Μορφές της λογικότητας στον Αριστοτέλη 5α
Του Enrico Berti
Το θέμα που μας απομένει να εξετάσουμε είναι εκείνο της ρητορικής, ένα θέμα που ήταν αναγκαίο να αντιμετωπιστεί σε μια επισκόπηση των διαφόρων μορφών της ορθολογικότητας στον Αριστοτέλη.
Πράγματι, ήδη, πραγματευόμενοι τα ζητήματα των προηγούμενων μαθημάτων, είχαμε – όπως θα θυμάστε – δύο ευκαιρίες να συναντηθούμε με τη ρητορική.
Δηλαδή, τόσο όταν μιλούσαμε για τη μέθοδο της φυσικής, όπως αυτή παρουσιάζεται από τον Αριστοτέλη στο τέλος του μικρού Άλφα της Μεταφυσικής, λεγόταν ότι δεν είναι δυνατόν σε όλες τις επιστήμες να επιτευχθεί ο ίδιος βαθμός αυστηρότητας, της acribeia, αλλά πρέπει κάθε φορά να προσαρμοζόμαστε στο επίπεδο των ακροατών.
Και ενώ μερικοί απαιτούν να γίνονται αποδείξεις μαθηματικές, άλλοι, αντιθέτως, ζητούν παραδείγματα και μαρτυρίες ποιητών. Και το ένα και το άλλο από αυτά τα δύο επίπεδα ανήκουν, θα λέγαμε, στη φυσική. Η αναφορά στα παραδείγματα και στις μαρτυρίες των ποιητών έπρεπε αναμφίβολα να ερμηνευθεί ως σχετική με τη ρητορική.
Το δεύτερο σημείο όπου συναντήσαμε μια αναφορά στη ρητορική είναι στην αρχή της Ηθικής Νικομαχείας, όπου, σχετικά με τη μέθοδο της ηθικής, ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει λίγο-πολύ τις ίδιες ιδέες, λέγοντας ότι θα ήταν εξίσου παράλογο να απαιτούμε από έναν μαθηματικό λόγους πειστικούς ή από έναν ρήτορα αποδείξεις αυστηρές.
Έτσι, ήδη έχουμε συναντήσει τη ρητορική ως ένα επίπεδο ορθολογικότητας κατώτερο – ασφαλώς κατώτερο από εκείνο των μαθηματικών, αλλά κατώτερο επίσης και από εκείνο της φυσικής και της ηθικής, που τις χαρακτηρίσαμε ως διαδικασίες διαλεκτικού τύπου.
Η ρητορική, λοιπόν, από την άποψη της αυστηρότητας, αποτελεί τον κατώτατο, τον πιο χαμηλό βαθμό.
Αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να μας οδηγήσει να πιστέψουμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν λόγο ξένο προς το πεδίο της ορθολογικότητας.
Ακόμη και η ρητορική, παρά αυτό το χαμηλό επίπεδο αυστηρότητας, ανήκει στις ορθολογικές διαδικασίες· έχει κανόνες που οφείλει να τηρεί· είναι μια τέχνη (techné).
Και ο Αριστοτέλης, στο ομώνυμο έργο του (Trattato Omonimo), έχει παρουσιάσει τους κανόνες αυτής της τέχνης, τις ορθολογικές διαδικασίες που αυτή ακολουθεί, προσφέροντας ένα επιπλέον πρότυπο, δίπλα σε εκείνο της αποδεικτικής (apodittica) και της διαλεκτικής, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις διάφορες πραγματεύσεις, ανάλογα με τα διάφορα ζητήματα.
Εγώ θα ήθελα, κυρίως, να υπογραμμίσω σε ορισμένα αποσπάσματα της Ρητορικής – που έχω παραθέσει εδώ στο φάκελό μας με τις φωτοτυπίες – αυτή τη σχέση, αυτή την αναλογία, είναι μια σχέση, όπως θα δούμε, αναλογίας, ανάμεσα στη ρητορική και στις άλλες μορφές ορθολογικότητας.
Διότι, έστω και σε διαφορετικό επίπεδο, και στη ρητορική διαπιστώνουμε ορισμένες μορφές επιχειρηματολογίας, ορισμένες ορθολογικές διαδικασίες, οι οποίες, αν τις εξετάσουμε τυπικά, δηλαδή από την άποψη της λογικής δομής, είναι παράλληλες προς εκείνες της διαλεκτικής και, σε μερικές περιπτώσεις, ακόμη και προς εκείνες της αποδεικτικής (apodittica).
Φυσικά, η πιο άμεση αναφορά είναι προς τη διαλεκτική, αλλά, όπως θα δούμε, δεν λείπουν και συνδέσεις με την αποδεικτική, δηλαδή με την ίδια την απόδειξη, την απόδειξη της επιστήμης, της γνώσης.
Θα δούμε, τέλος, πώς στη ρητορική μία από τις θεμελιώδεις μορφές γνώσης που ο Αριστοτέλης έχει εντοπίσει και επεξεργαστεί – δηλαδή η πρακτική φιλοσοφία και, πιο συγκεκριμένα, η πολιτική, η πολιτική επιστήμη – είναι παρούσα όχι μόνο στο να προσφέρει στη ρητορική ένα πρότυπο ως προς τις διαδικασίες της επιχειρηματολογίας, αλλά και στο να της παρέχει σαφές περιεχόμενο.
Τα χωρία στα οποία αναφέρομαι είναι πασίγνωστα, αλλά αυτή είναι η ευκαιρία να τα διαβάσουμε, να τα θυμηθούμε· αν δεν το κάνουμε σε τέτοιες περιστάσεις, δεν το κάνουμε ποτέ. Και είναι, πρώτα απ’ όλα, η αρχή του έργου, όπου ο Αριστοτέλης θέτει αμέσως την αναφορά στη διαλεκτική, τη σύνδεση με τη διαλεκτική, λέγοντας:
«Η ρητορική είναι αντίστροφος».
Το αντίστροφος μεταφράζεται με διάφορους τρόπους· κάποιοι λένε «ανάλογη», άλλοι «όμοια», άλλοι «κατοπτρική». Εγώ πιστεύω ότι αντίστροφος είναι αυτό που αντιστρέφεται, και στον Αριστοτέλη τα αντιστρέφεται ή αντιστρέφονται είναι οι όροι που είναι μεταξύ τους μεταστρέψιμοι. Για παράδειγμα, λέει ότι το ον και το το εν, δηλαδή το ον και το ένα, αντιστρέφονται, δηλαδή είναι μεταστρέψιμα μεταξύ τους: κάθε φορά που λέμε ότι κάτι είναι ον, μπορούμε να πούμε και ότι είναι ένα, και αντιστρόφως.
Άρα, το αντιστρέφεσθαι είναι μια σχέση αμοιβαίας μετατροπής· οι δύο όροι είναι αμοιβαία ανταλλάξιμοι, ο ένας μπορεί να πάρει τη θέση του άλλου. Πιστεύω λοιπόν ότι εδώ θα μπορούσε να ειπωθεί: «Η ρητορική είναι μεταστρέψιμη με τη διαλεκτική».
Ή μπορούμε να συνεχίσουμε να λέμε: είναι ανάλογη, κατοπτρική, συμμετρική, ακριβώς για να δηλώσουμε αυτή την ταυτότητα δομής. Θα ήθελα να επισημάνω πως αυτή είναι η πρώτη διατύπωση που ο Αριστοτέλης φροντίζει να κάνει ακριβώς στην αρχή του Δοκιμίου (Trattato), και εξηγεί το γιατί.
Διότι και οι δύο αναφέρονται σε ορισμένα πράγματα που είναι διαμορφωμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε, κατά κάποιον τρόπο (tropontina), να είναι κοινά (koina apanton), δηλαδή και οι δύο αφορούν τη γνώση πραγμάτων που είναι κοινά σε όλα και δεν ανήκουν σε καμιά καθορισμένη επιστήμη (οὐδεμιᾶς ἐπιστήμης ἀφορισμένης, Ρητορική I, 1354a1).
Έχουμε λοιπόν, κατ’ αρχάς, ως κοινό χαρακτηριστικό αυτόν τον χαρακτήρα της καθολικότητας· τόσο η διαλεκτική όσο και η ρητορική ασχολούνται με πράγματα που δεν ανήκουν σε κάποιο συγκεκριμένο πεδίο, σε κάποια ιδιαίτερη επιστήμη, αλλά είναι κοινά σε όλα.
Διότι (Διὸ καὶ πάντες τροποντινὰ μετέχουσιν ἀμφοῖν), όλοι κατά κάποιον τρόπο μετέχουν και των δύο· όλοι, πράγματι, ως ένα σημείο, δηλαδή σε κάποια έκταση, ασκούν αυτές τις τέχνες, αυτές τις διαδικασίες, που εδώ δηλώνονται αντίστοιχα ως ἐξετάζειν (exetazein) και ὑπέχειν λόγον (hypechein logon), ἀπολογεῖσθαι (apologeisthai) και κατηγορεῖν (kategorein).
Τώρα, το ἐξετάζειν και το ὑπέχειν λόγον τα έχουμε ήδη συναντήσει στη διαλεκτική.
Δηλώνουν ακριβώς τις δύο πράξεις εκείνων που μετέχουν στη διαλεκτική συζήτηση.
Το ἐξετάζειν σημαίνει το να ανακρίνει κανείς, να ζητεί λόγο, να ζητεί αιτία· ενώ το ὑπέχειν λόγον σημαίνει το να υποστηρίζει ένα λόγο, δηλαδή να δίνει λόγο, να παρέχει αιτία, να δικαιολογεί αυτό που υποστηρίζει.
Στη διαλεκτική, ο ρόλος του ἐξετάζειν ανήκει σε εκείνον που ρωτά, σε εκείνον που θέτει τα ερωτήματα και προσπαθεί να οδηγήσει τον αντίπαλο σε αντίφαση.
Και το ὑπέχειν λόγον δηλώνει τη λειτουργία εκείνου που απαντά, που προσπαθεί να υπερασπιστεί τη θέση του και να μη συρθεί σε αντίφαση.
Λοιπόν, όλοι, λέει ο Αριστοτέλης, σε κάποιον βαθμό κάνουν αυτό – και το ἐξετάζειν και το ὑπέχειν λόγον – όπως επίσης όλοι κάνουν και αυτές τις άλλες δύο πράξεις, το ἀπολογεῖσθαι και το κατηγορεῖν, δηλαδή να αμύνονται και να κατηγορούν, που είναι οι δύο πράξεις των οποίων οι κανόνες ορίζονται ακριβώς από τη ρητορική.
Έτσι βλέπουμε ότι σε αυτό που στη διαλεκτική είναι το ἐξετάζειν, αντιστοιχεί στη ρητορική το κατηγορεῖν (η κατηγορία), ενώ σε αυτό που στη διαλεκτική είναι το να υποστηρίζει κανείς ένα λόγο, μια θέση —το ὑπέχειν λόγον— αντιστοιχεί στη ρητορική το ἀπολογεῖσθαι, η υπεράσπιση.
Οι όροι που χρησιμοποιούνται εδώ παραπέμπουν άμεσα στην κατάσταση, στο πλαίσιο του δικανικού αγώνα, της δικαστικής αντιπαράθεσης, όπου υπάρχει κατηγορία και υπεράσπιση. Αυτή, λοιπόν, είναι μια πρώτη εξήγηση του δεσμού, της σύνδεσης, της συμμετρίας, θα λέγαμε, ανάμεσα στη διαλεκτική και τη ρητορική· δεσμός που θα τον χαρακτήριζα ως αναλογία — αναλογία δομική, αναλογία ως προς τη δομή — διότι, αν και βρισκόμαστε σε διαφορετικές καταστάσεις, σε διαφορετικά συμφραζόμενα, η δομή παραμένει ανάλογη.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη διαλεκτική και οι δύο συνομιλητές διαλέγονται μεταξύ τους, θέτουν ερωτήσεις και δίνουν απαντήσεις· ενώ στη ρητορική αυτοί οι δύο ρόλοι μένουν, θα λέγαμε, μη επικοινωνούντες μεταξύ τους, αλλά απευθύνονται και οι δύο σε ένα ακροατήριο· σε ένα ακροατήριο που σιωπά και που, στη δικαστική περίσταση, αποτελείται από τους δικαστές.
Οι δικαστές είναι οι αποδέκτες τόσο του λόγου όσο και των επιχειρημάτων της κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου, όσο και των επιχειρημάτων της υπεράσπισης.
Οι δικαστές δεν παρεμβαίνουν, δεν συμμετέχουν στη συζήτηση· έτσι οι δύο πλευρές δεν διαλέγονται μεταξύ τους, αλλά απευθύνονται σε ένα ακροατήριο που σιωπά, στο οποίο όμως ανήκει τελικά το έργο της κρίσης, του να αποφανθεί.
Εξάλλου, αυτή η δομική αναλογία ανάμεσα στη ρητορική και τη διαλεκτική επιβεβαιώνεται και παρακάτω, σε άλλα χωρία όπου ο Αριστοτέλης λέει —όπως θα δούμε— ότι η ρητορική είναι ὁμοίωμα (homoioma) της διαλεκτικής (1356b31, ένα από τα αποσπάσματα που έχω παραθέσει).
Το ὁμοίωμα σημαίνει «ομοιότητα», και λέει επίσης ότι είναι ὁμοία (homoia), δηλαδή «όμοια» με τη διαλεκτική. Αυτό είναι ένας πρώτος λόγος συνάφειας ανάμεσα στις δύο μορφές λόγου. Άλλοι λόγοι που θα μπορούσαν να αναφερθούν και που προκύπτουν από τη συνέχεια του χωρίου έχουν να κάνουν, για παράδειγμα, με τον τεχνικό χαρακτήρα και των δύο: τόσο της διαλεκτικής όσο και της ρητορικής.
Σχετικά με τη διαλεκτική, σε ένα χωρίο των Σοφιστικών ἐλέγχων, ο Αριστοτέλης λέει ότι η διαλεκτική διδάσκει να πράττουμε ἐν τέχνῃ (en technē) αυτό που όλοι κάνουν χωρίς τέχνη· όλοι συζητούν — η συζήτηση δεν είναι εφεύρεση της διαλεκτικής — αλλά η διαλεκτική τη ρυθμίζει, δηλαδή θέτει κανόνες και έτσι ανυψώνει σε επίπεδο τέχνης (technē) μια πρακτική που ήδη υπάρχει στο επίπεδο της καθημερινής ζωής.
Το ίδιο πράγμα λέει και για τη ρητορική. Και η ρητορική είναι πράγματι μια τέχνη (technē)· μερικές φορές τη λέει και μέθοδος, δηλαδή μια συστηματική πραγματεία, όπως και η διαλεκτική· και αυτή επίσης παρέχει τους κανόνες για μια πρακτική που ούτως ή άλλως υπάρχει ήδη στη συνήθη χρήση.
Μια άλλη αιτία συγγένειας ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές λόγου συνίσταται στο είδος των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούν. Πράγματι, τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η ρητορική ονομάζονται από τον Αριστοτέλη πίστεις (pisteis). Η λέξη πίστεις, εδώ, σημαίνει μέσα πειθούς, όργανα πειθούς. Και οι πίστεις, λέει ο Αριστοτέλης, είναι ένα είδος ἀποδείξεως (apodeixeos), ένα είδος απόδειξης. Αν πάτε στο χωρίο αριθ. 15, δηλαδή 1355a3, βρίσκουμε αυτήν την ιδέα:
Ἐπεὶ δὲ φανερόν ἐστιν ὅτι ἡ μὲν ἔντεχνος μέθοδος περὶ τὰς πίστεις ἐστίν, ἡ δὲ πίστις ἀπόδειξίς τις. τότε γὰρ πιστεύομεν μάλιστα, ὅταν ἀποδεῖξιν ὑπολάβωμεν· ἔστι δ’ ἀπόδειξις ῥητορικὴ ἐνθύμημα, καὶ ἔστι τοῦτο, ὡσεὶ εἰπεῖν ἁπλῶς, κυριώτατον τῶν πίστεων, τὸ δ’ ἐνθύμημα συλλογισμός τις· περὶ δὲ συλλογισμοῦ, ὁμοίως ἅπαντος τῆς διαλεκτικῆς ἐστὶν ἰδεῖν· ἐκ ταύτης γὰρ ὅλης μέρος τί ἐστιν αὐτῆς· δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα τοῦτο δυνάμενος θεωρεῖν ἐκ τίνων καὶ πῶς γίνεται συλλογισμός, οὗτος καὶ ἐνθυμηματικῶς ἂν εἴη μάλιστα πρὸς λαβεῖν καὶ ποιεῖσθαι τὰ ἐνθυμήματα, καὶ τὰ ἐκ τῶν ὁδῶν, πρὸς τοὺς λογικοὺς συλλογισμούς.
Επομένως, είναι φανερό ότι η ἔντεχνος μέθοδος (δηλαδή η συστηματική τέχνη) αφορά τις πίστεις, τα μέσα πειθούς, και ότι η πίστις είναι ένα είδος ἀπόδειξης (apodeixis), μια μορφή απόδειξης.
Να λοιπόν, η σύνδεση, βλέπετε, επεκτείνεται αμέσως από τη διαλεκτική στην ἀποδεικτική (apodittica). Η πίστις είναι μάλιστα μια ἀπόδειξις τις, μια ορισμένη, κατά κάποιο τρόπο, απόδειξη. Γιατί; Διότι τότε πιστεύουμε, κυρίως, όταν θεωρούμε ότι κάτι έχει αποδειχθεί.
Άρα, η πίστις —δηλαδή η προσχώρηση, η αποδοχή— γεννιέται τη στιγμή κατά την οποία θεωρούμε ότι μια ορισμένη θέση έχει αποδειχθεί. Γι’ αυτό οι πίστεις είναι είδη αποδείξεως.
Και αφού η ἀπόδειξις, η ρητορική απόδειξη —το είπαμε ήδη— είναι ἀπόδειξις τις, ένα είδος, μια μορφή αποδείξεως, ο Αριστοτέλης συμφωνεί να την ονομάσει «ρητορική ἀπόδειξις». Και αφού η ρητορική ἀπόδειξις είναι το ἐνθύμημα, το ἐνθύμημα. Είναι μάταιο να το μεταφράσουμε, διότι είναι αμετάφραστο· ας δούμε όμως αμέσως σε τι συνίσταται.
Και αυτό είναι, θα λέγαμε, το πιο σημαντικό από τα πίστεις, δηλαδή από τα μέσα πειθούς.
Και αφού το ἐνθύμημα είναι συλλογισμός, είναι ένας συλλογισμός, και επειδή σχετικά με τον συλλογισμό, με κάθε συλλογισμό, είναι εξίσου ίδιον της διαλεκτικής να ερευνά, να βλέπει, να θεωρεί —είτε ως προς αυτήν συνολικά είτε ως προς κάποιο μέρος της (μέρους τινός)— είναι φανερό, να, το συμπέρασμα της περιόδου, ότι εκείνος που περισσότερο από κάθε άλλον είναι ικανός να θεωρεῖ (θεωρεῖν) αυτό, δηλαδή τον συλλογισμό, από ποιες προκείμενες (ἐκ τίνων) και πώς αυτός γεννάται, αυτός ο άνθρωπος θα είναι επίσης, περισσότερο από κάθε άλλον, ἐνθυμηματικός, δηλαδή ειδικός στα ἐνθυμήματα.
Ποιος λοιπόν είναι, περισσότερο από κάθε άλλον, ειδικός στα ἐνθυμήματα;
Ο διαλεκτικός, ο γνώστης των συλλογισμών. Να η άμεση σύνδεση!
Επιπλέον, θα γνωρίζει να λέγει περὶ ποίων είναι τα ἐνθυμήματα και ποιες διαφορές τινές έχουν σε σχέση με τους λογικούς συλλογισμούς (τοὺς λογικοὺς συλλογισμούς).
Τι είναι οι λογικοί συλλογισμοί; Είναι οι διαλεκτικοί συλλογισμοί, δηλαδή οι συλλογισμοί που δεν έχουν ακόμη εξειδικευθεί ως ἐνθυμήματα· που παραμένουν ακόμη στο επίπεδο της διαλεκτικής, δεν έχουν γίνει ακόμη όργανα πειθούς, δεν έχουν γίνει ακόμη πίστεις.
Έτσι έχουμε, από τη μία, τον διαλεκτικό, που είναι ο γνώστης των συλλογισμών γενικά και ειδικότερα των διαλεκτικών συλλογισμών· και, από την άλλη, αυτόν που κατέχει την τέχνη ῥητορικήν —τον ρήτορα, θα λέγαμε— ο οποίος, ως ειδικός στα ἐνθυμήματα, οφείλει επίσης να γνωρίζει τους συλλογισμούς και να γνωρίζει ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στα ἐνθυμήματα και στους διαλεκτικούς συλλογισμούς.
Υπάρχει λοιπόν αυτή η τέλεια αντιστοιχία, αυτός ο τέλειος παραλληλισμός ανάμεσα στη ρητορική και στη διαλεκτική.
Αλλά, όπως ήδη υπαινίχθηκα, ο παραλληλισμός αυτός επεκτείνεται ακόμη και στη γνήσια επιστήμη, στην επιστήμη καθ’ αὑτήν. Πράγματι, αν συνεχίσουμε την ανάγνωση του χωρίου που ήδη αρχίσαμε, στη γραμμή 14, διαβάζουμε ακόμη:
«Ἔτι ἡ αὐτὴ δύναμις θεωρεῖν...»
Και ακόμη, οι άνθρωποι, ή μάλλον γενικά οι άνθρωποι, είναι εκ φύσεως διατεταγμένοι επαρκώς πρὸς τὸ ἀληθές (φύσει πεφυκότες πρὸς τὴν ἀλήθειαν), δηλαδή ο άνθρωπος είναι από τη φύση του στραμμένος προς το αληθές.
Οι άνθρωποι, γενικά, είναι εκ φύσεως προσανατολισμένοι προς το αληθές, κλίνουν προς το αληθές, είναι στραμμένοι προς αυτό.
Και στις περισσότερες περιπτώσεις το συλλαμβάνουν, το απαντούν, το αναγνωρίζουν, το κατανοούν· συλλαμβάνουν την αλήθεια.
Εδώ λοιπόν ο Αριστοτέλης διατυπώνει μια αρχή: λέει ότι, γενικά, οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως διατεταγμένοι προς το αληθές· και το αποδεικνύει λέγοντας ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, το κατορθώνουν· το συλλαμβάνουν.
Αλλά, αφού είναι ίδιον της ίδιας δυνάμεως να ασχολείται με το αληθές, να θεωρεῖ το αληθές, να βλέπει το αληθές και να βλέπει επίσης τὸ ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ, δηλαδή αυτό που είναι όμοιο με το αληθές, οι άνθρωποι, καθόσον είναι φυσικά στραμμένοι προς το αληθές, είναι επίσης στραμμένοι προς εκείνο που είναι όμοιο με το αληθές.
Διό, επομένως, το να βρίσκεται κανείς σε κατάσταση στοχαστικήν, σε στάση τείνουσα, το να έχει τον νου στραμμένο, το να στοχεύει, να αποβλέπει, να τείνει πρὸς τὰ ἔνδοξα —θυμόμαστε τι είναι τα ἔνδοξα— είναι ίδιον εκείνου που βρίσκεται στην ίδια στάση, ὁμοίως ἔχοντος, και πρὸς τὴν ἀλήθειαν.
Εδώ λοιπόν υπάρχει ένας τέλειος παραλληλισμός: αφενός, υπάρχει η ἀλήθεια·
αφετέρου, υπάρχει εκείνο που προηγουμένως ονόμασε τὸ ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ — αυτό που είναι όμοιο με το αληθές — και τώρα μιλά για ἀλήθειαν και ἔνδοξα. Έχουμε την εντύπωση ότι αυτό που είναι όμοιο με το αληθές είναι το ἔνδοξον.
Στην αρχή του χωρίου είχε πει ότι ανήκει στην ίδια δύναμη να θεωρεῖ το αληθές (τὸ ἀληθές) και τὸ ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ· εδώ τώρα λέει ότι η στοχαστική στάση απέναντι στα ἔνδοξα είναι χαρακτηριστική του ίδιου ανθρώπου που έχει την ίδια στάση απέναντι στην ἀλήθειαν.
Άρα, τα ἔνδοξα είναι εκείνα που είναι ὅμοια τῷ ἀληθεῖ.
Και εδώ πρέπει να προσέξουμε: αν μεταφράσουμε ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ με το ιταλικό verosimile («πιθανό» ή «αληθοφανές»), πρέπει να αποφύγουμε να πιστέψουμε ότι για τον Αριστοτέλη το verosimile σημαίνει το ψευδές. Όταν ο Αριστοτέλης θέλει να διακρίνει το αληθές από το ψευδές, λέει τὸ ἀληθές και τὸ φαινόμενον ἀληθές, όχι τὸ ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ.
Το φαινόμενον ἀληθές είναι αυτό που φαίνεται αληθές, αλλά δεν είναι.
Αντιθέτως, τὸ ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ δεν σημαίνει κάτι που δεν είναι αληθές· είναι κάτι που βρίσκεται πλησίον του αληθούς, ένα αληθές που αναγνωρίζεται ως τέτοιο, που έχει την όψη του αληθούς, με την καλή έννοια — όχι με την αρνητική έννοια μιας απατηλής εμφάνισης χωρίς πραγματικότητα. Εδώ, λοιπόν, πρόκειται για κάτι που είναι πλησίον του αληθούς, για ένα αληθές που όχι μόνο είναι τέτοιο καθ’ εαυτό, αλλά και αναγνωρίζεται ως τέτοιο.
Αυτή λοιπόν η ίδια φυσική τάση που καθιστά τους ανθρώπους εκ φύσεως στραμμένους προς το αληθές, τους καθιστά έτσι και απέναντι στα ἔνδοξα ή στο ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ.
Επομένως, εδώ ο Αριστοτέλης —όπως φαίνεται— υπογραμμίζει όχι απλώς μια ομοιότητα, όχι μόνο, όπως προηγουμένως, μια ομοιότητα μεταξύ ρητορικής και διαλεκτικής, αλλά μια ομοιότητα ακόμη και μεταξύ ρητορικής και γνώσεως του αληθούς.
Και μάλιστα, καθώς μνημονεύει τα ἔνδοξα —που είναι το αντικείμενο της διαλεκτικής— τα τοποθετεί τώρα στην πλευρά της ρητορικής, τα ενοποιεί με εκείνα που είναι ὅμοια τῷ ἀληθεῖ, ως αντικείμενα της ρητορικής, για να τα συγκρίνει με το αληθές.
Δηλαδή, εδώ, ρητορική και διαλεκτική, κατά κάποιον τρόπο, λαμβανόμενες μαζί, παρομοιάζονται με τη γνώση του αληθούς.
Γι’ αυτό, νομίζω, είναι θεμιτό να συμπεράνουμε ότι η ρητορική είναι όμοια με τη διαλεκτική, και εξαιτίας αυτής της ομοιότητας είναι, μαζί με τη διαλεκτική, όμοια προς τη γνώση του αληθούς. Και τι είναι η γνώση του αληθούς; Είναι η ἐπιστήμη.
Βλέπουμε λοιπόν ότι, ακόμη κι αν βρισκόμαστε στο κατώτατο επίπεδο, στον χαμηλότερο βαθμό αυστηρότητας, βρισκόμαστε πάντως μέσα σε έναν χώρο που συνδέεται όχι μόνο με τα ενδιάμεσα επίπεδα, αλλά ακόμη και με τα ανώτερα.
Μια περαιτέρω επιβεβαίωση αυτής της αντίληψης βρίσκεται στη συνέχεια του πρώτου κεφαλαίου, όπου ο Αριστοτέλης απαριθμεί ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «χρησιμότητες» της ρητορικής ή «χρήσεις» της ρητορικής.
Δεν ξέρω —λέει ο Berti—, επειδή δεν είχα ακόμη τον χρόνο να συμβουλευθώ όλη τη σχετική κριτική βιβλιογραφία, που είναι φυσικά τεράστια, αν κάποιος έχει ήδη επισημάνει τον στενό παραλληλισμό που υπάρχει ανάμεσα σε αυτό το χωρίο της Ρητορικής, που πρόκειται τώρα να εκθέσουμε και που βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου, και σε εκείνο το κεφάλαιο των Τοπικών που διαβάσαμε την πρώτη μέρα· ήταν το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου Άλφα των Τοπικών, όπου ο Αριστοτέλης εξηγούσε τις χρησιμότητες της διαλεκτικής.
Συνεχίζεται
Του Enrico Berti
https://www.youtube.com/watch?v=DCquWcbZ7UE
Το θέμα που μας απομένει να εξετάσουμε είναι εκείνο της ρητορικής, ένα θέμα που ήταν αναγκαίο να αντιμετωπιστεί σε μια επισκόπηση των διαφόρων μορφών της ορθολογικότητας στον Αριστοτέλη.
Πράγματι, ήδη, πραγματευόμενοι τα ζητήματα των προηγούμενων μαθημάτων, είχαμε – όπως θα θυμάστε – δύο ευκαιρίες να συναντηθούμε με τη ρητορική.
Δηλαδή, τόσο όταν μιλούσαμε για τη μέθοδο της φυσικής, όπως αυτή παρουσιάζεται από τον Αριστοτέλη στο τέλος του μικρού Άλφα της Μεταφυσικής, λεγόταν ότι δεν είναι δυνατόν σε όλες τις επιστήμες να επιτευχθεί ο ίδιος βαθμός αυστηρότητας, της acribeia, αλλά πρέπει κάθε φορά να προσαρμοζόμαστε στο επίπεδο των ακροατών.
Και ενώ μερικοί απαιτούν να γίνονται αποδείξεις μαθηματικές, άλλοι, αντιθέτως, ζητούν παραδείγματα και μαρτυρίες ποιητών. Και το ένα και το άλλο από αυτά τα δύο επίπεδα ανήκουν, θα λέγαμε, στη φυσική. Η αναφορά στα παραδείγματα και στις μαρτυρίες των ποιητών έπρεπε αναμφίβολα να ερμηνευθεί ως σχετική με τη ρητορική.
Το δεύτερο σημείο όπου συναντήσαμε μια αναφορά στη ρητορική είναι στην αρχή της Ηθικής Νικομαχείας, όπου, σχετικά με τη μέθοδο της ηθικής, ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει λίγο-πολύ τις ίδιες ιδέες, λέγοντας ότι θα ήταν εξίσου παράλογο να απαιτούμε από έναν μαθηματικό λόγους πειστικούς ή από έναν ρήτορα αποδείξεις αυστηρές.
Έτσι, ήδη έχουμε συναντήσει τη ρητορική ως ένα επίπεδο ορθολογικότητας κατώτερο – ασφαλώς κατώτερο από εκείνο των μαθηματικών, αλλά κατώτερο επίσης και από εκείνο της φυσικής και της ηθικής, που τις χαρακτηρίσαμε ως διαδικασίες διαλεκτικού τύπου.
Η ρητορική, λοιπόν, από την άποψη της αυστηρότητας, αποτελεί τον κατώτατο, τον πιο χαμηλό βαθμό.
Αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να μας οδηγήσει να πιστέψουμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν λόγο ξένο προς το πεδίο της ορθολογικότητας.
Ακόμη και η ρητορική, παρά αυτό το χαμηλό επίπεδο αυστηρότητας, ανήκει στις ορθολογικές διαδικασίες· έχει κανόνες που οφείλει να τηρεί· είναι μια τέχνη (techné).
Και ο Αριστοτέλης, στο ομώνυμο έργο του (Trattato Omonimo), έχει παρουσιάσει τους κανόνες αυτής της τέχνης, τις ορθολογικές διαδικασίες που αυτή ακολουθεί, προσφέροντας ένα επιπλέον πρότυπο, δίπλα σε εκείνο της αποδεικτικής (apodittica) και της διαλεκτικής, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις διάφορες πραγματεύσεις, ανάλογα με τα διάφορα ζητήματα.
Εγώ θα ήθελα, κυρίως, να υπογραμμίσω σε ορισμένα αποσπάσματα της Ρητορικής – που έχω παραθέσει εδώ στο φάκελό μας με τις φωτοτυπίες – αυτή τη σχέση, αυτή την αναλογία, είναι μια σχέση, όπως θα δούμε, αναλογίας, ανάμεσα στη ρητορική και στις άλλες μορφές ορθολογικότητας.
Διότι, έστω και σε διαφορετικό επίπεδο, και στη ρητορική διαπιστώνουμε ορισμένες μορφές επιχειρηματολογίας, ορισμένες ορθολογικές διαδικασίες, οι οποίες, αν τις εξετάσουμε τυπικά, δηλαδή από την άποψη της λογικής δομής, είναι παράλληλες προς εκείνες της διαλεκτικής και, σε μερικές περιπτώσεις, ακόμη και προς εκείνες της αποδεικτικής (apodittica).
Φυσικά, η πιο άμεση αναφορά είναι προς τη διαλεκτική, αλλά, όπως θα δούμε, δεν λείπουν και συνδέσεις με την αποδεικτική, δηλαδή με την ίδια την απόδειξη, την απόδειξη της επιστήμης, της γνώσης.
Θα δούμε, τέλος, πώς στη ρητορική μία από τις θεμελιώδεις μορφές γνώσης που ο Αριστοτέλης έχει εντοπίσει και επεξεργαστεί – δηλαδή η πρακτική φιλοσοφία και, πιο συγκεκριμένα, η πολιτική, η πολιτική επιστήμη – είναι παρούσα όχι μόνο στο να προσφέρει στη ρητορική ένα πρότυπο ως προς τις διαδικασίες της επιχειρηματολογίας, αλλά και στο να της παρέχει σαφές περιεχόμενο.
Τα χωρία στα οποία αναφέρομαι είναι πασίγνωστα, αλλά αυτή είναι η ευκαιρία να τα διαβάσουμε, να τα θυμηθούμε· αν δεν το κάνουμε σε τέτοιες περιστάσεις, δεν το κάνουμε ποτέ. Και είναι, πρώτα απ’ όλα, η αρχή του έργου, όπου ο Αριστοτέλης θέτει αμέσως την αναφορά στη διαλεκτική, τη σύνδεση με τη διαλεκτική, λέγοντας:
«Η ρητορική είναι αντίστροφος».
Το αντίστροφος μεταφράζεται με διάφορους τρόπους· κάποιοι λένε «ανάλογη», άλλοι «όμοια», άλλοι «κατοπτρική». Εγώ πιστεύω ότι αντίστροφος είναι αυτό που αντιστρέφεται, και στον Αριστοτέλη τα αντιστρέφεται ή αντιστρέφονται είναι οι όροι που είναι μεταξύ τους μεταστρέψιμοι. Για παράδειγμα, λέει ότι το ον και το το εν, δηλαδή το ον και το ένα, αντιστρέφονται, δηλαδή είναι μεταστρέψιμα μεταξύ τους: κάθε φορά που λέμε ότι κάτι είναι ον, μπορούμε να πούμε και ότι είναι ένα, και αντιστρόφως.
Άρα, το αντιστρέφεσθαι είναι μια σχέση αμοιβαίας μετατροπής· οι δύο όροι είναι αμοιβαία ανταλλάξιμοι, ο ένας μπορεί να πάρει τη θέση του άλλου. Πιστεύω λοιπόν ότι εδώ θα μπορούσε να ειπωθεί: «Η ρητορική είναι μεταστρέψιμη με τη διαλεκτική».
Ή μπορούμε να συνεχίσουμε να λέμε: είναι ανάλογη, κατοπτρική, συμμετρική, ακριβώς για να δηλώσουμε αυτή την ταυτότητα δομής. Θα ήθελα να επισημάνω πως αυτή είναι η πρώτη διατύπωση που ο Αριστοτέλης φροντίζει να κάνει ακριβώς στην αρχή του Δοκιμίου (Trattato), και εξηγεί το γιατί.
Διότι και οι δύο αναφέρονται σε ορισμένα πράγματα που είναι διαμορφωμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε, κατά κάποιον τρόπο (tropontina), να είναι κοινά (koina apanton), δηλαδή και οι δύο αφορούν τη γνώση πραγμάτων που είναι κοινά σε όλα και δεν ανήκουν σε καμιά καθορισμένη επιστήμη (οὐδεμιᾶς ἐπιστήμης ἀφορισμένης, Ρητορική I, 1354a1).
Έχουμε λοιπόν, κατ’ αρχάς, ως κοινό χαρακτηριστικό αυτόν τον χαρακτήρα της καθολικότητας· τόσο η διαλεκτική όσο και η ρητορική ασχολούνται με πράγματα που δεν ανήκουν σε κάποιο συγκεκριμένο πεδίο, σε κάποια ιδιαίτερη επιστήμη, αλλά είναι κοινά σε όλα.
Διότι (Διὸ καὶ πάντες τροποντινὰ μετέχουσιν ἀμφοῖν), όλοι κατά κάποιον τρόπο μετέχουν και των δύο· όλοι, πράγματι, ως ένα σημείο, δηλαδή σε κάποια έκταση, ασκούν αυτές τις τέχνες, αυτές τις διαδικασίες, που εδώ δηλώνονται αντίστοιχα ως ἐξετάζειν (exetazein) και ὑπέχειν λόγον (hypechein logon), ἀπολογεῖσθαι (apologeisthai) και κατηγορεῖν (kategorein).
Τώρα, το ἐξετάζειν και το ὑπέχειν λόγον τα έχουμε ήδη συναντήσει στη διαλεκτική.
Δηλώνουν ακριβώς τις δύο πράξεις εκείνων που μετέχουν στη διαλεκτική συζήτηση.
Το ἐξετάζειν σημαίνει το να ανακρίνει κανείς, να ζητεί λόγο, να ζητεί αιτία· ενώ το ὑπέχειν λόγον σημαίνει το να υποστηρίζει ένα λόγο, δηλαδή να δίνει λόγο, να παρέχει αιτία, να δικαιολογεί αυτό που υποστηρίζει.
Στη διαλεκτική, ο ρόλος του ἐξετάζειν ανήκει σε εκείνον που ρωτά, σε εκείνον που θέτει τα ερωτήματα και προσπαθεί να οδηγήσει τον αντίπαλο σε αντίφαση.
Και το ὑπέχειν λόγον δηλώνει τη λειτουργία εκείνου που απαντά, που προσπαθεί να υπερασπιστεί τη θέση του και να μη συρθεί σε αντίφαση.
Λοιπόν, όλοι, λέει ο Αριστοτέλης, σε κάποιον βαθμό κάνουν αυτό – και το ἐξετάζειν και το ὑπέχειν λόγον – όπως επίσης όλοι κάνουν και αυτές τις άλλες δύο πράξεις, το ἀπολογεῖσθαι και το κατηγορεῖν, δηλαδή να αμύνονται και να κατηγορούν, που είναι οι δύο πράξεις των οποίων οι κανόνες ορίζονται ακριβώς από τη ρητορική.
Έτσι βλέπουμε ότι σε αυτό που στη διαλεκτική είναι το ἐξετάζειν, αντιστοιχεί στη ρητορική το κατηγορεῖν (η κατηγορία), ενώ σε αυτό που στη διαλεκτική είναι το να υποστηρίζει κανείς ένα λόγο, μια θέση —το ὑπέχειν λόγον— αντιστοιχεί στη ρητορική το ἀπολογεῖσθαι, η υπεράσπιση.
Οι όροι που χρησιμοποιούνται εδώ παραπέμπουν άμεσα στην κατάσταση, στο πλαίσιο του δικανικού αγώνα, της δικαστικής αντιπαράθεσης, όπου υπάρχει κατηγορία και υπεράσπιση. Αυτή, λοιπόν, είναι μια πρώτη εξήγηση του δεσμού, της σύνδεσης, της συμμετρίας, θα λέγαμε, ανάμεσα στη διαλεκτική και τη ρητορική· δεσμός που θα τον χαρακτήριζα ως αναλογία — αναλογία δομική, αναλογία ως προς τη δομή — διότι, αν και βρισκόμαστε σε διαφορετικές καταστάσεις, σε διαφορετικά συμφραζόμενα, η δομή παραμένει ανάλογη.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη διαλεκτική και οι δύο συνομιλητές διαλέγονται μεταξύ τους, θέτουν ερωτήσεις και δίνουν απαντήσεις· ενώ στη ρητορική αυτοί οι δύο ρόλοι μένουν, θα λέγαμε, μη επικοινωνούντες μεταξύ τους, αλλά απευθύνονται και οι δύο σε ένα ακροατήριο· σε ένα ακροατήριο που σιωπά και που, στη δικαστική περίσταση, αποτελείται από τους δικαστές.
Οι δικαστές είναι οι αποδέκτες τόσο του λόγου όσο και των επιχειρημάτων της κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου, όσο και των επιχειρημάτων της υπεράσπισης.
Οι δικαστές δεν παρεμβαίνουν, δεν συμμετέχουν στη συζήτηση· έτσι οι δύο πλευρές δεν διαλέγονται μεταξύ τους, αλλά απευθύνονται σε ένα ακροατήριο που σιωπά, στο οποίο όμως ανήκει τελικά το έργο της κρίσης, του να αποφανθεί.
Εξάλλου, αυτή η δομική αναλογία ανάμεσα στη ρητορική και τη διαλεκτική επιβεβαιώνεται και παρακάτω, σε άλλα χωρία όπου ο Αριστοτέλης λέει —όπως θα δούμε— ότι η ρητορική είναι ὁμοίωμα (homoioma) της διαλεκτικής (1356b31, ένα από τα αποσπάσματα που έχω παραθέσει).
Το ὁμοίωμα σημαίνει «ομοιότητα», και λέει επίσης ότι είναι ὁμοία (homoia), δηλαδή «όμοια» με τη διαλεκτική. Αυτό είναι ένας πρώτος λόγος συνάφειας ανάμεσα στις δύο μορφές λόγου. Άλλοι λόγοι που θα μπορούσαν να αναφερθούν και που προκύπτουν από τη συνέχεια του χωρίου έχουν να κάνουν, για παράδειγμα, με τον τεχνικό χαρακτήρα και των δύο: τόσο της διαλεκτικής όσο και της ρητορικής.
Σχετικά με τη διαλεκτική, σε ένα χωρίο των Σοφιστικών ἐλέγχων, ο Αριστοτέλης λέει ότι η διαλεκτική διδάσκει να πράττουμε ἐν τέχνῃ (en technē) αυτό που όλοι κάνουν χωρίς τέχνη· όλοι συζητούν — η συζήτηση δεν είναι εφεύρεση της διαλεκτικής — αλλά η διαλεκτική τη ρυθμίζει, δηλαδή θέτει κανόνες και έτσι ανυψώνει σε επίπεδο τέχνης (technē) μια πρακτική που ήδη υπάρχει στο επίπεδο της καθημερινής ζωής.
Το ίδιο πράγμα λέει και για τη ρητορική. Και η ρητορική είναι πράγματι μια τέχνη (technē)· μερικές φορές τη λέει και μέθοδος, δηλαδή μια συστηματική πραγματεία, όπως και η διαλεκτική· και αυτή επίσης παρέχει τους κανόνες για μια πρακτική που ούτως ή άλλως υπάρχει ήδη στη συνήθη χρήση.
Μια άλλη αιτία συγγένειας ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές λόγου συνίσταται στο είδος των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούν. Πράγματι, τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η ρητορική ονομάζονται από τον Αριστοτέλη πίστεις (pisteis). Η λέξη πίστεις, εδώ, σημαίνει μέσα πειθούς, όργανα πειθούς. Και οι πίστεις, λέει ο Αριστοτέλης, είναι ένα είδος ἀποδείξεως (apodeixeos), ένα είδος απόδειξης. Αν πάτε στο χωρίο αριθ. 15, δηλαδή 1355a3, βρίσκουμε αυτήν την ιδέα:
Ἐπεὶ δὲ φανερόν ἐστιν ὅτι ἡ μὲν ἔντεχνος μέθοδος περὶ τὰς πίστεις ἐστίν, ἡ δὲ πίστις ἀπόδειξίς τις. τότε γὰρ πιστεύομεν μάλιστα, ὅταν ἀποδεῖξιν ὑπολάβωμεν· ἔστι δ’ ἀπόδειξις ῥητορικὴ ἐνθύμημα, καὶ ἔστι τοῦτο, ὡσεὶ εἰπεῖν ἁπλῶς, κυριώτατον τῶν πίστεων, τὸ δ’ ἐνθύμημα συλλογισμός τις· περὶ δὲ συλλογισμοῦ, ὁμοίως ἅπαντος τῆς διαλεκτικῆς ἐστὶν ἰδεῖν· ἐκ ταύτης γὰρ ὅλης μέρος τί ἐστιν αὐτῆς· δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα τοῦτο δυνάμενος θεωρεῖν ἐκ τίνων καὶ πῶς γίνεται συλλογισμός, οὗτος καὶ ἐνθυμηματικῶς ἂν εἴη μάλιστα πρὸς λαβεῖν καὶ ποιεῖσθαι τὰ ἐνθυμήματα, καὶ τὰ ἐκ τῶν ὁδῶν, πρὸς τοὺς λογικοὺς συλλογισμούς.
Επομένως, είναι φανερό ότι η ἔντεχνος μέθοδος (δηλαδή η συστηματική τέχνη) αφορά τις πίστεις, τα μέσα πειθούς, και ότι η πίστις είναι ένα είδος ἀπόδειξης (apodeixis), μια μορφή απόδειξης.
Να λοιπόν, η σύνδεση, βλέπετε, επεκτείνεται αμέσως από τη διαλεκτική στην ἀποδεικτική (apodittica). Η πίστις είναι μάλιστα μια ἀπόδειξις τις, μια ορισμένη, κατά κάποιο τρόπο, απόδειξη. Γιατί; Διότι τότε πιστεύουμε, κυρίως, όταν θεωρούμε ότι κάτι έχει αποδειχθεί.
Άρα, η πίστις —δηλαδή η προσχώρηση, η αποδοχή— γεννιέται τη στιγμή κατά την οποία θεωρούμε ότι μια ορισμένη θέση έχει αποδειχθεί. Γι’ αυτό οι πίστεις είναι είδη αποδείξεως.
Και αφού η ἀπόδειξις, η ρητορική απόδειξη —το είπαμε ήδη— είναι ἀπόδειξις τις, ένα είδος, μια μορφή αποδείξεως, ο Αριστοτέλης συμφωνεί να την ονομάσει «ρητορική ἀπόδειξις». Και αφού η ρητορική ἀπόδειξις είναι το ἐνθύμημα, το ἐνθύμημα. Είναι μάταιο να το μεταφράσουμε, διότι είναι αμετάφραστο· ας δούμε όμως αμέσως σε τι συνίσταται.
Και αυτό είναι, θα λέγαμε, το πιο σημαντικό από τα πίστεις, δηλαδή από τα μέσα πειθούς.
Και αφού το ἐνθύμημα είναι συλλογισμός, είναι ένας συλλογισμός, και επειδή σχετικά με τον συλλογισμό, με κάθε συλλογισμό, είναι εξίσου ίδιον της διαλεκτικής να ερευνά, να βλέπει, να θεωρεί —είτε ως προς αυτήν συνολικά είτε ως προς κάποιο μέρος της (μέρους τινός)— είναι φανερό, να, το συμπέρασμα της περιόδου, ότι εκείνος που περισσότερο από κάθε άλλον είναι ικανός να θεωρεῖ (θεωρεῖν) αυτό, δηλαδή τον συλλογισμό, από ποιες προκείμενες (ἐκ τίνων) και πώς αυτός γεννάται, αυτός ο άνθρωπος θα είναι επίσης, περισσότερο από κάθε άλλον, ἐνθυμηματικός, δηλαδή ειδικός στα ἐνθυμήματα.
Ποιος λοιπόν είναι, περισσότερο από κάθε άλλον, ειδικός στα ἐνθυμήματα;
Ο διαλεκτικός, ο γνώστης των συλλογισμών. Να η άμεση σύνδεση!
Επιπλέον, θα γνωρίζει να λέγει περὶ ποίων είναι τα ἐνθυμήματα και ποιες διαφορές τινές έχουν σε σχέση με τους λογικούς συλλογισμούς (τοὺς λογικοὺς συλλογισμούς).
Τι είναι οι λογικοί συλλογισμοί; Είναι οι διαλεκτικοί συλλογισμοί, δηλαδή οι συλλογισμοί που δεν έχουν ακόμη εξειδικευθεί ως ἐνθυμήματα· που παραμένουν ακόμη στο επίπεδο της διαλεκτικής, δεν έχουν γίνει ακόμη όργανα πειθούς, δεν έχουν γίνει ακόμη πίστεις.
Έτσι έχουμε, από τη μία, τον διαλεκτικό, που είναι ο γνώστης των συλλογισμών γενικά και ειδικότερα των διαλεκτικών συλλογισμών· και, από την άλλη, αυτόν που κατέχει την τέχνη ῥητορικήν —τον ρήτορα, θα λέγαμε— ο οποίος, ως ειδικός στα ἐνθυμήματα, οφείλει επίσης να γνωρίζει τους συλλογισμούς και να γνωρίζει ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στα ἐνθυμήματα και στους διαλεκτικούς συλλογισμούς.
Υπάρχει λοιπόν αυτή η τέλεια αντιστοιχία, αυτός ο τέλειος παραλληλισμός ανάμεσα στη ρητορική και στη διαλεκτική.
Αλλά, όπως ήδη υπαινίχθηκα, ο παραλληλισμός αυτός επεκτείνεται ακόμη και στη γνήσια επιστήμη, στην επιστήμη καθ’ αὑτήν. Πράγματι, αν συνεχίσουμε την ανάγνωση του χωρίου που ήδη αρχίσαμε, στη γραμμή 14, διαβάζουμε ακόμη:
«Ἔτι ἡ αὐτὴ δύναμις θεωρεῖν...»
Και ακόμη, οι άνθρωποι, ή μάλλον γενικά οι άνθρωποι, είναι εκ φύσεως διατεταγμένοι επαρκώς πρὸς τὸ ἀληθές (φύσει πεφυκότες πρὸς τὴν ἀλήθειαν), δηλαδή ο άνθρωπος είναι από τη φύση του στραμμένος προς το αληθές.
Οι άνθρωποι, γενικά, είναι εκ φύσεως προσανατολισμένοι προς το αληθές, κλίνουν προς το αληθές, είναι στραμμένοι προς αυτό.
Και στις περισσότερες περιπτώσεις το συλλαμβάνουν, το απαντούν, το αναγνωρίζουν, το κατανοούν· συλλαμβάνουν την αλήθεια.
Εδώ λοιπόν ο Αριστοτέλης διατυπώνει μια αρχή: λέει ότι, γενικά, οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως διατεταγμένοι προς το αληθές· και το αποδεικνύει λέγοντας ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, το κατορθώνουν· το συλλαμβάνουν.
Αλλά, αφού είναι ίδιον της ίδιας δυνάμεως να ασχολείται με το αληθές, να θεωρεῖ το αληθές, να βλέπει το αληθές και να βλέπει επίσης τὸ ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ, δηλαδή αυτό που είναι όμοιο με το αληθές, οι άνθρωποι, καθόσον είναι φυσικά στραμμένοι προς το αληθές, είναι επίσης στραμμένοι προς εκείνο που είναι όμοιο με το αληθές.
Διό, επομένως, το να βρίσκεται κανείς σε κατάσταση στοχαστικήν, σε στάση τείνουσα, το να έχει τον νου στραμμένο, το να στοχεύει, να αποβλέπει, να τείνει πρὸς τὰ ἔνδοξα —θυμόμαστε τι είναι τα ἔνδοξα— είναι ίδιον εκείνου που βρίσκεται στην ίδια στάση, ὁμοίως ἔχοντος, και πρὸς τὴν ἀλήθειαν.
Εδώ λοιπόν υπάρχει ένας τέλειος παραλληλισμός: αφενός, υπάρχει η ἀλήθεια·
αφετέρου, υπάρχει εκείνο που προηγουμένως ονόμασε τὸ ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ — αυτό που είναι όμοιο με το αληθές — και τώρα μιλά για ἀλήθειαν και ἔνδοξα. Έχουμε την εντύπωση ότι αυτό που είναι όμοιο με το αληθές είναι το ἔνδοξον.
Στην αρχή του χωρίου είχε πει ότι ανήκει στην ίδια δύναμη να θεωρεῖ το αληθές (τὸ ἀληθές) και τὸ ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ· εδώ τώρα λέει ότι η στοχαστική στάση απέναντι στα ἔνδοξα είναι χαρακτηριστική του ίδιου ανθρώπου που έχει την ίδια στάση απέναντι στην ἀλήθειαν.
Άρα, τα ἔνδοξα είναι εκείνα που είναι ὅμοια τῷ ἀληθεῖ.
Και εδώ πρέπει να προσέξουμε: αν μεταφράσουμε ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ με το ιταλικό verosimile («πιθανό» ή «αληθοφανές»), πρέπει να αποφύγουμε να πιστέψουμε ότι για τον Αριστοτέλη το verosimile σημαίνει το ψευδές. Όταν ο Αριστοτέλης θέλει να διακρίνει το αληθές από το ψευδές, λέει τὸ ἀληθές και τὸ φαινόμενον ἀληθές, όχι τὸ ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ.
Το φαινόμενον ἀληθές είναι αυτό που φαίνεται αληθές, αλλά δεν είναι.
Αντιθέτως, τὸ ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ δεν σημαίνει κάτι που δεν είναι αληθές· είναι κάτι που βρίσκεται πλησίον του αληθούς, ένα αληθές που αναγνωρίζεται ως τέτοιο, που έχει την όψη του αληθούς, με την καλή έννοια — όχι με την αρνητική έννοια μιας απατηλής εμφάνισης χωρίς πραγματικότητα. Εδώ, λοιπόν, πρόκειται για κάτι που είναι πλησίον του αληθούς, για ένα αληθές που όχι μόνο είναι τέτοιο καθ’ εαυτό, αλλά και αναγνωρίζεται ως τέτοιο.
Αυτή λοιπόν η ίδια φυσική τάση που καθιστά τους ανθρώπους εκ φύσεως στραμμένους προς το αληθές, τους καθιστά έτσι και απέναντι στα ἔνδοξα ή στο ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ.
Επομένως, εδώ ο Αριστοτέλης —όπως φαίνεται— υπογραμμίζει όχι απλώς μια ομοιότητα, όχι μόνο, όπως προηγουμένως, μια ομοιότητα μεταξύ ρητορικής και διαλεκτικής, αλλά μια ομοιότητα ακόμη και μεταξύ ρητορικής και γνώσεως του αληθούς.
Και μάλιστα, καθώς μνημονεύει τα ἔνδοξα —που είναι το αντικείμενο της διαλεκτικής— τα τοποθετεί τώρα στην πλευρά της ρητορικής, τα ενοποιεί με εκείνα που είναι ὅμοια τῷ ἀληθεῖ, ως αντικείμενα της ρητορικής, για να τα συγκρίνει με το αληθές.
Δηλαδή, εδώ, ρητορική και διαλεκτική, κατά κάποιον τρόπο, λαμβανόμενες μαζί, παρομοιάζονται με τη γνώση του αληθούς.
Γι’ αυτό, νομίζω, είναι θεμιτό να συμπεράνουμε ότι η ρητορική είναι όμοια με τη διαλεκτική, και εξαιτίας αυτής της ομοιότητας είναι, μαζί με τη διαλεκτική, όμοια προς τη γνώση του αληθούς. Και τι είναι η γνώση του αληθούς; Είναι η ἐπιστήμη.
Βλέπουμε λοιπόν ότι, ακόμη κι αν βρισκόμαστε στο κατώτατο επίπεδο, στον χαμηλότερο βαθμό αυστηρότητας, βρισκόμαστε πάντως μέσα σε έναν χώρο που συνδέεται όχι μόνο με τα ενδιάμεσα επίπεδα, αλλά ακόμη και με τα ανώτερα.
Μια περαιτέρω επιβεβαίωση αυτής της αντίληψης βρίσκεται στη συνέχεια του πρώτου κεφαλαίου, όπου ο Αριστοτέλης απαριθμεί ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «χρησιμότητες» της ρητορικής ή «χρήσεις» της ρητορικής.
Δεν ξέρω —λέει ο Berti—, επειδή δεν είχα ακόμη τον χρόνο να συμβουλευθώ όλη τη σχετική κριτική βιβλιογραφία, που είναι φυσικά τεράστια, αν κάποιος έχει ήδη επισημάνει τον στενό παραλληλισμό που υπάρχει ανάμεσα σε αυτό το χωρίο της Ρητορικής, που πρόκειται τώρα να εκθέσουμε και που βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου, και σε εκείνο το κεφάλαιο των Τοπικών που διαβάσαμε την πρώτη μέρα· ήταν το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου Άλφα των Τοπικών, όπου ο Αριστοτέλης εξηγούσε τις χρησιμότητες της διαλεκτικής.
Συνεχίζεται
ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΛΟΓΙΚΗ Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΡΡΕΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΘΟΤΙ ΚΟΙΝΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΓΟΡΑ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΆΣΕΩΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΙ ΜΕ ΟΣΟΥΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΕΤΕΡΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΤΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΥΠΑΚΟΥΟ ΣΙΩΠΗΛΟ ΠΡΟΒΑΤΟ. ΠΕΙΘΟΝΤΑΣ ΜΑΣ ΟΤΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΘΕΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ. ΤΟ ΘΕΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΙΟ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ. ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου