Συνέχεια από: Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020
Ο απών Θεός
The Absent God
Susan Anima Taubes, Journal of Religion, 1955
VI
Η Simone Weil αφομοίωσε τόσο την ψυχολογική όσο και την κοινωνιολογική κριτική τής θρησκείας. Η ανάλυση τών ψυχολογικών κινήτρων και τού κοινωνικού ορίζοντα τού πρώιμου Χριστιανισμού δεν υστερεί αυτών τού Μαρξ ή τού Νίτσε, και είναι το ίδιο καταστροφική. Την ίδια στιγμή απαντά τόσο στον προσβλητικό χαρακτηρισμό τού Νίτσε, όσο και στον οργισμένο τού Μαρξ, πως ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία των σκλάβων, αποδεχόμενη την ταυτότητα δουλείας και θρησκείας, χωρίς κάποια απολογία ή δισταγμό. Είχε πλήρη επίγνωση τού ρόλου τής αντιστάθμισης στην παραδοσιακή θρησκεία. Για τον λόγο αυτό προσπάθησε να αναπτύξει μια θεολογία που δε θα μπορούσε να μειωθεί με κανένα τρόπο σε μηχανισμούς αντιστάθμισης και καταφυγίου, εφόσον το θεμέλιο της ήταν η πλήρης άρνηση τής επιθυμίας και η εξάλειψη τής ελπίδας από την μια, και από την άλλη, η πλήρης παράδοση στην ωμή πραγματικότητα. Οραματίστηκε ένα Θεό τού οποίου η πραγματικότητα ήταν πέραν τής αμφιβολίας, καθώς αποκάλυπτε τον εαυτό του μόνο στο σημείο όπου σταματούσε ο μηχανισμός τής αντιστάθμισης και η προσοχή επικεντρωνόταν στον πόνο.
Αυτό που η Simone Weil δεν κατόρθωσε να συνειδητοποιήσει, ήταν πως οι κοινωνικές συνέπειες τής αρνητικής της θεολογίας δεν διέφεραν ουσιαστικά από αυτές τής θετικής θεολογίας. Η κοινωνιολογική κριτική τής θρησκευτικής μυστικοποίησης εφαρμοζόταν τόσο στον ανίκανο όσο και στον ισχυρό Θεό. Φαίνεται λοιπόν πως εν τέλει δεν απάντησε στην πρόκληση τού διαφωτισμένου ανθρωπισμού προς τον Χριστιανισμό. Γιατί η προσπάθειά της να καθαρίσει τα χριστιανικά θεολογικά σύμβολα από το στοιχείο τής δυνάμεως παραμένει παγιδευμένη στην κοινωνική διαλεκτική τής κυριαρχίας. Η εναλλακτική στην κυριαρχία δεν είναι η ανικανότητα, αλλά η εξάλειψη της κυριαρχίας. Η ανικανότητα είναι μόνο η μια πλευρά της σχέσης ισχύος και προϋποθέτει την σχέση της κυριαρχίας ενός ανθρώπου επί ενός άλλου.
Η αρνητική θεοδικία τής Simone Weil, που αναφέρεται στην θεία ανικανότητα, προϋποθέτει ένα ισχυρό Θεό, ο οποίος απαρνείται την δύναμη του. Πίσω από το κενό τής θείας απουσίας ελλοχεύει η μορφή τού παντοδύναμου Θεού, ο οποίος με μια πράξη απόσυρσης θέτει σε λειτουργία τον μηχανισμό τής αναγκαιότητας, που επιτρέπει στο κακό να δράσει. Και έτσι, εν τέλει, οι ανθρώπινες συνέπειες τής υπηρεσίας ενός «νεκρού Θεού» είναι το ίδιο αμφίβολες όπως και το να βρίσκεται κανείς στα χέρια του ζωντανού Θεού. Η Simone Weil επιτίθεται στον ζωντανό Θεό, που αντιπροσωπεύεται από τον Θεό του Ισραήλ, καθώς τον θεωρεί μια μορφή κοινωνικής ειδωλολατρίας. Η θρησκεία τής ισχύος ίσως να φταίει για την ειδωλοποίηση τών προσδοκιών τής συγκεκριμένης κοινότητας. Μήπως όμως η Simone Weil δεν είναι με τον τρόπο της ένοχη, καθώς προβάλλει την ανικανότητα και την απελπισία μιας συγκεκριμένης ανθρώπινης κοινωνίας στο θείο ον;
Από την οπτική γωνία τού ανθρώπου, η θεοδικία είναι μια προσβολή τής ανθρώπινης δικαιοσύνης. Από την άποψη τού Θεού, είναι βλασφημία εναντίον τού θείου όντος. Το Βιβλίο του Ιώβ παρουσιάζει την πιο έντονη διατύπωση τού προβλήματος τής θεοδικίας και την ίδια στιγμή την πιο ισχυρή απόρριψη του. Ο Ιώβ πίστευε μέχρι το τέλος πως ο βασανισμός τού δίκαιου ανθρώπου είναι άδικος και δεν διαλογιζόταν την υπερφυσική χρήση του πόνου. Διερωτήθηκε για την δικαιοσύνη του Θεού, και ο Παντοδύναμος τού απάντησε μέσα από τον ανεμοστρόβιλο, πως ο Δημιουργός τού ουρανού και τής γης δεν μπορεί να εγκαλείται από τα δημιουργήματά Του για να τους δικαιολογηθεί. Αλλιώς πρέπει να συμφωνήσουμε με τον Λουκρήτιο, πως οι θεοί είναι τόσο απομακρυσμένοι από τις υποθέσεις των ανθρώπων, ώστε οι άνθρωποι, σε όλες τις προθέσεις και σκοπούς τους, πρέπει να ενεργούν σαν να μην υπήρχαν οι θεοί.
Τέλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου