Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

Η Μεταφυσική του Πρώτου Προσώπου (ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ) 1


Η Μεταφυσική του Πρώτου Προσώπου (ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ) 1

Του CARLO ARATA
LA METAFISICA DELLA PRIMA PERSONA (EGO SUM QUI SUM)
Rivista di Filosofia Neo-Scolastica


Vol. 81, No. 2 (aprile-giugno 1989), pp. 181-200 (20 pages)

Vita e Pensiero – Pubblicazioni dell’Università Cattolica del Sacro Cuore



Μέρος πρώτο

Η Μεταφυσική του Πρώτου Προσώπου — καταπληκτική, βεβαίως προκλητική, μάλιστα τρελή να ειπωθεί, αλλά αληθινή — δεν είναι μια μεταφυσική, αλλά η Μεταφυσική· αυτή, και μόνο αυτή, είναι η εμφάνιση, αναντίρρητη και ωστόσο εξίσου απύθμενα ανεξάντλητη, του Ego Sum Qui Sum (όχι Qui Est), του Ego Sum Veritas, ως της μόνης αρχικής και αναντικατάστατης Αλήθειας του Είναι ή Αλήθειας της Αλήθειας.

Και τούτο διότι αυτή και μόνη είναι η φανέρωση του οντολογικο-αληθευτικού ως αρχικής θέσης-ρήσης, η οποία, μοναδική, δεν είναι μια ουδέτερα μηδενιστική αυτο-αναστοχαστικότητα, επειδή δεν είναι «κανείς», αλλά Actus ut Sum, Ego, Πρώτο Πρόσωπο. Ο μοναδικός «Κάποιος», ή μάλλον, ο μόνος «Ποιος» κυριολεκτικά δικαιωματικά.

Actus ut Sum (Πράξη ως Είμαι )και όχι Sum ut Actus, και ως τέτοιο Ego, Πρώτο Πρόσωπο (και όχι ιδέα του Ego, ιδέα του Πρώτου Προσώπου), που δεν είναι ούτε απλή οντικο-ανθρωπομορφική μεταφορά, μη αναγνωρισμένη ως τέτοια, ούτε ακόμη ένα απερίσκεπτο επεισόδιο ενός πάντοτε επανερχόμενου παραληρήματος σολιψιστικού: Ego Sum, Ego Solus Sum, Ego Deus Sum (Εγώ Ειμί, Εγώ Μόνος Ειμί, Εγώ Θεός Ειμί). Όχι λοιπόν Ego sum Deus, αλλά Deus ut Ego, ως Actus ut Sum (Ο Θεός ως Εγώ, ως Πράξη καθόσον Είμαι).

Το Actus ut Sum, και πάλι, του οποίου η ριζική και αρχέγονη μη-εννοιακότητα, η μη-διαλεκτικότητα, μέσα στην ίδια την πράξη που εκφράζει την απόλυτή του μη-αναγώγιμότητα σε οποιοδήποτε φορμαλιστικό-ουσιοκρατικό σχήμα, αποτελεί συγχρόνως αποκάλυψη και καταγγελία εκείνης της ανεπανόρθωτης αλλοτρίωσης, της σίγησης της Αλήθειας, όπως αυτή λαμβάνει χώρα εντός της δυτικής Μεταφυσικής — ή Μεταφυσικής ουδέτερου μηδενισμού της τρίτης προσώπου, δηλαδή του «κανενός»: από τον Παρμενίδη έως τον Hegel, από τον Hegel έως τις ημέρες μας, συμπεριλαμβανομένου του Heidegger. Ούτε, είναι ουσιώδες και για τον λόγο αυτό αμετάθετα αναγκαίο να επισημανθεί, η Μεταφυσική του Πρώτου Προσώπου, καθόσον σε αυτήν εμπλέκεται τόσο θαυμαστά το Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν (Έξ. 3,14), είναι — παρά τη φαινομενική εντύπωση — απλώς ένα νέο κεφάλαιο ή στιγμή του λεγόμενου «φιλοσοφείν εν πίστει», χαρακτηριστικού της λεγόμενης Metafisica dell’Esodo (E. Gilson, Lo Spirito della Filosofia medievale, ιταλική μετάφραση Sartori Treves, Brescia 1947, σ. 44 και, κυρίως, σσ. 71 και 96.
Επ’ αυτού του θέματος, έχοντας πάντοτε υπ’ όψιν πρωτίστως το L’esprit de la philosophie médiévale (του οποίου η πρώτη έκδοση χρονολογείται από το 1932), πρέπει να αναφερθούν ιδιαιτέρως: C.J. de Vogel, Ego Sum Qui Sum et sa signification pour une philosophie chrétienne, στο «Revue des Sciences religieuses», XXXV, 1961, σ. 348 κ.ε.
Στο άρθρο αυτό, σε έντονη αντιπαράθεση με τον Gilson, ο οποίος υποστηρίζει ότι η χριστιανική σκέψη βρήκε την ταύτιση του Απολύτου Όντος και του Θεού στο βιβλίο της Εξόδου, κάτι άγνωστο στους Έλληνες (λέγει ο Gilson: «εκείνο που λείπει από τον Πλάτωνα όπως και από τον Αριστοτέλη είναι το Ego Sum Qui Sum», σ. 56), η de Vogel υποστηρίζει αντιθέτως, με σαφήνεια, ότι:


«Εάν οι Χριστιανοί βρήκαν την ταύτιση του Θεού με το απόλυτο Είναι στο κείμενο της Εξόδου, Γ΄ 14, είναι διότι έμαθαν από τους Έλληνες περί του απολύτου Είναι» (σ. 348). Με την ερμηνεία της Εξόδου που προτείνει η de Vogel συμφωνεί, ουσιαστικά ως προς την πτυχή αυτή του ζητήματος, ο W. Beierwaltes, Platonismo e idealismo, ιταλική μετάφραση Marmiroli, Il Mulino, Bologna 1987, σσ. 16–18 και 34–35. Το ίδιο και ο E. Berti, Il “Dio dei Filosofi”, στο συλλογικό τόμο Chi è Dio, επιμ. A. Molinaro, Herder, Roma 1988, σσ. 345–347. Αν και μέσα σε διαφορετική οπτική, ανακτά, τουλάχιστον εν μέρει, τις θέσεις του Gilson ο M. Ruggenini, La filosofia, la fede, la perdita di Dio, επίσης στο Chi è Dio, ό.π., σσ. 416–418.).

Επ’ αυτού, μολονότι είναι αδύνατο να υπερβάλει κανείς στη σημασία της αποκαλυπτικότητας, όχι μόνον θρησκευτικής, αυτού του εξαιρετικού, συγκλονιστικού «ρήγματος» της Αγίας Γραφής, για την αποφυγή παρεξηγήσεων και για λόγους στοιχειώδους μεθοδολογικής σαφήνειας, θεωρούμε σκόπιμο να διακρίνουμε μεταξύ της φιλολογίας του Πρώτου Προσώπου και της ερμηνευτικής του Πρώτου Προσώπου αφενός, και της Μεταφυσικής του Πρώτου Προσώπου αφετέρου — όπως ακριβώς αυτή προτείνεται εδώ.

Υπό αυτή την προϋπόθεση, και πάντοτε σε σχέση με τη λεγόμενη Metafisica dell’Esodo, εάν στο επίπεδο της φιλολογίας του Πρώτου Προσώπου, δηλαδή στο ιστορικο-γλωσσικό και κειμενικό επίπεδο, αναδύεται ιδίως η εναλλακτική ανάμεσα στην βιβλική ή, αντιθέτως, την πλατωνική ανάγνωση του Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν της μετάφρασης των Εβδομήκοντα, ως προς τη θέση της όμως στο ερμηνευτικό — ή μάλλον στο μεταφυσικό — πεδίο, μας φαίνεται ότι αυτή, ως «φιλοσοφείν εν πίστει», τοποθετείται ως κεφάλαιο ή στιγμή βεβαίως ουσιώδης της ερμηνευτικής του Πρώτου Προσώπου, και όχι, αυστηρά μιλώντας, ως Μεταφυσική του Πρώτου Προσώπου.

Η τελευταία, πράγματι, της οποίας η διαμόρφωση πραγματοποιείται εδώ, αν και βεβαίως ψυχολογικά διεγέρθηκε και παρακινήθηκε από εκείνο το θαυμαστό «βιβλικό ρήγμα», εν τούτοις, από νομικο-φιλοσοφική άποψη, δεν αποτελεί καθόλου ένα νέο — έστω και ασυνείδητο — κεφάλαιο της λεγόμενης Metafisica dell’Esodo, η οποία, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί, θα ήταν ορθότερο να ονομαστεί «ermeneutica dell’Esodo» (ερμηνευτική της Εξόδου) (Όσον αφορά το ζήτημα της «ermeneutica dell’Esodo» ή, ακριβέστερα, του Ego Sum Qui Sum, πρέπει εδώ να αναφερθούν οι σημαντικές και πρωτοφανείς σε βάθος σελίδες του L. Pareyson στο Filosofia ed esperienza religiosa, Annuario Filosofico, 1985, Mursia, Milano 1986, σσ. 31–36.
Στον στοχαστή αυτόν, θεωρητικό της Ontologia della libertà, θα αφιερωθεί ιδιαίτερη προσοχή στο δεύτερο μέρος της Metafisica della Prima Persona.

Αν και χωρίς ρητή αναφορά στο Ego Sum Qui Sum, μας φαίνεται εν προκειμένω ουσιωδώς συναφές να μνημονευθούν οι σημαντικές σελίδες του P. Ricoeur, Verso un’ermeneutica dell’Io sono, στο Il conflitto delle interpretazioni, ιταλική μετάφραση Balzarotti–Botturi–Colombo, Jaca Book, Milano 1977, σσ. 276–281.

Εξίσου, στον ίδιο θεματικό χώρο, διακρίνονται για τη θεωρητική τους πυκνότητα και οξύνοια οι σκέψεις που περιλαμβάνονται στη συμβολή του V. Melchiorre, Per un’ermeneutica della persona, στον τόμο Persona e Personalismi, Dehoniane, Napoli 1987, σσ. 289–307.

Τέλος, σε σχέση εκ νέου με ρητή εμπλοκή του Ego Sum Qui Sum της Εξόδου, pleno iure, ξεχωρίζουν, για τη διεγερτική τους δύναμη, οι σελίδες που αφιέρωσε ο G. Derossi στη βαθιά και ευφυή giobertiana επεξεργασία του θέματος, στον τόμο La teorica giobertiana del linguaggio, Marzorati, Milano 1971, σσ. 272–278.

Όσον αφορά το ζήτημα της «prima persona», έστω και όχι πλέον της «ermeneutica della Prima Persona», θεωρούμε εγγενώς ουσιώδες να επισημανθεί ότι είναι ασφαλώς αξιοπρόσεκτο — ας πούμε, εξαιρετικά αποκαλυπτικό — το γεγονός ότι οι προσωπικές αντωνυμίες, και ιδίως η αντωνυμία του πρώτου προσώπου, εξαιτίας της ανωμαλίας τους, αποτελούν τον «σταυρό» των γλωσσολόγων και των γλωσσοδιφών.
Αρκεί να σκεφθεί κανείς τον Benveniste, τον Jakobson και άλλους ακόμη· κυρίως όμως τον πρώτο, ιδίως τις θεμελιώδεις σελίδες του για La natura dei pronomi και La soggettività nel linguaggio, που περιλαμβάνονται στον τόμο E. Benveniste, Problemi di linguistica generale, ιταλική μετάφραση Giuliani, Il Saggiatore, Milano 1971. Απολύτως χαρακτηριστική και αποκαλυπτική είναι η δήλωση του Benveniste, σύμφωνα με την οποία:

«Οι προσωπικές αντωνυμίες… διαφεύγουν του καθεστώτος όλων των άλλων σημείων της γλώσσας» (σ. 314). Μέσα σε μια ευφυή προσοχή προς αυτή την «ανωμαλία» των αντωνυμιών, είναι σημαντικές — αν και ενταγμένες σε ένα δικό τους τέλος — οι σελίδες του G. Agamben στα Infanzia e storia, Einaudi, Torino 1978, σσ. 41–44, καθώς και στο Il linguaggio e la morte, Einaudi, Torino 1982, σ. 28 κ.ε.

Αξίζει να επισημανθεί ότι το εν λόγω θέμα, στο βαθμό που εμβαθύνεται και αναδεικνύει το στοχαστικό του βάθος, εμπλέκει, κατ’ ουσίαν, ορισμένους από τους πλέον χαρακτηριστικούς κόμβους της — έστω «συνταρακτικής» — προβληματικής που κυριαρχεί στη «distruzione» (καταστροφή) της «certezza sensibile» (αισθητής βεβαιότητας) στην αρχή της Fenomenologia dello Spirito του Hegel.

Δηλαδή, την απώλεια, μέσα στην αναπόδραστη καθολικότητα της γλώσσας, κάθε υποτιθέμενης άμεσης δοσμένης παρουσίας του ατομικού, του συγκεκριμένου — του Io ή questi, όπως του questo, qui και ora, που είναι κάθε Io, κάθε questi, κάθε qui, κάθε ora. Και αυτός ο εσωτερικός αγώνας είναι τέτοιος, σημειώνουμε εμείς, διότι, στη ρίζα του, πέρα από την επιβολή των δήθεν δικαιωμάτων του καθολικού, του εννοιακού, πάλλουν και πιέζουν τα αληθευτικά δικαιώματα του συγκεκριμένου υπαρξιακού, δηλαδή του οντολογικού, το οποίο είναι τέτοιο μόνο καθόσον είναι α-εννοιακό, α-διαλεκτικό — Actus ut Sum, Prima Persona.

Όχι τυχαία, αυτή η προβληματική έχει εμπλακεί ειδικά στο δικό μας οντολογικό-προσωποκεντρικό εγχείρημα ήδη από το δοκίμιο Discorrendo di impersonalismo hegeliano e di personalismo classico, που δημοσιεύθηκε στη «Rivista di Filosofia neo-scolastica», 1958, τεύχος 1, και περιλαμβάνεται τώρα στο Persona ed evidenza nella prospettiva classica, Marzorati, Milano 1963 — και ακόμη περισσότερο στο L’aporetica dell’intero e il problema della Metafisica, Marzorati, Milano 1971, σσ. 34–48.).

Και ότι άλλο είναι το λέγειν της ερμηνευτικής του Πρώτου Προσώπου ή το «φιλοσοφείν εν πίστει», και άλλο — ριζικά άλλο — είναι το λέγειν της Μεταφυσικής του Πρώτου Προσώπου, αυτό προκύπτει ήδη και μόνον από την αξίωση που τόσο συγκεκριμένα και απαραγνώριστα της ανήκει.

Διότι σε αυτήν και δι’ αυτής, ο Θεός μιλά — όχι επειδή μίλησε και μιλά μέσα στη Γραφή, στη Αποκάλυψη, αλλά επειδή ο Θεός μπορεί να έχει μιλήσει και να μιλά στη Γραφή και στην Αποκάλυψη μόνο επειδή είναι Θεός, δηλαδή Λόγος αρχέγονος, μόνο καθόσον είναι Actus ut Sum, Ego, Prima Persona.
Και αυτό όχι κατ’ ευφημισμόν, αλλά κυριολεκτικά.


Παρουσία των χαρακτηριστικών, ταυτόχρονα προπετών και προκλητικών, του λόγου με τον οποίο η Μεταφυσική του Πρώτου Προσώπου εδώ αναγγέλλεται και προτείνεται (χαρακτηριστικών που, παραδόξως, φαίνονται να την καθιστούν ένα μονόλογο σολιψιστικά παράφρονα και ιδιωτικό, ο οποίος, ως τέτοιος, δεν προτείνεται καθόλου, επειδή… δεν έχει ούτε μπορεί να έχει κανένα αποδέκτη), αναδύεται, εν πάση περιπτώσει, ότι αυτή είναι πράξη ή γεγονός αδιανόητο, μη νοητό, δηλαδή σε κάθε περίπτωση μη δεκτό μέσα στα γλωσσικά σχήματα που, sub specie temporis, έχουν χαρακτηρίσει και κυριαρχήσει στο σκέπτεσθαι-λέγειν της δυτικής σκέψης.

Γλώσσες, έχει ήδη επισημανθεί, που, όσο ποικίλες ή διαφορετικές κι αν είναι, είναι — παρά τη θέλησή τους — ανεπανόρθωτα δεσμευμένες από την κοινή συμμετοχή τους στην ασάφεια-αρνητικότητα του ουδετέρου τρίτου προσώπου, το οποίο, ως «κανείς», είναι το ίδιο το τίποτε.

Πράγματι, το λέγειν της Μεταφυσικής του Πρώτου Προσώπου συμβαίνει αλλού.
Ακόμη κι αν οι λέξεις της φαίνονται να προσφέρονται μέσα στη συνηθισμένη γλώσσα, στην πραγματικότητα άλλο — ριζικά άλλο — είναι το νόημά τους· νόημα που, πολύ μακριά από το να αποτελεί το αποτέλεσμα μιας προσωπικής, ιδιωτικής θρησκευτικής στοχαστικότητας, η οποία, παραληρώντας, καθίσταται δήθεν «θεία αποκάλυψη», είναι μάλλον, στο αποφασιστικό του σημείο, το ίδιο το συμβάν του οντολογικο-αληθευτικού, ή — το ίδιο πράγμα — η ίδια η θέση-ρήση, ιδιάζουσα και αναντικατάστατη, της αληθείας του είναι, ως Ego Sum Qui Sum (Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν).


Το Ego Sum Qui Sum είναι τυπολογικά και ουσιοκρατικά μη αναγώγιμο, καθόσον είναι Actus ut Sum, δηλαδή α-εννοιακότητα, α-διαλεκτικότητα αρχέγονη.
Πράξη ή γεγονός που, ανήκουστο και ανήκουστο μέσα στη γλώσσα του ουδέτερου μηδενιστικού λόγου, του λόγου του «κανενός», μακριά από το να συνιστά το ineffabile quoad se (ανεκλάλητο καθ’ εαυτό)— δηλαδή την ίδια τη σίγηση της Αλήθειας —, καθόσον είναι ριζικά α-εννοιακό και α-διαλεκτικό, είναι, αντιθέτως, θαυμαστό και αποφασιστικό· ως Actus ut Sum, Prima Persona, αυτό και μόνο αυτό είναι, έτσι και μόνο έτσι, ο Λόγος ο αρχέγονος.

Λόγος ο οποίος, μόνος, μέσα στην ίδια του την ανάδυση, αποκαλύπτει και καταγγέλλει τον «κανένα» του ουδέτερου μηδενισμού της δυτικής μεταφυσικής, ως μεταφυσικής του τρίτου προσώπου.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: