Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (66)

Συνέχεια από Τρίτη, 14 Οκτωβρίου 2025 

HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG

11. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ «ΔΙΚΑΙΩΜΑ» ΝΑ ΠΕΘΑΝΗΣ

Ο «συνειδητοποιημένος» και ανίατος ασθενής στο τελικό στάδιο...

Ας επιστρέψουμε ωστόσο στο δικαίωμα να πεθάνουμε (( ! )) . Κι ας υποθέσουμε ότι ο ασθενής έχει ακριβή γνώση τής κατάστασής του και έχει αποφασίσει να μη δεχθή την παράταση, με τεχνητά θεραπευτικά μέσα, της προαποφασισμένης κατάληξής του, αλλά να αφήση τα πράγματα να «πάρουν τον δρόμο τους». Με το ότι τού φανερώθηκε λοιπόν ανοιχτά η κατάστασή του, ώστε να αποφασίση ο ίδιος για τη συνέχεια, κατέστη σεβαστό και το ως άνω δικαίωμά του. Για να παρουσιαστή ωστόσο ένα καινούργιο τώρα πρόβλημα. Η επιλογή δηλ. του ασθενούς, να μην επεκταθή η όποια «θεραπεία» του, υπήρξε μεταξύ τών άλλων και μια επιλογή ενάντια στον πόνο, περιλαμβάνει άρα και μιαν επιθυμία να λιγοστέψουν τα βάσανά του – είτε με μιαν επιτάχυνση του επικειμένου τέλους, είτε με την ελαχιστοποίηση των πόνων στο εναπομείναν χρονικό διάστημα, όπου όμως το δεύτερο επιδρά μερικές φορές στο πρώτο, εξαιτίας τών ισχυρών φαρμακευτικών δόσεων που ήδη απαιτούνται. Το να ακολουθήση κανείς τέτοιες επιθυμίες μοιάζει σαφώς να συμφωνή με το δικαίωμα του ασθενούς στο να πεθάνη και με την παραδοχή τής ίδιας του της απόφασης. Η συμπόνοια παρακινεί εδώ σε μια παρόμοια συμπεριφορά, όπως όταν ένας ασθενής υποφέρει βαρειά. Η εκπλήρωση αυτής τής επιθυμίας απαιτεί ωστόσο και τη συνέργεια, ή ίσως και την αποκλειστική παρέμβαση κάποιων άλλων, και η κοινώς πλέον αποδεκτή ιδρυματοποίηση του θανάτου μέσω τής νοσοκομειακής περίθαλψης, σε συνδυασμό με το εντελώς «αβοήθητο» του ασθενούς, εγείρει πολύ σοβαρά προβλήματα. Η παραμονή σε μιαν οικιακή φροντίδα είναι τις περισσότερες πια φορές ανέφικτη, και δεν χρειάζεται καν να αναφέρουμε εδώ, τί θα μπορούσε να προσφέρη και να υπομείνη η συμπονετική αγάπη στον ιδιωτικό και προφυλαγμένο οικείο χώρο – κάτι που είναι σήμερα υποταγμένο σε ισχυρές, εξωτερικές και εσωτερικές αναστολές. Ενώ το νοσοκομείο τοποθετεί ευθέως και σε κάθε περίπτωση τον ασθενή στον δημόσιο, με τους δικούς του κανόνες και «ελέγχους», χώρο
Ως προς μιαν άμεση τώρα και σκόπιμη επιτάχυνση του τέλους με θανατηφόρα φάρμακα-συσκευασίες, είναι ασφαλώς εύλογο ότι δεν μπορούμε επ’ ουδενί να «απαιτήσουμε» από έναν οποιονδήποτε γιατρό να συνδυάση με οποιαδήποτε θετική εκ μέρους του θεραπεία έναν τέτοιον σκοπό, ούτε και τη σύμπραξη, κάνοντας τα «στραβά μάτια», του νοσοκομειακού προσωπικού, αν κάποιος τρίτος ζητήση να χορηγήση με κάποιον άλλον τρόπο τέτοιες συσκευασίες στον ασθενή. Δεν είναι άλλωστε μόνον ο νόμος που το απαγορεύει αυτό (κάτι που μπορεί βέβαια και να αλλάξη), αλλά ακόμα περισσότερο το εσώτατο νόημα του ιατρικού επαγγέλματος, που δεν επιτρέπεται ποτέ να αναθέση στον γιατρό τον ρόλο ενός «φορέα θανάτου», ακόμα κι αν το ζητά αυτό ένα... «υποκείμενο». Η «ευθανασία» ως ιατρική πράξη συζητείται μόνο στις περιπτώσεις μιας ασυνείδητα πλέον παρατεινόμενης και τεχνητά υποβοηθούμενης «υπόλοιπης ζωής», κατά την οποίαν το πρόσωπο του ασθενούς έχει ήδη εκλείψει (( ! )) . Αποκλείοντας ωστόσο κάθε άλλη περίπτωση «ευθανασίας» μέσω τού ιατρού, ώστε να προφυλαχθή και η ακεραιότητα του επαγγέλματός του, ακόμα και αντίθετα στο δικαίωμα του ασθενούς του στον ίδιον θάνατο, πρέπει και να προσθέσουμε ότι η παροχή στη διάθεση του ασθενούς ενός θανατηφόρου σκευάσματος πολύ λίγο υστερεί από μιαν άμεση υποβολή στην επιθυμία του! Κι αυτό θα μας οδηγούσε να απαγορεύσουμε κάθε προνομιακή ιατρική πρόσβαση σε τέτοια μέσα – ένα προνόμιο, που θα κινδύνευε άλλωστε το ίδιο, κι απ’ την καλύτερα ακόμα εννοούμενη κατάχρηση.

Υφίσταται ωστόσο μια διαφορά μεταξύ τού θανατώνω, φονεύω και του επιτρέπω τον θάνατο (και είδαμε ότι όσον αφορά στο πρώτο, η θέληση του ασθενούς μένει ανενεργή, όσον αφορά όμως στο δεύτερο, απαιτείται μια «συμμετοχή»), και μια διαφορά πάλι μεταξύ τού επιτρέπω τον θάνατο και της συνέργειας σε αυτοκτονία. Στην περίπτωση του επιβαρυμένου και «συνειδητού», εν συνειδήσει ασθενούς, για την οποίαν και μιλάμε τώρα, θα έπρεπε το «επιτρέπειν τον θάνατο» να είναι ελεύθερο απ’ τον φόβο νομικών (ποινικών ή και αστικών) καθώς και επαγγελματικών συνεπειών, αν αυτό το «επιτρέπειν» δεν ενδίδει παρά σ’ ένα μόνιμο και συνεχές αίτημα του ασθενούς (και όχι στην παράκληση μιας απελπισμένης και μόνο στιγμής), να τον αποσυνδέσουν π.χ. απ’ την αναπνευστική συσκευή, η οποία και μόνη τον κρατά εν ζωή, χωρίς καμμιάν άλλη προοπτική απ’ την παράταση αυτής αποκλειστικά τής κατάστασης. Το αίτημα αυτό αποτελεί, τυπικά, ένα δικό του και μόνο δικαίωμα, δυνάμει τής θέσης του ως εντολοδότης σε μια συμπεφωνημένη σχέση παροχής υπηρεσιών˙ ο δε νομικός προβληματισμός προκύπτει μόνον απ’ την τρόπον τινά μεταβίβαση δικαιωμάτων σε έναν θεσμικό εκτελεστή, όπως φαίνεται να είναι πια ένα νοσοκομείο. Μια τέτοια ωστόσο «μεταβίβαση» σε πράγματα καθημερινής ιατρικής «ρουτίνας» δεν μπορεί να αποσυνδεθή απ’ τη συνεχιζόμενη και πρωταρχική πρόθεση του υποκειμένου, δεν μπορεί να επεκταθή στο δικό του αποκλειστικά δικαίωμα, να την ξανασκεφτή και να αλλάξη πιθανώς την επιλογή του: δεν μπορεί δηλ. να οδηγή σε μιαν εκ των πραγμάτων κηδεμονία του. Όσον αφορά ωστόσο στην ηθική πλευρά (πέρα κι από κάθε δικαιωματισμό) της αναστολής των υποστηρικτικών μηχανημάτων κατά την επιθυμία ενός ασθενούς, θα ήταν απλή σοφιστεία το να ταυτισθή σ’ αυτήν την περίπτωση η παραίτηση από μια περαιτέρω «πράξη» (τα μηχανήματα...) με μιαν άλλην πράξη, το να επιτραπή δηλ. σε κάποιον να πεθάνη με τον φόνο. Η εξάρτηση δηλ. ενός αβοήθητου πλέον καθεαυτόν ασθενούς απ’ τη συγκατάθεση ή μη ενός γιατρού δεν επιτρέπεται να μειώνη καθόλου το δικαίωμά του εν σχέσει προς έναν άλλον ασθενή, ο οποίος διατηρεί την κινητική του αυτονομία και μπορεί απλά να σηκωθή απ’ το κρεβάτι και να αναχωρήση. Καθώς δεν θα μπορούσε κανείς να κατηγορήση ποτέ έναν τέτοιον ασθενή για αυτοκτονία (η ασθένεια είναι αυτή άλλωστε που σκοτώνει) και να τον υποχρεώση σε όποια περαιτέρω «μηχανική» ζωή˙ και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήση έναν τέτοιον μη-εξαναγκασμό ως συνέργεια σε αυτοκτονία (ακόμα κι αυτός που θεωρεί λανθασμένη μια τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους τού ασθενούς). Ενώ θα ήταν εξίσου άδικο όσο και παράλογο το να «πληρώνη» ένας «αβοήθητος» καθεαυτόν ασθενής με απώλεια του δικαιώματός του τη φυσική του αδυναμία: Όταν δηλ. θα πη: «αρκετά», πρέπει να τον υπακούσουμε˙ και κάθε κοινωνικό εμπόδιο, που θα αντιτίθεται σ’ αυτήν του την απόφαση, θα πρέπη εδώ να παραμερίζεται.

Τί συμβαίνει όμως, όταν έχουμε να κρίνουμε μια «πράξη» αντί για για μια «παύση», όπως π.χ. τη χορήγηση καταπραϋντικών σκευασμάτων, ως μια θετική μάλιστα ενέργεια εκ μέρους τού γιατρού; Γιατί μπορεί, στην περίπτωση που είναι αναγκαίες βλαβερές πλέον δόσεις για τον περιορισμό μονίμων και βασανιστικών πόνων, να υπάρξη σύγκρουση μεταξύ καταπραϋντικού χρέους και του ιπποκρατικού όρκου, «να μην προκαλή ο γιατρός βλάβη». Ποιο χρέος προηγείται άραγες εδώ; Στην περίπτωση ενός θεραπεύσιμου ακόμη ασθενούς, ή ενός ασθενούς που μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να επηρεαστή θετικά ακόμα θεραπευτικά, προηγείται σαφώς το δεύτερο: ο γιατρός οφείλει να αρνηθή τις επικίνδυνες δόσεις. Στην περίπτωση όμως μιας «τελικής» και παντελώς μη θεραπεύσιμης πια κατάστασης υπερισχύει – αυτό πιστεύω καθαρά διαισθητικά – η κραυγή για ανακούφιση απέναντι στην απαγόρευση κάθε βλάβης, ακόμα και στη συντόμευση κατ’ αυτόν τον τρόπο μιας ζωής, και είναι αυτό που πρέπει πια να εισακουστή. Το τίμημα βέβαια της ανακούφισης πρέπει να ανακοινωθή εξάπαντος στον ασθενή, και να έχη τη συγκατάθεσή του. Η πιθανή αυτή βλάβη απ’ τις υπερβολικές δόσεις μπορεί να επιδράση, όπως είπαμε, στην εναπομένουσα διάρκεια της ζωής, η οποία και να ελαττωθή προς χάριν τής κατάπαυσης των πόνων: θα μπορούσε όμως και να υπηρετήση το εναπομένον διάστημα, προσφέροντάς του μιαν ποιότητα στη θέση τής ποσότητας (( Όλα ακολουθούν εδώ μιαν αυστηρά τεκμηριωμένη – έτσι προσπαθείται τουλάχιστον – σύγχρονη, «λογική» σειρά... )) . Αυτή η «επιτάχυνση» ενός επερχομένου «τέλους» ως παράπλευρη απώλεια του εντελώς διαφορετικού σκοπού, να καταστή ανεκτό, άρα και «αντάξιο ζωής», το υπόλοιπο ενός βίου που δεν μπορεί πια επ’ ουδενί να βοηθηθή, είναι λοιπόν ηθικά σωστό, και δεν θα πρέπη να καταγγέλλεται ούτε απ’ τον επίσημο νόμο ούτε κι απ’ την επαγγελματική ιατρική ηθική – έστω κι αν προσθέτη έναν ακόμα θανατηφόρο παράγοντα σε μιαν καταδικασμένη ήδη σε θάνατο κατάσταση. Από μια συγκεκριμένη στιγμή και πέρα παύει να είναι ο γιατρός θεραπευτής, και καθίσταται βοηθός προς θάνατον του ασθενούς. Η τόσο επιμελώς περιγεγραμμένη εδώ «ελευθερία» τού γιατρού, δεν ανοίγει, κατά τη γνώμη μου, την πύλη προς έναν «ελεήμονα θάνατο», κι ούτε νομίζω πως χρειάζεται μιαν ειδική νομοθεσία «ευθανασίας», παρά μόνο μιαν εκλέπτυνση της εννοίας τού «τεχνικού λάθους» στη νομική ορολογία, που να αποκλείη και να μην αποκαλή έτσι την παροχή αυτής τής «τελικής» βοήθειας, αν το ζητήση ο ασθενής. Και δεν είναι ούτε ηθικά ούτε εννοιολογικά δυνατόν να θεωρηθή αυτή η εν κατανοήσει επιχειρούμενη «συναλλαγή» μεταξύ ανεκτικότητας και διάρκειας-«μήκους» μιας διαδικασίας θανάτου ως «φόνος».

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: