Από το βιβλίο του ποιητή Τ. Κ. Παπατσώνη,
Ἄσκηση στόν Ἄθω ἤτοι Πηδάλιον νηπτικόν γιά περιδιάβαση τοῦ Ὄρους (εκδ. Ἴκαρος)
Ο Τ. Κ. Παπατσώνης (1895-1976) χαρακτηρίζεται συνήθως ως "θρησκευτικός ποιητής". Οι ακαδημαϊκοί φιλόλογοί μας ασκούν έτσι το μοναδικο ίσως "τάλαντο" που διαθέτουν, αυτό του ανέμπνευστου καλαμαρά, που ταξινομεί (μάλλον για να ξεμπερδεύει με τα δύσκολα) προσωπικότητες δημιουργών αχώρητων σε προκατασκευασμένα σχήματα.
Όμως ο Παπατσώνης υπήρξε ένα unicum στο στερέωμα των νεώτερων γραμμάτων μας με ένα έργο όχι κατ' ανάγκη εκτενές: Δύο συλλογές, η Εκλογή Α΄ και η Εκλογή Β΄, και η Ursa minor (Μικρά άρκτος) - πολύστιχο ποιήμα, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1944, την ίδια χρονιά με την σεφερική Κίχλη.
Η γλώσσα του Παπατσώνη είναι ιδιοπρόσωπη, απόρροια εκλεκτού γούστου που ανασυνθέτει αλάνθαστα "καινά" και "παλαιά" καθώς τροφοδοτείται από μια στέρεη γνώση της Ελληνικής στη διαχρονία της· βαθιά εμποτισμένη από την εκκλησιαστική λειτουργική παράδοση Ανατολής και Δύσης μπορεί να συγκριθεί ίσως μόνον με αυτή του Κ. Π. Καβάφη, μολονότι η σύγκριση συγκαλύπτει παρά αναδεικνύει τις ιδαιτερότητές της. Ο Παπατσώνης όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο από το ποιητικό όργανο που χρησιμοποιεί (όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί ελέγχει αλλά δεν ελέγχεται από τα μέσα που θέτει η τέχνη στη διάθεσή του): Είναι ένας ποιητικός οραματιστής ενός κόσμου μεταμορφωμένου από το φως της εκκλησιαστικής λειτουργικής ζωής. Τούτο, παραδόξως, δεν τον οδηγεί στη ρομαντική φαντασίωση μιας "θρησκευτικής" καλλίπολης ούτε σε μια θρησκευτική ουτοπία τύπου Μπλέικ. Η ποίηση του Παπατσώνη είναι "δοξολογική" με την πρωταρχική σημασία που αποκτά ο όρος σε εκκλησιαστικές συνάφειες: Είναι απόρροια μιας δωρικά εκφραζόμενης χαράς για το δώρο της δημιουργίας και της ψηλαφούμενης σε αυτήν Παρουσίας του Θεού. Ταυτόχρονα όμως την διατρέχει υποδώρια η αίσθηση του τραγικού, το οποίο ωστόσο δεν νικά στον ποιητή τη μόνη δύναμη που βιωματικά γνωρίζει ότι λυτρώνει, την αγάπη. Ο λυρισμός διαπλέκεται με τη στοχαστικότητα: Ο ποιητής φέρει μέσα του τον φιλόσοφο, το πνεύμα που ασίγαστα αναμετράται με το μυστήριο, ακόμα κι όταν η ήττα είναι εκ των προτέρων βέβαιη.
Η ιδιαιτερότητα του Παπατσώνη έγκειται ακριβώς στο ότι ισορροπεί μια αναπνοή προ της αυτοκατάργησής της: Η ποίησή του είναι εκκλησιαστική, αλλ' όχι θρησκευτική· φιλοσοφική αλλ΄ όχι διδακτική· έχει ύφος αλλ΄ όχι στόμφο· αναδύει λειτουργική πείρα χωρίς να διολισθαίνει ποτέ στο κιτς· είναι αρχαιοπρεπής αλλά όχι ξεπερασμένη· την διατρέχει το τραγικό, απουσιάζει όμως ο πεσιμισμός· είναι έμπλεη δοξολογικής χαράς, αλλά κενή ρομαντικής αισιοδοξίας...
Εκτός των τριών μεγάλων ποιητικών έργων του ο Παπατσώνης μας άφησε μια ποιητική περιγραφή επίσκεψής του στον Άθω, το περιβόλι της Παναγιάς μας. Πρόκειται για ένα μοναδικό οδοιπορικό γραμμένο σε μια γλώσσα καμωμένη από τα γνησιότερα υλικά μιας δημώδους ποιητικής Ελληνικής στο σύμπαν της οποίας ένα πεζό αφήγημα μετασχηματίζεται ανεπαισθήτως σε λειτουργική έκφραση βαθύτατου λυρισμού.
Σταχυολογώ το απόσπασμα που αναφέρεται στην Πορταΐτισσα της Ιεράς Μονής Ιβήρων με τις θερμότερες ευχές προς αναγνωστες και φοιτητές μου για ένα ευλογημένο Δεκαπενταύγουστο!
Τ. Κ. Παπατσώνης, Ἄσκηση στόν Ἄθω, σελ. 72:
"Γιά την Πορταΐτισσα, Τότες στον Εικονοκλάστη, στην καταραμένη βασιλεία του, μια λυπητερή κυρία, χήρα λένε στη Νίκαια, πήρε την εικόνα τη θαυματουργή της Παναγίας κρυφά και με κίντυνο, να μην το μάθουν οι παλατιανοί του Θεοφίλου, και την επήγε ώς με την θάλασσα και με ευλάβεια την έριξε στους μαύρους τους βυθούς καλύτερα, παρά για να την κάψουν στρατιώτες. Εκείνη η πανάχραντη ταξιδιάρα γίνηκε, δεν εβούτηξε, κύμα-κύμα τα πηδούσε, όρθια έπλεχε, στήλη φωτεινή έβγαινε κολόννα ώς με τον ουρανό. Ταξίδευε, ταξίδευε, ταξίδευε. Τι δε θα πέρασε, νύχτες, με τ' ἄστρα, σελήνες, φουρτούνες, κάβους, νησιά. Τίποτ' απ' αυτά. Το περιβόλι της εγύρευε να φτάξει, τόν Άθωνα να βρει.
Ασκήτευε ένας ερημήτης Γαβριήλ, με τ' όνομα του Αρχαγγέλου του Ευαγγελισμού, σ' ένα ραχόνι, απάνω από του Κλήμη την ιερά Μονή, που αργότερα την ονομάσανε των Ιβήρωνε, γιατ' ήρθαν οι γεωργιανοί οι στρατηγοί να κοινοβιάσουν. Άγιος θε νάταν ο ερημίτης Γαβριήλ. Γιατί ενυπνιάστηκε τον ερχομό της Ταξιδιώτισσας, κι είδε την κολόννα του πυρός, που του ανάγγελνε τον ερχομό. Καλέ ήρθε η Παναγία! καταβαίνει και λέει στο κοινόβιο. Βγαίνουνε με τα λάβαρα στο γιαλό, στον αρσανά...
Τη φέρνουν με πομπή, την πάνε στο Καθολικό με λιτανεία. Βλέπει δεύτερο ενύπνιο ο ασκητής. "Δεν ήρθα εγώ να με φυλάξετε, μα να σας φυλάξω. Βγάλτε με από τα Καθολικά. Πορτάρισσά σας θα γενώ, πλάι στον πυλώνα". Καλούν τους χτίστες, υψώσαν το παρακλήσι πλάι στην Πόρτα. Εκεί τη λατρεύουν. Είν' η Πορταΐτισσα. χωριστή λειτουργιά καθημερινή, χωριστά οφίτσια. Διορίζουνε τον Προσμονάρη, να φυλάει την ώρα που θα φύγει η Δέσποινα. Γιατί, τους είπε και τούτο, που όσο είμαι εδώ, δεν έχει να φοβάστε. Μα σαν φύγω από δω, τέλος ήρθε, πετάχτε ράσα και ζωστικά, και πάρτε μάχαιρα και φύγετε. Τούτα τα μηνύματα προσμένει ο Προσμονάρης. Μα δέεται κι ο όσιος Γαβριήλ και δε σημειώθηκε κακό κανένα. Τι δεν εχτίσανε, προσκυνητάρια στο δρόμο, για την Πορταΐτισσα. Μύρτες όλο και δάφνη και δαφνοκούκουτσα τα στολίζουν τα προσκυνητάρια, παρακλήσι ανάγειραν κάτου στο γιαλό, κάτου στο λιμανάκι, λιτανεία μεγάλη την Τρίτη του Πάσχα γίνεται και πομπή και λειτουργιές εδώ κι εκεί. Τέτοιαν εικόνα επροσκύνησα στων Ιβήρων την περασμένη Κυριακή, που δοξασμένη νάναι".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου