Συνέχεια από Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025
Heidegger και Αριστοτέλης 10Του Franco Volpi
Κεφάλαιο 3
Αλήθεια, υποκείμενο, χρονικότητα: η παρουσία του Αριστοτέλη στα μαθήματα του Μάρμπουργκ και στο «Είναι και Χρόνος» ε
3. Το πρόβλημα του «υποκειμένου» γ
Είναι εδώ φανερό πώς ο χαϊντεγκεριανός χαρακτηρισμός της δομής του Dasein ως «ένα έχειν-να-είναι» ( avere-da-essere ) εκτίθεται σε μια υπαρξιστική ερμηνεία. Αν όμως ληφθούν υπόψη τόσο η αναφορά στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλης, από την οποία αυτός ο χαρακτηρισμός προέρχεται, όσο και η οντολογική κατεύθυνση προς την οποία προσανατολίζεται, μπορεί να αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας τέτοιας περιοριστικής ανάγνωσης — ακόμη κι εκεί όπου γίνεται πιο ύπουλη, δηλαδή στο σημείο όπου ο Heidegger εισέρχεται στην καρδιά της ανάλυσης του Dasein και εξετάζει τη μέριμνα (Sorge) στις τρεις θεμελιώδεις της αρθρώσεις.
Εξετάζοντας λοιπόν αυτή την κεντρική στιγμή της χαϊντεγκεριανής σύλληψης, θα πρέπει να προσκολληθούμε ακόμη πιο σταθερά στο νήμα που ανέδειξε την σύνδεση ανάμεσα σε αυτή και στην αριστοτελική θεώρηση του ηθικού είναι του ανθρώπου.
Είναι γνωστό ότι η πρώτη προσδιοριστική ιδιότητα του Dasein που ο Heidegger διατυπώνει στην αρχή της ανάλυσής του για την ύπαρξη είναι εκείνη του είναι-μέσα-στον-κόσμο (In-der-Welt-sein). Με αυτόν τον προσδιορισμό επιδιώκει να εκφράσει την συν-καταγωγικότητα του Dasein και του κόσμου, υπερβαίνοντας την ντεκαρτιανή διάσπαση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, συνείδησης και κόσμου.
Ακριβώς επειδή είναι συν-καταγωγικό με τον κόσμο, το Dasein είναι «ανοιχτό», «αποκεκαλυμμένο» απέναντι στα όντα που συναντά μέσα στον κόσμο· και για τον λόγο αυτό ο Heidegger το χαρακτηρίζει ως «άνοιγμα» ή «αποκάλυψη» (Erschlossenheit).
Τώρα, μέσα από μια σειρά αναλύσεων που δεν είναι απαραίτητο να επαναλάβουμε εδώ λεπτομερώς, ο Heidegger περιγράφει τη διαμόρφωση αυτής της δομής του ανοίγματος που χαρακτηρίζει το Είναι του Dasein. Εκείνο που πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά είναι οι τρεις θεμελιώδεις στιγμές αυτής της δομής, οι οποίες είναι ταυτόχρονα και τα τρία σημαντικότερα υπαρξιακά (esistenziali). Αυτά είναι:
η Befindlichkeit (διάθεση, συναισθηματική κατάσταση), δηλαδή η συναισθηματική κατάσταση ή, όπως θα μπορούσαμε ίσως να αποδώσουμε, η διάθεση,
το Verstehen, δηλαδή η κατανόηση,
και η Rede (ή επίσης Artikulation), δηλαδή ο λόγος ή ο λόγος-ως-άρθρωση.
Η απλή μετάφραση αυτών των όρων, ωστόσο, δεν επιτρέπει να συλληφθεί το πραγματικό τους νόημα· αντιθέτως, κινδυνεύει να το αποκρύψει. Το νόημα αυτό καθίσταται σαφέστερο αν μπορέσουμε να διακρίνουμε και να συλλάβουμε μέσα τους την ουσία αντίστοιχων παραδοσιακών καθορισμών του υποκειμένου ως προς το είναι του ανθρώπου (ιδίως ως προς τη δράση), καθορισμών που ο Heidegger επανεξετάζει και ριζικά μετασχηματίζει μέσα στο οντολογικό πλαίσιο που αυτός έχει αναπτύξει.
Έτσι, η Befindlichkeit μπορεί να αντιστοιχηθεί σε αυτό που παραδοσιακά θεωρείται η στιγμή της παθητικότητας και δεκτικότητας του υποκειμένου· στο Verstehen μπορεί να διακρίνει κανείς τη στιγμή της αυθορμησίας και της δραστηριότητας· και οι δύο αυτές στιγμές αρθρώνονται σύμφωνα με τους τρόπους του λόγου (Rede).
Επιπλέον, τουλάχιστον σε σχέση με τους δύο πρώτους καθορισμούς, είναι δυνατό να ανιχνευθούν μέσα τους μακρινοί αριστοτελικοί πρόδρομοι. Ας δούμε, λοιπόν, πιο προσεκτικά πώς ο Heidegger τους αντιλαμβάνεται.
Στην Befindlichkeit, λέει ο Heidegger, το Dasein αποκαλύπτεται μέσα στο «έχειν-να-είναι» του· τίθεται ενώπιον του «ότι υπάρχει και ότι έχει να είναι», και μάλιστα κατά τρόπον που του αποκρύπτει «το από πού και το προς τα πού» του· αυτόν τον τρόπο ο Heidegger τον ονομάζει το είναι-ριγμένο (Geworfenheit). Επιπλέον, η Befindlichkeit ανοίγει το Dasein ως είναι-μέσα-στον-κόσμο μέσα στην ολότητά του (όπως ο Heidegger δείχνει μέσα από την ανάλυση του φαινομένου της κατάθλιψης). Τέλος, στη Befindlichkeit «συνδέεται μια αποκαλυπτική αναφορά προς τον κόσμο, μέσα στην οποία μπορούμε να συναντήσουμε εκείνο που προκαλεί τις συγκινήσεις»¹.
Αυτό που ο Heidegger επιδιώκει να αναδείξει με αυτόν τον χαρακτηρισμό της Befindlichkeit, είναι ότι η ανθρώπινη ζωή δεν εκδηλώνεται και δεν συγκροτείται μόνο στις ενεργείς και καθαρές στιγμές της αυθορμησίας και της λογικότητας, αλλά και σε εκείνες τις θολές στιγμές που παραδοσιακά κατανοούνται ως πάθη, και τις οποίες αυτός επανανοηματοδοτεί ακριβώς με όρους Befindlichkeit.
Αυτή η εκδήλωση, αυτοαναγνώριση και συγκρότηση της ανθρώπινης ζωής μέσα στα «πάθη» επιβεβαιώνει, επιπλέον, την ανακάλυψη που έκανε ο Heidegger με τη βοήθεια τής πρακτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλης — δηλαδή την ανακάλυψη ότι ο θεμελιώδης καθορισμός του Dasein είναι κατεξοχήν πρακτικός καθορισμός.
Αν ληφθεί επιπλέον υπόψη ότι ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο ο Heidegger αναφέρεται στη διδασκαλία του Αριστοτέλης περί παθών (pathe), δεν είναι τολμηρό να σκεφθεί κανείς ότι, καθορίζοντας τη Befindlichkeit ως θεμελιώδη συνιστώσα του Dasein, ο Heidegger οικειοποιείται αυτήν την αριστοτελική διδασκαλία, αποσπώντας την από το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Αριστοτέλης την παρουσιάζει στο Β΄ βιβλίο της Ρητορικής, και μετασχηματίζοντάς την σε οντολογικό επίπεδο.
Τέλος, το γεγονός ότι η Befindlichkeit έχει το θεμέλιό της στη δομή του Dasein ως Sorge (μέριμνα), και ότι στον Αριστοτέλης τα pathe κινούν την ψυχή του ανθρώπου καθόσον αυτή είναι επιθυμητική (appetitiva), δηλαδή καθόσον είναι δομημένη ως όρεξις, μας υποδεικνύει μια ακόμη, απρόσμενη αντιστοιχία: εκείνη ανάμεσα στη Sorge και την όρεξις.
Όσον αφορά τον καθορισμό της κατανόησης (Verstehen), αυτή αντιπροσωπεύει, όπως ειπώθηκε, τη στιγμή της αυθορμησίας και της δραστηριότητας του Dasein, την παραγωγικότητα του δύνασθαι-είναι του. Ο Heidegger λέει ότι «η κατανόηση είναι το υπαρξιακό είναι του δύνασθαι-είναι που ανήκει στο ίδιο το Dasein, και είναι τέτοια ώστε αυτό το είναι αποκαλύπτει στον εαυτό του πώς έχουν τα πράγματα σχετικά με το ίδιο του το είναι» (Sein und Zeit, §31).
Αυτή η διατύπωση περιέχει διπλή ένδειξη:
πρώτον, σημαίνει ότι η κατανόηση —παρά το τι μπορεί να υπονοεί ο όρος, ιδίως στα ιταλικά— είναι η αυθόρμητη και δημιουργική στιγμή, χάρη στην οποία το Dasein σχεδιάζει και πραγματώνει το ίδιο του το είναι· δηλαδή, αναφέρεται σ’ αυτό μέσα σε εκείνη τη πρακτική διάθεση που έχει ήδη αναδειχθεί.
Δεύτερον, σημαίνει ότι αυτή η στιγμή συνοδεύεται από μια μορφή γνώσης: με την έννοια ότι, στην πρακτική του αναφορά προς το ίδιο του το είναι, το Dasein συγκροτεί τη συνείδηση του εαυτού του, την αυτοσυνείδησή του.
Γι’ αυτό ο Heidegger λέει ότι το Dasein, σε αυτόν τον πρακτικό καθορισμό του, διαθέτει τη διαφάνειά του (Durchsicht)· «βλέπει» δηλαδή μέσα από τον εαυτό του και συγκροτείται σε αυτό το “βλέπειν” ως ταυτόσημο με τον εαυτό του. Η κατανόηση πρέπει επομένως να νοηθεί κι αυτή ως κατεξοχήν πρακτικός καθορισμός του είναι του Dasein.
Σε ένα σημείο από το μάθημα του θερινού εξαμήνου του 1927, όπου ο Heidegger πραγματεύεται το πρόβλημα του Verstehen, λέει πολύ ρητά ότι αυτό είναι
«το αληθινό και ουσιώδες νόημα της πράξης» (il senso vero e proprio dell’agire).
Αυτό επιτρέπει να διατυπωθεί η υπόθεση ότι μέσα στο Verstehen υπολανθάνει μια επαναδιατύπωση του αριστοτελικού καθορισμού του νους πρακτικός. Πράγματι, όπως στη θεωρία του Αριστοτέλη για την πράξη ο νους πρακτικός αντιπροσωπεύει τη συμπληρωματική στιγμή σε σχέση με την orexis, έτσι και στον Heidegger η κατανόηση είναι ο συμπληρωματικός καθορισμός σε σχέση με τη Befindlichkeit· είναι ο καθαρός και αυθόρμητος σχεδιασμός, που αντιστοιχεί στο σκοτεινό και παθητικό θεμέλιο της καταστασιακότητας από το οποίο αυτός εκκινεί και προς το οποίο παραμένει πάντοτε δεσμευμένος.
Ο Heidegger, επιπλέον, ριζώνει το Verstehen, το οποίο εκδηλώνεται και αρθρώνεται ως Besorgen (σε αναφορά προς τα πράγματα), ως Fürsorge (σε αναφορά προς τους άλλους) και ως Worumwillen (σε αναφορά προς τον εαυτό του), στο θεμέλιο της μέριμνας (Sorge) — με τον ίδιο τρόπο που προηγουμένως είχε ριζώσει σε αυτήν και τη Befindlichkeit.
Επομένως, μέσα στη μέριμνα (Sorge), οι στιγμές της Befindlichkeit και του Verstehen ανάγονται στο ενιαίο θεμέλιό τους, δηλαδή σε εκείνον τον πρωταρχικό πρακτικό καθορισμό που χαρακτηρίζει τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα του Dasein μέσα στο είναι-του-στον-κόσμο.
Τώρα, στο να καθορίζει αυτή την αρχέγονη ενότητα παθητικών και ενεργητικών στιγμών —δεκτικότητας και αυθορμησίας, επιθυμίας και λογικότητας— ως Sorge, μπορεί να ειπωθεί ότι ο Heidegger επαναπροτείνει και αναμορφώνει το ίδιο πρόβλημα που ο Αριστοτέλης εντοπίζει για πρώτη φορά, εκεί όπου λέει ότι ο άνθρωπος είναι συγχρόνως νους πρακτικός και όρεξις διανοητική.
Η αντιστοιχία ανάμεσα στη Sorge ως θεμελιώδη καθορισμό του ανοίγματος του Dasein μέσα στο είναι-του-στον-κόσμο, και στον πρακτικό καθορισμό του ανθρώπου που δίνει ο Αριστοτέλης, είναι έτσι πλήρης.
Συνεχίζεται
Αλήθεια, υποκείμενο, χρονικότητα: η παρουσία του Αριστοτέλη στα μαθήματα του Μάρμπουργκ και στο «Είναι και Χρόνος» ε
3. Το πρόβλημα του «υποκειμένου» γ
Είναι εδώ φανερό πώς ο χαϊντεγκεριανός χαρακτηρισμός της δομής του Dasein ως «ένα έχειν-να-είναι» ( avere-da-essere ) εκτίθεται σε μια υπαρξιστική ερμηνεία. Αν όμως ληφθούν υπόψη τόσο η αναφορά στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλης, από την οποία αυτός ο χαρακτηρισμός προέρχεται, όσο και η οντολογική κατεύθυνση προς την οποία προσανατολίζεται, μπορεί να αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας τέτοιας περιοριστικής ανάγνωσης — ακόμη κι εκεί όπου γίνεται πιο ύπουλη, δηλαδή στο σημείο όπου ο Heidegger εισέρχεται στην καρδιά της ανάλυσης του Dasein και εξετάζει τη μέριμνα (Sorge) στις τρεις θεμελιώδεις της αρθρώσεις.
Εξετάζοντας λοιπόν αυτή την κεντρική στιγμή της χαϊντεγκεριανής σύλληψης, θα πρέπει να προσκολληθούμε ακόμη πιο σταθερά στο νήμα που ανέδειξε την σύνδεση ανάμεσα σε αυτή και στην αριστοτελική θεώρηση του ηθικού είναι του ανθρώπου.
Είναι γνωστό ότι η πρώτη προσδιοριστική ιδιότητα του Dasein που ο Heidegger διατυπώνει στην αρχή της ανάλυσής του για την ύπαρξη είναι εκείνη του είναι-μέσα-στον-κόσμο (In-der-Welt-sein). Με αυτόν τον προσδιορισμό επιδιώκει να εκφράσει την συν-καταγωγικότητα του Dasein και του κόσμου, υπερβαίνοντας την ντεκαρτιανή διάσπαση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, συνείδησης και κόσμου.
Ακριβώς επειδή είναι συν-καταγωγικό με τον κόσμο, το Dasein είναι «ανοιχτό», «αποκεκαλυμμένο» απέναντι στα όντα που συναντά μέσα στον κόσμο· και για τον λόγο αυτό ο Heidegger το χαρακτηρίζει ως «άνοιγμα» ή «αποκάλυψη» (Erschlossenheit).
Τώρα, μέσα από μια σειρά αναλύσεων που δεν είναι απαραίτητο να επαναλάβουμε εδώ λεπτομερώς, ο Heidegger περιγράφει τη διαμόρφωση αυτής της δομής του ανοίγματος που χαρακτηρίζει το Είναι του Dasein. Εκείνο που πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά είναι οι τρεις θεμελιώδεις στιγμές αυτής της δομής, οι οποίες είναι ταυτόχρονα και τα τρία σημαντικότερα υπαρξιακά (esistenziali). Αυτά είναι:
η Befindlichkeit (διάθεση, συναισθηματική κατάσταση), δηλαδή η συναισθηματική κατάσταση ή, όπως θα μπορούσαμε ίσως να αποδώσουμε, η διάθεση,
το Verstehen, δηλαδή η κατανόηση,
και η Rede (ή επίσης Artikulation), δηλαδή ο λόγος ή ο λόγος-ως-άρθρωση.
Η απλή μετάφραση αυτών των όρων, ωστόσο, δεν επιτρέπει να συλληφθεί το πραγματικό τους νόημα· αντιθέτως, κινδυνεύει να το αποκρύψει. Το νόημα αυτό καθίσταται σαφέστερο αν μπορέσουμε να διακρίνουμε και να συλλάβουμε μέσα τους την ουσία αντίστοιχων παραδοσιακών καθορισμών του υποκειμένου ως προς το είναι του ανθρώπου (ιδίως ως προς τη δράση), καθορισμών που ο Heidegger επανεξετάζει και ριζικά μετασχηματίζει μέσα στο οντολογικό πλαίσιο που αυτός έχει αναπτύξει.
Έτσι, η Befindlichkeit μπορεί να αντιστοιχηθεί σε αυτό που παραδοσιακά θεωρείται η στιγμή της παθητικότητας και δεκτικότητας του υποκειμένου· στο Verstehen μπορεί να διακρίνει κανείς τη στιγμή της αυθορμησίας και της δραστηριότητας· και οι δύο αυτές στιγμές αρθρώνονται σύμφωνα με τους τρόπους του λόγου (Rede).
Επιπλέον, τουλάχιστον σε σχέση με τους δύο πρώτους καθορισμούς, είναι δυνατό να ανιχνευθούν μέσα τους μακρινοί αριστοτελικοί πρόδρομοι. Ας δούμε, λοιπόν, πιο προσεκτικά πώς ο Heidegger τους αντιλαμβάνεται.
Στην Befindlichkeit, λέει ο Heidegger, το Dasein αποκαλύπτεται μέσα στο «έχειν-να-είναι» του· τίθεται ενώπιον του «ότι υπάρχει και ότι έχει να είναι», και μάλιστα κατά τρόπον που του αποκρύπτει «το από πού και το προς τα πού» του· αυτόν τον τρόπο ο Heidegger τον ονομάζει το είναι-ριγμένο (Geworfenheit). Επιπλέον, η Befindlichkeit ανοίγει το Dasein ως είναι-μέσα-στον-κόσμο μέσα στην ολότητά του (όπως ο Heidegger δείχνει μέσα από την ανάλυση του φαινομένου της κατάθλιψης). Τέλος, στη Befindlichkeit «συνδέεται μια αποκαλυπτική αναφορά προς τον κόσμο, μέσα στην οποία μπορούμε να συναντήσουμε εκείνο που προκαλεί τις συγκινήσεις»¹.
Αυτό που ο Heidegger επιδιώκει να αναδείξει με αυτόν τον χαρακτηρισμό της Befindlichkeit, είναι ότι η ανθρώπινη ζωή δεν εκδηλώνεται και δεν συγκροτείται μόνο στις ενεργείς και καθαρές στιγμές της αυθορμησίας και της λογικότητας, αλλά και σε εκείνες τις θολές στιγμές που παραδοσιακά κατανοούνται ως πάθη, και τις οποίες αυτός επανανοηματοδοτεί ακριβώς με όρους Befindlichkeit.
Αυτή η εκδήλωση, αυτοαναγνώριση και συγκρότηση της ανθρώπινης ζωής μέσα στα «πάθη» επιβεβαιώνει, επιπλέον, την ανακάλυψη που έκανε ο Heidegger με τη βοήθεια τής πρακτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλης — δηλαδή την ανακάλυψη ότι ο θεμελιώδης καθορισμός του Dasein είναι κατεξοχήν πρακτικός καθορισμός.
Αν ληφθεί επιπλέον υπόψη ότι ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο ο Heidegger αναφέρεται στη διδασκαλία του Αριστοτέλης περί παθών (pathe), δεν είναι τολμηρό να σκεφθεί κανείς ότι, καθορίζοντας τη Befindlichkeit ως θεμελιώδη συνιστώσα του Dasein, ο Heidegger οικειοποιείται αυτήν την αριστοτελική διδασκαλία, αποσπώντας την από το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Αριστοτέλης την παρουσιάζει στο Β΄ βιβλίο της Ρητορικής, και μετασχηματίζοντάς την σε οντολογικό επίπεδο.
Τέλος, το γεγονός ότι η Befindlichkeit έχει το θεμέλιό της στη δομή του Dasein ως Sorge (μέριμνα), και ότι στον Αριστοτέλης τα pathe κινούν την ψυχή του ανθρώπου καθόσον αυτή είναι επιθυμητική (appetitiva), δηλαδή καθόσον είναι δομημένη ως όρεξις, μας υποδεικνύει μια ακόμη, απρόσμενη αντιστοιχία: εκείνη ανάμεσα στη Sorge και την όρεξις.
Όσον αφορά τον καθορισμό της κατανόησης (Verstehen), αυτή αντιπροσωπεύει, όπως ειπώθηκε, τη στιγμή της αυθορμησίας και της δραστηριότητας του Dasein, την παραγωγικότητα του δύνασθαι-είναι του. Ο Heidegger λέει ότι «η κατανόηση είναι το υπαρξιακό είναι του δύνασθαι-είναι που ανήκει στο ίδιο το Dasein, και είναι τέτοια ώστε αυτό το είναι αποκαλύπτει στον εαυτό του πώς έχουν τα πράγματα σχετικά με το ίδιο του το είναι» (Sein und Zeit, §31).
Αυτή η διατύπωση περιέχει διπλή ένδειξη:
πρώτον, σημαίνει ότι η κατανόηση —παρά το τι μπορεί να υπονοεί ο όρος, ιδίως στα ιταλικά— είναι η αυθόρμητη και δημιουργική στιγμή, χάρη στην οποία το Dasein σχεδιάζει και πραγματώνει το ίδιο του το είναι· δηλαδή, αναφέρεται σ’ αυτό μέσα σε εκείνη τη πρακτική διάθεση που έχει ήδη αναδειχθεί.
Δεύτερον, σημαίνει ότι αυτή η στιγμή συνοδεύεται από μια μορφή γνώσης: με την έννοια ότι, στην πρακτική του αναφορά προς το ίδιο του το είναι, το Dasein συγκροτεί τη συνείδηση του εαυτού του, την αυτοσυνείδησή του.
Γι’ αυτό ο Heidegger λέει ότι το Dasein, σε αυτόν τον πρακτικό καθορισμό του, διαθέτει τη διαφάνειά του (Durchsicht)· «βλέπει» δηλαδή μέσα από τον εαυτό του και συγκροτείται σε αυτό το “βλέπειν” ως ταυτόσημο με τον εαυτό του. Η κατανόηση πρέπει επομένως να νοηθεί κι αυτή ως κατεξοχήν πρακτικός καθορισμός του είναι του Dasein.
Σε ένα σημείο από το μάθημα του θερινού εξαμήνου του 1927, όπου ο Heidegger πραγματεύεται το πρόβλημα του Verstehen, λέει πολύ ρητά ότι αυτό είναι
«το αληθινό και ουσιώδες νόημα της πράξης» (il senso vero e proprio dell’agire).
Αυτό επιτρέπει να διατυπωθεί η υπόθεση ότι μέσα στο Verstehen υπολανθάνει μια επαναδιατύπωση του αριστοτελικού καθορισμού του νους πρακτικός. Πράγματι, όπως στη θεωρία του Αριστοτέλη για την πράξη ο νους πρακτικός αντιπροσωπεύει τη συμπληρωματική στιγμή σε σχέση με την orexis, έτσι και στον Heidegger η κατανόηση είναι ο συμπληρωματικός καθορισμός σε σχέση με τη Befindlichkeit· είναι ο καθαρός και αυθόρμητος σχεδιασμός, που αντιστοιχεί στο σκοτεινό και παθητικό θεμέλιο της καταστασιακότητας από το οποίο αυτός εκκινεί και προς το οποίο παραμένει πάντοτε δεσμευμένος.
Ο Heidegger, επιπλέον, ριζώνει το Verstehen, το οποίο εκδηλώνεται και αρθρώνεται ως Besorgen (σε αναφορά προς τα πράγματα), ως Fürsorge (σε αναφορά προς τους άλλους) και ως Worumwillen (σε αναφορά προς τον εαυτό του), στο θεμέλιο της μέριμνας (Sorge) — με τον ίδιο τρόπο που προηγουμένως είχε ριζώσει σε αυτήν και τη Befindlichkeit.
Επομένως, μέσα στη μέριμνα (Sorge), οι στιγμές της Befindlichkeit και του Verstehen ανάγονται στο ενιαίο θεμέλιό τους, δηλαδή σε εκείνον τον πρωταρχικό πρακτικό καθορισμό που χαρακτηρίζει τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα του Dasein μέσα στο είναι-του-στον-κόσμο.
Τώρα, στο να καθορίζει αυτή την αρχέγονη ενότητα παθητικών και ενεργητικών στιγμών —δεκτικότητας και αυθορμησίας, επιθυμίας και λογικότητας— ως Sorge, μπορεί να ειπωθεί ότι ο Heidegger επαναπροτείνει και αναμορφώνει το ίδιο πρόβλημα που ο Αριστοτέλης εντοπίζει για πρώτη φορά, εκεί όπου λέει ότι ο άνθρωπος είναι συγχρόνως νους πρακτικός και όρεξις διανοητική.
Η αντιστοιχία ανάμεσα στη Sorge ως θεμελιώδη καθορισμό του ανοίγματος του Dasein μέσα στο είναι-του-στον-κόσμο, και στον πρακτικό καθορισμό του ανθρώπου που δίνει ο Αριστοτέλης, είναι έτσι πλήρης.
Συνεχίζεται
ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΠΙΚΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΑΛΑΘΗΤΑ ΕΝΑΝ ΑΘΕΟ. ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ. Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΕΙΝΑΙ ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΙΑΙΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ. Η ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΘΕΙ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου