Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Η ανάπτυξη της έννοιας του Θεού στον Schelling (1) του Δημητρίου Ι. Κρικώνη

Η ανάπτυξη της έννοιας του Θεού στον Schelling
του Δημητρίου Ι. Κρικώνη

ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Βραβεῖον τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν
Ἐκδίδεται προνοίᾳ
τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος
κ. Ἱερωνύμου
Ἰδιοκτησία τοῦ Κλάδου Ἐκδόσεων
τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καὶ Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
ΕΚΔΟΤΗΣ:
Ὁ Διευθυντὴς τοῦ Κλάδου Ἐκδόσεων
Σεβ. Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Φιλόθεος
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ:
Αλέξανδρος Κατσιάρας
Mέλη Συντακτικῆς Ἐπιτροπῆς διετοῦς θητείας (2025-2026):
- Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σύρου κ. Δωρόθεος
- Πρωτοπρ. Ἀθανάσιος Γκίκας, Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
- Πρωτοπρ. Ἀθανάσιος Μελισσάρης, Ἀναπλ. Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Ε.Κ.Π.Α.
- Ἐμμανουὴλ Καραγεωργούδης, Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Ε.Κ.Π.Α.
- Ἀπόστολος Κραλίδης, Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
- Νικόλαος Μαγγιῶρος, Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
- Δημήτριος Μόσχος, Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Ε.Κ.Π.Α.
Η παρούσα εργασία εκδόθηκε στα γερμανικά από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1965. Προηγουμένως είχε εκδοθεί σε συνέχειες (στα γερμανικά) από το περιοδικό «Θεολογία» τα έτη 1963-64. Πρόκειται για τη διδακτορική διατριβή του Δ. Κρικώνη στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.

https://ecclesiagreece.gr/greek/press/theologia/


Στα ίδια τεύχη βρίσκονται άρθρα των Τρεμπέλα, Φειδά, Μπρατσιώτου, Καρμίρη, Καραβιδόπουλου,…

Πρόλογος

Η παρούσα εργασία διαφέρει από τις άλλες συγγενείς εργασίες του ίδιου θέματος, καθόσον περιλαμβάνει ολόκληρη την αντίληψη περί Θεού της φιλοσοφίας του Schelling —η οποία όμως δεν εξαντλείται (μέσα στην περιέλευσή της)— και καθόσον σκοπός της είναι να καταδείξει αφενός την ανεξαρτησία της φιλοσοφικής σκέψεως του Schelling και αφετέρου την εξελικτική πορεία του συστήματός του.
Ο Schelling δεν παρουσίασε το σύστημά του μονομιάς, αλλά το ανέπτυξε σταδιακά, βαθμηδόν. Ο πυρήνας της έννοιας του Θεού, τον οποίο εκθέτει στις δύο θεμελιώδεις επιστήμες, δηλαδή στη φιλοσοφία της φύσεως και στον «υπερβατικό ιδεαλισμό», περιέχεται ήδη στα πρώτα του συγγράμματα. Η φιλοσοφία της ταυτότητας δεν αποτελεί νέα αντίληψη της έννοιας του Θεού, αλλά την ανάπτυξη εκείνου που υπήρχε ήδη πριν από τις θεμελιώδεις επιστήμες.
Γι’ αυτό, με τη φιλοσοφία της ταυτότητας ολοκληρώνεται το σύστημα του Schelling, χωρίς όμως να εξαντλείται· διότι αυτή αποτελεί μόνον τη ρεαλιστική μορφή της φιλοσοφίας του· η ρεαλιστική αυτή μορφή είναι η προϋπόθεση για την ιδεαλιστική, η οποία πραγματοποιείται στα συγγράμματα των ετών 1809–1815, και ιδιαιτέρως στη «Διδασκαλία περί Ελευθερίας».
Το ιδεαλιστικό μέρος δεν ολοκληρώθηκε από τον Schelling· η μεταγενέστερη φιλοσοφία του πρέπει να ερμηνευθεί διαμέσου της «Διδασκαλίας περί Ελευθερίας». Δεν μπορεί να γίνει λόγος στον Schelling για μια μεταβολή της έννοιας του Θεού ή για μια περιοδική θεώρηση· οι θεμελιώδεις αρχές παραμένουν οι ίδιες, αλλά μέσα στο σύστημά του υπάρχει μια αδιάκοπη ανάπτυξη. Η ποικιλία των μορφών, τις οποίες χρησιμοποίησε ο Schelling, δεν αλλάζει την ουσία του πράγματος ως προς την αρχή.

Στο πρώτο κεφάλαιο πραγματευόμαστε το σημείο αφετηρίας της φιλοσοφίας του Schelling και τη θέση αυτής.
Την παράγραφο Α παραθέτουμε ως εισαγωγή του κεφαλαίου αυτού.
Δεν παρουσιάσαμε ολόκληρη την πνευματική κατάσταση πριν από τον Schelling, αλλά εκθέσαμε μόνο ορισμένα σημεία από τη φιλοσοφία των προγενεστέρων φιλοσόφων, τα οποία αποτελούν το σημείο εκκίνησης του γερμανικού ιδεαλισμού, και συγκεκριμένα της φιλοσοφίας του Schelling.
Στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου κεφαλαίου επιχειρήσαμε να διακρίνουμε την αρχή (ή το θεμέλιο) της φιλοσοφίας του Schelling από εκείνη του Fichte και του Spinoza.
Η αποφασιστική διαφορά του Schelling από αυτούς τους φιλοσόφους παρουσιάζεται στην τρίτη παράγραφο —στην περίπτωση του πρώτου (του Fichte) μέσα στη φιλοσοφία της φύσεως, και στο δεύτερο κεφάλαιο σε σχέση με τον δεύτερο (τον Spinoza).
Στο παρόν κεφάλαιο εκθέτουμε τις απόψεις του Schelling για τον Spinoza μέσα από μια αντιπαράθεση της διδασκαλίας περί Θεού των δύο φιλοσόφων, έτσι ώστε να καταστεί σαφής η διάκριση μεταξύ τους.
Η αντιπαράθεση των δύο φιλοσόφων αναφέρεται στη φιλοσοφία της ταυτότητας του Schelling έως το 1809, καθώς και οι δύο παρουσιάζουν ομοιότητα ως προς τη διδασκαλία περί Θεού, κόσμου και πραγμάτων, χωρίς ωστόσο να μπορεί, εξαιτίας αυτής της ομοιότητας, να χαρακτηρισθεί ο Schelling ως σπινοζιστής.

Η διαφορά των δύο φιλοσόφων στη διδασκαλία περί «σπεκουλατίβης» (ή στοχαστικής) φιλοσοφίας του Schelling, η οποία ακολουθεί τη φιλοσοφία της ταυτότητας, φωτίζεται μέσα από την παρούσα πραγματεία.
Στη φιλοσοφία της ταυτότητας ο Schelling δεν άσκησε καμία κριτική στον Spinoza. Επαναλήψεις δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε.

Οι ιστορικοί λόγοι της μετάβασης από τη φιλοσοφία της ταυτότητας στην θεϊστική αντίληψη περί Θεού, στο τρίτο κεφάλαιο, πρέπει να εννοηθούν με στενή σημασία, διότι ο Schelling δεν είχε ακόμη αναπτύξει πλήρως το σύστημά του.
Επιπλέον, η προσπάθεια του Schelling να φέρει τη δική του διδασκαλία περί Θεού σε συμφωνία με την χριστιανική Τριάδα πραγματοποιείται στη Διδασκαλία των Δυνάμεων (Potenzenlehre).
Η διδασκαλία περί Τριάδος προβάλλει μέσα από την ιδεαλιστική διατύπωση του Schelling, αλλά ο ίδιος την πραγματεύεται ιδιαιτέρως στη Φιλοσοφία της Αποκαλύψεως.
Τη Διδασκαλία των Δυνάμεων ο Schelling την αναπτύσσει στη «Παρουσίαση του φιλοσοφικού εμπειρισμού», στο πρώτο βιβλίο της Φιλοσοφίας της Μυθολογίας, στο δεύτερο βιβλίο της “Παρουσίασης της καθαρά λογικής φιλοσοφίας”, και στο πρώτο μέρος του δεύτερου βιβλίου της “Φιλοσοφίας της Αποκαλύψεως”.

Στην απόπειρα (ή μελέτη) του Schelling ακολουθεί μια κριτική, η οποία εξετάζει σε ποιο βαθμό ο Schelling θίγει τη δογματική της Εκκλησίας· όμως είναι σημαντικό να προστεθεί εδώ, κάτι που δεν περιλαμβάνεται στην κριτική, ότι ο Schelling, με τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιεί τη βαθμιαία αποκάλυψη του Χριστού, αγγίζει, σε πολλές απόψεις, τόσο την ρωμαιοκαθολική όσο και την ελληνορθόδοξη Εκκλησία.
Επιπλέον, ο τρόπος διεξαγωγής της παρούσας εργασίας δεν ακολουθεί αυστηρά χρονολογικά τα συγγράμματα, αλλά κατά περιεχόμενο.
Αυτό ισχύει για ορισμένα συγγράμματα της φιλοσοφίας της φύσεως, καθώς και για τη φιλοσοφία της μυθολογίας και της αποκάλυψης, οι οποίες συμπίπτουν χρονικά με τον «υπερβατικό ιδεαλισμό» και τα συγγράμματα της φιλοσοφίας της ταυτότητας.


Α. Το σημείο εκκίνησης της φιλοσοφίας του Schelling

Ο ιδεαλισμός αρχίζει ουσιαστικά με τον Kant και καταλήγει με τον Hegel.
Ο ίδιος ο Kant προϋποθέτει την παλαιά μεταφυσική, στην οποία αναφέρεται άμεσα η κριτική του.

Η παλαιά μεταφυσική προέρχεται από τη σχολαστική και οι πηγές της γνώσης της είναι: η αισθητηριακή εμπειρία, η καθαρή διάνοια (intellectus purus), και ο λόγος (ratio), ο οποίος δεν θα μπορούσε να έχει δοθεί ούτε μέσω της αισθητηριακής εμπειρίας ούτε μέσω του νου, αλλά είναι η ικανότητα που επιτρέπει στον άνθρωπο να αντλήσει την τελική γνώση του υπεραισθητού από τα δύο πρώτα αρχικά στοιχεία.

Ο Καρτέσιος ήταν ο πρώτος που αμφισβήτησε την αισθητηριακή εμπειρία και την κατάργησε ως αρχή της γνώσης. Με αυτόν τον τρόπο άνοιξε τον δρόμο για τη νέα ευρωπαϊκή φιλοσοφία και έγινε ο θεμελιωτής του ορθολογισμού.
Με την απαρχή της νέας φιλοσοφίας εφαρμόζεται η επιστημονική μέθοδος στην αληθινή γνώση του Θεού και του κόσμου.

Κατ’ αρχάς προέκυψαν δύο διαφορετικά φιλοσοφικά ρεύματα: ο εμπειρισμός και ο ορθολογισμός· το πρώτο εκπροσωπήθηκε από τους Hobbes, Locke, Berkeley και Hume· το δεύτερο από τους Καρτέσιο, Malebranche, Spinoza και Leibniz.
Οι πρώτοι χρησιμοποιούν την εμπειρική επιστημονική μέθοδο (ἐπαγωγή), η οποία, ξεκινώντας από μεμονωμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις, καταλήγει στη γενική αρχή·
οι δεύτεροι χρησιμοποιούν τη ρασιοναλιστική μέθοδο (ἀπαγωγή), η οποία, κατά το πρότυπο των μαθηματικών και μακριά από κάθε εμπειρική πραγματικότητα, αντλεί τα συμπεράσματά της.

Ο εμπειρισμός αποδίδει τη γνώση a posteriori, επειδή προϋποθέτει ένα αντικείμενο προσπελάσιμο στην εμπειρία μας, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσε να υπάρξει πραγματικότητα.
Αντιθέτως, ο ορθολογισμός υποστηρίζει ότι το αναγκαίο και το καθολικό στη γνώση είναι ανεξάρτητα από την εμπειρία — δηλαδή, έμφυτα ή κατά κάποιον τρόπο a priori.

Η ορθολογιστική μέθοδος δεν μπορεί όμως να υπάρχει στην πραγματικότητα χωρίς εμπειρική σχέση προς τον κόσμο, διότι μόνο μέσω της εμπειρίας μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε τα αντικείμενα της γνώσης μας.
Αυτές οι δύο φιλοσοφικές κατευθύνσεις εκτείνονται μέχρι την εποχή του Kant.
Ο Kant είδε ως κύριους εκπροσώπους αυτών των ρευμάτων τον David Hume, αφενός, και τον Leibniz, αφετέρου.

Όταν ο Leibniz επιχείρησε να αντικρούσει τον δυϊσμό του Καρτεσίου και τον σπινοζισμό, εξαΰλωσε τον κόσμο μέσω της μονάδος, η οποία, κατά το πρότυπο του Spinoza, είχε πνευματικό χαρακτήρα.
Τις δυσκολίες αυτού του προβλήματος —δηλαδή της επίλυσης της σχέσης του απείρου προς το πεπερασμένο— τις αναγνώρισε ο ίδιος ο Leibniz, αφού, παρά την υποταγή του πραγματικού στο ιδεατό, αναγκάστηκε να παραδεχθεί την προκαθορισμένη αρμονία των δύο.[ΣΗΜΕΡΑ Η ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΙΣΜΟ ΣΑΝ ΣΧΕΣΗ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ]

Αξιοσημείωτο είναι στον Leibniz ότι η μονάδα, ως δύναμη παράστασης (Vorstellungskraft), δείχνει πως η πραγματικότητα δεν βρίσκεται πλέον στο «είναι», αλλά στο «πράττειν», στη δράση, στην ενέργεια — με μια λέξη, στη σκέψη.
Η μονάδα, όμως, ως δύναμη παράστασης, που αποτελεί το αποκορύφωμα της νοησιαρχίας του Leibniz, δεν μπορεί να παράγει το παρασταθέν (το αντικείμενο της παράστασης).
Έτσι, ο Leibniz δεν μπόρεσε να υπερβεί πλήρως τον δυϊσμό, διότι το σύστημά του χρειαζόταν τη ρυθμιστική δραστηριότητα της νόησης και όχι μόνο τη λειτουργία της αναπαράστασης.

Εδώ βρίσκεται η μετάβαση από τον νοησιαρχία του Leibniz στην κριτική φιλοσοφία, καθώς ο Kant συμπληρώνει την απαίτηση του συστήματος του Leibniz και, από αυτή την άποψη, θεωρείται διάδοχός του.
Από την άλλη πλευρά, ο Kant συμφωνεί με την εμπειρική παραδοχή του David Hume, καθόσον θεωρεί την φαινομενολογική πραγματικότητα μόνον ως ανθρώπινη πραγματικότητα.
Ενώ όμως ο Hume καθορίζει τα όρια της ανθρώπινης γνώσης, ο Kant υπερβαίνει αυτά τα όρια του αισθητού κόσμου και παράγει τον υπερβατισμό (Transzendentalismus).

Ο Hume αντιλαμβάνεται τη δύναμη της παράστασης ως αντίληψη ενός πράγματος του εξωτερικού κόσμου, το οποίο πράγματι έχει γίνει αντιληπτό.
Ο Kant αναπτύσσει περαιτέρω τόσο την φιλοσοφία του Leibniz όσο και την παραδοχή του Hume· το κοινό ερώτημα του Leibniz και του Kant είναι:
πώς η δύναμη της αναπαράστασης αποτελεί προϋπόθεση της γνώσης· αυτό, ωστόσο, για τον Hume δεν τίθεται καν ως ερώτημα!


Συνεχίζεται


Δημήτριος Ι. Κρικώνης
Βιογραφικά Στοιχεία και Σπουδές
Ο Δημήτριος Ιωάννου Κρικώνης γεννήθηκε το 1925 στο Αγναντερό Καρδίτσας, μεγαλώνοντας από την ηλικία των 10 ετών στο Προάστιο Καρδίτσας. Μετά την ολοκλήρωση του Δημοτικού, οι δευτεροβάθμιες σπουδές του ξεκίνησαν με κάποια καθυστέρηση: σε ηλικία 23 ετών (το 1949) φοίτησε κατ’ οίκον στο Γυμνάσιο Καλύμνου και αποφοίτησε το 1952 από το Βενετόκλειο Νυχτερινό Γυμνάσιο Ρόδου Το ίδιο έτος (1952) εισήχθη στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για προπτυχιακές σπουδές στη Θεολογία.
Συμβολή στη Χριστιανική Θεολογία

Πέρα από τη φιλοσοφία, ο Δημήτριος Κρικώνης αφιέρωσε μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του στη χριστιανική θεολογία. Η δεύτερη διδακτορική του διατριβή (Θεολογία, 1969) αντικατοπτρίζει το ενδιαφέρον του για την ορθόδοξη θεολογική παράδοση και την ιστορία της Εκκλησίας. Σύμφωνα με διαθέσιμες πηγές, μία από τις βασικές του μελέτες σε αυτό το πεδίο ήταν η ιστορική διερεύνηση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, κατά την περίοδο 1844-1898. Το έργο με τίτλο «Η εν Χάλκη Θεολογική Σχολή (1844-1898)» (έκδοση 1970) εξετάζει τον ρόλο της Μεγάλης του Γένους Σχολής στη διατήρηση της Ορθόδοξης πίστης και την εκπαίδευση του ορθόδοξου κλήρου στην Ανατολή. Μέσα από αυτή τη μελέτη, ο Κρικώνης συνέβαλε στην κατανόηση της ιστορίας της ανώτερης θεολογικής παιδείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προσφέροντας αρχειακές πληροφορίες και ανάλυση για τη λειτουργία και την αποστολή της Σχολής της Χάλκης τον 19ο αιώνα.
Επιπρόσθετα, ο Κρικώνης προσπάθησε να συνδέσει τη φιλοσοφία της ιστορίας με τη θεολογία. Χαρακτηριστικό είναι το έργο του «Φιλοσοφική και θεολογική θεώρησις της ιστορίας» (1970), το οποίο δημοσιεύθηκε ως ανάτυπο σε επιστημονική έκδοση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σε αυτό το δοκίμιο εξετάζεται η ιστορία υπό το πρίσμα τόσο της φιλοσοφικής σκέψης όσο και της θεολογικής ερμηνείας, αντανακλώντας τον διεπιστημονικό προσανατολισμό του Κρικώνη. Με τον τρόπο αυτό, ανέδειξε πώς η χριστιανική θεολογία μπορεί να συνομιλήσει με την κοσμοθεωρία της φιλοσοφίας, ιδίως σε ζητήματα όπως η πρόνοια, η εξέλιξη του ανθρωπίνου γένους και η τελεολογία της ιστορίας.
Συνολικά, η συμβολή του Κρικώνη στη θεολογία έγκειται στην προσπάθεια γεφύρωσης της ορθόδοξης παράδοσης με τον σύγχρονο φιλοσοφικό στοχασμό, καθώς και στην ανάδειξη της ιστορικής πορείας θεσμών της Εκκλησίας. Ως θεολόγος με φιλοσοφική παιδεία, κατόρθωσε να προσφέρει μια βαθύτερη θεωρητική θεμελίωση σε θεολογικά ζητήματα, εντάσσοντάς τα σε ένα ευρύτερο φιλοσοφικό πλαίσιο.
Επίλογος
Ο Δημήτριος Ι. Κρικώνης αναδεικνύεται ως μια πολυσχιδής προσωπικότητα στο χώρο της ελληνικής φιλοσοφίας και θεολογίας. Η βιογραφική του διαδρομή – από τα ταπεινά μαθητικά χρόνια στην επαρχία της Καρδίτσας έως τις διδακτορικές διακρίσεις σε Θεσσαλονίκη και Χαϊδελβέργη – καταδεικνύει μια αφοσίωση στη μάθηση και την έρευνα. Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος και ερευνητής, γεφύρωσε δύο κόσμους: του γερμανικού ιδεαλισμού και της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας. Με το έργο του για τον Schelling συνέβαλε στη διερεύνηση της φιλοσοφικής θεολογίας, ενώ με τις θεολογικές και ιστορικές του μελέτες φώτισε πλευρές της παράδοσης της Εκκλησίας. Τα βιβλία και οι δημοσιεύσεις του παραμένουν ως πολύτιμες πηγές για φοιτητές και μελετητές, αποτυπώνοντας τη συνεισφορά του στη φιλοσοφική ιστοριογραφία και τη θεολογική σκέψη στην Ελλάδα. Μέσα από σαφείς παραπομπές και αρχειακές αναφορές, το έργο του Κρικώνη συνεχίζει να χρησιμεύει ως βάση για περαιτέρω έρευνα στη διασταύρωση φιλοσοφίας και θεολογίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: