίθετη κατεύθυνση, ώστε να μπορέσει να φθάσει στο ακριβές μέσον (to meson).
Για την πλατωνική σύλληψη της αρετής ως «μέσον» ή «μεσότητα», που διατυπώθηκε κυρίως στα ἄγραφα δόγματα, θα επανέλθουμε παρακάτω.
Ακόμη και σε σχέση με το επιχείρημα των αντιθέτων, είναι εύκολο να βρούμε μια θέση του Πλάτωνα. Μάλιστα, η διδασκαλία του Σπεύσιππου, σύμφωνα με την οποία η ηδονή και ο πόνος είναι δύο κακά αντίθετα, όπως η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ το αγαθό δεν είναι ούτε ηδονή ούτε πόνος, αλλά κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα σε υπερβολή και έλλειψη – δηλαδή κάτι μετρημένο, περιορισμένο, «ίσον» – έχει θεωρηθεί από όλους τους μελετητές ως παράγωγο της πλατωνικο-ακαδημαϊκής αντίληψης, σύμφωνα με την οποία το αγαθό ανήκει στο γένος των πεπερασμένων (ή ορισμένων, ή καθορισμένων), δηλαδή των μετρημένων και αρμονισμένων, ενώ η ηδονή και ο πόνος ανήκουν στο γένος των απείρων (ή απεριόριστων, ή ακαθόριστων), δηλαδή εκείνων που είναι επιδεκτικά υπερβολής και ελλείψεως.
Αυτή η σύλληψη βρίσκεται στον Φίληβο, όπου ο Πλάτων λέει:
«Όλα όσα μας φαίνονται τέτοια ώστε να μπορούν να γίνονται “περισσότερο” ή “λιγότερο” και να εμπεριέχουν μέσα τους το “πολύ” και το “ολίγον”, το “υπερβολικά” και όσα είναι παρόμοια, όλα αυτά πρέπει να τα εντάξουμε στο γένος του απείρου».
Και προσθέτει ότι η ηδονή και ο πόνος ανήκουν σε ό,τι εμπεριέχει το «περισσότερο» και το «λιγότερο», άρα στο γένος του απείρου· και ότι «κάτι άλλο, που δεν είναι η φύση του απείρου, παρέχει στις ηδονές τη συμμετοχή στο αγαθό», πράγμα που σημαίνει ότι η ηδονή, αν και αντίθετη προς τον πόνο, δεν είναι αφ’ εαυτής ένα αγαθό.
Μια πιο σύνθετη διδασκαλία πρέπει να υποστηρίχθηκε από τον Πλάτωνα στα λεγόμενα ἄγραφα δόγματα (ίσως στο ακαδημαϊκό μάθημα Περί του Αγαθού), όπου γινόταν διάκριση δύο ειδών αντιθέτων: εκείνων ανάμεσα στα οποία δεν υπάρχει μέσον, για παράδειγμα υγεία και αρρώστια, ζωή και θάνατος, κίνηση και ακινησία· και εκείνων ανάμεσα στα οποία υπάρχει μέσον, για παράδειγμα μεγάλο και μικρό, όπου το μέσον είναι το «αρκετό» (to hikanon), ή οξύ και βαρύ, όπου το μέσον είναι το «αρμονικό»· και επίσης το «πλέον» και το «έλαττον», όπου το μέσον είναι το «ίσον». Η ίδια διδασκαλία επανέρχεται στις λεγόμενες Διαιρέσεις (Divisiones Aristoteleae), που πιθανότατα γράφτηκαν από τον νεαρό Αριστοτέλη στην Ακαδημία, όπου αναγνωρίζεται τόσο η δυνατότητα το κακό να είναι αντίθετο προς το αγαθό, όσο και η δυνατότητα ούτε το ένα ούτε το άλλο να είναι αντίθετο προς «αυτό που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο», καθώς και η δυνατότητα το κακό να είναι αντίθετο προς ένα άλλο κακό, όπως στην περίπτωση της υπερβολής και της έλλειψης.
Επίσης, το επιχείρημα του Σπεύσιππου, σύμφωνα με το οποίο η ηδονή είναι μια «γένεσις», δηλαδή μια διαδικασία, και επομένως δεν ταυτίζεται με τον σκοπό, δηλαδή με το αγαθό, βρίσκεται ήδη στον Πλάτωνα. Πράγματι, στον Φίληβο ο Πλάτων λέει ότι κατά τη γνώμη «ορισμένων ευφυών ανθρώπων» η ηδονή είναι «αέναη γένεσις» (aei genesis) και δεν είναι σε καμία περίπτωση «οὐσία» (ousia), και ότι πρέπει να τους είμαστε ευγνώμονες, δηλαδή ότι έχουν δίκιο. Δεν είναι σαφές ποιοι είναι αυτοί: θα μπορούσαν να είναι οι Κυρηναϊκοί, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η ηδονή είναι κίνηση, αλλά πιθανότερο είναι να πρόκειται για τον Σπεύσιππο, δεδομένου ότι η θέση αυτή χρησιμοποιείται σαφώς για αντιηδονιστικό σκοπό. Σε κάθε περίπτωση, η αντίθεση ανάμεσα στη «γένεση» ή το γίγνεσθαι και στην «οὐσία» είναι τυπικά πλατωνική, αφού βρίσκεται στη βάση της ίδιας της θεωρίας των Ιδεών.
Τώρα, συνεχίζει ο Πλάτων, η γένεση είναι πάντοτε σε συνάρτηση με κάτι άλλο, ενώ η οὐσία είναι αυτοτελής· για παράδειγμα, η ναυπηγική διαδικασία, που είναι γένεση, είναι σε συνάρτηση με τα πλοία, τα οποία αποτελούν οὐσία. Αν λοιπόν η ηδονή είναι γένεση, όπως έδειξαν οι «ευφυείς άνθρωποι» – στους οποίους ο Πλάτων στη συνέχεια αντικαθιστά έναν ενικό, «αυτός εδώ» (houtos) ή «ο ίδιος αυτός» (autos houtos) – μιλώντας γι’ αυτόν στον ενεστώτα και λέγοντας για δεύτερη φορά ότι πρέπει να του είμαστε ευγνώμονες, τότε αυτή θα είναι πάντοτε σε συνάρτηση με κάτι άλλο, δηλαδή με μια οὐσία, και μόνο η τελευταία θα μπορεί να είναι το αγαθό. Επομένως, καταλήγει ο Πλάτων, η ηδονή δεν ανήκει στο ίδιο γένος με το αγαθό.
Όσον αφορά το επιχείρημα του Εύδοξου ότι η ηδονή είναι αγαθό επειδή αυξάνει τα αγαθά στα οποία προστίθεται – στο οποίο ο Σπεύσιππος απάντησε ότι οι αφροδισιακές ηδονές εμποδίζουν τη σκέψη – ο Πλάτων φαίνεται να διατυπώνει μια διαφορετική ένσταση. Και αυτή αναφέρεται από τον Αριστοτέλη, ο οποίος την παραθέτει αμέσως μετά το επιχείρημα του Εύδοξου, με τον εξής τρόπο:
«Λοιπόν, με έναν τέτοιο συλλογισμό ο Πλάτων δείχνει ότι η ηδονή δεν είναι το αγαθό. Διότι, λέει, η ζωή της ηδονής είναι πιο αξιοζήλευτη όταν συνοδεύεται από τη φρόνηση (meta phronēseōs) παρά όταν είναι χωρισμένη από αυτήν· και αν η μικτή ζωή είναι καλύτερη, τότε η ηδονή δεν είναι το αγαθό, αφού κανένα πράγμα που προστίθεται στο αγαθό δεν μπορεί να το κάνει πιο αξιοζήλευτο. Είναι όμως φανερό ότι το αγαθό δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο που γίνεται πιο αξιοζήλευτο, αν συνοδευθεί από κάτι το οποίο είναι αγαθό καθ’ εαυτό».
Η αναφορά γίνεται στον Φίληβο, όπου ο Πλάτων επανειλημμένως δηλώνει ότι η καλύτερη ζωή είναι η μικτή ζωή, αυτή δηλαδή που συνδυάζει την ηδονή με τη σοφία. Ωστόσο, η ένσταση του Πλάτωνα είναι διαφορετική από εκείνη του Σπεύσιππου. Διότι ενώ εκείνος αρνιόταν την πρώτη προκείμενη του συλλογισμού του Εύδοξου, δηλαδή ότι η ηδονή μπορεί να προστεθεί σε ένα άλλο αγαθό καθιστώντας το πιο επιθυμητό, ο Πλάτων αρνείται τη δεύτερη προκείμενη, δηλαδή ότι ένα αγαθό μπορεί να αυξηθεί από την προσθήκη ενός άλλου αγαθού, υποστηρίζοντας ότι, αν η ηδονή καθίσταται πιο επιθυμητή με την ένωση προς τη σοφία, τότε δεν μπορεί να είναι το αγαθό.
Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί η αμφισημία αυτής της συζήτησης, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι για τον Εύδοξο το αγαθό στο οποίο η ηδονή προστίθεται, καθιστώντας το πιο επιθυμητό, είναι η ενάρετη συμπεριφορά, ενώ για τον Πλάτωνα το αγαθό στο οποίο η σοφία προστίθεται, καθιστώντας το πιο επιθυμητό, είναι η ίδια η ηδονή. Σε σχέση με αυτήν, εν τέλει, ο Πλάτων δεν αρνείται ότι είναι ένα αγαθό, αλλά ότι είναι το αγαθό (πράγμα που ακριβώς υποστήριζε ο Εύδοξος).
Τέλος, στον Φίληβο μπορούμε να αναγνωρίσουμε και τον απόηχο της απάντησης του Σπεύσιππου στο επιχείρημα του Εύδοξου, σύμφωνα με το οποίο η ηδονή ταυτίζεται με το αγαθό επειδή βρίσκεται πέρα από κάθε έπαινο. Εκεί ο Πλάτων διακρίνει διαφορετικά, μάλιστα αντίθετα, είδη ηδονών: κάποιες άξιες επαίνου και άλλες αντιθέτως άξιες ψόγου.
Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, μπροστά στην άμεση αντιπαράθεση ανάμεσα στη θέση του Εύδοξου και εκείνη του Σπεύσιππου, ο Πλάτων επιδιώκει μια μεσολάβηση· αλλά την εντοπίζει σε μια στάση πολύ πιο κοντά στη θέση του Σπεύσιππου παρά σε εκείνη του Εύδοξου.
Συνεχίζεται με:
5. Αριστοτέλης: η ηδονή είναι πάντοτε ένα αγαθό, έστω κι αν δεν είναι το υπέρτατο αγαθό
Στον διάλογο αυτόν, πράγματι, ο Πλάτων μιλά για ανθρώπους οι οποίοι, από μιαν απέχθεια (duskhéreia, δυσχέρεια) που γεννήθηκε από ευγένεια φύσεως, μισούν υπερβολικά τη δύναμη της ηδονής και θεωρούν ότι δεν υπάρχει σε αυτήν τίποτε το υγιές, σε τέτοιον βαθμό ώστε να μη θεωρούν ηδονή αλλά γοητεία, μάλλον, την ίδια την έλξη της ηδονής.
Πράγματι, ο Πλάτων, αν και θεωρεί υπερβολική εκείνη τη στάση, ωστόσο δείχνει να την εκτιμά, δηλώνοντας ότι συμμερίζεται την απέχθεια προς την ηδονή και αναγνωρίζοντας ότι οι μεγαλύτερες ηδονές προκύπτουν μέσα σε μια ορισμένη κατάσταση διαφθοράς της ψυχής και του σώματος, και όχι μέσα στην αρετή· για παράδειγμα, η ανακούφιση που αισθάνονται οι άρρωστοι από ψώρα όταν ξύνονται και όλες οι ανάλογες περιπτώσεις.
Σε γενικότερο επίπεδο, η θέση που υιοθετεί ο Πλάτων στον Φίληβο, σύμφωνα με την οποία η καλύτερη ζωή δεν ταυτίζεται ούτε με τη μόνη ηδονή ούτε με τη μόνη σοφία, αλλά με μια μείξη και των δύο, φαίνεται να αντιστοιχεί στην τρίτη άποψη που αναφέρει ο Αριστοτέλης στα δύο του συγγράμματα περί ηδονής. Πρόκειται για τη θέση εκείνων που θεωρούν ότι κάποιες ηδονές είναι ένα αγαθό, αλλά πολλές είναι ποταπές, στηριζόμενοι στο επιχείρημα ότι υπάρχουν και ηδονές αισχρές και μεμπτές, αλλά και επιβλαβείς – πράγματι, μερικές ηδονές είναι ανθυγιεινές.
Αυτοί φαίνεται μάλιστα να ταυτίζονται με όσους, αντιτιθέμενοι σε εκείνους που θεωρούν την ηδονή ως το αγαθό (Εύδοξος), υποστηρίζουν ότι είναι κακή· όχι επειδή είναι πραγματικά πεπεισμένοι ότι αυτό ισχύει απολύτως (Σπεύσιππος), αλλά επειδή θεωρούν ότι είναι καλύτερο για τη ζωή μας και την ηθική μας να παρουσιάζεται η ηδονή ως κάτι κακό, ακόμη κι αν δεν είναι, διότι ο όχλος κλίνει προς αυτήν και είναι δούλος των ηδονών· και γι’ αυτό πρέπει να τον οδηγήσουμε στην αντίθετη κατεύθυνση, ώστε να μπορέσει να φθάσει στο ακριβές μέσον (to meson).
Για την πλατωνική σύλληψη της αρετής ως «μέσον» ή «μεσότητα», που διατυπώθηκε κυρίως στα ἄγραφα δόγματα, θα επανέλθουμε παρακάτω.
Ακόμη και σε σχέση με το επιχείρημα των αντιθέτων, είναι εύκολο να βρούμε μια θέση του Πλάτωνα. Μάλιστα, η διδασκαλία του Σπεύσιππου, σύμφωνα με την οποία η ηδονή και ο πόνος είναι δύο κακά αντίθετα, όπως η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ το αγαθό δεν είναι ούτε ηδονή ούτε πόνος, αλλά κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα σε υπερβολή και έλλειψη – δηλαδή κάτι μετρημένο, περιορισμένο, «ίσον» – έχει θεωρηθεί από όλους τους μελετητές ως παράγωγο της πλατωνικο-ακαδημαϊκής αντίληψης, σύμφωνα με την οποία το αγαθό ανήκει στο γένος των πεπερασμένων (ή ορισμένων, ή καθορισμένων), δηλαδή των μετρημένων και αρμονισμένων, ενώ η ηδονή και ο πόνος ανήκουν στο γένος των απείρων (ή απεριόριστων, ή ακαθόριστων), δηλαδή εκείνων που είναι επιδεκτικά υπερβολής και ελλείψεως.
Αυτή η σύλληψη βρίσκεται στον Φίληβο, όπου ο Πλάτων λέει:
«Όλα όσα μας φαίνονται τέτοια ώστε να μπορούν να γίνονται “περισσότερο” ή “λιγότερο” και να εμπεριέχουν μέσα τους το “πολύ” και το “ολίγον”, το “υπερβολικά” και όσα είναι παρόμοια, όλα αυτά πρέπει να τα εντάξουμε στο γένος του απείρου».
Και προσθέτει ότι η ηδονή και ο πόνος ανήκουν σε ό,τι εμπεριέχει το «περισσότερο» και το «λιγότερο», άρα στο γένος του απείρου· και ότι «κάτι άλλο, που δεν είναι η φύση του απείρου, παρέχει στις ηδονές τη συμμετοχή στο αγαθό», πράγμα που σημαίνει ότι η ηδονή, αν και αντίθετη προς τον πόνο, δεν είναι αφ’ εαυτής ένα αγαθό.
Μια πιο σύνθετη διδασκαλία πρέπει να υποστηρίχθηκε από τον Πλάτωνα στα λεγόμενα ἄγραφα δόγματα (ίσως στο ακαδημαϊκό μάθημα Περί του Αγαθού), όπου γινόταν διάκριση δύο ειδών αντιθέτων: εκείνων ανάμεσα στα οποία δεν υπάρχει μέσον, για παράδειγμα υγεία και αρρώστια, ζωή και θάνατος, κίνηση και ακινησία· και εκείνων ανάμεσα στα οποία υπάρχει μέσον, για παράδειγμα μεγάλο και μικρό, όπου το μέσον είναι το «αρκετό» (to hikanon), ή οξύ και βαρύ, όπου το μέσον είναι το «αρμονικό»· και επίσης το «πλέον» και το «έλαττον», όπου το μέσον είναι το «ίσον». Η ίδια διδασκαλία επανέρχεται στις λεγόμενες Διαιρέσεις (Divisiones Aristoteleae), που πιθανότατα γράφτηκαν από τον νεαρό Αριστοτέλη στην Ακαδημία, όπου αναγνωρίζεται τόσο η δυνατότητα το κακό να είναι αντίθετο προς το αγαθό, όσο και η δυνατότητα ούτε το ένα ούτε το άλλο να είναι αντίθετο προς «αυτό που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο», καθώς και η δυνατότητα το κακό να είναι αντίθετο προς ένα άλλο κακό, όπως στην περίπτωση της υπερβολής και της έλλειψης.
Επίσης, το επιχείρημα του Σπεύσιππου, σύμφωνα με το οποίο η ηδονή είναι μια «γένεσις», δηλαδή μια διαδικασία, και επομένως δεν ταυτίζεται με τον σκοπό, δηλαδή με το αγαθό, βρίσκεται ήδη στον Πλάτωνα. Πράγματι, στον Φίληβο ο Πλάτων λέει ότι κατά τη γνώμη «ορισμένων ευφυών ανθρώπων» η ηδονή είναι «αέναη γένεσις» (aei genesis) και δεν είναι σε καμία περίπτωση «οὐσία» (ousia), και ότι πρέπει να τους είμαστε ευγνώμονες, δηλαδή ότι έχουν δίκιο. Δεν είναι σαφές ποιοι είναι αυτοί: θα μπορούσαν να είναι οι Κυρηναϊκοί, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η ηδονή είναι κίνηση, αλλά πιθανότερο είναι να πρόκειται για τον Σπεύσιππο, δεδομένου ότι η θέση αυτή χρησιμοποιείται σαφώς για αντιηδονιστικό σκοπό. Σε κάθε περίπτωση, η αντίθεση ανάμεσα στη «γένεση» ή το γίγνεσθαι και στην «οὐσία» είναι τυπικά πλατωνική, αφού βρίσκεται στη βάση της ίδιας της θεωρίας των Ιδεών.
Τώρα, συνεχίζει ο Πλάτων, η γένεση είναι πάντοτε σε συνάρτηση με κάτι άλλο, ενώ η οὐσία είναι αυτοτελής· για παράδειγμα, η ναυπηγική διαδικασία, που είναι γένεση, είναι σε συνάρτηση με τα πλοία, τα οποία αποτελούν οὐσία. Αν λοιπόν η ηδονή είναι γένεση, όπως έδειξαν οι «ευφυείς άνθρωποι» – στους οποίους ο Πλάτων στη συνέχεια αντικαθιστά έναν ενικό, «αυτός εδώ» (houtos) ή «ο ίδιος αυτός» (autos houtos) – μιλώντας γι’ αυτόν στον ενεστώτα και λέγοντας για δεύτερη φορά ότι πρέπει να του είμαστε ευγνώμονες, τότε αυτή θα είναι πάντοτε σε συνάρτηση με κάτι άλλο, δηλαδή με μια οὐσία, και μόνο η τελευταία θα μπορεί να είναι το αγαθό. Επομένως, καταλήγει ο Πλάτων, η ηδονή δεν ανήκει στο ίδιο γένος με το αγαθό.
Όσον αφορά το επιχείρημα του Εύδοξου ότι η ηδονή είναι αγαθό επειδή αυξάνει τα αγαθά στα οποία προστίθεται – στο οποίο ο Σπεύσιππος απάντησε ότι οι αφροδισιακές ηδονές εμποδίζουν τη σκέψη – ο Πλάτων φαίνεται να διατυπώνει μια διαφορετική ένσταση. Και αυτή αναφέρεται από τον Αριστοτέλη, ο οποίος την παραθέτει αμέσως μετά το επιχείρημα του Εύδοξου, με τον εξής τρόπο:
«Λοιπόν, με έναν τέτοιο συλλογισμό ο Πλάτων δείχνει ότι η ηδονή δεν είναι το αγαθό. Διότι, λέει, η ζωή της ηδονής είναι πιο αξιοζήλευτη όταν συνοδεύεται από τη φρόνηση (meta phronēseōs) παρά όταν είναι χωρισμένη από αυτήν· και αν η μικτή ζωή είναι καλύτερη, τότε η ηδονή δεν είναι το αγαθό, αφού κανένα πράγμα που προστίθεται στο αγαθό δεν μπορεί να το κάνει πιο αξιοζήλευτο. Είναι όμως φανερό ότι το αγαθό δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο που γίνεται πιο αξιοζήλευτο, αν συνοδευθεί από κάτι το οποίο είναι αγαθό καθ’ εαυτό».
Η αναφορά γίνεται στον Φίληβο, όπου ο Πλάτων επανειλημμένως δηλώνει ότι η καλύτερη ζωή είναι η μικτή ζωή, αυτή δηλαδή που συνδυάζει την ηδονή με τη σοφία. Ωστόσο, η ένσταση του Πλάτωνα είναι διαφορετική από εκείνη του Σπεύσιππου. Διότι ενώ εκείνος αρνιόταν την πρώτη προκείμενη του συλλογισμού του Εύδοξου, δηλαδή ότι η ηδονή μπορεί να προστεθεί σε ένα άλλο αγαθό καθιστώντας το πιο επιθυμητό, ο Πλάτων αρνείται τη δεύτερη προκείμενη, δηλαδή ότι ένα αγαθό μπορεί να αυξηθεί από την προσθήκη ενός άλλου αγαθού, υποστηρίζοντας ότι, αν η ηδονή καθίσταται πιο επιθυμητή με την ένωση προς τη σοφία, τότε δεν μπορεί να είναι το αγαθό.
Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί η αμφισημία αυτής της συζήτησης, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι για τον Εύδοξο το αγαθό στο οποίο η ηδονή προστίθεται, καθιστώντας το πιο επιθυμητό, είναι η ενάρετη συμπεριφορά, ενώ για τον Πλάτωνα το αγαθό στο οποίο η σοφία προστίθεται, καθιστώντας το πιο επιθυμητό, είναι η ίδια η ηδονή. Σε σχέση με αυτήν, εν τέλει, ο Πλάτων δεν αρνείται ότι είναι ένα αγαθό, αλλά ότι είναι το αγαθό (πράγμα που ακριβώς υποστήριζε ο Εύδοξος).
Τέλος, στον Φίληβο μπορούμε να αναγνωρίσουμε και τον απόηχο της απάντησης του Σπεύσιππου στο επιχείρημα του Εύδοξου, σύμφωνα με το οποίο η ηδονή ταυτίζεται με το αγαθό επειδή βρίσκεται πέρα από κάθε έπαινο. Εκεί ο Πλάτων διακρίνει διαφορετικά, μάλιστα αντίθετα, είδη ηδονών: κάποιες άξιες επαίνου και άλλες αντιθέτως άξιες ψόγου.
Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, μπροστά στην άμεση αντιπαράθεση ανάμεσα στη θέση του Εύδοξου και εκείνη του Σπεύσιππου, ο Πλάτων επιδιώκει μια μεσολάβηση· αλλά την εντοπίζει σε μια στάση πολύ πιο κοντά στη θέση του Σπεύσιππου παρά σε εκείνη του Εύδοξου.
Συνεχίζεται με:
5. Αριστοτέλης: η ηδονή είναι πάντοτε ένα αγαθό, έστω κι αν δεν είναι το υπέρτατο αγαθό
ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ Η ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ ΑΓΝΟΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΩΝ. ΤΟΥ ΡΑΜΦΟΥ ΣΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΗΔΟΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ, ΚΑΤΗΓΟΡΩΝΤΑΣ ΦΑΝΕΡΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. ΟΠΟΙΟΣ ΜΟΛΥΝΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΔΥΣΚΟΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΤΑΙ. ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟΠΕΡΙΕΡΓΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου