Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα - Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου (12)

Συνέχεια από Δευτέρα 27. Οκτωβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα 12

Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου


Του Roberto Morani

3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου

3.2.5. Η ερμηνεία του Καρτέσιου στο Sein und Zeit ανάμεσα σε αποδόμηση και επανιδιοποίηση (συνέχεια) δ

Β) Η καρτεσιανή παράλειψη της κοσμικότητας του κόσμου

Για να παρακάμψει το θεμελιώδες πρόβλημα της ενότητας των τριών ουσιών, για να αποφύγει να δώσει λόγο για τον προσδιορισμό της ουσιακότητας, για να ξεφύγει από τις δυσκολίες που αφορούν το νόημα του Είναι, ο Καρτέσιος, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, επιχειρεί μια επιδέξια διέξοδο με τη διακήρυξη ότι η ουσιακότητα είναι εκ principii απρόσιτη καθαυτή:
«Verumtamen non potest substantia primum animadverti ex hoc solo, quod sit res existens, quia hoc solum per se nos non afficit» (AT VIII, 25).

Η καρτεσιανή αυτή κίνηση, η οποία επανέρχεται στη καντιανή θέση το Είναι δεν είναι πραγματικό κατηγόρημα, συνεπάγεται στην πραγματικότητα μια παραίτηση από τη δυνατότητα μιας καθαρής προβληματικής του Είναι και προβάλλει ως μια υπεκφυγή για να επιτευχθούν οι προαναφερθέντες προσδιορισμοί των ουσιών» (SZ, 94/124).

Εν συντομία, παρόλο που η ουσιακότητα αποτελεί το οντολογικό θεμέλιο της σύλληψης του κόσμου ως res extensa, η έννοια της substantia όχι μόνο δεν καθορίζεται στο Είναι της, αλλά μάλιστα δηλώνεται ρητώς ως ακαθόριστη. Ο Καρτέσιος αντλεί τον προσδιορισμό της μέσω της πλαγίας και δευτερεύουσας οδού του γνωρίσματος (attributum), δηλαδή χάρη στη χρήση μιας οντικής καθοριστικότητας (ontische Bestimmung), η οποία παραβιάζει τη μέγιστη αρχή της απρόσιτης φύσης του Είναι εκκινώντας από το ον.

Αφού διαπιστώσει αυτή τη συνολική στρατηγική υπεκφυγής, ο Χάιντεγκερ εντοπίζει την αιτία του διπλού νοήματος του όρου substantia στο γεγονός ότι ο Καρτέσιος τον χρησιμοποιεί με αμφίσημο τρόπο — «πότε με οντολογική έννοια, πότε με οντική, αλλά κατά κανόνα με μια συγκεχυμένη οντικο-οντολογική σημασία». Πίσω από αυτήν τη συγκεχυμένη ποικιλία νοημάτων κρύβεται «η αδυναμία να αντιμετωπιστεί το θεμελιώδες πρόβλημα του Είναι» (SZ, 94/125).

Και στο περιθώριο του Hüttenexemplar ο Χάιντεγκερ σημειώνει δίπλα σε αυτά τα λόγια: ontologische Differenz (SZ, 442), απ’ όπου προκύπτει ότι η καρτεσιανή αδυναμία να θεματοποιήσει το Είναι είναι απόλυτη· αφορά το Είναι του εγώ, του κόσμου και, τέλος, της ίδιας της οντολογικής διαφοράς.

Στην παράγραφο §21, ο Χάιντεγκερ καταγγέλλει ότι η καρτεσιανή θεμελίωση οδηγεί αναπόφευκτα στο να παραλειφθεί εξίσου τόσο το φαινόμενο του κόσμου όσο και το Είναι του όντος που παρουσιάζεται κατ’ αρχήν ως χρηστικό μέσα στον κόσμο (SZ, 95/126). Το αποφασιστικό σημάδι της απώλειας της υπαρξιακής ρίζας του κόσμου και της απόκρυψης της δομής της Zuhandenheit (χρησιμότητας) αντιπροσωπεύεται από την οδό πρόσβασης στον κόσμο που χαρακτηρίζεται από την extensio: ο Καρτέσιος δίνει προτεραιότητα στη δύναμη της intellectio, δηλαδή στη φυσικο-μαθηματική γνώση, επειδή βλέπει σε αυτήν τον μοναδικό τρόπο γνώσης που είναι πάντοτε βέβαιος για τη σίγουρη κατοχή του Είναι του εξεταζόμενου όντος.

Αυτό που, στον τρόπο τού να Είναι, καθίσταται σύμφωνο με το ον το οποίο είναι προσπελάσιμο στη μαθηματική γνώση, είναι «σε γνήσια έννοια» το ον (ibidem). Η συγκρότηση του αντικειμένου σύμφωνα με τα μέτρα της μαθηματικής γνώσης είναι το ον καθορισμένο (das charakterisierte Seiende)
Από το «Είναι πάντοτε αυτό που Είναι» απορρέει ότι θα θεωρηθεί ως αυθεντικό Είναι του όντος που βιώνεται μέσα στον κόσμο εκείνο του οποίου μπορεί να αποδειχθεί η σταθερή παραμονή, εκείνο το remanens capax mutationum. Και αυθεντικά είναι αυτό που μένει αιώνια. Ως τέτοιο, αυτό είναι το αντικείμενο της μαθηματικής γνώσης. Εκείνο που είναι ένα ον καθίσταται προσπελάσιμο μέσω των μαθηματικών — τα μαθηματικά συγκροτούν το Είναι του. Έτσι, ξεκινώντας από μια καθορισμένη ιδέα του Είναι, που είναι ήδη εμπεριεχόμενη στην έννοια της ουσιακότητας, και από μια ιδέα της γνώσης που γνωρίζει αυτό το Είναι, ο «κόσμος» λαμβάνει το Είναι του διά επιβολής: ο Καρτέσιος δεν αφήνει τον τρόπο του Είναι του ενδοκοσμικού όντος να φανερωθεί από το ίδιο το ον, αλλά, στηριζόμενος σε μια ιδέα του Είναι (είναι ως μόνιμη απλή παρουσία), αδοκίμαστη και σκοτεινή ως προς την καταγωγή της, υπαγορεύει στον κόσμο το «αυθεντικό» του Είναι.

Αυτό που καθορίζει την οντολογία του κόσμου δεν είναι πρωτίστως η προσφυγή σε μια τυχαία προνομιούχα επιστήμη, τη μαθηματική, αλλά η θεμελιώδης οντολογική παραδοχή του Είναι ως απλής παρουσίας, παραδοχή που ικανοποιείται πληρέστερα από τη μαθηματική γνώση. Ο Καρτέσιος πραγματοποιεί έτσι ρητά τη φιλοσοφική μεταφύτευση της κληρονομιάς της παραδοσιακής οντολογίας μέσα στη νεότερη μαθηματική φυσική και στα υπερβατολογικά της θεμέλια (SZ, 95–96 / 126–127).

Δεν είναι τα ίδια τα μαθηματικά που εγγυώνται την επικράτηση της αντίληψης του Είναι ως Vorhandenheit (απλής παρουσίας): είναι μάλλον η εκ των προτέρων επιβολή και υπαγόρευση στο ον του τρόπου του Είναι ως απλής παρουσίας που προκαλεί την προοδευτική και μη αναστρέψιμη νίκη της μαθηματικής γνώσης. Προκύπτει έτσι μια σημαντική αναστροφή σε σχέση με την κυρίαρχη τοποθέτηση στις παραδόσεις του 1923–24: η θεωρητική και μαθηματοποιούσα στάση δεν υποδεικνύεται πλέον ως το θεμέλιο της οντολογικής προκατάληψης της μόνιμης και σταθερής υπόστασης, αλλά εμφανίζεται αντιθέτως ως συνέπειά της.

Η ιστορική σπουδαιότητα του Καρτεσίου έγκειται τότε στο ότι μεταφύτεψε και εμβολίασε τη νεότερη μαθηματική φυσική στον κορμό τής παραδοσιακής οντολογίας, αποδεικνύοντας την πλήρη συμβατότητά τους: είναι στη σκέψη του, πράγματι, όπου καθιδρύεται, με ριζικότητα άγνωστη έως τότε, η μείωση του ενδοκοσμικού όντος στη Vorhandenheit, με συνέπεια να χαθεί η αρχική του χρησιμότητα, δηλαδή ο εργαλειακός χαρακτήρας του ως «εργαλείου» για τα σχέδια του Dasein.

Αποκομμένα από τη συντακτική σχέση με τους σκοπούς, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητούς, του ανθρώπου, τα πράγματα καθίστανται αντικείμενα της επιστημολογικο-θεωρητικής Einstellung (στάσης): καθαρές αντικειμενικές παρουσίες, πραγματικά κατάλοιπα που πρέπει να διαπιστωθούν αμερόληπτα, να επαληθευτούν επιστημονικά, να γνωστοποιηθούν ανιδιοτελώς (Το αντικείμενο της θεωρίας προκύπτει από την εξάλειψη κάθε συγκεκριμένου δεσμού με την πράξη του εδώ-είναι (Dasein):

«Για να είναι δυνατή η γνώση, καθόσον αποτελεί θεωρητική προσδιοριστικότητα απλών παρουσιών, απαιτείται πρωτίστως μια έλλειψη στη σχέση του “έχειν-να-κάνει” με τον κόσμο υπό τη μορφή της φροντίδας. Στην αναστολή κάθε χειρισμού, κάθε χρήσης κτλ., η φροντίδα πραγματοποιείται στον έσχατο δυνατό τρόπο του “είναι-μέσα-σε”. Το σταμάτημα κοντά σε...
Επάνω στο θεμέλιο αυτού του τρόπου του Είναι σε σχέση με τον κόσμο —που κάνει το ενδοκοσμικό ον να συναντάται πλέον μόνο μέσα στην καθαρή του όψη (είδος)— και ως τροποποίηση αυτού του τρόπου του Είναι, καθίσταται δυνατή η ρητή παρατήρηση εκείνου που έτσι συναντάται. Αυτή η παρατήρηση είναι πάντοτε προσανατολισμένη προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση· είναι ένα σκοπεύειν προς την απλή παρουσία» (SZ, 62 / 86).).

Η σημασία που αποδίδεται στα μαθηματικά απορρέει, επομένως, από τη δική τους ιδιαίτερη συμφωνία με τη Vorhandenheit: η βεβαιότητα των πράξεών τους και των κερδών τους προέρχεται από το ότι στρέφονται προς ένα αντικείμενο που εμφανίζεται purum et simplex (AT X, 365), σε άμεση αναλογία προς τον περιορισμό του στην απλή παρουσία και την απογύμνωσή του από κάθε γνώρισμα τελεολογικά συνδεδεμένο με την πράξη του Dasein.

Ακολουθεί, λοιπόν, ο αποκλεισμός κάθε διαισθητικής οδού πρόσβασης στο ον, η εξουδετέρωση της sensatio και η παράδοση μιας σχεδόν απεριόριστης γνωσιολογικής δύναμης στη μαθηματική γνώση, η οποία αναδεικνύεται ως η μόνη μορφή της επιστήμης ικανή να προσλάβει το ουσιώδες στοιχείο μέσα στην αλλαγή των δευτερευουσών και τυχαίων ιδιοτήτων.

Η ανάλυση της διδασκαλίας περί res extensa καταλήγει με έναν εντελώς απρόσμενο τρόπο, διότι, αφού την έχει αυστηρά επικρίνει, ο Χάιντεγκερ προβάλλει μια δειλή υπεράσπισή της και προτείνει μια πιθανή διάσωσή της:

Αν, ωστόσο, θυμηθούμε ότι η χωρικότητα συμβάλλει προφανώς στη συγκρότηση του ενδοκοσμικού όντος, καθίσταται τελικά δυνατή μια «διάσωση» (salvataggio) της καρτεσιανής ανάλυσης του «κόσμου». Κατανοώντας αυστηρά την extensio ως praesuppositum για τον καθορισμό της res corporea, ο Καρτέσιος προετοίμασε την κατανόηση ενός a priori του οποίου το περιεχόμενο θα οριστεί με μεγαλύτερη αυστηρότητα από τον Καντ. Μέσα σε ορισμένα όρια, η ανάλυση της extensio παραμένει ανεξάρτητη από την έλλειψη μιας ρητής ερμηνείας του Είναι του εκτεταμένου όντος. Η παραδοχή της extensio ως θεμελιώδους καθορισμού του «κόσμου» έχει ένα δικό της φαινομενολογικό δικαίωμα, ακόμη κι αν η προσφυγή σε αυτήν δεν καθιστά δυνατή την οντολογική κατανόηση της χωρικότητας του κόσμου και της χωρικότητας, που αποκαλύφθηκε πρώτη, του όντος το οποίο συναντάται πρωτίστως μέσα στον περιβάλλοντα κόσμο, και πολύ λιγότερο τη χωρικότητα του ίδιου του Dasein (SZ, 101 / 132).

Αυτό επιβεβαιώνει ότι η χαϊντεγκεριανή καταστροφή της ιστορίας της οντολογίας δεν είναι καθαρά αρνητική· δεν αποσκοπεί μόνο στη ριζική ανασκευή των προηγούμενων δογμάτων, στη οριστική απογύμνωση των σφαλμάτων τους, αλλά επιδιώκει επίσης, υπό το φως του ερωτήματος περί του Είναι (Seinsfrage), να αναλάβει εκ νέου, να επανερμηνεύσει και να αφομοιώσει τα πιο πρωταρχικά τους επιτεύγματα και τα πιο προχωρημένα αποτελέσματα.

Τώρα, εφόσον η καρτεσιανή σύλληψη του κόσμου, προς την οποία ο Χάιντεγκερ χάραξε καθαρά μια γραμμή διαχωρισμού, εμφανίζεται —παρά τα όριά της— ακόμη άξια επανεξέτασης, εμβάθυνσης, έως και «διάσωσης», a fortiori (πολύ περισσότερο) το ego sum, λόγω του ανεξάντλητου πλούτου του, καθίσταται αντικείμενο μιας κίνησης επανάκτησης και επαναξιολόγησης.

γ) Ὁ Χάιντεγκερ καὶ ἡ ἀντικαρτεσιανὴ ἐπανάληψη τοῦ ego sum

Έχουμε ήδη δει ότι, κατά τη δεκαετία του 1920, ο Χάιντεγκερ εγκαθιδρύει μια διπλή κίνηση διαχωρισμού και επανιδιοποίησης της καρτεσιανής υποκειμενικότητας· πιο συγκεκριμένα, αποστασιοποίησης από τη res cogitans και ανάληψης του ego sum ως προανάκρουσμα του Dasein.

Ακόμη και στο Είναι και Χρόνος (Sein und Zeit), η ερμηνευτική του cogito δεν χαρακτηρίζεται από μονοσήμαντη καταδίκη ή από απόρριψη χωρίς αντιστάθμισμα. Ο Χάιντεγκερ προτείνει μια αναγνωστική αντιστροφή και μετάφραση του cogito σε οντολογικά ορθούς όρους, μέσα στο πλαίσιο της υπαρξιακής αναλυτικής του Dasein:

«Αν το cogito sum έπρεπε να χρησιμεύσει ως αφετηρία της υπαρξιακής αναλυτικής του εδώ-είναι, τότε όχι μόνο θα έπρεπε να αντιστραφεί, αλλά και να υποβληθεί σε μια οντολογικο-φαινομενική επαλήθευση του περιεχομένου του. Το πρώτο μέρος του θα γινόταν τότε sum cogito, και συγκεκριμένα με την έννοια: “εγώ-είμαι-μέσα-σ’ έναν-κόσμο”. Ως τέτοιο, το “εγώ είμαι” σημαίνει: είμαι μέσα στη δυνατότητα να υπάρχω μέσω διαφόρων συμπεριφορών (cogitationes), οι οποίες είναι τρόποι του “είναι-παρόντος” προς το ενδοκοσμικό ον.
Ο Καρτέσιος, αντιθέτως, λέγει: οι cogitationes είναι απλές παρουσίες, με τις οποίες είναι απλώς-παρόν ένα ego ως res cogitans άνευ κόσμου.» (SZ, 211 / 261)

Αιφνιδιάζει και συγκλονίζει το απρόσμενο ξεκίνημα του χαϊντεγκεριανού αποσπάσματος: «Sollte das cogito sum als Ausgang der existenzialen Analytik des Daseins dienen...» — «Αν το cogito sum επρόκειτο να χρησιμεύσει ως αφετηρία της υπαρξιακής αναλυτικής του Dasein...» Γιατί άραγε το cogito θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει μάλιστα το σημείο εκκίνησης της υπαρξιακής αναλυτικής; Αν ο Χάιντεγκερ το είχε θεωρήσει ένα παλιό εννοιολογικό εργαλείο ανεπανόρθωτα ξεπερασμένο, γιατί θα εξακολουθούσε να μεταφράζει —μέσα στη συντακτική του μορφή πλέον απαρχαιωμένη— το σχέδιο ανανέωσης της παραδοσιακής οντολογίας και της υποκειμενικότητας, ρισκάροντας έτσι να δημιουργήσει στον αναγνώστη την επικίνδυνη εντύπωση μιας συνέχειας;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναφορά στο cogito sum μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τον ύστατο στόχο του Sein und Zeit, το ίδιο το γεγονός ότι ο Χάιντεγκερ το επαναφέρει δεν μπορεί απλώς να καταχωρηθεί ως μια μνεία σε ένα ιδιαίτερα γνωστό ιστορικό παράδειγμα, με σκοπό τη διευκρίνιση της δικής του φιλοσοφικής θέσης· πρέπει μάλλον να γίνει κατανοητό πρωτίστως ως μια προσεκτική και επιφυλακτική παραδοχή, προσεκτικά συγκεκαλυμμένη πίσω από τον υποθετικό τρόπο, του στενού δεσμού ανάμεσα στο ego και το Dasein, της ενσωμάτωσης μέσα στη δική του σκέψη της καρτεσιανής κληρονομιάς (Σχετικά με αυτό το ζήτημα, ο Jean-Luc Marion έγραψε:

«Είναι εκπληκτικό ότι, στο πλαίσιο της προπαρασκευαστικής αναλυτικής του Dasein και μετά την ουσιώδη “καταστροφή” του Ντεκάρτ, ο Χάιντεγκερ εξακολουθεί να σκιαγραφεί τη δυνατότητα μιας εκ νέου μεταγραφής της αναλυτικής του Dasein στους, έστω και μετατοπισμένους και επανερμηνευμένους, όρους του καρτεσιανού ego.
Αναμφίβολα, ήταν αναγκαίο η ιστορική αυτή μορφή να ασκεί μια τόσο ισχυρή γοητεία, ώστε, επιβιώνοντας των ιστορικών της μεταμορφώσεων και της φαινομενολογικής της κριτικής, να εξακολουθεί να γίνεται ακόμη αναφορά σ’ αυτήν.
Η επιβεβαίωση που εδώ αποδίδεται στο cogito sum μπορεί να δικαιολογηθεί φαινομενολογικά μόνον υπό την έννοια ότι, με τρόπο ακόμη προς καθορισμό, η πρωτογενής διατύπωση που μας κληροδότησε ο Ντεκάρτ μπορεί να καταστεί φανερή υπό την όψη ενός άλλου φαινομένου από εκείνο στο οποίο ο Ντεκάρτ —και, κατά συνέπεια, και ο Καντ και ο Χούσσερλ— περιορίστηκαν.»

(J.-L. Marion, L’ego et le Dasein, ό.π., σ. 156). Βλ. επίσης J. Taminiaux, D’une double lecture de Descartes, ό.π., ιδίως σ. 228. Αντιθέτως, η εκτίμηση του Robert Bernasconi φαίνεται λιγότερο πειστική: «Μόνο κατά τη διάρκεια της διάλεξης του 1925 ο Χάιντεγκερ φαίνεται να προσπαθεί να διακρίνει, μέσα στο κείμενο του Ντεκάρτ —και ίσως ακόμη και παρά τον ίδιο τον Ντεκάρτ— μια διακήρυξη του Είναι του κόσμου· ενώ στο Είναι και Χρόνος η έμφαση αποδίδεται μάλλον στην καρτεσιανή παράλειψη του ερωτήματος περί του Είναι.»
(R. Bernasconi, Descartes in the History of Being: Another Bad Novel?, στο περιοδικό Research in Phenomenology, XVII, 1987, σσ. 75–95, ιδίως σ. 88· κατόπιν και στο Id., Heidegger in Question. The Art of Existing, Humanities Press, New Jersey 1993, σσ. 150–169, ιδίως σσ. 162–163). Αν ληφθεί υπόψη η θεματική συνέχεια και η ουσιαστική ταυτότητα απόψεων ανάμεσα στο Είναι και Χρόνος και τη διάλεξη του 1925, εξίσου αμφισβητήσιμη φαίνεται η αξιολόγηση του Riccardo De Biase: «Η πρωτοτυπία της ερμηνείας του Ντεκάρτ στο Sein und Zeit —αυτό που τη διαφοροποιεί και την τοποθετεί σε ένα διαφορετικό επίπεδο σε σχέση με τις ερμηνείες των μαθημάτων του Μάρμπουργκ— συνίσταται κυρίως στην προσπάθεια να επιστραφεί στο Dasein εκείνος ο κόσμος που ο Ντεκάρτ του είχε αφαιρέσει, αποκρύπτοντάς τον.» (R. De Biase, L’interpretazione heideggeriana di Descartes..., ό.π., σ. 165).).

Το καρτεσιανό υποκείμενο δεν ενσαρκώνει απλώς τον ρόλο του αντιπάλου του Dasein, του αρχέτυπου μιας αυταρχικής και υπερτροφικής υποκειμενικότητας που αυτοεπιβάλλεται επιδεικνύοντας την υπερήφανη και άγονη ανεξαρτησία της απέναντι στον κόσμο· δεν αντιπροσωπεύει απλώς το εμπόδιο που η φαινομενολογία πρέπει να υπερβεί για να σωθεί από το χουσερλιανό ναυάγιο.
Υποβαλλόμενο σε αυστηρή οντολογικο-φαινομενική επαλήθευση του περιεχομένου του, το cogito συνιστά το Ausgang (αφετηρία) της υπαρξιακής αναλυτικής, επειδή η ανάγνωσή του ως sum cogito προαναγγέλλει την κίνηση ριζώματος των cogitationes μέσα στην υπερβατικότητα του υποκειμένου και αποκεντρώνει το ego μέσα στην πρωταρχική του ανοιχτότητα προς τον κόσμο.

Ενώνοντας το cogito και το sum, το καρτεσιανό επιχείρημα περικλείει μέσα του τη δομή του In-der-Welt-sein (του «Είναι-μέσα-στον-κόσμο»), και έτσι αποδεικνύεται απολύτως άξιο να επαναστοχαστεί από την Daseinsanalytik και να επανενταχθεί σε έναν ορίζοντα αλήθειας, χάρη σε μια επανερμηνεία ικανή να αποκαλύψει την οντολογικά επαναστατική του εμβέλεια.

Περισσότερο από το cogito καθαυτό, ο Χάιντεγκερ αντιμάχεται την ερμηνεία που του έδωσε ο ίδιος ο Καρτέσιος· εκείνος, ενδιαφερόμενος αποκλειστικά να εξασφαλίσει μέσω του εγώ μια υπέρτατη προφανότητα και μια έσχατη βεβαιότητα, έμεινε εντελώς αδιάφορος απέναντι στο ερώτημα του Είναι του, στην ουσιώδη και απρόσβλητη Erschlossenheit (απο-κάλυψη, ανοιχτότητα) του προς τον κόσμο:
Από ιστορική σκοπιά μπορούμε να δώσουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις σχετικά με τις προθέσεις της υπαρξιακής αναλυτικής:
Ο Καρτέσιος, στον οποίο αποδίδεται, με την ανακάλυψη του cogito sum, η απαρχή της νεότερης φιλοσοφικής προβληματικής, ερεύνησε, μέσα σε ορισμένα όρια, το cogitare του ego. Αντιθέτως, άφησε εντελώς αδιερεύνητο το sum, παρότι το παρουσιάζει ως όχι λιγότερο πρωταρχικό από το cogito. Η αναλυτική θέτει το οντολογικό πρόβλημα του είναι του sum. Μόνον όταν αυτό καθοριστεί, και τότε μόνον, θα καταστεί κατανοητός και ο τρόπος του Είναι των cogitationes (SZ, 45–46 / 69) (Στο παρόν απόσπασμα ο François Raffoul εντοπίζει την επιβεβαίωση της ιδιαίτερης σχέσης που διατηρεί η υπαρξιακή αναλυτική με τον νεότερο προσδιορισμό της υποκειμενικότητας, «σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Χάιντεγκερ να ορίζει το ίδιο το σχέδιο του Sein und Zeit ως μια οντολογική οικείωση της καρτεσιανής στιγμής»
(F. Raffoul, À chaque fois mien. Heidegger et la question du sujet, Galilée, Παρίσι 2004, σ. 75, σημ. 4). Μια αποτελεσματική περιγραφή της χαϊντεγκεριανής επανερμηνείας του cogito προτείνει ο von Herrmann: «Η υπαρξιακή αναλυτική του Dasein δεν προχωρεί από το cogito προς το sum και προς τη διασφάλιση της existentia του ego, αλλά, αντιθέτως, πρέπει πρώτα να ρωτήσει ποιο είναι το νόημα του Είναι του sum.
Η απάντηση θα έπρεπε να έχει ως εξής: το νόημα του Είναι του sum δεν βρίσκεται στην αδιαμφισβητητότητα της existentia του εγώ, αλλά στη θεμελιώδη σύσταση του Dasein ως Είναι-εν-τω-κόσμω. Το “εγώ-είμαι-μέσα-σ’ έναν-κόσμο” δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι εγώ εμφανίζομαι, μαζί με τα άλλα πράγματα, ως ένα ακόμη πράγμα μέσα στο σύνολο των πραγμάτων· σημαίνει ότι υπάρχω ως ανοιχτότητα του ίδιου μου του Είναι και της συναφούς ολότητας του Είναι (του κόσμου), κατά τέτοιον τρόπο ώστε η πρωταρχική μου δυνατότητα τού Είναι καθίσταται δυνατή ως “στοχαστική” (cogitativa) στάση απέναντι στα ενδοκοσμικά όντα που συναντώνται.»

(F.-W. von Herrmann, Sein und Cogitationes. Zu Heideggers Descartes-Kritik, στο AA.VV., Durchblicke, επιμ. V. Klostermann, Klostermann, Φρανκφούρτη 1970, σσ. 235–254, ιδίως 243–244).)

Δεν υπάρχουν σχόλια: