Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Ο Πλωτίνος και ο παγανιστικός Νεοπλατωνισμός (6)

Συνέχεια από: Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Ιστορία της ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας 6
Όγδοος τόμος
Ο Πλωτίνος και ο παγανιστικός Νεοπλατωνισμός
Του Giovanni Reale, Εκδόσεις Bompiani


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ

Δεύτερη ενότητα

Το σύστημα του Πλωτίνου και οι ερμηνευτικοί κανόνες για την ερμηνεία των Εννεάδων

4. Η διαλεκτική


Τι είναι, λοιπόν, ακριβώς, η διαλεκτική; Να η απάντηση του Πλωτίνου:

Αλλά τι είναι, τέλος πάντων, αυτή η διαλεκτική, που πρέπει να διδάσκεται και στους δύο πρώτους τύπους ανθρώπου; Συνίσταται σε μια συνήθεια που επιτρέπει να μιλά κανείς σύμφωνα με τον λόγο για κάθε πραγματικότητα, δίνοντας για καθεμία τόν ακριβή της ορισμό, τη διαφορά της από τα άλλα πράγματα και αποκαλύπτοντας ό,τι έχει κοινό με αυτά.

[Και όχι μόνο αυτό, αλλά επίσης αναγνωρίζει τον τόπο και το πεδίο μέσα στο οποίο κάθε πράγμα βρίσκεται, αν πραγματοποιεί τη δική του ουσία, πόσα πράγματα ανήκουν στο «είναι» και πόσα στο «μη-είναι», δηλαδή σε ό,τι είναι χωρισμένο από το είναι. Επιπλέον, η διαλεκτική πραγματεύεται τόσο το αγαθό όσο και ό,τι δεν είναι αγαθό, τι ανήκει σε αυτό και τι, αντίθετα, ανήκει στο αντίθετό του· διευκρινίζει επίσης τι είναι το αιώνιο και τι δεν είναι, προχωρώντας πάντοτε στην οδό της επιστήμης και ποτέ της δόξας.
Στο τέλος της περιπλάνησής της στον αισθητό κόσμο, η διαλεκτική ριζώνει στον νοητό, όπου επιτελεί τη δραστηριότητά της, απαλλασσόμενη από το σφάλμα και τρέφοντας την Ψυχή στην αποκαλούμενη «Πεδιάδα της Αλήθειας». Σε αυτό κάνει χρήση της πλατωνικής μεθόδου της διαιρέσεως (diairesi) για τη διάκριση των Ιδεών και της ουσίας, εφαρμόζοντάς την χρήσιμα ακόμη και στα πρώτα γένη.
Φτάνοντας ως αυτό το σημείο, πάντοτε στον χώρο του νοητού, συνδέει όλες τις συνέπειες που απορρέουν από τις αρχές, μέχρι να διατρέξει ολόκληρο τον νοητό κόσμο, και έπειτα, σε αντίστροφη πορεία, μέσω αναλύσεως, ανέρχεται ξανά στην Αρχή, όπου τελικά βρίσκει ανάπαυση. Αναπαύεται όσο παραμένει εκεί επάνω, επειδή σε αυτόν τον τόπο δεν διασκορπίζεται σε πολλαπλότητα πράξεων, αλλά περιορίζεται στο να θεωρεί, συγκεντρωμένη στην ενότητα, και αναθέτοντας σε άλλη επιστήμη –σαν να επρόκειτο για την εκμάθηση της γραφής– την επονομαζόμενη λογική δραστηριότητα, που αφορά τη χρήση προκείμενων και συλλογισμών.
Αληθινά, μερικές από αυτές τις διαδικασίες τις θεωρεί αναγκαίες ως προϋποθέσεις της τέχνης της και τις αξιολογεί όπως και τις άλλες γνώσεις: άλλες τις θεωρεί χρήσιμες, άλλες περιττές, επειδή ανήκουν στη μέθοδο της επιστήμης που τις απαιτεί.]
Αυτή η επιστήμη δεν εξαρτάται από τον εξωτερικό κόσμο και συνεπώς δεν ξεκινά από την αίσθηση, με την έννοια ότι δεν αντλεί από την αισθητηριακή εμπειρία τις δικές της αρχές, αλλά τις λαμβάνει από τον ίδιο τον νου μέσω της ψυχής.

Ήδη ο Πλάτων είχε πει καθαρά ότι το να στρέφουμε απευθείας το βλέμμα στα αισθητά μέσω των αισθήσεων «τυφλώνει την ψυχή» και είχε υποστηρίξει την ανάγκη να καταφεύγει κανείς στους λόγους και να προχωρεί σε αυτό το πεδίο.

Ο Πλωτίνος διακηρύσσει ακόμη πιο καθαρά ότι τις αρχές τις δίνει ο ίδιος ο νους, και αυτές είναι προφανείς, αρκεί να ξέρει κανείς να τις αποδέχεται ακριβώς με την ψυχή, η οποία –όπως θα δούμε– εξαρτάται από τον Νου.

Η διαλεκτική απορρέει έπειτα από αυτές τις αρχές, συνδέοντάς τις και διαχωρίζοντάς τις, μέχρι να συλλάβει όλο το πλέγμα των σχέσεων που συγκροτεί ολόκληρο τον κόσμο του Νου με κατάλληλο τρόπο και, μάλιστα, μέχρι να συλλάβει πέρα από τον ίδιο τον Νου, το Έν, το Απόλυτο, όπως θα δούμε.

5. Το μυστικό κορύφωμα της διαλεκτικής

Δύο στοιχεία απομένουν ακόμη να αναδειχθούν, προκειμένου να κατανοήσουμε σωστά τη διαλεκτική του Πλωτίνου.

Πρώτον —όπως ήδη έχουμε υπαινιχθεί— η διαλεκτική δεν είναι μια καθαρή μέθοδος έρευνας, δηλαδή ένα απλό εργαλείο. Δεν συνίσταται, όπως στον Ἀριστοτέλη και στη Στοά, στον προσδιορισμό απλών λογικών διαδικασιών ή των ορθών τρόπων διατύπωσης ερωτήσεων και απαντήσεων, αλλά είναι μια διεργασία σκέψεως που —όπως ήδη στον Πλάτωνα— συλλαμβάνει άμεσα το είναι και την πραγματικότητα:

Δεν πρέπει καθόλου να νομίζεται ότι αυτή [η διαλεκτική] είναι απλό εργαλείο του φιλοσόφου· στην πραγματικότητα, δεν αποτελείται από γυμνά θεωρήματα και κανόνες, αλλά αγγίζει τα ίδια τα πράγματα και έχει τα όντα, θα λέγαμε, ως ύλη της· και ωστόσο πλησιάζει τα όντα με δικό της τρόπο, επειδή κατέχει ταυτόχρονα, μαζί με τα θεωρήματα, και τα ίδια τα πράγματα.

Δεύτερον, η διαλεκτική για τον Πλωτίνο, όπως ήδη και για τον Πλάτωνα —και αυτό επίσης το έχουμε υπαινιχθεί— είναι ηθική άνοδος, είναι άσκηση, είναι μεταστροφή.

Δεν μπορεί να υπάρξει διαλεκτική χωρίς αρετή· μάλιστα, οι ανώτερες αρετές ταυτίζονται ή συνδέονται στενά με αυτήν, εφόσον οι αρετές αυτές είναι χωρισμός από το σώμα, ομοίωση και ταύτιση με το θείο, και η διαλεκτική ακριβώς σ’ αυτό αποβλέπει.

Η διαλεκτική του Πλωτίνου, λοιπόν, στη στιγμή της ολοκλήρωσής της, καταλήγει στη «μυστική» εμπειρία.

Με αυτή την τελευταία παρατήρηση, επανενωνόμαστε με την αρχική αναφορά στη απολύτως ιδιότυπη φύση του κορυφαίου σημείου της πλατωνικής-πλωτινικής διαλεκτικής.
Ήδη η πλατωνική διαλεκτική πορεία κατέληγε στη θεώρηση του Αγαθού, δηλαδή σε μια άμεση σύλληψη του απόλυτου.


Ο Πλωτίνος υπογραμμίζει με εξαιρετική δύναμη την ασυνήθιστη φύση αυτού του τελικού σταδίου, έως του σημείου να το αντιπαραθέτει προς την επιστήμη και, μάλιστα, να μιλά για «επαφή», «ομοίωση», «ταύτιση», «ἔκστασιν».
Όμως, για να κατανοήσουμε αυτό το σημείο, είναι απαραίτητο πρώτα να εξετάσουμε ολόκληρο το σύστημα του Πλωτίνου· γι’ αυτό και θα μπορέσουμε να το χαρακτηρίσουμε ολοκληρωμένα μόνο στο τέλος της πραγματείας.



II. Οι δυνατές μέθοδοι για την ερμηνεία και την παρουσίαση του Πλωτίνου

1. Οι ερμηνείες που έχουν προταθεί από τους ιστορικούς της φιλοσοφίας

Τα συστατικά στοιχεία της πλωτινής σκέψης —όπως εδώ και καιρό έχουν παρατηρήσει οι μελετητές— είναι δύο: ένα στοιχείο υποκειμενικού χαρακτήρα, δηλαδή, όπως θα λέγαμε σήμερα, υπαρξιακού, και ένα στοιχείο αντικειμενικού χαρακτήρα, δηλαδή αυστηρά στοχαστικού.
Από άκρη σε άκρη των Εννεάδων, αναδύονται η αγωνία για το Θείο και η φλογερή επιθυμία να ενωθεί κανείς με Αυτό, το θρησκευτικό συναίσθημα και η μυστική τάση. Αλλά εξίσου εμφανής σε όλες τις πραγματείες των Εννεάδων είναι η νηφάλια προσπάθεια να εξηγηθεί ορθολογικά η ολότητα του πραγματικού και να δοθεί λόγος —πάντοτε σε ορθολογικές βάσεις— αυτής ακριβώς της τάσης του ανθρώπου και όλων των όντων προς το Θείο.

Μερικοί ερμηνευτές έχουν δώσει προτεραιότητα στο πρώτο στοιχείο, προσφέροντάς μας μια σειρά ερμηνειών που, περίπου, μπορούν να ονομαστούν θρησκευτικές, ενώ άλλοι έχουν προκρίνει το δεύτερο στοιχείο, προσφέροντας έτσι μια σειρά από φιλοσοφικές και μεταφυσικές ερμηνείες.

Πάντως, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι αυτά τα δύο στοιχεία, στον Πλωτίνο, δύσκολα μπορούν να διαχωριστούν. Ο Bréhier μάλιστα έχει δηλώσει —και όχι χωρίς λόγο— ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Πλωτίνου είναι ακριβώς «η εσωτερική ένωση αυτών των δύο προβλημάτων, ένωση τέτοια ώστε το ερώτημα ποιο από τα δύο υποτάσσεται στο άλλο να μην μπορεί πια να τεθεί». Και ο Γάλλος μελετητής διευκρινίζει περαιτέρω:
«Ο Πλωτίνος πρέπει να τοποθετηθεί ανάμεσα στους στοχαστές που επιχείρησαν να υπερβούν όχι μόνο τη σύγκρουση ανάμεσα στη λογική και στην πίστη (διότι, με αυτή τη μορφή, η σύγκρουση θα τεθεί μόνο αργότερα, σε ιστορικές συνθήκες που ακόμη δεν έχουν προκύψει στην εποχή αυτή), αλλά μια σύγκρουση πολύ γενικότερου χαρακτήρα —τη σύγκρουση ανάμεσα σε μια θρησκευτική αναπαράσταση του σύμπαντος, δηλαδή μια αναπαράσταση που δίνει νόημα στη μοίρα μας, και σε μια ορθολογιστική αναπαράσταση που φαίνεται να αφαιρεί κάθε νόημα από μια πραγματικότητα όπως η ατομική μοίρα της ψυχής. Επειδή έθεσε αυτό το πρόβλημα, ο Πλωτίνος παραμένει ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους της ιστορίας της φιλοσοφίας.»

Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως και να έχει, εμείς ασχολούμαστε με τον Πλωτίνο στην ιστορία της φιλοσοφίας μόνο χάρη στη δεύτερη συνιστώσα, ή, αν θέλουμε, στον βαθμό που η δεύτερη συνιστώσα δίνει νόημα στην πρώτη. Συνεπώς, οι «φιλοσοφικο-μεταφυσικές» ερμηνείες είναι αναμφίβολα οι πιο κατάλληλες, πολύ περισσότερο επειδή και οι πρώτες, στο τέλος, δεν κατορθώνουν να δώσουν νόημα στο θρησκευτικό στοιχείο χωρίς να αναφερθούν στο φιλοσοφικό· δεν καταφέρνουν να εξηγήσουν το υπαρξιακό στοιχείο χωρίς να προσφύγουν στο οντολογικό· με μια λέξη, δεν μπορούν να στερηθούν το «αντικειμενικό» για να εξηγήσουν το «υποκειμενικό».

Από την πλευρά τους, όμως, και οι φιλοσοφικές ερμηνείες έχουν ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους.

Μερικοί μελετητές προσπάθησαν να ανασυνθέσουν την εξέλιξη της πλωτινικής σκέψης και την χρονολογική της ανάπτυξη. Ωστόσο, η χρονολογική σειρά των Εννεάδων που μας παρέδωσε ο Πορφύριος δεν είναι εντελώς αξιόπιστη. Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι ο Πλωτίνος άρχισε να γράφει γύρω στα πενήντα του χρόνια, ενώ ήδη δίδασκε επί περίπου μια δεκαετία· δηλαδή όταν η σκέψη του είχε ωριμάσει πλήρως. Κατανοεί κανείς, λοιπόν, γιατί αυτές οι προσπάθειες είχαν μάλλον απογοητευτικά αποτελέσματα.

Όσοι αντίθετα επιχείρησαν να ανασυγκροτήσουν συστηματικά τη σκέψη του Πλωτίνου, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια άλλη δυσκολία.

Ο Πλωτίνος είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένας πολύ «συστηματικός» στοχαστής, αλλά ο τρόπος με τον οποίο εκθέτει τη σκέψη του είναι όσο γίνεται πιο ασύστηματικός. Από την πρώτη κιόλας σελίδα των Εννεάδων, οι τρεις «υποστάσεις» εμφανίζονται, και μάλιστα προϋποθέτουν ήδη ολόκληρο το σύστημα καθορισμένο· όμως πουθενά δεν βρίσκουμε την υπόδειξη ενός ακριβούς σχεδίου για να το ανασυγκροτήσουμε.

Επομένως, είναι εύλογο ότι και σε αυτή την περίπτωση οι ερμηνευτές χωρίστηκαν σε δύο παρατάξεις. Μερικοί προτίμησαν να ακολουθήσουν την οδό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «από τα κάτω προς τα άνω», δηλαδή την οδό που ξεκινά από την ύλη και τον αισθητό κόσμο για να φτάσει στον νοητό και από την κατώτερη υπόσταση στη ανώτερη. Άλλοι, αντίθετα, προτίμησαν την οδό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «από τα άνω προς τα κάτω», ξεκινώντας από την υπέρτατη αρχή, δηλαδή από το «Ἕν», κατερχόμενοι στη συνέχεια στον «Νοῦν», στην «Ψυχή» και έπειτα στον αισθητό κόσμο.

Ποια είναι η σωστότερη και πιο κατάλληλη οδός;

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: