Το ευρώ ήταν μεν στην αρχή ένα νόμισμα αλλά αργότερα, μετά τη μετατροπή της Ευρωζώνης σε γερμανική, εξελίχθηκε σε μία μορφή διακυβέρνησης – με στόχο την κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας των χωρών που το έχουν ανόητα υιοθετήσει. Αυτό που δεν κατάφερε η Γερμανία με τα τανκ πριν από 70 χρόνια, προσπαθεί να το επιτύχει σήμερα μέσω των δεσμών του ευρώ – ενώ η πανδημία έχει επιταχύνει τις εξελίξεις.
Ανάλυση
Βλέποντας να κατηγορείται ο κ. Μητσοτάκης από την αντιπολίτευση, σε σχέση με την αδυναμία του να επιβάλει η ΕΕ κυρώσεις στην Τουρκία, κυριολεκτικά εξοργίσθηκα με την υποκρισία – αφού δεν είναι δυνατόν τα κόμματα που υπέγραψαν τρία μνημόνια και το PSI, υποθηκεύοντας στο διηνεκές την Ελλάδα, να πιστεύουν πραγματικά πως είναι δυνατόν ένας ζητιάνος, όπως κατάντησαν τη χώρα μας, να έχει απαιτήσεις. Δυστυχώς όμως οι Έλληνες δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει – ή είναι τόσο φοβισμένοι, για να μη χρησιμοποιήσω άλλη λέξη, που δεν θέλουν να καταλάβουν το θέατρο που παίζεται από τα κόμματα στη Βουλή, απλά και μόνο για τη νομή της εξουσίας και των προνομίων της. Περαιτέρω τα εξής:
Ορισμένα γεγονότα ξεχνιούνται με την πάροδο του χρόνου, με τη βοήθεια της ρητορικής της χειραγώγησης που ασκείται εκ μέρους εκείνων των χωρών που εκμεταλλεύονται τις άλλες – οπότε είναι σωστό να υπενθυμίζονται, αφού όποιος ξεχνάει την ιστορία και τα λάθη του, υποχρεώνεται από τη ζωή να τα επαναλαμβάνει. Η μοναδική πάντως δυνατότητα άμυνας απέναντι στη χειραγώγηση είναι η γνώση – η οποία είναι μεν συχνά κουραστική, ειδικά όταν πρόκειται για την Οικονομία, αλλά απαραίτητη (εάν θέλει κανείς να καταλαβαίνει τι πραγματικά συμβαίνει, χωρίς να αρκείται σε αυτά που σκόπιμα του «σερβίρουν»).
Εν πρώτοις δε να κατανοήσει πως στην παγκόσμια οικονομία τα πλεονάσματα του ενός κράτους είναι ελλείμματα του άλλου – γεγονός που σημαίνει πως το πλεονασματικό κράτος ζει εις βάρος του ελλειμματικού, με τελικό αποτέλεσμα να το θέτει υπό την κατοχή του με τη βοήθεια του δανεισμού. Με απλά λόγια πως δεν αποτελούν πρόβλημα για την παγκόσμια ή/και ευρωπαϊκή ισορροπία μόνο τα ελλειμματικά κράτη αλλά, επίσης, τα πλεονασματικά – οπότε ήταν ύπουλη (εκ μέρους της Γερμανίας κυρίως) η υποχρέωση από τη συμφωνία του Μάαστριχ όσον αφορά τη μη υπέρβαση του 3% των ελλειμμάτων στους ετήσιους προϋπολογισμούς, χωρίς να υπάρχει μία αντίστοιχη για τα πλεονάσματα.
Στα πλαίσια αυτά, λίγο μετά το ξεκίνημα της κρίσης, όπου η Γερμανία συνειδητοποίησε πως τρεφόταν μέσω αυτής από τις σάρκες των εταίρων της, ενώ της δινόταν η δυνατότητα να κυριαρχήσει στην Ευρωζώνη, ανακτώντας παράλληλα την ανεξαρτησία της από τις Η.Π.Α., επέβαλλε την εξής «προτεσταντική ηθική» της:
«Οι ευρωπαϊκές χώρες που έχουν βυθιστεί στην κρίση ευθύνονται εξ ολοκλήρου για τα προβλήματα τους – είναι οι μοναδικές υπεύθυνες. Επομένως, είναι δίκαιο και σωστό να τιμωρηθούν, ενώ μόνο με αυτόν τον τρόπο θα εξυγιανθεί η Ευρωζώνη«.
Μια αγαπημένη από τη Γερμανία «παραλλαγή» του συγκεκριμένου «αποικιοκρατικού παιχνιδιού», της δριμύτατης αυτής κατηγορίας καλύτερα είναι το ότι, στα χρόνια της ανάπτυξης πριν από την κρίση οι μισθοί, οπότε το κόστος ανά μονάδα προϊόντος στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά έχασαν την ανταγωνιστικότητα τους (ανάλυση) – οπότε δεν μπορούσαν πλέον να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, για να ξεφύγουν μέσω αυτών από την κρίση.
Επομένως, η μοναδική δυνατότητα που δήθεν τους απομένει δεν είναι άλλη, από το να μειώσουν το κόστος παραγωγής, για να ανακτήσουν τη χαμένη ανταγωνιστικότητα τους –κυρίως τους μισθούς των εργαζομένων τους μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, καθώς επίσης με την ευρύτερη υιοθέτηση της πολιτικής λιτότητας.
Εν τούτοις, με βάση τα εμπειρικά στοιχεία που αφορούν το θέμα (πηγή), έχει τεκμηριωθεί πως η οικονομική αυτή παραλλαγή της ηθικής κατηγορίας δεν αποδεικνύεται από τα πραγματικά γεγονότα – κάτι που επιβεβαιώνεται από πολλές άλλες λεπτομερείς αναλύσεις (πηγή).
Ειδικότερα, είναι σωστό πως το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς επίσης οι καθαρές εξαγωγές (εξαγωγές μείον τις εισαγωγές) των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, είχαν βυθιστεί σε σημαντικά αρνητικά επίπεδα πριν από την εποχή της κρίσης (2008).
Όπως φαίνεται όμως από το γράφημα που ακολουθεί, τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους ήταν, στη διάρκεια του χρόνου, ανάλογα με τα πλεονάσματα των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου – κυρίως με αυτά της Γερμανίας, δευτερευόντως με της Ολλανδίας.
Το γεγονός αυτό δεν τεκμηριώνει σε καμία περίπτωση τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας στις διεθνείς αγορές – δεν αποδεικνύει καν πως οι εξαγωγές τους ήταν μειωμένες. Η αιτία είναι το ότι, τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών ή στα εμπορικά ισοζύγια είναι δυνατά, ακόμη και όταν οι εξαγωγές παραμένουν σταθερές – εάν οι εισαγωγές υπερβαίνουν τις εξαγωγές.
Αυτό ακριβώς συνέβη στις χώρες της περιφέρειας, στις οποίες δεν μειώθηκαν καθόλου οι εξαγωγές τους – ενώ δεν παρατηρήθηκε ούτε καν μία μεγάλη, συστηματική ή γενικότερη απώλεια του μεριδίου τους στις διεθνείς αγορές, συγκριτικά με τις πλεονασματικές χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα.
Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται από το γράφημα που ακολουθεί, στο οποίο φαίνεται πως η Γερμανία και η Γαλλία έχασαν μερίδια στην παγκόσμια αγορά από την Κίνα –ενώ η περιφέρεια τα διατήρησε σχετικά σταθερά (διάγραμμα).
Περαιτέρω, τα ελλείμματα οφείλονταν κυρίως στις αυξημένες εισαγωγές τους, συγκριτικά με τις εξαγωγές – γεγονός που αναμφίβολα σημαίνει ότι, οι χώρες τής περιφέρειας δεν ήταν οι μοναδικές υπεύθυνες για την αρνητική αυτή εξέλιξη.
Η συγκεκριμένη διαπίστωση στηρίζεται στην απλή οικονομική λογική (NX = S – I, Πλεονασματικές Εξαγωγές = Αποταμιεύσεις – Επενδύσεις), σύμφωνα με την οποία τα πλεονάσματα των εξαγωγών οφείλονται στις αυξημένες αποταμιεύσεις, απέναντι στις οποίες υπάρχουν μειωμένες επενδύσεις – ενώ τα πλεονάσματα των εισαγωγών δεν είναι δυνατά, χωρίς αντίστοιχα πλεονάσματα στην εισαγωγή κεφαλαίων.
Η απαιτούμενη τώρα εισαγωγή κεφαλαίων ήταν το αποτέλεσμα των μαζικών κεφαλαιακών εκροών από τις πλεονασματικές χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα, κυρίως από τη Γερμανία, προς τις ελλειμματικές – γεγονός που φάνηκε καθαρά στην Ελλάδα το 2010, από την έκθεση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών στο δανεισμό της, λόγω της οποίας εμποδίστηκε η χρεοκοπία της από την Ευρώπη (γράφημα στην ανάλυση).
Αναλυτικότερα, η Γερμανία στην αρχή της δεκαετίας του 2000 ήταν ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης, χαρακτηριζόμενη από μία εξαιρετικά αδύναμη εγχώρια οικονομία (ζήτηση). Ως εκ τούτου, για να μπορέσει να αναπτυχθεί, στηρίχθηκε στις καθαρές (πλεονασματικές) εξαγωγές – οι οποίες όμως προϋποθέτουν καθαρές εκροές κεφαλαίων. Με απλά λόγια, όπως η αύξηση του τζίρου μίας παραγωγικής επιχείρησης προϋποθέτει συνήθως την αύξηση των πιστώσεων προς τους πελάτες της (εκτός εάν είναι μονοπώλιο), έτσι και η αύξηση των εξαγωγών μίας χώρας – οπότε την εκροή κεφαλαίων στο εξωτερικό.
Η πλημμύρα αυτών ακριβώς των εισροών κεφαλαίου προκάλεσε τις υπερβολές στις χώρες της περιφέρειας – οι οποίες, χωρίς αυτά τα δανειακά κεφάλαια, δεν θα μπορούσαν να γίνουν σε τέτοιο βαθμό ελλειμματικές. Το συγκεκριμένο γεγονός διαπιστώνεται από τη σχετικά συμμετρική εξέλιξη των πλεονασμάτων και των ελλειμμάτων στις χώρες τις Ευρωζώνης, η οποία απεικονίζεται στο πρώτο γράφημα της παρούσας ανάλυσης.
Οι εξαγωγές πριν την κρίση
Συνεχίζοντας, εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να αυξήθηκε τόσο δραματικά το κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος στις χώρες της περιφέρειας, χωρίς να αυξηθεί ανάλογα η παραγωγικότητα τους, ενώ οι εξαγωγές τους παρέμειναν σταθερές. Η απορία αυτή αιτιολογείται από το ότι, ένα αυξημένο κόστος παραγωγής θα έπρεπε να βλάψει την ανταγωνιστικότητα τους – οπότε να προκαλέσει τη μείωση των εξαγωγών τους, κάτι που όμως δεν συνέβη.
Η απάντηση εδώ είναι ουσιαστικά απλή. Ειδικότερα, η μέση εξέλιξη του κόστους παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος δεν είναι αντιπροσωπευτική – αφού, όπως τεκμηριώθηκε από ανάλογες έρευνες (πηγή), στους εξαγωγικούς τομείς των χωρών της περιφέρειας δεν παρατηρήθηκαν αντίστοιχες αυξήσεις. Οι αυξήσεις περιορίσθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην εσωτερική παραγωγή, επειδή εκεί ακριβώς σημειώθηκε ανάπτυξη – όπως στις κατασκευές ακινήτων στην Ισπανία και στην Ιρλανδία, όπου ο κλάδος κατέληξε τελικά σε φούσκα.
Το κόστος των εξαγωγών επηρεάσθηκε λιγότερο, επειδή οι τιμές των συγκεκριμένων προϊόντων καθορίζονται στις διεθνείς αγορές – στις οποίες δεν είναι καθόλου εύκολο να επιβάλλει κανείς υψηλότερες τιμές πώλησης.
Περαιτέρω, όσον αφορά τα μερίδια αγοράς (εξαγωγές) των χωρών της Ευρωζώνης έως την κρίση, η μπλε γραμμή στο γράφημα που ακολουθεί δείχνει τη μέση ετήσια αλλαγή τους.
Ευρωζώνη, εξαγωγές – τα μερίδια αγοράς (εξαγωγές) των χωρών της Ευρωζώνης έως την κρίση (1999 – 2007). Οι αξίες σε ποσοστό ανάπτυξης. Πηγή: Τράπεζα της Γαλλίας, Παγκόσμια Τράπεζα.
Όπως διαπιστώνεται από τη μπλε γραμμή, η Ελλάδα έχασε ένα πολύ μικρό, περίπου ανάλογο μερίδιο με τη Γερμανία – ενώ η Γαλλία έχασε σχεδόν 4%. Αναλυτικότερα τα εξής:
(α) Η γεωγραφική επίδραση (geographical effect, ανοιχτή γαλάζια παχιά στήλη), δείχνει το πόσο επηρέασαν τις εξαγωγές της εκάστοτε χώρας οι εξελίξεις στα κράτη-πελάτες της. Η (θετική) επίδραση αυτή ήταν πολύ μεγάλη όσον αφορά την Ελλάδα, επειδή πολλές από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που αναπτύσσονταν γρηγορότερα τότε, ήταν επίσης σημαντικοί πελάτες της.
(β) Η κλαδική επίδραση τώρα (Sectorial effect, ανοιχτή ροζ στήλη), αναφέρεται στα προϊόντα, στα οποία είναι εξειδικευμένες οι χώρες εξαγωγής – όπου η (αρνητική) επίδραση για κράτη όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Πορτογαλία, είχε κυρίως σχέση με τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, ο οποίος ήταν το μεγάλο θύμα του διεθνούς ανταγωνισμού (της παγκοσμιοποίησης).
(γ) Τέλος, η επίδραση όσον αφορά την επίδοση (Performance, σκούρα ροζ στήλη), προσμετρά την καλυτέρευση ή τη χειροτέρευση του εκάστοτε μεριδίου αγοράς, έτσι όπως αυτό προκύπτει εάν αφαιρέσει κανείς την κλαδική επίδραση – όπου ξανά η Ελλάδα ευρίσκεται στην ίδια θέση με τη Γερμανία, η Ισπανία είναι σε καλύτερη, ενώ η Γαλλία και η Φιλανδία σε πολύ χειρότερη.
Οι εξαγωγές μετά την κρίση
Περαιτέρω, η έρευνα έχει αποδείξει πως η εξέλιξη των μεριδίων αγοράς των χωρών της Ευρωζώνης μετά την κρίση (από το 2008 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2011), ήταν διαφορετική – με την Ελλάδα να βρίσκεται στο νούμερο ένα, έχοντας κερδίσει τα περισσότερα (γράφημα).
Ευρωζώνη, εξαγωγές – η εξέλιξη των μεριδίων αγοράς (εξαγωγές) των χωρών της Ευρωζώνης μετά την κρίση (από το 2008 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2011). Οι αξίες σε ποσοστό ανάπτυξης. Πηγή: Τράπεζα της Γαλλίας, Παγκόσμια Τράπεζα.
Το γεγονός αυτό παρά το ότι η γεωγραφική επίδραση ήταν αρνητική, επειδή οι κυριότεροι εξαγωγικοί πελάτες της είναι οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας – με την ανάπτυξη της γεωργικής της παραγωγής να λειτουργεί θετικά στην «κλαδική επίδραση», ενώ οι επιδόσεις της (Performance) ήταν με απόσταση οι καλύτερες, όταν στις χώρες του πυρήνα (Φιλανδία, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία) ήταν πολύ χειρότερες.
Επομένως, η ανταγωνιστικότητα του εξαγωγικού τομέα της χώρας μας είναι δεδομένη, οπότε δεν οφείλονται σε αυτήν τα προβλήματα της οικονομίας μας – γεγονός που σημαίνει ότι, οι κατηγορίες εναντίον μας, τουλάχιστον όσον αφορά το συγκεκριμένο τομέα, είναι άδικες και ανυπόστατες.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, με την παραπάνω ανάλυση τεκμηριώθηκε πως δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς την Ελλάδα ή τις άλλες χώρες της περιφέρειας, ως μοναδικές υπεύθυνες για τα προβλήματα τους – επιβάλλοντας την παραδειγματική τιμωρία τους. Επίσης πως η ανταγωνιστικότητα του εξαγωγικού μας τομέα έχει καλυτερεύσει, παρά το «βιασμό» των Ελλήνων από τα μνημόνια – οπότε υπάρχουν ακόμη ελπίδες.
Πρόκειται λοιπόν για έναν κακοπροαίρετο μύθο, ενώ οι πραγματικές αιτίες της κρίσης είναι πολύ πιο πολύπλοκες – με κυριότερη τη δυσλειτουργία της ίδιας της Ευρωζώνης, καθώς επίσης την επαίσχυντη πολιτική που υιοθέτησε η Γερμανία πριν (μερκαντιλισμός) και μετά (λιτότητα) την κρίση του 2008, σε συνεργασία δυστυχώς με την ΕΚΤ (κείμενο).
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, καταστράφηκε κυρίως από τα μνημόνια που της επιβλήθηκαν (ανάλυση) – κάτι που έχει παραδεχθεί επανειλημμένα ακόμη και το ΔΝΤ (άρθρο). Σε σχέση δε με την Ευρωζώνη, προφανώς θα διαλυθεί εάν δεν αλλάξει πολιτική η Γερμανία, καθώς επίσης εάν δεν ενωθεί δημοσιονομικά και πολιτικά – ενδεχομένως από τις εξελίξεις στην Ιταλία ή στη Γαλλία, αφού έχει σχεδόν καταστραφεί η οικονομία των δύο ισχυρών αυτών χωρών, με πολύ μεγάλη ευθύνη της Γερμανίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου