Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (67)

Συνέχεια από Τρίτη, 21 Οκτωβρίου 2025 

HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG

11. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ «ΔΙΚΑΙΩΜΑ» ΝΑ ΠΕΘΑΝΗΣ

Ο ασθενής σε αμετάκλητο και ανεπίστροφο κώμα...


Ας αναφερθούμε τώρα και στην περίπτωση ενός ασθενούς σε αμετάκλητο κώμα, την περίπτωση δηλ. μιας ζωής που παρατείνεται με τεχνικά πλέον και μόνο μέσα, όπου δεν απομένει ούτε καν η υπόνοια ενός υποκειμένου που αποφασίζει, και του οποίου την πιθανή θέληση θα μπορούσε να εκπροσωπήση και ένας οιοσδήποτε άλλος. Τη ελλείψει ενός τέτοιου υποκειμένου, έστω και με τη δυνατότητα της επιλογής σε πράγματα που το αφορούν, δεν μπορούμε και να μιλάμε για ένα αυστηρώς λαμβανόμενο «δικαίωμα» στον θάνατο, γιατί ένα τέτοιο δικαίωμα προϋποθέτει οπωσδήποτε και έναν κάτοχο του δικαιώματος, ο οποίος και μπορεί ενδεχομένως να το αξιώση, ακόμα κι αν δεν μπορή να το διεκπεραιώση ο ίδιος. Δεν θα μπορούσαμε μάλιστα καν να προσδιορίσουμε, ποίου το δικαίωμα θα διαφυλασσόταν ή θα παραβιαζόταν κατά τη λήψη μιας οιασδήποτε αποφάσεως: το δικαίωμα ενός πρώην προσώπου ή εκείνο ενός παρόντος και απροσώπου καταλοίπου (( !! )). (Καθώς μόνον ένα πρόσωπο μπορεί να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων, και θα έπρεπε κανονικά να πρόκειται εδώ για ένα πρώην πρόσωπο, του οποίου τα «οψιγενή», τρόπον τινά, δικαιώματα θα μπορούσαμε πράγματι να επικαλεστούμε. Η ύπαρξη μιας εκ των προτέρων θελήσεως για μια τέτοιαν ακριβώς περίπτωση θα υποστήριζε ηθικά – έστω και όχι δικαιωματικά στον παρόντα χρόνο – μια τέτοιαν επίκληση). Ερωτηματικό παραμένει πολύ περισσότερο εδώ το χρέος, ή και το δικαίωμα ακόμα κάποιων, να «διαιωνίσουν» τρόπον τινά αυτήν την ανεπίστροφη κατάσταση, και αντίστοιχα το δικαίωμά τους ή και το χρέος τους, να την τερματίσουν αφαιρώντας την τεχνητή αυστηρώς λαμβανόμενη υποστήριξη. Η λογική και το ανθρώπινο αίσθημα συνηγορούν, όπως μάς επιτρέπεται να το ισχυριστούμε «θαρραλέα», για τη δεύτερη εκδοχή, είτε ως δικαίωμα είτε ως χρέος: Ας αφήσουμε τη «φτωχική σκιά» αυτού που υπήρξε κάποτε ένα πρόσωπο να πεθάνη, τον θάνατο για τον οποίον είναι ήδη έτοιμο το συγκεκριμένο σώμα, και ας τελειώσουμε με τον υποβιβασμό μιας εξαναγκαστικής παραμονής του σ’ αυτήν την ζωή.  Υφίστανται ωστόσο ισχυρές, εσωτερικές όσο και εξωτερικές αντιστάσεις σ’ αυτή τη συμβουλή τής (ανθρώπινης πάντως) λογικής. Υπάρχει κατ’ αρχάς η ανθρώπινη αναστολή μπροστά στον «φόνο», με τον οποίον μπορεί να εξισώνεται εδώ – λαθεμένα πάντως – το να επιτρέψης σε κάποιον να πεθάνη, καθώς η διακοπή τής δραστικής παρεμπόδισης του θανάτου συνεπάγεται πάντοτε μια δική μας παρέμβαση. Υπάρχει κατόπιν η επαγγελματική πεποίθηση, ότι ο γιατρός οφείλει να τίθεται σε κάθε περίσταση απ’ την πλευρά τής ζωής. Και υπάρχει επίσης και ο νόμος, που απαγορεύει κάθε εσκεμμένη πρόκληση θανάτου, ποινικοποιώντας ακόμα και την πρόκληση μέσω παραλείψεως της προστασίας απ’ αυτόν. Και παρ’ όλο που όλα αυτά δεν αγγίζουν άμεσα το επονομαζόμενο «δικαίωμα στον θάνατο», αλλά στην καλύτερη περίπτωση ένα προβληματικά παρατεινόμενο δικαίωμα στην ζωή – εφ’ όσον δεν υπάρχει πια κάποιο υποκείμενο εκεί, το οποίο έστω και να υπονοείται ότι διεκδικεί το ένα ή το άλλο απ’ αυτά τα δικαιώματα, προσβαλλόμενο άρα από τυχόν ακύρωσή του –, η περίπτωση ενός μόνιμα κωματώδους ασθενούς, έχει ωστόσο συνδεθή στη δημόσια συζήτηση, με το «δικαίωμα να πεθάνης», το οποίο και μπορεί να «χρησιμοποιείται» απλώς εδώ για να υποστηρίξη το αίτημα, να μην εμποδισθή έστω περαιτέρω η πορεία προς τον (βιολογικό) θάνατο. Κι είναι αυτός ο λόγος που συμπεριλαμβάνουμε τώρα και αυτό το πρόβλημα στην αναζήτησή μας.

Υπάρχουν δυό διέξοδοι απ’ το ηθικο-νομικό αδιέξοδο που μόλις περιγράψαμε. Η μια διέξοδος είναι ένας καινούργιος ορισμός τού «θανάτου» και της συμπτωματολογίας του, όπου ένα «κώμα» ορισμένου βαθμού δηλώνει ακριβώς έναν θάνατο – ο επονομαζόμενος δηλ. ορισμός τού «εγκεφαλικού θανάτου», ο οποίος και αποσπά (εφ’ όσον ο θάνατος είναι μια ήδη συντελεσθείσα πραγματικότητα) ολόκληρη την υπόθεση απ’ τον «χώρο» τής απόφασης και την καθιστά ένα απλό θέμα διαπίστωσης, αν πράγματι πληρούνται τα κριτήρια αυτού τού ορισμού. Και στην περίπτωση που πληρούνται, τότε η διακοπή τής τεχνιτής υποστήριξης όχι απλώς επιτρέπεται, αλλά είναι και αυτονόητη και μάλιστα υποχρεωτική, καθώς δεν δικαιολογείται πια η κατασπατάληση κοστοβόρων ιατρικών πόρων σε ένα... «πτώμα». Ή μήπως όχι; Μήπως θα μπορούσε η «διακοπή» αυτή – το οποίο σημαίνει: να καθιστάς ένα πτώμα ακόμα... πιο πολύ πτώμα – να αποτελή μια «κατασπατάληση» σε μιαν εντελώς διαφορετική κατεύθυνση; Μήπως δεν είναι το σώμα τού οποιουδήποτε, το ίδιο – αν διατηρηθή η κυκλοφορία τού αίματος ακόμα «ζωντανή» – ένας σημαντικός ιατρικός πόρος, ως τράπεζα δηλ. οργάνων για πιθανές μεταμοσχεύσεις; Η συνεχιζόμενη κυκλοφορία τού αίματος διατηρεί πράγματι τα διάφορα σωματικά όργανα ζωντανά, εξασφαλίζοντας έτσι ένα εντελώς αξιόπιστο μόσχευμα στον τελικό αποδέκτη, όπως από έναν ζωντανό δότη! Από την άποψη λοιπόν μιας τέτοιας χρησιμότητας, η ερμηνεία τού θανάτου με εγκεφαλικά κριτήρια και η εξακολούθηση φυτικής βοήθειας στον υπόλοιπο οργανισμό (αναπνευστήρας κ.τ.λ., ακόμα και τεχνική διατροφή σε περαιτέρω διάρκεια) δεν αντιβαίνουν επ’ ουδενί το ένα στο άλλο, πόσο μάλλον στο να τίθενται επιλεγμένα μέρη ενός λειτουργικού όλου προς επίτευξη σκοπών έξω απ’ τον συγκεκριμένο ασθενή – προς όφελος π.χ. άλλων ασθενών ή και της ιατρικής έρευνας. Και είναι αυτό ακριβώς το εξωτερικό «ωφέλιμο κέρδος» το οποίο και χρησιμοποιήθηκε εξαρχής απ’ τους υποστηρικτές τού «ανεπίστροφου (εγκεφαλικού) κώματος ως ενός καινούργιου ορισμού τού θανάτου». Θα έπρεπε να είναι ωστόσο προφανές, ότι η αναφορά εδώ ενός «συμφέροντος», ακόμα και του «συμφέροντος» ενός άλλου ασθενούς, δεν απογυμνώνει μόνον απ’ τη θεωρητική του καθαρότητα αυτόν τον ορισμό, αλλά θέτει και την εφαρμογή του σ’ ένα επικίνδυνο «σκιόφως» καλοπροαίρετων, τρόπον τινά, πειρασμών. Έχω ήδη εκθέσει σε όσα προηγήθηκαν τις σοβαρές μου σκέψεις και αμφιβολίες απέναντι σ’ αυτόν τον τρόπο «λύσεως» του προβλήματος με το κώμα, την «εκμηδένισή» του δηλ. σ’ ένα ερώτημα «σημασίας» και μόνο, που μπορεί να απαντηθή με έναν ορισμό: έναν ορισμό «εν θερμώ», προσαρμοσμένο δηλ. στην ιδιαίτερη κατάσταση και την πρακτική της «αμηχανία», επιβαρημένο με την υποψία μιας χρησιμοθηρίας και δίνοντας έτσι αφορμή για φόβους μιας αντι-υποκειμενικής χρήσης, στην οποία και υποκύπτει ο ορισμός, και όπου η απόκτηση του πιο πρόσφατου («φρέσκου»!) υλικού για μεταμόσχευση οργάνων είναι η πιο πιθανή υπόθεση. Δεν χρειάζεται ίσως καν να πούμε εδώ, ότι οι – πολύ συγκεκριμένες – αυτές προειδοποιήσεις μου πήγαν εις μάτην (παρ’ όλο που η κατάθεσή μου, «Ενάντια στο ρεύμα» - “Against the Stream”, επανατυπώθηκαν πολλές φορές σε ανθολογίες ιατρικής ηθικής). Κάτι μάλιστα απ’ αυτά για τα οποία προειδοποιούσα, κατέστη ήδη στο μεταξύ, μέσα στην «ακαταμάχητη» πρόοδο που μας διακρίνει, γενική «συνήθεια» και κανόνας: η λήψη οργάνων από «πτωματικούς δότες», μέσω μιας τεχνητής, μετά την «επίσημη» διαπίστωση του θανάτου, και συνεχιζόμενης γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό αναπνευστικής βοήθειας! Σε μια δε κάπως αποκλίνουσα και πασίγνωστη περίπτωση, την περίπτωση Quinlan, αποδείχθηκε κι αυτός ο ίδιος ο ορισμός ανεπαρκής ως προς την αναφορά του και την προϋπόθεση ενός ανεπίστροφου κώματος: γιατί, όταν ανεστάλη, με δικαστική απόφαση, η τεχνητή αναπνοή, επανήλθε αιφνιδιαστικά και αξιοθαύμαστα η αυθόρμητη αναπνοή έτσι, ώστε η ασθενής δεν ήταν πλέον, σύμφωνα με τα (ευρέως αποδεκτά στην Αμερική) κριτήρια του ορισμού τού Harvard, νεκρή, ενώ παρέμενε ωστόσο ακόμα σε βαθύ κώμα – για να τεθή τότε εκ νέου, με την αρχική του ακριβώς οξύτητα, το ερώτημα για περαιτέρω λειτουργική υποστήριξη (με την παροχή π.χ. διατροφικού υγρού), χωρίς να μπορή να ληφθή τώρα πια κάποια «απόφαση» με προσφυγή στον «εν θερμώ», δηλ. σκόπιμο (ad hoc) ορισμό. Η μετατόπιση ωστόσο όλου αυτού τού θέματος απ’ το ηθικό στο τεχνικό πεδίο μειώνει και τη δική μας ικανότητα, να απαντήσουμε επαρκώς ως προς το υπαρξιακό του περιεχόμενο στο εν λόγω ερώτημα.

Υπάρχει όμως και μια άλλη διέξοδος απ’ το «αδιέξοδο», εκτός από μια καθορίζουσα «σημασιολογία» για την ζωή και τον θάνατο, η διέξοδος δηλ. τού να θέσουμε ευθέως το ερώτημα, αν είναι άραγες σωστό και δίκαιο το να παρατείνουμε με τα τεχνικά μας και μόνο μέσα κάτι, το οποίο μπορεί ίσως να ονομάζεται ακόμα – ανάλογα με τη γνώση ή την άγνοιά μας – «ζωή», αλλά δεν είναι παρά μια «αυτού τού είδους» ζωή, οφειλόμενη εξ ολοκλήρου στη «χάρη» τής δικής μας τέχνης. Στο σημείο αυτό συμφωνώ με την ήδη αναφερθείσα απόφανση της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία λέει πως: «Αν πιστοποιηθή η μονιμότητα μιας βαθειάς ασυνειδησίας, τότε τα εξωτερικά μέσα προς διατήρηση της ζωής δεν κρίνονται ως υποχρεωτικά. Επιτρέπεται δηλ. να τα διακόψουμε, και να επιτρέψουμε στον ασθενή να πεθάνη». Αυτή η απλή παραχώρηση στον θάνατο σε τέτοιες οριακές καταστάσεις δεν χρειάζεται κανέναν επαναπροσδιορισμό τού θανάτου, ούτε τής στιγμής που αυτός επέρχεται. Πηγαίνω μάλιστα ένα βήμα παραπέρα και λέω πως, όχι μόνον επιτρέπεται η αναστολή τών εξωτερικών, εκτάκτων μέσων, αλλά αυτό πρέπει και να συμβή – προς χάριν τού ασθενούς, που πρέπει να του «επιτρέψουμε» να πεθάνη˙ η διακοπή τής τεχνητής διατήρησης στην ζωή δεν είναι δηλ. απλώς επιτρεπτή, αλλά υποχρεωτική. Γιατί το επονομαζόμενο «δικαίωμα στον θάνατο» συγκροτείται τελικά στο όνομα και προς προστασία τού προσώπου, που ήταν κάποτε ο συγκεκριμένος ασθενής, και του οποίου η ανάμνηση «εξασθενεί» με τον υποβιβασμό της από μια τέτοια, τεχνητή «παράταση της ζωής». Αυτό το «μετά θάνατον» δικαίωμα ανάμνησης καθίσταται (καθώς είναι μάλιστα «εκτός νόμου») μια εντολή για μας, καθώς έχουμε καταστή, μέσω τής μονομερώς απόλυτης κυριαρχίας επ’ αυτού, οι φύλακες της ακεραιότητάς του και οι εντολοδόχοι τρόπον τινά τής απαιτήσεώς του. Κι αν αυτό είναι ή φαίνεται κάτι το πολύ «μεταφυσικό», ώστε να πεισθή έτσι η θετικιστική μας συνείδηση για το δικό μας χρέος, τότε μπορεί να υποστηρίξη μια «νηφάλια» εδώ αρχή κοινωνικής δικαιοσύνης – εξωτερικά μεν ως προς τον ασθενή, αλλά σαφέστερα ασφαλώς ως προς τον νομοθέτη – αυτόν τον εσωτερικό λόγο για ένα δικό μας χρέος προς διακοπή τής εξωτερικής και μηχανικής βοήθειας: η σωστή κατανομή τών περιορισμένων ούτως ή άλλως ιατρικών μας πόρων. 

(συνεχίζεται)

ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΣΗΜΕΡΑ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ Η ΟΠΟΙΑ ΣΑΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ ΕΧΕΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.  Η ΟΠΟΙΑ ΥΠΟΒΙΒΑΣΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΠΑΡΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΑΡΆΓΩΓΟ. ΣΗΜΕΡΑ ΟΙ ΘΕΣΜΟΙ ΠΑΡΑΓΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.  ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΑΡΕΔΟΘΗ ΣΤΟΝ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟ. 
ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ. ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΤΟ ΕΣΧΑΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΤΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Με τον ορισμό του «εγκεφαλικού θανάτου», η απόφαση για διακοπή της τεχνικής υποστήριξης μετατρέπεται από ηθικό δίλημμα σε ένα απλό θέμα διαπίστωσης του εάν πληρούνται τα κριτήρια του ορισμού.
Και ποιο «εξωτερικό ωφέλιμο κέρδος» χρησιμοποιήθηκε από τους υποστηρικτές του εγκεφαλικού θανάτου για να προωθήσουν τον νέο ορισμό;
Η χρησιμότητα του σώματος ως τράπεζα οργάνων για πιθανές μεταμοσχεύσεις... Είναι λοιπόν ένας ορισμός «εν θερμώ» (ad hoc), επιβαρημένος με την υποψία χρησιμοθηρίας, κυρίως για την απόκτηση οργάνων.
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία: αν πιστοποιηθεί η μονιμότητα μιας βαθιάς ασυνειδησίας, τα εξωτερικά μέσα διατήρησης της ζωής δεν είναι υποχρεωτικά και επιτρέπεται να διακοπούν. Ο συγγραφέας πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα από τη θέση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, υποστηρίζοντας ότι η διακοπή της τεχνητής διατήρησης στη ζωή δεν είναι απλώς επιτρεπτή, αλλά υποχρεωτική για το «μετά θάνατον» δικαίωμα ανάμνησης του προσώπου που ήταν ο ασθενής και για τη σωστή κατανομή των περιορισμένων ιατρικών πόρων. Η σημερινή ανάρτηση μου θύμισε την ταινία "Mar adentro" (Θάλασσα μέσα μου) του Alejandro Amenábar. Στο παρακάτω λινκ σκηνές από την ταινία σε μουσική υπόκρουση ενός αγαπημένου τραγουδιού του Άλκη Αλκαίου: https://www.youtube.com/watch?v=9bzdf6-ndLw
Το σχόλιό σας είναι σε ένα άλλο επίπεδο, πέρα από την επιστημονική ορθολογική λογική. Καταπληκτικό. Πώς μπορούμε να ξεφύγουμε όμως από την παντοδυναμία του επιστημονικού ορθολογισμού;;;