Συνέχεια από Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025
HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG
Ο «συνειδητοποιημένος» και ανίατος ασθενής στο τελικό στάδιο...
Ας σκεφτούμε τώρα τη συνέχιση του ανωτέρω διαλόγου με τις εξής ερωτήσεις εκ μέρους τού ασθενούς, αφού ο γιατρός τού έχει εξηγήσει το απαραίτητο μιας ακόμα χειρουργικής επέμβασης: «Τί θα μου προσφέρη, στην περίπτωση που θα πετύχη; Πόσο ακόμα, και πώς θα ζήσω; Ως κάποιος διαρκώς ασθενής, ή θα επιστρέψω σε μια φυσιολογική ζωή; Θα έχω πόνους, ή θα απελευθερωθώ απ’ αυτούς; Και για πόσον καιρό μέχρι το επόμενο επεισόδιο και την επιστροφή τού πόνου και της σημερινής μου κατάστασης;» (Ας συγκρατήσουμε, ότι μιλάμε εδώ για μιαν ανίατη και «προθεσμιακή» και μόνον κατάσταση, με μόνην εναλλακτική την προθεσμία τού ορίου τής ζωής.) Και όλα αυτά τα ερωτήματα αναφέρονται φυσικά σε υπαρκτές δυνατότητες, ανάλογα με το εκάστοτε επίπεδο της γενικής ιατρικής μας (ως κοινωνία) γνώσης – και σε τίποτα περισσότερο, ούτε όμως και λιγότερο.
Ο ασθενής έχει προφανώς το δικαίωμα να λάβη μια τίμια απάντηση. Είναι ωστόσο εξίσου προφανές ότι και ο γιατρός βρίσκεται σε μια δύσκολη θέση, αν αυτή η «τιμιότητα» συνεπάγεται και κάποια «σκληρότητα». Επιθυμεί άραγες πραγματικά ο ασθενής την «αφτιασίδωτη» αλήθεια; Και μπορεί να την αντέξη; Και τί θα σημάνη αυτή για την ψυχική του κατάσταση στο πολύτιμο υπόλοιπο των μετρημένων ημερών του, θα συντελέση θετικά ή αρνητικά στην όποια παράταση της ζωής του; Μήπως βαθειά μέσα του επιθυμεί μια «φιλάνθρωπη» παραπλάνηση; Και κάτι ακόμα πιο «βασανιστικό»: Μήπως η δυσάρεστη αλήθεια της ιατρικής εκτίμησης έφτανε να «αυτο-εκπληρωθή», υποσκάπτοντας τελικά τα ψυχικά αποθέματα και την περίφημη «επιθυμία για ζωή», με τα οποία ο ασθενής θα μπορούσε να υποβοηθήση τα θεραπευτικά μέσα, έτσι ώστε μια δική του αυτο-παραίτηση να επιδεινώση στην πραγματικότητα ακόμα και την ίδια την πρόγνωση; (( Πραγματικά, θέτει συνεχώς «τεράστια» προβλήματα το υποκείμενο... )) Η ελπίδα είναι εν τέλει μια δύναμη καθεαυτή, και η ενίσχυσή της, αντί για το αντίθετό της, την απελπισία, δεν εξυπηρετεί μόνο την απόφαση για (περαιτέρω) θεραπεία, αλλά και την πραγματική βελτίωση των προοπτικών τής κάθε θεραπείας. Δεν θα μπορούσε άραγες να βλάψη στην πραγματικότητα η αλήθεια τον ασθενή, ενώ μια «παραπλάνηση» να τον ωφελήση, κατά οιονδήποτε, υποκειμενικό ή αντικειμενικό τρόπο; Για να φτάσουμε έτσι, συζητώντας για το δικαίωμα στον θάνατο, στο πολύ παλαιότερο και τόσο γνωστό ερώτημα, αν πρέπη τελικά «να το πη αυτό» στον ασθενή ο γιατρός. Ένα ερώτημα που είχε στην πράξη εμφανισθή ακόμα και πριν απ’ την υποθετική εδώ κατάσταση πρακτικών αποφάσεων. Θα έπρεπε δηλαδή να ενημερώνη γενικά ο γιατρός τον ασθενή εξαρχής για το ότι η κατάστασή του είναι ανίατη και μάλιστα «τελεσίδικη», με την έννοια ότι θα μπορούσε μόνο, στην καλύτερη περίπτωση, ο ερχομός τού τέλους να παραταθή;
Οι γρήγορες (και επιπόλαιες) ωστόσο απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα θα απεδείκνυαν μιαν έλλειψη ευαισθησίας απέναντι στη σύνθετή τους πραγματικότητα, καθώς και στα απροσδιόριστα τελικά όριά της. Όσον αφορά σε μένα τον ίδιον, θα αποτολμούσα αυτήν και μόνο τη βασική θέση: Η αυτονομία τού κάθε ασθενούς θα έπρεπε να είναι τελικά (απολύτως) σεβαστή, να μην οδηγηθή δηλ. μέσω παραπλάνησης να λάβη την καλύτερη, σύμφωνα με την ενημέρωσή του, απόφαση, μιαν απόφαση για το τέλος τής ίδιας του της (επίγειας) ζωής – ακόμα κι αν θα ήθελε κι ο ίδιος να παραπλανηθή! Αυτός ο «σεβασμός» αποτελεί ασφαλώς ένα μέρος τής αληθινής ιατρικής τέχνης, που δεν διδάσκεται ωστόσο κατά την ιατρική εκπαίδευση. Ο γιατρός πρέπει να εκτιμήση εδώ σωστά το πρόσωπο του (κάθε) ασθενούς του, με όλη τη διαίσθηση που ο ίδιος διαθέτει. Αν έχη πεισθή, ότι ο ασθενής θέλει πραγματικά να μάθη την αλήθεια – κι αυτό δεν το αποδεικνύει απλώς η φράση: «Πές μου ακριβώς τί συμβαίνει» –, τότε ο γιατρός είναι ηθικά και συμβατικά υποχρεωμένος να του την αποδώση. Μια παρηγορητική «παραπλάνηση», που την επιθυμεί πράγματι ο ασθενής, είναι κι αυτή αποδεκτή, καθώς και μια ενθαρρυντική «παραπλάνηση» με άμεση θεραπευτική ωφέλεια, η οποία προϋποθέτει εξάλλου μια κατάσταση, όπου δεν πρόκειται ακόμα για μια τελική απόφαση. Σε κάθε άλλη ωστόσο περίπτωση, και κυρίως εκεί όπου πρόκειται να παρθή καθοριστική απόφαση εκ μέρους τού ασθενούς, θα έπρεπε να δικαιούται απολύτως το ώριμο πρόσωπο, γνωρίζοντας πλήρως, αν πράγματι και αξιόπιστα το επιθυμή, τα δεδομένα, (να έχη...) τον τελευταίο λόγο απέναντι σε κάθε είδους συμπόνια και κάθε αυθεντική κηδεμονία, που θα μπορούσε να έχη ο (κάθε) γιατρός στο όνομα αυτού που θεωρεί ως το καλύτερο για τον ασθενή του.
Αυτό το δικαίωμα για «αποκαλυπτική διαφάνεια» εκτείνεται εξάλλου, πέρα κι απ’ την ανάγκη μιας (καλώς) ενημερωμένης απόφασης, (και) σε μια πραγματικότητα, όπου δεν υπάρχει απολύτως τίποτα να αποφασισθή. Γιατί αυτό που τίθεται εκεί ως ερώτημα δεν είναι πλέον το «δικαίωμα στον θάνατο», ένα ζήτημα στο πρακτικό πεδίο, αλλά το σχετικό με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια νοητό δικαίωμα στον ίδιο μας τον θάνατο, κάτι που δεν αναφέρεται πλέον στο πεδίο τής πράξης, αλλά στο πεδίο τού Είναι και της ύπαρξης. (( Το υποκείμενο μπορεί, πράγματι, μόνο να πεθαίνη! )) . Χρειάζονται ωστόσο εδώ κάποιες διεκρινήσεις. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν δηλ. οι θεραπευτικές εκείνες επιλογές, που θα δικαιολογούσαν ενδεχομένως ένα δικαίωμα στον θάνατο, παραμένει το δικαίωμα του καταδικασμένου ασθενούς για αλήθεια ένα δικαίωμα καθεαυτό, ένα ιερό μάλιστα δικαίωμα, εντελώς ανεξάρτητο απ’ την πρακτική του σημασία για τις εξω-ιατρικές διαθέσεις τού προσώπου, τις οποίες και θα μπορούσε π.χ. η αλήθεια να προκαλέση. Μπορεί δηλ. να μεταφερθή εδώ κάτι απ’ το πνεύμα τού μυστηρίου τού θανάτου τής καθολικής (λατινικής...) Εκκλησίας στην ιατρική ηθική: ο γιατρός θα έπρεπε να είναι σε θέση να σεβαστή και να τιμήση (αντίθετα με τη σύγχρονη απαξίωσή του ως μιαν απερίγραπτη κακοτυχία) το ουσιαστικό νόημα του θανάτου για την πεπερασμένη (μας) ζωή, και να μην αρνηθή σε κάποιον συνάνθρωπό του το προνόμιο να «συσχετισθή» (τροπον τινά) με το τέλος που πλησιάζει – να προσαρμοσθή δηλ. σ’ αυτό με τον δικό του τρόπο, είτε υποτασσόμενος, είτε συμφιλιούμενος, είτε και αντιτιθέμενος (( ; )) σ’ αυτό, μέσα απ’ την αξιοπρέπεια πάντως τής γνώσης. Διαφορετικά ασφαλώς απ’ τον ιερέα που εκπροσωπεί τον Θεό, δεν εξουσιοδοτείται στον καθαρά κοσμικό ρόλο του ο γιατρός να επιβάλη καθ’ οιονδήποτε τρόπο αυτή τη γνώση στον ασθενή του, πρέπει ωστόσο να ακούση την αληθινή του θέληση, όσο μπορεί να την αφουγκραστή ακόμα και πίσω απ’ τις λέξεις. Η αλήθεια δεν είναι εδώ (περισσότερο από κάθε άλλη φορά) μια υπόθεση (όπως πρέπει ο κάθε γνήσιος φίλος τού ανθρώπου να αναγνωρίση) για τον καθέναν. Η συμπόνια επιτρέπει ασφαλώς την αναξιότητα της άγνοιας, χωρίς να επιτρέπη όμως και την αυθαίρετη επιβολή της. Υπάρχει, με άλλα λόγια, πέρα απ’ το «δικαίωμα στον θάνατο» και το δικαίωμα να διαθέτη κανείς τη συγκεκριμένη συνείδηση του επικειμένου θανάτου του (και όχι τη γενική και αφηρημένη μόνο γνώση περί θνητότητας), με το οποίο και συμπληρώνεται στην πραγματικότητα το δικαίωμα στην ίδια μας την ζωή, καθιστώντας «δικό μας» και το δικαίωμα στον θάνατο. Ένα πραγματικά αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα, έστω κι αν η ανθρώπινη αδυναμία προτιμά συχνά να παραιτηθή απ’ αυτό – το οποίο αποτελεί κι αυτό ένα «δικαίωμα», συνδεόμενο άμεσα με τον σεβασμό και την παραχώρηση μιας οικτίρμονος, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, «παραπλάνησης». Μια ευσπλαγχνία που δεν επιτρέπεται ωστόσο να καταστή, σε καμμιά περίπτωση, και αλαζονεία. Το να εξαπατήση δηλ. κανείς έναν άνθρωπο μπροστά στον θάνατο, αδιαφορώντας για την αξιόπιστα εκδηλωμένη βούλησή του, σημαίνει τελικά να τον εξαπατήση ως προς τη χαρακτηριστική δυνατότητα της ίδιας του της (ανθρώπινης) ύπαρξης, να αντικρύση κατά πρόσωπο τη θνητότητα του, τη στιγμή που αυτή παρουσιάζεται κυριολεκτικά μπροστά του. Αυτό που για μένα προϋποτίθεται εδώ είναι (βέβαια) η επίγνωση, πως η θνητότητα αποτελεί κι αυτή μιαν αναπόσπαστη «ιδιότητα» της ζωής, και όχι μιαν «απόξενη» και «τυχαία» προσβολή της.
( συνεχίζεται )
ΠΑΡΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΞΕΝΙΣΕΙ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΘΑΝΑΣΙΜΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ ΠΑΡΑ Η ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗΣ.
ΜΙΑ ΧΑΛΑΡΗ ΠΙΣΤΗ ΠΕΡΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΑ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΑΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΕΓΩ.
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΠΟΣΙΩΠΑΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΕΡΩΤΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΣ:
ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΟΛΟΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ; Η ΕΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου